Κεφ. 4.5 Με το βλέμμα στο αύριο / Επίλογος
https://youtu.be/5fYRKMdcR2k
Μουσική επιμέλεια: Γλαύκη (https://stisglafkistocafe.blogspot.com/)
4.5.1 Να κλείσουν οι πληγές
Οι επόμενοι μήνες στις δύο πόλεις που έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο τον τραγικό αυτό κύκλο ήταν δύσκολες. Τα απομεινάρια της εκστρατείας των Επτά στη Θήβα και όσα ακολούθησαν μετά τη σύγκρουση με τους Αθηναίους είχαν αφήσει βαριά τη σκιά τους στα δρώμενα της πόλης. Οι κάτοικοι προσπαθούσαν να επαναφέρουν τη ζωή τους σε κανονικούς ρυθμούς. Είχαν την τύχη να μην πειραχτεί καθόλου η πόλη άρα και τα σπίτια με το βιός τους. Ο φόρος όμως που είχαν πληρώσει σε ανθρώπινες ζωές σε αυτές τις μάχες ήταν μεγάλος. Κάθε σπιτικό προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές, που άφησε ο πόλεμος σε θύματα και σακατεμένους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που στα καπηλειά και στους δημόσιους χώρους συζητούσαν στο γιατί τελικά έγινε όλο αυτό. Οι πολίτες θεωρούν ότι οι ηγέτες τους οφείλουν να είναι τέτοιοι, που να τους χαρίζουν μια ήρεμη και ευημερούσα ζωή. Μακριά από έριδες, φιλονικίες, σκοτωμούς και καταστροφές. Ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που έριχναν μεγάλο ανάθεμα στην αλαζονεία και στη φιλαρχία του βασιλιά τους Ετεοκλή που δεν τήρησε τον όρκο τιμής με τον αδελφό του. Αρκετοί ήταν αυτοί που ήξεραν την αλήθεια της αδελφοκτόνας αυτής σύγκρουσης, που τελικά αφάνισε ολάκερη τη γενιά του Οιδίποδα. Ήταν όμως και άλλοι που απορούσαν για το πώς ο Πολυνείκης, γέννημα θρέμμα της γης τους, έφτασε στο σημείο να σηκώσει το σπαθί του κατά της ίδιας του της πόλης.
Ο Κρέων ήταν εκείνος όμως που σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος της αποστροφής των Θηβαίων. Η στάση του στα γεγονότα που ακολούθησαν το θάνατο των δύο αδελφών αλλά και της ίδιας της μνηστής του γιου του, προκάλεσε αποτροπιασμό μέσα στη πόλη. Οι αποφάσεις του δεν βρήκαν ποτέ σύμφωνους μήτε τους πολέμαρχους της Θήβας, αυτούς που στην ουσία θριάμβευσαν στο πεδίο της μάχης με τους Αργείους. Τον Άκτωρα, το Λασθένη, τον Υπέρβιο, τον Μεγαρέα και τόσους ακόμα άλλους. Βέβαια η τυραννία πάντα αποτελεί φόβητρο για την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Η εξουσία του Κρέοντα ήταν βασισμένη στη βία και στην απολυταρχία. Με αυτόν τον τρόπο οι φωνές και οι αντιρρήσεις πνίγονταν.
Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Ο Κρέων ήταν ένας βασιλιάς σκιά. Η ήττα του από τον Θησέα άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Οι Θεοί πλήρωσαν ακριβά και σκληρά τις επιλογές του. Με την μέλλουσα νύφη του νεκρή, τα δύο του παιδιά χαμένα μαζί με την γυναίκα του την Ευρυδίκη, αποτελούσε πια μια θλιβερή μορφή στην πόλη, μια σκιά της παλιάς του αίγλης.
"Μπορούμε άραγε να ελπίζουμε ότι ο Λαοδάμαντας θα φέρει μια άλλη αύρα στη ζωή μας;" ρώτησε ο Βίων το φίλο του καθώς απολάμβαναν λίγο κρασί σε ένα από τα καπηλειά.
"Λες για το γιο του Ετεοκλή ε;" απάντησε ο Εύμαιος.
"Ναι, έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ο νόμιμος διάδοχος στο θρόνο, αλλά ακόμα είναι μικρός" σχολίασε ο Βίων.
"Και έτσι θα αναγκαστούμε να υποστούμε τον Κρέοντα για πόσο ακόμα;" μονολόγησε σκεπτικός ο φίλος του.
"Δεν είναι πια αυτός που ήταν. Το μάθημα που του έδωσαν οι Θεοί και οι Ερινύες ήταν σκληρό. Σκιά του εαυτού του λένε ότι είναι. Περιφέρεται αδρανής, άβουλος στο παλάτι με τις αναμνήσεις να τον τυλίγουν" είπε ο Βίων.
"Και ποιος κυβερνάει;"
"Σε επιτροπεία είναι Εύμαιε. Στην ουσία το συμβούλιο των πολέμαρχων βαστά τις αποφάσεις και ετοιμάζουν τον νεαρό να αναλάβει"
"Ας ικετέψουμε τους Θεούς να δώσουν συνέχεια ευλογημένη στην πόλη μας. Να βρούμε γαλήνη και εμείς και τα παιδιά μας..."
Οι ευχές τους ήταν βγαλμένες απ' την καρδιά τους. Συνέχισαν να πίνουν το κρασί τους και να συζητούν για ένα πολυπόθητο ανθρώπινο αύριο που τόσο είχαν ανάγκη.
***********************
"Ολάκεροι άντρες έγιναν, τους βλέπεις;" ακούστηκε η φωνή της Δηιπύλης προς την Αργεία.
"Μέσα τους ναι! Μεγάλωσαν σε μια μέρα! Από εκείνη τη στιγμή που έμαθαν για το θάνατο των πατεράδων τους..." απάντησε η χήρα πια του Πολυνείκη.
"Λες και χωρίστηκε η ζωή τους στα δύο. Όταν ο Άδραστος έφερε την είδηση κάτι έγινε μέσα τους. Το είδα στον Διομήδη. Ξαφνικά άλλαξε! Βάρυνε. Το πρόσωπό του, η σκέψη του ακόμα και η φωνή του. Τίποτα δεν έμεινε όπως πριν..."
Με τα μάτια τους παρακολουθούσαν από το αίθριο του σπιτιού της Αργείας τους δύο γιους τους να κατηφορίζουν το δρόμο για την αγορά. Οι δύο μικροί τους έφηβοι είχαν πάρει πια τα πρώτα χαρακτηριστικά του άντρα.
"Αυτός εκεί που συναντήθηκε μαζί τους ποιος είναι;" ρώτησε η Δηιπύλη.
"Νομίζω ο Σθένελος, ο γιος του Καπανέα. Έχουν γίνει αχώριστοι. Λες και ο θάνατος των πατεράδων τους, τούς έδεσε σε μια ψυχή..."
"Αυτό το παιδί έμεινε εντελώς ορφανό, αλήθεια πού ζει;"
"Με τον παππού του τον Ίφι. Σαν έχασε και την κόρη του δεν γύρισαν ποτέ στην Ώλενο. Μένουν εδώ πια. Έτσι κι αλλιώς ο Ίφις έχει δικαιώματα στο θρόνο του Άργους νομίζω μαζί με τον πατέρα μας"
Η Δηιπύλη άπλωσε τα χέρια της σε αυτά της Αργείας. Τα δάχτυλά τους δέθηκαν σε ένα δυνατό κόμπο αλληλεγγύης και ζεστασιάς. Ενώθηκαν οι δυο τους σε μια εκφραστική αγκαλιά.
"Θα μπορέσουμε άραγε να γιατρέψουμε τις πληγές μας Αργεία;"
Εκείνη την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το βλέμμα της συνάντησε το σπασμένο πρόσωπό της και τους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Ο πόνος ήταν πολύ πρόσφατος για να απαλυνθεί.
"Να ξεχάσουμε όχι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ. Μόνο τα παιδιά μας είναι αυτά που μπορούν να μας πάρουν μαζί τους στο δικό τους αύριο. Και να παρακαλάμε τους Θεούς να είναι γαλήνιο χωρίς πολέμους και χαλασμούς"
Η Δηιπύλη αφέθηκε στην αγκαλιά της αδελφής της. Οι μοίρες τις ένωσαν σε κοινές στράτες.
"Τι σκέφτεσαι;" ρώτησε η Αμφιθέη τον άντρα της τον Άδραστο. Εκείνος άπλωσε το βλέμμα του πέρα προς τον Ίναχο ποταμό.
"Έρχονται στιγμές που τα αν και τα μήπως μπαίνουν στο μυαλό σου από παντού. Σε βασανίζουν με συνεχή ερωτήματα. Και αλλάζουν συνέχεια τη σκέψη σου. Αν με ρωτούσες πριν, ήξερες την απάντηση που θα σού έδινα. Έπρεπε να γίνει αυτή η εκστρατεία. Να αποδοθεί το δίκιο στο γαμπρό μας. Και είχα χρέος να τον στηρίξω, να μείνω κοντά του. Ήταν κάτι που τού το υποσχέθηκα απ' την αρχή. Αν όμως με ρωτήσεις τι θα έκανα τώρα θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο"
"Έχεις ενοχές άντρα μου;"
"Κανείς δεν πιέστηκε με το ζόρι να πάρει μέρος σ' αυτήν την εκστρατεία. Όλοι δήλωσαν συμμετοχή απ' την αρχή. Όμως... αυτό δεν παύει να με αναστατώνει σαν έχω μπροστά μου τα μάτια των γονιών και των γυναικών αυτών που έφυγαν. Ο πόλεμος πάντα φέρνει θάνατο και προκαλεί πόνο. Πριν τα βιώσουμε όλα αυτά δεν τα λογαριάζουμε. Μετά όμως..."
Δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. Τον άφησε να ταξιδεύει με τη σκέψη του πίσω στις μέρες που ξεκινούσαν θριαμβευτές απ' τον Αργίτικο κάμπο.
4.5.2 Έξι μήνες μετά
Ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού είχε ήδη αρχίσει να μετριάζεται καθώς το Αυγουστιάτικο δείλι έκλεινε σιγά-σιγά τη μέρα. Ως πέρα στη δύση στα βουνά της γης του Πέλοπα τα χρώματα είχαν γίνει κατακόκκινα στον ορίζοντα. Η θάλασσα, στο βάθος άρχισε ήδη να σκουραίνει. Ψηλά στην ακρόπολη του Άργους ο μπάτης που έμπαινε από τον κόλπο του Ναυπλίου ήταν μια ανάσα δροσιάς για τα ηλιοκαμμένα πρόσωπα του μεσημεριού.
"Έχω κάποια νέα να σου πω!" είπε γεμάτος έπαρση ο νεαρός προς τον συνομήλικο φίλο του που περπατούσαν.
"Έχω πολύ καιρό να ακούσω ένα ευχάριστο νέο Θέρσανδρε" απάντησε εκείνος.
"Λοιπόν Διομήδη, ο εκγυμναστής μου σήμερα με άφησε μόνο μου να κάνω την πρώτη μου μικρή βόλτα πάνω στο άλογο!" είπε εκείνος γεμάτος χαρά.
"Πόσο καλά! Μπράβο!" είπε με χαρά ο Διομήδης.
Τα παιδιά του Πολυνείκη και του Τυδέα ακολούθησαν τη σχέση των πατεράδων τους. Άλλωστε χρόνια οι οικογένειές τους ζούσαν μαζί. Η μία κοντά στην άλλη. Τώρα οι δύο γιοι, ώριμοι έφηβοι πια έκαναν τα πρώτα δικά τους όνειρα στη ζωή. Αλλά και τις πρώτες σκέψεις.
"Λες να τα καταφέρω και εγώ;" ρώτησε ο Διομήδης.
"Είμαι σίγουρος, γιατί όχι. Και το θέλω πολύ. Να βιαστείς! Δεν ξέρεις πόσο περιμένω την ώρα που θα τρέχουμε οι δυό μας στον κάμπο πάνω στα άλογα" απάντησε ο γιος του Πολυνείκη ο Θέρσανδρος.
"Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ κοντά μας, να μας δουν..." είπε με μια δόση μελαγχολίας ο Διομήδης, ο γιος του Τυδέα.
"Σου λείπει;" Τον ρώτησε ο φίλος του.
"Πολύ, έφυγαν τόσο γρήγορα..." απάντησε ο Διομήδης.
"Τον βλέπω στα όνειρά μου... με πιστεύεις; Τον βλέπω πολλές φορές να έρχεται καβάλα στο λευκό του άλογο, με την ασπίδα του. Βλέπω μια ζωγραφιά πάνω της, ένα περήφανο λιοντάρι. Και μια ομίχλη που σέρνεται στα πόδια του. Μέχρι που κάποια στιγμή τον τυλίγει ολάκερο. Απλώνω λες τα χέρια να τον πιάσω αλλά χάνεται. Τον φωνάζω με το όνομά του αλλά τίποτα.. και τότε, μέσα στην απελπισία μου βλέπω αυτό το λιοντάρι που ήταν ζωγραφιστό στην ασπίδα του να ζωντανεύει και να έρχεται ήρεμο και αρχοντικό προς το μέρος μου. Εγώ... να τρέμω απ' το φόβο μου αλλά εκείνο λες και είναι ήρεμο με πλησιάζει σαν να με καλεί κοντά του... και..."
Είχε μια έντονη έξαψη ο νεαρός έφηβος εξιστορώντας το όνειρό του, σαν να ζούσε απόλυτα τις στιγμές.
"Και;" τον ρώτησε ο Διομήδης.
"Τίποτα.... Πάντα ξυπνώ, πάντα κάτι εκεί με φέρνει πίσω"
Σταμάτησαν να μιλούν. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο για λίγο σιωπηροί γεμάτοι σκέψεις.
"Πού θα μας περιμένουν;" ρώτησε ο Θέρσανδρος.
"Στο ποτάμι εκεί που ξεκινά ο δρόμος για τις Μυκήνες"
"Έχω καιρό να τους δω"
"Ο Αλκμαίων είναι νομίζω στην ηλικία μας, ο αδελφός του είναι λίγο πιο μικρός" σχολίασε ο Διομήδης.
"Σου είπαν τι μάς θέλουν;"
"Όχι αλλά δεν νομίζεις ότι μάς ενώνουν τόσα πολλά;" είπε ο Διομήδης στο φίλο του. Λες και οι μήνες που πέρασαν είχαν αφήσει φέρει πάνω τους μια πρώιμη ωριμότητα.
"Προς τα πού κοιτάζεις;" ρώτησε ο νεαρός Αμφίλοχος τον αδελφό του τον Αλκμαίωνα. Στα δεκατέσσερα ο γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης. Τα πρώτα στοιχεία του άντρα είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο σώμα του. Ψηλός, όμορφος, με καστανά μαλλιά και μάτια. Ο νεαρότερος αδελφός του τον έβλεπε να κοιτάζει προσεκτικά πίσω Βορειοανατολικά, μακριά πίσω από τα ψηλά βουνά που ξεκινούσαν εκεί στις Μυκήνες και έφταναν στην Κόρινθο. Χωρίς να πάρει το μάτι του από εκεί απάντησε στον αδελφό του:
"Μακάρι να μπορούσα να δω ως πέρα εκεί μακριά. Να ταξιδέψει το βλέμμα και η καρδιά μου πίσω απ' τα βουνά, μακριά από εδώ. Να ανέβω το βουνό των Μουσών, τον Ελικώνα. Να κατέβω στον Θηβαϊκό κάμπο και να φτάσω ως εκεί, τις πύλες της πόλης.
Ο λόγος του σαν να έβγαζε έναν ποιητικό οίστρο. Παιδί που εκτός από το γυμνασμένο σώμα ήταν διαβασμένο και μελετημένο με όσα του άφησε πίσω ο πατέρας του ο Αμφιάραος.
"Σου λείπει καθόλου;" τον ρώτησε λυπημένα ο αδελφός του.
"Ναι! Μου λείπει πολύ! Η παρουσία του, η σκέψη του, η αγάπη του. Όσα μας έλεγε, όσα ήθελε να μας πει και δεν πρόλαβε..."
"Και μένα!" πρόσθεσε ο Αμφίλοχος.
"Τον αναζητώ πέρα από εκείνα τα βουνά αδελφέ μου. Άραγε πού να βρίσκεται ακριβώς το μέρος της γης που αγκάλιασε το σώμα του;"
"Οι τελευταίες του στιγμές... όπως μας τις είπε ο βασιλιάς"
"Θέλω τόσο πολύ να πάω εκεί! Να πατήσω τη γη που τον τράβηξε στα σωθικά της. Να δω το μέρος που πολέμησε για ύστατη φορά. Να κάνω σπονδές στη μνήμη του, να του πω ότι θυμάμαι πάντα τα λόγια που μας άφησε παρακαταθήκη", το τελευταίο το είπε με σκληρό βλέμμα. Ο αδελφός του τον κοίταξε φοβισμένα.
"Μιλάς για...." τον ρώτησε με εμφανές το υπονοούμενο.
"Ναι! Μιλάω για εκείνη! Για όσους τον πρόδωσαν! Και, με την απόφασή τους, τον έστειλαν εκεί. Δεν το ξεχνάω αυτό ποτέ Αμφίλοχε! Μ' ακούς;" γύρισε προς τον αδελφό του κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.
"Είναι μάνα μας αδελφέ μου!"
"Εκείνη φταίει! Δική της ήταν η απόφαση που τούς έστειλε εκεί. Στο θάνατο και τη καταστροφή"
Ο νεαρός Αμφίλοχος τρόμαξε με το σκοτάδι που αντίκρισε σε αυτό το βλέμμα. Ανατρίχιασε στην ιδέα. Δεν είπε τίποτα. Μονάχα κατάλαβε ότι στο μυαλό του μεγάλου του αδελφού γυρόφερναν τα μαύρα λόγια του πατέρα του. Αυτό το σκοτάδι, που τύλιγε αργά αλλά μεθοδικά τον Αλκμαίωνα, το έβλεπε ολοένα να γίνεται όλο και πιο βαθύ. Προσπάθησε να το ξεπεράσει λέγοντας:
"Θα ήθελα κάποτε να πάμε εκεί Αλκμαίωνα!"
"Και εγώ! Αλλά δεν το θέλω μ' αυτόν τον τρόπο"
"Τι εννοείς, τι έχεις στο μυαλό σου; Τι ήθελες;"
"Δεν ξέρω... δεν θέλω ο θάνατος του πατέρα μας εκεί, στη Θήβα, να περάσει έτσι..."
Ο Αμφίλοχος ρώτησε ανήσυχος:
"Δηλαδή τι ζητάς αδελφέ μου;"
"Μια δικαίωση για τον πατέρα μας, κάτι! Για αυτούς που τον οδήγησαν στο θάνατο..."
"Εκδίκηση;"
"Δεν ξέρω, μην με ρωτάς. Δεν μπορώ ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου. Όμως θέλω να βρεθώ εκεί. Να αγγίξω αυτό το χώμα... Ίσως... Κάποτε..." είπε με το μυαλό του να χάνεται σε όλες τούτες τις εικόνες που γυρόφερναν στον νου του.
"Ίσως με τη Θήβα δεν κλείσαμε τους λογαριασμούς μας αδελφέ μου" τού είπε κοιτάζοντας πάλι τον ορίζοντα προς το Βοριά"
*********************
"Δεν κουράστηκες κόρη μου να με κουβαλάς όλα αυτά τα χρόνια;" ρώτησε ο Τειρεσίας την κόρη του την Μαντώ. Γύριζαν στη Θήβα από τον ναό της Αθηνάς. Εκεί που βρήκε τραγικό θάνατο η Ισμήνη.
"Πατέρα, τι είναι αυτά που λες! Δεν νιώθω να σε κουβαλώ. Νιώθω να είμαι κοντά σου, συνειδητά, με τη θέλησή μου και την καρδιά μου"
"Το ξέρω κόρη μου και σε ευχαριστώ..."
"Δεν μάθαμε ποτέ ποιος ήταν αυτός που έσφαξε την μικρή κόρη του Οιδίποδα μέσα στο ναό" τον ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
"Όχι κόρη μου! Ο Περικλύμενος μας είπε ότι περνώντας απ' τον ναό την βρήκε νεκρή. Αλλά..."
"Γιατί αναστενάζεις;"
"Γιατί μέσα μου πιστεύω ότι κάτι κρύβει. Ότι ξέρει..."
"Και γιατί δεν μας μίλησε ποτέ;"
"Αυτό δεν το ξέρω θυγατέρα μου..."
"Δεν έχει σημασία πατέρα τώρα πια. Άλλωστε όλα τελείωσαν..."
"Μα τελείωσαν πράγματι;" έκανε εκείνος προκαλώντας το αγωνιώδες ερώτημα της Μαντούς.
"Τι θέλεις να πεις πατέρα; Είναι κάτι που βλέπεις;"
"Κόρη μου... αναρωτήθηκες όλον αυτόν τον καιρό τι είδαμε; Πόσα έγιναν; Δεν βλέπω η Θήβα να έχει απαλλαγεί από όλο αυτό. Είδαμε ότι οι νόμοι των Θεών είναι αυτοί που φέρνουν ευτυχία . Και όσοι κομπορρημονούν με μεγάλα λόγια πληρώνονται με μεγάλες συμφορές. Άραγε θα υπάρξει φρόνηση στους ανθρώπους; Θα μάθουν απ' τα λάθη τους; Ή το πέρασμα του χρόνου θα τους ρίξει πάλι στη λήθη. Εύχομαι η πόλη του Κάδμου και της Αρμονίας να βρουν τη γαλήνη που έχουν ανάγκη"
Έριξε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό. Διάβηκε κοιτώντας ολόγυρα τον ορίζοντα. Ως πέρα στον Ισμηνό ποταμό. Ύστερα στηρίχτηκε στο μπράτσο της κόρης του. Κίνησαν τα βήματά τους αργά-αργά προς τις πύλες της πόλης. Έγερνε ο ήλιος στη δύση. Μια απόκοσμη ομίχλη άρχισε να τυλίγει τον κάμπο. Παράξενα σχήματα και μορφές άλλαζαν συνέχεια όψη. Σάλευαν αλλόκοτα πάνω στη γη. Σέρνονταν παντού και στο τέλος μια ακαθόριστη φωτεινή μορφή πέρασε τον Ισμηνό και ήρθε και σταμάτησε στην ιερή κρήνη του Άρη εκεί που ο Θεός είχε ορίσει φύλακά της το γιο του το Δράκοντα. Πιο μακριά από εκεί ήταν ένα μέρος γης με αρκετές πέτρες. Γυμνό από δέντρα. Το μέρος όπου ο Αμφιάραος με τον ηνίοχό του χάθηκαν στα βάθη της αγκαλιάς της. Το μέρος έδειχνε νεκρό χωρίς ζωή. Μήτε πουλιά κάθονταν στα δέντρα ολόγυρα μήτε χόρτα φύτρωναν ποτέ. Μια παράξενη μακρινή βουή ερχόταν από τα βάθη εκείνα χωρίς κανείς να ξέρει την προέλευσή και το μήνυμά της.
**Τ Ε Λ Ο Σ**
Επίλογος συγγραφέα
Αγαπητές φίλες και φίλοι αναγνώστες, εδώ πέφτει η αυλαία στο πρώτο βιβλίο των "Δώρων της Αρμονίας". Αυτό, που ιστορικά κάλυψε τη μεγάλη περίοδο της ίδρυσης της ιστορικής πόλης της Θήβας, διάβηκε στην εποχή του Κάδμου και της Αρμονίας και έκλεισε τον τραγικό της κύκλο στη μεγάλη τραγωδία της εκστρατείας των "Επτά" και στα αποτελέσματά της.
Τα γαμήλια δώρα του μεγάλου αυτού ζευγαριού, που ίδρυσαν την πόλη, έπαιξαν το δικό τους καθοριστικό ρόλο στα δρώμενα. Τα σημάδεψαν, τα χαρακτήρισαν. Όμως τα δώρα εξακολουθούν να μένουν εκεί. Στα χέρια της Εριφύλης, της τραγικής αυτής γυναίκας, με την τόσο αφόρητα δύσκολη θέση. Και όπως νιώθουμε, οι τελευταίες σκηνές του κεφαλαίου, σηματοδοτούν τις επόμενες. Όσα ακολουθούν στο πέρασμα του χρόνου.
Σκοπός μου για να γράψω αυτό το έργο δεν ήταν άλλος παρά να φέρω "κοντά" σε όλους μας, μικρούς και μεγάλους, μέρος του τεράστιου και αθάνατου θησαυρού της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, της μυθολογίας και ιστορίας μας. Να τα εκλαϊκεύσω, χωρίς να τα αλλοιώσω. Να τα δώσω απλά, σε σύγχρονη γλώσσα ώστε να γίνουν πιο άμεσα και προσιτά. Να φέρω όλους αυτούς τους τραγικούς ήρωες "κοντά μας". Να τους καταλάβουμε, να τους νιώσουμε. Να αντιληφθούμε τις αξίες, τα μηνύματα που στέκουν αθάνατα στο χρόνο, προσφορά στο γένος των ανθρώπων. Έργο δύσκολο, επίφοβο, τολμηρό. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Εσείς, οι αναγνώστες θα το κρίνετε, με τις σκέψεις, τις παρατηρήσεις, τις κριτικές, τις προτάσεις σας.
Θέλω να ευχαριστήσω την αγαπητή φίλη, Γλαύκη, για τη μουσική επιμέλεια του έργου, με τις υπέροχες επιλογές της, που ταιριάζουν τόσο απόλυτα. Να ευχαριστήσω όλους εσάς για τον πολύτιμο χρόνο και τη συμμετοχή σας, συνάμα και την αγάπη σας.
Θα προσπαθήσω, με όλες μου τις δυνάμεις, να γράψω το δεύτερο βιβλίο για τα "Δώρα της Αρμονίας". Έργο ακόμα πιο δύσκολο καθώς η βιβλιογραφία είναι πολύ περιορισμένη στα γεγονότα, που ακολουθούν. Όμως, πιστεύω αξίζει.
Να τελειώσω, μία ακόμα φορά, με αυτή την εμβληματική φράση του Νεο-Πλατωνικού φιλόσοφου, Γαλατικής καταγωγής, Σαλλούστιου, που κρύβει όλη την αλήθεια για όσα διαβάσατε:
"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro