Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 6
Με ένα μέρος του στρατού να παραμένει στο εσωτερικό της Σχολής σε περίπτωση που χρειαζόταν υπεράσπιση, οι υπόλοιποι βγήκαν έξω, με τις πύλες να ανοίγουν διάπλατα. Ο Βλαντ θα έστελνε ακόμη έναν αριθμό πολεμιστών στο δύσβατο Ποενάρι. Από εκεί ψηλά, μπορούσαν να βλέπουν καλύτερα την πορεία του αντιπάλου. Ο ίδιος, θα οδηγούσε τη δική του ομάδα, μέσα από τα άγρια δάση. Σαν τα φαντάσματα θα εμφανίζονταν και θα εξαφανίζονταν, δημιουργώντας τους παράλληλα παραισθήσεις. Αντίστοιχα, ο στρατός του Μεχμέτ βάδιζε από το Τοπ Καπί και μέσα από τη θάλασσα, για να βγει έπειτα από ώρες στη στεριά και στν χώρα του Βλαντ. Παρά τους αιώνες που είχαν περάσει, ο σουλτάνος δεν είχε ξεχάσει τις μάχες με τον Ντράκουλα, αυτόν τον λυσσασμένο ηγέτη, που σε αντίθεση με πολλούς άλλους, ηγούταν ο ίδιος των μαχών του. Τα μεγαλοπρεπή Καρπάθια τους καρτερούσαν, με τα έντονα, ρομαντικά χρώματα που περήφανα προστατεύουν τα απάτητα, παρθένα δάση οξιάς. Δάση δύσβατα που για να φτάσει κανείς εκεί, έπρεπε να διαβεί κακοτράχαλα μονοπάτια. Για τον Βλαντ ωστόσο, ήταν εύκολο. Ήταν η γη του και τίποτε άλλο δεν είχε σημασία.
Οι δύο στρατοί πορεύονταν από κατευθύνσεις αντίθετες. Αρκετοί Αλχημιστές ήταν ιππείς, όπως και ο Βλαντ που προχωρούσε μπροστά από όλους. Άξαφνα, σε μία πλαγιά σταμάτησε. Ο άνεμος βούιζε παράξενα. Ο στρατός του από υπερφυσικούς και απέθαντους, τον μιμήθηκε, με τα μέλη του Τάγματος και τον αδερφό του Μίρτσεα, να βρίσκονται παραταγμένοι μία σειρά πίσω από εκείνον. Ευθεία μπροστά, λίγα λεπτά αργότερα, ξεπρόβαλε ο Μεχμέτ. Πίσω του, η φάλαγγα απλώθηκε δεξιά και αριστερά. Οι αιώνιοι αντίπαλοι, έστεκαν ξανά ο ένας απέναντι από τον άλλο.
«Ντράκουλα» πρόφερε ο Μεχμέτ, ενώ δίπλα του φάνηκε ο Ραντού. Το βλέμμα του Βλαντ γλίστρησε για λίγο προς την μεριά του αδερφού του και εκ νέου έπειτα συγκεντρώθηκε στον σουλτάνο.
«Η ώρα έφτασε. Αιώνες την περίμενα. Λεπτό δεν έπαψα να σε μισώ και να σε απεχθάνομαι. Η γη μου και οι σύμμαχοι, ποτέ δεν έσκυψαν σε εσένα το κεφάλι. Αυτός ο τόπος μου ανήκει και δεν πρόκειται ποτέ να τον αφήσω να πέσει στα χέρια σου» πρόφερε γρυλίζοντας σχεδόν.
«Για να δούμε, θα έχω το κεφαλάκι σου ξανά τρόπαιο; Όχι τίποτε άλλο, μα αυτή τη φορά θα φροντίσω να το ταριχεύσω για να σε θυμάμαι» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού ακούσει την κραυγή του Βλάχου ηγεμόνα. Το άλογό του σηκώθηκε περήφανα στα πίσω πόδια και σαν τον βοριά τον ψυχρό, ο Βλαντ όρμησε επάνω του, με τον στρατό του να τον ακολουθεί δίχως δισταγμό.
Εκεί ήρθε ο Μεσαίωνας, να συγκρουστεί με την μαγεία. Οι βρικόλακες, βαστώντας σπαθιά και χάρη στην εκπληκτική τους ταχύτητα, έσκιζαν και έκοβαν τους λαιμούς τον Σκοτεινών. Αντίστοιχα εκείνοι, είχαν στα χέρια τους το παλούκι της λεύκας, που έστελνε κατευθείαν τους απέθαντους πίσω στον τάφο τους. Ο Χάινς που είχε βρει επιτέλους το περιθώριο να πολεμήσει, διέσχιζε την φάλαγγα των σκοτεινών, με δύο σπαθιά προτεταμένα δεξιά και αριστερά του. Η ταχύτητα ήταν τόσο μεγάλη, που αρκετοί μάγοι δεν προλάβαιναν καν να αντιδράσουν τη στιγμή που η λάμα ξέσκιζε το λαρύγγι τους. Στην μέση της μάχης, η μορφή του Βλαντ να επιτίθεται λυσσασμένα στους μάγους, προκαλούσε δέος. Η δύναμή του είχε φτάσει στο σημείο, να μπορεί να εξουσιάζει σχεδόν απόλυτα την φωτιά και να περικυκλώνει με αυτόν τον τρόπο μαζικά τους μάγους, οι οποίοι πάλευαν να απαλλαγούν από τις φλόγες. Είδε τότε τον Ραντού με γυρισμένη σε εκείνον την πλάτη, να πολεμά σχεδόν σώμα με σώμα, με έναν βρικόλακα. Το ένα ξόρκι διαδεχόταν το άλλο, ενώ στα αριστερά του ο Μίρτσεα πάλευε να απωθήσει τον Γκάρβευ.
Κάπου εκεί οι αναμνήσεις τον χτύπησαν και η προδοσία από την πλευρά του αδερφού του, πυροδότησε το κουράγιο του να επιτεθεί. Στις παλάμες του ξεκίνησαν οι φλόγες να χορεύουν και τα μάτια του εστιάστηκαν για λίγο εκεί.
΄΄Ανάθεμά σε΄΄ σκέφτηκε και ξεκίνησε να τρέχει προς το μέρος του, ακουμπώντας παράλληλα τα χέρια του στο έδαφος και δημιουργώντας έναν πύρινο κλοιό γύρω από τον Ραντού. Ο νεαρός ένιωσε άξαφνα την κάπα του να φλέγεται και την πέταξε με φόρα από πάνω του. Ο αδερφός του, ο Βλαντ, στεκόταν όμοιος με δαίμονα, ανάμεσα στις φλόγες, δίχως να τον αγγίζουν. Στην πρώτη προσπάθεια να δεχτεί επίθεση, με μία κραυγή, εμφάνισε ένα παλούκι κοφτερό, κατακρεουργώντας τον Σκοτεινό μπροστά στα μάτια του Ραντού.
«Λοιπόν, αδερφέ, τι λες; Πώς σου φαίνομαι σε δράση; Εμένα που ουκ ολίγες φορές πρόδωσες ελαφρά τη καρδία για το πλάι του σουλτάνου» Ο Ραντού ένιωθε σχεδόν να λιώνει, ενώ ταυτόχρονα με τη χρήση της μαγείας, προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά. Μονάχα που όταν τα κατάφερνε, αυτή και πάλι αναγεννιόταν. «Κάτι σαν τον Φοίνικα ένα πράγμα» τον ειρωνεύτηκε ο Βλαντ, μα το θέαμα του καιόμενου αδερφού του, καταβάθος τον πονούσε.
Προσπάθησε να στρέψει το βλέμμα του αλλού, ώστε να μην βλέπει. Ήταν τότε που επιτέλους ο Ραντού κατάλαβε, πως όλο αυτό δεν είχε νόημα κανένα. Η συνειδητοποίηση όμως, έγινε καταμεσής μίας μάχης που μαινόταν και που καθώς φαινόταν, ο Μεχμέτ κέρδιζε έδαφος. Οι Σκοτεινοί είχαν δυνάμεις πολύ ανώτερες από τους βρικόλακες. Ο Μίρτσεα το είχε καταλάβει και ούρλιαζε λόγια ενθαρρυντικά στον στρατό του. Στη θέα του Ντράκουλα, του οποίου το πρόσωπο είχε βαφτεί με αίμα και χώμα, όλοι έπαιρναν κουράγιο ώστε να προσπαθήσουν ξανά. Ο Μεχμέτ έμπηγε το σπαθί του στην καρδιά του Στέφανου Λαζάρεβιτς, που μπροστά του γονάτισε για να αφεθεί τελικά στη λύτρωση του θανάτου. Μόλις η ματωμένη λάμα βγήκε από το σώμα του βρικόλακα, η αετίσια ματιά του καρφώθηκε στα δύο αδέρφια. Έβλεπε ξανά τον ίδιο αναθεματισμένο δισταγμό στις κινήσεις του Ραντού.
«Είχες πολλές ευκαιρίες να με σκοτώσεις, μα δεν το έκανες. Γιατί;» του φώναξε ο Ραντού μέσα από τις φλόγες που τώρα βρίσκονταν χιλιοστά μακριά από το κορμί του, έτοιμες να φιλήσουν μανιασμένα το δέρμα του.
Απέναντί του, το απόκοσμο θέαμα του βοεβόδα, που η φωτιά δεν τον άγγιζε, έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει. Απάντηση όμως δεν ερχόταν στην ερώτησή του. Οι γροθιές του Βλαντ είχαν σφιχτεί.
«Γιατί ίσως βαθιά μέσα μου να κατηγορώ τον εαυτό μου γι' αυτό που έγινες. Γιατί ίσως αν σε είχα από κοντά πίσω στην αιχμαλωσία, δεν θα έφτανες να με μισήσεις και γιατί ίσως τελικά, να μην σε μίσησα ποτέ μου»
***
Παράλληλα ωστόσο με την μάχη που μαινόταν, ο Χάρι έστω και καθυστερημένα, κατόρθωσε να αφαιρέσει την φιλοσοφική λίθο από το δισκοπότηρο. Η επόμενή του κίνηση, ήταν να την ενσωματώσει στο σπαθί του, σαν πολύτιμο ρουμπίνι. Κοίταξε το όπλο του και βγήκε τρέχοντας από τη Ντούτραμ. Αγαπούσε και εκείνος την Τρανσυλβανία και παρά τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε στην πορεία, η μάχη τον καλούσε. Ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να ανατρέψουν ένα αποτέλεσμα που σχεδόν φαινόταν βέβαιο. Ανεβασμένος τώρα πάνω σε ένα άλογο που δανείστηκε από βρικόλακα που θα έμενε πίσω για να προσέχει τη Σχολή, κάλπασε ταχύτατα βουτώντας μέσα στα αβυσσαλέα βάθη των γειτονικών δασών. Ο δρόμος του ήταν γνωστός και η λίθος έλαμπε στο χέρι του, εκπέμποντας σιγουριά.
Το άλογο περνούσε μέσα από τα δάση τα σκοτεινά, όπου το λυκόφως τρεμόπαιζε ακόμη. Σχεδόν άκουγε την ανάσα του, τόση ησυχία επικρατούσε. Ο Χάρι σταμάτησε δευτερόλεπτα να ξαποστάσει, όταν πρόσεξε από ένα μικρό ύψωμα που στεκόταν, μία ομάδα σκοτεινών να προχωρά σαν να σέρνεται, ανάμεσα από τα δέντρα που έμοιαζαν με αλύγιστα κουφάρια, έτοιμα να ξυπνήσουν από τον φθονερό τους λήθαργο και να μετατραπούν σε φονικές μηχανές. Ο θυμός του Χάρι μπρος στον εχθρό αυξανόταν. Μάλιστα ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό, που ξεκίνησε να επηρεάζει τα καιρικά φαινόμενα. Ως Αλχημιστής ήταν και γητευτής της φύσης, ενώ μέχρι εκείνη την ώρα, ούτε που μπορούσε να διανοηθεί την δύναμή του. Στα σίγουρα ήταν ένας άριστος μαθητής και άξιος βοτανολόγος, μα ο θυμός που σιγόκαιγε στην ψυχή του, απελευθέρωσε και την απόλυτη σύνδεσή του μαζί της. Η μυρωδιά της υγρασίας σύντομα άρχισε να πλανάται στην ατμόσφαιρα, το λυκόφως κατάπιε η συννεφιά και η πρώτη σταγόνα της βροχής, μούσκεψε το μέτωπό του. Ο Χάρι ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό σαν παράκληση και σύντομα οι βροχές μετατράπηκαν σε χείμαρρους ορμητικούς που έπνιξαν το στράτευμα του εχθρού.
Σχεδόν τίποτε δεν φαινόταν να τον σταματά και η φύση έμοιαζε να τον υπακούει απόλυτα, σαν να ήταν κομμάτι της. Η βροχή χόρευε φονικά με τους ανέμους και μονάχα οι κραυγές των Σκοτεινών έμειναν να ακούγονται σαν ικεσία για βοήθεια. Τα μουσκεμένα του χέρια, άρπαξαν τα χαλινάρια με σκοπό να συνεχίσει, όταν είδε έναν νεαρό μάγο να παλεύει να κρατηθεί από ένα κλαδί. Φαινόταν κυριολεκτικά τρομοκρατημένος. Η πέτρα έλαμψε στο σπαθί του Χάρι, σαν θεία υπενθύμιση ανθρωπιάς. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να πνιγεί. Ξεπέζεψε στα γρήγορα και μπήγοντας το χέρι του στις λάσπες, ώθησε μία ρίζα χοντρή και φρεσκοποτισμένη, να βγει από το μαλακό έδαφος και να κυκλώσει τον νεαρό από τη μέση. Ο Χάρι τον έσπρωξε προς το μέρος του, οδηγώντας τον μπροστά του. Φαινόταν να έχει καταπιεί νερό. Στην ουσία, ήταν ένα αγόρι στην ηλικία του.
«Ε- ευχαριστώ. Ευχαριστώ έστω για τον οίκτο σου» ψέλλισε.
«Δεν ήταν οίκτος, μα ανθρωπιά» ήρθε η απάντηση του Χάρι και χαμογέλασε στην ανάμνηση του Γουάιλαν. Ήταν βέβαιος πως θα ήταν περήφανος για εκείνον. «Το μόνο που επιθυμώ, είναι να έχω καταφέρει να σου μεταδώσω αυτό το συναίσθημα και να επιστρέψεις στο σπίτι σου. Άφησε τον πόλεμο. Εγώ θα σταθώ ενάντια στις πηγές του κακού. Όσο και να σου φανεί παράξενο, βαστώντας έναν πολύτιμο σύμβουλο, είναι σχεδόν σαν να γνωρίζω το σωστό από το λάθος» ήταν και η τελευταία του κουβέντα. Ο νεαρός έμεινε να τον κοιτάζει με ευγνωμοσύνη και ο Χάρι χάθηκε ανάμεσα στις ομίχλες και τη καταιγίδα.
Οι κοινοί άνθρωποι ένιωθαν, έβλεπαν τη βροχή να πέφτει ορμητικά και τον ουρανό να ξεσπά ανταριασμένος. Μπορεί να μην είχαν τη θέα των απέθαντων και υπερφυσικών, ωστόσο μέσα από τα φυσικά φαινόμενα, ήταν σαν να συμπάσχουν στον αγώνα τους. Όλοι σχεδόν είχαν τη σκέψη τους στραμμένη στον Βλαντ, όπως και η Γκάμπι και η Μόνικα αντίστοιχα που δίχως να το καταλάβει, είχε φτάσει κοντά στο σπίτι της πρώτης, σε σχετικά κακή κατάσταση και μούσκεμα από τη βροχή. Η καρδιά της ήταν βαριά σαν ατσάλι που βυθιζόταν αργά στο νερό. Στη διαδρομή της ωστόσο, είχε πετύχει κατλάθος και τη Βικτόρια, η οποία της ζήτησε βοήθεια, εξηγώντας την κατάσταση.
Πολλοί θα θεωρούσαν αδιανόητο πως θα υπήρχε άνθρωπος ή πλάσμα, που να αγαπούσε εξίσου τον Βλαντ και τον Ραντού, δύο προσωπικότητες αντικρουόμενες από όλες τις πλευρές. Ο Λέοναρντ που είχε βγει στην αυλή για να μαζέψει τις γλάστρες εξαιτίας του αέρα, την είδε και της φώναξε αν ήταν καλά. Μέσα σε λίγα λεπτά, φάνηκε και η Γκάμπι, που ευθύς την φώναξε στο εσωτερικό του σπιτιού της, εκτιμώντας πως η κατάστασή της ήταν πολύ άσχημη. Η Βικτόρια εισήλθε διακριτικά για να ζεσταθεί, παρατηρώντας αμήχανα την οικογένεια που φαινόταν απλώς, φυσιολογική. Δίχως φωνές, δίχως καβγάδες. Ήθελε να κλάψει, μα δεν ήταν η ώρα.
«Ανησυχώ» είπε απλώς σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
«Είσαι καλά; Τι συμβαίνει; Ποια είσαι;» ρώτησε ο Λέοναρντ και εκείνη τους κοίταξε με δυσπιστία ενώ η Μόνικα την ώθησε να μιλήσει.
«Τι άποψη έχετε για όλο αυτό; Θέλω να πω...ξέρετε...αυτά που βλέπουμε και αυτά που...δεν φαίνονται» μουρμούρισε και τα αδέρφια αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Είμαι αυτός που έπεσε θύμα απαγωγής από τον Ραντού και η αδερφή μου...Απλώς γνωρίζει ας πούμε τον...» ψέλλισε και αυτός.
«Τον Βλαντ;» ρώτησε και συνέχισε «Δεν σας συστήθηκα ακόμη ωστόσο, είμαι η Βικτόρια»
«Είμαι η Γκάμπι και αυτός ο δίδυμος αδερφός μου, Λέοναρντ. Ναι, τον γνωρίζω και...Ήθελα να είμαι δίπλα του στη μάχη» πρόφερε και η Βικτόρια πήρε το θάρρος.
«Ώστε γνωρίζεις και εσύ για την μάχη! Η μάχη όμως δεν έχει νόημα. Όλα γίνονται για τα καπρίτσια του Σουλτάνου. Λοιπόν, εγώ ανήκω μάλλον στην αντίπαλη παράταξη. Γνώρισα τον Ραντού» πέταξε την πληροφορία και ο Λέοναρντ την κοίταξε έντονα με την Μόνικα να είναι ενημερωμένη ήδη.
«Μια στιγμή! Δεν πιστεύω να είσαι κατάσκοπος;» φώναξε.
«Σε τέτοια χάλια; Τι καριέρα θα έκανα; Όχι. Με όλο το σεβασμό, λατρεύω τον Βλαντ, μα αγαπώ εξίσου τον Ραντού. Ξέρω πως έκανε πολλά, πάρα πολλά. Για την ακρίβεια πυροδότησε αυτό που λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή, ωστόσο επιτρέψτε μου να σας πω, πως θέλει κουράγιο και θάρρος να ανατρέψεις όλα σου τα πιστεύω και μία ζωή ολόκληρη σε μερικές μονάχα μέρες. Ο Ραντού το έκανε. Αν και γαντζωμένος από τον Μεχμέτ, καθώς αυτοί οι δύο έχουν έναν δεσμό ισχυρό, έθεσε τον εαυτό του σε αμφισβήτηση, το ίδιο και τις επιλογές του. Ίσως να μην κατόρθωσε να το κάνει ως το τέλος, όμως έστω και σαν βήμα, μετά από τόσους αιώνες, δείχνει διάθεση για αλλαγή και μεταμέλεια. Αυτή η μάχη λοιπόν, είναι λάθος» επανέλαβε ξανά προς το τέλος και η Γκάμπι την αγκάλιασε. «Ακούστε με που σας λέω. Χρόνια ζω με έναν αμετανόητο άνθρωπο στη ζωή μου. Δεν θα πω πολλά γι' αυτό, μα προτιμώ τον Ραντού που δεν με κακομεταχειρίστηκε ούτε λεπτό» τελείωσε όταν το βλέμμα της Γκάμπι έλαμψε.
«Ίσως πρέπει να πάμε στη μάχη. Ίσως πρέπει να τους σταματήσουμε» της είπε και η Βικτόρια κούνησε τους ώμους.
«Δεν έχω πού αλλού να πάω και η φίλη σας με βρήκε στον δρόμο και με βοήθησε. Ίσως είναι το καλύτερο. Ποιος ξέρει; Ίσως να υπάρχει ακόμη ελπίδα» της απάντησε.
«Πρέπει να βρούμε το δισκοπότηρο» πρόφερε η Γκάμπι.
«Το ποιο;»
«Μεγάλη κουβέντα. Λέοναρντ, θα πάρουμε αυτοκίνητο» είπε η αδερφή του αποφασιστικά.
«Είστε τρελές! Δεν πάτε πουθενά!» τους φώναξε.
«Έλα και εσύ μαζί μας» τον παρακάλεσε η Γκάμπι.
«Αν κάτι πάθουμε, οι γονείς μας θα πεθάνουν από τον καημό»
«Έχε πίστη» ακούστηκε η φωνή της Βικτόριας, απαλή και σίγουρη. Οι τρεις τους βγήκαν μέσα στην καταιγίδα, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω τους. Ο χρόνος ήδη μετρούσε αντίστροφα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro