Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 1

Ο Μεσαίωνας είχε πλέον ξυπνήσει και τίναζε τα φτερά του μεγαλείου του. Η σκακιέρα είχε στηθεί, τα πιόνια επίσης και πλέον το μόνο που έμενε, ήταν να γίνει η πρώτη κίνηση. Όταν όμως αναφερόμαστε σε ιστορικές μορφές, που συνεχίζουν να ζουν ακόμη και αιώνες μετά την κατάρρευση της εποχής τους, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα και πολύπλοκα. Ο Ραντού ο Όμορφος, παρασυρμένος πεντακόσια χρόνια σχεδόν πριν, από το χάρισμα και την προσωπικότητα τη δυναμική του αδερφού του, θέλησε να συνεχίσει το παιχνίδι, όντας σχεδόν βέβαιος πως θα κατόρθωνε να ελέγξει τον Βλαντ, ακριβώς επειδή είχε μυηθεί στην σκοτεινή τέχνη της μαγείας. Η μαγεία ωστόσο, λειτουργεί πολλές φορές σαν ζωντανός οργανισμός. Δεν αρκεί απλώς να την εξασκείς. Πρέπει να είσαι αποφασισμένος να δοθείς ψυχή τε και σώματι, ώστε να αφεθεί και εκείνη πλήρως σε εσένα.

Κατά πώς φάνηκε, ο Ραντού δεν ήταν έτοιμος για αυτόν τον ρόλο και ας έφτασε να χάσει για ένα διάστημα την ομορφιά και τον εαυτό του και ας χρησιμοποίησε ανθρώπους και βρικόλακες. Δίπλα του, στάθηκε ξανά ο Μεχμέτ που για τον Ραντού ήταν παιδικός φίλος, στήριγμα, το σπίτι του ίσως και η ασφάλειά του. Ο Μεχμέτ ωστόσο, είχε όραμα. Ένα όραμα που τα χρόνια, ή σωστότερα οι αιώνες δεν στάθηκαν αρκετοί για να το σβήσουν. Εκείνο ολοένα και θέριευε, καραδοκώντας τη χρυσή ευκαιρία για να εκτονωθεί. Οι δύο άνδρες είχαν έναν κοινό εχθρό, μα έναν διαφορετικό στόχο. Η σκιά του Βλαντ έπεφτε άχαρα επάνω τους σαν σάβανο κακών αναμνήσεων, εκτός από την περίπτωση του Μεχμέτ που τότε, είχε βγει νικητής διαλύοντας κυριολεκτικά τη δύναμη του Βλαντ που κατά πώς φάνηκε, δεν ήταν και πολύ πιστή στον βοεβόδα της Βλαχίας.

Το κεφάλι του τώρα πονούσε φριχτά και ένας θόρυβος μηχανής τον τίναξε από την μέση της ασφάλτου. Ο Μεχμέτ ένιωθε έναν απίστευτο θυμό για την έκβαση της μάχης, ωστόσο η θέα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου, τον ξάφνιασε. Καθώς ήταν μοναχικός όπως ο Βλαντ, προτιμούσε να μην ανακατεύεται με την τεχνολογία του σήμερα, αν και από τη στιγμή που κατόρθωσε να ανακτήσει τις δυνάμεις του, δεν είχε χάσει καθόλου χρόνο, τρέχοντας στις βιβλιοθήκες και μελετώντας ιστορία. Τυχαία, στο αυτοκίνητο επέβαιναν η Βικτόρια και μία φίλη της, εκείνη που είχε δεχτεί να την μεταφέρει από το Μπρασόβ, στην ορεινή περιοχή του Μπραν και που τώρα επέστρεφαν. Η κοπέλα δεν είχε πειστεί από τις αποτυχημένες δικαιολογίες που προσπαθούσε φιλότιμα να πλέξει η Βικτόρια, αποφεύγοντας να της πει την αλήθεια. Το ράδιο του αυτοκινήτου, έκανε αναφορά στους υπερφυσικούς, ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει και το κλείσιμο της Ντούτραμ.

«Δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχουν όντως τέτοια πλάσματα. Δηλαδή δεν μας φθάνουν οι αρρώστιες και οι πόλεμοι, τώρα θα μας τρέχουν και αιμοδιψή τέρατα;» αναρωτήθηκε και η Βικτόρια ξεφύσησε.

«Έχω την εντύπωση, πως δεν είναι ακριβώς έτσι» της απάντησε.

«Και πώς είναι δηλαδή;» ρώτησε η κοπέλα με περιέργεια, όταν ένα ουρλιαχτό ξέφυγε από το στόμα της, στη θέα ενός άνδρα που προσπαθούσε να σηκωθεί με κόπο από τον δρόμο. Το πόδι της ευθύς πάτησε επάνω στο φρένο, τα λάστιχα έτριξαν αφήνονταν καπνούς να φανούν από το σύρσιμο στο δρόμο, μα οι δυο τους ήταν βέβαιες πως θα τον χτυπούσαν.

Τότε, μπροστά στα έντρομα μάτια τους, το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε με το χέρι του άντρα να έχει τοποθετηθεί μπροστά από το σώμα του. Η φίλη της Βικτόριας ετοιμάστηκε να λιποθυμήσει, κυρίως εξαιτίας της ξαφνικής εκτίναξης της αδρεναλίνης και του φόβου για το δυστύχημα που θα προκαλούσε. Η αναπνοή της κόπηκε, το κεφάλι της έγειρε πίσω και η Βικτόρια τρομοκρατήθηκε.

«Μάρα! Για το Θεό, μίλα μου!» της φώναζε παλεύοντας να βρέξει το πρόσωπό της με λίγο νερό που είχε σε ένα μπουκαλάκι.

Μπροστά τους, ο Μεχμέτ έστεκε ακόμη ζαλισμένος, τραυματισμένος και βυθισμένος σε έναν δικό του κόσμο. Τα εγκαύματα από τον Βλαντ, το σφοδρό χτύπημα, τα οράματα των Παλουκωμένων και μέσα σε όλα, το όνομα της μητριάς του της πολυαγαπημένης, ηχούσε ξανά και ξανά. Ήταν το ίδιο με της κοπέλας που αγκομαχούσε, παραδομένη στον πανικό. Με κόπο σηκώθηκε και ακούμπησε μέσα σε κλάσματα το δείκτη του χεριού του στο πρόσωπο της, στο σημείο ανάμεσα στα μάτια. Αίφνης η Μάρα επανήλθε από το σοκ και κοίταξε τον άνδρα που είχε μπροστά της. Η εικόνα του απέπνεε μυστήριο, δέος και σκοτάδι.

«Βικτόρια....φοβάμαι» ψέλλισε η φίλη της, μα εκείνη κοιτούσε τον Μεχμέτ με απορία.

«Θαρρώ πως η κουβέντα, ή μάλλον η συνάντηση που είχες δεν πήγε καλά» του πέταξε το πρώτο καρφί που σκέφτηκε.

«Θαρρώ πως το βράδυ μου, μπορεί τελικά να γίνει και χειρότερο και ας πίστευα πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον» της ήρθε η απάντηση, όταν φιγούρες κινήθηκαν μέσα από τα σκιερά δέντρα. Οι σύμμαχοι του Βλαντ είχαν παρακολουθήσει την έκβαση της αναμέτρησης και βρίσκονταν στο κατόπι του Μεχμέτ.

«Ανόητοι» μουρμούρισε ο σουλτάνος και τα μάτια της Βικτόριας γούρλωσαν. Από τη μία το αυτοκίνητο μύριζε παράξενα, σαν να έχανε λάδια από κάπου και από την άλλη, μία μάχη των υπερφυσικών ήταν έτοιμη να συμβεί μπροστά στα μάτια τους και τα μάτια της φίλης της.

Τότε, σε δευτερόλεπτα, και ενώ οι κοπέλες είχαν βγει από το αυτοκίνητο μουδιασμένες, μία έκρηξη ισχυρή ξεκίνησε από το σταματημένο όχημα. Ο σουλτάνος σαν αίλουρος, πήδηξε μπροστά παρασύροντας μαζί του και τις δύο κοπέλες στον γκρεμό. Η έκρηξη λειτούργησε υπέρ του, καθώς οι βρικόλακες έχασαν προσωρινά τα ίχνη του και υποχώρησαν εξαιτίας του συμβάντος. Η πλάτη του Μεχμέτ κοπανιόταν στο έδαφος, μέχρι που με το ένα χέρι του πιάστηκε από τον κορμό ενός δέντρου για να σταματήσει. Μόλις η σκόνη καταλάγιασε, η Μάρα ξεκίνησε να κλαίει και η Βικτόρια τίναξε από επάνω της λάσπες και ξεραμένα φύλλα. Ο άνδρας σηκώθηκε όρθιος αμέσως και τις κοίταξε με περιφρόνηση.

«Νομίζω πως αρκετά άντεξα για σήμερα» ψιθύρισε στα τούρκικα εκνευρισμένος, μα η Βικτόρια δεν το έβαλε κάτω.

«Γιατί μας βοήθησες;» τον ρώτησε μόλις είχε σηκωθεί.

«Μα, ποιος είναι επιτέλους; Γιατί του μιλάς;» φώναξε η Μάρα και συνέχισε «Γι' αυτό ήρθαμε στο Μπραν; Έψαχνες αυτόν; Θα σκοτωνόμασταν! Ή καλύτερα, ίσως ακόμη να σκοτωθούμε ή να δολοφονηθούμε» της φώναξε ξανά και ο Μεχμέτ την πλησίασε με ύφος παγερό.

«Είναι ύβρις για εμένα να μένω σε έναν τόπο σαν το κάστρο του Μπραν, δεσποσύνη. Θα έλεγα πως αναζητούσε κάποιον άλλο, μα τυχαία έπεσε επάνω σε εμένα» έκανε παύση και στράφηκε ξανά στην Βικτόρια.

«Δεν σε έσωσα από την καλή μου τη καρδιά, ούτε με απασχολεί να παραστήσω τον σωτήρα όμορφων κορασίδων στη μέση του πουθενά. Είμαι σουλτάνος, ηγέτης, ιστορική μορφή. Δεν είμαι δολοφόνος κατά συρροή. Είχα κάποτε και εγώ συμμάχους, γονείς, στόχους και φίλους ελάχιστους. Δεν είσαι εσύ προσωπικά το πρόβλημά μου, μήτε η απειλή μου. Γνωρίζω πως δεν μπορείς να με βλάψεις. Είσαι μονάχα μία κοπέλα. Θαρρώ πως θα ήταν άτιμο και θρασύδειλο, έως ποταπό να σκοτώσω δίχως εμφανή λόγο, δύο απλές κοπέλες. Έχεις θάρρος και θράσος και αυτό σου το αναγνωρίζω. Ωστόσο, να ξέρεις κάτι. Ο κύβος ερρίφθη και εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι' αυτό. Κανένας δεν μπορεί. Όσο και αν προσπαθήσεις να σώσεις μία ψυχή, να ξέρεις πως απέχει πολύ από την καλοσύνη και ίσως η μερική λύτρωση, δεν θα σταθεί ικανή να την φωτίσει όσο ελπίζεις. Όλοι μας κρύβουμε σκοτάδι και εμείς ειδικά, προερχόμαστε από έναν καιρό σκοτεινό. Έναν καιρό που σχεδόν τα συναισθήματα τα ανθρώπινα, τα έβαζες στην άκρη μιας που σημασία είχε ο πόλεμος, η κατάκτηση, η επέκταση ή η άμυνα. Το παιχνίδι και οι συμμαχίες άλλαζαν και εσύ αν ήθελες να επιβιώσεις και να σταθείς στον ρόλο που σου αναλογούσε, έπρεπε να παίξεις σύμφωνα με τους κανόνες. Απλά κάποιοι ρόλοι, δεν άλλαξαν ποτέ. Πάντα κάποιοι θα είναι στη θέση της επίθεσης και άλλοι σε εκείνη της άμυνας. Μην με ακολουθήσεις. Αν κάποιον θες να συναντήσεις, ή αν είναι γραφτό, θαρρώ πως θα συμβεί ξανά. Θα σε συμβούλευα ωστόσο να συνεχίσεις τη ζωή σου και να κρατήσεις το θράσος. Το χρειάζεσαι για να πας μπροστά σε αυτόν τον κόσμο ορισμένες φορές» τελείωσε και είδαν μπροστά στα μάτια τους το μαντήλι του Μεχμέτ να πετά και να προσγειώνεται επάνω στο κεφάλι του, τυλίγοντάς το με προσοχή. Ο Μεχμέτ στράφηκε προς το μέρος της μία τελευταία φορά και η νύχτα τον κατάπιε.

«Μεχμέτ ο Πορθητής» σκέφτηκε η Βικτόρια. Το παιχνίδι πράγματι είχε στηθεί, ανάμεσα στους ισχυρούς και η ίδια αδυνατούσε να κάνει το οτιδήποτε.

***

Ο Χάρι στεκόταν σε ένα ύψωμα, ατενίζοντας τον ορίζοντα. Οι τελευταίες ώρες ήταν δύσκολες και ψυχοφθόρες. Ο Μεχμέτ το προηγούμενο βράδυ είχε περάσει την άμυνα του Βλαντ μονάχος του και ο φίλος του ο Γουάιλαν ήταν νεκρός. Ακόμη ένας φίλος για την ακρίβεια, που πέθαινε μπροστά στα μάτια του. Για πρώτη του φορά, το φαρμακερό συναίσθημα του μίσους, έκανε το στόμα του να γεμίσει πίκρα καθώς σκαρφάλωνε μέσα από την ψυχή του. Ποτέ πριν δεν πίστευε, πως εκείνος που πάντοτε φρόντιζε για την ευζωία των άλλων, θα έφτανε στο σημείο να αφαιρέσει δύο ζωές, ενώ τώρα προσδοκούσε χαιρέκακα, να σκοτώσει έως κομματιάσει τον πρώτο του ξάδερφο.

΄΄Κάπως έτσι μεταλλάσσονται οι άνθρωποι. Δεν θέλει και πολύ. Η ψυχή είναι εύθραυστη και το μίσος που καλλιεργείται κατά την διάρκεια του πολέμου, πασπαλισμένο με τη σκόνη της ανάγκης για επιβίωση, μετατρέπει τον άνθρωπο σε τέρας. Όλες οι πρωτόγονες διαθέσεις ξυπνούν και το μόνο πλέον που σε νοιάζει, είναι να σκοτώσεις για να μην σκοτωθείς. Ο Γουάιλαν θα είναι κλεισμένος στον τόπο που θάφτηκε, ακόμη όμως ζωντανός, μέχρι και η τελευταία σάρκα να σαπίσει. Μακάρι να γνώριζα πού βρίσκεται, μα ο ίδιος κάτι τέτοιο δεν το επιθυμεί. Στη ζωή αυτή, πήρε μία γεύση ανθρωπιάς. Έζησε τα χρόνια της ειρήνης μετά τον παγκόσμιο και απέκτησε φίλους καλούς. Ίσως τελικά μία όμορφη ζωή, να κρύβεται πίσω από τα απλά. Ένα σκίρτημα ερωτικό, λίγη δόση αγάπης, ένα χαμόγελο αληθινό και η δυνατότητα της απόλαυσης στιγμών καθημερινών΄΄

***

Το πρωινό της ίδιας μέρας που έμελλε να αποβεί μοιραία για τον Γουάιλαν και που ανακοινώθηκε το κλείσιμο της σχολής, ο Βλαντ βρισκόταν από το προηγούμενο βράδυ, πεσμένος σε μία άγνωστη αυλή. Το πίσω μέρος του κεφαλιού του, ήταν μουσκεμένο στο αίμα, το ίδιο και τα ρούχα του. Οι ένοικοι δεν φάνηκαν πρόθυμοι να βγουν στον κήπο εξαιτίας του ψύχους. Ήταν δύο ηλικιωμένοι που πρόσεχαν την εγγονή τους. Ο άντρας παρακολουθούσε ευλαβικά τα τελευταία νέα, όταν μερικές ώρες αργότερα, στο σπίτι εισήλθε η Γκρατιάνα, η μεγάλη τους εγγονή με μία βαλίτσα στο χέρι. Ο παππούς της την κοίταξε παράξενα.

«Καλημέρα αγάπη μου. Τι συνέβη; Δεν έχετε μαθήματα;» τη ρώτησε και την είδε να τον κοιτάζει άβολα.

«Η σχολή έκλεισε» του ψιθύρισε όταν είδε την γιαγιά της να πλησιάζει με φρυγανιές, μέλι και φρούτα από το μποστάνι του κήπου.

«Δεν τα έμαθες; Έκλεισε η σχολή τους. Γκρατιάνα, τι συμβαίνει; Ανησυχούμε. Τι είναι όλα αυτά που ακούγονται για απέθαντους και βρικόλακες; Κάτι ψιθυρίζεται ακόμη και για...Θεέ μου, για την ύπαρξη του Βλαντ Ντράκουλα. Τρελό, έτσι; Θέλω να πω πως αυτός ο ηγέτης ανήκει στο μακρινό παρελθόν. Και όλες αυτές οι εξαφανίσεις που συμβαίνανε και που ποτέ η αστυνομία δεν κατόρθωσε να διαλευκάνει;» συνέχισε η γιαγιά της, όταν είδαν την Ραφ, την μικρή αδερφή της να κατεβαίνει τις σκάλες. «Πού πηγαίνεις εσύ;» την ρώτησε.

«Στον κήπο να μαζέψω τα πεσμένα μήλα» απάντησε η μικρή που ήταν εφτά χρονών, κατάξανθη και με δύο μικρές πλεξούδες να κρέμονται δεξιά και αριστερά.

Το κρύο ήταν τσουχτερό και το κορίτσι είχε βγει με το καλάθι του μαζεύοντας, όταν είδε έναν άνθρωπο πεσμένο στην αυλή της. Παρατώντας το καλάθι, έτρεξε ευθύς δίπλα του και ξεκίνησε να τον σκουντά. Μέσα στο παραλήρημα της προηγούμενης μάχης, τα σκουροπράσινα μάτια του πρίγκιπα άνοιξαν με φόρα και το κορμί του τινάχτηκε προς τα πίσω, πέφτοντας επάνω σε έναν χαμηλό τοίχο.

«Ηρέμησε δεν θα σε πειράξω» ψέλλισε το κοριτσάκι, όταν είδε τον άντρα να συνέρχεται και να την κοιτάζει παραξενεμένος. Η μικρή βάδισε προς το μέρος του και με τα μικρά της χέρια, κράτησε αρχικά τα δικά του, νιώθοντάς τον να τρέμει. Το αίμα είχε σταματήσει να κυλά από την πληγή του και το κοριτσάκι τώρα χάιδευε τα μαλλιά του, πειράζοντάς τον.

«Ραφ! Τι κάνεις τόση ώρα;» ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς της που είχε βγει έξω στην αυλή και την αναζητούσε, όταν στη θέα του Βλαντ άφησε να της ξεφύγει ένα ουρλιαχτό, κάνοντας και την εγγονή της την μεγάλη να βγει έξω. «Ποιος είναι αυτός; Ραφ έλα εδώ τώρα!» τσίριξε η γυναίκα όταν η Γκρατιάνα από πίσω της είχε μείνει άναυδη και ακίνητη.

«Είναι φίλος μου» ψέλλισε το κοριτσάκι, όταν ο άνδρας πίσω της έβαλε δύναμη και πιάνοντας το τειχάκι, κατόρθωσε με δυσκολία να σταθεί στα πόδια του. «Είσαι καλά;» ρώτησε το κορίτσι θλιμμένα, όταν είδε την Γκρατιάνα να τρέχει προς το μέρος του.

Όλη αυτή συζήτηση και η εξομολόγηση του Χάινς, της είχε αγγίξει την καρδιά. Είχε σταθεί μπροστά του και τον είχε αγκαλιάσει, όταν πια είχε ειπωθεί όλη αυτή η πικρή ιστορία του πολέμου και όταν μπροστά στα μάτια όλων, είχε ανταμώσει με τον καρδιακό, παιδικό του φίλο. Η κοπέλα όμως είχε δώσει έναν όρκο στη Σχολή της. Να βοηθήσει έμμεσα τα παιδιά της νύχτας με όποιον τρόπο μπορούσε. Τώρα, ήταν βέβαιη πως μπροστά της είχε εκείνον. Τα μακριά του μαλλιά, τα σκληρά του χαρακτηριστικά, τα πράσινα μάτια του που καθρέφτιζαν τα δάση και αυτό το θάρρος που φώλιαζε καλά μέσα στη ψυχή του, μονάχα σε έναν άνθρωπο αντιστοιχούσαν και οι Ρουμάνοι τον γνώριζαν καλά.

«Πρίγκιπα Βλαντ!» φώναξε και ευθύς τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος κοίταξε γύρω του, με την όρασή του να είναι ακόμη θολή.

Οι ηλικιωμένοι είχαν μείνει να κοιτάζουν έντρομοι την εγγονή τους, η οποία αποκαλούσε αυτόν τον άνθρωπο πρίγκιπα.

Καθώς τον άγγιζε προκειμένου να τον στηρίξει, ένιωσε πως ένα κύμα αμηχανίας απλώθηκε τόσο στο πρόσωπο, όσο και στις κινήσεις του. Κάποτε, μπορούσε μονάχος να στέκεται στα πόδια του και πλέον τον στήριζαν άγνωστες κοπέλες σε αυλές σπιτιών που ο ίδιος είχε καταστρέψει. Αυτό από μόνο του αποτελούσε ντροπή μεγάλη. Κάπου εκεί όμως, τα λόγια του Χάινς ήρθαν για να ηχήσουν στο μυαλό του. Το τέλος πλησίαζε, ο θυμός του για την απροσεξία των φρουρών του που δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν τον Μεχμέτ, ολοένα και μεγάλωνε, μα εκείνος έπρεπε πια να γίνει πιο ανθρώπινος. Έπρεπε να το κάνει παρά τα ζωώδη ένστικτα που πάλευαν να εκδηλωθούν. Με το χέρι του, χάιδεψε διακριτικά το κεφάλι της μικρούλας.

«Συγχωρέστε με για την αυλή σας. Δεν είχα σκοπό να σας αναστατώσω» έβαλε το χέρι του στην καρδιά, εξαιτίας της δυσκολίας της αναπνοής του. Τότε, η Γκρατιάνα επιτέλους κατάλαβε. Κάτι πήγαινε λάθος, κάτι συνέβαινε και ο Βλαντ εξακολουθούσε να υπάρχει υπό τη σκιά της ιστορίας των βρικολάκων.

«Έχουμε πρωινό. Θα θέλατε να περάσετε, άρχοντα;» τον ρώτησε και η γιαγιά της φάνηκε πιο μπερδεμένη από ποτέ, με τον χειρότερο από όλους, τον παππού της που είχε αρπάξει ένα παλαιό, κυνηγετικό όπλο.

Στη θέα του, ο Βλαντ χαμογέλασε αχνά και με το ένα του χέρι, κατέβασε το όπλο προς τα κάτω. Η τηλεόραση εξακολουθούσε να αναφέρεται στα μεταφυσικά γεγονότα και ο Βλαντ την κοίταξε με δέος, όταν είδε το κάστρο του στην οθόνη και από κάτω, τη ερώτηση των δημοσιογράφων για την ύπαρξη του γνωστού θρύλου του Κόμη Δράκουλα.

«Δεν υπάρχει κανένας κόμης!» φώναξε και οι παππούδες κοιτάχτηκαν, με τα κορίτσια να χαμογελάνε.

«Είσαι εσύ, έτσι; Ζεις στο Μπραν;» τον ρώτησε η Γκρατιάνα και εκείνος ένευσε θετικά.

«Μα, πώς είναι δυνατόν; Δεν γίνεται, είναι ιστορία. Το κάστρο είναι ένα Μουσείο και εσύ έζησες τον 15ο αιώνα. Όχι, δεν μπορεί. Είσαι τρελός!» φώναξε ο παππούς της και ο Βλαντ με μία κίνηση, παραμέρισε τα μαλλιά του, δείχνοντας την ουλή γύρω από τον λαιμό του.

«Το τέλος μου είναι γνωστό, αποκεφαλίστηκα» του είπε και βγάζοντας το χοντρό ρούχο που φορούσε, φανέρωσε ένα λεπτό ένδυμα, σαν πουκάμισο όπου το κάθε κουμπί είχε επάνω του το σήμα του Τάγματος. «Μπορείτε να με ρωτήσετε οτιδήποτε επιθυμείτε. Γνωρίζω την ιστορία μου καλά. Αφήστε όμως να σας εξηγήσω» τους ζήτησε και κάθισαν αμήχανα γύρω από το ξύλινο τραπέζι του σαλονιού. Όταν η ιστορία είχε φτάσει στη μέση της, όλοι τους είχαν μείνει να τον κοιτάζουν χλωμοί και δύσπιστοι. Το μοναδικό πράγμα που αδυνατούσαν να αρνηθούν, ήταν η ομοιότητά του με το αληθινό ιστορικό πρόσωπο. «Με συμβούλεψαν να είμαι ο εαυτός μου και ειλικρινά, δεν γνωρίζω πώς αλλιώς οφείλω να συμπεριφερθώ» μονολόγησε, όταν ακούστηκε το κουδούνι του σπιτιού και στο εσωτερικό εισήλθε η μητέρα της Γκάμπι.

Με τους ηλικιωμένους ήταν γείτονες και καθώς είχαν πλούσιο μποστάνι και κήπους, πολλές φορές προμήθευαν τα γειτονικά σπίτια με φρέσκα λαχανικά και φρούτα, έναντι μικρού ανταλλάγματος. Στη θέα του Βλαντ, πάγωσε. Το πρόσωπό του ήταν ματωμένο, τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους και τα μαλλιά του ήταν λερωμένα με ξεραμένο αίμα. Η καρδιά της βούλιαξε. Αυτός ο άνδρας, ότι και να ήταν, πάλευε αδιάκοπα για την ασφάλεια της χώρας του και κατ' επέκταση του κόσμου. Ήταν ένα θέαμα που της προκαλούσε δέος και θλίψη. Οι ηλικιωμένοι παρατήρησαν ευθύς την οικειότητα ανάμεσά τους. Ήταν ολοφάνερο πως είχαν συναντηθεί ξανά.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Ντενίζα με φωνή που έτρεμε.

«Είμαι, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας» απάντησε εκείνος.

«Ποτέ σου δεν θα παραδεχτείς πως δεν είσαι. Έχεις κουραστεί και αυτό είναι ολοφάνερο. Δεν μπορείς μονάχος σου να κερδίσεις, όπως δεν μπόρεσες και τότε. Τα πράγματα τώρα όμως, είναι αλλιώς. Πες μας, τι μπορούμε να κάνουμε για εσένα;» τον ρώτησε και αντάμωσε με τα μάτια του για δευτερόλεπτα, ενώ αντίστοιχα εκείνος στα δικά της, αναγνώρισε την ομοιότητα με της κόρης της και η καρδιά του έχασε έναν χτύπο. Η ηλικιωμένη γυναίκα, τοποθέτησε το χέρι της μπροστά από το στόμα της, αδυνατώντας να πιστέψει τα γεγονότα που διαδραματίζονταν μπροστά της. Αντιθέτως οι εγγονές της, δήλωναν ενθουσιασμένες.

«Να μείνετε ασφαλείς» της απάντησε, ωστόσο η ηλικιωμένη είχε ακόμη μία ιδέα.

«Ο Βλαντ ήταν πάντοτε αγαπητός στο λαό μας. Γνωρίζουμε όλοι τι φήμες κυκλοφόρησαν για το όνομά σου, όμως εσύ, σύμφωνα με την ιστορία, πάλεψες με το θεριό, με όλες σου τις δυνάμεις, με θάρρος και πίστη για την γη αυτή. Είσαι ευπρόσδεκτος σε κάθε σπίτι του Μπραν, για όποτε θελήσεις καταφύγιο. Θα φροντίσουμε εμείς να ενημερώσουμε τη γειτονιά. Πρέπει ο κόσμος να μάθει πως υπάρχεις. Αν οι Οθωμανοί μας απειλούν και πάλι, τότε εμείς τους προκαλούμε να το τολμήσουν!» δήλωσε με θρίαμβο «Αρκετοί από εμάς, διαθέτουμε κυνηγετικά όπλα. Αν δούμε κάποιον περίεργο, δεν θα διστάσουμε» τελείωσε και ο Βλαντ για πρώτη φορά χαμογέλασε.

«Να ξέρετε, πως θα δώσω και τη ζωή μου για τη χώρα. Ο Μεσαίωνας πρέπει να δύσει» τους δήλωσε.

«Αν ήθελες να γίνεις άρχοντάς μας, εμείς σε ψηφίζουμε. Είδαμε και τα αποτελέσματα του σήμερα» ακούστηκε η φωνή του ηλικιωμένου άνδρα αυτή τη φορά και όλοι τους γέλασαν. Την στιγμή που ο Βλαντ αποχωρούσε, το χέρι της Ντενίζα για λίγο τον σταμάτησε.

«Είναι σπίτι» του ψιθύρισε και εκείνος χαμογέλασε αχνά.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro