Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα/part 1
΄΄Μίλησέ μου για τον έρωτα'' είπε η καρδιά στο μυαλό και υπήρξε μία παύση. ΄΄Μίλησέ μου για την αγάπη΄΄ είπε η καρδιά στο μυαλό και σταμάτησε. Χαμογέλασε, μα το μυαλό δεν έπρεπε ακόμη να μιλήσει. Η καρδιά ωστόσο ξεκίνησε να μιλά ξανά και να λέει όσο πιο αναλυτικά μπορούσε, τις διαφορές του να αγαπάς και να ερωτεύεσαι. Μίλησε για συναισθήματα, πράξεις, χαρά, λύπη και χρώματα, για μουσική και στιγμές, μα και για δάκρυα και λύπη.
Το μυαλό τότε ρώτησε :
΄΄Ποιος σε προστατεύει όταν πονάς, ποιος σε κρατά να μην σβήσεις;΄΄
Η καρδιά δεν θύμωσε, μα ανταπέδωσε με ερώτηση :
΄΄Εσύ χάρη σε ποιον μαθαίνεις; Από τα δικά μου συναισθήματα μαθαίνεις, από τη δική μου χαρά γελάς, βρίσκεις ιδέες καλές και λες λόγια όμορφα, σοφά και σίγουρα. Υπάρχουν φορές που σε πονώ, μα τίποτε τέλειο δεν έχει δημιουργηθεί ως τώρα΄΄
Ο Χάινς κοιτούσε ελαφρώς βλοσυρά τον Γουάιλαν. Γενικά είχε αποκτήσει ανά τα χρόνια τη φήμη του σκληρού αρχηγού και όχι άδικα. Ήταν ιδιαιτέρως μοναχικός, αντικοινωνικός, άφοβος, με μία αιώνια θλίψη να χορεύει σε δύο μελή μάτια, άνευρα και κενά.
«Η αλήθεια είναι πως η απομόνωση των δασών, δεν με βοηθά να γνωρίζω την πραγματικότητα που σέρνεται εκεί έξω. Το μικρό χωριό, η κοινότητά μας, είναι σε καλή κατάσταση, κανένα πρόβλημα δεν έχει προκύψει ως τώρα και ίσως είναι αυτός ο λόγος που δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με την επικαιρότητα. Καθώς καταλαβαίνω πως είναι αγενές να στέκεσαι έτσι, θα σου πρότεινα να έρθεις στο σπίτι μου. Δεν είναι τίποτε σπουδαίο, μα έχω καλή παρέα όπως προείπα. Εκεί θα μου ανακοινώσεις το είδος της βοήθειας και θα λάβω την ανάλογη απόφαση» του είπε ελαφρώς ψυχρά, μα ο Γουάιλαν δεν είχε επιλογή.
Ο Χάινς κινήθηκε αστραπιαία ανάμεσα από τα σκιώδη δέντρα. Το σπίτι του δεν ήταν τίποτε άλλο, από ένα απλό σχέδιο μίας μικρής, ξύλινης μονοκατοικίας. Θα περίμενε κανείς πως η χνουδωτή παρέα του, θα ήταν κάποιο σκυλί άγριο, μα όταν ο νεαρός άνδρας άνοιξε την πόρτα, μία μαλλιαρή και ελαφρώς παχουλή σκυλίτσα, τους υποδέχτηκε ευδιάθετα, κουνώντας σχεδόν ολόκληρο τον κορμό της εξαιτίας του ενθουσιασμού. Στο λουρί της, ήταν χαραγμένη η λέξη ΄΄ελπίδα΄΄.
«Την προηγούμενη, την φώναζα Ανατολή. Γενικά μου αρέσουν οι θετικές λέξεις, που προκαλούν όμορφα συναισθήματα. Έχω περάσει στιγμές, που μόνο εκείνες μου έδιναν ελπίδα, μέχρι που ζυγίζοντας είκοσι εφτά κιλά πια, την έχασα και αυτήν» ψέλλισε και ο Γουάιλαν κατάλαβε πως ο Χάινς είχε ανάγκη να μιλήσει.
«Ποια είναι η ανθρώπινη ιστορία σου;» τον ρώτησε και ο Χαινς σκοτείνιασε.
«Γεννήθηκα στην Πολωνία, όμως μετακομίσαμε στο Βερολίνο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Με τον πατέρα και τον αδερφό μου τον μεγαλύτερο, είχαμε ένα φούρνο. Πήγαινε θαυμάσια και εγώ τον βοηθούσα μετά το σχολείο. Ήμουν δέκα εφτά όταν ξέσπασε ο πόλεμος και ο φοβερός αντισημιτισμός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις σκηνές στις αποβάθρες. Τα Ες-Ες ούρλιαζαν, τα σκυλιά τους γαύγιζαν και τους γονείς μου δεν τους ξαναείδα. Έμεινα δύο ή τρία χρόνια αιχμάλωτος. Κοιμόμουν σε αυτά τα ξυλοκρέβατα με τις βρώμικες κουβέρτες, γεμάτες ζωύφια. Ξέρεις ποιος ήταν ο Γιόζεφ Μένγκελε; Ο Άγγελος του Θανάτου, ο φρικτός γιατρός που έκανε τα πειράματα σε δίδυμα ή νάνους. Όλα αυτά τα γνώριζα, οι ειδήσεις στους αιχμαλώτους ταξίδευαν. Ο θάνατός μου επήλθε από υποσιτισμό, την ώρα της καταναγκαστικής εργασίας, μπροστά σε ένα φίλο που απέκτησα. Δεν γνωρίζω πότε με βρήκε ο αδερφός μου και πώς ο ίδιος πέθανε τελικά για να αναστήσει εμένα. Το στρατόπεδο είναι η αιτία που στην ζωή μου δεν αγάπησα ποτέ και κανέναν. Δεν μπορώ να φτάσω στο σημείο της απόλυτης αγάπης. Το παρελθόν με στοιχειώνει. Μονάχα την Χόουπ αγάπησα, γιατί δεν είναι άνθρωπος» του εκμυστηρεύτηκε.
«Και εγώ από σφαίρα σκοτώθηκα, ωστόσο είχα καλύτερη τύχη. Νόμιζα πως ήσουν μεγαλύτερος από εμένα, μα είσαι κοντά στην ηλικία μου» πάλεψε να ελαφρύνει το κλίμα.
«Πράγματι. Οι κακουχίες όμως ζωγράφισαν δέκα επιπλέον χρόνια επάνω μου. Ας τα αφήσουμε στην άκρη όμως για την ώρα. Τι συνέβη; Γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησε κοφτά.
«Γνωρίζεις πως τον πρώτο Βρικόλακα, στην ουσία τον έφερε στη ζωή ο πρώτος μάγος που πούλησε την ψυχή του στον Σατανά. Το όνομά του ήταν Ραντού Ντράκουλα και ο Βρικόλακας είναι ο Βλαντ, ο αδερφός του. Μεταξύ τους ξέσπασε πόλεμος, με τον Ραντού να έχει στο πλευρό του τους σκοτεινούς και τον Σουλτάνο Μεχμέτ τον Πορθητή. Απειλούν να υποτάξουν τον υπερφυσικό κόσμο και να μας αποκαλύψουν στους ανθρώπους. Κρατούν έναν δικό μας, τον Στεφάν» έκανε παύση και ο Χάινς στράφηκε στην Χόουπ προτού απαντήσει.
«Ο άνθρωπος πούλησε τη ψυχή του στον Σατανά χρόνια τώρα. Είμαστε ευτυχείς που δεν έχουμε και καμία ανάσταση του Χίτλερ. Τη γνωρίζω την ιστορία μας, γνωρίζω τον Ντράκουλα σαν όνομα, μελετούσα πολύ, μου άρεσε. Είναι αστείο το πως το παρελθόν συναντά το παρόν και η ιστορία τον μύθο. Όλα μαζί ακούγονται παράλογα. Θα έρθουν οι ήρωες του Παγκόσμιου Πολέμου να αναμετρηθούν με τον Μεσαίωνα;» γέλασε. «Εντάξει, θαρρώ πως υπάρχουν και απλοί άνθρωποι, ασχέτως πολέμων, που έγιναν βρικόλακες, αν και δεν είμαστε πολλοί. Θα δεχτώ να δω τον περίφημο Παλουκωτή. Δεν με τρομάζει, ακόμη και την μέθοδό του την θεωρώ αστεία σε σύγκριση με όσα έχω δει. Αν τα βρούμε, καλώς. Θα ειδοποιήσω την κοινότητα πως βρισκόμαστε σε συναγερμό, αλλιώς, θα αποσυρθώ στη γαλήνη του σπιτιού μου» τελείωσε.
«Πρέπει να βοηθήσουμε τον Στεφάν. Είναι καλό παιδί» πάλεψε να τον πείσει.
«Άκου. Φύγε πρώτος και ενημέρωσε τον βοεβόδα να μην κάνει καμία κίνηση. Τον Στεφάν θα τον αναλάβω εγώ. Έχω ακούσει για την ύπαρξη του άνδρου των σκοτεινών στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, υπόγεια. Άστο και θα το τακτοποιήσω. Δεν θα με υπολογίζουν και προτού σκεφτείς πως υπήρξα ένας ταπεινός φούρναρης, απλώς να σε ενημερώσω, πως η ζωή με έχει κάνει πιο αδυσώπητο από τον Βλαντ» τελείωσε και ο Γουάιλαν ήθελε να ζητοκραυγάσει, μα κρατήθηκε. Η ταπεινότητα ήταν απαραίτητη εκείνη τη στιγμή. «Θα μου βρεις όμως πριν φύγεις, σπίτι να αναλάβει να προσέχει την Χόουπ. Δεν την αφήνω έτσι» του υπενθύμισε και ο νεαρός δέχτηκε.
Στη Ρουμανία ωστόσο, τα νέα για την επίθεση των βρικολάκων, είχαν αρχίσει να ταξιδεύουν και πλέον το στέκι του Κόμη Δράκουλα, θεωρούνταν ένα κακόγουστο αστείο. Όλοι φοβούνταν πως ο μύθος είχε ξυπνήσει και οι εκκλησίες δίδασκαν όλη μέρα στους πιστούς τους πειρασμούς του Διαβόλου, που πλέον κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Στη Ντούτραμ η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει αισθητά και οι μαθητές οι κανονικοί, ψιθύριζαν μεταξύ τους με αγωνία. Η Άλμπα φοβόταν τα χειρότερα, ακόμη και πιθανό κλείσιμο της Σχολής.
Τα απογεύματα ο κόσμος απέφευγε να κυκλοφορεί και πλέον οι κάτοικοι του Μπραν κοιτούσαν το κάστρο με καχυποψία. Υπήρχε περίπτωση, ακόμη και να σφραγιστεί, παύοντας να είναι τουριστική ατραξιόν. Το Τάγμα του Δράκου έβλεπε πως η ώρα αυτή η μαύρη πλησίαζε, ωστόσο ο Ντράκουλα δεν είχε ακόμη επιστρέψει. Η φύση του βαμπίρ μιλούσε μέσα του, η πανσέληνος βρισκόταν ακόμη ψηλά στο ουράνιο στερέωμα και ο οργανισμός του ήταν γεμάτος ενέργεια. Έχοντας απομακρυνθεί αρκετά από το σπίτι της Γκάμπι, έφτασε μέχρι τον ποταμό τον παγωμένο που κάποτε πήρε μαζί του, τη ψυχή της Εκατερίνα.
΄΄Αυτό που είμαι θαρρώ δεν αντέχεται, όπως τελικά δεν αντέχεται και η μοναξιά μέσα στους αιώνες. Μπορεί οι εξελίξεις να μη μου άφηναν το περιθώριο, ωστόσο άνθρωπος είμαι και εγώ, αποζητώ τον έρωτα και μία αγάπη δυνατή, μία αγάπη που το είδωλό μου θα δει ολοκάθαρο και δεν θα κάνει πίσω. Εγώ όμως τίποτε δεν έχω να της προσφέρω, πιο αδειανός από ποτέ, με τον χρόνο να κυλά για μένα αντίστροφα. Τίποτε δεν έχω να δώσω και ας ένιωσα για πρώτη φορά, την ανάσα της ευτυχίας ύστερα από αιώνες πολλούς΄΄ σκέφτηκε και ξεκίνησε να βυθίζει το σώμα του για χαλάρωση στα παγωμένα νερά. Τη στιγμή εκείνη όμως, ένα βέλος από ασήμι έσκισε τον αέρα και καρφώθηκε επάνω του. Άλικο αίμα έσταξε στα καθάρια νερά, μα για πρώτη φορά οι αντιδράσεις του Βλαντ δεν ήταν άμεσες.
***
Το ξημέρωμα δεν άργησε να έρθει και η Γκάμπι δεν είχε ειλικρινά καμία όρεξη να αντικρίσει τους δικούς της και να αναμετρηθεί με τα επικριτικά τους βλέμματα. Στο τέλος όμως, έχοντας πια σηκωθεί για τα καλά, κάθισε με κόπο σε ένα μικρό σκαμπό που είχε από παιδί και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη. Όταν ήταν πολύ μικρή, η μητέρα της συνήθιζε να της χτενίζει τα μαλλιά και να τη συμβουλεύει να αναζητά τις απαντήσεις κοιτάζοντας τα μάτια του εαυτού της. Αν αποτελούν πράγματι τον καθρέπτη της ψυχής όπως όλοι οι σοφοί ανά τα χρόνια ισχυρίζονται, τότε στα σίγουρα θα μπορούσαν να της δώσουν την απάντηση. Αύριο θα ήταν τα εικοστά της γενέθλια. Μία νέα δεκαετία της ζωής της ξεκινούσε, τραβώντας την αυλαία και αποκαλύπτοντας νέες περιπέτειες με σκοπό να υφανθούν ακόμη περισσότερες όμορφες ή και άσχημες αναμνήσεις. Η ζωή εξάλλου περιλάμβανε πάντοτε και τις δύο όψεις. Ένα χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε και κατόπιν ακολούθησε η φωνή του Λέοναρντ.
«Να μπω; Μπορώ;» ο ευγενικός και ήρεμος αδερφός της, της είχε λείψει υπερβολικά πολύ για να αρνηθεί.
«Φυσικά» του απάντησε και μόλις τον είδε να εισέρχεται χαμογελαστός, έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά, τόσο σφιχτά που παραλίγο θα τον έπνιγε.
«Ει, πιο σιγά αδερφούλα, θα με πνίξεις» τον άκουσε να της ψιθυρίζει και ταυτόχρονα να τραντάζεται ελαφρώς το σώμα του από τα γέλια.
Η Γκάμπι δίχως να τον αφήνει από την αγκαλιά της, τον κοίταξε στα μάτια.
«Αύριο έχουμε γενέθλια και νομίζω πως δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο δώρο από τη ζωή μου, παρά τη δική σου επιστροφή. Ευτυχώς όμως είσαι εδώ και είσαι καλά, παρά τους μώλωπες» έκανε μία παύση πειράζοντάς τον.
«Εγώ όμως ήρθα ως εδώ για εσένα αυτή τη στιγμή. Δεν σε βλέπω καλά, είσαι θλιμμένη. Θα ήθελες να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για όσα μας συνέβησαν; Εγώ δεν είμαι στον ρόλο του γονιού και με νοιάζει τόσο η ευτυχία σου, όσο και η ασφάλειά σου. Χθες, είδα τον Βλαντ. Από το παράθυρο. Η αλήθεια δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Είναι τρομακτικό να βλέπεις μία ιστορική μορφή, που θα έπρεπε να έχει πεθάνει αιώνες ολόκληρους, να ζει και να σε επισκέπτεται. Όλοι μας έχουμε λίγο ή πολύ διαβάσει την ιστορία της χώρας μας. Ξέρουμε πως κάποτε οι Οθωμανοί βρίσκονταν σε άνθιση και πάλευαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους, ωστόσο ποιος θα περίμενε, πως κάποιες ιστορικές προσωπικότητες θα ζούσαν; Είναι τρομακτικό και θαυμαστό συνάμα» την κοίταξε πλαγίως. «Λοιπόν, πες μου τι έχασα όσο έκανα διακοπές στα μπουντρούμια» την παρότρυνε και εκείνη τον χτύπησε ελαφρώς στον ώμο.
«Όλα ανατράπηκαν Λεοναρντ. Η ζωή μου άλλαξε. Καθώς αναζητούσα το κουράγιο να πάω τελικά στη Σχολή και να ξεκινήσω τις σπουδές μένοντας μέσα, δανείστηκα μία μπλούζα σου για να σε νιώθω κοντά μου. Τη στιγμή που την άγγιξα, είδα ένα όραμα. Τον Ραντού. Όποτε άγγιζα κάτι δικό σου, κάποιο όραμα πεταγόταν από τον τόπο που βρισκόσουν. Είχα τρομοκρατηθεί, μέχρι που ξεκίνησα να βλέπω τον υπερφυσικό κόσμο δίχως την κάλυψή του. Έβλεπα ας πούμε τα πρόσωπα των βρικολάκων τη στιγμή του θανάτου τους ως άνθρωποι, έβλεπα τους Αλχημιστές. Δεν ήταν εύκολο. Μετά, εντελώς τυχαία και ενώ είχα βγει έξω για να ζωγραφίσω το κάστρο που πάντα αγαπούσα, άγγιξα ένα αντικείμενο και βρέθηκα στο μυαλό του Βλαντ. Ήταν η πρώτη μέρα γνωριμίας μας, λίγο άσχημη θα έλεγα. Ο Βλαντ έχει προδοθεί πολλές φορές στη ζωή του και πάντοτε προσπαθεί να κλέψει τον αέρα όποιου εισέρχεται στα εδάφη του, μέχρι να διαπιστώσει την ενοχή ή αθωότητα. Ξεκινήσαμε να δενόμαστε με έναν παράξενο τρόπο και έπιασα τον εαυτό μου να αλλάζει, να θέλει να γίνεται γενναίος» ξεφύσησε. «Ο Βλαντ έχει δύο φύσεις, μα τη μία ελάχιστοι είχαν την τιμή να την δουν. Ο Βλαντ είναι ένας άνδρας σκληρός, που δεν διστάζει να τιμωρήσει με τον χειρότερο τρόπο τον οποιονδήποτε, μα ταυτόχρονα..» κόμπιασε και έπαψε να κοιτάζει τον Λέοναρντ στα μάτια «Να πάρει! Είναι και...τρυφερός, αμήχανος...μα...»
Ο Λέοναρντ τη σταμάτησε. Είχε καταλάβει όλα όσα ήθελε.
«Νιώθεις πράγματα για εκείνον» της είπε δίχως να την κρίνει.
«Να πάρει, ναι! Όμως, όσο και αν τον ερωτεύτηκα γι' αυτό που είναι, ταυτόχρονα προσπάθησα να μην σκέφτομαι και τόσο την άλλη του πλευρά, τη σκοτεινή. Ο Μεχμέτ όμως, ήρθε να μου την υπενθυμίσει εκβιάζοντάς με στην ουσία για τη δική μου και δική σας ασφάλεια. Δεν μπορώ να το ρισκάρω αυτό και... θα φύγει Λέοναρντ. Θα φύγει και θα με αφήσει. Ξέρω πως εγώ ήμουν εκείνη που τον παρότρυνα να αφεθεί, να δείξει αυτό που είναι, ενώ εκείνος φοβόταν. Φοβόταν πως θα δεθεί μαζί μου και στο τέλος η φυγή του θα μου ράγιζε την καρδιά. Δεν το παραδέχτηκα ποτέ μπροστά του, ίσως και από εγωισμό, μα μου την ραγίζει ήδη. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην, όταν είμαι μονάχα μία μικρή κοπέλα, χαζή και ευαίσθητη απέναντι σε ένα άνδρα ώριμο που στις πλάτες κουβαλά τόση ιστορία, τόσες μάχες και πίκρες;» Ειλικρινά όλη αυτή η εξομολόγηση, την κούρασε τόσο πολύ, που ήθελε να ξαπλώσει εκ νέου στο κρεβάτι της ανήμπορη να συνεχίσει την ημέρα της. «Χθες, με τον τρόπο μου τον έδιωξα. Το ξέρω πως δεν θα επιστρέψει. Ο Βλαντ δεν παρακαλάει, δεν το έκανε ποτέ του. Εσύ; Τι συνέβη εκείνο βράδυ;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro