Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/part 7 και Επίλογος

Οι απότομες βουνοπλαγιές, μύριζαν καταστροφή και καμένη σάρκα. Κορμιά και από τις δύο πλευρές έπεφταν κάτω και μέσα σε όλη αυτήν την τρέλα, ο Βλαντ στεκόταν απέναντι από έναν Ραντού, σκέτο ψυχικό ράκος. Με τα χέρια του αργά, ξεκίνησε να σβήνει τη φωτιά. Τα όμορφα μάτια του Ραντού τον κοίταξαν απορώντας και κατόπιν έπεσαν στη γη βαριά, μα γεμάτα ευγνωμοσύνη. Τότε, είδε τον Μεχμέτ να τρέχει με φόρα, στόχος του να είναι ο Βλαντ. Για πρώτη φορά ο Ραντού κινητοποιήθηκε ταχύτατα, αναχαιτίζοντας τον σουλτάνο και ανακόπτοντας την πορεία του. Με τον Βλαντ δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη. Οι πράξεις τα είχαν πει όλα. Τώρα όμως η προσοχή του Βλάχου ηγεμόνα, στράφηκε μανιασμένα στον Μεχμέτ που είχε μείνει παγωμένος να κοιτάζει τον Ραντού με πίκρα. Γύρω τους η μάχη κόπασε απότομα, σαν μία αμμοθύελλα που έπαψε τον τρελό χορό της, σαν μία καταιγίδα που έδωσε τη θέση της στο ουράνιο τόξο. Μονάχα ο Γκάρβευ ετοιμαζόταν να επιτεθεί, αλλά βρήκε τον Χάρι για αντίσταση. Το σπαθί του Αλχημιστή τον τίναξε πίσω, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο κεφάλι και το στόμα του να γεμίσει πηχτό αίμα.

Ο Χάρι στάθηκε από επάνω του, το πρόσωπό του σκληρό κι ανέκφραστο. Το σπαθί το ύψωσε με φόρα και το έμπηξε στο έδαφος εκατοστά από το πρόσωπό του.

«Ανάθεμά σε! Πού σταματά η μανία σου πια; Πήρες τόσες ζωές μαζί σου, αθώες ζωές. Με βασάνισες! Πες μου έναν λόγο, για να σε αφήσω να ζήσεις!» του τσίριξε.

Ο Γκάρβευ γέλασε ειρωνικά.

«Δεν είσαι σαν εμένα. Είσαι ένας δειλός!» του έφτυσε και τότε ο Χάρι ακούμπησε στο μέτωπο του πεσμένου Γκάρβευ, τη λίθο. Η πέτρα έλαμψε και η λάμψη της ξεκίνησε να τον καίει.

«Δεν θα κρίνω εγώ αν θα ζήσεις, αλλά αυτή» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες προτού τον δει να λιώνει κυριολεκτικά μπροστά του και να μένουν μονάχα οι στάχτες του. Τότε ήταν που τα μάτια του, στράφηκαν αποφασιστικά στον σουλτάνο.

Ο Μεχμέτ πολεμούσε τον Βλαντ με λύσσα. Είχαν τόση ανάγκη να ξεσπάσουν το μίσος αιώνων, που η μεταξύ τους απόσταση, ολοένα και μίκραινε. Σκόνη, λάσπη και χώμα σηκώνονταν και τα ξόρκια του Μεχμέτ στον Βλαντ, έπεφταν βροχή. Ο σκοτεινός πρίγκιπας, είχε αρχίσει να κουράζεται. Οι πληγές στο σώμα του, είχαν ξεκινήσει να τον προδίδουν. Μάλιστα, ένα χτύπημα σαν κάψιμο, έσκισε το μάγουλό του. Ο Βλαντ προσγειώθηκε στη γη, με τα χέρια του να χτυπούν στο έδαφος, παλεύοντας να συγκρατήσουν το κορμί του. Ταυτόχρονα, στην άλλη διάσταση, το δισκοπότηρο καλωσόριζε τους τρεις θνητούς στην αγκαλιά του, οι οποίοι ήδη έτρεχαν παρέα με άλλους δύο Αλχημιστές, προκειμένου να φτάσουν στο πεδίο της μάχης. Ο Βλαντ πάλεψε να σηκωθεί, όταν το πόδι του Μεχμέτ πίεσε το λαρύγγι του με μίσος.

«Αυτή τη φορά, ο θάνατος θα είναι πιο ατιμωτικός» τον ειρωνεύτηκε, όταν μέσα στην παραζάλη του, είδε θολά τη φιγούρα της Γκάμπι. Τότε η διεισδυτική ματιά του άντλησε κουράγιο, μα ταυτόχρονα ξαφνιάστηκε. Ήταν στα σίγουρα τρελή για να βρισκόταν εκεί.

Με μία κίνηση, έσπρωξε πίσω τον Μεχμέτ, ο οποίος εξαπολύοντας επίθεση, σχεδόν έκανε κάθε βράχο στο διάβα του να τιναχτεί στον αέρα. Ο Ραντού όρμησε προς τη μεριά της Βικτόριας, παρασέρνοντας μαζί και την Γκάμπι, καθώς και τον Λέοναρντ, αλλιώς οι κοφτερές πέτρες θα τους τραυμάτιζαν θανάσιμα. Είδε όμως και τον Χάρι, να βαδίζει ανάμεσα στο πλήθος, σχεδόν σαν να μην τον άγγιζε τίποτε και κανείς. Για πρώτη φορά, η προσοχή του Μεχμέτ αποσπάστηκε από τον Βλαντ και επικεντρώθηκε στο σπαθί και ακόμη πιο συγκεκριμένα στη λίθο. Ήταν τότε που ο Χάρι αν θα μπορούσε να χαμογελάσει, θα το έκανε χαιρέκακα.

«Εσύ!» του φώναξε ο σουλτάνος και ο Βλαντ που στράφηκε προς την κατεύθυνση αυτή, πρόσεξε τη λίθο που άλλοτε βρισκόταν στο κύπελλο. Ήταν ένα φονικό εργαλείο στα λάθος χέρια και ο υπερφυσικός κόσμος την κρατούσε προστατευμένη. Ο βρικόλακας όμως, διάβασε απόλυτα τις σκέψεις του Αλχημιστή.

«Κάρτερ...» μουρμούρισε και ξεκίνησε ο αντιπερισπασμός. Ο Χάρι δεν θα παρέδιδε την πέτρα έτσι απλά.

Ο σουλτάνος γρύλισε, καθώς τέντωνε τα χέρια του προς την μεριά του Χάρι και ο νεαρός έγινε σχεδόν ένα με το έδαφος που τώρα το καλούσε να τον προστατέψει. Η μανία της φύσης, φάνηκε ισχυρότερη από τη μαγεία του Μεχμέτ και τώρα τα τέσσερα στοιχεία, είχαν υποταχτεί στον Χάρι απόλυτα, ο οποίος έστεκε βέβαιος και γαλήνιος μπροστά στη μανία την οθωμανική, που όμως έπαιξε το ίδιο χαρτί. Φύση εναντίον της φύσης και η μονομαχία περιλάμβανε ρίζες, ποταμούς και ανέμους που πάλευαν για την κυριαρχία. Ο σουλτάνος ποθούσε διακαώς την πέτρα, μα ο Ραντού καταλαβαίνοντας, πάλεψε να τον σταματήσει, να κατευνάσει τη μανία του. Ο Χάρι προσπαθούσε να σταθεί όρθιος διεκδικώντας την κατάλληλη στιγμή. Τον άνεμο έκανε γροθιά του και με μία κραυγή άφησε το σπαθί να φύγει.

«Όχι!» ακούστηκε η φωνή του Ραντού όταν ο Μεχμέτ πάλεψε να το αποφύγει την τελευταία στιγμή, μα εκείνο βρήκε τον ώμο του ρίχνοντάς τον κάτω. Ενώ πίστευε μέσα στην αγωνία του, πως ήταν απλά μία αποτυχία του νεαρού και πως επιτέλους είχε την πέτρα στα χέρια του, ένιωσε έναν δυνατό πόνο.

«Τι- τι συμβαίνει;» σχεδόν μούγκρισε.

«Συμβαίνει πως η λίθος, απορροφά το σκοτάδι σου. Μονάχα που είναι περισσότερο από το φως σου» ήρθε η απάντηση από τον Χάρι όταν ο Μεχμέτ ένιωσε το χέρι του Ραντού στον ώμο του. Τα μελή του μάτια, με δυσκολία στράφηκαν προς το μέρος του και τον κοίταξαν πονεμένα.

«Σου φώναξα να σταματήσεις» του είπε ο Ραντού κοφτά. Το σκοτάδι έφευγε από τον Μεχμέτ, αφήνοντας στην επιφάνεια λιγοστό και ανίσχυρο φως, λίγο πριν το τέλος.

«Έκανα λάθος. Η λίθος...να πάρει! Δεν αναζήτησα ποτέ πληροφορίες. Ήταν της μητέρας μου, γιατί για εμένα δεν ήταν μητριά. Πίστεψα λοιπόν πως είχε φτιαχτεί για εμένα από την αγάπη της»

«Είχε, μα εσύ ξέφυγες και η λίθος το είδε. Ίσως όμως μπορούμε να κάνουμε κάτι» ψιθύρισε ο Ραντού και ο Μεχμέτ κάγχασε.

«Ίσως είναι καλύτερα έτσι...Τώρα με λιγότερο σκοτάδι, ξαφνικά βλέπω το φως. Ραντού, ήσουν ο σύντροφός μου. Ξέρω πως σου προκάλεσα σύγχυση, μα τελευταία έβλεπα και εσένα να αλλάζεις, να θέλεις να ζήσεις. Άρπαξε την ευκαιρία» του είπε και ο Ραντού μπερδεύτηκε.

«Δεν καταλαβαίνω...» ψέλλισε.

«Βγάλε από μέσα σου το σκοτάδι. Πέτα το. Ζήσε. Η λίθος το ξέρει και δεν θα σε σκοτώσει. Η μαγεία σου θα εξαφανιστεί και τότε, θα βρεθείς στο σημείο μηδέν. Όταν ήσουν ένας θυμωμένος νεαρός άνδρας, με όραμα να υπερβεί τον Βλαντ. Πήγαινε πίσω στη στιγμή εκείνη και άλλαξέ την. Ζήσε» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού κλείσει οριστικά τα μάτια του και αφήσει την σκόνη του να ταξιδέψει στη δική του πατρίδα.

Η αμηχανία όλων ήταν έκδηλη. Οι βρικόλακες του Βλαντ πάλευαν να συνέλθουν, μα εκείνου τα μάτια είχαν καρφωθεί στον μικρό του αδερφό, που στεκόταν γονυπετής, εκεί που κάποτε κειτόταν ο Μεχμέτ. Από όλους, η Βικτόρια τον πλησίασε και το όμορφο πρόσωπό του την κοίταξε μελαγχολικά. Κατόπιν, τα χέρια του, παραμέρισαν τρέμοντας τα μαλλιά της και έπειτα, αρπάζοντάς την από την μέση την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ο Βλαντ παρακολουθούσε τη σκηνή χαμογελώντας αμυδρά, όταν ο Χάρι πλησίασε τον Ραντού με το σπαθί στο χέρι.

«Αν πιστεύεις έστω και λίγο στην καλοσύνη, τότε δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς. Ξέρεις, η Αλχημεία είναι μία επιστήμη παρεξηγημένη. Βασίζεται στη φύση και στις ρίζες όχι μόνο των δέντρων, μα και εκείνες της καρδιάς. Το καλό και το κακό υπάρχει μέσα μας, απλώς εμείς επιλέγουμε ποιο από τα δύο θα αφήσουμε να ανθίσει. Ήταν και ο λόγος που το σπαθί, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον αδερφό σου τον Βλαντ, μήτε από εσένα ή τον Μεχμέτ. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως ήρθε το τέλος. Εμείς γράφουμε τον επίλογό μας. Η τελεία που θα βάλεις στην ιστορία σου, θα σε οδηγήσει σε ένα νέο κεφάλαιο. Εσύ αποφασίζεις. Όταν πια είσαι έτοιμος, άγγιξε την πέτρα» πρόφερε ο νεαρός και ο Ραντού κοίταξε το όπλο δύσπιστα.

Ο Μεχμέτ ήταν παρελθόν, ο Μεσαίωνας ήταν παρελθόν και εκείνος πίστευε πως έπρεπε πια, να τα αφήσει όλα πίσω. Ο Θεός και ο Διάβολος, σε αυτήν την πέτρα κρύβονταν, ένα μαγικό αντικείμενο ικανό να διαβάσει, ποιος τελικά από τους δύο θα επικρατούσε μέσα σε μία ψυχή. Κοιτώντας πλαγίως τη Βικτόρια, πήρε το σπαθί στα χέρια του και με μία απότομη κίνηση, άγγιξε τη λίθο. Τότε, ένας πόνος αφόρητος απλώθηκε στο κορμί του, σαν ένα δηλητήριο που κυλούσε μέσα από τις φλέβες του. Η όρασή του σχεδόν χάθηκε και ο Ραντού λύγισε το κορμί του και κουλουριάστηκε στη γη. Μέσα στο μυαλό του ψίθυροι ακούγονταν. Ήταν οι φοβισμένες φωνές των δαιμόνων που αντιμάχονταν το φως, το φως της αλήθειας. Σχεδόν έχασε τις αισθήσεις του, πεταγμένος σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο, σε ένα πηγάδι δίχως πάτο, με τις αναμνήσεις να τον κατακεραυνώνουν. Σκηνές από τον Μεσαίωνα, μάχες, ουρλιαχτά και αίμα.

΄΄Όχι άλλο πια...΄΄μονολόγησε και ένα λαμπρό φως τον τύφλωσε, μέχρι που τα πνευμόνια του γέμισαν απότομα με οξυγόνο. Δεν είχε ιδέα από εκεί και πέρα πόσες ώρες είχαν περάσει.

***

Ο Ραντού τινάχτηκε επάνω. Γύρω του, χιόνι ελαφρύ έπεφτε, όμορφο, λευκό που στόλιζε τους πυργίσκους του Μπραν. Με κόπο σηκώθηκε όταν συνειδητοποίησε πως κρύωνε πολύ. Σαν μάγος, σαν μία καταραμένη ύπαρξη, δεν ένιωθε σχεδόν τίποτε. Τώρα όμως αισθανόταν αδύναμος...Αισθανόταν, άνθρωπος.

«Βικτόρια!» φώναξε και η φωνή του αντιλάλησε στους λόφους.

Είδε τότε μία κοπέλα από μακριά, να στέκεται και να τον κοιτάζει ευτυχισμένη. Τρέχοντας, έπεσε επάνω στην αγκαλιά του συγκινημένη.

«Τα κατάφερες!» του φώναξε και ο Ραντού θυμήθηκε. Η μάχη, η λίθος, ο θάνατος του Μεχμέτ, ο Βλαντ και ο Μίρτσεα, τα αδέρφια του. Πρώτη φορά τους αποκαλούσε έτσι. Αδέρφια.

«Πέθανα;» τη ρώτησε συγκρατημένα.

«Αναστήθηκες μάλλον. Βλέπεις η λίθος, πέταξε από μέσα σου το σκοτάδι. Αυτό σημαίνει πως πλέον, είσαι ξανά ένας κοινός θνητός, δίχως μαγεία. Σαν να ξεκίνησε η ζωή σου από εκεί που είχε μείνει, πριν πάρεις την απόφαση να αλλάξεις» του απάντησε.

«Αυτό σημαίνει πως θα γεράσω; Και πως...θα γεράσεις και εσύ στο πλάι μου;» τη ρώτησε κοκκινίζοντας ελαφρώς.

«Αν όλα πάνε καλά. Για την ώρα, θέλω να σε μάθω από την αρχή. Αυτό που ήσουν δίχως τη σκοτεινιά στη ψυχή σου» του είπε και εκείνος τη φίλησε.

Μαζί σηκώθηκαν από το σημείο που είχαν καθίσει και ο Ραντού της κράτησε το χέρι. Στρέφοντας το κεφάλι του ενστικτωδώς προς τα πίσω, διέκρινε τη μορφή του Βλαντ να τον κοιτάζει από τον πύργο του Μπραν. Χαμογέλασε αχνά και προτού αποχωρήσει, ήταν βέβαιος πως το ίδιο έκανε και ο μεγάλος του αδερφός.

Η Ντούτραμ, ετοιμαζόταν να ανοίξει ξανά, ίσως με κάποια νέα δεδομένα. Η Άλμπα έφτιαχνε τα χαρτιά των μαθητών νευρικά, όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και εμφανίστηκε ο Χάρι. Η γυναίκα τον κοίταξε με θαυμασμό. Μετά τον θάνατο του Μεχμέτ, οι Σκοτεινοί είχαν σκορπιστεί ενώ πολλοί από αυτούς μέσω της λίθου, πάλεψαν να τινάξουν από επάνω τους το σκοτάδι. Ο νεαρός που στεκόταν μπροστά της όμως, ήταν φως. Μόνο φως.

«Είσαι ο πιο υπέροχος και πιο γενναίος άνθρωπος που ξέρω. Η Σχολή αποφασίστηκε να σε τιμήσει, σου αξίζει» του είπε και στο γραφείο μπήκαν ο Χάινς και ο Γκιάελ που είχε τραυματιστεί ελαφρώς στο πρόσωπο, σε μία προσπάθεια αναχαίτισης ενός τμήματος εχθρικού που πάλεψε να σκαρφαλώσει στο Ποενάρι.

«Αυτό, σας ανήκει» της είπε και της έδωσε τη λίθο. Η Άλμπα την κοίταξε για λίγο.

«Μα, στην έδωσε η γιαγιά σου κάποτε» αντέτεινε.

«Δεν έχει σημασία. Δεν τη χρειάζομαι, τον δρόμο μου τον γνωρίζω. Είναι κειμήλιο της Σχολής και μάλιστα τεράστιας αξίας. Θα την επιστρέψω στο δισκοπότηρο» τελείωσε και η Άλμπα υποκλίθηκε. Βγαίνοντας, η πρώτη του κίνηση ήταν να αγκαλιάσει την Μόνικα. Ήταν έτοιμος επιτέλους να βγει μαζί της το πρώτο ραντεβού.

Τη θέση του βγαίνοντας πήρε ο Μίρτσεα. Μόλις τα μάτια του έπεσαν επάνω στην Άλμπα, εκείνη βούρκωσε και τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Θα φύγεις, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.

«Έτσι είναι. Το δύσκολο της υπόθεσης, αποτελεί το σημείο ταφής μου σε κάτι βάλτους, πεταμένος σαν το σκυλί. Όμως η ώρα μου έφτασε πια» πρόφερε.

«Ο Βλαντ;» ρώτησε η Άλμπα.

«Δεν του αρέσουν οι συναισθηματισμοί και οι αποχαιρετισμοί. Προτιμά να τον θυμούνται όλοι εν δράση, δίχως αντίο» τελείωσε και αέρας φύσηξε, τρυπώνοντας κρυφά από τα παράθυρα. Στο νου της Άλμπα, σχηματίστηκε η εικόνα του Βλάχου ηγεμόνα, να στέκεται περήφανα στα Καρπάθια, με τα μακριά του μαλλιά να ανεμίζουν. Έτσι θα τον θυμόταν λοιπόν. Καθώς άφηνε τον Μίρτσεα από την αγκαλιά της, με την ανάστροφη του χεριού της, σκούπισε ένα δάκρυ.

***

Βαδίζοντας στους δρόμους της Σιγκισοάρα, τη στιγμή που ο ήλιος έδυε, ο Βλαντ απορροφούσε κάθε εικόνα, κάθε στιγμή. Δίπλα του η Γκάμπι, έμοιαζε να έχει χάσει τη φωνή της, ακόμη και τη θέληση να τον κοιτάξει στα μάτια. Ο άνδρας κάποια στιγμή σταμάτησε και πήρε πρώτος το λόγο.

«Μετά από τόσους αιώνες, ακόμη και με έναν τρόπο παράδοξο, μπορώ να πω πως η σχέση μου με τα αδέρφια μου γεφυρώθηκε. Ήταν ίσως η μεγαλύτερη ανακούφισή μου. Αυτό και το ότι ο κόσμος μπορεί να ζήσει ειρηνικά, μακριά από δράματα και κραυγές πόνου. Δεν αρμόζουν σε αυτήν την εποχή» έκανε παύση.

«Όπως δεν αρμόζεις ούτε και εσύ, έτσι;» πρόφερε η Γκάμπι κοφτά. Κατόπιν, τον σταμάτησε. «Ο Ραντού αποφάσισε να μείνει. Εσύ γιατί όχι;» τον ρώτησε συγκρατώντας με την βία τα δάκρυα.

«Εγώ νιώθω πλήρης. Έκανα τον κύκλο μου, ευτύχησα. Έζησα τη στιγμή της πτώσης του Μεχμέτ, τη στιγμή της ειρήνης για την Ρουμανία. Έζησα τον έρωτα τον αληθινό, μετά από τόσους αιώνες. Γαβριέλα, σε λατρεύω και το ξέρεις, όμως πρέπει να προχωρήσεις, το ίδιο και εγώ. Αυτό που τώρα σε πονά, σε λίγο καιρό θα μοιάζει λογικό. Η ζωή σου ακόμη δεν βρίσκεται καν στη μέση, έχεις πολλά να ζήσεις και να κάνεις οικογένεια. Εγώ δεν μπορώ να σου χαρίσω αυτό το δώρο, στην ουσία έχω πεθάνει. Αν με αγαπάς, θα με αφήσεις να φύγω, έχω ανάγκη να ξεκουραστώ. Αυτό δεν σημαίνει, πως δεν σε αγαπώ και δεν σε νοιάζομαι. Ίσα ίσα, εσένα σκέφτομαι πρώτα και όχι τον εαυτό μου» της είπε και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς.

Ο Βλαντ την αγκάλιασε σφιχτά. Γύρω τους το χιόνι χόρευε ρυθμικά, μαγικά. Υπό άλλες συνθήκες, αυτό το θέαμα θα χαροποιούσε την Γκάμπι, μα τώρα της φαινόταν μελαγχολικό. Ένα τελευταίο φιλί, προσγειώθηκε στα χείλη της. Είχε διάρκεια, είχε πάθος και ανάγκη. Ο χρόνος όμως, δεν θα ήταν ποτέ αρκετός για μία τέτοια αγάπη.

«Πρέπει να φύγω» της είπε και τον είδε να βουρκώνει. Δεν έκλαψε, όχι μπροστά του. Έπρεπε το τελευταίο αντίο να είναι δυνατό, ξεχωριστό.

«Σε αγαπώ. Μην το ξεχάσεις. Εγώ, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ» του είπε παλεύοντας να χαμογελάσει. Ο άνεμος φύσηξε και ο περήφανος πρίγκιπας χάθηκε αργά μέσα στο πλήθος, στον τόπο που τον γέννησε.

Προορισμός του; Η Μονή Σναγκόβ. Το δειλινό εξάλλου, είχε δώσει τη θέση του στο βράδυ και σε ένα φεγγάρι σχεδόν ολόγιομο που γυάλιζε στο ουράνιο στερέωμα, το οποίο είχε καθαρίσει από τον χιονιά. Η διαδρομή του ήταν μοναχική. Πρώτη φορά ένιωσε φόβο και ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του. Είχε έρθει η στιγμή. Τα πόδια του πάτησαν στη νησίδα και ο ναός φάνηκε μπροστά του. Τότε, το γνωστό φως εκείνης της μοναχικής γυναίκας που φυλούσε τον τόπο, φάνηκε σαν τελευταίος, τραγικός συνοδοιπόρος.

«Το είπες και το έκανες Άρχοντα» πρόφερε κοιτάζοντας τα περήφανα μάτια του.

«Πάντοτε κρατώ τον λόγο μου, είναι θέμα τιμής»

«Ήσουν ένας σπουδαίος άνδρας και άλλαξες την ιστορία, ακόμη και τη δική σου. Πλέον, πολλά βιβλία θα σε εξυμνούν και η ιστορία θα σε κρατήσει αθάνατο. Για πάντα. Έχε γεια ηγεμόνα της Βλαχίας. Αναπαύσου εν ειρήνη, γνωρίζοντας πως τα χώματα ετούτα είναι λέφτερα πια» ήταν η τελευταία της κουβέντα.

Ο Βλαντ δεν μπόρεσε να διακρίνει τη συγκίνησή της. Ήταν Αγία; Το μόνο βέβαιο. Η όψη της τον γαλήνευε. Το μυαλό του ταξίδευε. Λίγα βήματα ακόμη και η ταφόπλακα μπροστά του υποχώρησε. Ο άνεμος φύσηξε, για να μεταφέρει σε εκείνη, το τελευταίο του σ' αγαπώ, μέχρι που ο κύκλος του έκλεισε για πάντα με το σφράγισμα της τελευταίας του κατοικίας.

Έναν χρόνο μετά

Η Γκάμπι ετοίμαζε τα πράγματά της για να ξεκινήσει τον δεύτερο χρόνο στη Ντούτραμ. Με τη Μόνικα είχαν συνεννοηθεί να περάσει να την πάρει με το αυτοκίνητο, καθώς ο Λέοναρντ βρισκόταν στο πρώτο έτος μίας σχολής που προέκυψε στην πορεία. Μετά τη γνωριμία του με τον Χάρι, ήθελε να γίνει φαρμακοποιός και σε απόλυτη συνεργασία με τους Αλχημιστές, να πουλά τα προϊόντα τους. Εδώ και καιρό, έβλεπε την αδερφή του να πασχίζει να βρει τις ισορροπίες. Έκανε μάλιστα ό,τι περνούσε από το χέρι του, κανονίζοντας ταξίδια και εκδρομές στις αργίες, προκειμένου να την ανεβάσει ψυχολογικά. Η Γκάμπι δεν είχε πει λέξη για τον Βλαντ, δεν είχε καν θρηνήσει. Όλη τη στεναχώρια θαρρείς και την κατάπιε, μα σαν ογκόλιθος παρέσυρε και την ψυχή της.

«Έτοιμη;» άκουσε τη χαρούμενη φωνή της φίλης της που είχε σταθεί βράχος δίπλα της.

«Φυσικά» απάντησε χαμογελώντας και φορτώνοντας τα πράγματα, πήραν το δρόμο της Σχολής.

Όλο το καλοκαίρι, ένιωθε ανακούφιση που δεν πατούσε σε αυτά τα μέρη. Ακόμη όμως και εκεί που βρισκόταν, ούτε που τολμούσε να στρέψει τη ματιά της στο Μπραν. Η τρίτη της παρέας, η Καμίλια, θα τις καρτερούσε στο εσωτερικό, με τις αιώνιες λιλά αποχρώσεις και τους γκόθικ πολυέλαιους με τα ρουμπινένια κρύσταλλα να αστράφτουν. Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά, έχοντας φτάσει, η Γκάμπι θυμήθηκε τον Μίρτσεα και τη συνάντησή τους έναν χρόνο πριν. Τα δάκρυα δεν ήθελαν και πολύ για να κυλήσουν, μα και πάλι τα συγκράτησε. Σαν πείσμα, είχε βάλει στόχο να μην λυγίσει. Το γραφείο της Άλμπα τις περίμενε για τις εγγραφές τους. Πάντοτε αντάλλαζαν ματιές με την Γκάμπι, σιωπηλές και γεμάτες κατανόηση. Όταν η διαδικασία ολοκληρώθηκε και κατευθύνθηκαν στα δωμάτια, η Γκάμπι ζήτησε συγγνώμη από τις φίλες της. Ήθελε να φύγει.

Ανεβαίνοντας ξανά τα σκαλιά, αντίκρυσε το Μπραν. Δάκρυα λύτρωσης επιτέλους κύλησαν. Όσο και αν την πονούσε, όσο και αν μούδιαζε ακόμη και στην ιδέα, πήρε την απόφαση να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Το κάθε της βήμα πιο βαρύ από το προηγούμενο. Ήταν νωρίς το πρωί και τουρισμό δεν είχε ακόμη. Πορεύτηκε τότε μέχρι τον τόπο, όπου κάποτε έγινε η αιτία να επικοινωνήσει με τον Βλαντ. Πλέον, μετά την αλλαγή του Ραντού, η μαγεία έπαψε να ζει μέσα της. Ήταν και πάλι φυσιολογική δίχως οράματα και αυτό ήταν το καλύτερο από όλα. Προς μεγάλη της έκπληξη, βρήκε έναν νεαρό καθισμένο στο σημείο της. Υπέθεσε πως θα ήταν μαθητής της Σχολής μιας που στα χέρια του βαστούσε ένα τελάρο και ζωγράφιζε. Η Γκάμπι τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του με διακριτικότητα. Ήταν τότε που τα μάτια του αγοριού ξεκόλλησαν από το έργο και την κοίταξαν. Η κοπέλα σάστισε. Ήταν σχεδόν έτοιμη να κραυγάσει, μα το έκρυψε, καθώς ο νεαρός θα την περνούσε για τρελή. Αυτά τα μάτια όμως....Να πάρει, είχαν κάτι από την ψυχή των δασών, από την μυστικοπάθεια των Καρπαθίων, από την αρχοντιά της ιστορίας. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, όχι δεν ήταν.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.

Τα καστανά σκούρα μαλλιά του, ελαφρώς σπαστά, ανέμιζαν παιχνιδίζοντας με τον άνεμο.

«Μία χαρά. Χίλια συγγνώμη, αιφνιδιάστηκα. Ήμουν πολύ απορροφημένη στη σκέψη μου...» δικαιολογήθηκε.

«Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω, καλλιτέχνες είμαστε εξάλλου δεν παρεξηγούμαστε. Το όνομά μου, είναι Βλάντισλαβ, εσένα;» την ρώτησε με μία ευγένεια φυσική, σχεδόν μίας άλλης εποχής.

«Γαβριέλα....» απάντησε ενστικτωδώς και δεν είχε ιδέα γιατί.

«Υπέροχο όνομα. Τώρα που σε καλοκοιτάζω, αρχίζω και πιστεύω στις συμπτώσεις. Ξέρεις, όσοι αγαπάμε τη ζωγραφική αλλά και κάθε τέχνη, αντλούμε έμπνευση από οτιδήποτε. Εγώ δεν ήμουν βέβαιος για αυτό το πορτραίτο, από πού το εμπνεύστηκα, μα συμπτωματικά σου μοιάζει» πρόφερε και όταν το γύρισε, ήταν σαν να κοιτούσε τα μάτια της, σαν ένα αντίστοιχο πορτρέτο που κάποτε είχε προσφέρει σε εκείνον. Ο άνεμος χόρεψε, μεταφέροντας μαζί του το σ' αγαπώ το τελευταίο, που ειπώθηκε στην Μονή Σναγκόβ. Τότε χαμογέλασε σαν κοίταξε τα μάτια του νεαρού.

΄΄Μία νέα αρχή...Αυτό χρειαζόταν....΄΄ σκέφτηκε ικανοποιημένη για πρώτη φορά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Βλαντ Ντράκουλα, ήταν λοιπόν ένας από τους ηγεμόνες της Βλαχίας, έχοντας γεννηθεί στη Σιγκισοάρα, μάλλον στις είκοσι πέντε Νοεμβρίου. Έμεινε κυρίως γνωστός σήμερα για την απάνθρωπη σκληρότητα και τη στυγνότητα της διακυβέρνησής του, με το παλούκωμα να μετατρέπεται στην αγαπημένη του μέθοδο βασανισμού και τιμωρίας, μια αποτρόπαιη πρακτική αργού κι επώδυνου θανάτου. Ένα περίφημο περιστατικό, δηλωτικό του αντίκτυπου που είχε η πρακτική του παλουκώματος του Βλαντ, σημειώθηκε όταν τμήμα του τουρκικού στρατού που εισέβαλε στη Βλαχία, οπισθοχώρησε πανικόβλητο, εξαιτίας της θέας χιλιάδων πτωμάτων σε αποσύνθεση που ήταν διάσπαρτα κατά μήκος του Δούναβη! Το 1461 μάλιστα, ο ίδιος ο Μωάμεθ Β', ο κατακτητής της Κωνσταντινούπολης, ένας άντρας που δεν ήταν γνωστός για την ευαισθησία του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για κατάληψη της Βλαχίας όταν αντίκρισε 20.000 παλουκωμένους τούρκους αιχμαλώτους του Βλαντ, έξω από την πρωτεύουσα Τιργκοβίστε. Η αποκρουστική αυτή εικόνα έμεινε στην Ιστορία ως «το δάσος των παλουκωμένων».

Στην εφηβεία του, παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έως το 1448. Εννοείται ως «φιλοξενούμενος» τουλάχιστον στην αρχή. Οι Οθωμανοί δεν θα διακινδύνευαν τη ζωή ενός πρίγκιπα, ο οποίος αποτελούσε εγγύηση για την υποταγή του πατέρα του. Επιπλέον κατά τη πάγια οθωμανική τακτική, οι όμηροι πρίγκιπες εκπαιδεύονταν προκειμένου να αναλάβουνε διοίκηση στις επικράτειές τους στο μέλλον και ταυτόχρονα να 'ναι πιστοί στον σουλτάνο. Ο Βλάντ λοιπόν, κατά τη διάρκεια της ομηρίας του, έμαθε τη τουρκική γλώσσα κι απέκτησε εξαιρετική επιπλέον στρατιωτική εκπαίδευση. Το πολυτιμότερο μάθημα, όμως, που θα αξιοποιούσε στο μέλλον κατά των «οικοδεσποτών» του, ήτανε πως γνώρισε άριστα τις τεχνικές διοίκησης, την οργάνωση και τη δύναμη του οθωμανικού κράτους, αλλά και τα τρωτά του σημεία. Τα δύο αγόρια, ο Βλαντ και ο Ραντού ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση. Ο Ραντού προσαρμόστηκε πολύ εύκολα στον οθωμανικό τρόπο ζωής, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για το Βλαντ. Δεν ξέχασε ποτέ ότι ήτανε φυλακισμένος από εχθρούς κι αντιδρούσε στις εντολές των ανώτερων με κάθε ευκαιρία. Τιμωρούνταν συχνά και με εξαιρετική αγριότητα, καθώς οι Οθωμανοί δε διστάζανε καθόλου να χρησιμοποιήσουνε το μαστίγιο, ακόμη και στον γιο του ξένου ηγεμόνα. Τα όσα βίωσε, τον έκαναν αργότερα αυτό που όλοι τον αποκαλούσαν. Τον Παλουκωτή.

Κάπου εδώ, στέκομαι από μία μεριά παρακολουθώντας την ιστορία. Διάβασα πολλά και άλλα τόσα σκέφτηκα στην πορεία του ταξιδιού μου, μέσα από το βιβλίο. Πως άξιζε να γράψω γι' αυτόν τον πρίγκιπα με τα χίλια πρόσωπα, πρώτα για την ιστορία του ως άνθρωπο και μετά για την ιδιότητά του ως βρικόλακα. Μη θέλοντας να τον αθωώσω, μήτε να τον καταδικάσω, για εμένα ήταν από τους λίγους που πάλεψαν για τα πιστεύω και την πατρίδα, σε μία εποχή ούτως ή άλλως βίαιη, τη στιγμή που σήμερα και εν καιρώ ειρήνης, αρκετοί προδίδουν τις πατρίδες τους καθημερινά. Η γενναιότητά του με τράβηξε, δίχως να του δίνει άλλοθι για τις βίαιες πράξεις του. Στο τέλος της ημέρας, όλοι ξέρουμε πόσο άδικος και φρικτός είναι ο πόλεμος. Το ταξίδι μου όμως θα μου μείνει, ίσως βγήκα λίγο πιο σοφή από πριν, ίσως τώρα πια να κοιτάζω το κάστρο του Μπραν με άλλο μάτι σαν βρεθώ στα Καρπάθια.






Συγκίνηση μόνο για το τέλος και ένα μεγάλο ευχαριστώ που σε όλους σας σχεδόν έχω πει. Οι σκέψεις σασ με συντρόφευαν!!!!Πώς σας φάνηκε λοιπόν έχοντας πια την πλήρη εικόνα; Πάλεψα να δωσω ένα τέλος όσο γινόταν σωστό για όλους!!!!!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro