Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 2.4 Μια καινούργια ζωή

Γάμοι

Η Άνοιξη είχε φορέσει τα γιορτινά της για τα καλά στον Αργίτικο κάμπο. Μέσα στις αυλές και στις στράτες, ως κάτω στη θάλασσα, στις όχθες του Ίναχου, πέρα στους πρόποδες του Αραχναίου, ένα υπέροχο πολύχρωμο χαλί είχε αγκαλιάσει ολάκερη τη γη. Τα δέντρα είχαν ήδη ξεκινήσει να δίνουν τους καρπούς τους και τα ζώα τα δικά τους γεννήματα. Κάτω στο λιμάνι, τα Αργίτικα καράβια πηγαινοέρχονταν στις Κυκλάδες και στην Κρήτη κουβαλώντας κάθε λογής αγαθά.

Μαζί με τον ερχομό της Άνοιξης η πόλη θα γιόρταζε ακόμα και κάτι άλλο. Κάτι λαμπερό. Διπλή μάλιστα γιορτή που έμελλε να γίνει λίγους μήνες μετά από εκείνο το συμπόσιο στα ανάκτορα του παλατιού. Ο Άδραστος πάντρευε τις κόρες του και όλα στο παλάτι ετοιμάζονταν για τη μεγάλη διπλή γιορτή.

Στο δώμα της Αργείας επικρατούσε αναβρασμός και κινητικότητα, όπως ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και σε εκείνο το διπλανό της αδελφής της. Μαζί με την Δηιπύλη σήμερα ο πατέρας τους, ο ευσεβής βασιλιάς Άδραστος, θα τις παρέδιδε και τις δύο στα χέρια του Πολυνείκη και του Τυδέα.

"Κάντε γρήγορα κορίτσια! Αργούμε!" πρόσταξε η Ευρυνόμη, η γηραιά ψυχομάνα των δύο κοριτσιών, που είχε το ρόλο της νυμφεύτριας. Έτρεχε να προφτάσει από δώμα σε δώμα, από διάδρομο σε διάδρομο. Στο δώμα της Αργείας, τρία κορίτσια έφτασαν κουβαλώντας τις κεραμικές στάμνες.

"Φέρατε το νερό;" ρώτησε η Ευρυνόμη. Εκείνες υποκλίθηκαν.

"Από τα νερά του Ίναχου ποταμού κυρά!" Απάντησαν.

"Θαυμάσια" Έκανε η γηραιά γυναίκα και πήγε προς τις στάμνες, "Ετοιμάστε το λουτρό για τη νύφη!" Έδωσε την εντολή της. Αμέσως έβαλε διακριτικά τα δάχτυλα του χεριού της μέσα στην πρώτη στάμνα με το νερό.

"Καλόβολο και γόνιμο να είναι τούτο το νερό κόρη μου! Στου γάμου σου δώρημα και ευλογία των Θεών" ανάδευσε με το χέρι της το νερό στη στάμνα. Σε λίγο πρόβαλε η Αργεία ντυμένη μονάχα με έναν λευκό χιτώνα. Έστεκε στο μέσο του δώματός της τυλιγμένη στο φως.

"Ψυχοκόρη μου Αργεία! Οι Θεοί με αξίωσαν να ρίξω εγώ το νερό του ιερού μας ποταμού στο λουτρό σου για το γάμο σου. Είμαι τόσο συγκινημένη να το ζήσω..." της είπε σχεδόν με δάκρυα στα μάτια. Η Αργεία την κοίταζε στο πρόσωπο ανταποκρινόμενη στα αισθήματά της.

"Το λουτρό είναι έτοιμο Κυρά!" ακούστηκε η φωνή μιας από τις νεαρές κοπέλες.

"Αργεία κόρη μου, το λουτρό σου σε προσμένει... Πήγαινε και τα κορίτσια θα φέρουν το νερό, όπως προστάζουν τα έθιμα και η παράδοσή μας"

Η Αργεία χαμογέλασε και πήγε προς τα μέσα. Τα νεαρά κορίτσια βγήκαν. Η Ευρυνόμη σήκωσε την πρώτη στάμνα και οι άλλες ακολούθησαν. Σε λίγο το νερό του Ίναχου έβρεχε το γυμνό κορμί της μέλλουσας νύφης όπως όριζαν οι πανάρχαιες εκείνες τελετές. Η Ευρυνόμη συνόδευε το λούσιμό της με ευχές και λόγια ενώ τα κορίτσια χάριζαν με τις φωνές τους διακριτικά ένα όμορφο γαμήλιο τραγούδι. Ύστερα από λίγο το λουτρό τέλειωσε και η Αργεία έμεινε να προσμένει. Η Ευρυνόμη έφερε ένα μικρό πήλινο αγγείο με μύρο. Με χέρι που έτρεμε από συγκίνηση άρχιζε να την ράνει με το ακριβό νυφικό μύρο.

"Το έκανα πριν και στην αδελφή σου, τώρα και σε σένα! Γόνιμες και καρπερές γυναίκες να γίνετε στο πλάι των αντρών σας"

Ο εξαγνισμός της νύφης είχε πια ολοκληρωθεί.

Όμορφες στιγμές που έμεναν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη των κοριτσιών. Στιγμές και μνήμες για τον καθένα ξεχωριστά μα και για όλους στο σύνολο. Όλα ήταν έτοιμα. Οι θυσίες για τον εξευμενισμό των Θεών είχαν γίνει. Όπως επίσης και τα αναθέματα από τις δύο αδελφές. Η Αργεία είχε αφιερώσει στην Αφροδίτη ένα δίχτυ που κρατούσε τα μαλλιά της από νεαρή κοπέλα, ενώ η Δηιπύλη στην Ήρα, την πρώτη ζώνη που φόρεσε σαν ήταν κοντά έφηβη. Μαζί με δύο από τα αγαπημένα τους παιδικά παιχνίδια. Από τη στιγμή του γάμου τους και μετά θα γίνονταν πια ολοκληρωμένες γυναίκες. Έτσι τα Πρωτέλεια είχαν τελειώσει.

Η τελετή θα γινόταν στο κεντρικό αίθριο των ανακτόρων. Οι προσκεκλημένοι ήταν πολλοί. Αλίμονο άλλωστε. Ο αγαπημένος βασιλιάς της πόλης πάντρευε τις κόρες του με δύο παλικάρια. Όλος ο χώρος του παλατιού προς τα νυφικά δώματα ήταν διακοσμημένος με κλαδιά δάφνης και ελιάς ενώ πολλές δάδες είχαν ήδη ανάψει δίνοντας σε εκείνο το ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμα όψη νυφικής γιορτής.

Όλα είχαν ξεκινήσει. Η νυφική πομπή. Μπροστά ο πατέρας των δύο κοριτσιών, ο Άδραστος και δίπλα του η γυναίκα του η Αμφιθέη. Ο πατέρας συνόδευε τις δύο κόρες του με φανερή τη συγκίνησή του . Οι δύο νεαρές γυναίκες με τα πρόσωπα σκεπασμένα με το νυφικό πέπλο ζούσαν τη μεγάλη στιγμή της ζωής τους ανάλογα. Πίσω ακολουθούσαν τα άλλα παιδιά του Άδραστου, ο Αμφιάραος με την γυναίκα του την Εριφύλη, η Ευρυνόμη σαν νυμφεύτρια και πλήθος καλεσμένων. Πολλοί κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες γάμου και τραγουδούσαν νυφικά τραγούδια.

Αμέσως μετά την τελετή, στην άλλη άκρη των ανακτόρων, στην πύλη των νυφικών δωμάτων περίμεναν οι δύο γαμπροί. Ο Πολυνείκης και ο Τυδέας. Ο Άδραστος κοντοστάθηκε λίγα μέτρα μπροστά τους. Οι γυναίκες τους πλέον, τράβηξαν τα πέπλα που διακοσμούσαν το πρόσωπό τους. Ο χώρος γέμισε από φως από την ομορφιά και τα χαμόγελά τους. Ένα φως που απλώθηκε και στα πρόσωπα των αγαπημένων τους.

Ο Πολυνείκης κράτησε την ανάσα του μπροστά στη θέα της γυναίκας του. Είχαν όλα τελειώσει. Ο γάμος, η τελετή. Ο Ηρόδικος, φίλος τους πια στενός, λίγο πριν τους είχε χαιρετίσει, βγήκε από το δωμάτιό τους αφού τους ευχήθηκε κατά τα έθιμα και έκλεισε την πόρτα τους πίσω του. Απ έξω ακούγονταν για λίγο χαρούμενα τραγούδια για τους νιόνυμφους. Κάτι που συνέβαινε και με τον Τυδέα και την Δηιπύλη.

Σε λίγο ήταν μόνοι τους, μέσα στην ηρεμία. Η Αργεία έστεκε απέναντί του. Φορούσε ένα κατάλευκο νυφικό φόρεμα σταυρωτό διαγώνια στο λυγερό κορμί της. Ένα φόρεμα χωρίς μανίκια που έκοβε με ένα όμορφο άνοιγμα ψηλά στο λαιμό της. Τα μαλλιά της έπεφταν δεξιά και αριστερά στους γυμνούς της ώμους μπούκλες ενώ στο κεφάλι της φορούσε ένα εξαίρετο διάδημα, κεντημένο με χρυσό σε ελαφρύ κράμα μετάλλου. Ο Πολυνείκης έμενε σιωπηρός μπροστά της εκστασιασμένος από την ομορφιά της αλλά και τη συγκίνηση των στιγμών. Σε μια ξένη πόλη, διωγμένος από τους δικούς του, εξόριστος, ικέτης στο Άργος, εύρισκε ένα καινούργιο λιμάνι και μια γυναικεία αγκαλιά που ήταν έτοιμη να τον δεχτεί με θέρμη. Έκανε μερικά βήματα πίσω. Πάνω στο ξύλινο σκαλιστό τραπέζι ήταν ένα κουτί. Εκείνο το κουτί που πήρε μαζί του ο Πολυνείκης απ τη Θήβα με τα γαμήλια δώρα των προγόνων του. Ένα κουτί που μετρούσε αιώνες ζωής και γενιών ιστορία. Τα δώρα της Αρμονίας, της πρώτης νύφης της Θήβας. Άνοιξε το κουτί με τα πιο πολύτιμα βαρύτιμα δώρα της πατρίδας του με τρεμάμενη συγκίνηση. Κράτησε στο χέρι του το ανεκτίμητο περιδέραιο και το πέρασε στην γυναίκα του πια, την Αργεία. Έσκυψε μπροστά της, την πήρε στην αγκαλιά του και εκεί, στο κάλεσμα της ανοιξιάτικης νύχτας ο Πολυνείκης με την Αργεία γεύτηκαν το πρώτο τους φιλί που σημάδευε το γάμο τους. Ένα φιλί ήρεμο στην αρχή μα στην συνέχεια τολμηρό, ερωτικό και καυτό.

Πίσω τους η νυφική κλίνη, ένα μεγάλο ξύλινο κρεβάτι με σκαλιστές άκρες. Στο κεφαλάρι του είχε παραστάσεις με την Θεά Αφροδίτη και τη γέννησή της ενώ στο ποδαρικό του είχε ανάγλυφη τη μορφή της Ήρας της Θεάς του γάμου και της Εστίας, της Θεάς του σπιτιού. Η κλίνη τους ανέδυε ένα εξαίρετο άρωμα και ήταν στρωμένη με όμορφα υφάσματα σε γαλάζιο και λευκό χρώμα.

Σε λίγο τα χέρια του Πολυνείκη αφαιρούσαν, πρώτα το πέπλο της Αργείας και ύστερα με αργές, τρυφερές κινήσεις τον εξωτερικό της χιτώνα και μετά το φόρεμα. Σε λίγο η νεαρή γυναίκα του έστεκε μπρος του ολόγυμνη. Πίσω στο ανοιχτό τους παράθυρο ο ήλιος έστελνε τη δική του καληνύχτα στο νεαρό ζευγάρι κοκκινίζοντας τον ουρανό ακριβώς όπως είχαν κοκκινίσει τα πρόσωπά τους από τις πρώτες ηδονές του έρωτά τους. Το νυφικό τους κρεβάτι αγκάλιασε τα ολόγυμνα κορμιά τους, που παραδόθηκαν στη θέρμη του έρωτα και των ηδονών, που ξεκινούσε το παρθενικό τους ταξίδι στο σμίξιμό τους. Έκαναν έρωτα όπως η ίδια η ζωή ξέρει να τον ορίζει στους ανθρώπους. Σαν να τον έχουν οι άνθρωποι ορμηνεμένο μέσα στο αίμα τους και στην καρδιά τους. Γαλήνια στην αρχή αλλά μετά με πάθος και αναστεναγμούς. Η Αργεία γίνονταν γυναίκα εκείνη την όμορφη νύχτα που ξεκινούσε στα χέρια του άντρα της, που είχε μπει μέσα στο κορμί της και στην καρδιά της. Ριγούσε στον κυματισμό της ερωτικής τους επαφής και τα υγρά τους σώματα ταξίδευαν στα μονοπάτια του Θεού Έρωτα στη σκιά της δικής του ιέρειας της Αφροδίτης. Έτσι, μέσα στους υγρούς αναστεναγμούς τους, η νύχτα και ο ύπνος μετά τούς τράβηξαν στην αγκαλιά τους μαζί και τους δυο. Όπως ακριβώς έμελε να ταξιδέψουν από εδώ και πέρα στη ζωή τους.

Την ώρα που ένας γαλήνιος ύπνος τους είχε πάρει αγκαλιασμένους μετά των οργασμών τους τη δύναμη, πιο πέρα, στο τραπέζι, στο ασημένιο ποτάμι απ' το φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρό τους, λαμπύριζε το νυφικό περιδέραιο της Αρμονίας. Στραφτάλιζε με τρόπο παράξενο σαν κάποιες εικόνες από ένα αδιόρατο μέλλον να καθρεφτίζονταν επάνω του. Σαν μια κόκκινη αιμάτινη αναλαμπή να φάνηκε εκεί στο μεγάλο κρύσταλλο που δέσποζε στο κέντρο του.

Αναμνήσεις και Νοσταλγία

Η Αργεία ήταν ξαπλωμένη νωχελικά στο ανάκλιντρό της. Έξω στο αίθριο από το σπίτι τους η ζέστη του Αυγούστου ήταν έντονη ακόμα και τις νύχτες. Η νεαρή γυναίκα προσπαθούσε να δροσιστεί με μια ιδιότυπη βεντάλια για να νιώσει καλύτερα. Ο Πολυνείκης φάνηκε κρατώντας στα χέρια του μια πήλινη κανάτα γεμάτη νερό και δύο κούπες.

"Έφερα νεράκι να δροσιστείς" της είπε με χαμόγελο.

"Ω ευχαριστώ, το χρειαζόμουν τόσο" απάντησε.

Άφησε την κανάτα πάνω στο τραπέζι και γέμισε και τις δύο κούπες. Της πρόσφερε το ένα. Η Αργεία το πήρε στα χέρια της και ήπιε με βουλιμία βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

"Νιώθεις καλύτερα;" την ρώτησε. Εκείνη έγνεψε θετικά. Κάθισε δίπλα της φέρνοντας και το δικό του ανάκλιντρο κοντά της. Άπλωσε το χέρι του τρυφερά και έσμιξε με το δικό της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια εκφραστικά.

"Πως είναι;" την ρώτησε με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.

Του ανταπέδωσε το βλέμμα του με τον ίδιο τρόπο.

"Σε έξι μήνες θα φέρω στον κόσμο το παιδί μας Πολυνείκη!"

Εκείνος στο άκουσμα έκλεισε τα μάτια του.

"Πες το πάλι να το ακούσω" της είπε.

"Το παιδί μας! Δεν είναι υπέροχο; Είναι ένα αίσθημα που νιώθω που... δεν μπορώ να στο περιγράψω, δεν έχει λόγια και ορισμό..."

"Και εγώ δεν μπορώ να το πιστέψω, να το συνειδητοποιήσω ακόμα"

"Ίσως γιατί είναι ακόμα στην αρχή" του απάντησε.

Ο Πολυνείκης έδειξε να αφήνεται στις δικές του σκέψεις. Σαν κάτι να τον βασάνιζε, να τον απασχολούσε. Η Αργεία το πρόσεξε.

"Τι έχεις;" τον ρώτησε.

"Τίποτα!" απάντησε εκείνος επανερχόμενος στο τώρα.

"Είναι μέρες τώρα που σε παρατηρώ άντρα μου. Μια γυναίκα, έστω και νέα δεν γελιέται"

"Τι βλέπεις δηλαδή;" τη ρώτησε.

Η Αργεία ανασηκώθηκε λίγο πιο πολύ στο ανάκλιντρό της.

"Να, είναι φορές που σε βλέπω να χάνεσαι. Να μελαγχολείς. Κάτι αόριστο και αδιόρατο τραβάει τη σκέψη σου μακριά. Άνοιξέ μου την καρδιά σου. Μίλα μου. Τι είναι αυτό που σκουραίνει το πρόσωπό σου;"

"Δεν είναι κάτι σχετικό, θέλω να με πιστέψεις"

"Για να σε πιστέψω πρέπει να μου ανοίξεις την καρδιά σου, εδώ είμαι λοιπόν να ακούσω"

Ο Πολυνείκης κινήθηκε αμήχανα από τη θέση του. Σαν να το σκεφτόταν. Ήπιε λίγο νερό, την κοίταξε και μετά άπλωσε το βλέμμα του ψηλά στον έναστρο ουρανό.

"Να... είναι...." προσπάθησε να ξεκινήσει εκείνος.

"Μίλα μου άντρα μου!"

"Ήρθα εδώ στο Άργος Αργεία. Διωγμένος. Ξένος. Με δέχτηκε ο πατέρας σου, γνώρισα τον Τυδέα, έκανα φίλους, γνώρισα εσένα. Κάναμε οικογένεια. Ότι πιο ευλογημένο απ τους Θεούς...."

Τον παρακολουθούσε με φανερή αγωνία να τον ακούσει. Εκείνος συνέχισε:

"Παντρεύτηκα, άνοιξα το σπιτικό μου, τώρα, με το θέλημα των Θεών, θα γίνω πατέρας....κι όμως"

"Όμως;"

"Έχω ένα κομμάτι στην καρδιά μου άδειο Αργεία! Κάποιο κενό με τρώει συνέχεια και κάποιες φορές γίνεται όλο και πιο δυνατό"

"Τι είναι αυτό;" τον ρώτησε ανήσυχη.

"Οι δικοί μου άνθρωποι! Που ήταν η μητέρα μου η Ιοκάστη στις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου; Πού ήταν οι γλυκές μου αδελφές; Η Αντιγόνη μου και η μικρή μου η Ισμήνη. Ακόμα και ο πατέρας μου, ναι αυτός, ο τραγικός Οιδίποδας. Δεν λέω για τον αδελφό μου γιατί για αυτόν είμαι κάτι μισερό"

Η Αργεία έδειχνε να καταλαβαίνει.

"Σε νιώθω άντρα μου. Αυτές τις μεγάλες ώρες της ζωής μας πάντα αναζητούμε τους δικούς μας ανθρώπους"

"Δεν ξέρουν καν που είμαι Αργεία! Πόσο μάλλον ότι παντρεύτηκα ότι περιμένω παιδί, δεν ξέρουν τίποτα!"

"Τουλάχιστον έχεις εδώ σαν δικούς σου τους δικούς μου γονείς" του απάντησε.

"Δεν αντιλέγω. Ο πατέρας και η μητέρα σου άνοιξαν με μιας την αγκαλιά τους. Με τέτοια μάλιστα θέρμη που ακόμα δεν μπορώ να την εξηγήσω"

"Τι μπορώ να κάνω για να απαλύνω αυτό σου το κενό; Σκέφτηκες ποτέ σου Πολυνείκη να τους ειδοποιήσεις που βρίσκεσαι, τι κάνεις. Μήπως πρέπει να το κάνεις;"

"Το σπίτι μου, η πατρίδα μου, η Θήβα..."

Εκείνη έδειξε να πικραίνεται. Το κατάλαβε.

"Συγγνώμη! Οι Θεοί θα με καταδικάσουν αν πω κάτι άσχημο για το Άργος και όλους εσάς, απλά τη δύναμη της νοσταλγίας ήθελα να τονίσω"

"Σου έκανα την πρότασή μου Πολυνείκη. Βρες ένα τρόπο να ειδοποιήσεις την μητέρα και τις αδελφές σου. Στείλε έναν αγγελιοφόρο, τουλάχιστον για αρχή να μάθουν ότι είσαι εδώ"

"Θα το σκεφτώ ναι" της είπε, "Σε ευχαριστώ που συμμερίζεσαι τα συναισθήματά μου"

"Ότι νιώθεις είναι και δικό μου" του είπε.

"Έλα, ας αλλάξουμε κουβέντα" πρόσθεσε εκείνος. Της προσέφερε ένα δροσερό φρούτο. "Κοίτα πόσο υπέροχος είναι ο ουρανός απόψε" είπε προσπαθώντας να καθυποτάξει αυτά τα πικρά νοσταλγικά συναισθήματα που τελευταία είχαν θεριέψει μέσα του. Τα λόγια και η παραίνεση της γυναίκας του ήχησαν στα αυτιά του ενισχυτικά στη σκέψη να βρει μια λύση.

Σκέψεις λίγους μήνες μετά...

Όπως ο περσινός έτσι και ο φετινός Αύγουστος ήταν πάλι ζεστός. Θα αποτελούσε μοναδική εξαίρεση να μην έκαιγε ο τόπος κάθε τέτοιο μήνα εδώ στο Άργος. Ο Άδραστος με την Αμφιθέη είχαν μόλις τελειώσει το γεύμα τους. Ο μεσημεριανός ήλιος ήταν στο απόγειό του, ο τόπος έκαιγε και μάταια ένα ελαφρύ αεράκι από τη θάλασσα αγκομαχούσε να τους δώσει λίγη δροσιά. Ήταν ακόμα καθισμένοι στο τραπέζι.

"Απόψε είπαν οι κόρες μας θα φέρουν τα μωρά!" του είπε η Αμφιθέη με ένα χαμόγελο πλατύ να απλώνεται στο πρόσωπό της. Ο Άδραστος ένιωσε το πρόσωπό του να φεγγίζει. Η γυναίκα του συνέχισε:

"Η Αργεία με τον Θέρσανδρο και η Δηιπύλη με τον Διομήδη!"

"Τα μικρά μας εγγόνια γυναίκα!" έκανε εκείνος μέσα στη χαρά, "πότε έκλεισαν κιόλας τους έξι μήνες!"

"Ακόμα τα θυμάμαι μωρά στην κούνια" απάντησε η γυναίκα του.

"Ο Πολυνείκης με τον Τυδέα; Δεν θα έρθουν;" τη ρώτησε.

"Θα αργήσουν λίγο γιατί είχαν να ταξιδέψουν μέχρι την Κόρινθο για δουλειές" τού είπε.

Ο Άδραστος σηκώθηκε.

"Οι Θεοί μας έκαναν δώρο δύο άξια παλικάρια για τις κόρες μας, Αμφιθέη. Ο χρησμός ήταν αλάνθαστος. Ο κάπρος με το λιοντάρι. Τα δύο αντίθετα. Που τώρα έγιναν αχώριστοι όσο κανείς"

"Η καλύτερη ευλογία άντρα μου είναι ότι αγαπούν τις γυναίκες τους και είναι αφοσιωμένοι σε αυτές. Αυτό είναι το πιο μεγάλο. Οι κόρες μας είναι ευτυχισμένες"

"Κοίτα πόσο αγαπητοί έγιναν στο Άργος γυναίκα! Μέσα σε τόσο λίγο διάστημα. Σαν να 'ταν χθες που κόντεψαν να σκοτωθούν στην πύλη μας"

"Και τώρα όλη η πόλη μιλάει για αυτούς! Άξιοι άντρες, δημιουργικοί. Γεμάτοι φίλους και ανθρώπους που τους θαυμάζουν"

"Ζώα, κοπάδια, δέντρα, καρποί. Κάθε λογής γεννήματα περνούν από τα ικανά τους χέρια. Δύο πραγματικά βασιλόπουλα Αμφιθέη. Και δεν είναι μόνο αυτό. Γέμισαν φίλους. Όχι με το φόβο, την υποταγή και την κολακεία του ότι είναι γαμπροί του βασιλιά αλλά με τη δική τους καρδιά"

"Και τώρα τα δυό μας εγγόνια! Αξιωθήκαμε να τα δούμε. Μεγάλη τιμή μάς κάνουν οι Θεοί. Αλήθεια δεν σου είπαν ποτέ τίποτα για τις πατρίδες τους; Δεν τους έχω ακούσει να μιλάνε για αυτές. Δεν νιώθουν την ανάγκη να πάνε εκεί;"

Ο βασιλιάς σοβάρεψε λίγο απότομα. Γύρισε και την κοίταξε.

"Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία όλο και κάποιες κουβέντες διακριτικά άνοιξαν για αυτό το θέμα. Αλλά μην ξεχνάμε ότι είναι φυγάδες Αμφιθέη. Και για να γυρίσουν πίσω, θα πρέπει να γίνουν πολλά" της απάντησε με νόημα αποφεύγοντας να συνεχίσει.

Πόσο όμορφα κυλούν τα νερά του ποταμού. Αέναα μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Πόσα χρόνια πριν το γένος των ανθρώπων. Ο Ίναχος ήταν εκεί. Λέγανε οι θρύλοι ότι παλιά ήταν γενάρχης των ανθρώπων μαζί με το γιο του τον Φορωνέα από την Μελία. Πολλοί τον ονόμαζαν "πρώτο άνθρωπο". Ευεργέτης μαζί και προστάτης στα γκρίζα χρόνια του μεγάλου κατακλυσμού. Μάζεψε τους ανθρώπους και τους έκρυψε ώστε να συγκεντρώσει τα ορμητικά νερά στην κοίτη ενός ποταμού. Έτσι σώθηκε το ανθρώπινο γένος και προς τιμήν του το όνομά του δόθηκε σε αυτόν τον ποταμό. Από τότε, απ την αρχή των χρόνων ως τα σήμερα, τα νερά του κυλούν. Άλλοτε ήρεμα και τραγουδιστά. Άλλοτε ορμητικά και θορυβώδη. Ήταν και φορές που το ποτάμι θύμωνε και η οργή του ξεχείλιζε όλον τον Αργολικό κάμπο σκορπώντας το φόβο αλλά και το σεβασμό. Έτσι πέρασαν τα χρόνια στις ζωές όλων τους.

Βασιλιάς και γαμπροί

Τα πρωτοβρόχια του Φθινοπώρου είχαν ήδη κάνει την πρώτη τους εμφάνιση στο Άργος. Η μέρα ήταν βροχερή. Ένας συννεφιασμένος ουρανός από το πρωί είχε σκεπάσει ολάκερη την Αργολίδα ως πέρα κάτω στον ορίζοντα. Μια σιγανή αλλά συνεχής βροχή δρόσιζε την ξεραμένη από την κάψα του καλοκαιριού γη.

Στο κεντρικό δώμα των ανακτόρων στην πόλη ο Άδραστος βάδιζε σκεπτικός και προβληματισμένος. Δίπλα του έστεκαν οι δύο γαμπροί του, ο Πολυνείκης με τον Τυδέα. Δεν θα είχαν περάσει λίγα λεπτά που οι δυό τους έβαλαν το θέμα του γυρισμού τους στις πατρίδες τους. Ο βασιλιάς κάποια στιγμή γύρισε στον Τυδέα.

"Μέχρι στιγμής άκουσα για τη Θήβα και απ' τους δυό σας. Εσύ Τυδέα τι σκέπτεσαι να κάνεις στην Καλυδώνα"

Ο γαμπρός του ήρθε προς το μέρος του.

"Πατέρα και βασιλιά μας, εγώ δεν θέλω αυτή τη στιγμή να βάλω σε προτεραιότητα την πατρίδα μου. Ξέρω, ακούγεται παράξενο όλο αυτό αλλά δεν μπορούμε να χειριστούμε δύο υποθέσεις μαζί. Άλλωστε είναι και κάτι άλλο που με κρατάει, προς το παρόν, μακριά από εκεί. Κάτι που με βαραίνει..."

"Τι είναι αυτό;" τον ρώτησε ο Άδραστος αλλά και ο Πολυνείκης ξαφνιάστηκε επίσης.

"Είναι κάτι που θέλω να σας το πω τώρα, κάτι που με κρατά μακριά από την Καλυδώνα"

"Σε ακούμε παιδί μου" είπε ο βασιλιάς.

"Λίγο πριν με διώξουν από την πόλη, είχε γίνει ένα τραγικό ατύχημα στο δάσος. Είχαμε πάει κυνήγι και εκεί...."

Ο Άδραστος με τον Πολυνείκη κοιτάχτηκαν στα μάτια.

"Εκεί σκότωσα με ένα βέλος, χωρίς να τον δω, τον θείο μου τον Αλκάθοο. Αυτό βρήκαν σαν αφορμή οι άνθρωποι του Άγριου να με κυνηγήσουν και να με διώξουν. Δεν έχω συνέλθει ακόμα από αυτό γιατί ο θείος μου με αγαπούσε πολύ και εγώ...."

Ο Άδραστος πήγε κοντά του.

"Εντάξει παιδί μου. Καταλαβαίνω. Ένα τραγικό ατύχημα από αυτά που οι Μοίρες ρίχνουν στο διάβα μας..."

"Θα αγωνιστώ μαζί σας για να γυρίσει ο Πολυνείκης στη Θήβα, αυτή είναι η επιθυμία μου" είπε με σαφήνεια ο Τυδέας προκαλώντας την συγκίνησή τους.

Ο Άδραστος στριφογύριζε στην αίθουσα σκεπτικός και προβληματισμένος.

"Από τη στιγμή που βρεθήκατε στα πόδια μου, σε τούτη εδώ την πόλη, διωγμένοι και έρημοι και με τα σημάδια του Λοξία και την ορμήνεια των Θεών ήταν απόφασή μου να σας βοηθήσω και να σας στηρίξω. Σε αυτό δεν έχω καμία αντίρρηση.

"Τι σε προβληματίζει Άδραστε;" ρώτησε ο Πολυνείκης.

"Το να γυρίσεις πίσω και να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου παιδί μου είναι το ένα μέρος. Το άλλο μέρος είναι το πώς. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στη Θήβα. Δεν έχουμε εικόνα. Απ την άλλη, μένοντας με την υπόθεση ότι βασιλεύει ο αδελφός σου, ο γυρισμός σου σημαίνει σύγκρουση. Σημαίνει πόλεμο!"

"Δεν είναι κάτι που το θέλουμε εμείς!" διέκοψε ο Πολυνείκης με πάθος.

"Σίγουρα δεν είναι αλλά στην πράξη αυτό σημαίνει. Και κάτι τέτοιο δεν είναι μια απλή απόφαση παιδιά μου"

Ο Τυδέας μπήκε στην κουβέντα με πάθος και με προτροπές στο βασιλιά.

"Άδραστε, δεν θα κινηθούμε άκριτα χωρίς σκέψη. Θα κοιτάξουμε να διαμορφώσουμε εικόνα τι ακριβώς συμβαίνει στη Θήβα"

"Πως;" ρώτησε εκείνος.

"Θα στείλουμε ανθρώπους δικούς μας από εδώ. Θα πάνε στη Θήβα σαν έμποροι. Δουλειά τους είναι να μας δώσουν εικόνα στην επιστροφή τους για το τι ακριβώς γίνεται στην πόλη. Ύστερα θα αποφασίσουμε το επόμενο βήμα μας"

Στην κουβέντα μπήκε ο Πολυνείκης.

"Υπολόγισε πατέρα ότι αν μπεις μπροστά και πρώτος σε μια τέτοια εκστρατεία θα λάμψεις σε όλους ως ο δίκαιος βασιλιάς που εφαρμόζει τους νόμους και τη δικαιοσύνη. Σκέψου και το άλλο: Πόσο θα δυναμώσει το Άργος από αυτή την επιχείρηση"

"Τι θες να πεις;"

"Θέλω να πω ότι αν γίνω βασιλιάς στη Θήβα, θα έχεις στην ουσία δύο πόλεις στην επιρροή σου. Το Άργος και η ισχυρή Θήβα στην ουσία στην σκιά της βασιλείας σου Άδραστε. Εδώ εσύ και στη Θήβα ο γαμπρός σου. Ποια η διαφορά στην ουσία;"

Ο Άδραστος έδειξε να επηρεάζεται στο άκουσμα αυτού του επιχειρήματος.

"Δεν παίρνονται έτσι ανέξοδα τέτοιες αποφάσεις παιδιά μου. Σε πρώτη φάση ας στείλουμε μια αποστολή στη Θήβα, να δούμε τι γίνεται και σε τι κατάσταση βρίσκονται. Και μετά βλέπουμε"

Ο Πολυνείκης έδειξε κάτι να τον απασχολεί έντονα στη συζήτηση που έκαναν.

"Τι λογισμό έχεις Πολυνείκη; Συμβαίνει κάτι;" τον ρώτησε ο βασιλιάς.

Εκείνος για μια στιγμή έδειξε να βρίσκεται χαμένος στη σκέψη του, ύστερα όμως επανήλθε και απάντησε:

"Πέρασε κάτι από τον νου μου, κάτι που το είχα λησμονήσει μέσα σε όλα τούτα"

"Τι είναι; δεν μπορείς να το μοιραστείς μαζί μας;" ήταν σειρά του Τυδέα να ρωτήσει.

"Φυσικά. Σκέφτομαι ότι πρέπει να βρω τον πατέρα μου!"

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι.

"Τον πατέρα σου; Τον Οιδίποδα; μα ξέρεις που βρίσκεται;"

"Ναι, είναι στην Αθήνα. Τουλάχιστον αυτό ήξερα. Θα έφευγε εκεί ικέτης μετά τα όσα έγιναν μεταξύ μας;"

"Και πιστεύεις ότι θα σε δεχτεί;" τον ρώτησε με αγωνία ο Άδραστος.

Ο Πολυνείκης έδειχνε προβληματισμένος.

"Ειλικρινά δεν ξέρω. Ίσως..."

"Ίσως τι;" διέκοψε ο Τυδέας.

"Ίσως να ήμασταν σκληροί μαζί του Τυδέα! Βάλαμε τα λόγια και την άποψη του κόσμου μπροστά από το καθήκον μας για αυτόν. Πατέρα μας ήταν. Το κακό που έπεσε στη πόλη, δεν βγήκε απ' τις δικές του επιλογές. Τραγικό θύμα της μοίρας ήταν. Και εμείς... πέσαμε πάνω του, σκληροί κριτές. Πρέπει να κάνω μια προσπάθεια να τον δω. Να του μιλήσω"

"Αν πιστεύεις ότι για σένα θα αλλάξει κάτι ουσιαστικό φυσικά να τον δεις" πρόσθεσε ο Άδραστος.

"Για μένα ναι είναι σημαντικό. Αφήστε με να το σκεφτώ και θα σας πω τι αποφάσισα" τους είπε.

Ο Τυδέας μπήκε πάλι στη συζήτηση.

"Στο μεταξύ πρέπει και εδώ να ετοιμάζουμε την κατάσταση"

"Δηλαδή;" ρώτησε ο βασιλιάς.

"Να αρχίσουμε να το συζητάμε με αυτούς που θα μπουν μαζί μας σε μια τέτοια προσπάθεια. Και θέλει δουλειά, να τους βρούμε, να τους πείσουμε, να τους κρατήσουμε ζεστούς"

"Και αυτή η δουλειά πατέρα", είπε ο Πολυνείκης "είναι περισσότερο δική σου".

"Ας ξεκινήσουμε με την αποστολή στη Θήβα και ναι θα αρχίσω τις επαφές μου"

Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους. Στα μάτια των δύο γαμπρών του έκαιγε η φλόγα της έντασης. Περισσότερο στα μάτια του Πολυνείκη. Άπλωσαν τα χέρια τους. Αυτά ενώθηκαν μεταξύ τους σε μια γροθιά δύναμης και αποφασιστικότητας.

Οι εφιάλτες του Αμφιάραου

Ο Αμφιάραος πετάχτηκε από την κλίνη του μουσκεμένος στον ιδρώτα. Μέσα στη νύχτα, μια ακόμα φορά, σκιές, οράματα, όνειρα, έρχονταν να τον ταράξουν. Τον είχαν αφήσει ήσυχο για κάποιο διάστημα αλλά τώρα άρχισαν να κάνουν όλο και πιο συχνή την παρουσία τους ως ενοράσεις. Ανακάθισε. Τον τελευταίο καιρό κοιμόταν στον παράβουστο μόνος του ξέχωρα από την συζυγική του κλίνη με την Εριφύλη.

"Τι έπαθες πάλι;" τον ρώτησε εκείνη έχοντας ξυπνήσει.

Μουσκεμένος στον ιδρώτα και ταραγμένος ήπιε λίγο νερό και προσπάθησε να απαντήσει:

"Είχα καιρό να το ζήσω αυτό αλλά τώρα ήρθε ξανά. Αυτά τα καταραμένα οράματα, τόσο ζωντανά, όλο και πιο σαφή"

"Τι βλέπεις; Τι νιώθεις;"

"Κάτι άσχημο γίνεται. Κάτι που έχει να κάνει με κάποια πρόσωπα εδώ, γνωστά, δικά μας..."

"Δικά μας;"

"Ναι, βλέπω τρείς άντρες, τρεις σκιές, δύο νέοι και ο αδελφός σου!"

"Ο Άδραστος; Τι σχέση μπορεί να έχει εκείνος;"

"Εκείνο που ξέρω είναι ότι κάποιος προσπαθεί κάτι να σου δώσει! Και μετά βλέπω πόλεμο! Αίμα, θάνατο!"

"Εμένα; Να μού δώσει τι; Ποιος; Μήπως πρέπει να ησυχάσεις;" τού είπε προκαλώντας μια μικρή έντονη αντίδρασή του.

"Άκου Εριφύλη. Θέλω να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και τη σκέψη σου. Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Αλλά σίγουρα οι Θεοί μού στέλνουν πρόβλεψη. Δεν θέλω να πάρεις τίποτα και από κανέναν, ακούς;" της είπε προκαλώντας την αμηχανία της. Άφησε το σώμα της να πέσει στο κρεβάτι. Το ίδιο έκανε και ο Αμφιάραος. Μέσα του παρακαλούσε σχεδόν ικέτευε τους Θεούς να γίνουν πιο σαφείς στα μηνύματα που, σίγουρα, τού περνούσαν.

Σημειώσεις


Πρωτέλεια ήταν η πρώτη φάση πριν τον γάμο

Η γαμήλια τελετή γινόταν την ώρα της δύσης του ήλιου

"Νυμφεύτρια" Υπεύθυνη για το γάμο

Παράβουστος: Εφεδρικό μονό κρεββάτι που υπήρχε στο δωμάτιο ενός ζευγαριού στην Αρχαία Ελλάδα.

(Συνεχίζεται...)

Σήμερα λοιπόν ήμασταν καλεσμένοι σε ένα μεγάλο βασιλικό γάμο. Το Άργος φόρεσε τα γιορτινά του για να τιμήσει τις δυο κόρες του βασιλιά Άδραστου με τα δυο παλικάρια στο πλάι τους, τον Πολυνείκη και τον Τυδέα. Τον "κάπρο" και το "λιοντάρι".

Και το πέρασμα του καιρού έδωσε και τα παιδιά τους, τα βλαστάρια τους, τον Θέρσανδρο και το Διομήδη. Και μαζί μ' αυτά τις ανησυχίες και τους πόθους της επιστροφής να σιγοκαίνε στις καρδιές των πατεράδων τους.

Στο επόμενο κεφάλαιο, θα φύγουμε απ' το Άργος. Μάς περιμένει η Αθήνα και ο ιερός τόπος του Κολωνού. Εκεί θα συναντήσουμε κάποιες εμβληματικές μορφές της ιστορίας μας. Ως τότε σάς χαιρετώ και περιμένω τις κρίσεις και σκέψεις σας. Καλή Αποκριά σε όλους σας.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro