Όταν το παρελθόν, συναντά το παρόν/ part 2
Στη φωτό ο Μεχμετ
Η Μόνικα αδυνατούσε να πιστέψει τα ίδια της τα λόγια. Πώς ήταν δυνατό; Ο Μεσαίωνας είχε τελειώσει. Κοίταξε τους άλλους δύο.
«Το αληθινό μου όνομα είναι Μίρτσεα, είμαι ο μεγάλος αδερφός του Βλαντ και αυτός είναι ο Στέφανος ο Μέγας, Πρίγκιπας της Μολδαβίας. Είμαστε βρικόλακες και λυπούμαστε για την αναστάτωση δεσποσύνη» ψέλλισε ο άνδρας τη στιγμή που ο φωτισμός του χώρου επανερχόταν στο φυσιολογικό και το ίδιο και η θερμοκρασία. Η Μόνικα κοιτούσε αβοήθητη, μα δάκρυ δεν ανάβλυζε από τα μάτια της εξαιτίας του φόβου που έφτανε μέχρι το μεδούλι της. Μπροστά της, ο Βλαντ προχωρούσε προς την φίλη της, αδιαφορώντας για την ίδια και την ύπαρξή της.
«Θα έρθεις μαζί μου απόψε» της ανακοίνωσε δίχως περιστροφές και η Γκάμπι ξαφνιάστηκε.
«Όχι! Έχω έρθει για να σπουδάσω και να ζήσω σαν άνθρωπος. Δεν πρόκειται να..» πήγε να ολοκληρώσει για να δει μία φλέβα να ξεπετάγεται στον κρόταφό του, στην προσπάθεια να σταθεί ψύχραιμος.
«Δεν σου το ζήτησα σαν χάρη και δεν σου αφήνω περιθώριο να αρνηθείς. Αν δεν έρθεις, θα σε αφήσω στην τύχη σου, με την ελπίδα να κάνεις το λάθος και να συνδεθείς με τον αδερφό μου ή να καταλήξεις ημίτρελη σε κάποιο ίδρυμα, καθώς τα οράματα αργά ή γρήγορα θα αιχμαλωτίσουν τη λογική σου. Αν όμως, έστω και καταλάθος συνδεθείς ξανά μαζί μου, μα τω Θεώ, θα έρθω και το τέλος σου θα είναι μοιραίο. Εσύ διαλέγεις» της είπε και η κοπέλα ένιωσε την ανάγκη να τον χαστουκίσει, μα ήξερε πως αν το τολμούσε, το τέλος της θα γραφόταν κάθετα, στο ξύλινο κοντάρι κάποιου παλουκιού.
Αμίλητη, αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
«Γκαμπ!»φώναξε η Μόνικα «Πρέπει να τηλεφωνήσεις στους γονείς σου. Επειγόντως»
«Εντάξει»ψιθύρισε η κοπέλα και ευθύς τους κάλεσε για να ακούσει κλάματα και ουρλιαχτά από την πλευρά της μητέρας της.
΄΄Είμαι καλά, σας το ορκίζομαι. Είχατε νέα από τον αδερφό μου;΄΄
΄΄Σε νοιάζει;΄΄ τη ρώτησε πικραμένη η μητέρα της.
΄΄Γυναίκα, έλεος!΄΄ πετάχτηκε η φωνή του πατέρα της ΄΄Πρέπει να ζήσει. Θα βρεθεί ο γιος μας, θα βρεθεί΄΄
΄΄Να προσέχεις. Θέλουμε να σε ακούμε ακόμη και κάθε μέρα. Μη μας ξεχνάς΄΄ την παρακάλεσε η μητέρα της και φυσικά δέχτηκε.
«Μίρτσεα, εσύ θα έρθεις;» στράφηκε έπειτα στη μόνη σανίδα σωτηρίας, μα τον λόγο πήρε και πάλι ο Βλαντ.
«Απόψε, θα είμαστε οι δυο μας. Ο Μίρτσεα έχει συνάντηση με το Τάγμα, το ίδιο και ο Στεφάν. Από εσένα, απαιτείται συγκέντρωση, επομένως ο Μίρτσεα θα μας ήταν ούτως ή άλλως περιττός. Θα χρησιμοποιήσουν το δισκοπότηρο για να φύγουν. Εμείς δεν χρειάζεται. Η δύναμή μου μου επιτρέπει να κινούμαι όπως το επιθυμώ. Δώσε μου το χέρι σου» τη διέταξε και εκείνη κοίταξε τη Μόνικα που έτρεμε, κουλουριασμένη στο βάθος του δωματίου.
Με μία βαθιά ανάσα το έπιασε και εκείνος, φέρνοντας το σώμα της κοντά του, τύλιξε το ένα της χέρι στο λαιμό του και το άλλο το τοποθέτησε στον ώμο του. Η Γκάμπι, ένιωσε τον χτύπο της καρδιάς του και ταυτόχρονα, τα δάχτυλά της χάιδεψαν το σημάδι το βαθύ του αποκεφαλισμού του. Ο Βλαντ φάνηκε να μην δίνει σημασία, ή τουλάχιστον αυτό ήθελε να της δείξει. Κάτω από τα πόδια της, το απόλυτο κενό την υποδέχτηκε, ενώ ο άνδρας βγήκε επιδέξια από το οβάλ παράθυρο και έμεινε να αιωρείται σχεδόν στη βραχώδη αγκαλιά της πλαγιάς. Με ένα τίναγμα, άφησε τα χέρια του και τα πόδια του βρήκαν αντίσταση στον τοίχο. Τα μακριά και πλούσια μαλλιά του ανέμιζαν στον παγωμένο φθινοπωρινό αέρα, λουσμένα από το φως του φεγγαριού. Η Γκάμπι ένιωσε το φόβο να παραλύει το κορμί της και ασυναίσθητα έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, τυλίγοντας και τα δύο της χέρια γύρω από τον λαιμό του, καθώς τον αισθανόταν σχεδόν να πετά, πηδώντας από βράχο σε βράχο. Ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκαν να στέκονται στο έδαφος, με εκείνη να παραμένει στην ίδια στάση. Το χέρι του, το ένιωσε να βαστά τη μέση της, μέχρι που ένας βήχας, την επανάφερε στην πραγματικότητα.
«Μπορείς να με αφήσεις. Φτάσαμε» της είπε σχετικά κοφτά, όταν είδε μπροστά της τη σκιά του Μπραν να ξεπροβάλει θαρρείς μέσα από τη γη. Οι δυο τους εισήλθαν στο εσωτερικό, όπου ο Μπογκτάν τους υποδέχτηκε με μία υπόκλιση. «Μπορείς να φτιάξεις κάτι για τη δεσποσύνη; Είχε δύσκολη μέρα» του είπε και ο Μπογκτάν χαμογέλασε σιωπηλά και υποκλίθηκε εκ νέου.
Η Γκάμπι είχε μείνει να τον κοιτάζει αβέβαια, μέχρι που της έκανε σήμα να τον ακολουθήσει, για να βρεθούν στην αίθουσα με το τζάκι, όπου την είχε ξεβράσει η μαγεία του δισκοπότηρου.
Ο Βλαντ έσυρε δύο καρέκλες και τις τοποθέτησε πλησίον του τζακιού.
«Πίσω στο Ντούτραμ, ανέφερα την λέξη θάρρος. Γνωρίζω πως οι αιώνες έχουν περάσει και πως οι άνθρωποι του σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με το τότε, μα ήμουν κοντά στην ηλικία σου όταν αποφυλακίστηκα από τους Οθωμανούς και έπρεπε να βρω τρόπο να πάρω το θρόνο της Βλαχίας στα χέρια μου. Ήμουν σχεδόν ένα παιδί, που είχε χάσει όλη του την οικογένεια, είχε βασανιστεί και πεινάσει στα ανήλιαγα κελιά των Τούρκων και είχε αφεθεί ελεύθερο μετά, ώστε να γίνει ο βοεβόδας της χώρας του. Πολλά ακούγονται για εμένα και πράγματι, κάποτε χρησιμοποίησα διπλωματία και όλα τα μέσα που είχα, για να αποκρούσω τον εχθρό. Ήξερα πως οι τακτικές μου είχαν εξοργίσει τους Οθωμανούς, οι οποίοι συγκέντρωναν μία τεράστια δύναμη, όταν εγώ δεν είχα τίποτε» έκανε μία παύση
«Τι έκανες τότε;»ψιθύρισε η κοπέλα
«Καθώς δεν είχα δύναμη, μήτε έσοδα πολλά, μήτε στρατό, προσπάθησα να πείσω τότε τον Πάπα να με βοηθήσει, καθώς και τον Ούγγρο βασιλιά, μα αμφότεροι αδιαφόρησαν. Είχα στρατολογήσει ακόμη και γυναίκες και βοσκούς και αγρότες, σε μία μάχη για επιβίωση. Ο Μεχμέτ ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, το 1462 με έναν ζηλευτό στρατό αποτελούμενο από γενίτσαρους, μπεσλήδες, σκλάβους που αν κέρδιζαν θα τους άφηνε ελεύθερους, την προσωπική του φρουρά, τη στιγμή που εγώ δεν είχα σχεδόν κανένα. Φυσικά στο πλάι του, στάθηκε και ο αδερφός μου με δικό του σώμα τεσσάρων χιλιάδων ιππέων περίπου. Η σύγκρουση προβλεπόταν άνιση, μα δεν λύγισα. Τα μέσα για να πολεμήσουμε ήταν πενιχρά. Σκουριασμένες λόγχες, παλαιά ξίφη και φτωχοί αυτοσχέδιοι αλυσιδωτοί θώρακες. Ήταν μία εικόνα θλιβερή. Όμως δεν θα το άφηνα έτσι. Ήξερα πως ο μοναδικός τρόπος για να βγω νικητής, ήταν να ισοσταθμίσω την αριθμητική υπεροχή του Σουλτάνου, χρησιμοποιώντας σωστή στρατηγική και προβλέποντας τις εχθρικές κινήσεις, εμπνέοντας την αφοσίωση και το θάρρος στους πολεμιστές μου. Τους είχα πει πως όσοι σκέφτονταν και φοβούνταν τον θάνατο, δεν χρειαζόταν να με ακολουθήσουν. Γνωρίζεις τι συνέβη; Νίκησα» της είπε στο τέλος και ένας θαυμασμός σκαρφάλωσε στα μάτια της, μαζί με μία υπέροχη μυρωδιά φαγητού που πλησίαζε «Αυτό, ανήκε θαρρώ στον Μεχμέτ. Μπορείς να δεις ίσως κάποια κομμάτια από εκείνη την μέρα, μέσα από τα δικά του μάτια» της είπε και της έδωσε ένα μικρό κομμάτι, κατεστραμμένου υφάσματος.
Το χέρι της απλώθηκε και η ανάμνηση ξεπήδησε ανάμεσα στο χάος ενός πολέμου. Μίας μάχης σκληρής στα ζοφερά εδάφη αυτής της χώρας.
΄΄Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Ο οθωμανικός στρατός σκαρφάλωσε πάνω στις βάρκες και κύλησε στα νερά του Δούναβη, φτάνοντας στην αντίπερα όχθη, κάποια χιλιόμετρα μακρύτερα από το στρατόπεδο του Ντράκουλα. Στο σημείο αυτό έσκαψαν λαγούμια για να προστατευτούν από το βλάχικο ιππικό. Οι βάρκες γύρισαν πίσω για να μεταφέρουν και άλλους γενίτσαρους εκεί που βρίσκονταν ήδη οι υπόλοιποι, ώστε να οργανωθούν, όταν οι άνδρες του Βλαντ τους επιτέθηκαν. Μέχρι να στήσουν τα κανόνια, τριακόσοι σύντροφοι είχαν πέσει νεκροί. Χρησιμοποιώντας τα όπλα, κατόρθωσαν να απωθήσουν τον Βλαντ και να περάσουν τον Δούναβη, μα τα βάσανα ήταν πίσω. Ο Βλάχος πρίγκιπας, ήταν αποφασισμένος για όλα. Με την τακτική της ΄΄καμένης γης΄΄ κατέστρεψε οτιδήποτε βρισκόταν στο διάβα του οθωμανικού στρατού, δυσχεραίνοντας την πρόσβαση σε τροφή και νερό. Δηλητηρίασε το νερό των πηγών, δημιούργησε παγίδες σκάβοντας λάκκους και βάζοντας μέσα μυτερούς πασσάλους. Είχε κατορθώσει και πάλι να βγει νικητής΄΄
«Καλή όρεξη» άκουσε τη φωνή του, καθώς το όραμα την εγκατέλειπε για να την υποδεχτεί η πραγματικότητα.
-------------------------------------------
Ο Στεφάν προχωρούσε πλάι στον Μίρτσεα. Εκτός από πρίγκιπας της Μολδαβίας ήταν και ξάδερφός τους και με τον Βλαντ είχαν από το παρελθόν άριστες σχέσεις, αφού και οι δύο πολέμησαν τον ίδιο εχθρό, με την ίδια ανδρεία. Μπορούσε να του συγχωρέσει τη σκληρή συμπεριφορά του και να αναγνωρίσει πως είχε κάνει κυριολεκτικά άλματα. Θυμόταν πως στο παρελθόν, μετά τον θάνατο του Μίρτσεα με αυτόν τον ωμό και βίαιο τρόπο, ο Βλαντ είχε κατορθώσει και είχε βρει έναν από τους βασανιστές και φονιάδες του. Αποτέλεσμα ήταν μαζί με αυτόν, να αιχμαλωτιστούν και όλοι όσοι είχαν σχέση μαζί του, για να καταλήξουν στο παλούκι, ενός ο ίδιος διάβασε γονατιστός την επικήδειό του μπροστά από τον ανοιχτό του τάφο.
«Τι σκέφτεσαι;» τον απέσπασε η φωνή του Μίρτσεα.
«Την καλοσύνη του εξαδέλφου μου και τη δύστυχη κοπέλα που βρίσκεται μαζί του. Ας ελπίσουμε να έχει καλή κατάληξη» ακούστηκε η φωνή του Στεφάν, για να νιώσουν ένα ύπουλο θρόισμα ανάμεσα στους θάμνους και να δουν την Αλεξάνδρα να εμφανίζεται.
«Απαστράπτουσα» σχολίασε ο Μίρτσεα μειδιώντας.
«Συνάντηση με το Τάγμα έχουμε, όχι έξοδο για οινοποσία» την επέπληξε ο Στεφάν.
«Και ύστερα αποκαλείς τον ξάδερφό σου οπισθοδρομικό» μουρμούρισε εκείνη τινάζοντας προς τα πίσω με χάρη τα μακριά της μαλλιά και αφήνοντας τον Στεφάν να την κεραυνοβολεί αδέξια.
Το Τάγμα του Δράκου, αποτελούταν κατά κύριο λόγο από βρικόλακες, όλοι τους παλαιοί σύμμαχοι του Βλαντ. Το σημείο συνάντησής τους, βρισκόταν στα βουνά του Τιργκοβίστε, κάτω από το κάστρο Ποενάρι, το αληθινό σπίτι του Βλαντ. Ουσιαστικά έμοιαζε με μία σπηλιά, στο πάνω μέρος της οποίας ήταν σκαλισμένος ένας σταυρός με τον δράκο να κρέμεται. Αυτό ήταν και τότε, πριν από τόσους αιώνες και το αληθινό του σήμα. Η Άλμπα φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει. Φτάνοντας στην είσοδο, ο Στεφάν ψέλλισε το συνθηματικό και η πέτρινη πύλη άνοιξε για να τους υποδεχτεί ο σκοτεινός διάδρομος, με τις αναρίθμητες δάδες δρακοκεφαλών. Οι τρεις τους βάδιζαν γρήγορα, ώσπου φθάσανε στην κεντρική, κυκλική αίθουσα. Οι τοίχοι της ήταν κενοί και μουντοί, ελαφρώς λερωμένοι με τα χρόνια που είχαν περάσει. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο στο εσωτερικό της, εκτός από έναν πολυέλαιο που αιωρούνταν και λειτουργούσε με μαγεία και ένα ξύλινο, αρχοντικό, κυκλικό τραπέζι με τις καρέκλες του, τόσες όσα και τα βασικά μέλη. Κοινώς είκοσι ένα, όσοι και οι αρχικοί. Οι τρεις είχαν μόλις έρθει, με την Άλμπα να είναι ήδη εκεί και να τους καρτερά, καθώς και όλους τους υπόλοιπους πλην του Βλαντ, για τον οποίο αναρωτήθηκαν τι συνέβαινε και απουσίαζε.
Οι τρεις βασικοί κάθισαν και ο ιδρυτής Στέφανος Λαζάρεβιτς, δεσπότης τότε της Σερβίας, πήρε τον λόγο.
«Καλωσήρθατε αδέρφια αν και εκπλήσσομαι που δεν βλέπω τον Βλαντ απόψε μαζί μας. Αναφέρθηκε η περίπτωση μίας κοπέλας απλής, με πρωτοφανείς όμως δυνάμεις, παρόμοιες με τον ξορκισμένο Σατανά, τον Ραντού. Αληθεύει;» ρώτησε και ο συνονόματος πήρε ευθύς τον λόγο.
«Μάλιστα κύριέ μου, αληθεύει» απάντησε ο Στεφάν.
«Μελέτησα την υπόθεσή της και επιπλέον, ήρθα σε επαφή και με τους Αδελφούς. Μου είπαν πως την θεωρούν επικίνδυνη» έτριξε τα δόντια του ο Λαζάβεριτς.
«Αν πέσει στα λάθος χέρια, δίχως γνώσεις, ίσως και να είναι. Ωστόσο, ο Βλαντ έμεινε πίσω για να εξασφαλίσει πως τίποτε από όλα αυτά δεν θα συμβεί. Θα διδάξει στην Γκάμπι πώς να κλείνει το μυαλό της» πρόφερε ο Μίρτσεα και η Άλμπα ίσιωσε τα μυωπικά της γυαλιά.
«Είναι μαθήτρια του Ντούτραμ και η Σχολή προστατεύει όλους όσοι είναι εγγεγραμμένοι, ανεξαιρέτως και αδιακρίτως. Ο Ραντού πρέπει μετά από τόσα χρόνια, να πάρει ένα μάθημα. Ευθύνεται για την δημιουργία του υπερφυσικού. Ο Ραντού όταν ανέστησε τον Βλαντ με την ελπίδα να τον εκδικηθεί και να τον δει να σέρνεται στα πόδια του σαν υπάκουο σκυλί, ήταν ακόμη καινούργιος και δεν είχε ιδέα με τι έμπλεκε. Ο Βλαντ δεν υποτάχτηκε ποτέ, μα ταυτόχρονα, ένας δεσμός δημιουργήθηκε μεταξύ τους, που σημαίνει πως όσο ζει ο δημιουργός, το δημιούργημα υπάρχει μαζί του. Αν ο Ραντού πεθάνει, μόνο τότε ο Βλαντ θα μπορεί να διαχειριστεί την ύπαρξή του αυτοβούλως. Θα μπορεί να ζήσει, ή να πεθάνει δεν έχει σημασία. Οι άνθρωποι γύρω μας ωστόσο, γίνονται ολοένα και πιο καχύποπτοι και εμείς αναγκαζόμαστε να κρυβόμαστε σε παράλληλες διαστάσεις» τελείωσε η Άλμπα και όλοι αναστέναξαν.
«Θα πρέπει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και να καλέσουμε την κοπέλα, όταν κριθεί απαραίτητο» Το αυστηρό βλέμμα του ιδρυτή δεν άφηνε κανένα περιθώριο.
«Πολύ καλά» ανταπάντησε ο Στεφάν «Εμείς την προσέχουμε εντός της Σχολής και θαρρώ ο ξάδερφός μου, εκτός. Αν δηλαδή δεν έχουν καταλήξει σε έναν ακόμη καβγά, με την μικρή να μην έχει ιδέα πού στο καλό μπλέκει. Ο Βλαντ δεν υπήρξε ακριβώς το καλό παιδί. Είναι εγωιστής και περήφανος. Έχουμε φάει τους αιώνες μας να παλεύουμε να τον πείσουμε να εγκαταλείψει τις πρακτικές του Μεσαίωνα» γέλασε ο Στεφάν, μα όλοι εκεί μέσα γνώριζαν τον χαρακτήρα του.
Το Τάγμα αποφάσισε από εκείνο το βράδυ, να φυλά το Μπραν και κυρίως τα μέρη γύρω από τα δύο ανατριχιαστικά κάστρα. Την ίδια στιγμή, οι άνθρωποι του Ραντού είχαν σταλεί για διερεύνηση της περιοχής. Οι μάγοι οι σκοτεινοί έλκονταν από το έρεβος, ακριβώς όπως και τα παιδιά της νύχτας. Μίας νύχτας που φάνταζε ατελείωτη για την Γκάμπι, η οποία με δυσκολία κατάπινε το νόστιμο φαγητό. Τα χέρια της πότε-πότε έτρεμαν και το πιάτο της είχε παραδοθεί στην αστάθεια.
Μπροστά της ο Βλαντ παρέμενε βυθισμένος στη σιωπή, έχοντας μετακινηθεί μέχρι το παράθυρο, προκειμένου να την αφήσει να φάει με την ησυχία της. Ανάμεσά τους, υπήρχε μία ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Σαν ένα αδιόρατο πέπλο άμυνας και επίθεσης να αιωρούνταν κάπου εκεί τριγύρω. Η Γκάμπι τον φοβόταν και εκείνος δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο μπορούσε να την εμπιστευθεί. Στη ζωή του είχε μείνει ξεκρέμαστος πολλές φορές, γνωρίζοντας εν μέρει πως οι σκληρές τακτικές του, δημιουργούσαν εχθρούς και αγανακτισμένους. Κρατούσε δίπλα του αρκετούς εξαιτίας του φόβου, γιατί θα προτιμούσαν να πεθάνουν σε μία μάχη, παρά να πέσουν στα χέρια τα δικά του.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro