Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο αληθινός Ντράκουλα/ part 2

Με τα δύο του δυνατά χέρια και με την ανάσα του κομμένη, έσπρωξε τις πόρτες του κάστρου με αποφάσεις πολλές να βαραίνουν την πλάτη του. Ο Μίρτσεα με την Αλεξάνδρα, σχεδόν δεν πίστευαν στα μάτια τους, όταν η αγέρωχη και ταυτόχρονα σκοτεινή του μορφή εισήλθε αργά, κοιτάζοντας με το γερακίσιο βλέμμα του ολόγυρα.

«Αδερφέ; Ζεις;» τον ρώτησε ο Μίρτσεα,

«Σχετικά είναι όλα αυτά πλέον. Ας πούμε κόντεψα να πεθάνω για δεύτερη φορά, όμως επέστρεψα χάρη στη γενναιότητα μίας γυναίκας. Της Γαβριέλας» τελείωσε και άπαντες πάγωσαν για λίγα λεπτά.

«Πού είναι τώρα;» ρώτησε η Αλεξάνδρα.

«Στη Σχολή» της απάντησε κοφτά ο Βλαντ.

«Και τα μαθήματα; Η δύναμη που έχει;» ξεκίνησε ο Μίρτσεα και για κάποιον λόγο, είδε τον Βλαντ να οργίζεται.

«Άκουσέ με πολύ προσεκτικά. Ο Μεσαίωνας δεν θα μπλέξει σε παρατράγουδα και κοινούς. Η Γαβριέλα ξέρει να χειρίζεται το μυαλό της και τα υπόλοιπα θα της τα δείξεις αν χρειαστεί, μιας που βρίσκεσαι διαρκώς στη Σχολή. Και τώρα με συγχωρείτε, αλλά επιθυμώ να περιποιηθώ την πληγή μου. Μην με ενοχλήσει κανένας» τον άκουσαν να βροντά και να εξαφανίζεται στους ορόφους.

Κάθε του βήμα, ήταν πιο αποφασισμένο από το προηγούμενο. Το απόγευμα είχε έρθει και πάλι και εκείνος κοντοστάθηκε στο παράθυρο για λίγο. Ένα απόγευμα ακόμη ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα. Συνήθως του περνούσαν αδιάφορα, μα αυτή τη φορά υπήρχε κάτι το διαφορετικό. Ήταν ελεύθερος από τον Ραντού, ελεύθερος να τον αντιμετωπίσει επιτέλους, σώμα με σώμα και ή να κερδίσει ή να σκοτωθεί. Συνεχίζοντας την πορεία του, άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του. Οι σκιές του ήλιου φώτιζαν τα μουντά έπιπλα, μέχρι που το βλέμμα του συγκρούστηκε με ένα τελάρο. Τα μάτια του ζάρωσαν και πλησίασε με δισταγμό. Δεν του ανήκε, όμως τι γύρευε εκεί; Παίρνοντάς το στα χέρια του, τράβηξε με φόρα την μία κουρτίνα, αφήνοντας τον χρυσαφένιο, απογευματινό ήλιο να φωτίσει το έργο, να φωτίσει τα μάτια του που απεικονίζονταν. Τα τραχιά του δάχτυλα ταξίδεψαν πάνω στο σκίτσο. Ήταν δικό της δίχως καμία αμφιβολία. Είχε ρίξει μέσα στις κόρες του όλο το χρώμα των βουνών που αιώνια τον φιλοξενούσαν.

΄΄Ένα τέρας΄΄ σκέφτηκε και ήξερε βαθιά μέσα του, πως η Γαβριέλα δεν είχε άδικο.

Αγαπούσε να βλέπει τον φόβο στους γύρω του. Ειδικά τα μεσαιωνικά χρόνια, η επιβολή του ηθικού κώδικα μέσω του φόβου, ήταν η καλύτερη τακτική του. Όταν την είχε δει για πρώτη φορά, της έδειξε για τα καλά τα δόντια του κάνοντάς την να παραλύσει από τον φόβο και τελικά να μείνει αφοσιωμένη δίπλα του. Θα έπρεπε να το θεωρεί επιτυχία, μα αυτή τη στιγμή ένιωθε πιο αποτυχημένος από ποτέ. Με μικρές δρασκελιές, στάθηκε μπροστά από έναν παλαιωμένο, ολόσωμο καθρέπτη. Η πληγή δέσποζε ακόμη στο κέντρο του στήθους του.

΄΄Κάποτε, ανέχτηκες τον σουλτάνο εξαιτίας του θρόνου και υποκρίθηκες. Υποκρίθηκες επίσης εμπρός στους φονιάδες της οικογένειάς σου, μέχρι να πάρεις την εξουσία. Ακόμη και ο δεύτερος γάμος σου, υπήρξε υποκριτικός. Τελοσπάντων, ποιες αλήθειες έχεις πει; Μάλλον εκείνες που τις πήρε μαζί του το ορμητικό ποτάμι, όταν εσύ διέφευγες μέσα από τα τούνελ. Ο ποταμός σου την πήρε, μα ακόμη και τότε δεν λύγισες. Ποιος είσαι; Ένας τέρας είσαι! Ένα άκαρδο τέρας που έχασε την ψυχή του από τότε που αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς στα δεκατρία του περίπου. Γιατί τότε σε εξόργισε η σκέψη της; Είπε την αλήθεια, αφού πρώτα ομολόγησε πως σε κοιτούσε, καθώς βρισκόσουν ημίγυμνος, βουτηγμένος στα νερά του ποταμού. Για μία φορά στη ζωή σου όμως, θα φερθείς σαν άντρας αληθινός. Θα την αφήσεις ήσυχη. Είναι επικίνδυνο το παιχνίδι της καρδιάς, είναι η αδυναμία ενός ηγέτη, είναι ο λόγος της κατάρρευσης ενός βασιλείου. Στον ορίζοντα βγες και κοίταξε, σε περιμένει το κάστρο του Ποενάρι΄΄

Και ο Βλαντ κοίταξε ευθεία μπροστά και άκουσε θαρρείς τις κραυγές του πολέμου από το παρελθόν, βέβαιος πια πως τα χαράματα θα ανέβαινε τα σκαλιά προς την κορυφή. Κάθε σκαλί, θα του θύμιζε το χαμόγελό της που χάθηκε, τις φωνές που της έβαζε επειδή ανησυχούσε εξαιτίας των συνεχόμενων πολέμων. Η ματιά του στράφηκε ξανά στο σκίτσο και ψιθύρισε :

΄΄Φύγε μακριά μου. Έχεις μεγαλώσει σαν πριγκίπισσα και αν με γνωρίσεις, η εικόνα που έχεις πλάσει για εμένα, θα καταρρεύσει. Το΄΄ τέρας΄΄ θα είναι μικρή λέξη. Περιμένεις τον πρίγκιπα με το λευκό άλογο, μα εγώ είμαι ο δράκος΄΄

Με μία γροθιά, έσπασε τον καθρέπτη σε χιλιάδες, μικροσκοπικά κομμάτια. Άλλα εισχώρησαν στη σάρκα του, ματώνοντας τα χέρια του και αφήνοντας τις άλικες σταγόνες να στάξουν και κάποιες να πέσουν στα μάτια του της ζωγραφιάς, κάνοντάς τα να δακρύσουν. Ο φθονερός Αδελφός που τώρα στα σίγουρα θα ούρλιαζε από μίσος και αγανάκτηση, είχε βρει την αδυναμία του. Ήταν η Γαβριέλα. Αν ήθελαν να τον κάνουν να λυγίσει, θα στρέφονταν σε εκείνη δίχως καμία αμφιβολία και αν την έβλεπε να υποφέρει, σίγουρα θα προτιμούσε για άλλη μία φορά, το κεφάλι του κομμένο.

***

Την ίδια μέρα, οι πιστοί συνέρρεαν στον μικρό ναό, που είχε πλέον γίνει συνώνυμο της χαμένης τους ελπίδας. Ο πατέρας Γκρέγκορι με την αγγελική του μορφή, που στην ουσία έκρυβε στο βάθος της ένα τέρας, λειτουργούσε τον ναό με απόλυτη ευλάβεια, αφήνοντας στο τέλος να πλανώνται υπονοούμενα και δείχνοντάς τους το κάστρο του Μπραν από μακριά. Ακόμη δύο εξαφανίσεις είχαν λάβει χώρα και αυτή τη φορά αφορούσαν ένα ζευγάρι, αφήνοντας το παιδί ορφανό από γονείς και στα χέρια αναγκαστικά των παππούδων. Ο κόσμος είχε αρχίσει να τρομοκρατείται, ενώ όσο η αστυνομία δεν προχωρούσε ούτε μισό βήμα την έρευνα, εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων, τόσο περισσότερο γινόταν πιστευτό πως κάποια δύναμη δαιμονική είχε πάρει τα σκήπτρα και είχε αναλάβει όλα αυτά τα εγκλήματα. Και ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνοι, πέραν των βρικολάκων;

Ο πατέρας της Γκάμπι, παρά τους δισταγμούς του, είχε αρχίσει να πείθεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Ντενίζα φαινόταν απολύτως απορροφημένη από τα λόγια του γλυκού πάτερ, όταν τον άκουσαν να τους προτρέπει να κοιτάξουν έξω. Εκείνο το δειλινό ήταν διαφορετικό. Ο ήλιος φαινόταν να ματώνει στο τελείωμα του ορίζοντα. Κακός οιωνός. Έτσι τους είπε, όταν η καμπάνα της εκκλησίας ξεκίνησε να ηχεί σαν συναγερμός. Οι πιστοί ταράχτηκαν και ένας άνδρας μπήκε μέσα στο ιερό. Το σοκ, ανάμεικτο με αηδία και τρόμο, διαγράφονταν ξεκάθαρα στο πρόσωπό του.

«Τι συμβαίνει;» μίλησε ο πάτερ, δήθεν ανήξερος.

«Πατέρα μου, μας βρήκε μεγάλη συμφορά. Θαρρώ πως είμαστε καταραμένοι. Πλέον δεν χωρά καμία αμφιβολία και είχες δίκιο για όλα. Οι τάφοι στο νεκροταφείο του χωριού, είναι βανδαλισμένοι! Οι απέθαντοι θα ξύπνησαν! Δεν υπήρχαν μάρτυρες τριγύρω, όπως και σε καμία εξαφάνιση» ψέλλισε με τρόμο και μία μουρμούρα απλώθηκε σαν το κύμα στο εσωτερικό του μικρού ναού. Έξω είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι και ο κόσμος πλέον το έκρινε επικίνδυνο να βρίσκεται εκτός σπιτιού.

«Ο Ντράκουλα ξύπνησε. Δεν θυμάστε άλλωστε τον μύθο του ανθρώπου, που πούλησε την ψυχή του στον Σατανά και παλούκωνε αθώους; Δεν είναι εθνικός σας ήρωας, αλλά τέρας. Ο τάφος του στην Μονή Σναγκώβ είναι κενός. Άραγε το πνεύμα του να τριγυρνά εκεί έξω; Να έχει μαζί του και όμοιούς του; Ποιος ξέρει; Εσείς να προσεύχεστε κάθε μέρα στον Θεό και ειδικά τα βράδια. Τότε που τα όρια μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, είναι δυσδιάκριτα» τελείωσε τον λόγο του και το ιερό άδειασε.

Ο πατέρας της Γκάμπι φαινόταν ειλικρινά μπερδεμένος.

«Γυναίκα, τι στο καλό λέει αυτός για δράκουλες; Το αγόρι μου ποιος θα μου το φέρει πίσω;» έσκουξε.

«Δεν γνωρίζεις την ιστορία του Παλουκωτή;» τον ρώτησε.

«Γυναίκα σύνελθε! Τον Μεσαίωνα υπήρχε αυτός, με το σήμερα τι σχέση έχει; Μου φαίνεται ο Πάτερ καπνίζει τίποτε απαγορευμένο. Λοιπόν, δεν ξαναρχόμαστε! Και μην σε δω να βάλεις σκόρδα στην πόρτα γιατί κάηκες! Δεν φτάνει που έχουμε το δράμα μας, μας φορτώνονται και οι τρελοί. Λοιπόν, μίλα με την κόρη μας μήπως το σαββατοκύριακο κατορθώσει να περάσει από το σπίτι και να μείνει. Μου έχει λείψει πολύ» τελείωσε και η Ντενίζα χαμογέλασε πικραμένα. Αν κάποιος τους έβλεπε από μακριά σαν οικογένεια, θα καταλάβαινε αμέσως από πού είχαν πάρει σε χαρακτήρα τα δύο παιδιά. Η Γκάμπι από τον πατέρα της και ο Λέοναρντ από την μητέρα του.

Για την ακρίβεια, ο μικρός μαζί με την Σιέλ κατευθύνονταν στο πατρικό του. Αρχικά προχωρούσαν μέσα από τα δάση, μα κάποια στιγμή ο νεαρός κοντοστάθηκε και την κοίταξε.

«Νομίζεις πως μπορείς να εμφανιστείς στον κόσμο; Είναι επικίνδυνο και για τους δύο να κυκλοφορούμε μόνοι μας. Επίσης, τι πιστεύεις πως απέγινε ο Μίχαελ;» την ρώτησε αν και υποψιαζόταν την απάντηση τουλάχιστον στη δεύτερη ερώτηση.

«Πιστεύω πως βρίσκεται παγιδευμένος στον τάφο του. Ήταν ένας και οι μάγοι πολλοί. Όσο για το πρώτο, θα προτιμούσα να μην κεντρίσω την προσοχή κανενός ανθρώπου. Θα πάμε μαζί μέχρι το σπίτι σου και από εκεί και πέρα θα φύγω» τελείωσε και εκείνος έβλεπε στο πρόσωπό της την ίδια απελπισία που διέκρινε και στον ίδιο.

Στην ουσία ένιωθε πως είχε χάσει τη ζωή του όλη. Σαν να τον είχε εγκαταλείψει μονομιάς όλη η ενέργεια. Βαδίζοντας μαζί με τη Σιέλ, στάθηκε μπροστά από την πόρτα του σπιτιού του. Στο μυαλό του ήρθε αμέσως εκείνο το βράδυ όπου είχαν βγει να διασκεδάσουν ξέγνοιαστα όλοι, κατόπιν το φιλί στη Μόνικα, η υποχώρησή της και η αναζήτηση στο δάσος και έπειτα το σκοτάδι και τα υγρά κελιά. Από το παράθυρο, είδε τη σκιά της μητέρας του να πηγαινοέρχεται και στράφηκε στην κοπέλα.

«Θα σε ξαναδώ;» την ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε σοβαρά.

«Ποιος ξέρει; Ίσως αν πιστεύεις στα παραμύθια» ήταν η απάντησή της και η σκιά της εξαφανίστηκε ταχύτατα στους έρημους δρόμους.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro