Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/part 5
Είχε κάνει τρεις στάσεις προκειμένου να πάρει ανάσα. Ο Χάρι αδυνατούσε να χωνέψει τον χαμό του φίλου του. Τον είχε αλλάξει. Όλο αυτό τον είχε αλλάξει επιτρέποντας σε έναν χαρακτήρα διαφορετικό να αναδυθεί στην επιφάνεια. Πάντοτε πίστευε πως ο θυμός και η οργή που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εκδίκηση, ήταν ένας κακοτράχαλος και ανορθόδοξος δρόμος για να ακολουθήσει κάποιος, ωστόσο ο θάνατος του Γουάιλαν τον είχε πονέσει. Η ύπαρξη της φιλοσοφικής λίθου στο εσωτερικό της Σχολής, τον έβαλε σε σκέψεις. Ήταν βέβαιος πως τα μέλη του Τάγματος το γνώριζαν και απλώς δεν μοιράζονταν με κανέναν αυτήν την πληροφορία. Η διαδρομή συνεχίστηκε και η φύση της Ρουμανίας, για λίγο πάλεψε να αποτραβήξει την ψυχή του από το σκοτάδι.
Σε κάθε χώρα υπήρχε μαγεία κρυμμένη και παρά το γεγονός πως η Ρουμανία δεν ήταν δημοφιλής προορισμός, ο Χάρι την λάτρευε από μικρό παιδί. Μία χώρα με πλούσια μεσαιωνική ιστορία και τοπία μαγικά όπως οι πεδιάδες με τους ηλίανθους, ή εκείνος ο διάσημος καταρράκτης, κρυμμένος στην οροσειρά Anina στην δυτική Ρουμανία. Ένα τοπίο καταπράσινο, από το οποίο ρέουν τρεχούμενα νερά και που στην ουσία πρόκειται για έναν βράχο, καλυμμένο με βρύα που έχει το σχήμα της καμπάνας, με τα δροσερά νερά να παιχνιδίζουν στο φως του ήλιου, προκαλώντας τη φαντασία των επισκεπτών. Ίσως αν όλα τελείωναν, να έφερνε εκδρομή την Μόνικα, σε αυτόν τον κρυμμένο Παράδεισο. Αναστενάζοντας, στάθμευσε το αυτοκίνητο μπροστά στην σιωπηλή Σχολή.
Η πάχνη της υγρασίας, τα γυμνόκαρπα δέντρα εξαιτίας του κρύου, σε συνδυασμό με έναν θαμπό και φορτωμένο ουρανό έτοιμο να χύσει δάκρυα, σχεδίαζαν ένα τοπίο απόκοσμο και καταθλιπτικό. Καθώς παρατήρησε, το κάστρο φωτιζόταν ακόμη, σημάδι πως οι βρικόλακες από άκρη σε άκρη, είχαν αρχίσει να έρχονται, προκειμένου να συμπαρασταθούν και να πολεμήσουν στο πλάι του πρώτου, του αφέντη τους Βλαντ. Κατεβαίνοντας τα δύσβατα σκαλιά και βγαίνοντας στον κεντρικό χώρο του κάστρου, προσπάθησε να προσπεράσει το συγκεντρωμένο πλήθος που συζητούσε και να κατευθυνθεί στην απομονωμένη γωνιά που έκρυβε το δισκοπότηρο. Αναζητώντας το αρκετή ώρα ψηλαφίζοντας τοίχους, ένιωσε μία θέρμη στην παλάμη του, σαν να τον προσκαλούσε. Όταν ο τοίχος το αποκάλυψε, τα μάτια του καρφώθηκαν σε εκείνη την μικρή, μα εντυπωσιακή πέτρα. Μία πέτρα ικανή να επαναφέρει την τάξη των πραγμάτων. Άραγε, πόσοι γνώριζαν την αληθινή της δύναμη; Ο νεαρός την χάιδεψε άφοβα. Η καρδιά του ήταν αγνή και αυτό η λίθος το γνώριζε. Μάλιστα, του δημιούργησε μία ευδαιμονία, υπενθυμίζοντάς του πως όλα τα προηγούμενα συναισθήματα, ανήκουν στο σκοτάδι.
Ο Χάρι έκρυψε ξανά το κύπελλο και κατέβηκε έναν όροφο, όταν φτάνοντας σε εκείνον των κοριτσιών, βρήκε τη Μόνικα να μαζεύει τα πράγματα, παρέα με την Καμίλια.
«Δεν έφυγες ακόμη;» άκουσε την γλυκιά του φωνή και έτρεξε να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Ευθύς διέκρινε τους μαύρους κύκλους και τη μελαγχολία στο βλέμμα του.
«Χάρι! Θεέ μου, μην μου πεις...» τον πρόλαβε και ένευσε θετικά.
«Ο Γουάιλαν σκοτώθηκε όταν πέσαμε ουσιαστικά σε ενέδρα του ξαδέρφου μου. Μπορείς να το φανταστείς; Ο πρώτος μου ξάδερφος, το αίμα μου που μεγαλώσαμε μαζί από παιδιά, πλέον δεν είναι τίποτε άλλο από δολοφόνος» ψέλλισε και ένιωσε το χέρι της Μόνικας να χαϊδεύει το πρόσωπό του. Ο νεαρός Αλχημιστής το πήρε και φίλησε την παλάμη της στοργικά. Κατόπιν πέρασε το χέρι της γύρω από τον λαιμό του και τα χείλη του βρήκαν τα δικά της αμέσως. «Δεν σου έχω ζητήσει ένα πρώτο ραντεβού σαν άνθρωποι. Να βγούμε έξω για φαγητό, για βόλτα ή ό,τι άλλο επιθυμείς» πρόφερε και εκείνη γέλασε.
«Εδώ που τα λέμε, έχεις δίκιο. Κοροϊδεύω συχνά τη φίλη μου για την επιλογή του γλυκύτατου Βλαντ, μα σκέψου πως εκείνος την έχει βγάλει έξω για φαγητό στο σήμερα» του απάντησε και γέλασαν, κάνοντας τον Χάρι να τινάξει για ελάχιστα δευτερόλεπτα από επάνω του, τη σκιά της θλίψης.
«Ξέρω πως θα θέλατε να μείνετε στη Ντούτραμ, μα πρέπει να γυρίσετε σπίτια σας. Ο πόλεμος ανήκει στους υπερφυσικούς και όσο και αν με ενοχλεί το μυτερό καπέλο, ανήκω και εγώ με τη σειρά μου σε αυτούς. Είμαι πιστός στον Βλαντ, μπορεί να φαίνεται αυστηρός και τρομακτικός, όμως είναι δίκαιος και γι' αυτό τον θαυμάζω. Θα με χρειαστεί στην μάχη» της είπε ξέπνοα.
«Σε χρειάζομαι και εγώ όμως. Υποσχέσου μου πως θα γυρίσεις ζωντανός»
«Θα βάλω τα δυνατά μου» της χαμογέλασε και είδε το χέρι του να απομακρύνεται από το δικό της, αφήνοντας την ψύχρα να αντικαταστήσει το ζεστό του άγγιγμα.
Κατεβαίνοντας στην κεντρική αίθουσα όπου βρισκόταν και το γραφείο της Άλμπα, είδε την πόρτα του κάστρου να ανοίγει και άπαντες να απομακρύνονται από μπροστά της. Στον φόντο αυτής της εικόνας, βρίσκονταν οι ασπίδες των μελών του Τάγματος, οι οποίες έφεραν έναν ανάγλυφο δωδεκάκτινο ήλιο, που συμβόλιζε τα δώδεκα μέλη της αρχικής μορφής της αδερφότητας αυτής, πριν την αναβιώσει ο Στέφανος Λαζάρεβιτς που προχωρούσε μπροστά. Εκτός από τον ήλιο, επάνω στις ασπίδες, αναγραφόταν στα λατινικά, η φράση ΄΄ Justus et Paciens΄΄ κοινώς, δίκαια και ειρηνικά. Η Άλμπα τους υποδέχτηκε με απόλυτο σεβασμό, σχεδόν λάμποντας. Η προετοιμασία είχε ξεκινήσει και όλοι περίμεναν την θριαμβευτική είσοδο εκείνου. Του Βλαντ Ντράκουλα, του Παλουκωτή, βοεβόδα της αλλοτινής Βλαχίας και φόβο και τρόμο των Οθωμανών.
Ο Βλαντ ωστόσο, βρισκόταν μπροστά από το κάστρο Μπραν με τη Βικτόρια από την μία πλευρά, τον Μίρτσεα από την άλλη και τον στρατό του απέναντι που είχε σταματήσει ακόμη και να αναπνέει.
«Ουάου» ακούστηκε η φωνή της Βικτόριας βλέποντας την αντίδραση τουλάχιστον εκατό ατόμων, κοντινής φύλαξης.
«Με αποσυντονίζουν τα επιφωνήματά σου» σχολίασε ο Βλαντ κοιτώντας την πλαγίως.
«Μα είναι θαυμασμού» επέμεινε εκείνη και για δευτερόλεπτα, ο απόκοσμος άνδρας δίπλα της χαμογέλασε ανεπαίσθητα.
«Δεκτά, μα διόλου απαραίτητα αυτή τη στιγμή. Ο Μπογκτάν θα σε ξεναγήσει στο κάστρο και θα σου υποδείξει το υπνοδωμάτιο των καλεσμένων για όσο εγώ θα επιβάλω την τάξη εδώ πέρα» της είπε αυστηρά και εκείνη αναγκάστηκε να φύγει, στρέφοντας κάθε λίγο το κεφάλι της προς το μέρος του Βλαντ, μη μπορώντας να πιστέψει πως τον έβλεπε ζωντανό.
Τα μάτια του πρίγκιπα σκοτείνιασαν, καθώς το πρόσωπό του στρεφόταν αργά προς τον στρατό του. Οι γροθιές του έκλεισαν και το αετίσιο βλέμμα του ταξίδεψε οριζόντια, διαπερνώντας την ψυχή τους.
«Εκείνοι που βρίσκονταν στην φύλαξη των δασών μου την νύχτα της επίσκεψης του Μεχμέτ, να κάνουν ένα βήμα μπροστά, τώρα!» κραύγασε λυσσασμένα και είκοσι άτομα μετακινήθηκαν. Οι υπόλοιποι είχαν πάψει ακόμη και να ζουν από τον φόβο. Ο Βλαντ τους πλησίασε αργά, καρφώνοντας τη ματιά του στην δική τους με απόλυτη σκληρότητα. Εκείνοι ήταν τόσο φοβισμένοι που αδυνατούσαν να κρατήσουν οπτική επαφή για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα. «Είστε απίστευτα τυχεροί που το έτος μας ανήκει πεντακόσια χρόνια μπροστά. Στο παρελθόν, παρόμοια λάθη τιμωρούνταν με παλούκωμα και έκθεση του κουφαριού σε κοινή θέα για παραδειγματισμό. Ωστόσο, θέλοντας να αποδείξω πως έχω αλλάξει, θα σας χαρίσω τη ζωή σας τη μίζερη, αν μου λύσετε μία απορία. Πώς στο ανάθεμα αυτός ο σουλτάνος, προσπέρασε όλη τη φύλαξη και έφτασε σε εμένα; Με τον ίδιο τρόπο θα έφτανε και στο Ντούτραμ, πιθανότατα σκοτώνοντας θνητούς και αθάνατους. Καταλαβαίνετε το λάθος σας; Θα σφαγιάζονταν χιλιάδες αθώοι φοιτητές! Ο Μεχμέτ μας ταπείνωσε με αυτήν την κίνηση και εσείς με εκθέσατε! Εμπρός λοιπόν! Σας ακούω!»
Ένας νεαρός βρικόλακας, ο Σόλωμον, πήρε τον λόγο με τον ιδρώτα να κυλά από το μέτωπό του.
«Με όλο το σεβασμό άρχοντα, μα ο σουλτάνος είναι μάγος σκοτεινός. Αυτό σημαίνει, πως οι ικανότητες του είναι χιλιάδες φορές καλύτερες, από εκείνες ενός βρικόλακα. Χρησιμοποίησε θαρρώ μαγεία σκοτεινή για να περάσει απαρατήρητος. Όλο το βράδυ στεκόμασταν άγρυπνοι φρουροί για εσάς και το γνωρίζετε. Δεν μπορέσαμε να τον εντοπίσουμε, μα να είστε βέβαιος, πως εμείς θα πολεμήσουμε για εσάς μέχρι το τέλος» του απάντησε.
Ο Βλαντ στεκόταν μπροστά του, μία αναπνοή σχεδόν από αυτόν. Τα σκουροπράσινα μάτια του γυάλιζαν στο φως της Σελήνης και η απόκοσμη ησυχία του χώρου, έκανε τα χαρακτηριστικά του ακόμη πιο σκληρά.
«Καλώς. Είναι κάτι που γνωρίζω και η ειλικρίνεια της παραδοχής της αποτυχίας εκ μέρους σου, με αφήνει ικανοποιημένο, Σόλωμον. Αναγκαστικά θα πρέπει να προσέχετε νυχθημερόν το κάστρο και τη Ντούτραμ. Ο Μεχμέτ είναι σχεδόν έτοιμος και δεν θα αργήσει να εμφανιστεί. Ο στρατός του θα είναι παντοδύναμος για ακόμη μία φορά, δεν τρέφω αυταπάτες σχετικά με αυτό. Ήμουν πάντοτε στη θέση του αμυνόμενου και οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μου» ψιθύρισε τις τελευταίες κουβέντες του.
«Κάνετε λάθος» τον διέκοψε ο νεαρός. «Αυτή η φορά είναι διαφορετική. Αρχικά δεν επικρατούν οι δολοπλοκίες και οι συμμαχίες της εποχής και εσείς, είστε διαφορετικός. Έχετε κατανόηση και δικαιοσύνη, επομένως όσοι σταθούμε πλάι σας, θα το κάνουμε ως το τέλος. Ανάμεσά μας δεν θα υπάρχουν πια προδότες. Είμαστε όλοι σύμμαχοι και ο στόχος μας κοινός» του απάντησε κάνοντας μία υπόκλιση και όλοι τον μιμήθηκαν ταυτόχρονα «Ευχαριστούμε για την κατανόηση και ευσπλαχνία σας» τελείωσε.
«Μην του το αναφέρεις συχνά, γιατί μαζί με όλα τα άλλα, είναι και κυκλοθυμικός» πετάχτηκε ο Μίρτσεα που αφού τον σκούντησε ελαφρώς, του ανακοίνωσε πως θα μεταφερθεί στη Σχολή φορώντας τη στολή του Τάγματος.
Ο Βλαντ αποσύρθηκε στο εσωτερικό του κάστρου, πέφτοντας επάνω στη Βικτόρια που θαύμαζε μαζί με τον Μπογκτάν πίνακες και γενικά την ιστορία που το περιέκλειε. Στη θέα της, ήθελε να γρυλίσει, ωστόσο κρατήθηκε.
«Δεν νυστάζεις;» την ρώτησε καχύποπτα.
«Νιώθω πως θέλετε να με ξεφορτωθείτε» τον πείραξε «Είσαι τελείως διαφορετικός από τα αδέρφια σου. Πιο σκληρός και αυστηρός, με μία ιδιόμορφη ωριμότητα» πάλεψε να βρει τις σωστές λέξεις.
«Σου αναγνωρίζω πως με στολίζεις με το γάντι, δεσποσύνη. Γνωρίζω πως είμαι ιδιόμορφος και πολλά ακόμη επίθετα με αρνητική σημασία. Ωστόσο, περνώ δύσκολες ώρες και δεν είμαι καλή παρέα. Όχι δηλαδή πως ήμουν πριν, μα σαφώς πιο ανεκτή» της απάντησε και εκείνη παίρνοντας το θάρρος τον ρώτησε αυθόρμητα.
«Μπορώ να σε αγκαλιάσω;»
Μπροστά σε αυτήν την ερώτηση, ήρθε σε δύσκολη θέση και ας είχε καταλάβει πως ήταν αθώα.
«Ε- Εντάξει» απάντησε πνιχτά και εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του με λαχτάρα και θαυμασμό μίας προσωπικότητας τόσο διάσημης και ίσως παρεξηγημένης.
«Όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Και αν δεν πάνε, τότε δεν ήρθε ακόμη» του είπε χαμογελαστή και αποχώρησε.
***
Ενώ ο στρατός του Μεχμέτ ετοιμαζόταν, και σε αριθμό έφτανε εκείνους που πολιόρκησαν κάποτε την Πόλη, πίσω στης Ντούτραμ το εσωτερικό, ακούγονταν ποιήματα προς τιμήν του βοεβόδα Βλαντ. Ένας από τους μεγαλύτερους Ρουμάνους ποιητές, ο Μιχαήλ Εμινέσκου, αφιέρωσε μία ιστορική μπαλάντα σε όλους τους γενναίους πρίγκιπες της Βλαχίας, συμπεριλαμβανομένου και του Βλαντ. Ο σκοτεινός Πρίγκιπας, έχοντας ντυθεί όπως τότε, με την στολή του Μεσαίωνα και το καπέλο με το άστρο στη μέση, μονάχος του πήρε τον δρόμο για το κάστρο Μπραν και τη σχολή Ντούτραμ, κατηφορίζοντας περήφανα από τους άγριους λόφους των Καρπαθίων. Και η γη αναστέναξε, σαν να τον καρτερούσε χρόνια. Σαν να πίστευε πως αυτή η ψυχή, που σαν χαμένη τριγυρνούσε αιώνια στον κόσμο, είχε βρει επιτέλους το νόημά της. Τα δέντρα στο διάβα του λύγιζαν σχεδόν, σαν να του άνοιγαν ευλαβικά τον δρόμο. Σε κάθε του βήμα, άνεμος σηκωνόταν ισχυρός και τα σκουροπράσινα μάτια του, καθρέφτιζαν την υποταγή της πλάσης στη θωριά του. Μέσα από τις πυκνές ομίχλες του πρωινού, οι πύργοι της Ντούτραμ ξεπρόβαλαν λυγεροί. Τα πόδια του πατούσαν το έδαφος σταθερά και με τα δύο του χέρια, άνοιξε τις πόρτες.
΄΄Πρέπει να έλθεις, ω, τρομερέ Ανασκολοπιστή, να τους κατατροπώσεις με την έννοια σου. Χώρισέ τους στα δύο, εδώ οι ανόητοι, οι παλιάνθρωποι εκεί. Σπρώξε τους σε δύο περιβλήματα από το λαμπρό φως της ημέρας. Τότε βάλε φωτιά στη φυλακή και στο άσυλο των παραφρόνων΄΄.
Το ποίημα το γνωστό ηχούσε και κραυγές θαυμασμού απλώθηκαν από άκρη σε άκρη. Το βλέμμα του το αυστηρό, λεπτό δεν άλλαξε, μονάχα χαιρέτησε με εγκράτεια το Τάγμα και τα μέλη του, με την ματιά του να ανταμώνει με σεβασμό εκείνη του Χάινς. Είχε φτάσει πλέον η ώρα, μα οι θνητοί δεν θα το έβλεπαν. Μονάχα θα βίωναν τις συνέπειες ανάλογα με το αποτέλεσμα. Από όλους τους παρευρισκόμενους, ο Χάρι είχε χαθεί στις δικές του σκέψεις, που δεν ήταν άλλες από τη χρήση της φιλοσοφικής λίθου. Ήταν βέβαιος πως και ο Μεχμέτ γνώριζε την ύπαρξή της, μα αυτός ήταν και ο άσσος στο μανίκι του. Ο Μεχμέτ τη θεωρούσε δική του, αφού δημιουργήθηκε από τη μητριά του, ωστόσο η ψυχή του ήταν τόσο σκοτεινή τώρα πια, που η χρήση της θα του κόστιζε ακριβά. Έπρεπε να βιαστεί και χιλιάδες σκέψεις τώρα περνούσαν από το μυαλό του, όταν στάθηκε σε μία συγκεκριμένη εικόνα. Εκείνη του χαμού του Γουάιλαν και του μίσους που ξεκάθαρα καθρεπτιζόταν στα μάτια του Γκάρβευ.
΄΄Αφού επιθυμούν βρώμικο παιχνίδι, τότε θα το έχουν΄΄ ψιθύρισε και ξεκίνησε να ανεβαίνει κρυφά τα σκαλοπάτια.
Η καρδιά του βροντοχτυπούσε στο στήθος του, όταν άγγιξε εκείνη την κρυφή γωνιά και εμφανίστηκε το δισκοπότηρο. Άπλωσε το χέρι του αργά προς το μέρος του και άγγιξε τη λίθο.
«Τι νομίζεις πως κάνεις Αλχημιστή;» άκουσε τη φωνή του βρικόλακα Χάινς.
«Το καθήκον μου βρικόλακα» απάντησε πλέον με έναν αέρα διαφορετικό. Το ντροπαλό αγόρι που ήταν στην αρχή, είχε δώσει τη θέση του πια σε έναν νεαρό άντρα, αποφασισμένο να δώσει την μάχη και να βγει νικητής.
Ο Χάινς έριξε μία προσεκτική ματιά στο δισκοπότηρο και στην λίθο που έλαμπε παράξενα.
«Μία στιγμή. Αυτό εδώ είναι...» πήγε να πει.
«Ακριβώς. Και είναι απαραίτητη στη μάχη. Μη ρωτάς πολλά και άφησέ με να κάνω τη δουλειά μου» πρόφερε ο Χάρι αυστηρά και ο Χάινς σήκωσε το δεξί του φρύδι.
«Το δίχως άλλο μάγε, θα κάνεις τέλεια δουλειά αν έχεις κατανοήσει το βαθύτερο νόημά της. Μία πέτρα απόλυτος κριτής της ψυχής, είναι ότι χρειαζόμαστε για να τους αποδεκατίσουμε. Θα έλεγα πως είναι μία μαγεία ανωτέρου επιπέδου» τελείωσε και ο Χάρι ξεκίνησε να προσπαθεί να την αφαιρέσει από το δισκοπότηρο, πράγμα που στάθηκε τρομερά δύσκολο, μιας που ήταν κλειδωμένη με ξόρκια αρχαία.
Ο Χάινς αποχώρησε και κατέβηκε εκ νέου στον κεντρικό χώρο, όπου η φωνή του Ντράκουλα, αντήχησε στεντόρεια.
«Για όλους όσους στάθηκαν στο πλάι μου σε καιρούς σκοτεινούς, για την πίστη μας στο σκοπό του Τάγματος και της αρχικής του ίδρυσης, θα σας πω, την έκφραση που ξεστόμισα και τότε στον στρατό μου, όταν όλα γύρω μας έμοιαζαν μάταια και εμείς λιγοστοί μπροστά στο οθωμανικό τσουνάμι. Όσοι φοβούνται τον θάνατο, να μην με ακολουθήσουν. Απόψε, η πατρίδα μου απειλείται ξανά και εγώ όπως και τα χρόνια της βασιλείας μου, πίστη θα δηλώσω και υποταγή στα πάτρια εδάφη. Η αυγή που θα ξημερώσει, θα βρει τον κόσμο ελεύθερο και εμένα έτοιμο να αναπαυθώ, όπως μου αρμόζει, σαν ήρωας που όμως ανήκει σε μία άλλη εποχή. Σφίξτε τα ζωνάρια σας, απόψε ο δράκος θα παρελάσει στην χώρα των σκιών!» ήταν και η τελευταία του φράση και ο κόσμος ούρλιαξε! Αλχημιστές και βρικόλακες, ετοιμάστηκαν, μα θα ήταν πολύ προσεκτικοί.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro