Βοήθεια από το έρεβος/part 3
Ελεύθερος πια από τα δεσμά του, στο μυαλό του στριφογύριζε την επόμενη κίνηση. Ο Μεχμέτ δεν αισθανόταν κανέναν απολύτως φόβο πια, απέναντι στη φιγούρα του Βλαντ. Είχε ισχύ μεγάλη, στη χώρα του την Ανατολή θα έβρισκε στήριξη και ανθρώπους που θα επιθυμούσαν να δώσουν τα πάντα ώστε να γίνουν Σκοτεινοί και τον ακολουθήσουν. Κάποτε είχε το παρατσούκλι του αυταρχικού σουλτάνου. Ήταν γεροδεμένος, μετρίου αναστήματος, αγέλαστος και με ιδιαίτερα, διαπεραστικά μάτια. Στην τριακονταετία της εξουσίας του, κανένας δεν του στεκόταν εμπόδιο. Θεωρούσε τον εαυτό του πηγή κάθε δύναμης. Ποτέ του δε δίστασε να εξολοθρεύσει με τον αγριότερο τρόπο, κάθε αντιφρονούντα και μάλιστα είχε δείξει από νωρίς τις άγριες διαθέσεις του με εξαίρεση το πρόσωπο της μητριάς του που το σεβόταν και το αγαπούσε βαθιά. Αυτή τη στιγμή, το μυαλό του είχε πετάξει πίσω στο παρελθόν και μάλιστα στην ανάμνηση όπου ο πατέρας του Μουράτ είχε πεθάνει και η εξουσία είχε μόλις περάσει στα χέρια του.
΄΄ Η μέρα προχωρούσε . Ο ήλιος είχε δύσει για να ανατείλει ξανά κι αυτοί κάλπαζαν καβάλα στ' άλογά τους. Κατά το απομεσήμερο, ένας διαφορετικός αέρας, εκείνος της θάλασσας, μαστίγωνε τα πρόσωπά τους. Μπροστά τους, μακριά στο βάθος, άρχισαν να ξεχωρίζουν μέσα από τον αχνό ορίζοντα τα στενά του Ελλήσποντου κι απέναντι τα υψώματα της Καλλίπολης. Τα άλογα λαχανιασμένα, ξεφυσούσαν δυνατά, με τεντωμένους τους λαιμούς και ανασηκωμένες τις χαίτες καθώς έτρεχαν ασταμάτητα. Στην , ανακοίνωσε ο Μεχμέτ σ' όλους τους πιστούς ακολούθους του το μεγάλο νέο. Όλοι οι άνθρωποί του, αξιωματικοί και στρατιώτες έπεσαν στα γόνατα και τον προσκύνησαν βαθιά. Το είχαν κι αυτοί καμάρι και περηφάνια, που τους δόθηκε η τιμή να προσκυνήσουν πρώτοι τον νέο σουλτάνο τους, τον καινούριο αφέντη και κύριο της απέραντης αυτοκρατορίας τους.
«Ζήτω ο πολυχρονεμένος μας σουλτάνος», αντιβούιξε μια ιαχή απ' όλων τα στόματα.
Εδώ στην , ο Μεχμέτ έμεινε δυο μέρες και έκανε γνωστό το θάνατο του πατέρα του σ' όλους τους κατοίκους της πόλης και της γύρω περιοχής. Αμέσως, πολυάριθμα ένοπλα πλήθη, άρχισαν να καταφθάνουν από παντού στην , για να δουν, να προσκυνήσουν και να ζητωκραυγάσουν τον νέο σουλτάνο. Με ακολουθία όλον αυτόν τον ένοπλο όχλο, ξεκίνησε ο νέος μονάρχης για την . Στο δρόμο, νέοι οπλοφόροι προστίθεντο στο πλήθος που τον ακολουθούσε και όλο και πιο πολύ ξεμάκραινε η ουρά της ποικιλόχρωμης συνοδείας του, καθώς διέσχιζαν τις ανοιχτές εκτάσεις της Θράκης, καλπάζοντας προς βορρά.
Δεξιά τους τώρα είχαν την Κωνσταντινούπολη και κάπου-κάπου διακρίνονταν στο βάθος του ορίζοντα και κανένας πύργος απ' τα ερειπωμένα φρούρια των Βυζαντινών. Την εποχή αυτή, η βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούνταν απ' την Κωνσταντινούπολη και από ένα τρίγωνο, που εκτείνονταν περίπου 150 χιλιόμετρα προς βορρά και προς δυσμάς της βασιλεύουσας. Η καρδιά του Μεχμέτ χτυπούσε δυνατά, καθώς έβλεπε το μικρό αυτό τρίγωνο να απλώνεται δεξιά του και να στέκεται εμπόδιο στα κατακτητικά του σχέδια. Κάλπαζε με το άλογό του και σκεφτόταν, σαν τι προετοιμασίες άραγε να κάνει τώρα ο αυτοκράτορας και σαν τι μέτρα να σκέφτεται να πάρει ή να πήρε κιόλας, για να εμποδίσει την επέκταση των Τούρκων στην Ευρώπη;΄΄
Στο σήμερα, τα μάτια του έλαμψαν διψασμένα. Στην ουσία επιθυμούσε να επιστρέψει στο Τοπ Καπί, ωστόσο η καρδιά των γεγονότων χτυπούσε εκεί, κοντά στο Μπραν. Είχε ήδη φροντίσει όλα αυτά τα χρόνια να διατηρεί έστω και περιορισμένος εκεί κάτω, τις επαφές του. Οι νέοι γενίτσαροι, που ωσάν τις άγριες μαργαρίτες φύτρωναν παντού, καρτερούσαν την επιστροφή του αφέντη τους. Μπορεί ο Ραντού να πούλησε τα πάντα στο σκοτάδι, μα οι δυο τους κοίταζαν ο ένας τον άλλο σαν να υπήρχε μία σιωπηλή ισότητα.
Ο Μεχμέτ δεν ανοιγόταν εύκολα, φύλαγε τα ρούχα του και ακόμη και στον Ραντού δεν είχε ποτέ του ομολογήσει την ύπαρξη του τόσο μεγάλου του στρατού. Κατεβαίνοντας στο υπόγειο παλάτι που αναγκαστικά του δόθηκε, κατευθύνθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του που πάντοτε μύριζαν πικρό μπαχάρι και άνεμο Ανατολής. Σε ένα ξύλινο, σκαλιστό βαρύ σεντούκι, φυλούσε σαν τα μάτια του ένα τουρμπάνι. Μονάχα που από το κέντρο του, έλειπε ένα σημαντικό αντικείμενο, η φιλοσοφική λίθος. Μέσα στους αιώνες πολλά είχαν ακουστεί, κυρίως από τα στόματα των Αλχημιστών. Μία πέτρα που θα τους χάριζε αθανασία και τα μέταλλα τα απλά, χρυσάφι θα τα έκανε.
Την αληθινή της ιστορία, του την είχε αφηγηθεί η μητριά του. Εκείνη έφτιαξε αυτό το πολύτιμο αντικείμενο που όμως του ξεκαθάρισε πως διόλου δεν είχε να κάνει με την αθανασία. Αν λαμβάναμε υπόψιν πως η λίθος ήταν συνώνυμο του καλού της φύσης και της αρμονίας της ψυχής, τότε ο σκοπός της ήταν αυτός ακριβώς. Να διαφυλάξει την αρμονία και να πατάξει το κακό. Η μητριά του μάλλον την είχε δημιουργήσει για καλό σκοπό. Ήταν μεγάλη σε ηλικία, αλλά πρόλαβε να αποκτήσει τις ικανότητες από τους πρώτους αλχημιστές που ξεκίνησαν να εμφανίζονται μέσω του Ραντού και του αρχικού του σχεδίου για ανάσταση του Βλαντ και δημιουργία μάγων από απλούς ανθρώπους. Η λίθος προοριζόταν για το κέντρο του τουρμπανιού, μα σύμμαχοι του Βλαντ την άρπαξαν και η γυναίκα κάποια μέρα πέθανε, παίρνοντας μαζί και τη σοφία της, μα αφήνοντας πίσω ένα όπλο ισχυρό. Από εκεί και πέρα, η πέτρα με κάποιον τρόπο βρέθηκε στις κοινότητες των Αλχημιστών και από εκεί στα χέρια της γιαγιάς του Χάρι και έπειτα στον ίδιο, μέχρι να καταλήξει εξαφανισμένη. Τουλάχιστον, σχεδόν κανείς δεν γνώριζε την τοποθεσία της. Ο Μεχμέτ άφησε στην άκρη το τουρμπάνι του, σκεπτόμενος πως επιτέλους όφειλε να πάρει αυτό που του ανήκε δικαιωματικά.
Σύντομα ωστόσο, τα νέα της επίθεσης και αιχμαλωσίας του Στεφάν, ταξίδεψαν μέχρι τον χώρο τον ιερό του Μπραν. Ο Μίρτσεα επέστρεψε χτυπημένος, ωστόσο στη διαδρομή οι πληγές του επουλώνονταν. Δίχως καθυστέρηση μπήκε στο κάστρο, για να βρει την Αλεξάνδρα να διαβάζει.
«Όλα καλά;» τον ρώτησε και με το βλέμμα της ασυναίσθητα αναζήτησε τον ξάδερφός της.
«Όχι. Δεχτήκαμε επίθεση μπροστά στα μάτια θνητών. Σίγουρα έχει διαδοθεί πως υπάρχουμε. Έπιασαν τον Στεφάν άνθρωποι του Ραντού» μίλησε ξεψυχισμένα και η γυναίκα αναστατώθηκε.
«Ο Βλαντ το γνωρίζει;» τον ρώτησε και είδε τον Μίρτσεα να την κοιτάζει αμήχανα.
«Νομίζω πως εκεί που είναι περνά καλά. Δεν θέλω να του το χαλάσω. Μετά από τόσους αιώνες δικαιούται λίγες καλές στιγμές. Προσωρινές θα είναι και αυτές εξάλλου» πρόφερε με θλίψη.
«Είναι σημαντικό Μίρτσεα. Θα εκνευριστεί και το ξέρεις» επέμενε εκείνη και ο νεαρός με βαριά καρδιά, πάλεψε να επικοινωνήσει με τον Βλαντ, στέλνοντας αναγκαστικά τον Μπογκτάν.
Ο υπηρέτης που ήξερε να κινείται με απόλυτη μαεστρία στην περιοχή, δεν άργησε να εντοπίσει το σπίτι της κοπέλας. Σκαρφαλώνοντας ως την στέγη, είδε το παράθυρο της σοφίτας ανοιχτό και αντίκρισε ένα θέαμα σπάνιο. Ο Βλαντ την βαστούσε αγκαλιά και οι δυο τους είχαν αποκοιμηθεί στο πάτωμα. Αν και βρικόλακας, η ψυχή του είχε νιώσει τόση γαλήνη που είχε αφεθεί πλήρως στον ύπνο. Ο Μπογκτάν ξερόβηξε και ο βοεβόδας τον κάρφωσε με τρόμο.
«Μπογκτάν!» φώναξε και από δίπλα του πετάχτηκε και η Γκάμπι.
«Κύριε, είναι επείγον. Ο Στεφάν πιάστηκε αιχμάλωτος...» μουρμούρισε και ήταν σαν να αλύχτησαν όλα τα άγρια θηρία του δάσους των Καρπαθίων. Τα σκούρα μάτια του Παλουκωτή παραδόθηκαν στην οργή, οι μύες του τσιτώθηκαν και για λίγο είχε πάψει να σκέφτεται πού βρισκόταν.
«Μεχμέτ ο Πορθητής.....» ψέλλισε με μίσος και με έναν βρυχηθμό που θαρρείς έβγαινε από τα πνευμόνια του. «Θα με συναντήσει σύντομα. Μονάχα που τώρα που θα με δει, το κεφάλι μου θα είναι στη θέση του και να δω αν η ειρωνεία θα συνεχίσει να καθρεπτίζεται σε αυτό το απεχθές πρόσωπο. Γύρνα στο κάστρο. Θα πάω αυστηρά μόνος μου, μέσω ενός άλλου μονοπατιού...εκείνου της τρέλας» τελείωσε και η Γκάμπι έβλεπε ξανά το κτήνος να ξυπνά.
Πόσα τέρατα μπορούσε όμως να χωρέσει ο κόσμος; Ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, σε καιρούς αλλιώτικους, ο άνθρωπος φορούσε ίσως από πάντα την ίδια μάσκα όταν η ψυχή του ήταν μαύρη. Εκείνη του τέρατος. Μπορεί ο Μεσαίωνας να θεωρήθηκε συνώνυμο του σκοταδισμού και της βίας, μα αν κάποιος το σκεφτόταν προσεκτικά, έκρυβε και η σύγχρονη ιστορία πολλές και αιματηρές συγκρούσεις, βία και κακοποίηση άνευ προηγούμενου. Ανάμεσα στα πρόσωπα του Βλαντ Ντράκουλα και του Μεχμέτ του Πορθητή, φιγουράριζαν χιλιάδες μορφές του σήμερα που είχαν γονατίσει κυριολεκτικά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η ιστορία όμως, είναι αυτό που λέει και το όνομά της. Είναι ένα παρελθόν που αν το εξετάσει κάποιος με κριτική ματιά και σκέψη, θα μάθει από αυτό. Γιατί όμως λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ίσως γιατί στο πέρασμα των αιώνων, η ανθρώπινη φύση παρέμεινε τελικά ίδια, παρά την πρόοδο της τεχνολογίας, παρά τη φαινομενική άνθιση της Δημοκρατίας.
Αυτή τη στιγμή, ο Βλαντ ήταν βέβαιος για τον φταίχτη της αιχμαλωσίας του Στεφάν. Μονάχα μάγοι υποκινούμενοι από τον Πορθητή και την λυσσαλέα του επιθυμία να τον δει να καταρρέει, θα μπορούσαν να κάνουν απόπειρα επίθεσης στον ξάδερφό του. Κοίταξε την Γκάμπι με μία ανάσα που βγήκε αργά και βασανιστικά.
«Όταν επιστρέψω, επιθυμώ να με βοηθήσεις να μυηθώ για λίγο στο σήμερα. Τους έχω δει πως ζουν τους ανθρώπους, έχουν έναν αέρα ξεγνοιασιάς. Θέλω και εγώ για λίγο να μοιάζω ξέγνοιαστος και να προσφέρω σε εσένα τη χαρά να με δεις έτσι» της είπε μελαγχολικά και εκείνη χάιδεψε το πρόσωπό του.
«Θα γυρίσεις, έτσι;» τον ρώτησε.
«Έχω στα σίγουρα έναν σοβαρό λόγο για να το κάνω» της χαμογέλασε αμήχανα ελαφρώς και φίλησε την ανάστροφη του χεριού της.
Άνεμος ξαφνικός σηκώθηκε και παρέσυρε με φόρα τα πλούσια, σπαστά μαλλιά του. Κοίταξε τον ορίζοντα με εκείνη την αφοβία που τον χαρακτήριζε, την τρέλα και τη σιγουριά του αποτελέσματος. Η φύση τον ενσωμάτωσε στο κάλεσμά της και η εικόνα του Βλαντ εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Θα έβρισκε τον Μεχμέτ μέσα από το σταυροδρόμι του παρελθόντος με το μέλλον και τότε, θα τον ανάγκαζε να γονατίσει μπροστά του. Αν υπήρχε μία βεβαιότητα που διατηρούσε ο Βλαντ, ήταν πως άπαντες στον κόσμο αυτό, είχαν ένα μικρό παράθυρο αδυναμίας. Το ίδιο και εκείνος, το ίδιο και ο σουλτάνος. Είχε και ο Βλαντ ετοιμαζόταν να παίξει τα χαρτιά του σωστά.
Γυρνώντας πίσω στο Μπραν, σκαρφάλωσε από την εξωτερική πλευρά των τειχών και βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρά του. Εκεί βρισκόταν ένα κομμάτι υφάσματος του Μεχμέτ. Δεν είχε μόνο η Γαβριέλα δυνάμεις, δεν είχε αγγίξει μονάχα εκείνη έστω και έμμεσα το χέρι του Ραντού. Αρπάζοντας το ύφασμα, ευθύς αφέθηκε στα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής του, που θα τον οδηγούσαν στον στόχο. Το έσφιξε τότε δυνατά, σε σημείο που άσπρισαν οι αρθρώσεις του. Τόσο μίσος έτρεφε και μόνο στη σκέψη πως κάποτε το κεφάλι του ταριχεύτηκε και στάλθηκε ως περίγελος στον σουλτάνο, δηλώνοντας το τέλος του. Το τέλος του Παλουκωτή. Απόψε όμως, ο Μεχμέτ θα συναντούσε από κοντά ξανά το τέρας που είχε ενδόμυχα κάποτε φοβηθεί.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro