Βοήθεια από το έρεβος/ part 4
Η συνείδησή του πέταξε και ένα σκοτεινό, τρεχούμενο τούνελ τον οδηγούσε σε μία περιοχή άγνωστη. Η εικόνα έτρεχε ξανά και ξανά μέχρι που αντίκρισε την αλλοτινή Ασημένια Πύλη κατεστραμμένη και έναν διάδρομο από κελιά με ανθρώπους, βρικόλακες και μάγους-Αλχημιστές έρμαια μίας τύχης σκληρής και άγνωστης. Μύριζε παντού σάπια σάρκα και σκοτάδι, μα επάνω του παλλόταν η φλέβα της εκδίκησης. Άξαφνα, η εικόνα έγινε σχεδόν στατική. Σαν να τον περίμενε να κινηθεί εκείνος αυτοβούλως. Το βήμα του συντάραξε το έδαφος, αργό, βασανιστικά αργό και σίγουρο για όλα. Τα δάση των ματιών του είχαν πλημμυρίσει θυμό, καθρεπτίζοντας εκείνο το ατσάλινο βλέμμα που και τους πιο γενναίους έκανε να νιώθουν ρίγη. Τα μυώδη του χέρια ήταν τώρα σφιγμένα και με μίσος πέταξε από επάνω του το πουκάμισο, αφήνοντας σε κοινή θέα, κάθε ουλή και τραύμα, ακόμη και εκείνη την κοκκινωπή αγχόνη που στόλιζε τον λαιμό του. Τα μαλλιά του πάλλονταν εξίσου στο ρυθμό του στρατιωτικού του βαδίσματος και το βήμα του τον οδήγησε σε μία αρένα κενή και σκοτεινή. Μία φιγούρα τον καρτερούσε με γυρισμένη πλάτη. Ο Πορθητής τον είχε νιώσει, μα η στάση του δήλωνε πως καρφί δεν του καιγόταν. Όταν ο Βλαντ μπήκε στην αρένα, η στεντόρεια φωνή του αντήχησε από άκρη σε άκρη.
«Γύρνα το πρόσωπό σου σουλτάνε και κοίταξέ με. Θέλω το βλέμμα σου να κλειδώσει με το δικό μου και μέσα του να διαβάσεις, όλα αυτά που με τα λόγια μου δεν μπορώ να προφέρω» κραύγασε σχεδόν και το εξίσου διεισδυτικό βλέμμα του Μεχμέτ, στράφηκε απότομα και καρφώθηκε επάνω του.
«Κοίτα να δεις. Το πρόσωπό σου έμοιαζε πιο όμορφο, όταν το είχαν ραντίσει με αλάτι για να μην σαπίσει στον δρόμο για την αυτοκρατορία μου. Τα δάση των Καρπαθίων δεν με τρομάζουν πλέον Βλαντ και εγώ δεν είμαι ένας κοινός θνητός που ξαφνιάζεται από τη χάρη του θρύλου σου. Εγώ και εσύ απόψε. Θα μπορούσα να καλέσω κόσμο να παρακολουθήσει μία επανάληψη του αποκεφαλισμού σου, μα με βρήκες μέσα από όραμα και αυτό με δυσκολεύει. Να ξέρεις, πως οτιδήποτε συμβεί, θα έχει αντίκτυπο και στην αληθινή σου ζωή. Αν σε τελειώσω, θα σε βρουν νεκρό εκεί που στέκεσαι. Πλέον, δεν σε συνδέει τίποτε με τον Ραντού» πρόφερε ευγενικά με την ειρωνεία να στάζει σαν το μαύρο δηλητήριο.
«Απόψε δεν ήρθα για να χάσω» ήταν η μοναδική του κουβέντα και ο Μεχμέτ χαμογέλασε με εκείνη τη διεστραμμένη καλοσύνη που πίσω της κρύβεται η τρέλα και η απέχθεια.
«Ξέρεις, έχεις πολλά κακά, μα μία αδυναμία. Αυτή απόψε δεν σε άφησε να σκεφτείς καθαρά. Έπεσες στην παγίδα μου Ντράκουλα. Ο Στεφάν, δεν είναι το πρόσωπο που θέλω, μα ένας περισπασμός. Ο λόγος που θα σε κάνω να αφήσεις αφύλαχτη την αδυναμία σου για να σπεύσεις σε βοήθεια. Το κατάφερα και ειλικρινά, στην αρχή διατηρούσα τις αμφιβολίες μου. Χαίρομαι όμως που σε γνωρίζω τόσο καλά, στο σημείο να μπορώ να διαβάσω την επόμενη κίνηση. Έχεις παγιδευτεί εδώ μέσα. Οι δυνάμεις μου όμως, βρίσκονται στο δρόμο για την κορασίδα που έχεις ερωτευτεί. Για εκείνη που έγινε η αιτία να ανοίξει η αμπαρωμένη σου καρδιά και να της επιτρέψει να δει ένα κομμάτι σου, που κανένας στον κόσμο δεν γνωρίζει. Το ίδιο συνέβη κάποτε και με την Εκατερίνα. Τη γυναίκα που αγάπησες και που εξαιτίας της ζωής που έκανες, αναγκάστηκε η φτωχή να αυτοκτονήσει. Τι πίκρα. Η ιστορία Βλαντ επαναλαμβάνεται» τελείωσε και τότε συνειδητοποίησε ο Βλαντ το λάθος του.
Βιάστηκε να τρέξει στο πλάι του Στεφάν, αφήνοντας όμως την Γκάμπι ακάλυπτη. Πόσο ηλίθιος ήταν; Τον τύφλωσε το μίσος και η αγανάκτηση για το πρόσωπο το απεχθές του Πορθητή, που διέπραξε ένα ολέθριο λάθος. Παγιδευμένος στο ίδιο του το όραμα, δεν θα μπορούσε να ειδοποιήσει κανέναν. Η Γκάμπι θα έπεφτε στα χέρια του Γκάρβευ ή του Ραντού. Ιδρώτας ετοιμάστηκε να κυλήσει από το πρόσωπό του. Αυτή ήταν η αδυναμία του. Γι' αυτό πάσχιζε να αντισταθεί και να μείνει αμέτοχος από περιπέτειες που στόχο είχαν την καρδιά. Το τοπίο για λίγο θόλωσε και ένας πόνος φρικτός μαστίγωσε το στέρνο του, σε σημείο να του κοπεί η ανάσα.
Τα γόνατά του λύγισαν δίχως δική του διαταγή και όταν η εικόνα επανήλθε, βρήκε ένα ασημένιο μαχαίρι να φιγουράρει καρφωμένο εκατοστά μακριά από τον μοιραίο στόχο με το χέρι του Μεχμέτ να το πιέζει. Ένας λυγμός σταμάτησε προτού εκδηλωθεί και ο Βλαντ τον κάρφωσε στα μάτια με μίσος και του όρμησε. Η γροθιά του βρήκε τον λαιμό του σουλτάνου πνίγοντάς τον, μα η μαγεία η σκοτεινή έβγαλε από το έδαφος πλοκάμια, που τυλίχτηκαν σαν το φίδι αργά, γύρω από το σώμα του Βλαντ.
«Θα σε αφήσω δεμένο να απολαμβάνεις την κοπελιά σου να βασανίζεται» μουρμούρισε ο Μεχμέτ. Η πληγή του ασημιού τον τρέλαινε όταν είδε από μακριά τον Γκάρβευ να πλησιάζει έχοντας την Γκάμπι φιμωμένη. Για λίγα λεπτά, ο Βλαντ σοκαρίστηκε. Το όραμα και η πραγματικότητα είχαν γίνει ένα, σε σημείο που κόντευε να τρελαθεί. Ο Γκάρβευ την έσπρωξε μπροστά πετώντας την στο χώμα και ο Βλαντ ούρλιαξε. Αυτό το πράγμα, αυτή η πνίχτρα είχε σφαλίσει τις δυνάμεις του και ο Μεχμέτ πλησίασε την κοπέλα φιλώντας την στο μέτωπο τρυφερά.
«Αν δεν τον γνώριζες, μπορεί και να ζούσες» ψέλλισε και ένα μαστίγιο έσκισε τον αέρα, αφήνοντας μία ερυθρή χαράδρα στο απαλό της δέρμα.
Εκείνη έμεινε απλώς να κοιτάζει τον Βλαντ κλαίγοντας και παλεύοντας να αμυνθεί. Ο Παλουκωτής βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης, όταν άξαφνα μία φωνή μέσα του του έδειξε εκείνον τον φθονερό στρατό, εκείνο το οθωμανικό λιβάδι που ερχόταν σαν το κύμα της παλίρροιας, έτοιμο να πνίξει τη χώρα του. Ο ίδιος κραύγαζε στον κόσμο του να συνεχίσει, γιατί είχε θάρρος. Όχι, δεν θα εγκατέλειπε τώρα. Ύψωσε το θηριώδες του βλέμμα, αγνόησε την ανοιχτή πηγή του δηλητήριου και κάρφωσε τον Μεχμέτ με μία αρρωστημένη ηρεμία. Ξεκινούσε η εκδίκηση. Η φωτιά που σιγόκαιγε μέσα του, βρήκε τη δύναμη να εκδηλωθεί μαζεύοντας τα πλοκάμια, σαν κλαδιά που έλιωναν από τις φλόγες της πυρκαγιάς. Το γέλιο του αντήχησε στον χώρο του εφιάλτη και το σκηνικό άλλαξε. Τώρα, βρισκόταν στο παλάτι του σουλτάνου. Είδε τον Μεχμέτ εμφανώς μπερδεμένο να στέκεται απέναντι σε ένα πρόσωπο. Εκείνο της μητριάς του της Μάρας. Ήρεμη, γλυκιά γυναίκα και προσωπική του αδυναμία. Ο Μεχμέτ την λάτρευε και η εικόνα της να τον κοιτάζει με πόνο, φάνηκε να του προξενεί κάποια αντίδραση.
΄΄Εγώ για εσένα γιέ μου, δημιούργησα κάποτε το πιο λαμπρό λιθάρι. Γιατί με πρόδωσες; Γιατί εγκατέλειψες τις αξίες που σου δίδαξα;'' Τον ρώτησε και εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά παρασυρμένος από το κενό των αιώνων της απουσίας της.
«Μητέρα μου σεβαστή...» ξεκίνησε όταν το πρόσωπο της γυναίκας χλόμιασε, τα μάτια της σχεδόν άσπρισαν και ένα επιφώνημα πνιγμού ανέβηκε στο στόμα της που ξεχείλιζε από αίμα πηχτό. «Μητέρα;» φώναξε μέσα στον πανικό όταν είδε ένα μυτερό παλούκι να ξεφυτρώνει από το λαρύγγι της και το βλέμμα του Βλαντ να είναι ποτισμένο με ευτυχία.
«Έτσι τη σκότωσα. Με εκλιπαρούσε για έλεος, μα δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Ξέρεις, τα όργανά της δεν έσβησαν αμέσως. Λίγο λίγο έγινε...» κάγχασε και όταν τον είδε αποσυντονισμένο πλήρως, του έμπηξε ένα εξίσου μικρό στιλέτο που πάντα κουβαλούσε επάνω του, κοντά στο στομάχι.
Ο Μεχμέτ έπεσε κάτω, μα το βλέμμα του, στυλωμένο πάντοτε στα μάτια του αντιπάλου, το έβγαλε, πετώντας του χώμα στα μάτια και διώχνοντάς τον με τη βία από το όραμα. Σαν σηκώθηκε στο Μπραν, η πληγή του μαχαιριού από το χέρι του σουλτάνου μάτωνε, μα η καρδιά του άφησε έναν χτύπο δυνατό.
΄΄Γαβριέλα..΄΄
***
Αίμα έσταζε από το στόμα του διαρκώς και προσπάθησε να σηκωθεί. Με τα μάτια γεμάτα αγωνία, αναζήτησε τον Ντράκουλα τριγύρω. Ο Μεχμέτ με το ζόρι κρατήθηκε και λίγο-λίγο βρήκε την ισορροπία και τη δύναμη να σηκωθεί. Ο Ραντού ωστόσο, σαν να ένιωσε πως κάτι πήγαινε στραβά, μπήκε στην αρένα και τον βρήκε να αγκομαχά μονάχος του. Δίχως να χάσει χρόνο, έσπευσε στο πλάι του και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του.
«Μεχμέτ! Γιατί δεν ζήτησες βοήθεια;» τον ρώτησε, μα ο σουλτάνος δεν τον κοιτούσε καν.
«Θέλω πάντοτε να αποδεικνύω στον εαυτό μου πως μπορώ να τα καταφέρω» ψέλλισε σκουπίζοντας το αίμα το πηχτό που θαρρείς και έβγαινε από τα λαβωμένα του σπλάχνα. Ο Ραντού δίχως να του δίνει σημασία, τον βοήθησε μέσω του δικού του αίματος να θεραπευτεί. Το χτύπημα που είχε δεχτεί από τον αδερφό του, λίγα εκατοστά αν βρισκόταν πιο πάνω, θα τον σκότωνε μέσα σε κλάσματα.
Από όσο τον πληροφόρησε, ο Γκάρβευ είχε ήδη μεταφέρει τον Στεφάν σε ένα κελί, μα ο λογισμός του Μεχμέτ έτρεχε αλλού.
«Θέλω να τη γνωρίσω» είπε έτσι στα ξαφνικά κάνοντας τα ανοιχτόχρωμα μάτια του Ραντού να καρφωθούν επάνω του με εμφανή περιέργεια.
«Ποια;» τον ρώτησε αν και φοβόταν την απάντηση.
«Την γυναίκα εκείνη που έκανε την καρδιά του Ντράκουλα να χτυπήσει τόσο δυνατά. Θαυμάζω τη δύναμη στον άνθρωπο και τη σέβομαι. Θα τη φέρω σε εμένα δίχως να χρειαστεί εγώ να πάω. Πριν φτάσει σε εκείνη ο Βλαντ» ψέλλισε με βλέμμα συννεφιασμένο.
«Τι συνέβη εδώ Μεχμέτ; Πώς ήρθε ο αδερφός μου;» τον ρώτησε και το μίσος καθρεπτίστηκε ξεκάθαρα στα ατσάλινα μάτια του σουλτάνου.
«Τον μισώ. Έπαιξε με το μυαλό μου θαρρώ...Δεν μπορεί να είναι αλλιώς τα πράγματα...» ξεκίνησε και ο νεαρός μπροστά του δυσκολευόταν να τον παρακολουθήσει. «Μου έδειξε την μητέρα μου, γιατί για εμένα μητριά δεν θα μπορούσε ποτέ να ονομαστεί. Μου την έδειξε παλουκωμένη από τον ίδιο. Γνωρίζω πως είχε αποσυρθεί από το παλάτι τα τελευταία της χρόνια, μα είναι αδύνατον να της συνέβη αυτό....Όχι σε εκείνη....» το παραλήρημά του συνεχιζόταν κανονικά, μα ο Ραντού γνώριζε ήδη την απάντηση.
«Είναι πολύ καλός στον ψυχολογικό πόλεμο, όσο εσύ. Η Μάρα πέθανε φυσιολογικά και δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Από όσο κατάλαβα χρησιμοποίησε την αδυναμία σου εις βάρος σου, όσο χρησιμοποίησες και εσύ τη δική του» του είπε και ο Μεχμέτ το δέχτηκε. Η πληγή στα σπλάχνα του φάνηκε να κλείνει άμεσα και τα μάτια του έψαξαν με ευγνωμοσύνη εκείνα του Ραντού. Ήταν ίσως ο μόνος που τον είχε δει να χαμογελά εγκάρδια.
«Θα φύγω. Άφησε τον Στεφάν σε εμένα» πρόσταξε, μα πριν κάνει το τελευταίο του βήμα του ψέλλισε ΄΄ευχαριστώ΄΄.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro