Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ύφος σκληρό και άγριο/ part 1

΄΄Αρχίζει η χάρτα, τρέχουνε απάνω στ' άλογά τους, ζυγίζουν τα κοντάρια τους, βροντάνε τα σπαθιά τους, βροντάνε οι πανοπλίες τους και από τα στόματά τους, κραυγές πετάγονται φρικτές...΄΄


Απόσπασμα μπαλάντας 17ου αιώνα

Εκείνη η νύχτα της αιφνίδιας επίθεσης, αποτέλεσε την αρχή για το ξεκίνημα ενός εφιάλτη, τόσο στον υπερφυσικό, όσο και στον ανθρώπινο κόσμο. Τα μέλη του Τάγματος συνεδρίαζαν τη στιγμή εκείνη και στο κάστρο Μπραν βρισκόταν μονάχα ο κατηφής και άγριος Βλαντ, καθώς και μερικοί υπηρέτες του. Φυσικά ανάμεσα στους ανθρώπους που βίωσαν την βαρβαρότητα των σκοτεινών μάγων, ήταν και η Γκάμπι, η οποία τώρα έτρεχε στο κάστρο ζητώντας βοήθεια, με τον Μπογκτάν να την προλαβαίνει και να κατευθύνεται προς την μεριά του πεσμένου σώματος του Βλαντ. Μετά από τα τεχνάσματα του βρικόλακα, οι εχθροί είχαν τραπεί σε φυγή δίχως αμφιβολία, έστω και προσωρινά. Ο Μπογκτάν, παρά το μέτριο ανάστημά του, ήταν μυώδης και μπορούσε να σηκώσει το πληγωμένο σώμα του άνδρα και να το σύρει μέχρι την κρεβατοκάμαρα.

Η Γκάμπι τον ακολουθούσε αναστενάζοντας κάθε λίγο, μέχρι που άνοιξαν την πόρτα και εναπόθεσε με ηρεμία τον λιπόθυμο Βλαντ, χαμένο σε κάποιο παραλήρημα της εποχής του. Σπασμοί ξεκίνησαν να οργώνουν το κορμί του και ο Μπογκτάν στράφηκε προς την κοπέλα.

«Θα πρέπει να αφαιρεθούν άμεσα οι σφαίρες. Πάω να φέρω ένα κοφτερό μαχαίρι» της είπε, όταν βγαίνοντας από την βασιλική κρεβατοκάμαρα, η κοπέλα είδε τα μάτια του τραυματισμένου άνδρα να ανοίγουν με κόπο και να την κοιτάζουν δύσπιστα.

«Δεν έφυγες;» την ρώτησε και ήταν έτοιμη να καγχάσει.

«Όχι, πρίγκιπα. Δεν γνωρίζω τους τρόπους τους σκληρούς του Μεσαίωνα, μα στην δική μου εποχή, όταν κάποιος γνωστός μας κινδυνεύει, δεν τον εγκαταλείπουμε στην τύχη του» του απάντησε και τον είδε να παλεύει να ανασηκωθεί, όταν ο Μπογκτάν είχε επιτέλους επιστρέψει με το μαχαίρι.

Τα διεισδυτικά μάτια του Βλαντ, με τις καμπυλωτές μακριές βλεφαρίδες, καρφώθηκαν στον υπηρέτη του βλοσυρά.

«Μπογκτάν, σε απαλλάσσω από τα καθήκοντά σου για την ώρα» του είπε μα τον είδε να στρέφεται προς την μεριά της Γκάμπι με αγωνία.

«Μα, κύριέ μου, πρέπει να σας αφ...»

«Θα το κάνει εκείνη. Πήγαινε τώρα» ακούστηκε η σκληρή του προσταγή και o άνδρας με μία υπόκλιση, αποχώρησε.

Η Γκάμπι είχε μείνει να κοιτάζει το κοφτερό μαχαίρι, που άστραφτε υπό το σεληνόφως το οποίο τρύπωνε διακριτικά από τις βελούδινες κουρτίνες.

«Θα αστειεύεσαι» του πέταξε και ο Βλαντ ιδρωμένος ανακάθισε καλύτερα και την κοίταξε.

«Διόλου. Με αυτό το μαχαίρι, θα μου αφαιρέσεις τις σφαίρες από την πλάτη. Κάνε σύντομα όμως γιατί μου απομυζούν όλη μου την ενέργεια και ο πόνος είναι φρικτός, ακόμη και για τα δικά μου δεδομένα» πρόφερε δείχνοντάς της το αιχμηρό αντικείμενο.

Η κοπέλα με χέρια που έτρεμαν, το πήρε από το τραπέζι προσεκτικά και το κοίταξε. Στη ζωή της σιχαινόταν το αίμα και τις πληγές. Θεωρούσε αδιανόητο, το να καρφώσει το μαχαίρι σε μία ανοιχτή πληγή, να το στριφογυρίσει προκειμένου να πετύχει τη σφαίρα και όλα αυτά, δίχως το άτομο να είναι ναρκωμένο. Ο λόγος που θεωρούσε πάντοτε ήρωες τους γιατρούς, ήταν γιατί άντεχαν να αντικρίσουν όλα αυτά, που εκείνη στη θέα τους λιποθυμούσε. Κοίταξε ξανά τον Βλαντ, βράζοντας από θυμό. Το έκανε επίτηδες για να δοκιμάσει τις αντοχές της. Ναι, αυτό ήταν. Ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση με την πρώτη ευκαιρία, ωστόσο, όφειλε να αναγνωρίσει πως της είχε σώσει τη ζωή.

«Γαβριέλα, μόλις αποφασίσεις για το αν θέλεις να με αναθεματίσεις για την δοκιμασία, ή να με ευχαριστήσεις που σε έσωσα, μπορείς να μου αφαιρέσεις και τις σφαίρες που μου καίνε τα σωθικά. Μονάχα, βιάσου γιατί λήγει η υπομονή και η δύναμή μου» η τραχιά φωνή του, την επανάφερε στην πραγματικότητα.

Αυτός ο άνδρας ήταν σκληρός. Πολύ σκληρός.

«Δεν μπορώ» του είπε όταν τον άκουσε να αναπνέει με δυσκολία και κατόπιν, είδε το δέρμα του να υιοθετεί ένα χρώμα αρρωστημένο. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει τα σπαστά μαλλιά του και η αιμορραγία συνεχιζόταν.

«Μπορείς, Γαβριέλα» της είπε μονάχα και τον είδε να αφαιρεί το πουκάμισό του, αφήνοντας εκτεθειμένη την πληγωμένη του πλάτη. Παλαιές και νέες πληγές, όργωναν το σταρένιο του δέρμα. Χαρακιές από το μαστίγιο και πάνω πάνω, ολόγυρα από τον λαιμό του, το σημάδι του αποκεφαλισμού.

Τα χέρια της έτρεμαν και το μαχαίρι πλησίασε στο σημείο της πληγής. Είδε τα δικά του να αρπάζουν τα σεντόνια και να τα σφίγγουν, ενώ εκείνη πάλευε να φανεί ψύχραιμη, καταπίνοντας τον εμετό που σκαρφάλωνε βασανιστικά αργά στον λαιμό της. Το μαχαίρι μπήχτηκε στο επίμαχο σημείο και ένα μουγκρητό σιγανό ξέφυγε από το στόμα του Βλαντ που έπαιρνε βαθιές ανάσες. Μπροστά της το αίμα λέρωνε την πλάτη, τα χέρια της και τα σεντόνια, καθώς κυλούσε αργά. Η ανατριχίλα την είχε κάνει να παγώσει και να ιδρώσει εξίσου, όταν με μία επιδέξια κίνηση, κατόρθωσε και αφαίρεσε την πρώτη σφαίρα. Κάπου εκεί, είδε για λίγο τους μύες του Βλαντ να χαλαρώνουν, για να σφιχτούν εκ νέου στην δεύτερη προσπάθεια. Η κοπέλα δεν μπορούσε να πιστέψει πως κάποιος είχε τόση ανοχή στον πόνο. Η δεύτερη σφαίρα, είχε προκαλέσει στον ώμο του ζημιά και φαινόταν άσχημα σφηνωμένη, σε σημείο που αναγκάστηκε να εισχωρήσει βαθιά με το μαχαίρι, για να βρεθεί από κάτω της και να την σπρώξει προς τα έξω.

Μόλις η δοκιμασία της φρίκης, έλαβε τέλος, η έντασή της ήταν τόσο μεγάλη, που με την βία συγκρατούσε τα δάκρυά της. Ήθελε να ξεσπάσει, καθώς ο θυμός, ο φόβος και η απόγνωση από το τελευταίο γεγονός, την είχαν στριμώξει ψυχολογικά. Μπροστά της, ο Βλαντ είχε σκύψει το κεφάλι, δίχως να της απευθύνει τον λόγο. Άκουσε ωστόσο το σιγανό της κλάμα και είδε μέσα από το σεληνόφως τη σκιά της να καμπουριάζει θλιμμένα.

«Γιατί κλαις;» τη ρώτησε κάνοντάς την να εκνευριστεί περισσότερο.

«Γιατί είμαι άνθρωπος!» απάντησε εκείνη τρίζοντας σχεδόν τα δόντια της.

«Και; Όποιος είναι άνθρωπος, κλαίει; Θέλεις να πεις καλύτερα, όποιος είναι αδύναμος» τη διόρθωσε και τότε εκείνη τινάχτηκε επάνω με φόρα.

«Ξέρεις κάτι; Κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Αναγνωρίζω πως αν ζούσα στην εποχή σου και σου μιλούσα με αυτόν τον τρόπο, θα με έγδερνες και θα με παλούκωνες με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ωστόσο, δεν ζούμε στον Μεσαίωνα. Οι άνθρωποι, έχουν γίνει πιο ευαίσθητοι σε σχέση με τότε αν και ειλικρινά, αμφιβάλλω αν εσύ έχεις μέσα σου ίχνος ευαισθησίας. Φυλάκισέ με, δεν με νοιάζει. Η ζωή μου είναι καταδικασμένη ούτως ή άλλως. Ζούσα μία χαρά με την οικογένειά μου, είχα τον αδερφό μου και προβλήματα όπως κάθε κοπέλα της ηλικίας μου. Δεν επέλεξα αυτόν τον δρόμο, μου δόθηκε. Και τώρα, με συγχωρείς!» του φώναξε, μα εκείνος δεν έκανε την παραμικρή γκριμάτσα.

Προτού αποχωρήσει ωστόσο, της άρπαξε το χέρι.

«Αρχικά, δεν μπορείς να φύγεις δίχως συνοδεία. Κατά δεύτερον, ούτε εγώ επέλεξα να γεννηθώ στο Μεσαίωνα, όμως βάδισα με βάση το μονοπάτι που μου χαράχτηκε. Ξέρω τι θα πεις, μου το είπες ήδη δηλαδή. Η γενναιότητα, από την δειλία διαφέρουν στο σημείο του βαδίσματος. Ο δρόμος που σου δόθηκε θα είναι κακοτράχαλος, όμως πώς θα επιβιώσεις αν δεν ξεπεράσεις τον εαυτό σου; Σήμερα, δεν σου έδωσα τη δοκιμασία για να σε εξευτελίσω. Ήθελα να σε δω να δυναμώνεις, καθώς σε ακραίες καταστάσεις Γαβριέλα, αν ποτέ βρεθείς μονάχη σου, με κλάματα δεν θα πας πουθενά. Δεν γνώρισα την οικογένεια όπως εσύ. Τότε, σημασία είχε η επιβίωση και πίστεψέ με, ήμουν λίγο μεγαλύτερος από εσένα, όταν τα έβαζα με τυράννους και ηγεμόνες και επίσης, ήμουν μικρότερος όταν αιχμαλωτίστηκα, έτρωγα ξύλο και είδα πρώτη φορά τον βασανισμό του παλουκώματος. Ο πατέρας και αδερφός μου είχαν χαθεί και εγώ αντί να κλάψω, πήρα με το μέρος μου τον φονιά, για να φτάσω στον θρόνο της Βλαχίας και έπειτα να τον κάνω να πληρώσει. Ο θρήνος δεν είχε καν χώρο, αλλιώς θα χανόμουν και εγώ» έκανε μία παύση και σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι.

Η Γκάμπι κυριολεκτικά δεν ήξερε τι να απαντήσει και έτσι απλώς προτίμησε την σιωπή. Ο Βλαντ κάλεσε τον Μπογκτάν και τον διέταξε να περιμένει στην πόρτα, ώστε να συνοδεύσει την Γκάμπι με ασφάλεια πίσω στο Ντούτραμ. Στο ημίφως και με τα μαλλιά του πεσμένα στο πλάι, η ερυθρή γραμμή του αποκεφαλισμού φαινόταν ξεκάθαρα.

«Βγάλτο από το μυαλό σου» της είπε έχοντας αντιληφθεί την καρφωμένη στην πληγή ματιά της.

Για πρώτη φορά μετά από τόση ώρα, γύρισε να την κοιτάξει. Τα σκουροπράσινα μάτια του ήταν πάντα σκληρά, δίχως κανένα σημάδι αδυναμίας. Η κοπέλα τον κοίταξε και εκείνη και πλησιάζοντάς τον, άπλωσε το χέρι της στον λαιμό του ασυναίσθητα, ακολουθώντας την ερυθρή γραμμή του θανάτου του. Αρχικά δεν τη σταμάτησε, εν συνεχεία όμως, τα χέρια του απομάκρυναν με τρόπο τα δικά της.

«Λυπάμαι» του είπε.

«Δεν θα έπρεπε. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Κάθε σημάδι και ένα μάθημα» της είπε και φόρεσε για λίγο το λερωμένο του πουκάμισο «Ήσουν καλή στην αφαίρεση της σφαίρας» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού την αφήσει στην επίβλεψη του Μπογκτάν.

Ο Βλαντ αφέθηκε ξανά στην ησυχία του κάστρου, επιβλέποντας την Γκάμπι από το παράθυρο. Ο Μπογκτάν ήταν χρόνια, αιώνες ατελείωτους υπηρέτης του και μπορούσε εξίσου καλά να κινείται μεταξύ των διαστάσεων, δίχως να χρειάζεται να χρησιμοποιήσει την Πύλη. Είδε την Γκάμπι να απομακρύνεται και κάπου εκεί, ένας αναστεναγμός του ξέφυγε. Αυτή η κοπέλα ήταν πιο γενναία από όσο πίστευε, ωστόσο προτιμούσε να την κάνει να το διαπιστώσει με τις πράξεις και όχι με τα λόγια. Οι φιλοφρονήσεις δεν ήταν ποτέ το δυνατό του στοιχείο και το θυμόταν ξεκάθαρα από τα χρόνια τα δικά του. Επίσης, ήταν κάτι που ποτέ του δεν είχε δεχτεί, καθώς καταβάθος, όλοι τον θεωρούσαν έναν αδίστακτο ηγεμόνα, αιμοδιψή, τρελό ίσως που τους αντιμετώπιζε όμως όλους το ίδιο. Ακόμη και το χρυσάφι όλου του κόσμου να διέθετε κάποιος, δεν εξαγόραζε την ποινή του παλουκώματος. Δέκα λεπτά αργότερα, οι φωνές της Αλεξάνδρας και του Μίρτσεα τον υποδέχτηκαν. Τους άκουγε λαχανιασμένους, σαν να έτρεχαν να προλάβουν μία ευκαιρία που ετοιμαζόταν να πετάξει μακριά.

«Αδερφέ!» φώναξε η Αλεξάνδρα, η οποία ήταν ετεροθαλής αδερφή του από την πλευρά του πατέρα του. Ο Βλαντ ωστόσο, ουδέποτε καλοδέχτηκε τη μητριά του.

«Αλεξάνδρα» πρόφερε το όνομά της σχεδόν άνευρα.

«Είσαι καλά; Μάθαμε για την επίθεση και διαλυθήκαμε ατάκτως» του εξήγησε και το βλέμμα του Βλαντ πλανήθηκε για λίγο επάνω της.

«Λυπάμαι αν σου χάλασα τη βραδινή σου έξοδο, καθώς με μία τέτοια αμφίεση, θαρρώ πως θα πήγαινες να διασκεδάσεις μετά το συμβούλιο της συμφοράς» μούγκρισε ενώ μπροστά του εμφανίστηκε και ο Μίρτσεα.

« Πρόσχαρος όπως πάντα» σχολίασε με θυμηδία.

«Πρόσχαρο με αποκαλείς με την πρόοδο που έχω κάνει. Κάποτε, είχε έρθει ένας Ούγγρος απεσταλμένος, μειωμένων νοητικών δυνατοτήτων. Εγώ φυσικά είχα έτοιμο το παλούκι, καλογυαλισμένο και χρυσό. Όπως το περίμενα, καθώς λάτρευα να θέτω ερωτήσεις και να καρτερώ την απάντηση έπειτα, ο δόλιος δεν είχε ιδέα τι να πει και εμένα μου έφαγε άπληστα δέκα ολόκληρα λεπτά του χρόνου μου. Αποτέλεσμα; Παλουκώθηκε. Επομένως, με βάση αυτά τα δεδομένα, με αποκαλείς από πρόσχαρο, μέχρι ευεργέτη της ανθρωπότητας» τελείωσε και η Αλεξάνδρα τον πλησίασε και του γύρισε την πλάτη. Στο θέαμα των δύο πληγών που σιγά σιγά θεραπεύονταν, τα μάτια της άνοιξαν μονομιάς.

«Ξέρεις, αν δεν ήσουν δεμένος με τον Ραντού, η μία σφαίρα θα σε είχε σκοτώσει. Τέτοιου είδους έκτρωμα με ασήμι, θα σκότωνε οποιονδήποτε βρικόλακα και άνθρωπο φυσικά» του είπε και ο Βλαντ πήρε μία ανάσα.

«Το δέσιμό μου με τον Ραντού, θα λάβει τέλος. Από εκεί και πέρα, ένας από τους δύο μας θα ζήσει. Όποιος είναι ισχυρότερος» τους είπε κοφτά και σάστισαν.

«Δεν μπορεί να το εννοείς» πάλεψε να τον μεταπείσει ο Μίρτσεα «Επίσης, μάθαμε και κάτι άλλο. Πως ο δεσμός σου με τον αδερφό μας μπορεί να σπάσει, ίσως δίχως να χρειάζεται να πεθάνεις εσύ ή αυτός απαραίτητα για να συμβεί. Νομίζω πως οι Αδερφοί γνωρίζουν»

«Είστε βέβαιοι;» ρώτησε ανήσυχος.

«Ήρθε μήνυμα από τους Αδερφούς. Το συζητήσαμε εκτενώς και στο συμβούλιο. Θα...είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι ποθείς. Να φύγεις ή να τον πολεμήσεις»

«Αύριο τότε θα πάω στους Αδελφούς. Εκείνοι μπορεί έχουν την λύση, ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίστηκαν σε εσάς από όσο αντιλαμβάνομαι. Όταν ο Ραντού πήρε την απόφαση να με φέρει πίσω βεβηλώνοντας τον τάφο μου, πίστευε πως θα με είχε του χεριού του. Αυτό παύει. Ο δεσμός μας πρέπει να σπάσει και ας κερδίσει ο καλύτερος. Αυτή τη φορά, δεν θα κάνω το λάθος να τον λυπηθώ. Αυτός με προκάλεσε. Ήταν η μοναδική φορά στην ιστορία που ένιωσα έναν κάποιο οίκτο και το πλήρωσα ακριβά» τελείωσε και οι άλλοι δύο έμειναν να τον κοιτάζουν.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro