Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μέρος 4ο: Στο δρόμο της Ικεσίας / Κεφ. 4.1 Ικέτες στην Αθήνα

"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"

https://youtu.be/8hIKNSkzLdQ

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη (https://stisglafkistocafe.blogspot.com/)

4.1.1 Η ύστατη ελπίδα για το Άργος

"Είναι όλα έτοιμα Ηρόδικε;" ρώτησε ο Άδραστος. Είχε καταφέρει να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Η αποστολή που είχε μπροστά του ήταν ιερή και δεν συγχωρούσε λιγοψυχία.

"Ναι βασιλιά μου, έχουν ενημερωθεί όλοι, είναι ήδη εδώ..."

"Οι στενοί συγγενείς των αρχηγών μας; Όπως είπαμε;"

"Ναι...θα έρθει μαζί ο Ίφις..."

"Γιατί;"

"Σε αυτή τη δύσκολη ώρα θέλει να είναι δίπλα στην κόρη του, την Ευάδνη, τη γυναίκα του Καπανέα"

Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του.

"Οι κόρες σας θα έρθουν;" ρώτησε ο Ηρόδικος.

"Όχι. Τον Τυδέα μπορέσαμε τον θάψαμε. Ο Πολυνείκης έπεσε μαζί με τον αδελφό του. Η οικογένειά του θα έχει φροντίσει πιστεύω"

"Ποιος το περίμενε βασιλιά μου! Πριν λίγες μέρες όλα ήταν τόσο διαφορετικά, πώς είχαμε ξεκινήσει τότε"

"Τίποτα δεν μένει το ίδιο στη ζωή Ηρόδικε. Όλα αλλάζουν. Ακόμα και αυτά που μοιάζουν τόσο ακλόνητα. Όσοι πιστεύουν σε έναν κόσμο σταθερό και αταλάντευτο, πλάνη μεγάλη κατέχουν. Όταν μπαίνεις στου πολέμου τη φωτιά τότε οφείλεις να τα περιμένεις όλα"

Έπαψε. Προσπάθησε να αποδιώξει τις μαύρες σκέψεις, που πλέον τον κυρίευαν μόνιμα.

"Τα άλογα είναι έτοιμα; Έχουμε ήδη αργήσει. Πρέπει να φύγουμε πριν πέσει το βράδυ" γύρισε και είπε στον Ηρόδικο.

"Πατέρα είμαι έτοιμη" γύρισε η Ευάδνη προς τον ηλικιωμένο πατέρα της τον Ίφι. Εκείνος προσπάθησε για μια τελευταία φορά να την μεταπείσει.

"Κόρη μου, σε παρακαλώ. Μήπως πρέπει να το σκεφτείς; Θα πάω εγώ. Είναι το παιδί σας πίσω, πώς θα μείνει μόνο;"

"Ο Σθένελος πατέρα ωρίμασε μέσα σε λίγες μέρες. Δεν είναι πια παιδάκι. Μπαίνει στην εφηβεία του. Έμαθε. Έζησε με τον πατέρα του στιγμές, πήρε τις αρχές και τις αξίες του. Είναι πληροφορημένος για την εκστρατεία από τότε που ξεκίνησαν να την συζητούν. Άρα μην ανησυχείς. Άλλωστε θα γυρίσουμε έτσι δεν είναι;" του απάντησε με έντονη τη φόρτιση στα τελευταία της λόγια. Εκείνος δεν μίλησε.

Όταν όλα ετοιμάστηκαν ξεκίνησαν. Διέσχισαν τους δρόμους του Άργους. Μια παράξενη πομπή. Εντελώς διαφορετική από αυτή της προηγούμενης φοράς. Από την πανηγυρική εκείνη πομπή με την οποία οι στρατιώτες ξεκινούσαν για την εκστρατεία στη Θήβα. Μια εκστρατεία που αποδείχτηκε θανάσιμα καταστροφική για όλους. Ο Άδραστος μπροστά με δέκα άντρες από το στρατό και πίσω του γυναίκες και κάποιοι ηλικιωμένοι άντρες. Μανάδες, γυναίκες και πατεράδες. Μια νεκρική πορεία βουτηγμένη στο θρήνο αλλά και στην αγωνία. Έπρεπε να προλάβουν. Οι άνθρωποί τους, νεκροί, παγωμένοι, εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης και στα άγρια θεριά της. Η Αθήνα του βασιλιά Θησέα. Του μεγάλου αυτού ήρωα. Η ύστατη ελπίδα τους. Να προσπέσουν ικέτες για τη βοήθειά του, να ζητήσουν αυτό που η απανθρωπιά του Κρέοντα τους στερούσε.

Ευάδνη, κόρη του Ίφη, γυναίκα του Καπανέα  (Φωτ. ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου)

4.1.2 Ευάδνη

Η σκέψη της έτρεχε μαζί με την άμαξα μέσα στην οποία ήταν με άλλες γυναίκες του Άργους. Το βλέμμα της ανέκφραστο περιφέρονταν άναρχα στο βάθος του ορίζοντα. Σαν η πόλη χάθηκε από μπροστά της περιπλανήθηκε στα βουνά και στα δάση ολόγυρα. Είδε τον εαυτό της πριν δεκατρία χρόνια. Νέα και όμορφη. Στα δεκαεπτά της χρόνια. Θυμήθηκε όταν πρωτοείχε συναντήσει τον Καπανέα σε μια πηγή λίγο έξω απ' την πόλη. Πόσο όμορφος ήταν, πόσο επιβλητικός. Γεμάτος φως. Το βλέμμα της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του σε σημείο να προκαλέσει τα γέλια και τα πειράγματα από τις άλλες φίλες της που την συνόδευαν τότε. Το πρώτο του βλέμμα! Σαν το φως του Απόλλωνα να την τύφλωνε με μιας και τα βέλη του έρωτα να την βρήκαν κατάστηθα. Χαμογέλασε. Ύστερα η σκέψη της περιπλανήθηκε λίγο καιρό μετά. Είχαν πια γνωριστεί. Είχαν βιώσει την πρώτη τους συνάντηση. Πάλι τυχαία. Εκείνη με τον πατέρα της τον Ίφι, εκείνος μόνος του με άρχοντες από την Ώλενο. Είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν ήρθε για πρώτη φορά κοντά της, μένοντας μαζί της, να μιλήσουν, να γελάσουν. Αχ αυτό του το γέλιο. Σαν την ροδόχρωμη αυγή. Και εκείνη η κορμοστασιά του. Ένας γίγαντας στα μάτια της, όχι από αυτούς που πήραν μέρος στην γιγαντομαχία, εκείνοι λέγανε ήταν αποκρουστικοί. Αλλά ένας γοητευτικός και αυθόρμητος γίγαντας. Το πρώτο του άγγιγμα στο χέρι της ήταν σαν ένα κύμα φωτιάς να πυροδότησε το σώμα της.

Δεν πέρασε καιρός που ήρθε να την γυρέψει για γυναίκα του από τον Ίφι. Τον είδε να μπαίνει στο σπίτι τους με μια απαστράπτουσα ενδυμασία. Γυναίκα του! Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα. Ο άντρας που αγαπούσε, αυτός που ξύπνησε τέτοια αισθήματα μέσα της, στην πόρτα του σπιτιού της. Ακόμα θυμάται το χαμόγελο του πατέρα της. Κάτι είχαν καταλάβει και εκείνος και η μητέρα της για τα κρυφά της αισθήματα. Και έτσι ο Καπανέας, ο γιος του Ιππόνοου και της Αστυνόμης, ανιψιός του βασιλιά του Άργους, Άδραστου, έγινε άντρας της.

Ήταν τότε που έφυγαν για την Ώλενο. Εκεί που ο αγαπημένος της έγινε ο κύρης και βασιλιάς της πόλης. Ω! Εκείνες οι όμορφες μέρες της νιότης της. Της πρώτης εκείνης εποχής. Έγινε γυναίκα στην αγκαλιά του με τη θέρμη του έρωτα που έκρυβε μέσα της για εκείνον. Και αυτός την τιμούσε όπως της έπρεπε. Βασίλισσα της καρδιάς του. Το παιδί τους ήρθε γρήγορα, ο μικρός Σθένελος. Ένα στολίδι της ζωής τους που μεγάλωσε όμορφα, ήρεμα, δημιουργικά.

Όλα κυλούσαν καλά στη ζωή τους για δεκατρία ολάκερα χρόνια. Μέχρι που τα σύννεφα του πολέμου έφτασαν στην πόρτα τους. Ήξερε τον άντρα της. Αψύς, ατρόμητος, πιστός σε φιλίες και με την έννοια της αλληλεγγύης ριζωμένη καλά μέσα του. Μα συνάμα και ασυγκράτητος, παρορμητικός, σε σημείο πολλές φορές να τυφλώνεται και να παρασύρεται από τη έπαρση που τον διέκρινε. Όταν ο θείος του, ο Άδραστος, τον κάλεσε να τού ανακοινώσει την ανάγκη να στηρίξουν τον Πολυνείκη στην εκστρατεία του να γυρίσει ξανά δικαιωμένος στην πατρίδα του, δεν δίστασε πρώτος και καλύτερος να ενθουσιαστεί με την ιδέα και να κάνει την υπόθεση αυτή κύριο μέλημα του.

Η Ευάδνη θυμήθηκε τη μέρα του αποχωρισμού τους. Ήταν η πρώτη φορά που χώριζαν κάτω από τέτοιες συνθήκες. Εκείνος, αγέρωχος, δεν έβλεπε την ώρα να ορμήσει στον κάμπο της Θήβας και να τα σαρώσει όλα στο διάβα του. Εκείνη όμως... Εκείνη, σαν γυναίκα, στο πίσω μέρος του μυαλού και της καρδιάς της είχε και τη φρίκη του πολέμου. Το θάνατο και την καταστροφή. Κάπως προσπάθησε να τον μεταπείσει να μην πάρει μέρος αλλά η στάση του ήταν απόλυτη. Λες και η Θήβα έστεκε εκεί να τον προκαλεί σε αναμέτρηση. Λες και οι Μοίρες είχαν κάνει τις επιλογές τους και τον καλούσαν να βαδίσει εκεί. Ένιωσε τα δυνατά του χέρια να την σφίγγουν στην αγκαλιά του σαν τους αποχαιρετούσε. Και τον έφηβο Σθένελο μετά, με την ίδια θέρμη. Δεν έδειχνε ανήσυχος. Το έβλεπε σαν πρόκληση.

Το τελευταίο τους φιλί! Εκεί στο αίθριο του σπιτιού της. Εκείνη την αυγή, που έμελλε να είναι η τελευταία που τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα στην ανάμνηση της στιγμής. Τον έβλεπε ξανά μπροστά της, να εδώ απέναντί της, πάνω στο κατάλευκο άτι του. Να καλπάζει στο δρόμο με τα όπλα του να φεγγοβολούν στις ακτίνες του ήλιου. Τον παρακολουθούσε λες ακόμα μια φορά να χάνεται πέρα μακριά αφήνοντας πίσω του τον κουρνιαχτό από τον καλπασμό του αλόγου του. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Η μοίρα της έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Και σε εκείνη και σε χιλιάδες άλλες γυναίκες και μάνες σαν κι αυτήν. Είχε το γιό της, το παλικάρι της. Τον Σθένελο. Μα ο Καπανέας ήταν για αυτήν η ζωή της, το παρόν και το μέλλον της.

Τώρα, ντυμένη στα μαύρα, φορτωμένη σε μια άμαξα, έτρεχε με τις άλλες χαροκαμένες να γυρέψουν την φιλευσπλαχνία του βασιλιά Θησέα για να μπορέσουν να θάψουν τους δικούς τους.

Να θάψουν! Ανατρίχιασε σε αυτήν τη σκέψη. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Αχ Άρη πολεμόχαρε, πόσες συμφορές στις ζωές των ανθρώπων φέρνεις με τους πολέμους σου. Και πόσο μάταια δείχνουν, πολλές φορές, τα σχέδια των ανθρώπων στη φωτιά της έριδας σαν πέφτουν.

"Έρχομαι αγαπημένε μου!" ψιθύρισε μέσα της. "Ήρα, του γάμου προστάτιδα, βοήθα μας να πάρουμε στην αγκαλιά μας τους δικούς μας. Έστω και για μια ύστατη φορά"

"Τι έχεις κόρη μου; Προς τα πού φεύγει ο λογισμός σου;" την έκοψε από τις σκέψεις της ο Ίφις. Ταξίδευαν μαζί, στην ίδια άμαξα. Είχε γυρίσει προς το μέρος της. Η αντίδρασή της στην είδηση του θανάτου του άντρα της ήταν τέτοια που τον έκανε να τρομάζει και να ανησυχεί. Δεν ξέσπασε, δεν ούρλιαξε, δεν λούστηκε στα δάκρυά της. Εδώ και μέρες έμενε βουβή, σιωπηρή και λιγόλογη. Σαν κάτι μέσα της να βάραινε χωρίς έλεος.

"Σκέφτομαι πατέρα μου..." του απάντησε ήρεμα προσπαθώντας να σκουπίσει το πρόσωπό της. Περήφανη γυναίκα δεν ήθελε να δείχνει ευάλωτη. Προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα:

"Πού είμαστε άραγε;"

"Έχουμε μπει στην Αττική, σε λίγο φτάνουμε στην Ελευσίνα"

"Άραγε θα πείσουμε το βασιλιά Θησέα να μας βοηθήσει;"

"Είναι ένας εμβληματικός ήρωας κόρη μου..."

"Ναι, έχω ακούσει γι αυτόν ότι ξεκίνησε από την Τροιζήνα"

"Η επιστροφή του στην Αθήνα είναι ένας ολάκερος θρύλος. Ο Άδραστος πιστεύει ότι θα μας βοηθήσει, θα πείσει τους Θηβαίους να μας δώσουν τους δικούς μας"

"Και αν δεν το κάνουν πατέρα;"

Το πρόσωπο του Ίφι σκοτείνιασε.

"Γιατί κόρη μου; Ποιο λόγο να έχουν; Δεν τους αρκεί η νίκη τους;"

"Πατέρα αν ήθελαν να το κάνουν θα το έκαναν ήδη"

"Τότε... δεν ξέρω... ο Θησέας με τους Αθηναίους έχουν τον τρόπο να τους πείσουν φαντάζομαι"
"Πάλι με πόλεμο; Πάλι με θάνατο πατέρα;"

"Κόρη μου, ας μην βιαζόμαστε. Πλέον τώρα πια, δεν είμαστε εμείς αυτοί που μπορούμε να διαμορφώνουμε τα γεγονότα αλλά απλά να τα ακολουθούμε"

4.1.3 Στην Αθήνα

Μόλις έφτασαν στην Ελευσίνα στα ιερά της πόλης, αποφάσισαν να κάνουν ένα σταθμό να τιμήσουν τη μεγάλη Θεά Δήμητρα και την Κόρη. Να παρακαλέσουν για την ικεσία τους. Να εισακουστεί το αίτημά τους από τους Θεούς. Να εξευμενιστούν και να μπορέσουν να τιμήσουν τους ανθρώπους τους όπως αρμόζει. Δύο αγγελιοφόροι έφυγαν καλπάζοντας για την Αθήνα, προπομποί στο βασιλιά Θησέα να του αναγγείλουν την πρόθεσή τους. Σε λίγο θα ήταν εκεί. Δεν είχαν παρά να τους περιμένουν με αγωνία. Κατέβηκαν από τα αμάξια και τα άφησαν έξω από τον ιερό χώρο. Γρήγορα η παρουσία τους έγινε αντιληπτή από τους ανθρώπους του ναού της Δήμητρας. Είδαν τις γυναίκες με τα μικρά κλαδιά ελιάς στις φορεσιές τους και τις λευκές κορδέλες. Το σημάδι που χαρακτήριζε κάθε ικέτη που γύρευε καταφύγιο στον ανθρωπισμό του άλλου. Από τον ναό κατέβηκαν ιέρειες αλλά και άνθρωποι κάτοικοι ολόγυρα που ζύγωσαν να μάθουν τι γίνεται.

"Ποιες είστε κυράδες μου, που με θλιμμένα τα πρόσωπα καταφεύγετε ικέτιδες στο ναό της Θεάς;" ρώτησε μια επιβλητική γυναίκα με αρχοντική μορφή.

"Από το Άργος ερχόμαστε ικέτιδες στη πόλη της Αθήνας..."

Η γυναίκα ταράχτηκε από τη θλίψη των ανθρώπων αυτών και πλησίασε πιο κοντά τους.

"Τι γυρεύετε; Ποια κακιά μοίρα βάρυνε στις πλάτες σας;" ρώτησε.

Ο βασιλιάς Άδραστος έφτασε εκεί. Ταπεινός και απλός, χωρίς τίποτα να διαφέρει από όλους ολόγυρα. Υποκλίθηκε στην παρουσία της Αθηναίας και απάντησε.

"Καλώς σε βρίσκουμε Αθηναία κυρά. Είμαι ο Άδραστος, ο βασιλιάς του Άργους..."
Η γυναίκα απόρησε.

"Συ ο βασιλιάς; Τίποτα στη μορφή σου δεν το δηλώνει, πώς αυτό;"

"Στην καταστροφή και στο θάνατο σαν είσαι βουτηγμένος κυρά μου δεν έχεις και ούτε μπορείς να έχεις κάτι να διαφέρεις από τους άλλους συνανθρώπους σου. Στον πόνο η ζωή μας κάνει ίδιους όλους. Όπως αρμόζει να είμαστε. Χωρίς τα σημάδια εκείνα που διαλέξαμε για να μας χωρίζουν"

"Τι ζητάτε ακριβώς στην Αθήνα;"

"Στο βασιλιά Θησέα ικέτες για βοήθειά του προσπέφτουμε, εσύ ποια είσαι αρχόντισσα;"

"Αίθρα το όνομά μου, είμαι η μάνα του Θησέα"

Ο Άδραστος αλλά και οι άλλοι ολόγυρα έδειξαν να εντυπωσιάζονται. Υποκλίθηκαν σιωπηρά στην Αθηναία αρχόντισσα.

"Τι ζητάτε από το γιό μου Αργείοι;"

"Την ευσπλαχνία και τη στήριξή του, τίποτα παραπάνω από αυτό... στείλαμε αγγελιοφόρους και τον καρτεράμε να του μηνύσουμε την ικεσία μας"

Η Αίθρα έδειξε να συμμερίζεται την αγωνία και τον έκδηλο πόνο αυτών των ανθρώπων. Πήγε κοντά τους, έγινε ένα μαζί τους. Διάβασε στα μάτια τους το θρήνο της καρδιάς τους. Μάνα και εκείνη μπορούσε να καταλάβει. Έδωσε εντολή στις ιέρειες του ναού να προστρέξουν φέρνοντας νερό και ότι άλλο μπορούσε να τονώσει αυτούς τους ανθρώπους.

Άκουσε την εξιστόρηση των γεγονότων από το βασιλιά Άδραστο. Έμαθε ακριβώς το λόγο που πάτησαν στα χώματα της Αθήνας.

"Αλήθεια μπορεί ο άνθρωπος σε τέτοια αγριότητα να φτάνει;" μονολόγησε ρωτώντας κάποια στιγμή.

"Ο πόλεμος Αίθρα κάνει τον άνθρωπο αλαζόνα. Τα φτερά της νίκης στης μάχης το πεδίο γεμίζουν εκδίκηση και μίσος τις καρδιές των θριαμβευτών..."

"Πώς γίνεται τέτοια απόφαση να παρθεί; Μεγάλη ασέβεια σε Θεούς και αξίες" είπε εκείνη ξανά.

Άνοιξαν τις καρδιές τους. Και εκείνη έγινε κάτι σαν μάνα όλων τους. Δεκτική, σεβάσμια, ανθρώπινη και ζεστή. Συγκινήθηκε από τα πάθη των δικών τους, ένιωσε την αγωνία και τον πόνο τους. Άνοιξε την καρδιά της και έβαλε όλες αυτές τις χαροκαμένες μάνες και γυναίκες στην αγκαλιά της. Πίστεψε στην ειλικρίνειά τους και ένιωσε έτοιμη συνειδητά να το υποστηρίξει μπροστά στο παιδί της και βασιλιά Θησέα.

4.1.4 Ο Θησέας και η απόφαση

Δεν ήταν πολύ η ώρα που περίμεναν. Ο Θησέας επικεφαλής μιας ομάδας καβαλάρηδων στρατιωτών έφτασε στην Ελευσίνα και σύντομα ήταν κοντά τους στον περίβολο του ιερού ναού όπου και περίμεναν. Η μητέρα του η Αίθρα κίνησε και έφτασε πρώτη κοντά του. Εκείνος ξαφνιάστηκε σαν την είδε να ξεχωρίζει μέσα από εκείνους τους ικέτες που προσέτρεξαν στην πόλη του.

"Μάνα εσύ εδώ; Τι κάνεις;" ρώτησε με αγωνία ο Θησέας.

"Προσκύνημα έκανα στο βωμό της Θεάς γιε μου και έπεσα πάνω σε τούτους τους ικέτες από το Άργος. Θαρρώ ότι και εσύ είσαι εδώ για τον ίδιο λόγο απ' ότι μού είπαν. Κόπιασε παιδί μου να ακούσεις των ανθρώπων τον πόνο και την ικεσία τους.

"Ποιος από σας είναι ο βασιλιάς Άδραστος;" φώναξε.

Εκείνος γύρισε και πλησίασε αμέσως στον Θησέα που έμενε ακόμα πάνω στο άλογό του. Ο Άδραστος έκανε μια σεβάσμια υπόκλιση.

"Εγώ είμαι βασιλιά της Αθήνας, ένδοξε και ξακουστέ"

"Ικέτες έρχεστε στην πόλη μας άκουσα από τους αγγελιοφόρους σου"

"Σωστά άκουσες άρχοντά μου"

"Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;" τον ρώτησε.

"Βασιλιά Θησέα, νομίζω ξέρεις για την εκστρατεία μας στη Θήβα"

"Ναι, το γνώριζα από την πρώτη στιγμή. Με είχαν ζώσει, δεν στο κρύβω, οι ανησυχίες από τότε που ο ένδοξος Οιδίποδας, ήρθε στη γη μας τυφλός, στου Κολωνού το ιερό το άλσος. Ύστερα ακολουθησαν τα γεγονότα με τον Κρέοντα και την απαγωγή των θυγατέρων του. Ήμουνα σίγουρος ότι ήταν θέμα χρόνου ο πόλεμος"

"Άρα γνωρίζεις και τις αιτίες που μας έκαναν να εκστρατεύσουμε στη Θήβα"

"Από πρώτο χέρι το έμαθα κι αυτό"

"Ο ίδιος ο Κρέων είναι βασιλιά μου αυτός που μας απαγόρευσε, με ποινή θανάτου, να θάψουμε και να τιμήσουμε τους νεκρούς μας μετά το τέλος του πολέμου"

Ο Θησέας ξεπέζεψε από το άλογό του. Ήρθε και στάθηκε αντίκρυ στον Άδραστο.

"Αυτό που ξεστομίζεις τώρα, μεγάλη ύβρις στους Θεούς είναι, μου λες αλήθεια;"

"Είναι κάτι που μπορείς και μόνος σου να το μάθεις, όρισε για τιμωρία μας να χαθούν οι δικοί μας στων όρνεων και των θηρίων τη μανία"

"Ω Θεοί! Πόσο ο πόλεμος αγριεύει τους ανθρώπους. Και πόσο ασεβείς τους κάνει. Τι ζητάτε από εμένα Άδραστε;"

Ο τελευταίος πλησίασε γονυπετής.

"Θησέα βασιλιά μου. Την Αθήνα παρακαλούμε να μας βοηθήσει να πάρουμε τα σώματα των νεκρών μας, να τα θάψουμε και να φύγουμε αμέσως για τον τόπο μας. Έτσι κι αλλιώς δεν μένει πια τίποτα σε μας να διεκδικήσουμε ηττημένοι και χαμένοι, όσοι ζήσαμε"

Στο άκουσμα των λόγων του, ένα σμάρι από τις γυναίκες της Θήβας προσέτρεξαν κοντά του και τα παρακάλια τους ενώθηκαν με αυτά του βασιλιά τους.

"Γιε του Αιγέα, της αρχόντισσας τούτης της Αίθρας γέννημα, δέξου την ικεσία μας. Δεν έχουμε άλλη ελπίδα παρά εσένα και την πόλη σου. Μόνο αυτό ζητάμε. Την μεσολάβησή σου να πάρουμε τα σώματα των δικών μας που μένουν βορά στα όρνια..."

"Δύσκολο τούτο που ζητάτε! Καθώς οι Θηβαίοι έτσι αποφάσισαν, πίσω δεν θα κάνουν"

"Εσένα και την Αθήνα μπορεί να την ακούσουν, εμείς στην κατάστασή μας πειθώ άλλη δεν έχουμε μα μήτε και ισχύ"

"Κι αν αρνηθούν; Σκέφτεστε τι μού ζητάτε να κάνω;"

Εκείνη τη στιγμή η Αίθρα πήρε το λόγο.

"Γιε μου Θησέα, ποτέ στη σκέψη σου λόγια έριδας και πολέμου δεν θα έβαζα. Μια μάνα αυτό δύσκολα το κάνει. Όμως σκέψου τη μοίρα και τον πόνο τούτων των γυναικών. Δεν μπορούν να τιμήσουν το θάνατο των δικών τους. Ποιοι είναι αυτοί που θα ξεγράψουν τους νόμους των Θεών και μια τέτοια ανόσια απόφαση θα πάρουν. Εσύ, γιε μου, πέρασες μέσα από τους άθλους σου στη θέωση και στον εξαγνισμό. Πώς θα αφήσουμε τέτοια ύβρη να γίνει δίπλα στης πόλης μας τη γη;"

"Ποια είναι η πρότασή σου μάνα;" ρώτησε ο Θησέας.

"Παιδί μου, πηγαίνετε στη Θήβα και προσπαθήστε να πείσετε τους άρχοντες εκεί να σας δώσουν τους νεκρούς. Πράξη σεβάσμια θα κάνεις στους Θεούς αλλά και σε ετούτους εδώ τους δύσμοιρους. Και μια φορά ακόμα το όνομά σου θα δεθεί με λαμπερές των ανθρώπων στιγμές"

Ο Θησέας έριξε το βλέμμα του στις μαυροντυμένες γυναίκες απ' το Άργος και στο βασιλιά του, που μόνο τέτοιον δεν θύμιζε η όψη του. Κοίταξε τη μητέρα του βαθιά στα μάτια. Είδε τη σιγουριά και την έκφραση του προσώπου της. Με μια απόλυτη φωνή γύρισε στον αξιωματικό δίπλα του.

"Φεύγουμε το συντομότερο για τη Θήβα! Σήμανε συναγερμό στο στρατό", γύρισε προς την Αίθρα.

"Θα γίνει μητέρα! Όπως το είπες! Και εσύ και αυτών των δυστυχισμένων ικετών η παράκληση. Θα στείλω από τώρα αγγελιοφόρους στον Κρέοντα να του μηνύσω το αίτημά μας. Πιστεύω ότι θα επικρατήσουν οι αξίες της ζωής και όχι οι κλαγγές των όπλων"

"Παιδί μου σε ευχαριστώ! Για μια ακόμα φορά είμαι περήφανη για σένα. Και εγώ και ο λαός μας"

Ο Άδραστος σηκώθηκε, πήγε κοντά του.

"Οι Θεοί να φέρνουν ευλογία στη στράτα σου βασιλιά Θησέα. Το Άργος θα σε ευγνωμονεί για αυτό. Να έρθουμε μαζί σου;"

"Όχι! Πρέπει να βιαστούμε, δεν έχουμε χρόνο. Δεν είναι φρόνιμος ο ερχομός σας μαζί μας. Θα περιμένετε εδώ. Θα σας φιλοξενήσουμε μέχρι να γυρίσουμε"

Έριξε μια ματιά στη μητέρα του, γύρισε απότομα προς την ομάδα των καβαλάρηδων που τον συνόδευε και άρχισαν να καλπάζουν προς την πόλη. Ο Άδραστος και όλοι οι Αργείοι έμειναν να τον κοιτούν πάνω στο κατάλευκο άτι του να χάνεται πέρα στο βάθος σε ένα σύννεφο σκόνης.

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μια σημαντική στρατιωτική δύναμη κρούσης ετοιμάστηκε στην Αθήνα. Καβαλάρηδες και αρματολάτες με επικεφαλής τον ίδιο το Θησέα ξεκινούσαν με πορεία όσο το δυνατόν γρηγορότερη για τη Θήβα. Λίγο πριν κάποιοι δύο αγγελιοφόροι με τα μηνύματα των Αθηναίων προς τον Κρέοντα, το βασιλιά της Θήβας έφευγαν καλπάζοντας ως προπομποί.

Το δείλι ζύγωνε στην Αθήνα. Ο ουρανός πέρα στη Δύση στα βουνά της Κορινθίας άρχισε να γέρνει στην αγκαλιά της γης. Χρυσοκόκκινα χρώματα ομόρφυναν τον ουρανό. Ένα ελαφρύ ψυχρό αεράκι έπεφτε στην Ελευσίνα, στον ναό της Δήμητρας και της Κόρης. Η Αίθρα είχε ορίσει στις ιέρειες να φέρουν μανδύες και άλλα ρούχα μαζί με τροφή και νερό για να φιλοξενήσουν κάπου πρόχειρα τις Ικέτιδες. Ο Ίφις, για μια ακόμα φορά, παρακολούθησε την κόρη του την Ευάδνη να στέκεται και να αγναντεύει πάνω στις βουνοκορφές της Πάρνηθας. 


Σημειώσεις:

* Η Ώλενος ήταν πόλη στην Αχαΐα, χτισμένη ανάμεσα στην Πάτρα και την Δύμη, δίπλα στον ποταμό Πείρο. 80 στάδια από την Πάτρα και 40 από την Δύμη. Το όνομά της το πήρε από τον Ώλενο, γιο του Ποσειδώνα.

(Συνεχίζεται...)

Οι ικέτες, στην αρχαιότητα και η ικεσία ήταν βαθύτατα σεβάσμια πράξη, που έστεκε πολύ ψηλά στην αποδοχή των κανόνων ζωής και σκέψης. Έτσι και τώρα, ο Θησέας, αναλαμβάνει αυτή τη μεγάλη πρωτοβουλία για να φέρει τη γαλήνη στις ψυχές των χαροκαμένων αυτών ανθρώπων και να σβήσει την ύβρη των άθαφτων νεκρών. Οι ευχές μας τον συνοδεύουν ολόθερμα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro