Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Εκτός αν είναι ο ίδιος ο γιος του Διαβόλου/part 2

Άπαντες στο Ντούτραμ είχαν παγώσει. Ο Γουάιλαν και ο Χάρι στέκονταν ακουμπισμένοι σε μία πέτρινη κολόνα, στην κεντρική αίθουσα, ενώ ακόμη δέκα μαθητές των μεγαλύτερων ετών τριγυρνούσαν ανήσυχα. Η Βάνυα κατέβαινε τα σκαλιά δέκα-δέκα, μέχρι να φτάσει στα δύο αγόρια.

«Είδα και έπαθα για να ξεφύγω από την συγκάτοικό μου που είναι απλός άνθρωπος. Τι έγινε; Δεχτήκαμε επίθεση;» τους ρωτούσε.

«Είδαμε τον Παλουκωτή και καλά θα κάνεις για δική σου πνευματική γαλήνη και προστασία, να μην βγεις έξω μέχρι η Άλμπα και το Τάγμα του Δράκου να μαζέψουν τη συμφορά και να θάψουν τα πτώματα που ανεμίζουν. Ο Βλαντ τους παλούκωσε. Τους Σκοτεινούς εννοώ. Πάθανε μεγάλη συμφορά. Δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες πρακτικές γιατί πολύ απλά δεν ανήκουν στους βρικόλακες και δεν έχουν ιδέα από Μεσαίωνα» της είπε ο Χάρι που πάντοτε στεκόταν ψύχραιμος απέναντι στις καταστάσεις.

Από την κεντρική πόρτα, εμφανίστηκε η Γκάμπι χαμένη σε έναν άλλο κόσμο. Τα χέρια της είχαν γιατρευτεί, μα το μυαλό της αδυνατούσε να χωνέψει όλα όσα είχαν προηγηθεί.  Ο Γουάιλαν με ταχύτητα φωτός βρέθηκε δίπλα της, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Το δέρμα της είχε χλομιάσει απότομα και φαινόταν ταλαιπωρημένη. Με μία απαλή κίνηση, έδιωξε τις ιδρωμένες τούφες που είχαν κολλήσει στο μέτωπό της. Η ταχυπαλμία της δεν εννοούσε να καταλαγιάσει.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε αναστατωμένος καταλαβαίνοντας πως είχε παγώσει ολόκληρη. Ωστόσο, τα μάτια της εξακολουθούσαν να μην εστιάζουν οπουδήποτε αλλού, εκτός από τη γη. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της προστατευτικά, αγκαλιάζοντάς την και ακουμπώντας το μάγουλό του στην κορυφή του κεφαλιού της.

Για λίγο εκείνη έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στον σταθερό χτύπο μίας καρδιάς, που κάποτε στο παρελθόν είχε σταματήσει και τυχαία της δόθηκε μία δεύτερη ευκαιρία. Είχε ανάγκη να νιώσει λίγη ζεστασιά, μα καθώς οι εικόνες είχαν εξαφανιστεί από γύρω της, στο μυαλό της ζωντάνεψε ο εφιάλτης των παλουκωμένων. Τελικά η Μόνικα, ίσως και να είχε και δίκιο. Ήταν επικίνδυνος, μα ταυτόχρονα, απέναντί της άλλαζε και τιθάσευε όσο αυτό ήταν εφικτό, τον κακό του εαυτό. Απόψε, ο Ραντού είχε επιτεθεί στο κάστρο μαζί με τους υποστηρικτές του, ωστόσο κανένας δεν περίμενε την αντίδραση του Βλαντ. Σκεφτόταν τη μορφή του, που παρά τους ακραίους τραυματισμούς, τα δύο βέλη που είχαν σκίσει τη σάρκα του ποτισμένα με δηλητήριο και το ήδη υπάρχον τραύμα στο στήθος, που δεν έλεγε να κλείσει, έστεκε αγέρωχη στο ύψωμα, με μάτια οργισμένα, όρθια και έτοιμη για όλα. Ο Βλαντ δεν δίσταζε και δεν θα σταματούσε πουθενά. Αυτός ήταν, έτσι είχε μάθει, να μην αποκαλύπτει ποτέ και σε κανέναν, καμία αδυναμία.

Το σώμα της συσπάστηκε και στα αφτιά της ήρθαν ψίθυροι από την Άλμπα και τους υπόλοιπους. Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, αντίκρισε τον Γουάιλαν να εξακολουθεί να την βαστά, προκειμένου να μην αφεθεί έρμαιο των κρίσεων πανικού. Στο βάθος, ανάμεσα από τις λιλά, πένθιμες σημαίες, είδε τον Μίρτσεα με ρούχα σκισμένα και πρόσωπο χτυπημένο. Η ικανότητά της που λαγοκοιμόταν, της επέτρεψε να δει ξανά το αληθινό του πρόσωπο, τη στιγμή του θανάτου του, με το ένα μάτι βγαλμένο εντελώς και το άλλο χτυπημένο άσχημα. Προφανώς, η κακή ψυχολογική της κατάσταση και οι φόβοι της, είχαν πυροδοτήσει και την ικανότητα που από λάθος της χάρισε ο Ραντού. Ο Μίρτσεα την πλησίασε μαγκωμένος και το βλέμμα του έτρεξε για δευτερόλεπτα στον νεαρό βρικόλακα. Ο Γουάιλαν απομακρύνθηκε με τρόπο και επέτρεψε σιωπηλά στον Μίρτσεα να την πλησιάσει.

«Πως νιώθεις; Είναι ηλίθια η ερώτηση, το ξέρω» συμπλήρωσε καρτερώντας μία απάντηση.

«Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου τη φρίκη που θα μπορούσε να κρύβει το παρελθόν. Μπορεί να το άκουγα, μα είναι άλλο πράγμα να το βλέπεις μπροστά σου να συμβαίνει»

«Το γνωρίζω, μα αυτός είναι. Κάποτε, σαν ηγεμόνας, θα έλεγα πως με τον κόσμο του Τιργκοβίστε, είχε μία τυπική σχέση, τιμωρώντας ωστόσο σκληρά τα παραπτώματα. Μισούσε τους ληστές σε απίστευτο βαθμό, σε σημείο που εκείνοι εξαιτίας του τρόμου τους απέναντί του έπαψαν τη δράση τους και η Βλαχία θεωρήθηκε ο πλέον ασφαλής τόπος για το εμπόριο. Ο θάνατός μου του στοίχισε πολύ και εκδικήθηκε σκοτώνοντας τους ευγενείς. Επίσης, είμαι βέβαιος πως σου έχει ήδη μιλήσει για τον στρατό ανάγκης, που εκείνος ονόμασε Μεγάλο Στρατό. Προδομένος από το Ούγγρο τον Κορβίνο, αλλά και από την αδιαφορία των δυτικών δυνάμεων, ήταν μόνος απέναντι σε εξήντα χιλιάδες Τούρκους. Ο λόγος που ο στρατός τα κατάφερε αν και φτωχικός, ήταν εξαιτίας του. Φοβούνταν τόσο πολύ τον Βλαντ, που πολέμησαν και έτρεψαν σε φυγή τον ίδιο τον σουλτάνο ο οποίος τότε, ήταν κεφαλή του στρατού. Αναφέρομαι στον Μεχμέτ. Την νύχτα της δέκατης εβδόμης Ιουνίου πριν πεντακόσια χρόνια, οι ΄΄θεριστές΄΄ και ο Βλαντ, ξεπήδησαν μέσα από τις σκιές και διέλυσαν ξανά τους Τούρκους, αιφνιδιάζοντάς τους. Με το πρώτο φως της αυγής, είχαν χαθεί σαν τα φαντάσματα. Ο Βλαντ αγαπημένη μου Γκάμπι αυτός είναι. Μαέστρος του ψυχολογικού πολέμου, θαρραλέος κα ισχυρογνώμων. Ο Ούγγρος Κορβίνος τότε, τον πρόδωσε διπλά, φυλακίζοντάς τον και χρησιμοποιώντας τον σαν φόβητρο για τον σουλτάνο και διπλωματικό χαρτί. Του φέρθηκε σαν σκυλί, σαν άγριο θηρίο. Ανήκει στην εποχή του όμως και σπάνια έρχεται σε επαφή με το σήμερα. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει στον Ραντού να πλησιάσει και επιπλέον, ήθελε να δώσει ένα έμμεσο μήνυμα στον Μεχμέτ. Πως είναι ακόμη εδώ και ενεργός. Ωστόσο, θα πρέπει να πάω πίσω στο Μπραν. Έχει χτυπήσει άσχημα, μην κοιτάς που απέφυγε να το δείξει» τελείωσε και αποχώρησε.

Μαζί με εκείνον όμως, βγήκε και η κοπέλα που ειλικρινά δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Στο μυαλό της ηχούσαν τα λόγια του Ραντού, πως ήταν η αδυναμία του και πράγματι, παρά τη φρίκη που τον χαρακτήριζε, χέρι επάνω της δεν άπλωσε ποτέ, παρά μονάχα για την γιατρέψει, ή απλά να την κρατήσει. Μπροστά της στεκόταν η σκιά του Μπραν και από όσο μπορούσε να διακρίνει, το πεδίο της φρίκης είχε χαθεί. Τρέμοντας, ανέβηκε τα απότομα σκαλιά του Ντούτραμ και βρίσκοντας το δισκοπότηρο, το άγγιξε, για να μεταφερθεί στη υπερφυσική πλευρά. Εκείνο ωστόσο, την πέταξε εκτός του κάστρου αυτή τη φορά. Μάλλον ο αφέντης είχε φροντίσει γι' αυτήν την αλλαγή. Το τοπίο ήταν γνώριμο φυσικά και ίδιο, με τη διαφορά πως κάποια από τα παράθυρα του κάστρου φωτίζονταν, ενώ στην ανθρώπινη πλευρά, τέτοια ώρα έκλεινε, ως αξιοθέατο που ήταν.

Η Γκάμπι προχώρησε ωστόσο κατεβάζοντας το βλέμμα. Είδε παντού κηλίδες αίματος να έχουν ποτίσει το χώμα και να οδηγούν προς τις παρυφές των δασών. Τρομοκρατημένη, τις ακολούθησε και με βαριά καρδιά εισχώρησε μέχρι ένα σημείο στο δάσος των Καρπαθίων, όταν μέσα στη απόλυτη σιγαλιά εκείνης της αλλόκοσμης νύχτας, άκουσε τον ήχο μιας βαριάς αναπνοής και είδε ένα σώμα πεσμένο στο πλάι να αναπνέει με δυσκολία.

«Είσαι ξεροκέφαλη» άκουσε μία φωνή τρεμάμενη.

«Βλαντ;» τον φώναξε για να τον βρει πεσμένο στο έδαφος και ανίκανο να σηκωθεί. «Γιατί δεν πήγες στο κάστρο;» τον ρώτησε.

«Γιατί εδώ έξω κυκλοφορούσε ο Γκάρβευ. Ένας φθονερός Σκοτεινός. Τον κυνήγησα μα δεν είχα τη δύναμη να τον φθάσω. Απλώς τον τρόμαξα με τις παραισθήσεις. Έπειτα κατέρρευσα» της εξομολογήθηκε.

«Και γιατί δεν ζήτησες βοήθεια;»

«Ποτέ μου δεν το έχω κάνει. Αντιθέτως, μπορώ να την προσφέρω απλόχερα, όχι όμως να την ζητήσω» πρόφερε κοφτά και πάλεψε να στηριχτεί στα χέρια του.

Πόνοι ανείπωτοι όργωσαν το κορμί του ολόκληρο και τελικά κατέληξε απλώς γονατιστός μπροστά της, αδύναμος να σηκωθεί. «Σε μία τέτοια στάση, αν ήσουν ο εχθρός, θα μου έκοβες άνετα το κεφάλι» διαπίστωσε.

«Μα, αν ήμουν ο εχθρός, εσύ θα με κοιτούσες ίσια στα μάτια και ποτέ γονατιστός» του απάντησε και το διεισδυτικό του βλέμμα την κάρφωσε.

«Να πάρει Γαβριέλα... Δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι. Αλλά αυτός είμαι και δεν μπορώ να το αποβάλλω από μέσα μου. Ακόμη και τόσα χρόνια μετά, αιώνες, βλέπω εφιάλτες. Δεν έχω καμία ευχάριστη ανάμνηση από την ζωή μου σαν άνθρωπος. Τίποτε το ιδιαίτερο που θα μου δημιουργούσε κάποιο θετικό συναίσθημα, ικανό να με ηρεμήσει» τελείωσε και η Γκάμπι χαμήλωσε, πέφτοντας και εκείνη στα γόνατα, κοιτάζοντάς τον προσεκτικά.

Στα λόγια του δεν είχε απαντήσεις. Μονάχα έβγαλε από την τσέπη της ένα πακέτο υγρά μαντήλια που πάντοτε κουβαλούσε και πιάνοντας ένα τον ρώτησε:

«Μου επιτρέπεις;»

Τα μάτια του γυάλισαν στο αχνό φως του φεγγαριού.

«Γαβριέλα...» ψιθύρισε και τότε εκείνη ακούμπησε το μαντήλι στις πληγές του προσώπου του, καθαρίζοντάς τες. Εκείνος στεκόταν ακίνητος και αμίλητος, ίσως με χιλιάδες σκέψεις να στριφογυρίζουν στο κεφάλι του.

Μόλις τελείωσε, για λίγο μάζεψε το χέρι της πίσω και τον κοίταξε με κατανόηση. Η φρικτή πληγή στο στήθος του, ήταν σε άσχημη κατάσταση, το ίδιο και εκείνη στο χέρι του.

«Πάμε. Πρέπει να τις καθαρίσεις» του είπε και τον είδε να αιφνιδιάζεται.

«Εσύ; Θα έρθεις δηλαδή;» ρώτησε και την είδε να νεύει θετικά. Με κόπο στηρίχτηκε σε έναν βράχο για να σηκωθεί, δίχως να ζητά μήτε να δέχεται βοήθεια. Το βήμα του ήταν ελαφρώς ασταθές, μα πάλευε να το κρύψει.

«Μην προσποιείσαι μπροστά μου βοεβόδα. Ξέρω πως πονάς. Είναι ανθρώπινο» τον πείραξε και την κάρφωσε με πείσμα.

«Ανθρώπινο. Εγώ δεν είμαι άνθρωπος» της απάντησε με περηφάνια, σίγουρος πως είχε κατορθώσει να την αποστομώσει για τα καλά. Βαδίζοντας μπροστά της, άφησε ένα χαμόγελο να αυλακώσει το λερωμένο του πρόσωπο.

Ο Μπογκτάν έτρεχε με πετσέτες ειδικές και φάρμακα, για όσο η Γκάμπι καρτερούσε σε έναν καναπέ στην αίθουσα του τζακιού. Ο Βλαντ ήταν βουτηγμένος σε μία μπανιέρα, της οποίας το νερό είχε τώρα χρώμα άλικο. Τα μάτια του κοιτούσαν για πρώτη φορά με αηδία το αίμα που πλημμύριζε την μπανιέρα. Με αργές κινήσεις, βγήκε και σκούπισε προσεκτικά το μυώδες και χτυπημένο του κορμί. Δεν υπήρχε σημείο που να μην διαγραφόταν αμυχή, ουλή ή πληγή. Μέσα στο ημίφως κοίταξε την αντανάκλασή του και αναρωτήθηκε, τι γύρευε αυτή η κοπέλα στο κάστρο του. Το δικό της δέρμα ήταν αλαβάστρινο, σε αντίθεση με εκείνον που είχε καταντήσει χάρτης βασανιστηρίων. Με προσοχή σκούπισε το σώμα του και φόρεσε πρόχειρα ένα παντελόνι μαύρο από μαλακό ύφασμα. Τα έλαια των Αλχημιστών για την αντιμετώπιση του ασημιού είχαν κάνει καλή δουλειά. Ένα χτύπημα στην πόρτα, προοικονομούσε την άφιξη του Μπογκτάν, μονάχα που αντί για εκείνον εμφανίστηκε η Γκάμπι. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του, μα φυσικά δεν θα το φανέρωνε ποτέ.

«Γαβριέλα, είχα πει στον Μπογκτάν...» ξεκίνησε.

«Ξέρω, μα του ζήτησα να δει αν έχεις τελειώσει με το μπάνιο για να στείλει εμένα» πρόφερε πλησιάζοντας και τότε τον είδε να τινάζεται στην μπανιέρα μπροστά.

«Μην πλησιάζεις εδώ» της απαγόρευσε και ένιωσε μία αμηχανία τρομερή. «Θέλω να σου μιλήσω» της είπε στο τέλος και εκείνη κάθισε, αφού πρώτα του έδωσε τις πετσέτες, τις ποτισμένες με τα φάρμακα. «Κάποτε, σου είχα πει πως η επιθυμία μου ήταν να φύγω. Άκουσε με όμως. Η γνώμη μου δεν άλλαξε. Όταν ο Ραντού και ο Μεχμετ τελειώσουν, αν τελειώσουν πριν από εμένα, εγώ θα επιστρέψω πίσω στον τάφο μου. Αν ένας βρικόλακας επιθυμεί να αποχωρήσει από μόνος του τερματίζοντας τη ζωή του, δεν έχει παρά να επιστρέψει εκεί που θάφτηκε το σώμα του» τελείωσε και η Γκάμπι ένιωσε ένα μούδιασμα στα χέρια της.

Μέσα της, είχε για κλάσματα επιθυμήσει να μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Στη δήλωσή του όμως, έμεινε σιωπηλή. Το γνώριζε πως θα έφευγε, μα δεν ήθελε να το χωνέψει, κυρίως γιατί αυτόν τον άντρα, τον έβλεπε διαφορετικά. Ήταν μικρή ακόμη, άπειρη στον έρωτα, μα η καρδιά της τιναζόταν κάθε φορά που εκείνα τα μάτια, τα γεμάτα δέος και αγριάδα, κοιτούσαν την ψυχή της.

«Δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη» άκουσε τη σκέψη της «Μα αυτό σε πονά και το ξέρω» της είπε.

«Εσένα όχι; Δεν σε νοιάζει καθόλου;» τον ρώτησε ελαφρώς πιο επιθετικά.

«Δεν μπορώ να το αλλάξω όμως...»

«Δεν απάντησες στην ερώτηση. Αλλά γιατί να απαντήσεις; Οι ευαισθησίες ανήκουν στον άνθρωπο» πήγε να του γυρίσει την πλάτη φεύγοντας, και εκείνος της άρπαξε το χέρι.

«Δεν ξέρεις τίποτε για εμένα! Δεν γνωρίζεις τι μου στοιχίζει και τι όχι!» φώναξε με μάτια που γυάλισαν.

«Ακριβώς! Δεν σε ξέρω γιατί δεν θέλεις να σε μάθω!» αντιγύρισε εκείνη.

«Πράγματι δεν θέλω! Δεν θέλω να με μάθεις, ούτε να με καταλάβεις, ούτε να σκάψεις βαθύτερα στην κτηνώδη μου προσωπικότητα!»

«Υπέροχα. Αφού το ξεκαθαρίσαμε να πηγαίνω» απάντησε ήπια με μάτια βουρκωμένα. «Συγγνώμη για την ευαισθησία μου...»απολογήθηκε ειρωνικά καθώς έφευγε, μα άξαφνα συγκρούστηκε με το γυμνό του στέρνο. Με τα δύο του χέρια, αγκάλιασε το πρόσωπο της.

«Αυτό θέλω να αποφύγω. Τα δάκρυά σου. Αν με μάθεις καλύτερα, θα τα βλέπω συχνότερα να κυλάνε και δεν θέλω. Η ζωή σου τώρα ανατέλλει, τη στιγμή που η δική μου θα έπρεπε να έχει δύσει. Προτιμώ να με μισείς λοιπόν» ομολόγησε.

«Μα δεν σε μισώ...»ψιθύρισε εκείνη.

«Ούτε εγώ» της απάντησε και κλείνοντας τα μάτια του, άφησε στο μέτωπό της ένα παρατεταμένο φιλί.

Όταν η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της εκ νέου, τα οποία είχε σφαλίσει εξαιτίας της στιγμής, ο Βλαντ δεν υπήρχε πουθενά.

***

Όταν ο Λέοναρντ πέρασε την μικρή αυλόπορτα, χτύπησε το κουδούνι με χέρια που έτρεμαν. Τη στιγμή που άνοιξε ο πατέρας του, εξαιτίας του αιφνιδιασμού και της ταυτόχρονης συγκίνησης, ήχος δεν έβγαινε από το στόμα του. Μονάχα άφησε το χέρι του να κρέμεται, μέχρι που η μητέρα του βαδίζοντας στο μικρό καθιστικό, τον είδε. Για δευτερόλεπτα σάστισε, ώσπου τα ουρλιαχτά της πλημμύρισαν την γειτονιά. Οι τρεις τους έμειναν να κλαίνε αγκαλιασμένοι, με την παρηγοριά του ερχομού του και έχοντας πια κλείσει την πόρτα του σπιτιού πίσω τους.

«Μωρό μου; Πώς είναι δυνατόν; Πού ήσουν; Τι σου έκαναν;» ξεκίνησαν να ωρύονται ενώ στου Λέοναρντ το μυαλό, υπήρχε η εικόνα του Μίχαελ που λογικά θυσιάστηκε για την ασφάλεια τόσο τη δική του όσο και της αδερφής του. Τι στο καλό όμως θα εξηγούσε σε αυτούς τους ανθρώπους;

«Μπορούμε για αρχή να καθίσουμε; Επίσης αν υπάρχει κάτι να φάω..» ξεκίνησε αμήχανα και η μητέρα του εξαφανίστηκε, τρέχοντας στην κουζίνα και μονολογώντας πως τον έβλεπε χλομό και αδυνατισμένο.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Λέοναρντ κατάλαβε πως έπρεπε να δώσει εξηγήσεις και για την ακρίβεια, να πει την αλήθεια.

«Πιστεύετε στο μεταφυσικό;» έκανε την αρχή και ο πατέρας του ξεφύσησε.

«Ωχ, ξεκίνησες και εσύ το παραλήρημα γιε μου;» δυσανασχέτησε.

«Γιατί ποιος άλλος το έκανε;» τον ρώτησε.

«Ο παπάς του Αγίου Νικολάου» έσκουξε και ο Λέοναρντ πνίγηκε.

«Τι σας είπε δηλαδή;» ρώτησε τον πατέρα του γεμάτος αγωνία.

«Κάτι με παιδιά της νύχτας και βαμπίρ που αρπάζουν τα θύματα. Λέγε παιδί μου, ποια είναι η αλήθεια; Τι σου συνέβη;» συνέχισε να τον πιέζει και ο νεαρός στριφογυρνώντας το πιρούνι του στο πιάτο ξεκίνησε.

«Αυτός ο παπάς, είναι η αιτία του κακού»

«Το ήξερα πως είναι τρελός!» αναφώνησε ο πατέρας του.

«Όχι, δεν είναι μόνο τρελός μπαμπά, αλλά ούτε αυτό που δείχνει. Γνωρίζετε την ιστορία του Βλαντ του Παλουκωτή; Του Πρίγκιπα της Βλαχίας που κυνήγησε τους Τούρκους κάποτε και κυβέρνησε ένα διάστημα τη χώρα μας;» τους ρώτησε και αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Ναι, γιε μου, αλλά τι σχέση έχουν όλα αυτά; Φυσικά και τη γνωρίζουμε, εξάλλου, εξαιτίας του έρχονται στη Ρουμανία και στο κάστρο Μπραν οι τουρίστες» απάντησε η μητέρα του.

«Ε, λοιπόν ο Μεσαίωνας ζει. Ο πατέρας Γκρέγκορι είναι μάγος και για την ακρίβεια, αδερφός του Βλαντ, είναι ο Ραντού Ντράκουλα. Υπάρχουν και τα παιδιά της νύχτας, μα δεν είναι επικίνδυνα. Ο Ραντού θέλει να κατακτήσει ξανά τη Ρουμανία και αργότερα τον κόσμο. Στο πλάι του έχει τον Μεχμέτ τον Πορθητή, τον σουλτάνο Οθωμανό του Μεσαίωνα» έκανε παύση και ο πατέρας του ήρθε κοντά του για να τον μυρίσει.

«Περίεργο, δεν έχεις πιει ούτε καπνίσει τίποτε...» σχολίασε.

«Ξέρω πως δεν είναι εύκολο, μα είναι η αλήθεια. Γι' αυτό η αστυνομία δεν βρίσκει ίχνη εγκλήματος, αφού τα θύματα μοιάζουν να τηλεμεταφέρονται. Έτσι έπαθα και εγώ. Ήμουν σε ένα κελί μαζί με ένα βαμπίρ, τον Μίχαελ. Νομίζω σκοτώθηκε για να με προστατεύσει, εμένα και την Γκάμπι. Πόσο μου έλειψε..» πρόφερε με νοσταλγία, μα οι γονείς του ακόμη πάλευαν να καταλάβουν.

«Δηλαδή μας λες, πως οι πρίγκιπες και οι μεσαιωνικοί βασανιστές, ζουν;  Πώς είναι δυνατόν; Ο Βλαντ Ντράκουλα για την Ρουμανία θεωρείται εθνικός ήρωας, μα νεκρός εδώ και αιώνες. Έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι. Αποκλείεται!» φώναξε ο πατέρας του.

«Δεν μπορώ να σας προδώσω τα πάντα για τον μαγικό κόσμο. Ζουν ανάμεσά μας, αλλά δεν είναι όλοι εχθροί. Οι πρίγκιπες είναι αυτοί που έχουν το πρόβλημα και την πληρώνει ο κόσμος. Πρέπει να πεθάνουν για να κλείσει ο κύκλος του Μεσαίωνα, αλλιώς κινδυνεύουμε όλοι!» πάλεψε να τους πείσει και εκείνοι έπεσαν πίσω στην καρέκλα τους.

«Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό...» μουρμούρισε ο πατέρας του «Δεν γίνεται, δεν είναι φυσιολογικό. Πρέπει να ειδοποιήσουμε την αδερφή σου άμεσα, αρχικά για το γεγονός πως γύρισες. Τελευταία φορά που μιλήσαμε, ήταν μία χαρά. Ίσως την καλέσουμε για το σαββατοκύριακο να μείνει» αποφάσισε ο άνδρας και ο Λέοναρντ κάλεσε ευθύς την αδερφή του.

***

Η Ασημένια Πύλη, είχε πλέον καταστραφεί με την απελευθέρωση του Ραντού. Ο Μεχμέτ στεκόταν τώρα σε ένα ύψωμα ενός λοφίσκου, δίχως να έχει ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις του. Αν ο κόσμος της σημερινής Τουρκίας γνώριζε την ύπαρξή του, άπαντες θα δάκρυζαν, μιας που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μορφές της ιστορίας τους. Γεννήθηκε το 1432 στην Ανδριανούπολη. Ο πατέρας του ήταν ο σουλτάνος Μουράτ ο δεύτερος και η μητέρα του μία ασήμαντη σκλάβα. Εκείνος κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη και βγήκε νικητής. Ήταν συνετός και σώφρων, παρά το νεαρό της ηλικίας του και καλός ρήτορας. Μια χαρά έπειθε τους δικούς του να ακολουθήσουν την τρέλα του κατακτητή. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά, αφού τελικά μεγάλωσε με Ρωμιά μητέρα, θετή φυσικά, καθώς η βιολογική του πέθανε νωρίς. Σαν άνθρωπος, ήταν μια ξεχωριστή, χαρισματική και πολυτάλαντη προσωπικότητα. Ειδικά ο λαός του, έτσι τον έβλεπε. Ήθελε και πέτυχε να συνεχίσει την ιστορία της τότε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Στο σήμερα ωστόσο, ο κόσμος αποτελούσε μία σκακιέρα όπου όλα τα ισχυρά πιόνια είχαν πάρει τη θέση τους. Ο Μεχμέτ ήταν φιλόδοξος και προικισμένος, μα με μένος έβλεπε το αιώνιο αγκάθι του, τον Βλαντ, να στέκει απέναντί του. Στην ουσία, κατηγορούσε μέσα του την ανώριμη κίνηση του Ραντού, να παλέψει να τον φέρει στη ζωή με την επιθυμία να τον ελέγχει. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, έβλεπε τον εαυτό του ως βασιλιά μίας δικής του αυτοκρατορίας και τίποτε δεν θα στεκόταν εμπόδιο. Στο σημείο αυτό, όφειλε να ευχαριστήσει τον Ραντού που του χάρισε την αθανασία, καθώς οι δυο τους ανήκαν στους Σκοτεινούς. Στους μάγους που χρησιμοποιούσαν την δολιότητα και τις κολασμένες μεθόδους για να φτάσουν ψηλά. Ο Μεχμέτ όμως είχε δίψα για παγκόσμια επιβολή, ενώ ο Ραντού κοιτούσε μονάχα να βγάλει από την μέση τον Βλαντ, πάντοτε στέκοντας στο πλάι του. Αυτό φυσικά τον συνέφερε μιας που είχαν κοινό εχθρό.

Ατενίζοντας την ανατολή, ο νους του γύρισε πολλούς αιώνες πίσω. Σκεφτόταν το ανελέητο ξύλο που έτρωγε από τον πατέρα του, επειδή ήταν νόθος, γιος μίας τιποτένιας σκλάβας. Αρκετές φορές κόντεψε να τον σκοτώσει από το πολύ ξύλο, όμως εκείνος επέζησε. Τα αδέρφια του δολοφονήθηκαν και ο ίδιος σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών, κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα σουλτάνου. Με την θετή μητέρα του στο πλευρό του, ορκίστηκε να λάμψει και να αποδείξει την αξία του δημιουργώντας μία δική του αυτοκρατορία και τα κατάφερε. Κέρδισε την Κωνσταντινούπολη που του είχε γίνει έμμονη ιδέα και ξαγρυπνούσε παλεύοντας να την σχεδιάσει, ώστε να βρει τα τρωτά της σημεία. Αυτό θα γινόταν και με το Ντούτραμ που προστάτευε ο Ντράκουλα και που τον έκανε κάποτε να οπισθοχωρήσει αηδιασμένος, μπρος στο θέαμα των παλουκωμένων. Αυτός ο βοεβόδας ήταν αδίστακτος, μα εκείνος ήταν ισχυρότερος. Χάρη στον Ραντού, είχε μία δεύτερη ευκαιρία και τίποτε δεν θα του στεκόταν εμπόδιο. Με περηφάνια, βάδισε πίσω στις κατακόμβες. Δεν ήθελε να μείνει για πολύ εκεί και έπρεπε άμεσα να δυναμώσει. Από μακριά, είδε τον Ραντού να επιστρέφει γεμάτος αίματα.

«Ο Ντράκουλα;» τον ρώτησε μονάχα και ένευσε θετικά.

«Ήρθε ο καιρός να υποτάξουμε αυτόν και τον κόσμο. Η αυτοκρατορία σου θα ζωντανέψει με νέους όρους. Ο μαγικός κόσμος θα βγει από τις σκιές, μα οι περισσότεροι βρικόλακες θα σταθούν απέναντί μας. Πρέπει να τους τελειώσουμε και να στρέψουμε την οργή του κόσμου επάνω τους. Θα πολιορκήσουμε το κάστρο. Ο Βλαντ δεν θα θέλει να κάνει κακό στους απλούς Ρουμάνους και θα έρθει σε δύσκολη θέση. Όμως εσύ χρειάζεσαι δύναμη. Πάρε το αίμα μου» του πρότεινε και ο Μεχμετ τον κοίταξε.

Οι δυο τους είχαν μία τέλεια επικοινωνία. Ο Ραντού ποτέ δεν τον έκρινε για αυτό που ήταν και ας ήξερε πως ήταν νόθος και πως ο πατέρας του δεν τον εκτιμούσε. Τα τότε χρόνια του Μεσαίωνα ήταν σκοτεινά και στην οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχαν τα εκλεκτά αγόρια για τους σουλτάνους και τους γιους τους. Τον Ραντού τον είχε ξεχωρίσει. Η ομορφιά του ήταν απαράμιλλη, το ίδιο και ο καλός του χαρακτήρας. Σχεδόν μαζί μεγάλωσαν στην αυλή του σουλτάνου. Τώρα του πρόσφερε το αίμα του, μα δίσταζε. Ήταν ήδη εξασθενημένος από την μάχη με τον Βλαντ.

«Γίνε καλά πρώτα» του απάντησε και οι δυο τους αποχώρησαν προς το εσωτερικό, στο σημείο που βρίσκονταν τα κελιά. Όλο ευθεία και μέσα από τα ανορθόδοξα λαξευμένα τούνελ,υπήρχε μία αρένα και δωμάτια σκαλισμένα μέσα στη γη, όπου έμεναν οι Σκοτεινοί.Η ώρα τους πλησίαζε, μα για την επίθεση στο Ντούτραμ και στο Μπραν ή στο Ποενάρι, χρειάζονταν ένα σχέδιο.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro