Ο δρόμος για το Ποενάρι/ part 1
Στη φωτο ο Βλαντ!
Ο Μίχαελ Σίλαγκι που ήταν κάποτε Ούγγρος αντιβασιλέας και αντιστάθηκε στους Οθωμανούς, κατέληξε να πριονιστεί στα δύο. Ευτυχώς, χρόνια αργότερα, είχε βρεθεί ο σκελετός του με ελάχιστη σάρκα επάνω να σαπίζει και κατόρθωσαν με αυτόν τον τρόπο να τον επαναφέρουν στη ζωή, όντας θαμμένος στην Ανατολή. Σήμερα, ο δεύτερος θάνατος ήταν γεγονός, αφού πλέον χρησιμοποιήθηκε για την πλήρη ανάρρωση του Μεχμέτ. Ήταν η χρυσή του ευκαιρία να αρπάξει υλικά από έναν τόσο παλαιό και ισχυρό βρικόλακα. Το παλούκι ή το ξύλο της λεύκας, θα τον έστελναν αιώνια πίσω στο σημείο της ταφής του, μέχρι να σαπίσει και το τελευταίο κομματάκι κρέατος. Υπήρχε ωστόσο ακόμη μία λύση την οποία ο Μεχμέτ ακολούθησε. Να εκμεταλλευτεί το σώμα του για να επανέλθει πλήρως και στο τέλος να ξεριζώσει και να κάψει την καρδιά του, ώστε να μην υπάρξει πιθανότητα επιστροφής ούτε σε αυτήν, μα ούτε και στην άλλη ζωή.
Τα υπόγεια τούνελ, με την θηριώδη αρένα και τα δωμάτια των Σκοτεινών, είχαν μία ατμόσφαιρα βαριά, καθώς ο σύμμαχος του Βλαντ, έλεγε το τελευταίο αντίο σε αυτόν τον κόσμο. Είχε ζήσει αιώνες πια, μα από όσο πληροφόρησαν οι δικοί του τον σουλτάνο, έδωσε ουσιαστικά τη ζωή του για να προστατεύσει ένα αγόρι και μία μάγισσα αλχημίστρια. Όλα αυτά με απώτερο σκοπό, να μην φτάσει κανένας δικός του στα μονοπάτια του βοεβόδα. Κρυφά ο Μεχμέτ τον θαύμαζε. Ο Βλαντ δεν είχε πολλούς φίλους, μα εκείνοι οι ελάχιστοι που πίστευαν σε αυτόν, θυσίαζαν κυριολεκτικά τα πάντα. Τώρα, θα έπαιρνε εκδίκηση. Από όσο τον θυμόταν, γνώριζε πως αργά ή γρήγορα, η επίθεση του Ραντού στα εδάφη τα δικά του, τον είχε τόσο εξοργίσει που ακόμη και η μέθοδος του παλουκώματος στον εικοστό πρώτο αιώνα, δεν θα του ήταν αρκετή. Θα έψαχνε τρόπους να του δείξει τα δόντια του. Όπως τότε που προσπάθησε να ματαιώσει τον γάμο του, που θα ένωνε ίσως την Ουγγαρία με την Βλαχία και του έστησε παγίδα με πρόσχημα την πληρωμή του φόρου των τελευταίων τότε τριών ετών, τον οποίο ο Βλαντ δεν είχε καταβάλει. Είχε στείλει λοιπόν στον Βλάχο ηγεμόνα δικό του απεσταλμένο, προκειμένου να τον πείσει να έρθει ο ίδιος να του παραδώσει το ποσό, με σκοπό να τον αιχμαλωτίσει. Ο πανούργος Βλαντ ωστόσο, το πληροφορήθηκε στη διαδρομή και μέσα σε κλάσματα, είχε παγιδεύσει την δήθεν συνοδεία του, άλλους σκοτώνοντάς τους και άλλους, παλουκώνοντάς τους.
Η εκδίκησή του ωστόσο, δεν σταμάτησε εκεί. Αφού διέσχισε τον παγωμένο Δούναβη μέσα στο καταχείμωνο, ο βοεβόδας χώρισε τον στρατό του σε πολλά τμήματα και πραγματοποίησε ολέθριες επιδρομές σε μία έκταση σχεδόν οκτακοσίων χιλιομέτρων, καταστρέφοντας οτιδήποτε υπήρχε στο διάβα του.
΄΄Η προδοσία είναι κάτι που πονά, μα εγώ δίπλα μου είχα ένα στήριγμα αληθινό. Εκείνον που και τη ζωή του θα έδινε, για να κρατήσει εμένα όρθιο. Άραγε σήμερα η Ανατολή τι χρώμα να έχει, τι γεύση; Οι αιώνες πέρασαν, η αυτοκρατορία μου χάθηκε, μα θα την κάνω ξανά να ανατείλει. Το κεφάλι του Βλαντ για δεύτερη φορά, μπροστά μου θα παρελάσει, όμως τώρα θα φροντίσω να ξεριζώσω εγώ ο ίδιος την καρδιά του΄΄ μουρμούρισε ο Μεχμέτ που άξαφνα στη δύνη την αλλόκοσμη του παρελθόντος είχε βυθιστεί.
Ο ήλιος σηκωνόταν, όπως κάθε μέρα και εκείνος πλέον ήταν σε θέση να τον δει. Οι δυνάμεις του ήταν πλήρεις μετά τον τεμαχισμό του Μίχαελ. Στα μελή του μάτια καθρεφτίστηκε ο μενεξεδένιος ορίζοντας και το πρόσωπο το όμορφο του Ραντού, που παρά τις αμυχές του, ψεγάδι κανένα δεν του έβρισκε. Χαμογέλασε δίχως να τον βλέπει και οι ηλιαχτίδες σηκώθηκαν για να ζεστάνουν τον κόσμο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό. Καθώς φάνηκε, η μέρα για όλους ήταν καμωμένη για σκέψη και περισυλλογή βαθιά. Ο Μίρτσεα με τον Στεφάν ατένιζαν το κάστρο Ποενάρι, έχοντας καθίσει στα οβάλ παράθυρα του πυργίσκου του Μπραν. Το βλέμμα τους έφτανε πολύ μακριά, τώρα που η φύση τους είχε αλλάξει.
«Πες το» ακούστηκε η φωνή του Στεφάν στον ξάδερφό του.
«Ο Μίχαελ σκοτώθηκε και η αιωνιότητα έπαψε. Εμείς ωστόσο, λίγο έχουμε επιτρέψει στους εαυτούς μας να χαρούν ξέγνοιαστα, όπως κάθε άνθρωπος της εποχής. Θα ήθελα να ντυθώ όπως ένας νεαρός και να κυκλοφορήσω στο Βουκουρέστι. Αν και ο θόρυβος από αυτά τα μεταλλικά πράγματα, τα αυτοκίνητα, είναι ανυπόφορος, νομίζω θα ήταν ενδιαφέρον, ή τουλάχιστον, περισσότερο ενδιαφέρον από το να βλέπω τον αδερφό μου να βρίσκεται στα όρια της υστερίας» πρόφερε και με τον Στεφάν κοίταξαν ταυτόχρονα τον Βλαντ που μούγκριζε.
Εκείνος ωστόσο τους αγνόησε. Ο ιδρώτας εξακολουθούσε να κοσμεί το πρόσωπό του. Με ανυπονησία τους καρτερούσε να φύγουν, ώστε να μπορεί να κινηθεί ελεύθερα δίχως γκρίνιες και κριτικές. Πράγματι, οι δύο νεαροί αποχώρησαν κουβεντιάζοντας και ο Βλαντ άφησε το σώμα του το ταλαιπωρημένο να πέσει σαν το τσουβάλι σε μία πολυθρόνα. Ο ήλιος σηκωνόταν και ο Μπογκτάν όπως κάθε πρωί, του έφερνε τις ειδικές πετσέτες, βουτηγμένες στα φάρμακα των αλχημιστών. Ο Βλαντ σιωπηλός τις πήρε, μα δεν τις τοποθέτησε στις πληγές του. Η κούραση δυστυχώς επιδείνωνε την κατάσταση και τα τραύματα αργούσαν να θεραπευτούν. Η πετσέτα γλίστρησε από τα χέρια του άχαρα και στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της κοπέλας εκείνης να τον ρωτά, αν τον ένοιαζε καθόλου η απόφασή του να αποχωρήσει οριστικά. Με το ένα του χέρι, κάλυψε το μέτωπό του ξεφυσώντας.
΄΄Τι να σου έλεγα; Πως με νοιάζει; Πως μου κομματιάζει την καρδιά; Ναι, Γαβριέλα αυτή είναι η αλήθεια, μα εσύ δεν έχεις την ικανότητα να διαβάζεις τη σκέψη μου και αυτό ποτέ δεν θα το μάθεις. Πρέπει να είσαι δυνατή και η δήλωσή μου αυτή, μονάχα πόνο θα σου φέρει, όσο φέρνει και σε εμένα. Σε γνώρισα και έκανες μερικές στιγμές μου για λίγο ξέγνοιαστες. Εμένα που στο σκοτάδι ακροβατώ αιώνες τώρα και που γύρευα μία γωνία εμπιστοσύνης για να νιώσω ασφάλεια. Ξέρω ποιος είμαι και τι θέλω απόλυτα, μα τα θέλω μου δεν συμβαδίζουν με εσένα και τη ζωή σου. Στην αγάπη λένε, δεν χωράνε εγωισμοί. Θα ήταν εγωιστικό λοιπόν να σου ζητήσω κάτι περισσότερο, διαφορετικό ίσως. Πέρασε ο καιρός μου, ωστόσο οφείλω να αφήσω πίσω μου εσένα ασφαλή και αυτό θα κάνω΄΄
Με μάτια γεμάτα αποφασιστικότητα και αγνοώντας την πετσέτα εντελώς, σκαρφάλωσε στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του και πήδηξε στο έδαφος. Μέσα στο ομιχλώδες τοπίο εκείνης της σιωπηλής και παγωμένης αυγής, η δύσβατη ορεινή περιοχή όπου δέσποζε το Ποενάρι, τον περίμενε. Μέσα στο δάσος, κινήθηκε σαν θανατηφόρος αίλουρος, τα τραύματά του άξαφνα δεν είχαν καμία σημασία. Η θέα από την κορυφή του κάστρου θα ήταν ειδυλλιακή, με γρανιτένιους βράχους και βαθιά φαράγγια. Το ύψος ήταν εκείνο που το καθιστούσε τόσο δυσπρόσιτο, μα στο σήμερα, είχε σκαλοπάτια πέτρινα. Στον κόσμο τον κανονικό ήταν απλώς ένα ερείπιο δίχως σημασία, μα ο Βλαντ στον ενδιάμεσο, είχε φροντίσει να ανοικοδομηθεί, ίσως με λιγότερο βάρβαρο τρόπο σε σχέση με το παρελθόν.
Όταν το πόδι του άγγιξε το πρώτο σκαλοπάτι, το βλέμμα του το σκληρό ρούφηξε λαίμαργα τις ηλιαχτίδες και εκείνες, έκαναν στα μάτια του να ξημερώσουν τα δάση της πολύπαθης πατρίδας του. Τα χέρια του σφίχτηκαν και η κραυγή του απελευθερώθηκε, πιο πολύ σαν στεναγμός. Ένα δεύτερο βήμα σε ακόμη ένα σκαλοπάτι και ο Βλαντ μονομιάς γκρέμισε το προηγούμενο. Η κορυφή τον περίμενε και η φιγούρα του ανέβαινε για να ανατείλει μαζί με τον παγωμένο ήλιο εκείνου του πρωινού. Το Ποενάρι τίναξε από επάνω του τις στάχτες του παρελθόντος, ετοιμάζοντας μία νέα σελίδα ιστορίας, έτοιμο να κρύψει στο εσωτερικό του τον αφέντη του. Η μέρα ξημέρωσε. Δύο στιβαρά χέρια, γεμάτα αμυχές και ένα βλέμμα σκληραγωγημένο, γεμάτο ίσως πόνο που ύπουλα ελλόχευε, άνοιξαν τις κεντρικές πόρτες και εισήλθαν. Στιγμές από χρόνια περασμένα ζωής ολόκληρης, έκαναν κατάληψη στη ψυχή του, όπως τα σπάνια γέλια μαζί με την Εκατερίνα. Ναι, κάποτε σε στιγμές ελάχιστης χαλάρωσης, γελούσε και η αιτία ήταν εκείνη που χάρισε απλόχερα το σώμα της στα παγωμένα νερά του ποταμού.
***
Το ξημέρωμα βρήκε την Γκάμπι να ουρλιάζει από χαρά εξαιτίας της επιστροφής του Λέοναρντ. Σχεδόν δεν μπορούσε να το πιστέψει και ήταν σίγουρη πως κάποιος υπερφυσικός παράγοντας είχε διαδραματίσει ρόλο επάνω σε αυτό. Στην πρόταση του πατέρα της να μείνει, δεν θα μπορούσε με τίποτε να αρνηθεί. Είχε πολύ καιρό να νιώσει την οικογένειά της ενωμένη. Δίπλα της η Μόνικα, την αγκάλιαζε στοργικά, το ίδιο και η Καμίλια που μετά το μικρό καβγαδάκι με τις κοπέλες, δέχτηκε τη συγγνώμη τους, μα όχι αναίμακτα.
«Λοιπόν, θα μιλήσουμε ανοιχτά;» τις ρώτησε κουρασμένη ελαφρώς από το συνεχές κρυφτό. Πρώτη η Γκάμπι δέχτηκε, μα την έβαλε να ορκιστεί πως λέξη δεν θα έφευγε από το στόμα της. Όλα λοιπόν ξεκίνησαν από ένα βράδυ όπως όλα τα άλλα. Με μουσική, χορό, νέους ανθρώπους και κατάληξε σε μία εξαφάνιση, που μαζί της έφερε και τα οράματα.
Η Καμίλια άκουγε με κομμένη την ανάσα, μιας που ανήκε στην κατηγορία εκείνων που αποδέχονταν μία κάποια ύπαρξη του υπερφυσικού. Όταν όλα έφτασαν στον Βλαντ, εκείνη τινάχτηκε επάνω.
«Μην συνεχίσεις. Φοβάμαι» δήλωσε κοφτά και η Μόνικα της έκανε σήμα, σαν να της έλεγε πως δεν ήταν η μόνη που ένιωθε έτσι για τον βλάχο Πρίγκιπα.
«Γκάμπι μου, μπορεί να υπήρξε εθνικός ήρωας, μα μην ξεχνάς πως ήταν μία βίαιη, μεσαιωνική φιγούρα. Τώρα είναι ξανά αυτό, συν τις δυνάμεις του βρικόλακα» συμπλήρωσε αργά σαν να πάλευε να γίνει κατανοητή απόλυτα.
«Εγώ δεν τον φοβάμαι. Δίπλα του νιώθω απόλυτη σιγουριά. Εντάξει, δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, ούτε εύκολα διαχειρίσιμος, μα αν του δείξεις πίστη, αλλάζει. Δεν έχει αποβάλει τις μεσαιωνικές του τακτικές όμως..» πήγε να συνεχίσει και οι δύο κοπέλες την κοιτούσαν σιωπηλές. Η Μόνικα γνώριζε και η Καμίλια κατάλαβε.
«Γκάμπι, πώς νιώθεις γι' αυτόν; Στοιχηματίζω πως δεν σου περνά αδιάφορος»
Στην ερώτηση της Καμίλια, ένιωσε την καρδιά της να βροντοχτυπά.
«Δεν έχει σημασία. Εκείνος είναι βαμπίρ, εγώ άνθρωπος. Αυτό από μόνο του τα περιπλέκει όλα» τελείωσε και η Καμίλια την χάιδεψε για να σηκωθεί με σκοπό να πάει στο μάθημα.
«Θα σας δω εκεί. Χαίρομαι τόσο πολύ για τον αδερφό σου!» τους χαμογέλασε αφήνοντάς τες ξανά μόνες..
«Γκαμπ, συγγνώμη αν σε έφερα τις προάλλες σε δύσκολη θέση και σε έκρινα» ξεκίνησε η Μόνικα για να την δει να βουρκώνει.
«Δεν ήξερα πως ο έρωτας πονά. Νόμιζα πως δημιουργεί εκείνες τις πεταλούδες στο στομάχι. Ξέρεις, χθες το κάστρο δέχτηκε επίθεση, απλώς από τους θνητούς είχαν κρύψει το θέαμα. Ο Βλαντ τραυματίστηκε βαριά στην προσπάθειά του να αποτρέψει την επίθεση του Ραντού. Ωστόσο, προτίμησε στο τέλος να γιατρέψει εμένα, παρά τον εαυτό του. Τον βρήκα αργότερα πεσμένο στο δάσος. Είχε καταρρεύσει μόνος του γιατί δεν ήθελε να ζητήσει βοήθεια. Έπειτα πήγα στο κάστρο του και...Παλέψαμε να μιλήσουμε. Φοβάται νομίζω όσο και εγώ να δεθεί για τους ίδιους λόγους. Την αποχώρησή του από την ζωή» της δήλωσε και η Μόνικα την αγκάλιασε.
«Έχει δίκιο τότε και η στάση του είναι σωστή» της είπε κάπως αυστηρά. «Λοιπόν, πάμε να φάμε πρωινό και μετά για μάθημα. Εσύ ετοιμάσου να επιστρέψεις επιτέλους στην οικογένειά σου! Πόσο χαίρομαι που επέστρεψε ο Λέοναρντ»
Πόσο χαιρόταν και η ίδια. Ήθελε τόσο πολύ να τον σφίξει στην αγκαλιά της.
***
Ο Χάρι καθόταν στο κρεβάτι του βαστώντας στα χέρια του το βιβλίο των Αλχημιστών. Είχε ετοιμάσει την προηγούμενη νύχτα το ειδικό μείγμα για την θεραπεία του Βλαντ. Στα κρυφά πάντα τον βοηθούσε μέσω του Μπογκτάν και ήταν ένας λόγος που ο Γκάρβευ τον είχε βάλει στο μάτι και που κάποτε είχε βασανιστεί από τους Σκοτεινούς. Ποτέ του όμως δεν ανέφερε τίποτε από όλα αυτά στους δικούς του, οι οποίοι νόμιζαν πως σπούδαζε, ενώ για ένα διάστημα ήταν όμηρος των Σκοτεινών. Οι καιροί γίνονταν ολοένα και πιο μουντοί, ενώ είχε αρχίσει να πιστεύει πως ο ξάδερφός του αργά ή γρήγορα, θα τον αναζητούσε. Δίχως να το σκεφτεί, για πρώτη φορά, αποφάσισε να αλλάξει τους ρόλους και να κάνει αυτός την πρώτη κίνηση. Θα πήγαινε στους θείους του. Το σπίτι του, ήταν σχετικά κοντά με αυτό των γονιών του και γνώριζε πως τα μεσημέρια ο Γκάρβευ επέστρεφε. Η αίσθηση δικαιοσύνης είχε φτάσει στο απροχώρητο πια, υπερνικώντας κάθε του φόβο και δισταγμό. Εξαιτίας του βασανισμού του και του ίδιου του γεγονότος πως ήταν μάγος, δεν είχε σχεδόν κανέναν φίλο εκτός εκείνου που δολοφονήθηκε και λίγο της Βάνυας. Κλείνοντας το βιβλίο του, πήρε επιτέλους την απόφαση που εδώ και καιρό ανέβαλε. Ντύθηκε όπως ένας μάγος και φορώντας το μυτερό του καπέλο, άνοιξε την πόρτα και γεμάτος αποφασιστικότητα, ξεκίνησε να βαδίζει προς την έξοδο.
«Κάρτερ; Για πού με το καλό μαζί με την πρωινή δροσούλα;» ακούστηκε η φωνή του Γουάιλαν.
«Για κάπου» απάντησε ο μάγος αδιάφορα, μα ο βρικόλακας έτρεξε και στάθηκε μπροστά του.
«Δεν θέλεις να χρησιμοποιήσω σαγήνη για να μου πεις. Έχω την αίσθηση πως πας σε αποστολή αυτοκτονίας» σχολίασε με θυμηδία.
«Δεν είναι δική σουδουλειά Άνγκερς» γρύλισε ο Κάρτερ και παραμερίζοντάς τον, τον προσπέρασε. Ήταντόσο κλειστός χαρακτήρας που οτιδήποτε αντιμετώπιζε, θα το έκανε μονάχος τουκαι ειδικά από τη στιγμή που αυτό αφορούσε την οικογένειά του.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro