Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Όταν το παρελθόν, συναντά το παρόν/ part 3

Κοίταξε μέσα από την αντανάκλαση των τζαμιών την μικροκαμωμένη σιλουέτα του κοριτσιού που ανήκε στο σήμερα. Την είχε το δίχως άλλο τρομοκρατήσει, μα λεπτό δεν ένιωσε μετάνοια. Καλύτερα να τον φοβόταν, παρά να έπαιρνε μία μέρα το επάνω χέρι. Στη θέα της χαμογέλασε. Έμοιαζε παιδί μπροστά του, όχι μόνο εξαιτίας της διαφοράς της ηλικίας τους σε ανθρώπινα χρόνια, μα και σε αιώνες ολόκληρους που χώριζαν τις εμπειρίες τους. Εκείνος είχε κάποτε μεγαλώσει απότομα, έχοντας χάσει τα πάντα, έχοντας βιώσει πείνα και μαστίγωμα και έχοντας δει την πρακτική του ανασκολοπισμού*, αρχικά από τους Οθωμανούς. Εκείνη αντίστοιχα, είχε μεγαλώσει ξέγνοιαστα, στα πούπουλα σαν πριγκίπισσα. Φαινόταν πως η σκληραγώγηση δεν την είχε αγγίξει ποτέ σαν έννοια, μα αν ήθελε να την γλιτώσει από συμφορές και ταυτόχρονα να γλιτώσει και τον κόσμο του, έπρεπε να της μάθει να είναι σκληρή. Οι καταστάσεις που τους κύκλωναν εξάλλου, δεν άφηναν περιθώρια.

«Επιθυμείς ακόμη να με χαστουκίσεις, Γαβριέλα;» η ερώτησή του την έπνιξε.

«Τι είναι αυτά που λες;» τον ρώτησε με την καρδιά της να βροντοχτυπά.

«Αρχικά, για να αναπτυχθεί μεταξύ μας εμπιστοσύνη, θα πρέπει τουλάχιστον να είσαι ειλικρινής. Ως βρικόλακας, μπορώ να νιώσω το ψέμα, όπως επίσης, μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σου, αν το επιλέξω. Δεν διαθέτει μονάχα ο Ραντού χαρίσματα» τελείωσε και η κοπέλα ξεροκατάπιε. Σχεδόν αδυνατούσε να τον κοιτάξει στα μάτια.

«Εντάξει» ψιθύρισε.

«Εντάξει; Εννοείς πως εντάξει θα είσαι ειλικρινής, ή εντάξει θέλησες να με χαστουκίσεις;» τη ρώτησε ειρωνικά.

«Το δεύτερο» παραδέχτηκε και ο άνδρας κάγχασε.

«Ωραία. Για καλό σου, να μείνεις στη σκέψη. Αν τολμούσες να σηκώσεις χέρι επάνω μου, θα απελευθέρωνα το κτήνος που μετά βίας συγκρατώ μέσα μου. Επομένως, τώρα που το διαλευκάναμε, ας προχωρήσουμε στα σημαντικά. Τον έλεγχο του μυαλού σου. Θα ήθελα να σου ζητήσω υπακοή και συγκέντρωση, καθώς αυτό δεν είναι απλό. Το μυαλό σου αυτή τη στιγμή, μοιάζει να διακλαδώνεται σε χιλιάδες μονοπάτια. Αν αγγίξεις ας πούμε κάτι, που ανήκει σε κάποιον σαν τον Μεχμέτ ή τον Ραντού, υπάρχει περίπτωση να καταλάβουν πως συνδέθηκες μαζί τους, όπως το κατάλαβα εγώ. Αυτό είναι επικίνδυνο, μα συνάμα, θα μας φανεί χρήσιμο. Επομένως, όποτε αγγίξεις κάτι που πηγαίνει να σε συνδέσει με ένα όραμα, μπορείς να διακόψεις ευθύς την εικόνα, ή να την αφήσεις σφραγίζοντας το μυαλό σου, ώστε κανείς να μην σε αντιληφθεί. Ας προσπαθήσουμε. Νιώθεις έτοιμη;» τη ρώτησε και εκείνη ένευσε θετικά «Θα πιάσεις το χέρι μου και θα αφεθώ. Θα σε οδηγήσω σε ένα τυχαίο όραμα και θέλω εσύ να παλέψεις να με μπλοκάρεις στην ανάμνηση. Για να το κάνεις αυτό, θα πρέπει να σκεφτείς κάτι δυνατό. Κάτι δικό σου που θα καταλάβει το μυαλό σου και θα με εμποδίσει να σε δω, ή να σε διαβάσω. Φρόντισε να είναι μία ανάμνηση που δεν θα δίνει στοιχεία. Μία ας πούμε χαρούμενη στιγμή σε διακοπές, ένα τραγούδι, κάτι που θα μπλοκάρει εμένα και θα μου παίζει σαν ταινία μόνο αυτό που θα θες να μου δείξεις. Σκέψου πρώτα και όταν είσαι έτοιμη, πιάσε το χέρι μου»

Η Γκάμπι πήρε μία βαθιά ανάσα, μα διόλου προετοιμασμένη δεν ήταν γι'αυτό που ακολούθησε. Μόλις άγγιξε τα χέρια του, το όραμα την κατάπιε και την έφτυσε σε ένα κάστρο διαφορετικό. Ήταν το Ποενάρι, μα εκείνη δεν το γνώριζε.

΄΄Βάδιζε στους περιποιημένους, βασιλικούς διαδρόμους, όταν η γνωστή φωνή του Βλαντ και μίας γυναίκας, έφτασαν στ' αφτιά της. Της έλεγε πως ο αδερφός του ο Ραντού, δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο να τον πολεμήσει. Πως κάτι τέτοιο δεν το περίμενε, παρά το γεγονός πως πίσω από το αγγελικής εμφάνισης πρόσωπό του, κρυβόταν ένας άνθρωπος μοχθηρός. Κάποιοι άνδρες, οι προσωπικοί του ανιχνευτές λογικά, έδωσαν την αναφορά τους πως οι εχθρικές δυνάμεις ήταν πλέον μακριά από το Τιργκοβίστε. Τότε ήταν που ο Βλαντ υπέπεσε σε ένα σφάλμα. Απομάκρυνε τη φρουρά του από την πόλη, τη στιγμή που από το πουθενά, ο Ραντού εμφανίστηκε. Η Γκάμπι έμοιαζε σαν να πετούσε πάνω από τα γεγονότα. Βρισκόταν στο κάστρο μπροστά, τη στιγμή που ο Ραντού εμφανιζόταν μέσα από την πυκνή βλάστηση αιφνιδιάζοντάς τους όλους. Πράγματι η όψη του ήταν γλυκιά και αγγελική, καμία σχέση με τη σκληρότητα του βοεβόδα που τώρα μαζί με την γυναίκα αυτή, που πιθανολογούσε πως ήταν η σύζυγός του, και μερικούς πιστούς ακολούθους, έτρεχαν να αμυνθούν. Οι κανονιοβολισμοί έπεφταν βροχή και η μάχη μαινόταν. Η ίδια πάλευε να καλυφθεί μέσα στο χάος και η φωνή του Βλαντ κάπου στο βάθος την καλούσε να επιστρέψει, μα ήταν αργά. Το όραμα πηδούσε από ώρα σε ώρα, όταν ένα γράμμα από τον Ραντού, όπως κατάλαβε στην πορεία, τελεσίγραφο έφτασε για τον Βλαντ. Αν δεν παραδινόταν αυτός και όλοι όσοι ήταν μέσα στο κάστρο, θα τους παλούκωνε σύμφωνα με τη δική του μέθοδο. Το γράμμα αυτό όμως, αντί να φτάσει στον Βλαντ, έφτασε στη γυναίκα του που εξαιτίας του τρόμου, την είδε να παίρνει φόρα και να πηδά στο σκοτεινό ποτάμι. Για δευτερόλεπτα τα πάντα έσβησαν και η Γκάμπι έμεινε μονάχη της ξαφνικά σε ένα άδειο κάστρο, όταν μία γλυκιά φωνή την κάλεσε.

«Γειά σου πριγκίπισσα» η μοχθηρή φωνή, ανήκε στον Ραντού. Πλέον θα τον αναγνώριζε οπουδήποτε.

Για καλή της τύχη, ο Βλαντ την πέταξε έξω από το όραμα. Όταν πια επανήλθε στο σήμερα, τα σκουροπράσινα μάτια του πρίγκιπα αποσύρθηκαν από επάνω της γεμάτα οργή. Τον είδε να σηκώνεται αμίλητος και να εξαφανίζεται στη σιωπή του κάστρου.

Έμεινε μονάχη της να κοιτάζει για λίγο το κενό. Η γαλήνη και η ηρεμία του σήμερα, είχαν ανακουφιστικά επιστρέψει. Η βαριά ατμόσφαιρα του Μπραν, θαρρείς και πίεζε επιθετικά τους ώμους της. Τώρα η καρδιά της βροντοχτυπούσε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Ο πρώτος, ήταν το γεγονός πως είχε δει τον διώκτη τους. Για την ακρίβεια, αυτό που συνέβαινε ήταν πέραν των ορίων της φαντασίας. Ο Ραντού και εκείνη, είχαν μεταξύ τους συνδεθεί, σε κάποια κρυφά μονοπάτια του μυαλού, μέσω του παρελθόντος. Ο άνδρας ή καλύτερα η μορφή που είχε δει την πρώτη φορά να σέρνει τα κοφτερά της νύχια στους ανήλιαγους, ερεβώδεις διαδρόμους, φορώντας ένα δαχτυλίδι, δεν είχε καμία σχέση με το πρόσωπο του Ραντού στο παρελθόν. Η κακία μάλλον και η εμπλοκή με την ίδια την Κόλαση, λειτουργούσαν αλλοιώνοντας τη ψυχή περισσότερο. Μέσα στο όραμα, είχε δει ένα κενό συναισθημάτων, αγγελικό πρόσωπο. Τόσο όμορφο και τόσο διεστραμμένο συνάμα, όπως και ο ίδιος ο Εωσφόρος καθώς έλεγαν.

Προσπαθώντας να συνέλθει, συλλογίστηκε για λίγο τη σημασία του οράματος για τον Βλαντ. Είχε δει την αυτοκτονία της γυναίκας του εξαιτίας του φόβου πως θα έπεφτε στα χέρια του εχθρού. Είχε κοινώς δει μία αδύναμη στιγμή του, τυχαία πάντοτε, μα που γνώριζε πως τον είχε εκνευρίσει, κυρίως γιατί δεν κατόρθωσε να το αποκλείσει, παρά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνο, ρουφώντας λαίμαργα την κάθε στιγμή. Τώρα σηκωνόταν με κόπο. Άπαντες στο κάστρο έμοιαζαν εξαφανισμένοι και εκείνη ανοίγοντας διστακτικά την πόρτα, βγήκε σε έναν διάδρομο έρημο, γεμάτο πίνακες που απεικόνιζαν πρόσωπα της εποχής.

«Βλαντ;» τον φώναξε, μα δεν πήρε καμία απάντηση. Μία βαθιά ανάσα της ξέφυγε, απόγνωσης, μέχρι που κοίταξε ένα παλαιό, ξύλινο ρολόι που κρεμόταν σε έναν τοίχο απέναντί της.

Η ώρα ήταν περασμένη και καθώς μπορούσε να καταλάβει, τα μαθήματα προστασίας των δρόμων του μυαλού της, είχαν ολοκληρωθεί. Βάδισε μέχρι την πόρτα της εξόδου, όταν συνειδητοποίησε πως όλο της το σώμα πονούσε, σαν να είχε τρέξει χιλιόμετρα, ενώ η ψυχική της διάθεση είχε κατρακυλήσει άγαρμπα. Τα πόδια της, έκαναν το βήμα να πατήσουν στο υγρό χώμα και άφησε το νυχτερινό αεράκι για λίγο να παρασύρει τα μαλλιά της. Αυτή η πλευρά, ή διάσταση, ήταν η μαγική. Εκεί τα πλάσματα είχαν δημιουργήσει μία τρύπα στον χωροχρόνο, ζώντας παράλληλα με τους ανθρώπους. Οι σκοτεινές, ογκώδεις μορφές των βράχων γύρω της, με την πυκνή βλάστηση, δημιουργούσαν ένα σκηνικό δέους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα του ανέμου και ίσως το κλάμα μίας κουκουβάγιας. Από μακριά, έβλεπε τους πυργίσκους της Ντούτραμ, ίσα να εξέχουν πίσω από τα βράχια, μιας που η Σχολή κρεμόταν κυριολεκτικά στο κενό. Μπροστά της ανοιγόταν ένα αυτοσχέδιο, χωμάτινο μονοπάτι, που οδηγούσε γύρω από τα δάση και με κατεύθυνση τη Σχολή.

Η κοπέλα ξεκίνησε να κατευθύνεται προς τα εκεί, όταν ένιωσε μία ενέργεια ακαθόριστη. Μία ενέργεια που της δημιουργούσε ανατριχίλες σε όλο της το κορμί. Τα μάτια της για δευτερόλεπτα γούρλωσαν και το κεφάλι της στράφηκε με αγωνία προς όλες τις κατευθύνσεις, δίχως αποτέλεσμα. Θεωρώντας πως πιθανότατα ήταν βαθιά επηρεασμένη από όλα τα τελευταία γεγονότα, συνέχισε να βαδίζει, ώσπου ξεκάθαρα πια, μία σκιά κινήθηκε αστραπιαία μπροστά της. Κατόπιν, ένιωσε ένα άγγιγμα ανάλαφρο στην πλάτη σαν να έπαιζε με τον φόβο της ο ξένος, μέχρι που ξεπρόβαλε από τα σπλάχνα των μελανείμονων δασών, μία σιλουέτα, ντυμένη με έναν μαύρο μανδύα. Ευθύς η Γκάμπι κατάλαβε πως αυτός δεν ήταν απλός άνθρωπος, μα ούτε είχε και καλές διαθέσεις.

« Η κοπέλα με τα χαρίσματα. Η φήμη σου να ξέρεις έχει ταξιδέψει μακριά» ψέλλισε η φιγούρα νωχελικά. «Λοιπόν, είσαι η νέα σκυλίτσα του Βλαντ του Παλουκωτή;» τη ρώτησε στάζοντας ειρωνεία και οι γροθιές της σφίχτηκαν.

«Δεν είμαι η σκύλα κανενός και απαιτώ να μάθω τι έκανες στον αδερφό μου!» του φώναξε και η φιγούρα γέλασε στριγκά και απόκοσμα, όταν πίσω της ξεπρόβαλαν ακόμη δύο « Για την ώρα δεσποσύνη, είναι ζωντανός, αλλά από εσένα εξαρτάται το για πόσο θα συνεχίσει. Βλέπεις, έχεις αυτό το καταραμένο χάρισμα, τόσο πολύτιμο για εμάς. Ο Άρχοντάς μου, σου έχει μία πρόταση. Να έρθεις με το μέρος μας, σε αντάλλαγμα με τη ζωή του αδερφού σου» της πρότεινε και έμεινε να καρτερά στωικά την απάντηση.

Για λίγο ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει. Ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να έρθει κοντά με τη σκοτεινή πλευρά και όλη αυτή η υπερφυσική διεκδίκηση, είχε αρχίσει να την κουράζει. Κοιτώντας ξανά με μίσος και φόβο που ελλόχευε καλά κρυμμένος στην ψυχή της, αποφάσισε να του βροντοφωνάξει ένα ΄΄όχι΄΄ και ας ήξερε πως θα το μετάνιωνε.

«Δεν θα πειράξεις ούτε τρίχα του Λέοναρντ και να πεις στον Άρχοντά σου, πως αφού με θέλει, ας έρθει να με διεκδικήσει ο ίδιος. Αν κερδίσει, με κρατά και αφήνει τον Λέοναρντ» του ανακοίνωσε και η φιγούρα οργίστηκε.

«Ποια είσαι εσύ που προκαλείς τον Άρχοντα Ραντού; Σου πρόσφερα μία θέση δίπλα σε κάποιον που θα σε έχει σαν αληθινή πριγκίπισσα και όχι δούλα! Ποιος νομίζεις πως είναι αυτός που υπηρετείς; Ένας τρελός, ένας δαίμονας που παλούκωνε και έγδερνε αθώους. Όλοι τον φοβούνταν και γι'αυτό στέκονταν στο πλάι του. Όχι από αγάπη, αλλά από φόβο μήπως νιώσουν το παλούκι να εισέρχεται στον οργανισμό τους και να τους σκοτώνει αργά. Επομένως, εγώ έχω έρθει για να σου προσφέρω μία διέξοδο από τον Ντρακούλ. Παράτησέ τον και σου εγγυώμαι πως δεν θα πάθεις τίποτε» της έκανε την τελευταία προσφορά.

«Κάνεις λάθος. Ο Βλαντ είναι και ήρωας. Βρίσκομαι οικειοθελώς στο πλάι του. Τώρα άφησέ με ήσυχη» πρόφερε με όση αποφασιστικότητα της είχε απομείνει, όταν οι μάγοι της έκλεισαν το δρόμο και τέντωσαν ταυτόχρονα τα χέρια τους στο ύψος των ματιών της.

Λόγια σκοτεινά ξεπήδησαν και η Γκάμπι ένιωσε τα σωθικά της να βγαίνουν. Ο πόνος ήταν φρικτός και αβάσταχτος, όταν είδε μία σκιά να στροβιλίζεται και τον ένα μάγο να πέφτει νεκρός στο χώμα. Πίσω από το σώμα του, που στεκόταν άψυχο λίγο πριν καταρρεύσει, βρισκόταν ο Βλαντ με μάτια που έλαμπαν.

«Ένα δάχτυλο να σας δω να απλώνετε επάνω της και θα σας κατακρεουργήσω!» ούρλιαξε στους άλλους δύο που για λίγο πισωπάτησαν «Γαβριέλα, φύγε και πήγαινε στο Μπραν. Μπες μέσα...» τη συμβούλεψε όταν είδαν μορφές να ξεπετάγονται από παντού. Πώς ήταν δυνατόν;

«Βλαντ θα μας σκοτώσουν» ψέλλισε και ο άνδρας την κάρφωσε απότομα.

«Δεν πεθαίνω εγώ, μη φοβάσαι και τώρα φύγε! Μη γίνεσαι τόσο ξεροκέφαλη, τρέξε!» της φώναξε για να την δει να απομακρύνεται . Οργισμένος και με ένα βλέμμα που έσταζε ειρωνεία στράφηκε ξανά στους εχθρούς του. Ένα απόκοσμο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του και το κυνήγι ξεκίνησε.

Οι μάγοι τον σημάδευαν με όπλα, που περιείχαν ασημένιες σφαίρες. Το ασήμι λειτουργούσε ενάντια σε κάθε τι σκοτεινό και αναμφίβολα ο Βλαντ είχε μέσα του αρκετό σκοτάδι και μόνο που δημιουργήθηκε δίχως τη θέληση του. Εκείνος, ξεκίνησε να τρέχει με προορισμό το δάσος, σε σημείο που σχεδόν ενσωματώθηκε εκεί μέσα. Οι μάγοι ίσα που μπήκαν στο εσωτερικό, όταν δεν κατάλαβαν τι τους χτύπησε. Βαστώντας μυτερά ξύλα, ο Βλαντ κάρφωνε την καρδιά τους με μίσος. Κάθε χτύπημα και εξαφανιζόταν σαν το φάντασμα στις σκιές. Οι μάγοι έντρομοι πάλεψαν να βγουν, όταν τα οράματα των παραισθήσεων του Βλαντ τους παρέλυσαν, οδηγώντας τους σε πρωτοφανή ένταση τρόμου. Έβλεπαν τους εαυτούς τους να σπαρταράνε επάνω σε παλούκια, με το ερυθρό ρυάκι να κατρακυλά επάνω στο ξύλο, μαζί με κομμάτια σάρκας και σωθικά που έλιωναν. Οι κραυγές του τρόμου τους απλώθηκαν σε όλη την πλαγιά και σκόρπισαν, με την αρχική φιγούρα που εμφανίστηκε στην Γκάμπι να κρατά τη ψυχραιμία της. Τότε, ένιωσε τη σκιά του Βλαντ να πετάγεται και κινήθηκε ταχύτατα πυροβολώντας τον και σωριάζοντάς τον κάτω. Ακόμη μία σφαίρα ξέφυγε και τον βρήκε ψηλά στον ώμο. Η Γκάμπι σε κατάσταση πανικού, κατάλαβε πως οι πυροβολισμοί προέρχονταν από τον αντίπαλο και παρατώντας την ασφάλεια του Μπραν, βγήκε ξανα έξω τρέχοντας.

Ο Βλαντ ένιωσε τον αφόρητο πόνο του ασημιού και μία μπότα να πατά τον λαιμό του.

«Θα σε κάνω να σέρνεσαι» του ψιθύρισε η μορφή, και τότε τα μάτια του άστραψαν. Με όση δύναμη του απέμενε, τινάχτηκε επάνω, αρπάζοντας τον μάγο και βάζοντάς του φωτιά. Δεν ήξερε από πού είχε προέλθει αυτή η δύναμη μέσα στους αιώνες, όμως του είχε φανεί χρήσιμη. Ο Μάγος καιγόταν ουρλιάζοντας, με τα υφάσματα να λιώνουν και να μυρίζουν έντονα, ενώ ο Βλαντ με τον ιδρώτα να στάζει και την ανάσα του βαριά, σύρθηκε με ρούχα ματωμένα μέχρι την έξοδο των δασών, όταν είδε την Γκάμπι να τρέχει επάνω του φωνάζοντας.

«Σου είπα να μείνεις μέσα..» της ψιθύρισε.

«Άκουσα τους πυροβολισμούς και νόμιζα...»

«Τι νόμιζες; Πως θα τους κέρδιζες; Μην είσαι ανόητη...» έσκουξε ασθμαίνοντας κάνοντάς την να οργιστεί.

«Εγώ απλώς...» έσφιξε τα δόντια της, μα ο Βλαντ φάνηκε να πιάνει το νόημα και να πιέζει περισσότερο.

«Απλώς τι πράγμα, Γαβριέλα;» την πίεσε.

«Ε, ανησύχησα που να πάρει! Αλλά τελικά δεν άξιζε τον κόπο! Μονάχος σουμπορείς μία χαρά τελικά!» του φώναξε, μα μέσα στο σκοτάδι δεν είδε ένα αμυδρόχαμόγελο που σχηματιζόταν στο κάθιδρο πρόσωπό του. Το ασήμι ωστόσο και οισφηνωμένες σφαίρες στο κορμί του, ξεκίνησαν να τον βυθίζουν σε ένα παραλήρημα, σεένα σκοτάδι. Μπροστά της, αφέθηκε τελείως να τον καταπιεί η άβυσσος, ενώταυτόχρονα η ανάσα του κοβόταν. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro