Ο δρόμος για το Ποενάρι/ part 3
Η Γκάμπι έκανε μπάνιο, όταν έχοντας πια τελειώσει και με τα μαλλιά ακόμη βρεγμένα, κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της. Χαλαρή ακόμη, με την πετσέτα σφιχτή επάνω της, εισήλθε για να αφήσει ελεύθερη μία κραυγή στη θέα του Βλαντ. Για πρώτη φορά στην ιστορία του την αθάνατη, κοκκίνισε ολόκληρος και ζητώντας ταπεινά συγγνώμη, ετοιμάστηκε να εξαφανιστεί όταν η κοπέλα τον σταμάτησε.
«Μείνε γυρισμένος, δεν χρειάζεται να πηδήξεις από το παράθυρο. Επίσης, είναι η πρώτη φορά που ζητάς συγγνώμη» πρόφερε μισογελώντας.
«Είναι θέμα ηθικής. Είναι απαγορευτικό να βρίσκομαι στο ίδιο χώρο με...»κόμπιασε ενώ η Μόνικα τον κοιτούσε πλαγίως. «Ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ» την αποπήρε ξανά ο Βλαντ. «Εγώ θα βγω, καθώς δεν είναι πρέπον να παραμείνω. Μόλις ετοιμαστείς, θέλω να σε ρωτήσω κάτι» της είπε και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε στον διάδρομο βλαστημώντας με την απόφασή του να βρεθεί στο γυναικείο δωμάτιο.
«Είναι τρελός!» ψιθύρισε Μόνικα «Δεν τον αντέχω, μήτε αυτός εμένα. Απορώ με το κουράγιο σου. Είναι έτοιμα τα πράγματά σου για τη διαμονή στο πατρικό σου;» την ρώτησε η φίλη της και η Γκάμπι έσυρε μία μικρή βαλίτσα καθώς είχε βάλει ελάχιστα ρούχα για δύο μέρες.
«Ανυπομονώ! Θα φύγω ούτως ή άλλως τώρα, προτού σκοτεινιάσει» σχολίασε φοβούμενη για τα χειρότερα. Τα δάση των Καρπαθίων, ποτισμένα με μυστήριο και ανατριχίλα δεν ήταν κατάλληλα για βραδινούς περίπατους.
Αποχαιρετώντας τη φίλη της, βγήκε με τη βαλίτσα στο χέρι, για να βρει τον Βλαντ να την περιμένει.
«Συνέβη κάτι άσχημο;» τον ρώτησε ταραγμένη, καθώς η επίσκεψή του της φάνηκε περίεργη.
«Όχι. Λοιπόν, δεν ξέρω πώς το λέτε σήμερα, μα ήθελα να ρωτήσω, αν θα είχες χρόνο κάποια στιγμή για μία βόλτα»
Της ξέφυγε ένα ηχηρό γέλιο στο άκουσμα της πρότασης, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί στο λεπτό η καλή του διάθεση.
«Ήταν αστεία η τοποθέτησή μου;» την ρώτησε.
«Όχι, μα συγγνώμη για την αντίδραση. Είναι που δεν σε έχω συνηθίσει σε τέτοιες προτάσεις» του απάντησε και εκείνος χλόμιασε.
«Ήταν ανήθικη η πρόταση; Ζητώ συγγνώμη, μάλλον κατάλαβα λάθος. Θα πρέπει να μελετήσω καλύτερα τη συμπεριφορά του σήμερα» κατέβασε το κεφάλι του ντροπιασμένος «Είμαι πρίγκιπας που να πάρει! Θα έπρεπε να σέβομαι...»μουρμούρισε στον εαυτό του για να νιώσει το χέρι της να τον αρπάζει.
« Βλαντ, για τω Θεώ! Δεν είπες τίποτε λάθος. Έτσι λέμε οι φίλοι και οι γνωστοί» τον ενθάρρυνε.
΄Τότε σίγουρα λάθος το είπα, αφού δεν συγκαταλέγομαι σε καμία κατηγορία από αυτές΄΄ σκέφτηκε.
«Καλώς. Σκεφτόμουν αρχικά, να σε πάω μέχρι το σπίτι σου και αν βρεις χρόνο, σου δίνω αυτό» της είπε και της έδωσε το κουμπί εκείνο μέσω του οποίου είχαν για πρώτη φορά επικοινωνήσει « Μπορείς αγγίζοντάς το, να επικοινωνήσεις μαζί μου» της πρότεινε και μία λαμπρή ιδέα της ήρθε και την ξεστόμισε δίχως να το σκεφτεί καλύτερα.
«Θα ήθελες να μείνεις μαζί μας για φαγητό; Δεν γνωρίζω αν οι βρικόλακες τρέφεστε, όμως θα έχεις μία στιγμή γαλήνης στη ζωή σου και σίγουρα θα δεις πώς ζούμε στο σήμερα. Το θεωρώ αγένεια να κάνεις όλον αυτόν τον δρόμο και στο τέλος απλώς να φύγεις»
Ο Βλαντ πισωπάτησε.
«Όχι. Λυπάμαι, μα αυτό όχι. Αν εκτεθώ στην οικογένειά σου, θα περάσω τα λάθος μηνύματα. Και επίσης τι θα τους πεις; Ποιος θα είμαι; Έχουμε διαφορά ηλικιακή και φαίνεται. Επίσης, η εμφάνισή μου...Όχι...» απάντησε κοφτά.
«Ίσως αν προσπαθούσες; Θα λέγαμε πως είσαι ο μεγάλος αδερφός της Καμίλια που δεν την γνωρίζουν»
«Όχι. Μισώ τα ψέματα» την έκοψε «Θα ετοιμαστώ και θα σε πάω ως την πόρτα. Περίμενέ με στο Μπραν απ' έξω στην ανθρώπινη διάσταση. Θα σε βρω εγώ»
Έχοντας εισέλθει στο κάστρο, το οποίο και θα αποτελούσε προσωρινή κατοικία, συνάντησε την Αλεξάνδρα. Μεταξύ τους, υπήρχε ένας στοιχειώδης σεβασμός και παρά το γεγονός πως εκείνη και ο Ραντού ήταν από άλλη μητέρα, ο Βλαντ τα πήγαινε καλά μαζί της. Θυμόταν και η ίδια αμυδρά τα παιχνίδια του με τον Μίρτσεα, προτού τον αποχωριστεί εξαιτίας του πατέρα τους, που αντάλλαξε στην ουσία τα παιδιά του για την Βλαχία και για την αποφυγή ενός επικείμενου πολέμου με τους Οθωμανούς. Η Αλεξάνδρα πλέον ήταν μία όμορφη και ώριμη νεαρή γυναίκα, αθάνατη. Γνώριζε τον αδερφό της, καθώς και το γεγονός πως τελευταία επικρατούσε μία σκοτεινιά διαρκή στα μάτια του.
«Βλαντ;» τον φώναξε καθώς τον είδε να περνά απαθής από μπροστά της.
«Δεν έχω χρόνο Αλεξάνδρα, όχι τώρα» προσπάθησε να την αποφύγει όταν τον άρπαξε από το μπράτσο.
«Δεν γνωρίζω τι είδους δέος προκαλείς στους γύρω σου, μα σε ξέρω από παιδί και έχω δικαίωμα να ανησυχώ. Τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε και τον είδε να συνεχίζει την πορεία του μέχρι την κρεβατοκάμαρά του. Το κεφάλι του έγειρε προς το παράθυρο και ο αέρας παρέσυρε τα μαλλιά του.
«Συνεχώς σκέφτομαι τη ζωή μου. Το πώς μεγάλωσα, μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή, με κηδεμόνα ορισμένο από τον πατέρα μου ώστε να γίνω ένας σωστός πολεμιστής, όπως και ο Μίρτσεα και έπειτα, η φυλάκισή μου στην Οθωμανική αυτοκρατορία τα άλλαξε όλα. Έχασα ίσως από την επίβλεψή μου τον μικρό, ο οποίος στέκεται έκτοτε απέναντί μου, κοιτούσα στρατηγικά τα πάντα, πέρασα από αιχμαλωσία, φυλακή και όλα αυτά από μικρή ηλικία. Πέθανα γύρω στα σαράντα πέντε, μου έκοψαν το κεφάλι, τη στιγμή που κυριολεκτικά για να απωθήσω τον Πορθητή, κατακρεούργησα τους πολεμιστές του και τους παλούκωσα» έκανε μία παύση.
«Όλα αυτά είναι απολύτως γνωστά. Για πες μου πού θέλεις να καταλήξεις» τον παρότρυνε.
«Θέλω να καταλήξω στο σημείο, πως δεν γνωρίζω πια τι είναι σωστό και τι λάθος. Αλλά οφείλω να το γνωρίζω Αλεξάνδρα... Ήταν λάθος μου να μπλεχτώ με τον κόσμο του σήμερα. Βαδίζω σε τεντωμένο σχοινί» μουρμούρισε δίχως να την κοιτάζει.
«Αναφέρεσαι σε εκείνη; Έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε και ο άνδρας ώθησε τον εαυτό του να καθίσει στο περβάζι με θέα το αβυσσαλέο, πυκνόφυτο δάσος.
«Ναι, Αλεξάνδρα. Η Γαβριέλα ώρες-ώρες μοιάζει με ένα σπάνιο άνθος που φυτρώνει κάπου απόκρημνα, μα θέλει φροντίδα για να επιβιώσει. Όπως είπα και στον Μίρτσεα, η θέση μου είναι να την προσέχω. Όταν έχω ζήσει τόσα χρόνια, αιώνες, αδιάφορους ή βίαιους, εγώ είμαι που πρέπει να έχω πειθαρχία. Δεν μπορώ να απαιτώ από ένα κορίτσι είκοσι χρονών να το κάνει. Όχι σήμερα. Εσείς μεγαλώσατε αλλιώς. Ήσασταν κάποιες γυναίκες πριγκίπων, που καρτερούσατε τους άνδρες σας από τη μάχη και ταυτόχρονα είχατε να φροντίσετε το σπιτικό και τα παιδιά σας. Ήσασταν μητέρες στην ηλικία της, όταν εκείνη, θαρρώ πως δεν έχει γευτεί καν τον έρωτα. Όταν την είδα πρώτη φορά στο μυαλό μου, οργίστηκα. Νόμιζα πως ήταν μία κατάσκοπος του Ραντού, αλλά με τον καιρό κατάλαβα πως απλώς ήταν άτυχη. Όσα και αν γράφονται για εμένα, για τον κυνισμό μου, τον φρικτό μου χαρακτήρα, την βιαιότητά μου, δεν έχω πρόθεση να της κάνω κακό. Από την ημέρα που στάθηκε δίπλα μου όλη νύχτα, δίνοντάς μου το χέρι της -μία ανθρώπινη κίνηση που στον δικό μου αιώνα σχεδόν ήταν ανύπαρκτη- κάτι μέσα μου άλλαξε. Από πριν τη θεωρούσα γενναία για την εποχή της, μα η εικόνα της μετά ήρθε και έδεσε. Μου θύμισε την Εκατερίνα. Μονάχα που και εκείνη ήταν δυστυχισμένη μαζί μου, θυμάσαι..» της είπε και η Αλεξάνδρα πίεσε τον εαυτό της να θυμηθεί.
Τότε, που στο Ποενάρι είχε έρθει αυτή η διαφορετική κοπέλα, όλο γλύκα και καλούς τρόπους. Κοιτούσε στην αρχή τον Βλαντ τρομαγμένη, μα αργότερα ξεκίνησε να τον νοιάζεται. Την είχε επιλέξει, αλλά οι εποχές ήταν άλλες. Ο Βλαντ είχε εχθρούς πολλούς και εκείνη φοβόταν. Έμενε μονάχη της μέρες και νύχτες ατελείωτες, ελπίζοντας εκείνος να επέστρεφε ζωντανός. Πολλές φορές γινόταν απότομος μαζί της όταν τον παρακαλούσε να της εξηγήσει τι συνέβαινε και ακόμη χειρότερα, όταν έβλεπε τις μεθόδους συνετισμού που χρησιμοποιούσε και που ήταν απάνθρωπες. Είχαν πολλές φορές τσακωθεί γι' αυτό. Ο Βλαντ του σήμερα διάβασε τη σκέψη της αδερφής του.
«Με καταλαβαίνεις; Θα δυστυχήσει μαζί μου. Από την μία θα ανησυχεί, όπως έκανε τότε που πάλεψα να σπάσω τον δεσμό μου και από την άλλη, θα της ραγίσω την καρδιά με το τελευταίο αντίο. Ήδη η ζημιά έχει γίνει. Όποτε όμως τη βλέπω, το μόνο που θέλω είναι να με κοιτάξει και να μη βλέπει τον Παλουκωτή, αλλά έναν απλό νεαρό άνδρα. Ακόμη και αυτό όμως είναι αδύνατον, μιας που με είδε να αμύνομαι και να παλουκώνω ή να σκοτώνω. Το χειρότερο είναι πως της ζήτησα να πάμε βόλτα και ευθύς το μετάνιωσα» τελείωσε και η Αλεξάνδρα ήθελε να γελάσει από την μία και να αφεθεί ταυτόχρονα σε μία συγκίνηση.
«Έκανες τέτοιο πράγμα;» τον ρώτησε και ταράχτηκε.
«Μου εξήγησε πως δεν ήταν ανήθικο. Ήταν;» ρώτησε ξανά και η αδερφή του γέλασε.
«Όχι αδερφέ, μην τρομάζεις. Έλα τώρα, είχες και τότε που ζούσες ερωμένες, κάτι ξέρεις δεν σκούριασες τόσο πολύ. Τώρα πού θα πάτε;»
«Θα την αφήσω σπίτι της και θα φύγω» πρόφερε «δεν θα τολμούσα να παρουσιαστώ στους γονείς της. Δεν είναι πρέπον. Όταν κάποτε το κάναμε, ήταν για να ζητήσουμε το χέρι της γυναίκας. Τώρα και η βόλτα που ζήτησα ήταν αρκετό ως περιττό» μουρμούρισε.
«Κοίτα, τι θα έλεγες για μία μικρή αλλαγή; Ας πούμε να σου κόψω τα μαλλιά ως τους ώμους σου έστω και να σου δανείσω ρούχα του σήμερα» του έκανε μία πρόταση.
«Όχι. Την εικόνα μου δεν την αλλάζω. Είμαι αυτός και έτσι επιθυμώ να μείνω. Μπορώ όμως τουλάχιστον, να ντυθώ διαφορετικά. Φέρε κάποιο σκούρο πουκάμισο και πιο μοντέρνο παντελόνι. Θα εκσυγχρονιστώ, μα το πρόσωπό μου δεν θα το αλλάξω. Με αυτό με μίσησαν οι εχθροί και με αγάπησαν οι λιγοστοί φίλοι» τελείωσε για να βρεθεί μισή ώρα αργότερα, να πλησιάζει την Γκάμπι που περίμενε με την μικρή βαλίτσα έξω από το Μπραν.
Όταν τον είδε, σηκώθηκε από το πέτρινο και μισογκρεμισμένο τοιχάκι που καθόταν. Αυτά τα διεισδυτικά του μάτια, πάντοτε ένας γρίφος συναισθηματικός. Ένας γρίφος αναπάντητος. Τα ρούχα του είχαν την απόχρωση του γκρι και του μπορντό. Την πλησίασε σιωπηλός, μα κάθε του βήμα και απελευθέρωνε την βαριά, γερακίσια ματιά του, χαρίζοντάς της έναν τόνο πιο ανάλαφρο.
«Άργησα;» τη ρώτησε.
«Λίγο μόνο. Μα αν κρίνω από την εμφάνιση, μάλλον κάποιος προσπαθούσε να σε πείσει πως η χρονολογία άλλαξε» τον πείραξε.
«Πέτυχε τουλάχιστον η προσπάθεια;» τη ρώτησε καρτερώντας με ενδιαφέρον.
«Αρκετά και τώρα πάμε» του είπε όταν εκείνος πήρε τη βαλίτσα.
«Αυτήν άσε την σε μένα. Είναι πούπουλο» πρόφερε και ξεκίνησαν να βαδίζουν προς την κατηφόρα των βουνών.
Τα πρώτα δέκα λεπτά ήταν σιωπηλά. Κανείς δεν τολμούσε να κάνει το πρώτο βήμα, μέχρι που το λόγο πήρε τελικά εκείνος.
«Χαίρεσαι που θα τους δεις όλους, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε και την είδε να υιοθετεί ένα βλέμμα ονειροπόλο, σαν να ζωντάνευε μέσα της την εικόνα του πατρικού της.
«Μου έχουν λείψει. Είμαστε δεμένη οικογένεια. Εσύ; Έχεις κάποια ανάμνηση καλή από τους δικούς σου;» τον ρώτησε και εκείνος πάλεψε να ανασύρει πληροφορίες.
«Κάποτε, όταν ήμουν παιδί, είχα διδαχτεί την ιστορία και τα κατορθώματα του παππού που δεν πρόλαβα να γνωρίσω, του Μίρτσεα του Γηραιού. Οι εποχές του ήταν λίγο καλύτερες σε σύγκριση με την δική μου που κανένας δεν έμενε για καιρό στην ηγεμονία, εξαιτίας των πολιτικών και στρατιωτικών δρώμενων. Θυμάμαι την μητέρα μου που ήταν Μολδαβή πριγκίπισσα. Την αγαπούσα, μα χωριστήκαμε νωρίς. Ήμουν μικρός και ο πατέρας μου προτίμησε να αφήσει εμένα και τον αδερφό μου τον τρελό στον εχθρό, ώστε αν και υποτελής στους Οθωμανούς να γλιτώσει τα χειρότερα. Ήμουν δεκατρία και ο Ραντού εννέα. Δεν ξανάδα ποτέ τους δικούς μου. Ξέρω πως όταν πήρα τον θρόνο, ήμουν είκοσι έξι περίπου. Δώσαμε όρκο όπως και ο λαός. Το βλέμμα μου το χαρακτήριζαν ΄΄πύρινο΄΄, μα ήθελα να τους αποδείξω ποιος ήταν το αφεντικό από τότε. Όπως αντιλαμβάνεσαι, εγώ δεν έχω πολλές απλές, οικογενειακές στιγμές» τελείωσε και η κοπέλα τον κοίταξε πλαγίως.
Ώρες-ώρες, η ίδια ανατριχίλα την κατέκλυζε όσο βρισκόταν κοντά του. Ήταν ένα συναίσθημα παράξενο.
«Λυπάμαι» δήλωσε.
«Σου το έχω ξαναπεί. Μη λυπάσαι. Όλα απλά συμβαίνουν και οι εποχές αλλάζουν για να διδασκόμαστε μαθήματα. Όπως και αυτές οι πληγές στο σώμα μου. Είναι ένας χάρτης ζωής και κατορθωμάτων»
Φτάνοντας επιτέλους, μιάμιση ώρα μετά, η κοπέλα αντίκρισε τα φώτα της μικρής μονοκατοικίας ανοιχτά.
«Εδώ είμαστε. Είσαι σίγουρος πως...» πήγε να ρωτήσει.
«Αυτό το συζητήσαμε θαρρώ. Ακόμη και την βόλτα μετάνιωσα...» ψέλλισε εκνευρίζοντάς την. Για πρώτη φορά, βρήκε το θάρρος και τον έσπρωξε πίσω με νεύρο.
«Δεν είμαι από πορσελάνη για να φοβάσαι και δεν είμαι βρέφος, ούτε ηλίθια! Ξέρω Βλαντ. Το ξέρω πως θα φύγεις και ανάθεμα και αν ήθελα απεγνωσμένα να σου αλλάξω άποψη! Αλλά σταμάτα....απλώς σταμάτα να το κάνεις αυτό. Σταμάτα να με διώχνεις» του φώναξε και συνειδητοποίησε τι είχε μόλις κάνει. Τον είχε σπρώξει με θυμό, ακόμη και αν ελάχιστα είχε κουνηθεί από τη θέση του. Τότε, είδε το βλέμμα του να σκληραίνει απίστευτα και τις γροθιές του να σφίγγονται. Τα μάτια του τα κατάπιε βίαια το σκοτάδι και ο Παλουκωτής του ζοφερού Μεσαίωνα, καθρεπτίστηκε για λίγο στις σκουροπράσινες χαράδρες των ματιών του. Η καρδιά της σταμάτησε.
«Θα με χτυπήσεις...;» τραύλισε έχοντας παγώσει από τον φόβο της.
Άξαφνα τον είδε να κάνει ένα βήμα πίσω και να την κοιτάζει σαν να την έβλεπε πρώτη φορά.
«Αυτό πιστεύεις για εμένα; Πώς θα σήκωνα χέρι πάνω σου; Ποτέ μου!» της φώναξε σε απόγνωση. «Μπορεί να είμαι ένα σκληρό καθίκι, αλλά ποτέ, ούτε μία τρίχα δική σου δεν θα άγγιζα» πρόφερε και από τα νεύρα του διέλυσε μία μάντρα δίπλα από το σπίτι της. Η ανάσα του κοβόταν και κατάλαβε πως ήταν αργά για να ψάξει να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Δεν τον ενδιέφερε ούτως ή άλλως. «Γαβριέλα, μπορείς να αντέξεις την αποχώρηση μου; Μπορείς να αντέξεις στην εικόνα να με συνοδεύεις ξανά στην τελευταία μου κατοικία; Στην σκέψη πως το κεφάλι μου είναι κομμένο και βγαλμένο από τη θέση του; Λέγε! Απάντησέ μου!» την πίεσε και την είδε να βουρκώνει «Θα είσαι δυστυχισμένη και όλα αυτά εξαιτίας μου! Είμαι βρικόλακας, ένας πεθαμένος δυνάστης του Μεσαίωνα. Δίπλα μου, ακόμη και άνθρωπος να ήμουν στο τότε, θα βίωνες φόβο και αγωνία. Όπως η γυναίκα μου. Δεν μπορείς να το καταλάβεις και γι' αυτό τα βάζω με τον εαυτό μου. Γιατί εγώ μπορώ και οφείλω να σε προστατεύσω. Γι' αυτό μετάνιωσα τη βόλτα μας. Είναι λάθος, όλο είναι λάθος. Δεν φταις εσύ, φταίω εγώ» μούγκρισε καθώς ηρεμούσε λίγο λίγο.
Όλη αυτή την ώρα, η Γκάμπι δεν είχε βγάλει μιλιά. Μονάχα τον κοιτούσε με δάκρυα να κυλούν στα μάτια της. Σιωπηλά, έτεινε το χέρι της προς το μέρος του.
«Το κουμπί» του είπε τρέμοντας.
«Είσαι φρικτά ξεροκέφαλη» ψέλλισε και με χέρια που έτρεμαν το έβγαλε από την τσέπη του « Την θυμάμαι τη στολή μου. Ήταν ένα πουκάμισο, σκούρο πορτοκαλί που πάνω του είχε αυτά τα κουμπιά. Σαν συνέχεια, φορούσα έναν γούνινο μανδύα από δέρμα ζεμπελίνας με κόκκινα σιρίτια. Το κεφάλι μου κοσμούσε ένα βελούδινο σκουφάκι, στο κάτω μέρος του οποίου βρίσκονταν μαργαριτάρια. Στο μέτωπο, ήταν τοποθετημένο ένα άστρο με οκτώ ακτίνες, στο κέντρο του οποίου δέσποζε ένα ρουμπίνι. Ήταν η αμφίεση της ορκωμοσίας μου» συμπλήρωσε και με κόπο της το έδωσε κοιτάζοντάς την. Η κοπέλα το έβαλε στην μικρή της τσάντα. «Μην ξανασκεφτείς ποτέ πως θα μπορούσα να απλώσω χέρι πάνω σου, γιατί θα θυμώσω και δεν το θέλεις» της είπε και προτού προλάβει να φύγει, εκείνη παράτησε τη βαλίτσα και χώθηκε στην αγκαλιά του.
Τον ένιωσε να τεντώνεται αμήχανα, τα μακριά σγουρά μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπό της και το άρωμα του, ένα αντρικό βαρύ και έντονο άρωμα, την υποδέχτηκε.
«Νιώθω ασφάλεια. Μπορώ να μείνω για πάντα;» τον ρώτησε.
Ο Βλαντ σκοτείνιασε, μα τα χέρια του την τύλιξαν σφιχτά, θαρρείς και φοβόταν πως ακόμη και ο άνεμος θα του την έκλεβε.
«Μπορείς να μείνεις για όσο ο χρόνος μας επιτρέπει»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro