Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 4
Στη φωτό Βλαντ εναντιον Μεχμέτ
Το πρωινό εκείνο, ήταν πολύ διαφορετικό για την Ντούτραμ. Μαζί με τους μαθητές, οι καθηγητές μάζευαν επίσης τα πράγματά τους. Πλέον για τα μάτια των ανθρώπων, η Σχολή θα έμοιαζε κλειστή. Η Άλμπα ετοιμαζόταν να φωνάξει τα μέλη του Τάγματος του δράκου που πλέον θα επιτηρούσαν νύχτα και μέρα το κάστρο. Η Μόνικα για λίγο απομακρύνθηκε από τις δύο φίλες, πλησιάζοντας τον Χάρι που είχε ανοίξει κουβέντα με τον Γουάιλαν. Το χέρι του απλώθηκε προς το μέρος της με μία φυσικότητα και ηρεμία, σαν να ήταν η επόμενη κίνηση που σχεδίαζε να κάνει. Για πρώτη φορά ο βρικόλακας δίπλα του αποφάσισε να φανεί διακριτικός και να αποχωρήσει αφήνοντάς τους μόνους. Ο Χάρι την οδήγησε για λίγο στην τριανταφυλλένια αυλή. Αν και ψυχρό λόγω θερμοκρασίας, το πρωινό ήταν υπέροχο και καθώς ο κήπος κρεμόταν στον γκρεμό, σου πρόσφερε μία θέα που σου έκοβε την ανάσα στα σίγουρα. Ο Αλχημιστής την οδήγησε να καθίσουν στο παγκάκι που είχε θέα τον ορίζοντα της άγριας, φυσικής ομορφιάς.
«Ξέρεις, όταν ξεκίνησα εδώ, δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα φτάναμε ως αυτό το σημείο» ψέλλισε αρχικά δίχως να τον κοιτάζει. Ο Χάρι ένιωσε ένα τσίμπημα στεναχώριας. Ο κόσμος του, ήταν εμμέσως υπεύθυνος για όλη αυτή τη καταστροφή. «Όχι, Χάρι μη νιώθεις άσχημα» τον πρόλαβε.
«Ξέρεις, μερικές φορές σκέφτομαι την αδικία που επικρατεί. Για χρόνια, όταν ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι τη μαγεία που είχε η οικογένειά μου και κατ΄ επέκταση και εγώ, το πρώτο πράγμα που είχε έρθει στο μυαλό μου, ήταν να μπορώ να βοηθώ τον κόσμο. Κοινώς, να χρησιμοποιήσω τις δεξιότητες αυτές για καλό σκοπό. Έτσι ξεκίνησα. Αργότερα, κατάλαβα πως αυτές σε καθιστούσαν τρομακτικά διαφορετικό στους άλλους. Για εμάς τα μυτερά καπέλα είναι φυσιολογικό κομμάτι της αμφίεσης της φυλής μας, ενώ για τους ανθρώπους τους απλούς, αποκριάτικη στολή. Περίμενα να φτάσουμε στο σήμερα. Από τη στιγμή που ζούσαν όλοι αυτοί, κάποια μέρα θα ξεσπούσε πόλεμος. Ίσως όμως να είναι και η μόνη λύση. Να πρέπει όλο αυτό να ξεσπάσει, για να βγει το ουράνιο τόξο επιτέλους» ολοκλήρωσε και η Μόνικα έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.
«Στάθηκα τυχερή» είπε χαμογελώντας «Δεν με νοιάζει τι είσαι, αλλά το ότι έχουμε τη δυνατότητα να πορευτούμε μαζί. Ώρες-ώρες σκέφτομαι τη φίλη μου. Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της για πολλούς λόγους. Εγώ, δεν θα μπορούσα να τιθασεύσω κάποιον σαν τον Βλαντ, μα αν τελικά τα κατάφερνα και άνοιγα το διπλοσφραγισμένο σεντούκι που έχει για καρδιά, δεν θα κατόρθωνα να τον αποχωριστώ» του εξομολογήθηκε. Η αγκαλιά του έγινε πιο σφικτή.
«Δεν έχεις άδικο. Ξέρω ποιος είναι ο Βλαντ και ας τον έχω δει ελάχιστες στιγμές. Έχει σκοτάδι το δίχως άλλο, μα μην ξεχνάς πως τότε, κυρίως αυτό επικρατούσε. Ήταν πολύ σοβαρό το ότι πιάστηκε αιχμάλωτος των Οθωμανών σε ηλικία εφηβείας σχεδόν. Ο πατέρας του τον πέταξε σαν σκυλί και εκείνον και τον μικρό του αδερφό. Όταν λοιπόν ο πατέρας έκανε στους Τούρκους τα πρώτα νερά, τα αγόρια είχαν πιο αυστηρή μεταχείριση. Ο Βλαντ φυλακίστηκε σε κελί, έβλεπε καθημερινά να παλουκώνουν, έτρωγε μαστίγωμα ανελέητο και νομίζω πως κακοποιήθηκε σεξουαλικά από στρατιώτες Οθωμανούς. Αυτά έκαναν στους αιχμαλώτους πολέμου, μα αυτό το κομμάτι δεν θα το αναφέρει ποτέ του. Είναι για εκείνον ίσως η μόνη πληγή που δεν έκλεισε. Ο αδερφός του που ήταν πολύ πιο μικρός, αποζητούσε μάταια την ασφάλεια. Ήταν πιο ήρεμος από τον Βλαντ και στην ουσία απεχθανόταν τους καβγάδες. Ήταν όμορφος και σωστός στους τρόπους του. Αυτό του έδωσε το πλεονέκτημα της καλής μεταχείρισης και προσοχής του Μεχμέτ. Νομίζω πως η δική του ψυχή, είναι λίγο λιγότερο τραυματισμένη και ο χαρακτήρας του λίγο πιο ήπιος και ας έγινε ο πρώτος Σκοτεινός που πήρε στον λαιμό του όλους τους υπόλοιπους, κάνοντας το τραγικό λάθος, να φέρει και τον Μεχμέτ στο πλάι του. Ας τα αφήσουμε όμως για λίγο στην άκρη, γιατί θα χρειαστούν για αργότερα» έκανε μία παύση και κυκλώνοντας με τα χέρια του την μέση της, την τράβηξε επάνω του.
Η Μόνικα τον έσφιξε, ενώνοντας τα χείλη της με τα δικά του, σε μία τεράστια ανάγκη να ρουφήξει όλη του την αύρα. Ο Χάρι θα έφευγε με τον Γουάιλαν για να πάνε στο παλαιό σπίτι της γιαγιάς του. Ο βρικόλακας τον καρτερούσε στωικά στο εσωτερικό της Σχολής.
«Θα οδηγήσουμε θαρρώ» του είπε και ο Χάρι του έδειξε τα κλειδιά χαμογελώντας.
«Άψογα. Λατρεύω τις διαδρομές και ας μην λατρέψω τον ζοφερό προορισμό μας» τόνισε τη φράση του.
«Πίστεψέ με, κάποτε ήταν υπέροχα, άλλο που τώρα κυριαρχεί η ερημιά και οι Σκοτεινοί. Λοιπόν, θα βγάλω το καπέλο και εσύ μην κάνεις καμία κίνηση που να μαρτυρήσει τη φύση σου ως βρικόλακα. Πρόσεχε γιατί θα έχουμε τα μάτια των Σκοτεινών επάνω μας».
Με αυτή τη συμβουλή, οι δύο φίλοι ξεκίνησαν για το οδοιπορικό που θα τους έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στη φιλοσοφική λίθο. Αν και είχαν επιλέξει τον δύσκολο και χρονοβόρο τρόπο, το προτιμούσαν από το να ανοίξουν ευθέως το ζήτημα και να το θέσουν ως θέμα στη Σχολή. Τα βήματα έπρεπε να είναι προσεκτικά. Όπως το περίμεναν και καθώς τα ορεινά της Ρουμανίας δεν είχαν και τους τέλειους δρόμους, η φύση η άγρια οργίαζε και με το αυτοκίνητο προσπερνούσαν χαμόσπιτα πολλές φορές, που έμοιαζαν να υποφέρουν από εγκατάλειψη. Περί τα εκατό χωριά βρίσκονταν διασκορπισμένα στις τρανσυλβανικές Άλπεις και χρονολογούνταν από τον 12ο αιώνα διατηρώντας ως και σήμερα απομεινάρια του Μεσαίωνα.
΄΄Ίσως τελικά ο Βλαντ να έβρισκε εκεί την ευτυχία΄΄ σκέφτηκε ο Γουάιλαν θέλοντας να γελάσει.
Οι κάμποι μπροστά τους είχαν διάφορα χρώματα. Το χρυσό, το κόκκινο και το κίτρινο που όμορφα και αρμονικά πλεκόταν με το σκούρο πράσινο, που στην αγκαλιά του φιλοξενούσε σε μερικά σημεία, γυμνούς κορμούς δέντρων. Άνθρωποι με κάρα που τα έσερναν κουρασμένα άλογα τους προσπερνούσαν, συνεχίζοντας αργά την πορεία τους στην άκρη του δρόμου. Ο Γουάιλαν είχε αφήσει τα μαλλιά του να παρασέρνονται από το ψυχρό αεράκι, ενώ δίπλα του ο Χάρι απολάμβανε τη διαδρομή. Αν και φαινομενικά συνομήλικοι, τα δύο αγόρια ήταν εντελώς διαφορετικά με μία μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ο ένας είχε ζήσει πολέμους και ο άλλος θα είχε τουλάχιστον μία φυσιολογική πορεία ζωής ως το γήρας και τον θάνατο. Μπορεί να ακουγόταν μακάβριο, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν μοναχικό. Ο Γουάιλαν πότε πότε, έριχνε κλεφτές ματιές στον Χάρι. Είχε πολλές φορές σταματήσει τον εαυτό του, από το να του πει πως τον θεωρούσε φίλο του. Κάτι τέτοιο θα πονούσε. Οι καλές φιλίες έπρεπε να διαρκούν για πάντα, μα στην περίπτωσή τους η συμπόρευση θα ήταν δύσκολη. Έτσι αποφάσισε να το αφήσει στην άκρη το σχόλιο και να αφεθεί στα παιχνιδίσματα του ήλιου που κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά στον ορίζοντα. Όταν πια αντίκρισαν το μικρό χωριό, κρυμμένο πίσω από την αιώνια βλάστηση της εξοχής της χώρας, είχε σχεδόν νυχτώσει. Ο Χάρι ένιωθε ετοιμόρροπος από την κούραση, ενώ ο βρικόλακας τεντωνόταν, αναζωογονημένος.
Ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν λιγοστός και σκυθρωπός. Αρκετά από τα μεσαιωνικά, πετρόκτιστα σπιτάκια που προσπερνούσαν, είχαν τα παντζούρια τους πεσμένα να κρέμονται άχαρα, παραδομένα στα τραχιά χέρια της εγκατάλειψης. Οι μάγοι τους κοιτούσαν στα κλεφτά, μα είχαν συνεννοηθεί από πριν, να δείχνουν σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
«Θυμάσαι πού είναι το σπίτι της συγχωρεμένης;» ρώτησε ο Γουάιλαν.
«Φυσικά. Πίσω από το νεκροταφείο» πρόφερε και για κάποιον λόγο, ο βρικόλακας ανατρίχιασε. Νεκροταφείο σήμαινε μερικές φορές και συγκέντρωση ψυχών ταραγμένων, φαντασμάτων κοινώς που δημιουργούσαν μικροπροβλήματα. Ο Γουάιλαν μισούσε το ψύχος που σε έκανε να νιώθεις η παρουσία τους, ενώ προς μεγάλη του έκπληξη, ο Χάρι έδειχνε σίγουρος και ψύχραιμος. Αυτό ήταν κάτι που εμφανώς και δεν περίμενε ο βρικόλακας, δεδομένης της ντροπαλής φύσης του φίλου του. Στη διαδρομή, τα παπούτσια τους κολλούσαν στις λάσπες, μιας που δεν υπήρχε άσφαλτος. Η ξύλινη μάντρα του νεκροταφείου στα αριστερά τους, ήταν έτοιμη να καταρρεύσει, με το ξύλο να έχει ξεφτίσει σε πολλά σημεία και με το έδαφος να καταπίνει τη βάση του.
Οι τάφοι έστεκαν μπηγμένοι στο χώμα, σαν θλιβερός τερματικός σταθμός. Σε κάθε βήμα τους, η ατμόσφαιρα πάγωνε ολοένα και πιο πολύ, ενώ ρεύματα ελαφριά αέρα, έκαναν τις τρίχες τους να ορθώνονται. Η νύχτα είχε πέσει, μα τις σκιές είχαν καταπιεί τα σύννεφα, που εμπόδιζαν το λιγοστό φως της σελήνης. Μία κουκουβάγια σκούρα πέταξε από ένα γυμνό κλαδί δέντρου και ένα χαιρέκακο γέλιο από πνεύμα πονηρό ήχησε. Ο λόγος ήταν άγνωστος στους νεαρούς, μα σε εκείνο γνωστός. Πίσω τους, μία φιγούρα φαινόταν να ακολουθεί από απόσταση.
Τα δύο αγόρια βάδιζαν προς την έπαυλη, της οποίας η αλλοτινή μεγαλοπρέπεια είχε χαθεί χρόνια πριν. Αεράκι φυσούσε παράξενο και ήταν βέβαιοι, πως εκείνες οι αμυδρές λάμψεις που τρεμόφεγγαν γύρω από τους ξεχασμένους τάφους, ήταν στην ουσία οι ψυχές που δεν είχαν κατορθώσει να βρουν ανάπαυση. Μερικές φορές, τους πλησίαζαν λίγο περισσότερο, με αποτέλεσμα η θερμοκρασία να υποχωρεί απότομα και στα ξαφνικά. Μόλις φάνηκε και η τελευταία ταφόπλακα, της οποίας το μάρμαρο είχε πλέον κιτρινίσει και ραγίσει, το σπίτι της γιαγιάς του ξεπρόβαλε πια ολοκάθαρα. Αναρριχητικά φυτά κάλυπταν την πετρώδη του επιφάνεια και η μπροστινή πόρτα κρεμόταν ελαφρώς μισοσπασμένη. Στον μπροστινό κήπο, ο οποίος πλέον είχε καταληφθεί από ζιζάνια και αγριόχορτα, έστεκαν σαν θολή ανάμνηση, δύο σκουριασμένες καρέκλες, με ένα μικρό τραπεζάκι στη μέση, καλυμμένο και εκείνο με σκόνη και χώμα, καθώς και με ξεραμένα φύλλα δέντρων.
«Υπέροχο» τον πείραξε ο Γουάιλαν.
«Ανατριχιαστικό, αλλά αν το σκεφτείς και εμείς συμπληρώνουμε το σκηνικό. Ένα σπίτι εγκαταλελειμμένο όπου οι μόνοι επισκέπτες, είναι ένας βρικόλακας και ένας μάγος» γέλασαν για λίγο, όταν παραμερίζοντας την πόρτα, εισήλθαν στο σαλόνι.
Όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με λευκά σεντόνια, που πλέον είχαν κιτρινίσει με τα χρόνια. Οι δυο τους κινούνταν πολύ προσεκτικά στο χώρο, με τον Χάρι να φωτίζει το τοπίο αμυδρά με το χέρι του. Τα κάδρα απεικόνιζαν την οικογένεια του νεαρού, όπου όλοι τους φορούσαν τα αιώνια, μυτερά καπέλα. Πλέον μέσα στο σπίτι, δυσκολευόσουν να ξεχωρίσεις τους χώρους. Έχοντας ρίξει μία πρώτη ματιά στο ισόγειο, ανέβηκαν μία σκονισμένη, μαρμάρινη σκάλα. Από το παράθυρο του σαλονιού, το φεγγάρι φαινόταν απομακρυσμένο αρκετά. Τη νύχτα συνόδευαν οι ήχοι από τα νυκτόβια πλάσματα και το κλάμα εκείνης της ανατριχιαστικής κουκουβάγιας. Ο όροφος αποτελούταν από έναν στενόμακρο διάδρομο, σκονισμένο και γεμάτο υπολείμματα από τους πεσμένους τοίχους. Τα δύο δωμάτια ήταν άδεια, όταν ψάχνοντας στο τρίτο και τελευταίο, βρήκαν μονάχα ένα κάδρο. Η ζωγραφιά, απεικόνιζε τη γιαγιά του. Για λίγα λεπτά, ο Χάρι φώτισε το κάδρο. Από το σπασμένο παράθυρο, όπου οι άχρωμες και ξεσκισμένες κουρτίνες ανέμιζαν άχαρα, έμπαινε ένα κρύο χειμωνιάτικο αεράκι.
«Πνεύμα» ψέλλισε ο Γουάιλαν όταν άκουσαν έναν περίεργο θόρυβο, μακρινό βέβαια, προερχόμενο από το ισόγειο «Τα πνεύματα κάνουν θόρυβο;» ρώτησε ο βρικόλακας αμήχανα, όταν την προσοχή τους τράβηξε μία αμυδρή λάμψη, που φαινόταν να σκαρφαλώνει από τον τοίχο και να στέκεται στο κενό παράθυρο.
«Μη δίνεις σημασία» ακούστηκε η σταθερή φωνή του Χάρι, του οποίου τα μάτια είχαν κολλήσει στον πίνακα και σε ένα τετράδιο που βαστούσε η γιαγιά του.
Με το ένα του χέρι, χάιδεψε το σκίτσο, όταν άξαφνα τα φύλλα της ζωγραφιάς κινήθηκαν. Τα γράμματα που αχνοφαίνονταν ήταν παράξενα, σαν σύμβολα, όμως ο Χάρι ήταν Αλχημιστής. Μπορούσε να τα αποκωδικοποιήσει. Ο τίτλος εκείνης της παραγράφου, αναφερόταν στη φιλοσοφική λίθο.
«Τι λέει;» ρώτησε με αγωνία ο βρικόλακας που πρώτη φορά έβλεπε τη μαγεία να ξετυλίγεται μπροστά του σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν απλώς συναρπαστικό.
΄΄΄Πέτρα του κόσμου την ονομάζουμε εμείς οι Αλχημιστές. Πέτρα που δημιουργήθηκε, με συστατικό της την αγάπη από την Μάρα Μπράνκοβιτς, μία γυναίκα ξεχωριστή, που στην καρδιά της φώλιαζε η ειρήνη και η αγάπη της για τον γιό της Μεχμέτ. Έτσι τον αποκαλούσε και ας ήταν μητριά του. Δώρισε λοιπόν, σε λάθος χέρια, ένα αντικείμενο που πίστευε πως στον κόσμο θα έφερνε την ισορροπία, σκοτώνοντας κάθε ίχνος κακού. Καθώς ο προορισμός της λίθου έμελλε να αποβεί μοιραίος, ένας ήταν ο τόπος που θα μπορούσε να την φιλοξενήσει με ασφάλεια. Το αντικείμενο της ισορροπίας΄΄
Οι δυο τους κοιτάχτηκαν με αγωνία. Τα λόγια του πίνακα έπαιζαν μέσα στο μυαλό του Χάρι, ξανά και ξανά. Η λίθος ήταν πράγματι ένα σπουδαίο αντικείμενο, το οποίο λογικά θα βρισκόταν σε σημείο που θα μπορούσε να του προσφέρει ασφάλεια.
«Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι;» τον ρώτησε ο Γουάιλαν και για πρώτη φορά το βλέμμα του Χάρι άστραψε.
«Νομίζω πως ξέρω. Το δισκοπότηρο, έχει επάνω του πέτρες και η αξία του είναι ανεκτίμητη μετά από τόσους αιώνες. Κατά κάποιον τρόπο, είναι το κέντρο της ισορροπίας αφού κρατά χώρια τους δύο κόσμους. Είναι μέσα στη Σχολή» του είπε, όταν κάνοντας μεταβολή και ξεκινώντας να κατεβαίνουν σιγανά τις σκάλες, είδαν δίπλα τους στην κουπαστή, εκείνη την αμυδρή λάμψη που φαινόταν τόση ώρα να στέκεται στο παράθυρο. Αντί όμως να φτερουγίσει μακριά όπως κάθε πνεύμα, εκείνη έμεινε να αιωρείται στην αρχή της σκάλας, μέχρι που έσβησε, για να δώσει μορφή σε μία φιγούρα.
«Γκάρβευ!» γαύγισε ο Χάρι.
«Γεια σου ξάδερφε. Πώς σου φαίνεται το ταπεινό μας χωριό; Όμορφο και εξωτικό, ίσως;»
«Κάνε πίσω....» μόρφασε προειδοποιητικά εκείνος, μα ο Γκάρβευ δεν φαινόταν να πτοείται.
«Ήσασταν το λιγότερο αφελείς, για να πιστεύετε πως σε ένα τέτοιο μέρος θα περνούσατε απαρατήρητοι. Τα πνεύματα βλέπεις είναι άτιμα. Μιλάνε πολύ και είναι φιλικά με τους Σκοτεινούς. Δεν είναι τυχαίο που ποτέ τους δεν έφυγαν από τη γη. Μου είπαν λοιπόν, πως είχαμε επισκέψεις. Εγώ φυσικά ήρθα αμέσως στο νεκροταφείο, όπου είναι και ο χώρος που μαζεύονται. Εκεί σας είδα» τελείωσε και ο Χάρι είδε να βαστά στα χέρια του ένα στιλέτο από λεύκα. Αυτό ειδικά για έναν βρικόλακα, θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο.
Με ένα σάλτο, ο Γουάιλαν κατέβηκε από τη σκάλα και ευθύς πήδηξε στον πολυέλαιο που εξακολουθούσε να κρέμεται. Τα χέρια του Χάρι κινήθηκαν με ταχύτητα, εγκλωβίζοντας τον μάγο και αναγκάζοντάς τον να μείνει ακίνητος και με τον πολυέλαιο να καταρρέει αιφνιδίως προς το μέρος του. Ο Γκάρβευ, ύψωσε αμέσως το κεφάλι του στο ταβάνι και το φωτιστικό έμεινε να κρέμεται μερικά χιλιοστά πάνω από το μέτωπό του. Με δύναμη μαγική, ξεκόλλησε τα κρύσταλλα, κατευθύνοντάς τα με ταχύτητα στον Χάρι που τα έκανε σκόνη προτού φτάσουν να του ξεσκίσουν το δέρμα. Στα μάτια του Γκάρβευ, μία κόκκινη λάμψη φάνηκε για δευτερόλεπτα. Η μπροστινή πόρτα κατέρρευσε και στο εσωτερικό του κούφιου σπιτιού, μπήκαν άλλοι τρεις. Ο Γουάιλαν κινήθηκε αστραπιαία κολλώντας τον έναν στον τοίχο, σπάζοντάς τον και διαλύοντας το κρανίο του πριν προλάβει να τον αντιληφθεί. Αυτό εξόργισε τον Γκάρβευ περισσότερο και ενεργοποίησε την αργή του όραση, κοινώς, την ικανότητα να βλέπει όλες τις κινήσεις των γύρω του να πραγματοποιούνται πολύ αργά. Τότε ήταν που πρόσεξε τον βρικόλακα να τινάζεται στον αέρα μέσα στο σκοτάδι. Το χέρι του ευθύς υψώθηκε, εκτοξεύοντας το στιλέτο που έσκισε τον αέρα και διαπέρασε το δέρμα του Γουάιλαν.
Ο νεαρός έπεσε κάτω με έναν πάταγο και ο Χάρι ούρλιαξε. Στο θέαμα του πεσμένου του φίλου, στην σκέψη των εγκλημάτων του ξαδέρφου του, η οργή και ο θυμός ξεκίνησαν να κοχλάζουν. Για πρώτη του φορά, ενεργοποίησε όλη τη μαγεία των Αλχημιστών που συνδεόταν με τη φύση. Μπροστά στα έντρομα μάτια των Σκοτεινών, το έδαφος σκίστηκε στα δύο και ρίζες γιγάντιες που μύριζαν υγρασία και χώμα, ξεπήδησαν μονομιάς πιάνοντάς τους και τυλίγοντάς τους. Ήταν τόσος ο θυμός του Αλχημιστή που οι δύο σκοτεινοί στραγγαλίστηκαν με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ο Γκάρβευ χαροπάλευε, μέχρι που κατόρθωσε με τη δύναμή του να χαλαρώσει τη ρίζα και να την κάνει να κυλήσει προς την μεριά ενός ανοιχτού παράθυρου. Η σκιά του πήδηξε έξω, με τον Χάρι να τον ακολουθεί φρενιασμένα και τελικά να καταλήγει να τον χάνει μέσα στο σκοτάδι.
Ευθύς τα μάτια του έτρεξαν με αγωνία στον Γουάιλαν που βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος. Ο Χάρι τον σήκωσε στην αγκαλιά του και έτρεξε έξω, όπου μονομιάς του αφαίρεσε το στιλέτο. Η ζημιά όμως είχε γίνει και οι συνέπειες ήταν γνωστές. Ο βρικόλακας θα επέστρεφε πίσω στο μέρος όπου είχε πεθάνει μέχρι να σαπίσει και το τελευταίο ίχνος δέρματος από τα κόκαλά του ώστε να μην επιστρέψει ποτέ ξανά.
«Θα γίνεις καλά, κρατήσου!» άκουσε τα λόγια αγωνίας του Χάρι. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο κατάχλομο πρόσωπό του. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του και η πληγή, σαν μελάνι, χυνόταν στο δέρμα του.
«Προτού φύγω, θέλω να σου πω κάτι Χάρι» ψέλλισε.
«Δεν θα πας πουθενά!» τον μάλωσε ο νεαρός μέσα στον πανικό του.
«Θα πάω. Και το ξέρεις πολύ καλά. Το χτύπημα από αυτό το υλικό είναι μοιραίο, όμως μην ανησυχείς. Καταβάθος, αυτό ήθελα. Να ξεκουραστώ. Όλοι οι βρικόλακες το επιθυμούμε. Για όσο θα ταξιδεύω στον τόπο που θάφτηκα, ίσως κατορθώσω να θυμηθώ από πού τελικά ξεκίνησα. Αυτό όμως που θέλω να ξέρεις και που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μάθαινες ποτέ, είναι πως για εμένα είσαι ένας πολύ καλός φίλος. Είσαι ένας άνθρωπος με χρυσή καρδιά, που γνωρίζω πως πόνεσε τώρα που αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει βία. Τη μισείς τη βία και αυτό σε κάνει αυτό που είσαι. Βρες τη λίθο. Νομίζω σου ανήκει» έβηξε φτύνοντας μαύρο αίμα.
«Μην με αφήνεις Γουάιλαν» ψέλλισε ο Χάρι με δάκρυα που μούσκευαν την ματωμένη μπλούζα του φίλου του. Μέσα σε δευτερόλεπτα, τον είδε να παγώνει, μέχρι που το σώμα του έγινε σκόνη που ο άνεμος της ανακούφισης πήρε μαζί του.
Με τρεμάμενο χέρι, ο Χάρι ακούμπησε το σημείο όπου πριν λίγο βρισκόταν το σώμα του απέθαντου.
«Στο καλό φίλε μου...»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro