Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο αληθινός Ντράκουλα/ part 1

΄΄Και τότε αυτός, Ο Ντράκουλα Βοεβόδας, πολέμαρχος μίας σκιερής στρατιάς δαιμόνων, θα έλθει στο κάστρο του της Αετοφωλιάς, ξανά θα ριγήσει η Τιργκοβίστε από το σημάδι του Δράκου. Ξανά θα τραγουδηθούν τα μυστικά τραγούδια, ξανά θα κολυμπήσουν στο αίμα Τούρκοι και Στραβίντες, ξανά θα φιλήσει τα γλυκά κόκκινα χείλη της Λέιλα και της Μάισα, ξανά θα σηκωθούν οι νεκροί από τους τάφους τους για να τον υποδεχτούν. Και ο τρόμος θα είναι μεγάλος για άλλα εκατό χρόνια και η νύχτα θα ξημερώνει, μέχρι την έλευση του κυρίου και λυτρωτή μας....΄΄

Τρανσυλβανική μπαλάντα του 17ου αιώνα

Η Μόνικα έμεινε όλο το βράδυ στο πλάι του Χάρι Κάρτερ, να προσπαθεί να ηρεμήσει. Η γλυκιά προσωπικότητα του νεαρού και η απουσία της φίλης της δίχως το παραμικρό σημάδι, την ωθούσε να ανοίξει επιτέλους την ψυχή της για όλα όσα τη βασάνιζαν. Για τον υπερφυσικό κόσμο που υπήρχε και που οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, αγνοούσαν μέχρι και σήμερα.

«Χάρι...» ψέλλισε καθώς απομακρυνόταν από μία αγκαλιά, που είχε διάρκεια παραπάνω από όσο η ίδια υπολόγιζε.

Ο νεαρός ευθύς αμέσως κατάλαβε την αμηχανία της και απομακρύνθηκε.

«Υπάρχει κάτι που σε βασανίζει. Το νιώθω. Έχει να κάνει μήπως με τον φόνο που στην ουσία έγινε εντός της Σχολής;» την ρώτησε και η Μόνικα το θεώρησε ως την τέλεια ευκαιρία για να ξεκινήσει την κουβέντα.

«Έχει να κάνει και με αυτό. Σαφώς. Αλλά όχι αποκλειστικά. Το κάστρο Μπραν και ο μύθος που το περιβάλλει, είναι ένα ακόμη φλέγον ζήτημα» του είπε και περίμενε να δει την αντίδρασή του. Μολαταύτα, ο νεαρός δεν φάνηκε να εκπλήσσεται ιδιαίτερα, κάνοντάς την ίσως να ανησυχήσει παραπάνω.

«Τι συμβαίνει με το Μπραν;» την ρώτησε αρχικά αθώα.

«Θέλεις να μου πεις πως δεν γνωρίζεις ή δεν πιστεύεις πως τα πρόσωπα που κατοικούν στο εσωτερικό του είναι αληθινά;» ρώτησε όσο πιο ευθέως μπορούσε και τον είδε να αναστενάζει. Την κοίταξε σιωπηλός για λίγο, σαν να ζύγιζε τόσο την ίδια όσο και τις απαντήσεις που θα της έδινε.

«Θα σου μιλήσω, όπως θα μιλούσε και η μητέρα μου. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον άνθρωπο, με έναν ερημίτη που ζει σε ένα τεράστιο φαράγγι, αλλά είναι τόσο μύωπας που δεν μπορεί να δει περισσότερο από πέντε μέτρα μπροστά του. Μπορούμε ακόμη να τον συγκρίνουμε με κάποιον που ζει σε μία μεγάλη πόλη, αλλά μία κουρτίνα τον περιβάλλει και τον ακολουθεί παντού, σαν τον κισσό που περιβάλλει ένα δέντρο και του στερεί το φως. Η κουρτίνα αυτή, ονομάζεται καθημερινότητα, αλλά αυτή η καθημερινότητα δεν αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά μία νοητή κατάσταση Ο κόσμος που βλέπουμε, είναι απλώς μεταμφιεσμένος. Αν απλώναμε τις αισθήσεις μας πιο μακριά, τότε θα μπορούσαμε ίσως να δούμε κι άλλα. Κοινώς ισχυρίζομαι, πως τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται» τελείωσε και η Μόνικα είχε μείνει να χαζεύει στην κυριολεξία την σοφία του συγκεκριμένου αγοριού.

Την στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόταν να του απαντήσει, ο Γουάιλαν μπήκε στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης και αντικρίζοντας πρώτο το πρόσωπο του Χάρι, ξεκίνησε :

«Μάγε, δεν ξέρω για την δική σου ύλη, αλλά εγώ βαρέθηκα να επαναλαμβάνω τα μαθήματα εδώ και πενήντα χρόνια!» φώναξε πρόσχαρα για να δει την Μόνικα να ασπρίζει και τον Χάρι να κοκκινίζει μέχρι και στις ρίζες των μαλλιών του. Τότε, τα μάτια του βρικόλακα γούρλωσαν στη θέα της κοπέλας «Ω, να πάρει! Δεν είχα δει την θνητή. Εμ, το έκανα χειρότερα τώρα» ψιθύρισε ενώ η Μόνικα με τρόπο απομακρυνόταν.

«Βασικά, θα ήταν καλύτερο να κλείσεις το στόμα σου βαμπίρ! Έλεος!» νευρίασε ο Χάρι και πήγε να φύγει, όταν η Μόνικα του άρπαξε το χέρι και τον τοποθέτησε εκ νέου στη θέση του.

«Έχω δει τον Βλαντ Ντράκουλα να μπαίνει πετώντας σχεδόν στο δωμάτιό μου και να φτάνει χιλιοστά από την επιθυμία να με στραγγαλίσει. Επομένως, νομίζω πως τα έχω δει όλα»

«Πράγματι!» συμπλήρωσε ο Γουάιλαν που είχε κυριολεκτικά εντυπωσιαστεί, μιας και σχεδόν κανένας τους δεν είχε δει ποτέ τον Βλαντ από κοντά.

Ο Χάρι ωστόσο φαινόταν τρομοκρατημένος.

«Δεν είναι δυνατόν ο Βλαντ να ήρθε στη Ντούτραμ. Αιώνες και όλοι ισχυρίζονται πως δεν τον έχουν δει. Για να ήρθε ωστόσο, κάτι σημαντικό έγινε» συμπλήρωσε και είδαν τον Γουάιλαν να χασμουριέται.

«Μην μου δίνετε σημασία. Ξημερώνει, αυτό είναι όλο» είπε ο νεαρός βρικόλακας και μαζεύτηκε πιο κοντά στην κοπέλα για να ακούσει.

«Θέλω να μου μιλήσετε για την αληθινή Σχολή. Τι συμβαίνει εδώ μέσα;» τους ρώτησε και είδε τον Χάρι να την κοιτάζει ντροπαλά.

«Εδώ που φτάσαμε, ας συστηθώ. Είμαι ο Χάρι Κάρτερ, Αλχημιστής, κοινώς μάγος με καλές προθέσεις και λατρεία για τα βότανα» της χαμογέλασε κοκκινίζοντας εκ νέου και τη στιγμή που της έδινε το χέρι, ένα μυτερό, μαύρο καπέλο φάνηκε στο κεφάλι του. Η Μόνικα το κοίταξε με δέος, ωστόσο για κάποιον λόγο, δεν στάθηκε αρκετό για να της στερήσει το χαμόγελο που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στα χείλη της «Μπορείς να με πεις φρικιό, ή ό,τι άλλο θέλεις. Εξάλλου και οι παλαιοί μου φίλοι, που ήταν άνθρωποι, αυτό πίστεψαν για εμένα μόλις έμαθαν την αλήθεια και με ξυλοφόρτωσαν» πρόφερε δίχως να την κοιτάζει στα μάτια, ενώ μπροστά τους ο βρικόλακας είχε αποκοιμηθεί. Με ένα σκούντημα ωστόσο από την μεριά του Κάρτερ, επανήλθε.

«Πού είχαμε μείνει;» τους ρώτησε με μάτια κόκκινα από τον ολιγόλεπτο ύπνο.

«Στις συστάσεις» τον πείραξε η Μόνικα.

«Σωστά. Είμαι ο Γουάιλαν Άνγκερς, αρχηγός των νεαρών βρικολάκων της Σχολής και ψυχικό βαμπίρ. Κανονικά, ήμουν βρετανός στρατιώτης του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ουσιαστικά πέθανα στον πόλεμο, μέχρι να αναστηθώ ως παιδί της νύχτας. Τώρα με συγχωρείτε γιατί ξημερώνει και δεν είναι και η καλύτερή μου. Τα λέμε το βραδάκι που θα είμαι γεμάτος ενέργεια γιατί τώρα σέρνομαι» τους καληνύχτισε ή καλημέρισε ανάλογα με τις διαθέσεις.

«Συγγνώμη ειλικρινά γι' αυτόν. Είναι ανυπόφορος. Δεν έπρεπε να σου μιλήσει έτσι και σε παρακαλώ, μην πεις σε κανέναν κοινό άνθρωπο τι είμαι. Μπορώ να σε εμπιστευθώ;» την ρώτησε γεμάτος αγωνία και η Μόνικα μπορούσε να διακρίνει τον πανικό στο βλέμμα του. Είχε περάσει στα σίγουρα πολλά και αυτό του είχε αφήσει έναν μόνιμο φόβο και μία αναστολή μεγαλύτερη ίσως και από την δική της. Το χέρι της κινήθηκε στο δικό του, προκειμένου να τον καθησυχάσει.

«Μη φοβάσαι. Ξέρω ήδη πολλά και δεν έχω μιλήσει»

«Το κατάλαβα από τη στιγμή που αναφέρθηκες στον Σκοτεινό Πρίγκιπα. Η ιστορία λοιπόν, πάει πολλούς αιώνες πίσω. Δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω για τον Βλαντ. Κάποτε, χρησιμοποιούσε τη θέση του για να επιβάλει τις απόψεις του και τον ηθικό του κώδικα. Πολλές φορές κατέστρεφε αλύπητα ένα χωριό ολόκληρο, εξαιτίας ας πούμε της κακίας μερικών χωρικών, ενώ άλλες φορές, βοηθούσε όλους όσους του το ζητούσαν, αν έκρινε πως πράγματι το άξιζαν. Κάποια στιγμή επάνω σε μάχη ή προδοσία, πέθανε. Ο Ραντού ο μικρός του αδερφός που επιθυμούσε διακαώς την ισχύ του Βλαντ και την εξουσία επάνω του, τον ανέστησε ως τον πρώτο Βρικόλακα που υπήρξε ποτέ. Ο ίδιος κάνοντας συμφωνία με τον Σατανά έγινε μάγος σκοτεινός, περνώντας τις δυνάμεις του και στον Μωάμεθ τον Πορθητή, ή Μεχμέτ που ήταν σύμμαχός του. Ο καθένας μετά δημιουργούσε τους Απογόνους, κοινώς τις γενιές μάγων και βρικολάκων. Όσοι μάγοι πήραν τον φωτεινό δρόμο, έγιναν οι Αλχημιστές, όπως εγώ. Οι υπερφυσικοί γενικά, ονομαζόμασταν Ντούτραμ και η Σχολή πήρε το όνομα αυτό. Υπάρχουμε και μαζί μας και οι διαμάχες του Μεσαίωνα που σύντομα θα ξεσπάσουν. Ο Ραντού ευθύνεται για τον φόνο του μαθητή Αλχημιστή και για τις εξαφανίσεις των ανθρώπων. Για την ώρα είναι αδύναμος και δεν έχει καν πλήρη ανθρώπινη μορφή όπως και ο Μεχμέτ. Ο Βλαντ τους αποδυνάμωσε» τελείωσε και η κοπέλα είχε μείνει να τον κοιτάζει με κομμένη την ανάσα.

                                                                                              ***

Η επιστροφή πίσω στο Μπραν ήταν βυθισμένη σε μία παράξενη σιωπή. Για κακή της τύχη, ο Βλαντ είχε ακούσει τις σκέψεις της, μονάχα που τώρα ευχόταν μάλλον να μην το είχε κάνει. Παρά τον πόνο του στο στήθος και την πληγή που πάλευε με τεράστια δυσκολία να κλείσει εξαιτίας του ασημιού, αποφάσισε να οδηγήσει εκείνος το άλογο. Ήθελε να αισθάνεται πως έχει τον απόλυτο έλεγχο και πως εκείνη για την ώρα δεν θα βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο και ας ένιωθε τα χέρια της στη μέση του. Η κοπέλα πάλι δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Θα έλεγε κανείς πως είχε ανακουφιστεί που δεν θα χρειαζόταν να νιώθει τους παλμούς της καρδιάς του στην πλάτη της και την ανάσα του αναγκαστικά στον λαιμό της κοντά. Ένιωθε ντροπή για τις σκέψεις της και κατά την διάρκεια της διαδρομής, κατηγορούσε τον ηλίθιο εαυτό της. Ο αδερφός της ακόμη δεν είχε επιστρέψει και εκείνη το μόνο που έκανε, ήταν να κοιτάξει αλλιώς ένα τέρας. Έναν άνδρα παράξενο, ισχυρό σαν την μανία της καταιγίδας που σιγοβράζει ένα βράδυ του χειμώνα, έναν άνδρα απέθαντο που στα μάτια του απεικονίζονται οι σκούρες οροσειρές της Τρανσυλβανίας. Που στην καρδιά του δεν μπορούσες να διαβάσεις κανένα συναίσθημα με βεβαιότητα, εκτός από το απύθμενο θάρρος και τον εγωισμό.

Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, συνειδητοποίησε πως για ακόμη μία φορά, είχε αφεθεί έρμαιο των ικανοτήτων του να διαβάζει το μυαλό της. Φοβήθηκε και ύψωσε ευθύς τείχος. Στο κεφάλι του όμως μέσα, αντηχούσε η λέξη ΄΄τέρας΄΄ και ενώ υπό άλλες συνθήκες θα αδιαφορούσε, κάτι σε αυτήν την σιωπηλή εξομολόγηση, του γρατσούνισε την καρδιά. Πίστεψε πως απλώς ήταν ο πληγωμένος του εγωισμός, μα από την άλλη η κοπέλα ήταν ειλικρινής και αυτό έπρεπε να του αρκεί. Ήθελε να στρέψει το κεφάλι του και να της φωνάξει να πάψει να μιλά και να πάψει να σκέφτεται, μα δεν επιθυμούσε να της φανερώσει πως είχε πλήρη γνώση των μύχιων σκέψεών της. Ο προορισμός τους αχνοφάνηκε επιβλητικά μέσα από τις ομίχλες. Το αιώνιο Μπραν καρτερούσε τον αφέντη του. Φτάνοντας στους πρόποδες, σταμάτησε το άλογο με μία κίνηση και κατέβηκε, βοηθώντας σιωπηλά την κοπέλα.

«Κρατήσου» της είπε μονάχα καθώς θα ανέβαιναν ως την κορυφή μέσω της ταχύτητας που του είχε χαρίσει η φύση του βρικόλακα.

Καθώς έφταναν, οι πύργοι της Ντούτραμ μόλις φάνηκαν μέσα από τα πυκνά και χαμηλά σύννεφα.

«Μπορείς να επιστρέψεις στη Σχολή. Οφείλω να σε ευχαριστήσω για όλα, κυρίως για την αφοσίωσή σου. Ως δώρο, σε απαλλάσσω από τα μαθήματα. Γνωρίζεις να διαχειρίζεσαι κάποιες σκέψεις, όταν κατόρθωσες να με βρεις τη στιγμή που ήμουν ετοιμοθάνατος. Εξασκήσου μαζί με τον Μίρτσεα και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα. Η Σχολή φυλάσσεται καλά, τα αδέρφια μου είναι εκεί, ο ξάδερφός μου επίσης. Εγώ πρέπει να ασχοληθώ με τον Ραντού» της είπε και την στιγμή που ετοιμαζόταν να κάνει μία ελαφριά υπόκλιση και να αποχωρήσει, η Γκάμπι δίχως να ξέρει το γιατί, τον ρώτησε :

«Στην ουσία με αποχαιρετάς;»

Ο Βλαντ φάνηκε να το σκέφτεται, ωστόσο δεν δίστασε να απαντήσει.

«Ναι. Τα πράγματα δυσκολεύουν και στην τελική,αυτός ο πόλεμος δεν αφορά εσένα. Δεν ανήκεις στον Μεσαίωνα, είσαι μια απλήθνητή κοπέλα με όνειρα να συνεχίσει τη Σχολή της και να πετύχει. Ζήτησα από τονΜπογκτάν να σου επιστρέψει το τελάρο σου με το κάστρο. Μπορείς να έρχεσαι όποτεεπιθυμείς στην αυλή για να το ζωγραφίσεις. Καλό είναι να υπάρχει συνοδεία»τελείωσε και αποχώρησε με βήμα περήφανο, μέχρι που την φιγούρα του κατάπιε ηομίχλη της οροσειράς, της άγριας και μυστικιστικής ομορφιάς του τόπου αυτού.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro