Βοήθεια από το έρεβος/part 5
Η αναμέτρηση μεταξύ λεόντων ήταν κοντά και η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι και κάρβουνο αναμμένο. Η κάθε μορφή είχε τους στόχους της, μα το σίγουρο ήταν πως το μεσαιωνικό όραμα, δεν φαινόταν να εγκαταλείπει κανέναν από τους δύο. Ο Βλαντ επιθυμούσε να προστατεύσει τα εδάφη του ως το τέλος και ο Μεχμέτ να δει τον θρύλο της δύναμής του να αναβιώνει. Η Γκάμπι για εκείνον ήταν στόχος βασικός. Είχε δει τον Ντράκουλα να λιποψυχά μπρος στο όραμα του βασανισμού της και ήταν απλώς μία εικόνα που δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Η κίνησή του τώρα θα ήταν άμεση, προτού ο Βλαντ φτάσει από το κάστρο του στο σπίτι της. Η μαγεία που παλλόταν μέσα του σαν ζωντανή καρδιά, ήταν πανίσχυρη. Τόσο εκείνος, όσο και ο Ραντού μπορούσαν να παίξουν με τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η Γκάμπι θα ήταν εύκολη υπόθεση, ειδικά αν κοιμόταν ρίχνοντας τις άμυνές της. Δεν χρειαζόταν να διαθέτει δικό της αντικείμενο για να την εντοπίσει. Η μαγεία του νου του ήταν ικανή να δραπετεύσει και να την φτάσει. Να διεισδύσει στον ύπνο της, φανερώνοντάς της εικόνες όμορφες, λιβάδια ολάνθιστα, προτρέποντας το χαμόγελό της να την εμψυχώσει και να την κάνει να κατέβει αργά από το κρεβάτι της, ακολουθώντας την ονειρική εικόνα.
Ο ίδιος, είχε ήδη φτάσει κοντά στο χωριό, ντυμένος ανατολίτικα με έναν τρόπο που έκανε την εικόνα του μοναδική. Όπως το είχε σκεφτεί, η κοπέλα υπνοβατούσε, παρασυρμένη από τις γλυκές και τρυφερές εικόνες εξερεύνησης ενός τοπίου μαγικού. Ο Βλαντ δεν θα προλάβαινε. Το κάλεσμά του ήταν ισχυρό και τα μάτια του είχαν σχεδόν αποκτήσει ένα χρώμα πυρακτωμένου κεχριμπαριού. Η γειτονιά ήταν βυθισμένη στην ησυχία, η ομίχλη χόρευε απόκοσμα και η ατμόσφαιρα μύριζε λιωμένα φύλλα και χώμα υγρό. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, πάντα κάνοντας ένα ποδαρικό μελαγχολίας. Λίγα λεπτά αργότερα, είδε την λεπτή της σιλουέτα να λικνίζεται στις ψεύτικες εικόνες που της δημιουργούσε.
Την κοίταξε και χαμογέλασε. Έμοιαζε με ένα συνηθισμένο κορίτσι. Ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι που η τύχη μάλλον έριξε στο πλέγμα της μαγείας. Όταν πια είχε φτάσει χιλιοστά μπροστά του, διέλυσε ευθύς το όνειρό της και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, κυριευμένα από τρόμο. Το κρύο ήταν υπερβολικό και εκείνος σιωπηλός της έδωσε ένα παράξενο πανωφόρι που μύριζε έντονο, αντρικό άρωμα, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να σου ζωγραφίσει τους αμμόλοφους της ερήμου στην φαντασία. Εκείνη τον κοιτούσε θέλοντας μάλλον να ουρλιάξει, μα έχοντας αντιμετωπίσει πια πολλά δεινά και σε μικρό χρονικό διάστημα, δίχως να αγγίζει το ένδυμα, σούφρωσε τα φρύδια της με μίσος.
«Ξέρω ποιος είσαι. Πώς βρέθηκα εδώ; Τι θέλεις από εμένα;» τον ρώτησε απότομα, ωστόσο εκείνος φάνηκε να διασκεδάζει με την αυθάδειά της. Αν βρίσκονταν στο τότε, θα ήταν αναγκασμένη να τον προσκυνήσει. Στο σήμερα όμως, τα πράγματα ήταν αλλιώς.
«Ήθελα να σε γνωρίσω. Βάφτισέ το περιέργεια, δεν έχω κανένα πρόβλημα» αποκρίθηκε.
«Πολύ καλά. Με είδες. Τώρα ή άφησέ με να φύγω, ή πες μου τι μου ζητάς στ' αλήθεια» πρόφερε με θάρρος ζηλευτό για ένα κορίτσι στην ηλικία της.
«Μπορώ να καταλάβω απόλυτα τι βρήκε σε εσένα ο Παλουκωτής. Είσαι κάτι το ξεχωριστό. Κάτι σπάνιο σαν τα λουλούδια της ερήμου. Τι γνωρίζεις όμως εσύ για εμένα;» τη ρώτησε και ειλικρινά δυσκολεύτηκε να απαντήσει ευθύς αμέσως. «Ξέρω. Είμαι σαφώς εκείνος που είχε το μεγάλο όραμα. Το όραμα μιας αυτοκρατορίας. Ποιος όμως ηγέτης δεν οραματίζεται να φτάσει τον λαό του στην κορυφή; Κανείς δεν ήταν αναμάρτητος Γκάμπι ή μήπως προτιμάς το Γαβριέλα;» την ειρωνεύτηκε.
«Δεν με αφορούν τα όσα λες. Έχεις βάλει σκοπό να θέσεις τον κόσμο και τα κεκτημένα του Βλαντ υπό την επιρροή σου. Εσύ και ο προδότης αδερφός του ευθύνεστε για όλα. Για την εξαφάνιση του αδερφού μου, για όλες τις εξαφανίσεις που έχουν γίνει δίχως επιστροφή!» φώναξε και τον άκουσε να καγχάζει.
«Μπορώ να σε βεβαιώσω, πως αρκετοί που ποτέ δεν επέστρεψαν, απλώς θέλησαν να ταχτούν με το μέρος μου. Όλοι κυνηγούν τη λάμψη. Τους αρέσει και από τη στιγμή που διαθέτουν την ευκαιρία, τότε γιατί όχι; Σε όλα υπάρχει ένα άσπρο και ένα μαύρο. Μερικές φορές είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους. Μπορεί στα σίγουρα να διέπραξα εγκλήματα, μα αυτός που έχεις ερωτευτεί δεν είναι άγιος. Παλούκωνε εχθρούς και αντιφρονούντες. Πιστεύεις πως είναι αρκετά δίκαιο να σε παλουκώσει κάποιος, απλώς και μόνο γιατί ας πούμε του ξόδεψες τον χρόνο; Μάλλον όχι. Όλοι τέρατα είμαστε. Είναι στη φύση μας. Εσύ όμως έχεις επιλέξει να χωθείς στην αρένα» έκανε μία παύση «Θα με ακολουθήσεις κάπου;» τη ρώτησε και για λίγο η κοπέλα ένιωσε μία στεναχώρια να πλακώνει το στήθος της.
Μία αδιευκρίνιστη στεναχώρια. Έχοντας αφεθεί για λίγο στη ροή της ιστορίας, ένευσε θετικά και ο Μεχμέτ έφτιαξε γύρω τους την εικόνα ενός λαμπρού ανακτόρου. Του Τοπ Καπί. Η χλιδή ήταν αναμφίβολη και η κοπέλα τριγυρνούσε στους χρυσοποίκιλτους χώρους, στις ανατολίτικες ζωγραφιές, στους ολάνθιστους κήπους.
«Η μητριά μου, την οποία εγώ αποκαλώ ΄΄μητέρα μου΄΄, ήταν Χριστιανή. Έγραφα στα ελληνικά, μου άρεσε. Από μικρή ηλικία είχα μάθει το Πάτερ Ημών και μάλιστα, όταν ο πατέρας μου με άκουσε μία φορά να το λέω, έφαγα πολύ ξύλο. Ο πατέρας μου με έριξε στα βαθιά από τα δώδεκα. Αναλογίσου στο σήμερα ένα παιδί δώδεκα χρονών, να γίνεται βασιλιάς. Αρκετοί δολοπλόκοι με κοιτούσαν με μισό μάτι, όμως εκείνη, η μητέρα της καρδιάς μου, προλάβαινε κάθε κακό. Όπως ήταν φυσικό ζήτησα από τον πατέρα μου να επανέλθει στην εξουσία, για να μου δοθεί ξανά όταν θα ήμουν στην ηλικία σου. Δεν σου κρύβω πως είχα όραμα να κατακτήσω την Πόλη, η οποία είχε δεχτεί άπειρες απόπειρες εισβολών, εξαιτίας κυρίως της στρατηγικής της θέσης. Κανείς όμως δεν αναφέρεται στην βιαιότητα και βαναυσότητα των προηγούμενων, αυτό δεν σημαίνει φυσικά, πως δεν έκανα το ίδιο. Ήμουν είκοσι ένα όταν μπήκα στην Πόλη. Ο πόλεμος είναι βίαιος πάντοτε και στο στόχαστρο μπαίνουν αθώοι. Όλα αυτά που βλέπεις, στο σήμερα γνωρίζουν παρακμή. Ονειρεύομαι ακόμη τον ρόλο μου ως κατακτητή και ο Βλαντ είναι το μεγάλο μου εμπόδιο. Να ξέρεις πως δεν τον φοβάμαι. Απόψε, ζήτησα να σε δω, κυρίως για σου πω τα εξής. Πως δίπλα σου έχεις επιλέξει ένα τέρας. Δεν ανήκεις στον κόσμο μας και καθώς είσαι γενναία, σε εσένα και μόνο δίνω το περιθώριο να μην μπλεχτείς στα σχέδιά μου. Γύρνα σπίτι σου και ξέχασε την ιστορία. Θα καταστραφείς στο τέλος. Ο Βλαντ δεν αποτελεί το μέλλον, μα το παρελθόν. Συνέχισε μπροστά και υπόσχομαι πως δεν θα σε πειράξω. Αν όμως σταθείς εμπόδιο, δεν θα διστάσω να σε βγάλω από τη μέση. Μπορείς να πηγαίνεις και να θυμάσαι: κάποιος που παλουκώνει και βασανίζει απάνθρωπα, είναι εξίσου τέρας με εμένα που μισείς και απεχθάνεσαι. Άσε την καρδιά σου στην άκρη, μερικές φορές μας παραπλανά και μας βγάζει από τον δρόμο τον ορθό» τελείωσε μειδιώντας απόκοσμα και όλα γύρω της στροβιλίστηκαν απότομα. Βρέθηκε να στέκεται μονάχη της, σε έναν δρόμο έρημο, με το πανωφόρι του Πορθητή στους ώμους, πιο μπερδεμένη από ποτέ.
Κοίταξε το σπίτι της και αναρωτήθηκε πώς στο καλό είχε κατορθώσει να πηδήξει από το παράθυρο υπνοβατώντας. Λίγο μετά την αποχώρηση του Βλαντ, μονάχα ο Λέοναρντ είχε μπει στον κόπο να μείνει λιγάκι μαζί της. Η Παρασκευή πλέον είχε τελειώσει, ξημέρωνε Σάββατο και εκείνη αν θα κατόρθωνε να αναχωρήσει πια από το σπίτι της, θα ήταν Δευτέρα ξημερώματα για μεγαλύτερη ασφάλεια. Το δωμάτιό της βρισκόταν ένα πάτωμα κάτω από την σοφίτα, ωστόσο δίχως μαγικό σπρώξιμο, της ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσει, χωρίς να κινδυνέψει να τσαλακώσει κανένα οστό. Αποκαμωμένη, κάθισε στα μπροστινά σκαλοπάτια της πόρτας τους. Τα φώτα ήταν όλα κλειστά και καθώς υποπτευόταν, η μητέρα της είχε παρατήσει όλα τα πιάτα στο νεροχύτη εξαιτίας της σύγχυσης. Δεν ήταν δα και λίγο για μία γυναίκα απλή, να πληροφορείται την ύπαρξη του φανταστικού, μα και την αδυναμία της κόρης της σε ένα ιστορικό πρόσωπο, περικυκλωμένο από παρελθόν αιματοβαμμένο.
Τα λόγια του Μεχμέτ ήχησαν στ' αφτιά της ξανά. Πως όλοι τους είχαν διαπράξει εγκλήματα και ήταν λογικό. Οι εποχές ήταν διαφορετικές, οι συνθήκες το ίδιο. Κανένας τους δεν ήταν κατά συρροή δολοφόνος, μα μαχητές, ηγέτες, σουλτάνοι της ανάλογης χώρας, σε μία περίοδο που οι κατακτητικοί πόλεμοι άνθιζαν και που τα παιδιά από τα δώδεκα εκπαιδεύονταν για να πιάσουν όπλο στα χέρια τους, να διοικήσουν ή να σκοτώσουν. Το μεγάλο ερώτημα τελικά ήταν, τι ακριβώς παρίστανε εκείνη ανάμεσά τους; Είχε στα σίγουρα κάποιες δυνάμεις, σχεδόν ανεπανάληπτες, όπως ας πούμε το να βλέπει ακόμη και παρελθοντικές στιγμές των ανθρώπων, αγγίζοντας κάποιο προσωπικό αντικείμενο, κάτι που ο Βλαντ δεν μπορούσε να κάνει. Ο Μεχμέτ στην ουσία, την είχε παγιδέψει ανάμεσα στην εμπλοκή της στον πόλεμο που πλησίαζε και την προσωπική της ασφάλεια, τόσο τη δική της όσο και της οικογένειάς της. Το δίλημμα ήταν τεράστιο και η Γκάμπι δεν ήταν βέβαιη κατά πόσο μπορούσε να ρισκάρει τη ζωή των δικών της ανθρώπων, για κάποιους που αργά ή γρήγορα θα χάνονταν και μάλιστα ήταν αποφασισμένοι γι' αυτό.
Ένας θόρυβος αμυδρός, την έκανε να τιναχτεί για να δει την απόκοσμη σκιά του Βλαντ να ξεπροβάλει, χτυπημένη, με μία έκφραση που δήλωνε κούραση, θυμό και ανησυχία. Τον κοίταξε προσεκτικά και έμοιαζε άξαφνα σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Σε τι σημείο είχε φτάσει τη ζωή της δεχόμενη όλα τα μαθήματα προστασίας μυαλού και σκέψεων δεχόμενη τα συναισθήματα που κόχλαζαν μέσα της, καίγοντάς την ολόκληρη; Λάθος. Όλο αυτό ήταν λάθος.
«Γαβριέλα... Ανησύχησα» άκουσε τη φωνή του, μα μέσα της δεν ελλόχευε τώρα πια η αλλοτινή ζεστασιά. Ο Βλαντ ήταν ιδιαιτέρως οξυδερκής και είχε ευθύς αντιληφθεί την παράξενη αμηχανία της κοπέλας. «Τι κρύβεις πίσω από την πλάτη σου;» την ρώτησε κοφτά, εννοώντας φυσικά το ένδυμα του Πορθητή.
Καθώς ψέματα δεν χωρούσαν και η Γκάμπι το γνώριζε, αμίλητη του έδειξε το πανωφόρι που της είχε δανείσει ο Μεχμέτ, με τον Βλαντ να το αρπάζει στον αέρα και να το καίει επιτόπου.
«Ήρθε και με βρήκε» ψέλλισε εκείνη, ένα ρίγος ξεκίνησε να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της.
«Με φοβάσαι;» τη ρώτησε στα ξαφνικά και εκείνη περιήλθε σε ακόμη δυσκολότερη θέση.
«Όχι, γιατί το λες αυτό;» πρόφερε όσο πιο καθαρά μπορούσε.
«Γιατί ψεύδεσαι και σου έχω πει πλειστάκις, πως σιχαίνομαι τα ψέματα. Κάτι άλλαξε και το νιώθω. Δεν θέλω να διαβάσω τις σκέψεις σου, υποτίθεται πως μεταξύ μας υπάρχει εμπιστοσύνη. Μπορείς να μου πεις λοιπόν, τι συνέβη όσο εγώ μετρούσα τα δευτερόλεπτα να προλάβω να σε φτάσω πριν από τον σουλτάνο;» τη ρώτησε παγερά και για τελευταία φορά, τα μάτια της έψαξαν ανάμεσα στα δάση τα δικά του, μήπως και εντόπιζαν εκείνο το φως της πανσελήνου που κάποτε ζέσταινε την καρδιά της. Μάταια όμως, καθώς η ομίχλη φαινόταν να έχει κάνει κατάληψη στο εσωτερικό τους.
«Εντάξει, ήρθε ο Μεχμέτ και με συνάντησε. Μου είπε μία αλήθεια. Πως όλοι σας στη ουσία έχετε διαπράξει εγκλήματα και σφαγές. Όλοι κρύβετε....αυτό το...»ψέλλισε αδύναμη να συνεχίσει και παγερός αέρας σηκώθηκε που έκανε το κορμί της να ανατριχιάσει.
Στο βάθος, η φιγούρα του Μπραν έστεκε φωτισμένη, σκαρφαλωμένη πάνω από τις εβένινες σκιές των ελάτων και των δέντρων των Καρπαθίων. Ο Χειμώνας έδειχνε τις διαθέσεις του και ας μην είχε φτάσει ακόμη. Το χωριό της εξάλλου, βρισκόταν χτισμένο σε υψόμετρο και τα βράδια ήταν παγωμένα και ποτισμένα με την φρεσκάδα του οξυγόνου. Η θέα λοιπόν του κάστρου, πλέον της προκαλούσε πόνο. Η πανσέληνος έλαμπε σε έναν καθάριο, αστροκέντητο ουρανό και μπροστά της ο άνδρας καρτερούσε μία εξήγηση. Τα μακριά του μαλλιά κυμάτιζαν ανέμελα, άγρια, ατίθασα όσο ατίθασος ήταν και ο χαρακτήρας του. Καθώς οι λέξεις δεν σκαρφάλωναν στο στόμα της, συμπλήρωσε εκείνος τη σκέψη που έβλεπε να υποβόσκει μέσα της.
«Αυτό το τέρας. Έτσι είναι και ποτέ δεν πάλεψα να το κρύψω ούτε παρίστανα κάποιον άλλο. Την ιστορία μου τη γνωρίζεις, παλούκωσα, τιμώρησα, βασάνισα, πολέμησα, προδόθηκα και πόνεσα και τέλος αποκεφαλίστηκα. Αυτός είμαι, μα κατά πώς φάνηκε, τα λόγια του Μεχμέτ είχαν πάνω σου πιο μεγάλη επιρροή από όσο θέλεις να παραδεχτείς. Ωστόσο, δεν θα σε πιέσω, δεν έχω το δικαίωμα. Δική μου η ιστορία, δική μου και η υπόθεση. Πίστεψα απλώς πως για μία φορά, σε όσο καιρό μου απομένει, ίσως τελικά να μην ήμουν μόνος. Ίσως κάποιος αποδεχόταν την προσωπικότητά μου. Δεν μπορώ όμως να περιμένω κάτι τέτοιο από εσένα. Είσαι μικρή για τον Μεσαίωνα και ευαίσθητη για να αντέξει η καρδιά σου τις θηριωδίες. Κάποτε θα το θεωρούσα μειονέκτημα, πλέον δεν είμαι βέβαιος. Ο Μεχμέτ είμαι σίγουρος, πως σε αντάλλαγμα σου πρόσφερε την ασφάλειά σου. Μην το σκεφτείς δεύτερη φορά Γαβριέλα. Δεν αξίζω τόσο για να χάσεις την οικογένειά σου. Εκείνη θα πορευτεί δίπλα σου, εγώ όχι» της είπε και δίχως ούτε ένα αντίο, είδε τη μορφή του περικυκλωμένη από τον άνεμο και τα πεσμένα φύλλα που χόρευαν ρυθμικά γύρω του, κυκλώνοντάς τον μαγικά, να απομακρύνεται και σταδιακά να χάνεται.
Δάκρυα σκαρφάλωσαν στα μάτια της και άφησε το σώμα της να πέσει ίδιο νεκρό στο σκαλοπάτι που καθόταν εδώ και τόση ώρα. Από το παράθυρο του δικού του δωματίου, ο Λέοναρντ είχε παρακολουθήσει την άφιξη και την αναχώρηση του Ντράκουλα και του ήταν σχεδόν αδύνατο να το πιστέψει πως τον είχε αντικρίσει με σάρκα και οστά.
***
Ο Χάρι κοιμόταν αγκαλιά με τη Μόνικα, όταν άκουσε τον ήχο από βήματα που πλησίαζαν. Ήταν η Άλμπα μαζί με έναν γιατρό Αλχημιστή που επιθυμούσαν να ρίξουν μία ματιά στην υγεία του νεαρού.
«Όπως βλέπετε, είναι παραπάνω από καλά» παρατήρησε η Άλμπα και η Μόνικα τινάχτηκε. «Να φανταστείτε πως επιτρέπει σε αυτήν την νεαρή να βλέπει τη μαγική του αμφίεση» συνέχισε καθώς η Μόνικα είχε αποκοιμηθεί με το καπέλο αγκαλιά.
«Κυρία Άλμπα..» έσκουξε ο Χάρι.
«Χαίρομαι που είσαι καλά. Ο φίλος σου ο Γουάιλαν έχει φύγει για λίγο, αναζητώντας βοήθεια από τους βρικόλακες του Σάνταουκλιφ. Θα επιστρέψει εντός ημερών καθώς σε χρειάζεται για κάτι. Έτσι μου είπε τουλάχιστον» πρόφερε η Άλμπα και ο Χάρι χαμογέλασε που ο βρικόλακας δεν είχε πει λέξη για τη φιλοσοφική λίθο.
Πράγματι, ο Γουάιλαν είχε ταξιδέψει μέχρι τη Βρετανία με πλαστή ταυτότητα. Ο καιρός της επαρχίας ήταν μουντός και ομιχλώδης, ενώ η χαρακτηριστική υγρασία εισχώρησε στα κόκκαλα του. Είχε πολύ καιρό να πατήσει το πόδι του εκεί. Στην λακκούβα μίας πεδιάδας και περιτριγυρισμένο από δάση βαθυπράσινα που στόλιζαν άγρια τους χαμηλούς λόφους, εμφανίστηκε το Σάνταουκλιφ, με τους απόκοσμους, απέθαντους κατοίκους του. Σχεδόν κανένας δεν του έδωσε σημασία και ο ίδιος βάδισε στο πλακόστρωτο, κατευθυνόμενος στο διαμέρισμα που νοίκιαζε κάποτε και εξακολουθούσε στην περίπτωση που χρειαζόταν να επιστρέψει για τα καλά. Παραμερίζοντας την ξύλινη πόρτα, με το χερούλι σε σχήμα νυχτερίδας για εντυπωσιασμό, ανέβηκε στη στενή σκάλα, με τη βρόμικη μοκέτα απλωμένη στα σκαλοπάτια της, προκειμένου να φτάσει στον δικό του όροφο. Με ένα παλαιωμένο, σκαλιστό κλειδί, άνοιξε την πόρτα του και ευθύς την έκλεισε. Στα αριστερά του, ακουμπισμένο επάνω σε ένα σώμα θέρμανσης, βρισκόταν ένα παγούρι του βρετανικού στρατού, όπου επάνω στα πάνινα λουριά του, ήταν χαραγμένη η ημερομηνία 1941 καθώς και ένα σακίδιο ώμου με την ίδια ημερομηνία. Μέσα του δεν είχαν κοπάσει πλήρως οι σκηνές του πολέμου και η αγωνία, το ψύχος του Χειμώνα, οι εν ψυχρώ εκτελέσεις, οι ομαδικοί τάφοι.
Βγαίνοντας από το σπίτι του, περιπλανήθηκε κοντά στα δάση της περιοχής, όπου θυμόταν αμυδρά πως είχε θαφτεί. Η ανατριχίλα ήταν ολοφάνερη στο σώμα και το πρόσωπό του, μέχρι που από τις ομίχλες, ξεπρόβαλε μία γνώριμη φιγούρα. Ήταν ο νεαρός άνδρας που τον είχε αναστήσει κάποτε. Τα μάτια του είχαν το ίδιο σκληρό ύφος με τότε, τίποτε δεν είχε αλλάξει.
«Εσύ...» ψέλλισε ο Γουάιλαν «Ποτέ δεν μου είπες το όνομά σου. Με έφερες μέχρι το Σάνταουκλιφ και παρέμενες πάντοτε σιωπηλός. Πώς ήξερες πως θα ερχόμουν;» τον ρώτησε.
«Δεν ήταν δύσκολο. Σε είδα. Μένω μόνος μου, χρόνια τώρα σε αυτά τα δάση. Έχω σκύλους για παρέα, μου δημιουργούν ζεστασιά. Οι άνθρωποι πλέον με τρομάζουν και ας είμαι υπεύθυνος των βρικολάκων εδώ. Δεν έχω πολλά πάρε δώσε, μονάχα τα βασικά για τις ανάγκες του τόπου» του απάντησε και ο Γουάιλαν κατάλαβε πως θα έπρεπε να μιλήσει μαζί του για τυχόν βοήθεια. «Τι ήταν αυτό που σε έβαλε να χαράξεις το ΄΄ναι΄΄;» τον ρώτησε ο άνδρας και ο Γουάιλαν τον κάρφωσε αμήχανα.
«Ο φόβος του θανάτου που έσπερνε ο πόλεμος» του απάντησε.
«Ήσουν βρετανός στρατιώτης;» τον ρώτησε και ένευσε θετικά. «Εγώ ήμουν Πολωνός, μα το αίμα μου ήταν και εβραϊκό. Βρέθηκα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μα από όσο κατάλαβα, δεν πρέπει να κατέληξα μετά θάνατον σε κρεματόριο, αλλιώς δεν θα ερχόμουν πίσω στη ζωή. Το ΄΄ναι΄΄, το χάραξε ο αδερφός μου επάνω μου, με την ελπίδα να αναστηθούμε σε μία άλλη ζωή. Όπως και σε εσένα, έτσι και σε εμάς είχαν φτάσει οι ιστορίες των βαμπίρ από πριν τον πόλεμο ακόμη. Λογοτεχνικές αηδίες τις χαρακτήριζα, μα όταν η μυρωδιά του θανάτου σε κυκλώνει, και ειδικά με φόντο τα βουνά πτωμάτων, ακόμη και αυτές οι ιστορίες έχουν μία γεύση ελπίδας. Ο αδερφός μου δεν γνωρίζω πού βρίσκεται. Έπαψα να του μιλώ, καθώς δεν ήθελα να επανέλθω. Εκείνος το επέλεξε και όταν κατέληξα σε ομαδικό τάφο, κάποιος με βρήκε καθώς φαίνεται. Το Σάνταουκλιφ, αποτελείται από αναστημένους στρατοπέδων κυρίως. Τα θυμάμαι όλα. Πριν να μεταφερθούμε στο στρατόπεδο, υπήρχε ένας εκεί ειδικός, ο οποίος σου χάραζε τον αριθμό σου. Ήταν δύο πένες, η μία πάνω στην άλλη. Η μία τρυπούσε το δέρμα και η άλλη έχυνε το μελάνι από πάνω. Ο αριθμός μου ήταν ο 109565. Αυτό ήταν το όνομά μου και όχι Χάινς. Τα κρεματόρια, βρίσκονταν όλα στο παραπλήσιο γειτονικό στρατόπεδο του Birkenau. Εκεί ήταν η μεγάλη παραγωγή του θανάτου και ήταν πολλά. Ήταν πέντε μεγάλα εργοστάσια, πέντε μεγάλες καμινάδες, που ξερνούσαν αλύπητα καπνό μαύρο την ημέρα και τη νύχτα φώτιζαν κατακόκκινο όλο το χώρο. Γιατί; Φωτίζονταν από μία φλόγα, μισό μέτρο πάνω από την καμινάδα και μετά ξεκινούσε ο μαύρος καπνός, ο οποίος πήγαινε με τις ψυχές των ανθρώπων στον ουρανό. Δεν έχω μιλήσει σε κανέναν και ποτέ γι' αυτά. Ίσως σήμερα δεν θα καταλάβαιναν. Πολλές φορές όταν στεκόμασταν στον χώρο του προσκλητηρίου για να μας μετρήσουνε, έπεφταν στο κεφάλι μας νιφάδες στάχτη. Τις έπιανες, έβαζες το χέρι σου έτσι και γέμιζε εδώ νιφάδες. Αυτές οι νιφάδες ήτανε η στάχτη των νεκρών. Εσύ λοιπόν, γιατί βρίσκεσαι εδώ; Βαρέθηκες τη ζωή τελικά;» τον ρώτησε και ο Γουάιλαν έριξε το βλέμμα του στη γη.
«Ήρθα να σου ζητήσω βοήθεια»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro