Κεφάλαια: 2.2-2.3.1-2.3.2
Κεφάλαιο 2.2 Άδραστος
"Ανοίξτε δρόμο, έρχεται ο βασιλιάς!" Ακούστηκε η στεντόρεια και αυστηρή φωνή ενός αξιωματικού στην πύλη των ανακτόρων του Άργους. Αμέσως οι φρουροί της πύλης παραμέρισαν συντεταγμένοι ανοίγοντας διάδρομο στο λιθόστρωτο. Το άρμα σταμάτησε φουριόζο έξω από την πύλη. Κάποιος οπλίτης πλησίασε να βοηθήσει. Ο Άδραστος, τον αγνόησε. Κατέβηκε μόνος του. Άλλωστε ούτε καν είχε την ανάγκη υποβοήθησης για να κατέβει από το δικό του άρμα. Ώριμος σε ηλικία. Ψηλός, σωματώδης, δυνατή κορμοστασιά, καστανά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του σχηματίζοντας μικρούς κυματισμούς. Ο αξιωματικός του έσπευσε να τον χαιρετίσει υποδέχοντάς τον.
"Καλώς ορίσατε βασιλιά μου!" Του είπε με σεβασμό.
"Καλώς σε βρήκα Ηρόδικε, όλα τα βρίσκω καλά;"
Προχωρούσαν πλέον με τα πόδια στις μεγάλες πέτρινες σκάλες που οδηγούσαν στα ενδότερα του παλατιού.
"Όλα εν τάξει άρχοντά μου" Πέρασαν μέσα από ένα πανέμορφο πέτρινο λιθόστρωτο. Δεξιά και αριστερά υψώνονταν τα τείχη του παλατιού. Όμορφες παραστάσεις γεμάτες έντονο χρώμα με χαρούμενες μορφές διακοσμούσαν το χώρο. Παράλληλα στο λιθόστρωτο ήταν μεγάλα πήλινα πιθάρια με όμορφες ανθισμένες τριανταφυλλιές σε διάφορα χρώματα. Έφτασαν στο επάνω επίπεδο του παλατιού. Εκεί σε ένα μεγάλο πλάτωμα από πέτρες χώρισαν οι δρόμοι τους.
"Θα σε δω αργότερα Ηρόδικε" τού είπε ο Άδραστος και διάβηκε στη μεγάλη είσοδο στα δώματα του παλατιού. Στην μετόπη δύο πήλινοι αμφορείς, δεξιά-αριστερά σε ανθρώπινο ύψος ήταν για να φωτίζουν τη νύχτα με το φως από δάδες. Οι δύο φρουροί της κεντρικής πύλης παραμέρισαν τιμητικά. Διέσχισε τον εσωτερικό διάδρομο. Δεξιά και αριστερά κίονες διακοσμούσαν το χώρο ενώ πανέμορφα δελφίνια και ζώα της θάλασσας σε έντονα χρώματα ήταν ζωγραφισμένα στους τοίχους.
Στο τέλος του διαδρόμου, σε μια μεγάλη δεύτερη πόρτα, υποκλίθηκαν μπροστά του δύο νεαρές υπηρέτριες του παλατιού. Περνώντας την πόρτα μπήκε στο κεντρικό μεγάλο δώμα. Ήταν κυκλικό, αρκετά ευρύχωρο με ικανό ύψος. Ολόγυρα διακοσμημένο με ζωγραφιστούς τοίχους, πέτρινες προθήκες με πήλινα αγγεία γεμάτα σχέδια και χρώματα και κίονες που έκλειναν σε κύκλο μέσα στην αίθουσα.
"Καλώς όρισες άντρα μου!" ακούστηκε η φωνή της Αμφιθέης, της γυναίκας του Άδραστου.
"Καλώς σε βρήκα βασίλισσά μου!" απάντησε εκείνος καλοσυνάτα σπεύδοντας κοντά της.
Εκείνη χύθηκε στην αγκαλιά του παραξενεύοντάς τον.
"Αμφιθέη! Λίγες μέρες έλειψα, στο μαντείο πήγα για χρησμό όπως με κάλεσε η Ιέρειά του. Δεν έλειψα δα και στον ...πόλεμο!" Αποκρίθηκε εκείνος με ένα διακριτικό χαμόγελο. Έκατσε κάπου εκεί σε κάποιο ανάκλιντρο. Η Αμφιθέη ήρθε κοντά του και κάθισε δίπλα του.
"Και λίγο να λείψεις είναι αρκετό για την οικογένειά σου άντρα μου", αποκρίθηκε.
Την ίδια στιγμή ακούστηκαν φωνές στο διάδρομο και σε λίγο μια φουριόζα και εκδηλωτική ομάδα από πέντε νεαρά άτομα μπήκαν στο κεντρικό δώμα. Δύο νεαρές κοπέλες, που έδειχναν και μεγαλύτερες, δύο πιο νεαρά αγόρια και μια πέμπτη μικρή. Έσπευσαν κοντά του με χαρά και χαμόγελα.
"Καλώς όρισες πατέρα!" Του είπαν όλα με το δικό τους εκφραστικό τρόπο.
Αγκάλιασε ένα προς ένα τα παιδιά του. Αντάλλαξαν λίγες όμορφες και απλές κουβέντες καθημερινές και κάποια στιγμή εκείνα αποχώρησαν. Mια από τις υπηρέτριες είχε ήδη φέρει μια πήλινη κανάτα με δύο χάλκινα ποτήρια. Γέμισε τα ποτήρια και αποχώρησε αμέσως. Ο Άδραστος δοκίμασε τη γεύση του δροσερού νερού που ήταν ότι έπρεπε μετά την κάψα μιας ολάκερης διαδρομής μέσα στο καλοκαιρινό λιοπύρι.
"Καίει ο τόπος στο Άργος!" είπε.
"Ναι, εδώ και μέρες", συμφώνησε και η γυναίκα του.
"Και στις Μυκήνες χειρότερα! Εκεί να δεις. Φωτιά"
Η Αμφιθέη τον κοίταξε ίσια στα μάτια με προσμονή:
"Λοιπόν; Τι χρησμό προστάζει ο Φοίβος Άδραστε; Γιατί κάτι σοβαρό πρέπει να ήταν για να σου μηνύσουν έτσι"
"Ναι, κάπως έτσι είναι. Θα μιλήσουμε το βράδυ μετά το δείπνο γυναίκα, ας πάρω τώρα μια ανάσα ξεκούρασης, τη χρειάζομαι. Το λουτρό είναι έτοιμο;"
Η Αμφιθέη σηκώθηκε να καλέσει τις γυναίκες του σπιτιού για το λουτρό. Ο Άδραστος είχε την ευκαιρία να συνέλθει λίγο.
Το βράδυ έπεσε ζεστό. Το δείπνο είχε τελειώσει και ο βασιλιάς του Άργους βγήκε στο μεγάλο αίθριο που ήταν συνέχεια του βασιλικού δώματος. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Αμέτρητα αστέρια κεντούσαν στο στερέωμα μια εκπληκτική εικόνα. Πήρε βαθιές ανάσες. Το βλέμμα του έφτασε ως κάτω στη θάλασσα. Η αύρα της μαζί με τη δροσιά, που έδιναν τα νερά του Ίναχου ποταμού ήταν σκέτο ίαμα. Στο πέτρινο πλαίσιο μπροστά στο αίθριο τα ζουμπούλια σκορπούσαν ολόγυρά τους ένα βαρύ αλλά θεσπέσιο άρωμα. Ο Άδραστος άπλωσε το κορμί του νωχελικά στο μεγάλο ξύλινο ανάκλιντρο. Σε λίγο φάνηκε κοντά του και η Αμφιθέη, έκανε και εκείνη μια βόλτα στο αίθριο να απολαύσει τη γαλήνη και την ομορφιά της νύχτας.
"Κάτσε κοντά μου" της είπε εκείνος. Υπάκουσε στα λόγια του και έκατσε δίπλα του σε ένα άλλο ανάκλιντρο.
"Είμαστε χρόνια μαζί Αμφιθέη, ζούσαμε και ζούμε χρόνια όμορφα". Εκείνη τον κοίταξε λίγο αινιγματικά προσμένοντας τη συνέχεια.
"Ο λόγος του χρησμού του Λοξία γυναίκα μου αφορούσε τις δύο κόρες μας"
"Ω! δηλαδή;" ρώτησε εκείνη με μια κάποια αγωνία, "Τι προβλέπει ο Θεός για τα κορίτσια μας, με κάνεις να ανησυχώ"
"Όχι κάτι κακό! Ησύχασε! Κάτι το φυσιολογικό"
"Σε ακούω άντρα μου"
"Οι δύο μας μεγάλες κόρες, η Αργεία και η Δηιπύλη, έφτασαν σε ηλικία γάμου"
"Και όρισε ο Θεός Άδραστε τι ακριβώς για αυτό;"
"Δεν όρισε κάτι γυναίκα..."
"Άλλα;"
Γύρισε προς το μέρος της
"Κοίτα, ο χρησμός που είχα ζητήσει είχε να κάνει με το μέλλον της οικογένειάς μας..."
"Δεν μου είχες πει τίποτα για αυτό" του είπε.
"Ναι, γιατί ανησυχούσα, είχα αγωνία για κάποια πράγματα και ήθελα να ακούσω τη συμβουλή και το λόγο του Φοίβου"
"Τι προβλέπει λοιπόν;"
"Κάτι ...παράξενο! Δεν ξέρω πως να το ερμηνεύσω ειλικρινά. Να... μου είπε ότι η Αργεία με την Διηπύλη, οι δυό μεγάλες μας κόρες, οι πρωτότοκες θα παντρευτούν έναν κάπρο και ένα λιοντάρι!"
Η Αμφιθέη τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
"Δεν καταλαβαίνω!'
"Μήτε εγώ γυναίκα"
"Τι είναι αυτό τώρα; Θα κάνουμε γαμπρούς ένα κάπρο και ένα λιοντάρι;"
"Ξέρεις, πάντα οι χρησμοί του Λοξία δεν έχουν εύκολη εξήγηση. Η Ιέρεια μιλάει συμβολικά. Με γρίφους, με κρυφά μυστικά μηνύματα..."
Τον κοίταξε με απορία.
"Το ξέρω, το καταλαβαίνω. Δεν έχουμε δηλαδή παρά να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα γενόμενα για να κρίνουμε αυτά που θα αποφασίσουμε τελικά"
"Αυτό πιστεύω και εγώ, δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να είναι ένας κάπρος και ένα λιοντάρι για να παντρευτούν τις κόρες μας αλλά θαρρώ πρέπει να έχουμε στο νου τα σημάδια"
"Δύσκολα σημεία του Δήλιου αθάνατου. Και ελπίζω αυτά να κρύβουν καλό μέλλον για τα κορίτσια μας"
"Ας το ευχηθούμε στους Θεούς γυναίκα. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε. Και να μπορούμε να δούμε τα σημάδια, να τα ξεχωρίζουμε. Ας έχουμε δυνατή κρίση και νόηση"
"Είθε...." συμφώνησε μαζί του.
Αφέθηκαν και οι δύο εκεί δίπλα στον γαλήνιο κόσμο της νύχτας. Τα χέρια τους ενώθηκαν σφίγγοντας το ένα το άλλο τρυφερά και εκδηλωτικά. Τα δυο τους πρόσωπα έγειραν εκφραστικά αφήνοντας τα βλέμματά τους λεύτερα στον ουρανό. Σε έναν ουρανό που λαμπύριζαν αμέτρητα αστέρια. Η φωτιά από τις δάδες στο αίθριο έκαναν παράξενα σχήματα στους τοίχους. Σαν μια ιδιαίτερη ιεροτελεστία έδειχναν εκεί με τις καρδιές και τη σκέψη τους παραδομένες στη μοίρα των Θεών που δεν θα αργούσαν να απλώσουν στο δρόμο τους τα δικά τους σημάδια.
Παιδιά του Άδραστου και της Αμφιθέης ήταν η Αργεία με την Δηιπύλη, ο Αιγιαλέας με τον Κυάνιππο και η μικρότερη η Ιπποδάμεια.
Λοξίας αποκαλούνταν ο Απόλλωνας. Από τη λέξη "λοξός". Αιτία οι δυσνόητοι και παράξενοι χρησμοί που έδινε μέσω της Ιέρειας του Μαντείου.
Κεφάλαιο 2.3
2.3.1 Στην αυλή του παλατιού
Το καλοκαίρι προχωρούσε στο Άργος. Ήταν μέρες που ο κάμπος ολόγυρα έβραζε από εκείνη την υγρή θέρμη, που χαρακτήριζε ολάκερη την περιοχή. Η γη έκαιγε, το χώμα υπέφερε από τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Ανάσες στην πόλη και στους κατοίκους έδινε πολλές φορές η αύρα της θάλασσας από τον Αργολικό κόλπο αλλά και ο Ίναχος ποταμός. Ακόμα και οι νύχτες αυτού του καλοκαιριού ήταν ιδιαίτερα ζεστές και υγρές. Κυλούσαν χωρίς ίχνος αγέρα, χωρίς να κουνιέται καν φύλλο στα δέντρα. Και ο ιδρώτας μούσκευε τα κορμιά των ανθρώπων ακόμα και τη νύχτα.
Εκείνη η νύχτα ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες ζεστές και πνιγηρές στην πόλη. Η ώρα είχε για τα καλά προχωρήσει. Κανείς δεν διάβαινε πια τους χωμάτινους δρόμους και τα σοκάκια της πόλης. Στο παλάτι επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Οι οπλίτες της φρουράς ήταν ήδη στις θέσεις τους όπως πάντα ενώ ελάχιστο ήταν το φως που έδιναν κάποιες δάδες στην πύλη και στα τείχη.
Ο ήχος από τις οπλές ενός μοναχικού αλόγου έσπασε αυτή τη χαρακτηριστική ησυχία. Βάδιζε ήσυχα, σχεδόν κουρασμένα. Ένα πανέμορφο περήφανο λευκό άτι με μαύρες αποχρώσεις στο σώμα του. Το ίδιο κουρασμένος έστεκε και στη σέλα ο αναβάτης του. Στις αναλαμπές από το λίγο φως, που έριχναν οι δάδες μπορούσες να διακρίνεις έναν όμορφο νεαρό άντρα, γεροδεμένο και επιβλητικό. Τα άρματά του φανέρωναν κάποια ιδιαίτερη προέλευσή του. Η στρογγυλή του ασπίδα κρεμόταν από το πλάι του αλόγου ενώ το σπαθί του, περασμένο στο θηκάρι ήταν ζωσμένο στη ζώνη του. Έμοιαζε και βάδιζε ολότελα ξένος προς την πόλη. Ήταν ολοφάνερο ότι αναζητούσε ένα φιλικό και δεκτικό μέρος να σταματήσει καθώς το ζώο του έδειχνε κουρασμένο. Βάδιζε αργά στην οδό που οδηγούσε ίσια στην πύλη των ανακτόρων. Αν κάποιος μπορούσε να δει το βλέμμα του αναβάτη του θα έβλεπε ότι κατέβαλε προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.
Δεν θα έκανε πολλά βήματα ακόμα όταν από τα πίσω στενά των δρόμων ακούστηκε καλπασμός έντονος. Καλπασμός που καθώς τον ζύγωνε γινόταν όλο και πιο δυνατός. Ο νεαρός αναβάτης δεν φαινόταν να έδειχνε και μεγάλη προσοχή. Ο καλπασμός αυτός φάνηκε να εντείνεται επικίνδυνα και έτσι στην διασταύρωση του κεντρικού δρόμου με ένα κάθετο στενό, ένα άλογο σε καφέ ανταύγειες ξεπετάχτηκε κόβοντας τη στράτα του. Τα δύο άλογα σαν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο ξαφνιάστηκαν επικίνδυνα. Σχεδόν έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο. Και τα δύο από αυτά, όπως ήταν φυσικό σηκώθηκαν χλιμιντρίζοντας στα πίσω τους πόδια. Ο αναβάτης του νεοφερμένου με τις καφέ ανταύγειες μπορεί να αιφνιδιάστηκε από αυτό το απρόσμενο αντάμωμα αλλά κατάφερε να κρατήσει τα γκέμια από το άλογό του και να μείνει εκεί. Αντίθετα ο αναβάτης του πρώτου αλόγου έχασε παντελώς τον έλεγχο και βρέθηκε με ένα γδούπο να πέφτει στο έδαφος.
Εκεί κατάφερε να ελέγξει το σώμα του και να σηκωθεί προσπαθώντας να διώξει από πάνω του τη σκόνη. Κοίταξε αλαφιασμένος τον άλλο αναβάτη και η φωνή του ακούστηκε βροντερή και θυμωμένη:
"Δεν θα μπορούσες να είσαι πιο προσεκτικός; Καλπάζεις ξέφρενα στα στενά της πόλης. Για όνομα του Άρη! Δεν βλέπεις μπροστά σου;"
"Ποιος είσαι εσύ ο θρασύς που υψώνεις έτσι τον τόνο της φωνής σου" απάντησε με την ίδια αψάδα εκείνος.
Ο άλλος μάζεψε το άλογό του κοντά του και συνέχισε:
"Περίμενα περισσότερη ευγένεια στα λόγια σου και μεγαλύτερη σύνεση ξένε. Αλλά βλέπω ότι λάθος έκανα"
"Και συνεχίζεις να με προσβάλεις!" απάντησε ο άλλος.
"Δεν έχω ακούσει μια κουβέντα ως τώρα δική σου, που να ζητάς μια συγγνώμη, κόντεψες να με σκοτώσεις"
"Ας ήσουν πιο προσεκτικός, όταν ιππεύουμε δεν κοιμόμαστε"
Ο πεζός τον κοίταξε ίσια στα μάτια, τέντωσε το δείκτη από το χέρι του.
"Το στόμα σου φανερώνει αλαζονεία το ξέρεις; Αλαζονεία και αμετροέπεια"
"Ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις;" Απάντησε ο άλλος.
Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους έδειχνε όλο και να ηλεκτρίζεται περισσότερο. Οι φωνές τους άρχισαν πλέον να ακούγονται δυνατά παντού.
"Μου φαίνεται χρειάζεσαι ένα μάθημα ξένε" Είπε ο πεζός και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ο αναβάτης κατέβηκε από το άλογο. Ήταν ένας επιβλητικός άντρας ψηλός, εξαιρετικά γεροδεμένος και έδειχνε δυνατός.
"Περιμένω να μου το δώσεις λοιπόν!" Απάντησε προς τον αντιμαχόμενό του.
Σε λίγο οι δύο άντρες ήταν στα χέρια. Η αμάχη μεταξύ τους ήταν στην αρχή αργή αλλά μετά έπαιρνε χαρακτηριστικά σκληράδας απρόσμενης. Στο τέλος παράτησαν τα χέρια και τα πόδια τους, οι πληγές από τα αμοιβαία χτυπήματα είχαν ήδη αφήσει τα σημάδια τους. Σε λίγο κράδαιναν στα χέρια τους τα άρματά τους, χτυπιόνταν μέσα στο δρόμο με τα σπαθιά και τις ασπίδες τους και χωρίς να το καταλάβουν είχαν σχεδόν φτάσει στην κεντρική πύλη των ανακτόρων. Ήδη είχαν γίνει αντιληπτοί από τη φρουρά και η αντάρα γενικεύονταν μπροστά στο παλάτι.
Ο θόρυβος απ' τα χτυπήματα των σπαθιών και των ασπίδων καθώς και από τις φωνές τόσο αυτών όσο και των φρουρών που ήδη έσπευδαν εναντίον τους έφτασε ως μέσα στο μεγάλο δώμα όπου κοιμόταν ο βασιλιάς. Σηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Βγήκε στο αίθριο ενώ τον ακολούθησε και η γυναίκα του.
Ο Άδραστος φώναξε προς τον αξιωματικό του, που τον είδε να κινείται προς την έξοδο.
"Τι συμβαίνει Ηρόδικε! Τι φασαρία είναι αυτή; Ποιος χτυπιέται στο δρόμο;"
"Δύο άντρες οπλισμένοι βασιλιά μου μονομαχούν, δεν ξέρω το λόγο, τρέχω εκεί με τη φρουρά"
"Φέρε μου εδώ μέσα αμέσως αυτούς τους αναιδείς Ηρόδικε!" Πρόσταξε.
Σε λίγο αρκετοί οπλίτες της φρουράς είχαν κυκλώσει ασφυκτικά τους δύο μαινόμενους αντίμαχους. Αναγκάστηκαν να σταματήσουν στη θέα των βλοσυρών φρουρών. Τα δόρατά τους απείχαν λίγα εκατοστά από τα κορμιά τους.
Ο Ηρόδικος φάνηκε απειλητικός απέναντί τους.
"Βάλτε τα σπαθιά στα θηκάρια σας και ακολουθείστε με! Ποιοι τολμάτε μέσα στη νύχτα να χτυπιέστε; Ποιοι είστε. Ακολουθείστε με χωρίς να κάνετε τίποτα, σας θέλει ο βασιλιάς Άδραστος"
Οι δύο άντρες έβαλαν τα σπαθιά στα θηκάρια, πέρασαν κρεμαστά τις ασπίδες τους στο πλάι και σφούγγισαν τον ιδρώτα και τη σκόνη απ' τα κορμιά τους.
"Τα χέρια σας πίσω απ' το κεφάλι, προχωρήστε ίσια μπροστά λοιπόν!" Πρόσταξε μια ακόμα φορά ο Ηρόδικος.
Ο Άδραστος είχε ήδη κατέβη οργισμένος στο πρόσθιο αίθριο του παλατιού. Έστεκε εκεί πάνω καρτερώντας. Σε λίγο φάνηκε μπροστά του η ακολουθία με τους δύο άντρες μπροστά και τους φρουρούς από πίσω.
"Αυτοί οι δύο είναι βασιλιά μου! Απ' ότι δείχνουν είναι ξένοι στο Άργος" μίλησε ο Ηρόδικος.
Για έναν λόγο, που δεν μπορούσε να εξηγήσει έβλεπε το βλέμμα του βασιλιά του να στέκεται έκπληκτο καθώς κοίταζε τους δύο άντρες, που έστεκαν σιωπηροί μπροστά του. Ο Ηρόδικος ξαφνιάστηκε, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα μάτια του Άδραστου ήταν ακίνητα παγωμένα και έκπληκτα στις ασπίδες των δύο νεαρών αντρών.
Ο Άδραστος άρχισε να ψιθυρίζει έκπληκτος.
"Ο Κάπρος και το λιοντάρι!"
Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στις δύο ζωγραφισμένες παραστάσεις από τις ασπίδες των δύο αντρών. Στην μία ήταν ζωγραφισμένο ανάγλυφα το κεφάλι ενός λευκού λιονταριού ενώ στην άλλη το ανάγλυφο ενός μαύρου κάπρου ξεχώριζε επάνω της.
"Ο κάπρος και το λιοντάρι!" ψιθύρισε ξανά ο Άδραστος προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η Αμφιθέη ακούστηκε πίσω του έχοντας ήδη πλησιάσει.
"Τι συμβαίνει άντρα μου;" ρώτησε βλέποντας την αγωνία του.
"Ο κάπρος και το λιοντάρι..." Συνέχιζε εκείνος σαν να παραληρούσε, "....ο χρησμός, δυο άντρες! Ένας κάπρος και ένα λιοντάρι...."
Όλοι ολόγυρα σιωπούσαν απορημένοι. Οι δύο ξένοι πρώην μονομάχοι έμοιαζαν και αυτοί να ξαφνιάζονται.
Ο Άδραστος κατέβηκε με μιας και στάθηκε λίγα μέτρα απέναντί τους.
"Ποιοί είστε; Πως σας λένε;"
"Είμαι ο Πολυνείκης, ο γιος του Οιδίποδα του παλιού βασιλιά της Θήβας" Αποκρίθηκε ο ένας με το λιοντάρι στην ασπίδα του.
"Εσύ;" Απευθύνθηκε ο Άδραστος στον άλλο.
"Τυδέας, γιος του Οινέα από την Καλυδώνα της Αιτωλίας" Αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Άδραστος τους περιεργάστηκε σχολαστικά. Είχε μπροστά του δυό παλικάρια επιβλητικά. Όμορφα, δυνατά. Γεμάτα αψάδα και φωτιά.
"Τι γυρεύατε στο Άργος;" τους ρώτησε με αγωνία.
"Ένα μέρος να ξαποστάσω τη νύχτα μου και το άλογό μου" αποκρίθηκε ο Πολυνείκης.
"Και εγώ το ίδιο" απάντησε ο Τυδέας.
Ο Άδραστος τους κοίταξε αυστηρά.
"Και ήρθατε εδώ στο Άργος για να σκοτωθείτε; Ηρόδικε... οι ξένοι θα μείνουν εδώ απόψε. Δώσε τους στέγη για εκείνους και φροντίδα για τα άλογά τους. Πάρε τα όπλα τους. Αύριο το πρωί θα τους παρουσιάσεις μπροστά μου!"
"Όπως ορίσατε βασιλιά μου!" Απάντησε πειθαρχημένα ο αξιωματικός του.
Ο Άδραστος τους κοίταξε με προσοχή.
"Εμείς θα μιλήσουμε αύριο το πρωί. Πηγαίνετε τώρα να ξαποστάσετε τη νύχτα σας και ελπίζω να μην τολμήσετε να επαναλάβετε την αμάχη σας. Χρωστάτε χάρη που πέσατε στην αυλή μου και όχι κάπου αλλού"
Εκείνοι χαμήλωσαν το βλέμμα συναισθανόμενοι τη θέση τους. Ο Άδραστος πήρε το δρόμο της επιστροφής στα ανακτορικά δώματα μαζί με την Αμφιθέη. Στο δρόμο της είπε:
"Τους είδες γυναίκα;" της είπε με ένταση στα συναισθήματά του.
"Τι θες να πεις άντρα μου;"
"Ο Απόλλωνας παίζει μαζί μας μεγάλα παιχνίδια απόψε Αμφιθέη!"
"Γιατί; Τι συμβαίνει;"
"Ο χρησμός γυναίκα! Θυμάσαι ποιος ήταν ο χρησμός, που μου έδωσε ο Λοξίας στο μαντείο την τελευταία φορά που πήγα;"
"Για τις δύο μεγάλες κόρες μας..." έκανε εκείνη.
"Ακριβώς! Θα κάνω γαμπρούς έναν κάπρο και ένα λιοντάρι! Είδες τις ασπίδες τους;" τα μάτια του έλαμπαν από την ένταση. "Να ο χρησμός γυναίκα! Ολοφάνερος μπροστά μας!"
Σταμάτησε και έβαλε τα δυο του χέρια στο πρόσωπό του σφιχτά.
"Ω Φοίβε! Ο χρησμός σου... το θέλημά σου... ας είναι ευλογημένες οι στιγμές"
Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι εκεί στο δώμα τους σε μια νύχτα παράξενη και σημαδιακή για τη ζωή τους. Εκείνη τη ζεστή και υγρή νύχτα του καλοκαιριού. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε μια άλλη καινούργια μέρα. Για τη ζωή τη δική τους αλλά και των παιδιών τους. Ίσως όμως και μια άλλη μέρα για το ίδιο το Άργος.
2.3.2 Η επόμενη μέρα
Από τα χαράματα σχεδόν ο βασιλιάς του Άργους ήταν στο πόδι. Του ήταν αδύνατον να μένει άλλο στο κρεβάτι. Μόλις το πρώτο φως της μέρας έριξε τις ανταύγειές του στα δώματα του παλατιού τίποτα δεν τον κρατούσε. Σηκώθηκε γεμάτος σκέψεις και αγωνία. Πέρασε τις πρώτες ώρες τακτοποιώντας κάποια πράγματα και ύστερα πρόσταξε τον Ηρόδικο να φέρει τους απρόσμενους επισκέπτες μπροστά του στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου. Κάθε αναμονή έμοιαζε πια να τον πνίγει ολάκερο.
Σε λίγο τέσσερις οπλίτες της φρουράς με τον Ηρόδικο επικεφαλής έφερναν μέσα τους δύο νεαρούς άντρες που χθες βράδυ έφτασαν ως τη πόρτα του παλατιού παλεύοντας ο ένας τον άλλον. Έδειχναν ήρεμοι. Ο Άδραστος τους καλωσόρισε.
"Λοιπόν και τώρα νομίζω είναι η σειρά μου να μάθω κάποια πράγματα για σας. Και να αρχίσω από σένα. Χθες μου είπες πως το όνομά σου είναι Τυδέας. Ποιος είσαι;" ξεκίνησε πρώτος τη συζήτηση προς έναν από τους δύο νεαρούς άντρες.
"Είμαι ο γιος του Οινέα βασιλιά μου" απάντησε εκείνος με μια σεβάσμια υπόκλιση.
"Δεν έχω ακουστά τον πατέρα σου, από πού έρχεσαι;"
"Από την Καλυδώνα άρχοντά μου, ο πατέρας μου ήταν βασιλιάς στην πόλη"
"Λες για την Καλυδώνα της Αιτωλίας;" τον ρώτησε ο Άδραστος.
"Ναι!"
"Τι σε έφερε στο Άργος Τυδέα;"
"Βασιλιά Άδραστε, ο πατέρας μου βασίλευε στην Καλυδώνα ώσπου ο θείος μου ο Άγριος, σφετερίστηκε το θρόνο αμέσως μετά το θάνατό του"
"Λυπάμαι για τον πατέρα σου..."
"Και έτσι βρέθηκα κυνηγημένος μακριά απ' τη πόλη μου και τη γη μου. Οι άνθρωποι του θείου μου ρίχτηκαν πίσω μου με λύσσα. Με κυνήγησαν παντού. Με κάθε τρόπο. Στόχος τους ήταν η εξόντωσή μου. Μέχρι που κατάφερα να περάσω στην Αττική, ύστερα στα Μέγαρα. Εκεί με βρήκαν ξανά. Αναγκάστηκα να φύγω . Βρέθηκα στο Άργος μόλις χθες. Γύρευα ένα μέρος να μπορέσω να μείνω, να ξαποστάσω, μέχρι που...."
Ο Άδραστος τον σταμάτησε με ένα νεύμα του.
"Κατάλαβα παιδί μου"
Στη συνέχεια στράφηκε στα δεξιά του. Εκεί έστεκε ο Πολυνείκης.
"Εσύ είσαι ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα της Θήβας;"
"Μάλιστα βασιλιά μου"
"Ακουστά έχω τον ένδοξο παλιό βασιλιά της πόλης. Αυτόν που τη γλίτωσε από τη Σφίγγα!"
"Η μία πλευρά της αλήθειας βασιλιά Άδραστε" απάντησε ο Πολυνείκης.
"Ναι, δυστυχώς έχω ακουστά για την βαριά τραγωδία που ακολούθησε στη συνέχεια. Είσαι ένας απ' τους γιους του. Ποιος βασιλεύει τώρα στη πόλη;"
"Ο αδελφός μου ο Ετεοκλής, στέκει παράνομα στο θρόνο άρχοντά μου!" απάντησε με θυμό και οργή στη φωνή του.
"Γιατί παράνομα;"
"Αυτός είναι και ο λόγος που βρέθηκα εδώ βασιλιά Άδραστε"
"Τι συνέβη δηλαδή;"
"Είχαμε συμφωνήσει να αλλάζουμε τη βασιλεία κάθε χρόνο. Ένας τη φορά. Αρνήθηκε να μου παραδώσει την εξουσία όπως όριζε η συμφωνία μας. Έτσι αναγκάστηκα να φύγω και εγώ απ' τη γη μου, θλιβερός εξόριστος σε ξένα χώματα"
Ο Άδραστος σηκώθηκε από το θρόνο του και έκανε βήματα στη μεγάλη αίθουσα.
"Τα πάθη και οι ανομίες των ανθρώπων. Η εξουσία και η αρπαγή της. Με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Αυτή δηλητηριάζει τις ψυχές των ανθρώπων. Τους κάνει άρπαγες, τους μεταβάλλει σε θηρία έτοιμα να ξεχάσουν τα πάντα και το μόνο που θα νοιαστούν είναι η δύναμη και η αρχή"
Τους κοίταξε καλά.
"Με λίγα λόγια είστε και δυο ξενιτεμένοι, κυνηγημένοι, με άδικες αποφάσεις δικών σας ανθρώπων . Εδώ, στο Άργος..."
Σταμάτησε για λίγο και ύστερα συνέχισε: "Και ήρθατε εδώ για να σκοτωθείτε μπροστά στην πύλη μου"
"Μια κακιά ώρα ήταν βασιλιά μου" Μπήκε στη μέση ο Τυδέας.
Ο Άδραστος τους κοίταξε στα μάτια με ύφος αυστηρό.
"Και τώρα; Τι απέγινε η αντάρα αυτής της κακιάς ώρας; Πού να την λογαριάσω;"
Έσκυψαν και οι δύο το κεφάλι. "Βασιλιά μου έχεις δίκιο, εγώ σου ζητώ συγχώρεση" πρόλαβε ο Πολυνείκης. Ο Άδραστος κοίταξε βλοσυρά τον Τυδέα.
"Έχετε μοίρα κοινή δεν ξέρω αν το βλέπετε;" είπε εκείνος.
Ο Τυδέας έτεινε το χέρι του δίπλα στον Πολυνείκη. Μια πολύ εγκάρδια χειραψία έσπασε εντελώς κάθε ψυχρότητα ανάμεσά τους.
"Θαυμάσια!" Επισφράγισε την χειρονομία ο Άδραστος, "Καλώς ορίσατε νέοι μου στο Άργος! Από σήμερα και πέρα θα είναι η καινούργια σας πατρίδα. Ίσως και μια καινούργια ζωή"
Οι δύο μέχρι τώρα άσπονδοι μονομάχοι ένιωσαν κάτι παραπάνω από έκπληξη και ανακούφιση. Ο βασιλιάς συνέχισε:
"Ηρόδικε, φροντίστε για τη διαμονή τους. Σε δυό μέρες από σήμερα θα διοργανώσω ένα συμπόσιο προς τιμήν σας. Εδώ.
"Βασιλιά μου...." Έκανε ο Πολυνείκης.
"Είστε και οι δύο από βασιλικούς οίκους. Έπρεπε να είστε τώρα εκεί που σας άρμοζε. Αλλά αυτό θα το συζητήσουμε αργότερα. Σε δυό μέρες λοιπόν εδώ στο παλάτι"
"Ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι δύο που κόντεψαν να σκοτωθούν στην πύλη μας άντρα μου;" Ρώτησε στην πρώτη ευκαιρία η Αμφιθέη αρκετά αργότερα.
"Ο Πολυνείκης, γιος του παλιού βασιλιά Οιδίποδα της Θήβας ο ένας και ο Τυδέας, γιος του παλιού βασιλιά της Καλυδώνας ο άλλος"
"Και τι κοινό τους έφερε στα μέρη μας;"
"Και οι δύο διωγμένοι απ τη γη τους γυναίκα! Παράξενο μα τους Θεούς!"
"Τι σε κάνει να το λες;"
"Τούτοι εδώ είναι οι άντρες του χρησμού. Δύο διωγμένα βασιλόπουλα για τις κόρες μας Αμφιθέη. Μακριά απ τη γη τους. Έρχονται εδώ, στην αυλή μας, λες και πρόκειται για ικέτες"
"Να παρακαλέσουν γιατί;"
"Ο χρησμός τούς σημαδεύει σαν επίδοξους γαμπρούς μας! Καταλαβαίνεις; Δενόμαστε με τη μοίρα αυτών των αντρών γυναίκα! Τούς δίνουμε τις κόρες μας, την Αργεία και την Δηιπύλη και η μοίρα μας ταυτίζεται με τη δική τους"
"Είσαι σίγουρος ότι αυτοί οι είναι οι γαμπροί που προσμέναμε Άδραστε;"
"Μα δεν βλέπεις τον συμβολισμό; Το ταίριασμα;" Κόμπιασε με μιας και συνέχισε: "Μόνο που τώρα καινούργιες προκλήσεις ξεκινάνε για μας"
"Τι εννοείς;"
"Είμαι σίγουρος ότι θα γυρέψουν να επιστρέψουν στη γη τους όπως τους αξίζει. Αυτό σημαίνει πολλά"
"Τι κανόνισες μαζί τους άντρα μου;"
"Θα τους φιλοξενήσουμε εδώ. Και σε δυό μέρες θα κάνουμε ένα συμπόσιο εδώ στο παλάτι. Θέλω να μιλήσεις στην Αργεία και στην Δηιπύλη"
"Ότι είναι να γίνει ας είναι καλώς καμωμένο Άδραστε" απάντησε εκείνη.
Σημειώσεις
* Ο Τυδέας δεν ομολογεί και το άλλο μέρος της αλήθειας της καταδίωξής του. Από ατύχημα στο κυνήγι έχει σκοτώσει τον θείο του τον Αλκάθοο.
Συνεχίζεται...
Είμαστε πλέον στο Άργος του βασιλιά Άδραστου. Ο χρησμός του μαντείου φέρνει τον Τυδέα και τον Πολυνείκη μπροστά στην αυλή του βασιλιά. Τα δύο νεαρά παλικάρια θα ενώσουν τη μοίρα της ζωής τους μ' αυτή της ένδοξης πόλης του Ίναχου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro