Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ντούτραμ/part 1

Η Ντούτραμ, η εντυπωσιακή Σχολή που κρεμόταν στο χείλος της αβύσσου, γαντζωμένη καλά στους άγριους και δυνατούς βράχους, δεν αποτελούσε απλώς μία καθημερινή, σχολή Καλών Τεχνών. Είχε ιστορία, αλλά ήταν ανήμπορη να την αφηγηθεί στους απλούς ανθρώπους. Η ζωή της ήταν σαφώς μικρότερη από το Μπραν, που αδυνατούσε να ανταγωνιστεί την ομορφιά της. Δημιουργήθηκε αρκετά χρόνια μετά ως ένα γενικό Πανεπιστήμιο των διαφορετικών. ΄΄Ντούτραμ΄΄, σήμαινε διαφορετικό στη γλώσσα των μάγων. Αντίθετα με ότι θα μπορούσαν να πιστεύουν οι άνθρωποι, μάγος δεν γεννήθηκε κανείς. Έγινε στην πορεία. Για την ακρίβεια, ο Άρχοντας όλων, ο πρώτος, πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο, με αντάλλαγμα τη γνώση και τη δύναμη, την οποία με την σειρά του, ξεκίνησε να διοχετεύει και σε άλλους, προκειμένου να αποκτήσει υπηκόους. Μέσω ενός σκοτεινού τελετουργικού, η μαγεία ταξίδεψε και γι' αυτό οι πιο σκληροί του είδους, μέσω ανθρωποθυσιών, αποκτούσαν τις σκοτεινές, μαγικές δυνάμεις. Εκείνοι που αρνήθηκαν να κάνουν κακό σε άνθρωπο, αλλά που θέλησαν ωστόσο να ενταχθούν σε αυτήν την νέα κοινωνία που χτιζόταν στα κρυφά, θυσίαζαν ζώα και αποφασίζοντας να ζήσουν μακριά από δολοφονίες απλών ανθρώπων, ονομάστηκαν Αλχημιστές.

Οι πρώτοι Ντούτραμ, ξεχώριζαν από τους κοινούς ανθρώπους, καθώς φορούσαν μαύρα, λίγο μυτερά καπέλα. Ήταν το δικό τους σήμα, το οποίο σύντομα υπέγραψε την καταδίκη τους, με την Εκκλησία να τους κυνηγά με μίσος και την ανθρωπότητα, τα σκοτεινά εκείνα χρόνια, να παρακολουθεί δημόσια τα βασανιστήριά τους. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, που οδήγησε πρώτα τους Αλχημιστές, να δημιουργήσουν εκείνο το κενό της ψευδαίσθησης, παίζοντας με το μυαλό των απλών ανθρώπων και εξασφαλίζοντας, μία διάσταση παράλληλη όπου οι μάγοι θα μπορούσαν να κινούνται, αόρατοι από το ανθρώπινο μάτι.

Την ίδια εποχή ωστόσο, ο όμορφος Άρχοντας, έφερε στη ζωή το πρώτο βαμπίρ. Βανδαλίζοντας τον τάφο του τα μεσάνυχτα, υπό το φως της σελήνης, έβγαλε από το χώμα ότι είχε απομείνει και σκίζοντας τη φλέβα του, άφησε το αίμα του να στάξει, εκεί που κάποτε υπήρχε το στόμα του αποθανόντα. Φυσικά, έχοντας δύναμη σκοτεινή, δανεική από τον ίδιο τον Διάβολο, κατόρθωσε να φέρει στη ζωή πίσω, εκείνον που ζήλευε και φθονούσε, ελπίζοντας πως η ανάσταση από το δικό του αίμα, θα έκανε τον βρικόλακα δούλο του. Μάταια όμως. Ο κύκλος του πολέμου μεταξύ τους είχε ανοίξει, μέχρι που οι αιώνες πέρασαν, η κοινωνία των βαμπίρ και των μάγων είχε αποκοπεί εν μέρει από τους ανθρώπους και το άσβεστο μίσος μεταξύ των πρώτων πλασμάτων του είδους τους, θάφτηκε στην ιστορία έπειτα από το ξέσπασμα μίας μάχης και την ήττα του Μεγάλου Άρχοντα των μάγων.

Το Ντούτραμ, δημιουργήθηκε κρυφά από το ανθρώπινο μάτι και αρχικά αποκλειστικά για τους διαφορετικούς. Στην πορεία όμως, θεωρήθηκε πως θα ήταν καλύτερο αν συνυπήρχαν με τους ανθρώπους, δίχως να εκδηλώνονται, καθώς αυτό θα βοηθούσε στην κοινωνικοποίησή τους και την έμμεση έστω και ακούσια αποδοχή τους από την ανθρώπινη κοινωνία. Έτσι, παίζοντας με το ανθρώπινο μυαλό, δημιούργησαν την ψευδαίσθηση του χτισίματος της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου φοιτούσαν όλα τα πλάσματα ανεξαιρέτως. Άνθρωποι, μάγοι και φυσικά βρικόλακες.

Ο σκοταδισμός του Μεσαίωνα, έμεινε ανεξίτηλος στην μνήμη όλων. Η Καθολική Εκκλησία φημολογούταν πως κατηγορούσε γυναίκες, κυρίως χήρες και ανυπεράσπιστες για να τους αρπάζει με αυτόν τον τρόπο τις περιουσίες. Οι Αλχημιστές, είχαν ταχθεί υπέρ της βοήθειας και της σωτηρίας των ανθρώπων, μέσω της χρήσης βοτάνων και χημικών ουσιών για την καταπολέμηση ασθενειών. Δυστυχώς όμως, η δράση τους δεν αναγνωρίστηκε καθώς θεωρήθηκε σκοτεινή και ύποπτη. Σήμερα όσοι είχαν απομείνει, ζούσαν τη ζωή τους όσο πιο φυσιολογικά μπορούσαν, επιτρέποντας στην ανθρώπινη φαντασία να καλπάσει ελεύθερη και να τους προσδώσει διάφορα χαρακτηριστικά, όπως την σκούπα, ή στους βρικόλακες την μανία τους να πίνουν ανθρώπινο αίμα και να μην αντέχουν λεπτό μακριά του. Σε ένα μόνο είχαν πέσει μέσα, πως οι βρικόλακες ήταν αθάνατοι, αιώνιοι και δυστυχισμένοι εξαιτίας της απίστευτης ανίας των αιώνων που περνούσαν και εκείνοι, όσοι είχαν επιβιώσει από τα μεσαιωνικά χρόνια, έτρεχαν να προλάβουν τις κοινωνικές αλλαγές και να υιοθετούν την ανάλογη εικόνα.

Η Γκάμπι, συνήθιζε να αποφεύγει όλη αυτή την έκρηξη φαντασίας που είχε ξεσπάσει κυρίως στα μέρη της, ίσως από ενδόμυχο φόβο πως όπου υπήρχε καπνός, κάπου κρυβόταν και παραφυλούσε και η φωτιά. Εκείνο το βράδυ, με την Μόνικα να έχει βυθιστεί στον ύπνο, βγήκε από το δωμάτιό της ακροπατώντας και ξεκίνησε να τριγυρνά στο κάστρο προσέχοντας όλες τις καταθλιπτικές λεπτομέρειες. Ίσως ο μύθος του κόμη Δράκουλα, να είχε εμπνεύσει τελικά τους κατασκευαστές και να είχαν δημιουργήσει ένα κτήριο ανάλογο με την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα Καρπάθια όρη. Κάπου εκεί γέλασε σιγανά με τους αλαφροΐσκιωτους που πίστευαν σε πλάσματα της νύχτας.

Ο βραδινός της περίπατος, την οδήγησε σε μία αίθουσα τελείως διαφορετική από τις υπόλοιπες. Ήταν η βιβλιοθήκη, που έμοιαζε να έχει εμπνευστεί πράγματι από πολλούς μύθους, αφού στους τοίχους της και στα ράφια, βρίσκονταν σκαλισμένα αγάλματα μονόκερων, μάγων και γενικά οτιδήποτε αφορούσε το μαγικό περιβάλλον. Για λίγο κοντοστάθηκε να χαζέψει την θέα, όταν άκουσε μία γλυκιά, αντρική φωνή.

«Τελικά εσύ δεν βάζεις μυαλό με τίποτε. Μυρίζω την περιέργειά σου από χιλιόμετρα» ακούστηκε η φωνή του Μαξιμίλιαν και η Γκάμπι έσφιξε τις γροθιές της.

«Εσύ! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι!» του φώναξε και τον άκουσε να γελά «Πού είσαι και δεν σε βλέπω;» έκρωξε για να γυρίσει πίσω της και να τον δει να ορθώνεται σαν τον πύργο. Μπροστά του, έμοιαζε αβοήθητη και μικροκαμωμένη.

«Ειλικρινά πριγκίπισσα, δεν είχα πρόθεση να σου κάνω κανένα κακό. Ίσα ίσα που διαφύλαξα την ψυχική σου ισορροπία, την οποία κοντεύεις να χάσεις και ίσως όχι άδικα» της είπε και τα μάτια της ευθύς γυάλισαν.

«Επομένως, παραδέχεσαι εμμέσως πως κάτι μου έκανες και πως επίσης δεν είμαι τρελή. Για να μην μιλήσω για εκείνον τον παράξενα αρχοντικό άνδρα που διέκρινα στον καθρέπτη, δευτερόλεπτα πριν εμφανιστείς. Τι γύρευες στο Μπραν;» έκανε μία παύση για να αναπνεύσει και ο Μαξιμίλιαν γέλασε.

«Ω, περνάς στ'αλήθεια δύσκολες ώρες. Ωστόσο εσύ πώς βρέθηκες στο Μπραν;» τη ρώτησε.

«Ειλικρινά δεν ξέρω. Δεν βγήκα έξω, απλώς βρήκα τυχαία ένα δισκοπότηρο και μου φάνηκε υπέροχο. Πήγα να το ακουμπήσω και ο πόνος που ένιωσα με έκανε να λιποθυμήσω και να ξυπνήσω εκεί» του εξήγησε και εκείνος την περιεργάστηκε για λίγο.

«Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που μισεί τη φαντασία, να μπλέκει μαζί της ακουσίως και μάλιστα τόσο άσχημα; Την κατάλληλη στιγμή σε μάζεψα, καθώς αυτός ο άνδρας που είδες στον καθρέπτη, θα γινόταν σύντομα ορατός και εκτός αυτού και πίστεψέ με, διόλου ευχαριστημένος δεν θα ήταν με την επίσκεψή σου. Μου χρωστάς» πρόφερε και συνέχισε «Το δισκοπότηρο, καλό θα ήταν να μην το αγγίξεις ξανά, αλλιώς όλα τα προηγούμενα θα πραγματοποιηθούν με ολέθριες συνέπειες και για τους δύο. Και τώρα, πήγαινε στο δωμάτιό σου και αύριο, θα έρθω να σε πάρω να πάμε μαζί στο μάθημά σου και να σου δείξω πού είναι η αίθουσα. Ίσως έτσι, αν σε εμπιστευθώ και κάνεις και εσύ το ίδιο, να μπορούμε να μιλήσουμε λίγο πιο ανοιχτά, με εμένα να σου εξηγώ κάποτε τι έκανα στο Μπραν» τελείωσε και εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια της κοπέλας που έμεινε εκστασιασμένη να κοιτάζει το κενό.

Βγαίνοντας από την υπέροχη αίθουσα, το μυαλό της ξεκίνησε να σκέφτεται τα λόγια του. Πως αν άγγιζε ξανά το δισκοπότηρο, θα βρισκόταν ακριβώς στην ίδια δυσμενή θέση με πριν, συν πως θα έπρεπε να ανεχθεί τα νεύρα εκείνου του άνδρα με τα μακριά, καστανά, σπαστά μαλλιά που την κοιτούσε με φθόνο. Αν και δευτερόλεπτα, μπόρεσε να διακρίνει τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Το δισκοπότηρο λοιπόν, ήταν ίσως κάποια πύλη. Ναι, όσο και αν δεν ήθελε να παραδεχτεί πως είχε κάνει τέτοια σκέψη, δεν υπήρχε καμία άλλη εξήγηση που να αντιστοιχούσε στη λογική.

-----------------

Βρισκόταν πεσμένος για ώρες, ίσως και μέρες ολόκληρες μέσα σε ένα σκοτεινό και πνιγηρό υπόγειο. Η αρχική αίσθηση, έμοιαζε σαν να πέθαινε αργά και βασανιστικά, ωστόσο τώρα, πονούσαν φρικτά όλες του οι αρθρώσεις. Κυριολεκτικά όπου υπήρχε σημείο που τα κόκαλά του κλείδωναν, ο πόνος τον διαπερνούσε. Ο Λέοναρντ σύρθηκε με κόπο, παρατηρώντας το ανήλιαγο μπουντρούμι, που θαρρείς και ήταν βγαλμένο από άλλη εποχή. Ιστοί από αράχνες κάλυπταν τις ξύλινες βάσεις από τις δάδες και το φως τους τρεμόπαιζε, έτοιμο να σβήσει. Μύριζε σαφέστατα μούχλα και κάτουρο, ίσως και σώματα σε κατάσταση αποσύνθεσης. Με μία πιο προσεκτική ματιά, αντιλαμβανόσουν πως σε αρκετά σημεία, οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ξεραμένο αίμα, που πλέον είχε μία πιο σκούρα απόχρωση από το φυσιολογικό.

Ο νεαρός αδυνατούσε να καταλάβει τι κακό είχε διαπράξει στη ζωή του και είχε φτάσει στο σημείο να βρεθεί φυλακισμένος. Ο άτονος θόρυβος ωστόσο, του τράβηξε την προσοχή, καθώς δίπλα του ένας άνδρας βρισκόταν πεσμένος σε εμβρυακή στάση και χαροπάλευε. Ευθύς ο Λέοναρντ, παρά τους πόνους και τις πληγές που ακόμη μάτωναν, σύρθηκε προς το μέρος του. Όταν το φως από τις δάδες το αρρωστιάρικο έπεσε επάνω του, ο νεαρός ανατρίχιασε. Χιλιάδες φλέβες μελανές όργωναν το πρόσωπό του, καθώς και τα χλομά του χέρια. Ο άνδρας φαινόταν να μην έχει καν τη δύναμη να μιλήσει, όταν από τα απέναντι κελιά δύο γυναίκες με καπέλο μαύρο και μυτερό, σύρθηκαν προς τα κάγκελα απλώνοντας το χέρι τους με ικεσία, απέναντι σε έναν άνδρα μαυροφορεμένο που τους πετούσε στο κελί έστω και ένα ξεροκόμματο. Στο κελί του Λέοναρντ πάλι, δεν άφησε τίποτε απολύτως.

«Θέλουν να με τελειώσουν αργά και βασανιστικά» ψιθύρισε ο πεσμένος άνδρας με τις μαβιές φλέβες να οργώνουν το κορμί του.

«Είσαι καλά; Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε ο Λέοναρντ για να εισπράξει ένα γέλιο ειρωνικό.

«Θαρρώ πως θα έπρεπε να ανησυχείς για τον εαυτό σου περισσότερο, θνητέ» του είπε και εκείνος τινάχτηκε πίσω.

«Γιατί με αποκάλεσες έτσι;» τον ρώτησε ξαφνικά.

«Γιατί έχω την εντύπωση πως αν σε άφηναν εκατό χρόνια δίχως τροφή, αυτή τη στιγμή ούτε το δέρμα σου δεν θα είχε μείνει να σε θυμίζει. Κάνω λάθος;» τον ειρωνεύτηκε.

«Θέλεις να πεις πως έχεις εκατό χρόνια να τραφείς;» ο Λέοναρντ αδυνατούσε να το πιστέψει, αλλιώς θα οδηγούταν σε άλλους δρόμους, παράξενους και σκοτεινούς.

«Ναι και αυτό το ξεροκόμματο που πετάχτηκε στις μάγισσες απέναντι, στα δικά μου μάτια φαντάζει γαλοπούλα γεμιστή» έκανε μία παύση για να πάρει μία ανάσα με δυσκολία. «Ονομάζομαι Μίχαελ Σίλαγκι» πρόφερε και συνέχισε «Είναι λογικό να μη σου λέει κάτι το όνομα. Έζησα και πεντακόσια χρόνια πριν βλέπεις»

Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Λέοναρντ γέλασε από αμηχανία.

«Αποκλείεται» του είπε «Εντάξει, ομολογώ πως και εγώ ανησυχούσα για όλες αυτές τις εξαφανίσεις και τελικά κατάλαβα πως κάποιος τρελός, απάνθρωπος δολοφόνος μας κρατά δέσμιους, ωστόσο εσύ το πήγες σε άλλο επίπεδο μιλώντας για μάγισσες και τον εαυτό σου με τα πεντακόσια χρόνια ζωής» πρόφερε κοφτά.

«Συγγνώμη, μπορεί να μου ξέφυγε κανένας αιώνας, δεν τα υπολόγισα με ακρίβεια. Ώστε έτσι πιστεύει ο φτωχός κόσμος της Ρουμανίας; Πως κυκλοφορεί τα βράδια ένας δολοφόνος, ικανός να ξεκληρίσει ας πούμε όλα τα σπίτια της περιοχής και όχι μόνο; Αφελές, αλλά ελπιδοφόρο σε σχέση με την αλήθεια. Και ναι, οι κυρίες συγκρατούμενές μας είναι αλχημιστές» τελείωσε.

«Και εσύ τι είσαι;» ρώτησε ο Λέοναρντ προσευχόμενος να μην ακούσει αυτό που φοβόταν περισσότερο.

«Βρικόλακας» τελείωσε και ο νεαρός κόλλησε πίσω το σώμα του στα κάγκελα. «Α, μάλιστα. Είσαι από εκείνους που πιστεύουν πως τα βαμπίρ τα βράδια σκίζουν τους αιθέρες όντας μεταμορφωμένα σε νυχτερίδες, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο τους τον περνούν πίνοντας το αίμα θνητών. Καιρός να αλλάξει αυτή η άποψη. Βοήθησέ με να σηκωθώ και θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω» του είπε μα ο Λέοναρντ δίστασε, έχοντας στο μυαλό του τις πληγές του σώματός του που ακόμη αιμορραγούσαν «Ορκίζομαι πως λέω την αλήθεια» γρύλισε ο Μίχαελ και το τρεμάμενο χέρι του Λέοναρντ τον βοήθησε να ανακαθίσει. «Ο θρύλος ξεκίνησε από μία προσωπικότητα με το όνομα Βλαντ Τσέπες. Οι άνθρωποι άρπαξαν την ευκαιρία ενός αιμοδιψούς χαρακτήρα, για να φτιάξουν την καρικατούρα του Δράκουλα και όλων των ομοιωμάτων του που σαν δύστυχοι ναρκομανείς, ζητιανεύουν αίμα από κατά προτίμηση όμορφες κορασίδες, κολλώντας τους κυνόδοντες στον λαιμό τους. Αυτός είναι ο μύθος που λίγο πολύ έχετε στο μυαλό σας. Αγαπητέ θνητέ, οι βρικόλακες είμαστε περήφανοι. Συνδεόμαστε με το αίμα εξαιτίας της αρχαίας τελετουργίας μαύρης μαγείας που έφερε τον πρώτο στη ζωή. Η ίδια τελετουργία χρειάζεται για να δημιουργηθεί κάποιος βρικόλακας, μονάχα από σώμα πεθαμένου. Δεν μπορείς να αλλάξεις έναν ζωντανό. Αυτή είναι και η σημασία του να είναι κάποιος αθάνατος ή μεταξύ ζωής και θανάτου. Επίσης, τρέφομαι περίπου όπως ένας κανονικός άνθρωπος, ωστόσο εξαιτίας της αθάνατης φύσης μου, η έλλειψη τροφής δεν με σκοτώνει, μα με αποδυναμώνει φρικτά και με βασανίζει τρομερά. Η κατάρρευση ενός οργανισμού, είναι ένα βίαιο βασανιστήριο. Δεν διαθέτω κυνόδοντες σκύλου, όπως τα βαμπίρ της φαντασίας σας. Είμαι άνθρωπος που αντί να αναπαυθώ, έφτασα στο σημείο να έρπομαι σαν το φίδι. Οι περισσότεροι βρικόλακες, είμαστε παλαιοί. Δεν θέλουμε να δημιουργούμε νέους, δεν είναι σωστό για την ανθρώπινη ψυχή. Δυστυχώς όμως ο κίνδυνος μας ανάγκασε και καθώς την πραγματικότητα λίγοι τη γνωρίζουν, όσοι είναι ετοιμοθάνατοι ως θνητοί και επιθυμούν να επιστρέψουν εξασφαλίζοντας βοήθεια στον κόσμο, χαράζουν ένα ΄΄ναι΄΄στο χέρι τους. Η τελετουργία απαιτεί μία μεταμόρφωση να είναι οικειοθελής, αλλιώς η κατάρα είναι μεγάλη και η ψυχή κινδυνεύει. Λαμβάνει χώρα τα μεσάνυχτα, κατά προτίμηση όταν υπάρχει φεγγάρι» έκανε ξανά μία παύση για να βεβαιωθεί πως ο Λέοναρντ τον παρακολουθούσε.

«Επομένως, εσείς, οι βρικόλακες είστε οι καλοί;» ρώτησε δειλά.

«Οι περισσότεροι, μα όχι όλοι. Σε κάθε περίπτωση λοξοδρομούν κάποιοι και προς το κακό. Η κοινωνία μας είναι κλειστή για να ελέγχει τα μέλη, ώστε αυτή η λοξοδρόμηση να αποφευχθεί. Για των ώρα δεν υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε. Εγώ δεν έχω δυνάμεις, όμως πλησίασε λίγο. Θέλω να δω τις πληγές σου» του είπε και ο νεαρός έκανε ένα βήμα πιο κοντά του περιμένοντας το γνωστό, τηλεοπτικό θέαμα με τα δόντια να μακραίνουν, να πραγματοποιείται. Ωστόσο, έπεσε εντελώς έξω, καθώς ο άνδρας κοίταξε προσεκτικά όλα του τα τραύματα «Θα προσπαθήσω να σε γιατρέψω με όση δύναμη μου έχει απομείνει» ψέλλισε, με το χλομό του πρόσωπο και τις φλέβες να πετάγονται.

Δίχως καθυστέρηση, ψηλάφισε κυρίως τις ανοιχτές πληγές και φύσηξε απαλά πάνω από τα τραύματα. Τα χέρια του δεν ήταν παγωμένα, όπως φημολογούταν για τους βρικόλακες. Τότε, ο Λέοναρντ παρατήρησε τα τραύματά του να επουλώνονται σχεδόν τελείως, καθώς ο Μίχαελ δεν είχε τη δύναμη για πλήρη επούλωση.

«Σε ευχαριστώ. Είμαι ο Λέοναρντ» συστήθηκε «Και τα χέρια σου είναι ζεστά» του είπε γελώντας και ο άνδρας του έβαλε το χέρι στο σημείο της καρδιάς.

«Αν την ακούς, είναι λογικό. Δεν είμαι ζόμπι. Είμαι ένας παράδοξα ζωντανός οργανισμός. Η επούλωση είναι ένα χάρισμά μας, όπως και η σαγήνη. Ωστόσο καθώς η κοινωνία μας το θεωρεί ενάντια στην ελεύθερη βούληση, χρησιμοποιείται σπάνια»

«Ποιος μας κρατά εδώ;» ρώτησε ξανά ο νεαρός αν και δεν ήταν βέβαιος πως ήθελε πράγματι να μάθει.

«Αυτό, άφησέ το για κάποια άλλη στιγμή. Το όνομά του μην το προφέρεις. Θα εξαγριωθούν και οι απέναντι κυρίες. Μπορώ ωστόσο να σε διαφωτίσω, ως προς το πώς βρέθηκες εδώ κάτω. Λογικά, θα έχεις παρατηρήσει έναν πόνο στις αρθρώσεις σου» είπε και ο Λέοναρντ μηχανικά τις έτριψε.

«Είναι αλήθεια» ομολόγησε.

«Λοιπόν, ο λόγος είναι γιατί η μαγεία σε ρούφηξε. Διέλυσε για δευτερόλεπτα το σώμα σου και το συναρμολόγησε αυτόματα εδώ κάτω. Αυτός είναι και ο λόγος που κανένα ίχνος εξαφανισμένου, δεν μένει πίσω» εξήγησε ο Μίχαελ.

«Και πού είναι το εδώ κάτω;» έθεσε και την τελευταία ερώτηση ο Λέοναρντ.

«Ω, πιο κοντά από όσο νομίζεις. Στις κατακόμβες του Αγίου Νικολάου» του είπε και ο Λέοναρντ πάγωσε.

«Ο Πατέρας Γκρέγκορι;» ψιθύρισε σαν να προσπαθούσε να το χωνέψει ο ίδιος.

«Αυτός» ήρθε η απάντηση από τον Μίχαελ. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro