Ο δρόμος για το Ποενάρι/ part 2
Ο Γουάιλαν γνώριζε τους κινδύνους και είχε αποφασίσει να τον ακολουθήσει στα κρυφά. Ο Αλχημιστής βγήκε περήφανα από τη Σχολή και ο βρικόλακας περίμενε να εξαφανιστεί για να τον ακολουθήσει με την ταχύτητά του. Ο ήλιος του δημιουργούσε μία κούραση, μα θα φρόντιζε να κάνει μία στάση για καφέ, μήπως έτσι τα πράγματα βελτιώνονταν. Το αυτοκίνητο του Χάρι διέσχιζε τις πεδιάδες, μέχρι τα κοντινά μαγικά σπίτια. Ευτυχώς, η στάση στο υπερφυσικό καφέ, όπου δούλευαν και βαμπίρ, ήταν ολιγόλεπτη με τον Γουάιλαν να έχει αρπάξει τον γαλλικό και να βρίσκεται κρυμμένος πίσω από κάτι δέντρα. Ο Χάρι πάρκαρε στους θείους του και κατέβηκε, ωστόσο για κάποιον λόγο, αν και ήταν μεσημέρι, η ανατριχίλα της απόλυτης ησυχίας τον ακολουθούσε. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Θείε;» φώναξε καθώς εισερχόταν από μία πόρτα μισάνοιχτη.
Η νεκρική σιγή όμως, τον προετοίμασε για τα χειρότερα. Για μία λίμνη αίματος και έναν Γκάρβευ να κάθεται με την πλάτη γυρισμένη και με πρόσωπο εστιασμένο στο πτώμα του πατέρα του. Ο Χάρι πάγωσε.
«Δεν έφταιγα εγώ Χάρι...» άκουσε το κλαψούρισμα του ξαδέρφου του. «Αυτό με ανάγκασε. Αυτή η φωνή που δεν λέει να κοπάσει. Η φωνή του Διαβόλου» πρόφερε, μα παρέμενε γυρισμένος.
Ο Χάρι τον πλησίασε πάντοτε βαδίζοντας πολύ προσεκτικά.
«Είναι δική σου η ευθύνη! Έδωσες και εσύ με τη σειρά σου την ψυχή σου στο σκοτάδι! Θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν υπάρχει επιστροφή. Τι έκανες στο θείο και πού είναι η θεία;» τον ρώτησε μα απάντηση δεν πήρε ποτέ. Η εικόνα μάλλον τον πρόλαβε και μίλησε από μόνη της. Ο πατέρας του κειτόταν στο πάτωμα, με λαιμό ξεσκισμένο. Ο Χάρι επιθυμούσε να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού του στο πάτωμα. «Τι έκανες;» του ούρλιαξε όταν τον είδε να σκοτεινιάζει και με μία κίνηση, να του εκτοξεύει το τραπέζι του καθιστικού.
Ο Χάρι απέφυγε τη σύγκρουση, μα ο Γκάρβευ χανόταν και εμφανιζόταν σαν την σκιά τη δολερή, μέχρι που τον άρπαξε από τον λαιμό γρατσουνίζοντάς τον και κοπανώντας το κεφάλι του στον τοίχο. Ο Αλχημιστής έχασε τις αισθήσεις του, όταν στο σπίτι όρμησε ο Γουάιλαν. Τα μάτια του βρικόλακα βρήκαν τον Σκοτεινό και πάλεψε να τον ελέγξει, μα ο Γκάρβευ ήταν πολύ ισχυρός. Παίζοντας σχεδόν κρυφτό με τις δυνάμεις τους, ο Γουάιλαν βρέθηκε να βαδίζει στον τοίχο του σπιτιού και να ορμάει στα ξαφνικά στον μάγο. Οι δυο τους χτυπούσαν και έγδερναν ο ένας το σώμα του άλλου, με τον Γκάρβευ να έχει παραδοθεί σε μία ολοκληρωτική παράνοια. Η δύναμη του Βρικόλακα τον τίναξε μακριά, μα ο μάγος πρόλαβε και τον χτύπησε με ασημένιο στιλέτο. Προτού σηκωθεί όμως ο Γουάιλαν και αντεπιτεθεί έστω και πληγωμένος, φωνές έδιωξαν μακριά τον Σκοτεινό. Ήταν η μητέρα του Χάρι που ερχόταν να αφήσει αλοιφές στην οικογένεια όταν ήρθε αντιμέτωπη με μία φρίκη. Τα πτώματα και των δύο γονιών του νεαρού, κείτονταν κατακρεουργημένα και πεταμένα σε διαφορετικά σημεία, ενώ ο γιο της ήταν αναίσθητος, με το κεφάλι του να αιμορραγεί. Δίπλα του ο βρικόλακας είχε πληγωθεί από το ασήμι.
«Βοήθεια» ψέλλισε ο Γουάιλαν ιδρωμένος και η γυναίκα έτρεξε και έβγαλε από το καλάθι, μία αλοιφή ειδική γι' αυτήν την περίπτωση. Ευτυχώς το τραύμα ήταν σχετικά μικρό.
Οι δυο τους άρπαξαν τον Χάρι, μα ο φόβος μιας νέας επίθεσης, τους έκανε να αποφασίσουν να τον μεταφέρουν στο Ντούτραμ όπου θα τον αναλάμβαναν ειδικοί. Τρέμοντας από το σοκ της αποτρόπαιας εικόνας, έκλεισε την πόρτα πίσω της μέχρι να καλούσαν τη βοήθεια της κοινότητας των Αλχημιστών. Μόλις έσυραν το σώμα του Χάρι έξω, εκείνη ξέσπασε σε ουρλιαχτά και κλάματα. Μαζί με τον Γουάιλαν εντόπισαν το αυτοκίνητο εύκολα και μπήκαν μέσα για να τρέξουν στη Ντούτραμ. Ούτε που κατάλαβαν το πόσο γρήγορα βρέθηκαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά, με ιλιγγιώδη σχεδόν ταχύτητα. Η πτέρυγα της νοσηλείας άνοιξε, με τον Χάρι να μην δείχνει κανένα σημάδι επικοινωνίας. Η μητέρα του έκλαιγε απαρηγόρητη στο πλάι του και ο Γουάιλαν στεκόταν όρθιος περιμένοντας τα νέα.
«Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή» τους είπε η Αλχημίστρια «Ακόμη και το δικό σου χάρισμα του βρικόλακα, δύσκολα θα τον θεράπευε. Λυπάμαι, μάλλον μετράμε αντίστροφα...»
Ο φωτισμός χαμήλωσε ελαφρώς, για να βοηθήσει την κατάσταση του Χάρι. Η Βάνυα είχε ξεκινήσει να κατεβαίνει, μα σύντομα το νέο διαδόθηκε και στην αίθουσα της Μόνικα που μόλις τελείωνε το μάθημα γλυπτικής μαζί με την Γκάμπι και την Καμίλια. Οι ψίθυροι προειδοποιούσαν πως ένας μαθητής, είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στα εντατικά αναρρωτήρια, μα κανένας δεν ομολογούσε μπροστά στους κοινούς ανθρώπους, πως τα φάρμακα ήταν μαγικά βότανα και οι δήθεν γιατροί, Αλχημιστές. Μόλις η Μόνικα άκουσε το όνομά του, ζήτησε συγγνώμη από τις κοπέλες και ξεκίνησε να τρέχει πρώτη, με τις άλλες δύο όπως ήταν λογικό να ακολουθήσουν πίσω της.
«Δηλαδή τώρα, εκείνος θα φορά καπέλο μυτερό;» ρώτησε η Καμίλια με την αθωότητα της πρωτάρας.
«Ναι, μα εσύ δεν θα το δεις. Εγώ από την άλλη, έχω την τύχη της άμεσης σύνδεσης με τον υπερφυσικό κόσμο» της απάντησε η Γκάμπι.
«Και πώς κατόρθωσες να παραμείνεις ψύχραιμη;» ρώτησε ξανά η Καμίλια.
«Ας πούμε πως δεν είχα άλλη επιλογή. Στην αρχή βρέθηκα στα όρια της παράνοιας, ειδικά όταν αντιμετώπισα τις παραισθήσεις του Βλαντ. Έπειτα η μία κακουχία διαδεχόταν την άλλη, σε σημείο πια που σκεφτόμουν, πως όποια δυσκολία πρόκυπτε στο διάβα μου, θα την αντιμετώπιζα και με το παραπάνω».
Η Γκάμπι απάντησε με απόλυτη σιγουριά στις ερωτήσεις της φίλης της και η Καμίλια ένιωσε έναν κρυφό θαυμασμό. Τελικά όταν οι άνθρωποι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, ξεπερνούσαν ίσως τους φόβους τους, προκειμένου να επιβιώσουν. Φτάνοντας στο αναρρωτήριο, αντίκρισαν μία ομολογουμένως θλιβερή εικόνα. Μία γυναίκα με μακριά, λευκά μαλλιά, θρηνούσε πάνω από το σώμα του παιδιού της, το οποίο δεν έδειχνε δυστυχώς κανένα σημάδι επικοινωνίας. Κατάλαβαν πως ήταν η μητέρα του, καθώς ο πατέρας του βρισκόταν στο δρόμο για τη Ντούτραμ, έχοντας παρατήσει τη δουλειά. Άπαντες στέκονταν σιωπηλοί, ενώ η Γκάμπι παρατήρησε τον Γουάιλαν σκυθρωπό και με πρόσωπο ακόμη ματωμένο. Τα μαλλιά του έμοιαζαν ανακατεμένα και αίμα ξερό στόλιζε μερικές καστανές τούφες. Το θέαμα της προκάλεσε θλίψη. Πλησίασε τον βρικόλακα και ακούμπησε απαλά το χέρι της σε ένα σημείο στο μέτωπό του. Τον είδε να κάνει μία γκριμάτσα πόνου και να το απομακρύνει ήρεμα από πάνω του.
«Έκανα ότι μπορούσα. Δεν είμαι βέβαιος για την τύχη του» πρόφερε, όταν πρόσεξαν τα πρόσωπα όλων να στρέφονται σοκαρισμένα προς την κατεύθυνση της πόρτας.
«Βλαντ Ντράκουλα» ψιθύρισε σχεδόν τρέμοντας η μητέρα του Χάρι και η Μόνικα με την Καμίλια χλόμιασαν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στην ύπαρξή του, ειδικά η Καμίλια που τον έβλεπε πρώτη φορά.
Το σώμα του εξακολουθούσε να είναι χτυπημένο, μα αν εξαιρούσες την πληγή στο στήθος, οι υπόλοιπες είχαν υποχωρήσει φανερά. Σιωπηλός προχώρησε προς το πεσμένο σώμα του νεαρού Αλχημιστή, κάνοντας όλους να υποχωρήσουν με δέος και σεβασμό μπροστά του, ανοίγοντάς του τον δρόμο. Ο πρίγκιπας πλησίασε και ακούμπησε το μέτωπο του Χάρι, ενώ δίπλα του η μητέρα του σπάραζε σιωπηλά.
«Ο γιος σου χάθηκε συνειδησιακά, μα θα τον φέρω πίσω. Δεν γνωρίζω ο λογισμός του πού τρέχει τώρα, μα έχω πληροφορηθεί πως εκείνος με εφοδιάζει με βότανα όποτε το έχω ανάγκη. Είναι η σειρά μου να ξεπληρώσω το καλό του. Κάνε στην άκρη και άφησέ με να τον βρω» της είπε κοφτά και εκείνη εξαφανίστηκε μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Βλαντ έκλεισε τα μάτια του και μπήκε μέσα στο μυαλό του Χάρι. Ήταν μία ιδιότητα που τα βαμπίρ δεν την είχαν, μα την είχε κληρονομήσει από τον Ραντού όταν τον έφερε πίσω. Με τα χρόνια, συνειδητοποίησε πως μπορούσε να κάνει πράγματα που συνηθίζουν οι μάγοι, όπως να ελέγχει τη φωτιά και τα στοιχεία γενικά της φύσης. Τώρα έτρεχε μέσα σε ένα σκοτεινό τούνελ, προφανώς κάποιας ανάμνησης του νεαρού. Ο τόπος γύρω του έμοιαζε με μεγάλη αρένα και βρισκόταν από όσο μπορούσε να καταλάβει, κάτω από τη γη.
΄΄Κάρτερ;΄΄ τον φώναξε μέσα στην ανάμνηση, ώσπου είδε ένα αγόρι λίγο πιο νεαρής ηλικίας, να κάθεται σε μία γωνία πεταμένο, ενώ το μαστίγιο έσκαγε με φόρα επάνω στη σάρκα του σκίζοντάς την. Τα χέρια του ήταν δεμένα σφιχτά και το όργανο βασανισμού έπεφτε με θόρυβο απόκοσμα ανατριχιαστικό στο σώμα του ξανά και ξανά.
΄΄Είναι με το μέρος του βοεβόδα της Βλαχίας. Βοηθά τον Παλουκωτή΄΄ μία φωνή σύρριξε υποχθόνια και τα μάτια του Κάρτερ βούρκωσαν από τον πόνο. Τότε όμως, άστραψαν και εκείνα του Βλαντ, ο οποίος μπήκε μπροστά από τον Σκοτεινό, άρπαξε το μαστίγιο στα ξαφνικά και τον κοπάνησε με φόρα στο πρόσωπο. Έπρεπε να ωθήσει την ψυχή του Κάρτερ να τον ακολουθήσει.
΄΄Χάρι!΄΄ φώναξε ο Ντράκουλα και επιτέλους το αγόρι τον κοίταξε. ΄΄Χάρι μην φοβάσαι. Είναι μία ανάμνηση μόνο. Δεν θα σε αφήσω, μα πρέπει να με ακολουθήσεις στο φως. Χτύπησες και η ψυχή σου μπήκε σε λήθαργο΄΄ πάλεψε να του μιλήσει. Γνώριζε το όνομά του. Τον είχαν πληροφορήσει οι δικοί του κρυφοί σύμμαχοι.
΄΄Βλαντ....Σε βλέπω επιτέλους. Βλαντ έρχονται, θα μας κάνουν κακό΄΄ ψιθύρισε φοβισμένη η ψυχή και ο Βλαντ γονάτισε μπροστά του.
΄΄Όχι Χάρι. Κανείς δεν θα σου κάνει κακό. Κανένας. Έξω σε περιμένουν οι δικοί σου, όλοι όσοι αγαπάς΄΄ συνέχισε να του μιλά.
΄΄Και οι φίλοι μου; Δεν έχω πολλούς, μόνο μία κοπέλα που με αποδεχόταν έτσι όπως ήμουν και ας φορούσα μυτερό καπέλο. Μεγάλο πράγμα η αποδοχή. Την έχεις νιώσει;΄΄ τον ρώτησε και ειλικρινά τον πετούσε σε περίεργα μονοπάτια.
΄΄Πάνω από όλα Κάρτερ, πρέπει να έχεις αποδεχτεί εσύ τον εαυτό σου. Είναι δύσκολο πολύ, μα εγώ το πέτυχα. Αποδέχτηκα το ποιος είμαι, με τα λάθη και τα σωστά μου. Έτσι πρέπει να κάνεις και εσύ. Να μην λυπάσαι τον εαυτό σου, μα να νιώθεις περήφανος. Και τώρα σήκω. Σταμάτα την αυτολύπηση Κάρτερ! Δεν σου ταιριάζει΄΄ του φώναξε και κάπου εκεί τον είδε να τον κοιτάζει με αποφασιστικότητα.
Μπροστά τους οι Σκοτεινοί κείτονταν πληγωμένοι άσχημα, σχεδόν τυφλοί από τα απανωτά χτυπήματα του Βλαντ. Ο Χάρι έβλεπε τον Βλάχο Πρίγκιπα να βαδίζει αγέρωχα, μία λάμψη εμπιστοσύνης και περηφάνιας να τον τυλίγει. Τα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν αλλόκοσμα και πίσω από τον Χάρι το περιβάλλον ξεθώριαζε ολοένα και περισσότερο, μοιάζοντας με καμβά που τα χρώματα έλιωναν αργά και ανακατεύονταν.
΄΄Προχώρα!΄΄ η επιτακτική φωνή του Βλαντ δεν άφηνε περιθώρια και τότε, στα μάτια του Κάρτερ εισέβαλε βίαια ένα φως αχνό και έπειτα ακούστηκαν ψίθυροι.
Τα βλέφαρά του άνοιξαν με κόπο, μα το χέρι του Βλαντ πίεζε το μέτωπό του. Ο Χάρι τον κοίταξε και είδε την μύτη του άνδρα να ματώνει. Όλη την ενέργειά του, την είχε δώσει στην αναζήτηση της ψυχής του και στον απεγκλωβισμό της. Το κεφάλι του τον πονούσε φρικτά και ακόμη ζαλιζόταν. Η μητέρα του έτρεξε ευθύς στο πλευρό του γιου της, πηγαίνοντας να φιλήσει τα χέρια του Παλουκωτή. Εκείνος τη σταμάτησε αμέσως και την κοίταξε σοβαρά.
«Η ιστορία μου σίγουρα είναι πνιγμένη στο αίμα, όμως ήμουν ένας ηγεμόνας που πάνω από όλα τιμούσε τους συμμάχους και τους γενναίους. Ο γιος σας τυχαίνει να είναι και τα δύο. Γνωρίζω πως οι πετσέτες για την ίασή μου, κατασκευάστηκαν από τον ίδιο. Αυτό λοιπόν που έκανα, ήταν δίκαιο. Ανταπέδωσα την καλή του πράξη. Φυσικά, το χρωστάτε και στον Μπογκτάν που με ενημέρωσε εγκαίρως και ανέβηκε τρέχοντας τα απόκρημνα βράχια του Ποενάρι καθώς πλέον εκεί μένω και όχι στο Μπραν. Εύχομαι καλή ανάρρωση κυρία» της είπε δίχως ούτε μία γκριμάτσα χαμόγελου και η Γκάμπι τον είδε να αποχωρεί, μέχρι που για δευτερόλεπτα το βλέμμα τους αντάμωσε, θέλοντας να μείνει εκεί για πάντα, κολλημένο σε ένα κοινό μονοπάτι.
Η Μόνικα το πρόσεξε και η καρδιά της βούλιαξε για την ψυχή της φίλης της. Ήταν ολοφάνερο πως το σκληρό βλέμμα αυτού του άνδρα, μόλις την κοίταξε, βοήθησε να ανθίσει μέσα του μία στιγμιαία τρυφερότητα. Μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που τον θαύμαζε. Ήταν γενναίος και δίκαιος. Είχε μία ψυχρή σοβαρότητα, που όμως μπορούσε ευθύς να διαλυθεί, με μία μονάχα ματιά. Είχε δύναμη, το βήμα του πάντοτε σίγουρο για τον εαυτό του. Αυτός ήταν, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, μα το κυριότερο, εκείνος το είχε αποδεχτεί.
***
Ο Στεφάν με τον Μίρτσεα είχαν αποφασίσει να κυκλοφορήσουν επιτέλους κάνοντας την αρχή από το Μπρασόβ, την μικρή, πολύχρωμη μεσαιωνική πόλη. Ο Βλαντ καθόταν μονάχος του στο Ποενάρι. Το κάστρο-σύμβολο από όπου θα μπορούσε να αμυνθεί καλύτερα. Η ησυχία η απόλυτη τον πλάκωνε και πάλευε να σκεφτεί τρόπους για να σπαταλήσει τον χρόνο του. Γενικά δεν ήταν ιδιαίτερα επικοινωνιακός. Συχνά δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει μία ανθρώπινη συζήτηση, ενώ όπως πάντοτε έλεγαν, τα μάτια του που ήταν το δυνατό του σημείο, ένιωθες να σε διαπερνούν κάθε φορά που σε κοιτούσε. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, η φιγούρα του προκαλούσε δέος και η συνομιλία διακοπτόταν με συνοπτικές διαδικασίες. Θέλοντας να πάρει αέρα, βγήκε από το παράθυρο και ξεκίνησε να κατηφορίζει σαν θηρίο, την απόκρημνη πλαγιά του βουνού. Σύντομα, εξαιτίας της ταχύτητας, βρέθηκε στο Μπραν, όπου είδε τον αδερφό του και κόντεψε να μην τον αναγνωρίσει.
«Μίρτσεα;» τον φώναξε και ένας νεαρός με σχετικά κοντό μαλλί, περιποιημένο πρόσωπο, λευκό πουλόβερ και καθημερινό παντελόνι, γύρισε και τον κοίταξε.
«Γεια σου Βλαντ» του είπε και από δίπλα ο Στεφάν κρατιόταν να μην γελάσει.
«Τι σου συνέβη;» τον ρώτησε αυστηρά.
«Πέρασε από επάνω μου η μηχανή του χρόνου και με πέταξε επιτέλους σε αυτόν τον αιώνα. Κοίτα, καλά τα κατορθώματά μας, αλλά και αυτή η ζωή είναι όμορφη. Ούτως ή άλλως αδερφέ, πλησιάζει το τέλος, επομένως γιατί να μην ζήσουμε λιγάκι;» τον πείραξε και συνέχισε «Έμαθα πως η Γκάμπι θα μείνει στους δικούς της. Με τον χαμό του Μίχαελ, ο αδερφός της επέστρεψε ασφαλής» του είπε και τινάχτηκε.
«Μα τι ώρα θα φύγει; Νυχτώνει. Θα στείλω τον Μπογκτάν για συνοδεία» σκέφτηκε.
«Ή μπορείς να πας εσύ ο ίδιος» του πέταξε ο Στεφάν, μα το μετάνιωσε αμέσως καθώς συγκρούστηκε με το βλέμμα του άνδρα απέναντί του. «Ειλικρινά, θα μας πεις ποιο είναι το αληθινό πρόβλημα; Είμαστε αδέρφια σου και συγγενείς. Σε ξέρουμε αιώνες ατελείωτους. Μπορείς να μας ανοιχτείς έστω και λίγο. Δεν είναι αδυναμία» επέμεινε ο Στεφάν και οι τρεις τους κοντοστάθηκαν. Αυτή η ερώτηση φάνηκε να πονά ιδιαίτερα. Είχε να τον δει έτσι, από τον χαμό της Εκατερίνα.
«Θέλετε να σας πως ευθέως και δίχως περιστροφές;» ρώτησε και κούνησαν θετικά το κεφάλι «Καλώς. Εγώ θα πεθάνω από επιλογή και η Γαβριέλα θα μείνει. Το μέλλον μας, είναι ανύπαρκτο. Όσο πιο πολύ περνώ χρόνο μαζί της, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για εκείνη. Η δική μου καρδιά έχει αντέξει πολλές λύπες και τραγωδίες. Αν ζούσαμε στον Μεσαίωνα, θα σας έλεγα πως η Γαβριέλα είναι γυναίκα στην ηλικία, όμως με βάση τα δεδομένα του σήμερα, μπροστά μου είναι κορίτσι. Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό. Είμαι ο άνδρας και έχω ευθύνη» τους ανακοίνωσε και ειλικρινά δεν ήξεραν τι να πουν.
«Ξέρεις, έχω δει περιστατικά ασθενειών δίχως γιατρειά. Όπου σε ένα ζευγάρι, ο άλλος ξέρει πως θα πεθάνει. Δεν τα παρατούν όμως και είναι μαζί ως το τέλος. Αν εκείνη γνωρίζει την αλήθεια, σημαίνει πως έστω και έτσι η καρδιά της σε έχει επιλέξει. Και τώρα πονά που σε βλέπει και αναγκάζεται να μένει μακριά σου. Το ίδιο ισχύει και για εσένα φυσικά. Ίσως να το σκεφτόσουν ξανά. Όχι για να αλλάξεις την απόφασή σου, μα για να περάσεις λίγο χρόνο σαν άνθρωπος και το εννοώ. Έρχονται δύσκολες μέρες. Η ζωή σου ήταν γεμάτη βία και πόλεμο. Φυλακή και προδοσία. Έναν γάμο αναγκαστικό δίχως έρωτα και ένα έναν έρωτα που έληξε άδοξα. Βρέθηκες αιώνες κλεισμένος εκεί μέσα γιατί φοβόσουν να αντιμετωπίσεις τον κόσμο. Δώσε μία ευκαιρία στον εαυτό σου για λίγη ανθρώπινη χαρά. Εμείς θα βγούμε πάντως και ναι, αλλάξαμε την εμφάνισή μας. Είναι ωραία η αλλαγή» τελείωσε ο Μίρτσεα αφήνοντάς τον μόνο του.
Μπροστά του, οι ηλιαχτίδες χλόμιαζαν και κατηφορίζοντας στη Σχολή δίχως να επιθυμεί να γίνει αντιληπτός, ύψωσε το πράσινο βλέμμα του που έλαμψε για δευτερόλεπτα καθώς συγκρουόταν με τον απογευματινό ήλιο. Είδε το παράθυρο της κοπέλας και πήδηξε προς τα εκεί, για να συγκρουστεί με το κεφάλι της Μόνικα που πάλευε να τραβήξει τις κουρτίνες στο πλάι.
«Εσύ!» φώναξε τρομαγμένη.
«Τελικά σε εσένα το ΄΄ξεροκέφαλη΄΄, βρίσκει αληθινή σημασία. Ψάχνω τη Γαβριέλα» της είπε κοφτά.
«Αλίμονο..» ψιθύρισε η κοπέλα.
«Δεν σε αφορά εσένα. Είναι ενήλικας και αν δεν με επιθυμεί, μπορεί να μου το πει η ίδια. Μέχρι τότε, να λείπουν τα σχόλια σε εμένα, δεν είμαι έφηβος της γενιάς σου» την αποπήρε και την ένιωσε να φουντώνει. Ο φόβος ωστόσο ήταν ισχυρότερος και ενώ ήθελε να τον ευχαριστήσει για τον Χάρι, τελικά με τον τρόπο του τα πήρε όλα πίσω.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro