Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Σκοτεινή Ακαδημία/ part 1

Το Ντούτραμ ήταν αναμφίβολα το πιο ανατριχιαστικό μέρος που είχαν δει ποτέ τους, δίχως στην ουσία να υπάρχει εμφανής λόγος για μία τέτοια αντίδραση εκ μέρους τους. Καθώς είχαν πλέον κατεβεί τα τριάντα σκαλοπάτια, με την ομίχλη να έχει αγκαλιάσει το σώμα και την όρασή τους, Ο Μαξιμίλιαν τοποθέτησε τις βαλίτσες τους μπροστά ακριβώς από ένα πέτρινο τούνελ με ελάχιστο φωτισμό. Οι πέτρες είχαν φθαρεί με τα χρόνια και τα πάντα γύρω τους ούρλιαζαν την λέξη ΄΄Μεσαίωνας΄΄.

«Νομίζω πως από εδώ και πέρα, μπορείτε να τις σύρετε μέχρι το εσωτερικό. Το γραφείο της κυρίας Άλμπα για τον έλεγχο των εγγραφών, είναι στα αριστερά σας, αφού έχετε ανέβει τα κεντρικά σκαλοπάτια του πρώτου κύριου χώρου του Ντούτραμ» τους εξήγησε ο νεαρός.

«Γιατί αυτή η Σχολή είναι φτιαγμένη σαν να φοβάται πως από στιγμή σε στιγμή θα δεχτεί επίθεση;» ρώτησε η Μόνικα αθώα, μα η απάντηση διόλου αρεστή δεν ήταν.

«Ίσως γιατί υπάρχει μία φράση που λέει, φύλαγε τα ρούχα σου για να έχεις τα μισά. Ορθώς το κάστρο έχει λάβει τα μέτρα του» της απάντησε σοβαρά ο νεαρός για να την δει να καγχάζει.

«Μαξιμίλιαν, δεν είμαστε σε περίοδο πολέμου» τον διόρθωσε η Μόνικα, στα αφτιά της οποίας η συζήτηση ηχούσε όλο και πιο παράξενα.

«Πράγματι. Δεν είμαστε» παραδέχτηκε εκείνος με την Γκάμπι να τους ζυγίζει. «Εγώ θα σας αφήσω. Θαρρώ πως όλο και κάποιον μεγαλύτερο θα πετύχετε στο διάβα σας  για να σας βοηθήσει με τις απορίες του πρωτάρη» πρόφερε για να αποχωρήσει καμαρωτά και ελαφρώς γρήγορα, ακολουθώντας το υπόγειο τούνελ.

«Φοβάμαι πως είναι όλοι πειραγμένοι εδώ γύρω» μουρμούρισε η Μόνικα μονάχη της με την Γκάμπι να ακολουθεί μισογελώντας.

Καθώς βάδιζαν, οι φλόγες από τις δάδες λικνίζονταν παράξενα, καθώς δεν υπήρχε ρεύμα. Η Γκάμπι τις κοιτούσε χαζεύοντας αφηρημένη, όταν είδε πως οι σκιές που άφηναν στους τοίχους, δεν είχαν καμία σχέση με το οβάλ σχήμα της φλόγας. Ήταν δυσδιάκριτα και ίσως ελαφρώς τερατώδη τα παράξενα σχήματά τους. Από την μία ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί αυτήν την ανακάλυψη με την κολλητή της, αλλά από την άλλη θεώρησε καλύτερο να μην επιβαρύνει την ψυχολογία της. Εξάλλου, ακόμη και η ίδια είχε αρχίσει να φοβάται πως μετά την εξαφάνιση του αδερφού της, η φαντασία είχε κάνει κατάληψη στο μυαλό της. Για την ακρίβεια, προτιμούσε να την αποκαλέσει ΄΄φαντασία΄΄ για να αποφύγει να παραδεχτεί πως τρελαινόταν.

Συνέχισαν το βάδισμα στα υγρά, ανατριχιαστικά τούνελ, για να νιώσουν μία ξαφνική θερμότητα και να ανακαλύψουν πως πίσω από μία θολωτή, πέτρινη είσοδο, κρυβόταν ο πολυτελής κόσμος ενός ανακτόρου. Μαθητές διάβαζαν, ή βάδιζαν ανέμελα, ενώ τέσσερις φιγούρες ιπποτών, είχαν τοποθετηθεί στις τέσσερις γωνίες της κεντρικής αίθουσας με τις αστραφτερές τους πανοπλίες να θυμίζουν αιώνια την εποχή που πράγματι υπήρχαν. Η Γκάμπι κοιτούσε εκστασιασμένη τις λιλά σημαίες με τα καλλιγραφικά γράμματα στο χρώμα του χαλκού, που αποτύπωναν την ονομασία της Σχολής καθώς και μία λατινική φράση ΄΄in memoriam΄΄, κοινώς εις μνήμην. Κοιτάζοντας προσεκτικά την φράση των λιλά υφασμάτων που κρέμονταν πένθιμα στους τοίχους και αποτελούσαν σύμβολο στην ουσία της Σχολής, η Γκάμπι προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε συναντήσει κάπου στην ιστορία της χώρας της, το όνομα του κάστρου που πιθανότατα είχε παίξει ρόλο σε κάποιον πόλεμο ίσως. Τελικά κατέληξε είτε στο γεγονός πως δεν υπήρχε πουθενά, είτε πως η ιστορία της Ρουμανίας δεν ήταν ποτέ η αγάπη της.

Στο κέντρο ακριβώς, δέσποζε ένας κρυστάλλινος πολυέλαιος, με μαύρη βάση και κρυστάλλους στο χρώμα του ρουμπινιού. Ήταν η πρώτη φορά και για τις δύο, που αντίκριζαν ένα τόσο σκοτεινό χρώμα και ύφος για ένα υπέροχο στολίδι που θα έπρεπε να βρίσκεται σε κάθε κλασσικό σπίτι. Οι μαθητές τις κοιτούσαν με εμφανή περιέργεια, ίσως και έναν αέρα έπαρσης. Από πίσω τους ακούστηκε ο ήχος ακόμη μίας βαλίτσας που σερνόταν με κόπο και ένα κορίτσι στην ηλικία τους ξεπρόβαλε ιδρωμένο και καταπονημένο.

«Καλημέρα! Θεέ μου! Νόμιζα πως δεν θα έφτανα ποτέ. Τόσα σκαλιά αγκαλιά με την βαλίτσα μου, δεν τα περίμενα» μόρφασε ξεψυχισμένα για να τις δει να αλληλοκοιτάζονται συνωμοτικά.

«Εμείς είμαστε από τις τυχερές. Μας βοήθησε ένας τελειόφοιτος νεαρός» πρόφερε η Μόνικα και συνέχισε «Είμαι η Μόνικα και η φίλη μου η Γκάμπι. Εσύ; Από πού μας έρχεσαι;»

«Από το Μπρασόβ και με λένε Καμίλια. Πως αποφασίσατε να έρθετε εδώ;» τις ρώτησε μέχρι που παρατήρησε το τελάρο που κουβαλούσε η Γκάμπι.

«Εμένα προσωπικά ήταν η αγάπη μου. Αυτό είναι η ζωγραφιά του Μπραν που σκοπεύω να τελειώσω λίαν συντόμως, τώρα που επιτέλους θα βρίσκομαι δίπλα» εξήγησε η Γκάμπι και είδε την Καμίλια να την κοιτάζει έντονα.

«Μπορεί να είμαι από το Μπρασόβ, ωστόσο όχι μόνο έχω ακούσει για τις κατά καιρούς εξαφανίσεις, μα έχουμε βιώσει και εμείς στο κοντινό μας περιβάλλον. Θα έλεγα πως οι βόλτες δεν είναι ασφαλείς εδώ γύρω. Εγώ θα μένω εντός της Σχολής και ίσα που βρήκα θέση και δωμάτιο» τόνισε καθώς όπως τους εξήγησε, πολλοί, ίσως οι περισσότεροι φοιτητές, να προτιμούσαν την ασφάλειά τους.

Στο άκουσμα των λεγομένων της, η Γκάμπι ένιωσε να χάνει έναν χτύπο και το πρόσωπο του Λέοναρντ επιτέθηκε στην καρδιά και μνήμη της. Δάκρυα ετοιμάστηκαν να ξεχυθούν , μα η ίδια τα σταμάτησε καθώς μισούσε να λυγίζει μπροστά σε άγνωστους. Όλες μαζί, συνέχισαν την πορεία τους, με την Γκάμπι να παρατηρεί τα πάντα με ενθουσιασμό. Πράγματι, ανεβαίνοντας τα πέτρινα, κεντρικά σκαλοπάτια τα οποία στόλιζε μία εξίσου λιλά μοκέτα και στρίβοντας αριστερά, αντίκρισαν το γραφείο της διευθύντριας. Μία θολωτή, ξύλινη, βαριά πόρτα η οποία επάνω της είχε τοποθετημένο το μικρό, χάλκινο κεφάλι ενός αγριόχοιρου ως μάτια, για να μπορεί αυτός που βρισκόταν μέσα να γνωρίζει ποιος στεκόταν έξω.

Χτύπησαν με δύναμη  μία φορά, για να ακούσουν μία λεπτή, ελαφρώς βραχνιασμένη γυναικεία φωνή να τους καλεί. Μπαίνοντας, μία ηλικιωμένη γυναίκα τις υποδέχτηκε μειδιώντας πρόσχαρα. Η Γκάμπι της χαμογέλασε και εκείνη, της ανταπέδωσε το χαμόγελο ευγενικά, μα άξαφνα η κοπέλα πισωπάτησε με την καρδιά της να φτερουγίζει από άγχος. Το πρόσωπο της γυναίκας, είχε κάτι το απόκοσμο. Ήταν σαν να υπήρχε μία σκιά που αιωρούνταν λίγα εκατοστά πάνω από το δέρμα της, σαν να έβλεπε δηλαδή την ακτινογραφία του σκελετού της να αιωρείται πάνω από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Τη στιγμή που άπαντες ήταν έτοιμοι να την ρωτήσουν αν επιθυμούσε να καθίσει, ή αν έστω ήθελε ένα ποτήρι με νερό, το θέαμα εξαφανίστηκε και το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας επανήλθε.

«Δεσποινίς, είσαι εντάξει;» ρώτησε καλοσυνάτα.

«Μια χαρά. Απλώς ζαλίστηκα απότομα, αυτό είναι όλο» έσπευσε να δικαιολογηθεί.

«Εγώ είμαι η κυρία Άλμπα Τζέκινς, έρχομαι από το Λονδίνο, αν και κατοικώ χρόνια στη Ρουμανία. Θα σας δώσω το πρόγραμμα των μαθημάτων και έχοντας αναζητήσει τα ονόματά σας στις εγγραφές, θα σας δώσω επίσης και το κλειδί του δωματίου σας» πρόφερε και αρχικά μοίρασε ένα χαρτί παλαιωμένο και κιτρινισμένο σαν να ανήκε και εκείνο σε άλλη εποχή, όπου κάτω κάτω υπήρχε ένα βουλοκέρι σαν σφραγίδα, με το αρχικό γράμμα της Σχολής σε χρώμα μαύρο. Οι τρεις τους ξεκίνησαν να διαβάζουν προσεκτικά.

Είχαν τις πρωινές ώρες εικαστικά εργαστήρια της επιλογής τους, ανάλογα με τον τομέα είτε της ζωγραφικής, είτε της γλυπτικής, είτε της χαρακτικής. Κατόπιν τα απογεύματα επέλεγαν είτε  παιδαγωγική, είτε ψυχολογία της εκπαίδευσης και διδακτική της Τέχνης. Η κυρία Άλμπα τις παρακολουθούσε με ευλάβεια κάτω από τα μυωπικά γυαλιά της.

«Μην σας φαίνονται βουνό. Όποιος βρίσκεται σε αυτή τη Σχολή σίγουρα λατρεύει το αντικείμενο» τους έκλεισε το μάτι ενώ ταυτόχρονα αναζητούσε τα κλειδιά. Ευτυχώς οι δύο κολλητές θα έμεναν μαζί και η Καμίλια στον ίδιο όροφο.

Τα χοντρά μεταλλικά κλειδιά με την μπορντό φουντίτσα να κρέμεται στο πίσω μέρος, τους παραδόθηκαν και οι κοπέλες ετοιμάστηκαν επιτέλους να συνεχίσουν την ξενάγηση στο εντυπωσιακό κάστρο.

----------------

Το δειλινό είχε φτάσει και καθώς ήταν ακόμη φθινόπωρο, η ατμόσφαιρα είχε μία έντονη, βουνίσια μυρωδιά που συνοδευόταν από την μεθυστική μυρωδιά των αγριόχορτων και των λουλουδιών. Η Ντενίζα, η μητέρα της Γκάμπι δίπλωνε απορροφημένη στο πένθος της, τα ρούχα του αγοριού της. Είχε βρει το σημείωμα της κόρης της και ευχόταν μόνο να ήταν καλά. Το δωμάτιό του γιου της παρέμενε κενό και ήσυχο, πράγμα που την έσπρωχνε να γελάσει αμήχανα και νευρικά. Ποτέ δεν ήταν ήσυχο το δωμάτιο του Λέοναρντ, συνήθως άκουγε μουσική ή επικοινωνούσε με τους φίλους του. Τώρα, είχε μία απόκοσμη γαλήνη που δεν του ταίριαζε καθόλου. Κάθε κίνηση να διπλώσει ρούχο, σηματοδοτούσε και ένα δάκρυ. Μονάχα το τρίξιμο της πόρτας την έκανε να αναπηδήσει ελαφρώς για να αντικρίσει την σκεβρωμένη φιγούρα του άντρα της, που είχε γεράσει απότομα, αφήνοντας απεριποίητο τον εαυτό του, με τα ασημένια του σχεδόν μαλλιά να είναι ελαφρώς μπερδεμένα και αχτένιστα. Τελικά η απουσία της Γκάμπι, τους είχε φέρει ένα βήμα πιο κοντά με τους δαίμονές τους. Το μόνο που τους έμενε ως παρηγοριά, ήταν η προσευχή και αυτό ακριβώς είχαν σκοπό να κάνουν.

Ο πατέρας Γκρέγκορι, λειτουργούσε σε μία γραφική εκκλησία του Αγίου Νικολάου έξω από το χωριό, που δέσποζε σχεδόν μονάχη της στη μέση της πεδιάδας. Για κάποιον λόγο όμως, η μορφή του ήταν πασπαλισμένη με μία σκόνη αγιοσύνης και σοφίας, ενώ πάντοτε μετά την λειτουργία, ακολουθούσε λόγος στους πιστούς και ευχές ώστε να βρεθούν σύντομα τα χαμένα μέλη της οικογένειάς τους. Ο ίδιος ήταν συνώνυμο της δύναμης για τον κόσμο, ενώ παρά τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί αλαφροΐσκιωτος, εκείνος μιλούσε για κάτι, στο οποίο κανένας και ποτέ δεν έκανε αναφορά. Ο πατέρας της Γκάμπι ήταν πολύ πιστός, ωστόσο όπως ακριβώς και η κόρη του, μισούσε όλα όσα αναφέρονταν σε πράγματα φανταστικά και σε γεγονότα που στερούνταν αληθοφάνειας. Στον αντίποδα αυτής της άποψης, η γυναίκα του άκουγε με ευλαβική προσοχή, κάθε λέξη, κάθε κόμμα και τελεία αυτού του πανάγαθου ανθρώπου. Το σημερινό απόγευμα, δεν αποτελούσε εξαίρεση και οι δύο συντετριμμένοι γονείς, οδηγούσαν με κατεύθυνση την εκκλησία. Στον προαύλιο χώρο της, ήταν χαραγμένα σαν σε σκληρό πάπυρο όλα τα ονόματα μικρών και μεγάλων που είχαν πέσει θύματα απαγωγής ίσως, ή δολοφονίας ή εξωκοσμικής εξαφάνισης με τις αρχές να τραβάνε τα μαλλιά τους μπροστά στην απόλυτη ανικανότητα να εντοπίσουν έστω και την άκρη του νήματος. Οι δυο τους, με πόνο ψυχής εντόπισαν το όνομα και το επίθετο του γιού τους που αναγραφόταν τελευταίο σε αυτήν την μακάβρια λίστα που ολοένα μεγάλωνε.

Η λειτουργία είχε ξεκινήσει και όλοι οι πιστοί με σκυμμένο το κεφάλι, είχαν παραδοθεί στη μελωδική φωνή του πατέρα Γκρέγκορι. Με μία προσεκτική ματιά προς το πρόσωπό του, διέκρινες τα αγγελικά και πράα χαρακτηριστικά του που διαβρώνονταν εξαιτίας του πένθους απέναντι στο δράμα των πιστών του. Όπως κάθε φορά, έτσι και σήμερα τους χαιρέτισε όλους εφιστώντας τους την προσοχή στις μετακινήσεις.

« Καλοί μου άνθρωποι. Πάει καιρός που το κράτος μας θα έπρεπε να μιλά ξεκάθαρα. Οι μύθοι και οι δεισιδαιμονίες, έχουν τις ρίζες τους βαθιά σε μία θολή πραγματικότητα. Γνωρίζω πως για τους περισσότερους από εσάς, είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφτείτε πως τα Παιδιά της Νύχτας ζουν ανάμεσά μας, σαν τα φαντάσματα και τρέφονται από τους φόβους μας. Όλες αυτές οι εξαφανίσεις δεν είναι τυχαίες. Αν προκαλούνταν από ανθρώπινο χέρι, να είστε σίγουροι πως όλο και κάποιο ίχνος θα άφηναν πίσω. Εδώ όμως δεν μιλάμε για ανθρώπους μα για πιόνια του Σατανά. Η εκκλησία μας δεν δέχεται την μιαρή τους παρουσία, τους κυνηγά. Κάποια στιγμή πρέπει να ξεσηκωθούμε και να είστε βέβαιοι πως η στιγμή αυτή θα έρθει. Οι Βρικόλακες υπάρχουν και μη γυρνάτε την πλάτη στην πραγματικότητα. Μονάχα να ξέρετε, πως πηγή όλου του κακού, άνδρο της ακολασίας, θα είναι για πάντα αυτό το θλιβερό κουφάρι, εξαιτίας του οποίου δυστυχώς μαζεύονται οι τουρίστες και επισκέπτονται τον τόπο μας. Μιλώ για το κάστρο Μπραν, η φιγούρα του οποίου δεσπόζει σαν άψυχος εφιάλτης, καλώντας σαγηνευτικά όλους εσάς, που πιθανότατα πλησιάζετε από περιέργεια. Μην αφήνετε τα παιδιά σας να κυκλοφορούν μόνα την νύχτα και ακόμη και εσείς οι ίδιοι, να αποφεύγετε τις άσκοπες μετακινήσεις ή τουλάχιστον να έχετε παρέα μαζί σας. Το λέω για το καλό σας, αλλιώς πολύ φοβάμαι πως η λίστα με τους αγνοούμενους ολοένα και θα μεγαλώνει» τελείωσε και ο πατέρας της Γκάμπι άρχισε να νιώθει άβολα. Δίπλα του η γυναίκα του είχε καταλάβει πως ήθελε διακαώς να πάρει τον λόγο.

«Συγγνώμη πατέρα μου» ξεκίνησε και το αγγελικό πρόσωπο του Γκρέγκορι χαμογέλασε.

«Παρακαλώ» του είπε.

«Μου λέτε δηλαδή πως τον γιό μου τον έχουν αρπάξει τα βαμπίρ; Και θέλετε να το δεχτώ;» συνέχισε με φωνή που έτρεμε.

«Θα αφήσω εσάς να μου απαντήσετε. Αν δεν τον πήρε κάτι μη ανθρώπινο, τόσα χρόνια η αστυνομία δεν θα είχε βρει μία άκρη; Ένα σημάδι παπουτσιού έστω; Νομίζω πως όλο αυτό μας οδηγεί πέρα από τα ανθρώπινα. Σε μέρη που καλό είναι να μην τριγυρνάμε μήτε με το νου, μήτε με τα πόδια μας» του απάντησε και με ένα σκούντημα από τη γυναίκα του επανήλθε, καθώς ήταν έτοιμος να υψώσει τον τόνο της φωνής του «Καταλαβαίνω τον πόνο σας. Όποτε το νιώθετε, να έρχεστε εδώ ασχέτως ώρας. Ο ναός μας είναι πάντοτε ανοιχτός, το ίδιο και η αγκαλιά του Θεού» πρόφερε ο πατέρας Γκρέγκορι και το ζευγάρι λίγο λίγο, κινήθηκε προς την έξοδο.

«Γκόρντι μου, το ξέρω πως είσαι χάλια με όλα αυτά, ωστόσο μην τα βάζεις με ανθρώπους που δεν σου φταίνε» τον μάλωσε.

«Άσε με ήσυχο. Εγώ δεν ξανάρχομαι για να με φλομώνουν  στα παραμύθια. Λυπάμαι. Έχασα το παιδί μου και τώρα το δεύτερο, βρίσκεται εκεί έξω, πιθανή βορά του κάθε τρελού δολοφόνου ή απαγωγέα» ήταν και η τελευταία του κουβέντα και σιωπηλός, αλλά με βήμα ταχύ μπήκε στο αυτοκίνητο περιμένοντας και την Ντενίζα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro