Μέρος Α' / Κεφ. 1.1 Ταξίδι στις αναμνήσεις
"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"
(Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου")
Κεφάλαιο 1.1
1.1.1 Στα τείχη της Εγχέλειας
Ο Ουρανός πέρα στη Δύση είχε πάρει ένα μουντό χρώμα. Ο ήλιος ήδη είχε προλάβει να χαθεί εδώ και ώρα σε μια αγκαλιά από βαριά μολυβένια σύννεφα, που απλώνονταν μεγαλόπρεπα και απειλητικά σε όλο το βάθος του ορίζοντα. Μπορούσες ήδη να δεις τη λάμψη από τους κεραυνούς που αυλάκωναν τον ουρανό. Ο Δίας θυμωμένος ή λυπημένος είχε αρχίσει να εκδηλώνει τα αισθήματά του για εκείνο το δειλινό με τα αστραπόβροντά του. Ποιος ξέρει άραγε το λόγο; Ποια οργή του ή ποια θλίψη του, ήταν αυτή που γέμιζε τον ουρανό με τη λάμψη και τον κρότο. Ο αέρας άρχισε να δυναμώνει απ' τον νοτιά και να κατρακυλά δυνατός και βουερός από τα πανύψηλα βουνά ως κάτω την μικρή πεδιάδα. Τον ένιωθες υγρό, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κουβαλούσε τη νοτισμένη του βροχή, που μάλλον θα πήγαινε σε καταιγίδα.
Η Γαία και η φύση ολόγυρα ακολουθούσε κι αυτή. Αυτό το δειλινό έκρυβε κάτι μεγάλο να γενεί. Το έβλεπες στα χρώματα της δύσης, δεν είχαν εκείνο το γλυκό μωβ κόκκινο χρώμα την ώρα που η γη αγκαλιάζει το άρμα του ήλιου καθώς εκείνος έγερνε στην αγκαλιά της νύχτας. Όλα ήταν πιο γκρίζα, πιο μαύρα. Τι θα γινόταν άραγε απόψε; Τι έκρυβε η νύχτα που ερχόταν; Λες και η φύση θρηνούσε για κάποιο επερχόμενο τέλος; Αλλά ποιο; Κάποιοι είχαν δει τον Χάροντα, το γιο του Ερέβους και της Νύχτας, τον γέροντα εκείνο περαματάρη του Άδη, να ετοιμάζει τη βάρκα του. Όπως το έκανε πάντα, στον αιώνιο χρόνο.
Ψηλά στα τείχη της Εγχέλειας έκανε ψύχρα. Κάπου εκεί πίσω απ τις επάλξεις στο μεγάλο πέτρινο παράθυρο που σχημάτιζε ο μικρός πύργος, ένας ηλικιωμένος αρχοντοφορεμένος άντρας έγερνε το γερασμένο του κορμί πίσω στην ξύλινη πλάτη του ανάκλιντρου που καθόταν. Παρά τα χρόνια και την ηλικία του, μαρτυρούσε παρελθόν επιβλητικού ψηλόκορμου άντρα. Με πρόσωπο όμορφο και κορμί στιβαρό. Όλα αυτά φαίνονταν στο παρελθόν του. Τα μάτια του ήταν αφημένα πέρα στη θέα των ψηλών βουνών κατά την Ανατολή. Μπορούσε να δει κανείς το βλέμμα του με αγωνία να ψάχνει και να ταξιδεύει κάτω στα ψηλά βουνά, να κατεβαίνει σε πεδιάδες, να διασχίζει ποτάμια και λίμνες και να φτάνει εκεί στη γη της Θράκης.
Στα μάτια του κάποιος θα μπορούσε να διακρίνει ένα δάκρυ, που σαν μικρό κρυστάλλινο διαμάντι άρχισε αργά να κατηφορίζει προς τα ρυτιδωμένα του μάγουλα. Το μυαλό του ταξίδεψε χρόνια πριν, πίσω στα χρόνια της νιότης. Λες και το ζούσε. Εκείνες τις στιγμές. Ναι, σαν να άκουγε πάλι εκείνη τη φωνή στα αυτιά του όπως εκείνη τη μέρα...
1.1.2 Αποχαιρετισμός στη Μάνα
"Άρχοντα Κάδμε, η μητέρα σας..."
"Τι συμβαίνει;"
Το πρόσωπο του ακόλουθου σκοτείνιασε ακόμα πιο πολύ, δίσταζε να μιλήσει, τελικά το κατάφερε με δυσκολία.
"Φοβάμαι πως... σάς καλεί κοντά της! Βιαστείτε!"
Ο ψηλόκορμος επιβλητικός άντρας με τα πλούσια μαλλιά και το στιβαρό κορμί σηκώθηκε αμέσως. Ένιωσε τη καρδιά του να σφίγγεται. Εδώ και καιρό έβλεπε ότι για την σεβάσμια μάνα του, την αρχόντισσα Τηλεφάεσσα, ο χρόνος τελείωνε. Δεν ήθελε με τίποτα να το παραδεχτεί αλλά δυστυχώς ήταν μια αλήθεια. Προσπάθησε να ελέγξει τα συναισθήματά του και σηκώθηκε.
"Έρχομαι...."
Ο ακόλουθος απομακρύνθηκε και ο Κάδμος έσυρε τα βήματά του αποφασιστικά προς το δώμα που την είχαν. Η μητέρα του έστεκε χλωμή, αδύνατη στο κρεβάτι. Τα γηρατειά και τα βάσανα την είχαν πια καταβάλει.
"Μητέρα ήρθα", της είπε γαλήνια.
Γύρισε τα μάτια της προς το πρόσωπό του. Η φωνή της μόλις που ακούστηκε.
"Κάδμε παιδί μου, έλα κάτσε κοντά μου"
Εκείνος την άκουσε. Έκατσε με προσοχή δίπλα της. Σχεδόν στην αγκαλιά της. Εκείνη άπλωσε αργά το χέρι της γυρεύοντας τα δικά του.
"Γιε μου", ψιθύρισε αχνά, "όταν άρπαξαν την αδελφή σου την Ευρώπη, ο πατέρας σου , μου είπε να έρθω κοντά σου να σε βοηθήσω να την βρεις. Τα αδέλφια σου, δεν έχω αγγελιοφόρο να δω τι έχουν κάνει. Μείναμε εδώ οι δυο μας"
"Μάνα, μην κουράζεσαι, θα την βρούμε..."
"Μη με διακόπτεις παιδί μου... νιώθω ότι εδώ τελειώνει ο χρόνος μου... απόκαμα πια..."
"Μητέρα!"
"Σε παρακαλώ... άφησέ με... αυτές οι στιγμές είναι για μια μάνα οι μεγαλύτερες. Γυρίσαμε παιδί μου όλον τον κόσμο. Στη Ρόδο τη σμαραγδένια, τη Θήρα την ξακουστή και τώρα να εδώ στη Θάσο, σε τούτο το όμορφο νησί. Μα κανείς δεν ξέρει για την Ευρώπη.... Κανείς δεν έχει δει μήτε μάθει τίποτα..."
"Θα συνεχίσουμε μητέρα! Όσο μπορούμε και έχουμε ανάσες θα συνεχίσουμε. Θα πάμε παντού.."
"Θα πας πια μόνος σου παιδί μου... εγώ έφτασα στο τέρμα... μη λες τίποτα... ήρθε η ώρα να περάσω τον κόσμο των θνητών και να ταξιδέψω με τη σειρά μου εκεί..."
Ο Κάδμος την έπιασε από τα χέρια, εκείνης η φωνή μόλις έβγαινε
"Σταμάτα γιε μου να γυρίζεις άδικα εδώ και εκεί, δεν ωφελεί. Σου αφήνω τούτη τη γνώμη. Να κατέβεις στους Δελφούς. Στο μαντείο. Να προσφέρεις σπονδές και να ζητήσεις να πάρεις χρησμό για την αδελφή σου. Εκεί είναι η τελευταία μας ελπίδα"
"Θα το κάνω μητέρα", της απάντησε συγκινημένος.
"Χαίρομαι γιε μου....τώρα ξέρω ότι είσαι σε σωστό δρόμο... εγώ φεύγω. Σου αφήνω την ευχή και την αγάπη μου να σε συνοδεύει για πάντα στη ζωή σου...και σένα και τα αδέλφια σου. Να πεις στα παιδιά μου όλα τις ευχές μου"
Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, τα μάτια της γύρεψαν μια τελευταία φορά το βλέμμα του, τα χέρια της έσφιξαν για ύστερη φορά τα δικά του και άφησε την τελευταία της πνοή στην αγκαλιά του.
Η αρχόντισσα Τηλεφάεσσα είχε κινήσει πια για το μεγάλο της ταξίδι.
Ο Κάδμος, την πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του ενώ τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Το κορμί του έτρεμε σύγκορμο απ' τη συγκίνηση και τον πόνο της απώλειας. Σαν να ήθελε να την κρατήσει για πάντα εκεί κοντά του. Το κλάμα και ο θρήνος του, αντήχησαν γοερά ολόγυρα για να το πάρει ο άνεμος ταξίδι στα πέρατά του.
Η Θρακική γη δέχτηκε στην αγκαλιά της την Τηλεφάεσσα. Για πάντα. Λίγο πριν το σώμα της κατέβει λουλουδιασμένο στην αγκαλιά της Γαίας, ο Κάδμος έβαλε στα δυο της μάτια τα ασημένια νομίσματα.
"Καλό ταξίδι Μάνα!" ήταν ο ύστατος αποχαιρετισμός.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του ηλικιωμένου άντρα στη θύμηση εκείνων των στιγμών. Το άφησε να κυλήσει ως κάτω στα ξερά του χείλη. Να νιώσει την αρμύρα του στη γεύση του. Σαν να το ήθελε λυτρωτικό εκείνο το δάκρυ. Ώσπου στη φούρια του Νοτιά στέγνωσε εκεί και έπαψε να νιώθει την αρμύρα του. Σαν να έφυγε και έσβησε μαζί με την ανάμνηση που κουβάλησε. Για να κουβαλήσει μια επόμενη. Μια επόμενη που η εμφάνισή της άλλαξε το βλέμμα του άντρα και το έκανε να μεγαλώνει, να βαθαίνει, να γίνεται εκφραστικό. Και να θυμάται... να θυμάται...
Σημειώσεις Κεφαλαίου
Εγχέλεια: Πόλη -περιοχή στην σημερινή έκταση της Οχρίδας λίμνης, (σημερινή Αλβανία). Οι Εγχελείς ήταν πανάρχαια Ιλλυρική φυλή.
Η Ευρώπη, κόρη του Αγήνορα και της Τηλεφάεσσας, αδελφή του Κάδμου. Ο μυθολογικός θρύλος μιλάει για την περίφημη αρπαγή της από το Δία, που χτυπημένος από την ομορφιά της, την άρπαξε έχοντας πάρει τη μορφή του ταύρου και την μετέφερε στην Κρήτη. Στην ιστορική όμως αναφορά του γεγονότος, ο Ηρόδοτος αναφέρει («Κλειώ»-παράγραφος 2) ότι η Ευρώπη απήχθη από Κρήτες ναύτες στο Φοινικικό λιμάνι της Τύρου, ανταποδίδοντας την αρπαγή της Ιούς από τους Φοίνικες. Την μετέφεραν δε στην Κρήτη.
Πατέρας του Κάδμου ο Αγήνορας, γιος του Ποσειδώνα και της Λιβύης.
Φοίνικας και Κίλικας, τα δύο άλλα αδέλφια του Κάδμου, αναζητούσαν και αυτά την αδελφή τους την Ευρώπη.
1.1.3 Μια πόλη γεννιέται
"Πόσο δρόμο έχουμε περπατήσει Αμφίαλε από την ώρα που αφήσαμε τους Δελφούς;" Ρώτησε ο μεγαλόσωμος άντρας τον επικεφαλής των αντρών της συνοδείας του.
"Κοντεύουμε μισή μέρα άρχοντα Κάδμε, βλέπω τον ήλιο και γέρνει το άρμα του κατά τη δύση"
"Την βλέπεις; Δεν λέει να σταματήσει! Ως που θα μας φτάσει"
"Ο χρησμός άρχοντά μου ήταν να ακολουθήσουμε τη δαμάλα και το μέρος που αναζητούμε είναι αυτό που θα σταθεί στη γη"
"Τουλάχιστον έμαθα ότι η αδελφή μου, η Ευρώπη, είναι σε καλά χέρια, αυτό για μένα ήταν η λύτρωση"
"Που είναι;"
"Στην Κρήτη είναι, στην Γόρτυνα. Και θα γενεί μου είπε η Πυθία γυναίκα βασίλισσα δίπλα στον Αστερίωνα"
Η ζέστη είχε γίνει πια ανυπόφορη. Η συνοδεία ακολουθούσε κατά πόδας την μεγάλη όμορφη δαμάλα που προπορευόταν αμέριμνη, λες τόσο παράξενη, μέσα στα λιβάδια, περνώντας τα ποτάμια, λίμνες και λόγγους. Βάδιζαν στα Ανατολικά των Δελφών, πέρασαν τον Κηφισό ποταμό, τους κάμπους της Πανόπης.
"Άρχοντα Κάδμε, οι άντρες απόκαμαν πια, φοβάμαι ότι δεν θα μπορούν σε λίγο να ακολουθούν"
Ο Κάδμος σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό.
"Ω Θεοί! Απόλλωνα γλυκολάλητε. Δεν αντέχουμε άλλο. Κάνε να σταματήσει το ιερό σου σημάδι και να σταθούμε, δεν θα αντέξουμε για πολύ"
Συνέχιζαν να προχωρούν στο ρυθμό του ιερού ζώου.
"Κοιτάξτε!" Ακούστηκε άξαφνα η φωνή ενός από τους ακόλουθους, "Η δαμάλα σταμάτησε!"
Αμέσως τα βλέμματα των ανθρώπων της ακολουθίας πάγωσαν λίγα μέτρα μπροστά κοιτώντας το όμορφο ζώο με το πλατύ μέτωπο. Τότε εκείνο άρχισε να μουγκρίζει δυνατά. Ολάκερος ο τόπος λες σείστηκε απ τη φωνή της. Ταραχή και αγωνία τους κυρίευσε όλους.
"Κάθεται άρχοντά μου κοίτα!" φώναξε ο Αμφίαλος στον Κάδμο.
Η δαμάλα, είχε γυρίσει το βλέμμα της σε εκείνους. Λες και το ήξερε! Και έγειρε το σώμα της στο πλάι στην καταπράσινη χλόη να ξαποστάσει.
"Απόλλωνα Θεέ μου!" Φώναξε δυνατά ο Κάδμος. Γονάτισε στο χώμα λίγα μέτρα από τη δαμάλα. Φίλησε τη καταπράσινη γη με σεβασμό. Μια ξένη άγνωστη γη και άπλωσε ολόγυρα το έκθαμβο βλέμμα του. Γεμάτος συγκίνηση και προσμονή. Εκεί ανάμεσα στη μεγάλη πεδιάδα και στα άγνωστα βουνά ως πέρα στον ορίζοντα.
"Φέρτε το σφάγιο, θα κάνουμε θυσία στους Θεούς" πρόσταξε. Οι σύντροφοί του έτρεξαν για νερό για να γίνουν οι σπονδές.
Οι μνήμες σταμάτησαν για λίγο το ταξίδι τους . Το βλέμμα του γέροντα πια Κάδμου είχε γεμίσει συγκίνηση. Εκείνη ήταν η στιγμή που βρήκε τη γη του προορισμού του. Στη γη της Βοιωτίας. Πήγε να πάρει μια ανάσα αλλά ξάφνου το βλέμμα του γέμισε φόβο. Έναν ανείπωτο φόβο. Άρχισε να τρέμει καθώς οι αναμνήσεις μακρινές άρχισαν πάλι να ζυγώνουν.
"Πηγαίνετε να φέρετε νερό" Πρόσταξε μια ομάδα από τους ανθρώπους του. Οι υπόλοιποι έκατσαν να ξαποστάσουν. Πιο πέρα δέσποζαν οι ρίζες ενός βουνού. Πυκνή βλάστηση έζωνε τον τόπο ολόγυρα. Αντίκρυ στους ανθρώπους του Κάδμου, στο ξέφωτο μιας στράτας ήταν μια όμορφη πηγή στην αρχή μιας σπηλιάς. Τα γάργαρα νερά της κελάρυζαν ολόγυρα εκεί. Οι άνθρωποι του Κάδμου ήταν έτοιμοι να γεμίσουν τις υδρίες τους όταν ξαφνικά ένας απρόσμενος εφιάλτης πρόβαλε μπροστά τους προκαλώντας τρόμο και πανικό.
"Ω Θεοί! Τι δαίμονας είναι αυτός;" ακούστηκε ξαφνικά.
Ένας φοβερός δράκοντας ξεπήδησε απειλητικός μέσα απ τα σκοτάδια της σπηλιάς. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες, η όψη του ήταν φοβερή και απόκοσμη. Η γλώσσα του διχαλωτή και τα δόντια του προκαλούσαν ανατριχίλα στους ανθρώπους που άρχισαν έντρομοι να τρέχουν να σωθούν. Δυστυχώς οι άνθρωποι του Κάδμου στη σπηλιά άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί θύματα της οργής του.
Πίσω στην ομάδα με τους υπόλοιπους ξέσπασε ταραχή. Οι κραυγές των ανθρώπων στην σπηλιά γέμισαν τρόμο τους υπόλοιπους.
"Τι συμβαίνει;" φώναξε ο Κάδμος καθώς ζώστηκε τα άρματά του.
Τότε, μπροστά στα έντρομα μάτια τους φάνηκε λίγα μέτρα μπροστά τους ο φοβερός δράκοντας. Τα πόδια όλων λύγισαν. Όλων εκτός εκείνου. Ο Κάδμος ξεκίνησε μαζί του μια φονική αμάχη. Μια σύγκρουση χωρίς έλεος. Ο δράκοντας με τα όπλα του κορμιού του και ο Κάδμος με τα δικά του όπλα. Με το φονικό του δόρυ αλλά και ακόμα και πέτρες. Ότι μπορούσε να του δώσει τη νίκη να απαλλαγεί από το τέρας. Αλλά και την τρομερή του παλικαριά. Η γη αγκομαχούσε απ τη μεγάλη μάχη. Μια σύγκρουση που βρήκε νικητή τον γιο του Αγήνορα που κάρφωσε το δόρυ του στο λαιμό του δράκοντα.
Όμως εκείνη τη στιγμή, την ώρα του θανάτου του τρομερού τέρατος, μια τρομερή φωνή αντήχησε παντού:
"Γιε του Αγήνορα, τι κάθεσαι και θαυμάζεις το φίδι που σκότωσες; Ο δράκοντας αυτός είναι παιδί του Άρη. Και εσύ μια μέρα φίδι θα γενείς".
Ο Κάδμος πισωπάτησε έντρομος μέσα στην αγωνία. Οι άλλοι ζύγωσαν κοντά του.
"Άρχοντά μου είσαι καλά;"
Εκείνος έδειχνε σαν χαμένος.
"Ακούσατε;" είπε. Εκείνοι απάντησαν αρνητικά.
Η γη άρχισε να τρέμει ξαφνικά, και μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως μια γυναικεία μορφή έλαμψε ολοζώντανα μπροστά τους. Η φωνή της ακούστηκε στεντόρεια αλλά γαλήνια στα αυτιά τους.
"Σκάψε τη γη Κάδμε, γιε του Αγήνορα και θάψε στο χώμα της τα δόντια του φιδιού. Από αυτά τα δόντια θα γεννηθεί ένας νέος λαός ανθρώπων", ορμήνευσε η Θεά και χάθηκε απ' τη θωριά τους.
"Άρχοντα Κάδμε κοίτα!" φώναξε κάποιος δίπλα ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο στον τρόμο τους. Το χώμα σείστηκε και ξάφνου εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους σχεδόν ένας ολάκερος αρματωμένος στρατός άρχισε να γεννιέται μέσα απ το χώμα.
"Αθηνά προστάτιδά μου! Τι είναι τούτο που βλέπουν τα μάτια μας" αναφώνησε έντρομος. Έκανε να αρπάξει τα όπλα του μα οι οπλισμένοι μπροστά του όλο και πλήθαιναν καθώς γεννιούνταν μέσα απ το χώμα.
"Άφησε κάτω τα όπλα σου και μείνε μακριά απ αυτήν την αμάχη" του φώναξε ένας από αυτούς τους οπλισμένους άντρες. Την ίδια στιγμή άρχισε ξαφνικά να χτυπιέται με κάποιον άλλον δίπλα του, δικό του. Ο ένας απέναντι στον άλλον σε μια εμφύλια αιματηρή σύγκρουση μέχρι τέλους. Ο Κάδμος με τους λίγους συντρόφους που του είχαν απομείνει, έβλεπε το τραγικό και συγκλονιστικό αυτό θέαμα χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι. Και το αίμα έρρεε μπροστά τους και οι στρατιώτες αυτοί, της γης σπορά, όλο και χάνονταν μέχρι που έμειναν ζωντανοί και αποκαμωμένοι μονάχα πέντε από αυτούς.
Τότε να πάλι μπροστά τους η Παλλάδα Αθηνά με την επιβλητική της παρουσία. Τραντάχτηκε η γης απ τη δυνατή φωνή της: "Σεις οι πέντε θα μείνετε. Μονιασμένοι. Αδέλφια αχώριστα. Δίπλα στον Κάδμο αρωγοί του"
"Τι κάνεις εδώ αγαπημένε μου!" Η φωνή της Αρμονίας διέκοψε το βύθισμα του Κάδμου στο ταξίδι των αναμνήσεών του. Γύρισε προς το μέρος της. Παρά τα χρόνια και τις ταλαιπωρίες, διατηρούσε εκείνη την αρμονική σύνθεση της ομορφιάς της που πάντα την χαρακτήριζε.
"Αγαπημένη μου γυναίκα, βασίλισσά μου, εδώ, ταξιδεύει ο νους μου σε θύμησες παλιές"
Εκείνη έκατσε κοντά του. Άπλωσε το χέρι της στο δικό του που έτρεμε.
"Και μήπως μπορώ να μάθω σε ποια ταξίδια έτρεχε ο λογισμός σου;"
"Σε πάρα πολλά Αρμονία. Και σε πολύ παλιά χρόνια"
Εκείνη άφησε το βλέμμα της πέρα στον ορίζοντα. Η φύση απλώνονταν πανέμορφη μπροστά τους.
"Ας αφήσω λοιπόν και εγώ τη μνήμη μου να σε συναντήσει κάπου εκεί...."
"Που;"
"Αλήθεια Κάδμε, θυμάσαι τη πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε;"
Στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα γλυκό βαθύ χαμόγελο, άρχισε να μιλά αργά
"Ήταν εκείνη τη μέρα στον κάμπο, έξω απ' τη Θήβα. Τότε στον Ελικώνα.... Θυμάσαι;
Και των δύο τα πρόσωπα πήραν μια γλυκιά νοσταλγική όψη. Έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι και ο νους με την καρδιά ταξίδευαν μακριά.
Σημειώσεις κεφαλαίου
Το μαντείο των Δελφών έδωσε χρησμό στον Κάδμο σαν πήγε προς τα εκεί ότι η αδελφή του η Ευρώπη είναι σε ασφαλή χέρια και να σταματήσει να την αναζητά. Να ακολουθήσει μια δαμάλα μετά το μαντείο που θα βρει στο δρόμο του και στο μέρος, που αυτή θα σταματήσει είναι το μέρος που πρέπει να σταθεί και να ιδρύσει μια πόλη.
Εδώ γίνεται αναφορά στην γέννηση των "Σπαρτών", οι οποίοι αλληλοεξοντώθηκαν όλοι εκτός από πέντε, οι: Χθόνιος, Εχίων, Ουδαίος, Υπερήνωρ και ο Πέλωρ
Συνεχίζεται...
Ξεκινήσαμε λοιπόν, φίλες και φίλοι, το μεγάλο μας ταξίδι πίσω σε εκείνα τα μακρινά χρόνια. Μια πόλη γεννήθηκε. Η μεγάλη, η Εφτάπυλη Θήβα. Μια πόλη από Φοίνικες αποίκους, όπως είδαμε. Γιατί ακριβώς αυτό ήταν ο Κάδμος.
Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας. Καλή σας ανάγνωση. Φυσικά αναγκαία και χρήσιμα τα σχόλια και η συμμετοχή σας σε οποιαδήποτε κουβέντα πάνω σ' αυτό το έργο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro