Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 4.4 Η επιστροφή στην Αθήνα

4.4.1 Η αγωνία της προσμονής

Ο χρόνος που περνούσε αποτελούσε για τις Ικέτιδες από το Άργος ένα πραγματικό μαρτύριο. Είχαν δεχθεί την φιλοξενία και το άσυλο των Αθηναίων κοντά στο ιερό της Θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εκεί, ο Άδραστος, ο Ίφις και οι μανάδες με τις γυναίκες δεν είχαν παρά να περιμένουν. Η Αίθρα φρόντισε για να κάνει την παραμονή τους όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη. Έτσι κι αλλιώς ο λόγος της παρουσίας τους ήταν, από μόνος του, επώδυνος και βαρύς.

Η Ευάδνη δεν μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα. Άραγε θα είχε την ευκαιρία να δώσει τον ύστατο χαιρετισμό στον καλό της; Ή τα θηρία και τα όρνια του Θηβαϊκού κάμπου θα είχαν προλάβει το μακάβριο έργο τους. Μαζί της και οι άλλες μανάδες και γυναίκες. Του Ετέοκλου, του Ιππομέδοντα και του Παρθενοπαίου.

Ο Άδραστος παρακολουθούσε και αυτός βουβός το δράμα και την αγωνία των ανθρώπων αυτών. Στο μυαλό του έρχονταν οι στιγμές, που έφευγε με όλο το στρατό από το Άργος. Τότε που, στο πέρασμά τους, σείονταν η γη και η σκόνη από την περπατησιά τους, ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Αυτές τις στιγμές ήρθαν άπειρες φορές στο νου του τα λόγια του άντρα της αδελφής του, της Εριφύλης. Του μάντη Αμφιάραου η τρομερή πρόβλεψη: "Η εκστρατεία αυτή θα είναι η καταστροφή μας! Κανείς δεν θα γυρίσει ζωντανός παρά μονάχα ένας!". Και αποδείχτηκε περίτρανα και αυτή του η μαντεία. Αυτός ο ένας, ο ζωντανός, ήταν εκείνος! Εκείνος όμως ήταν θεατής του ολέθρου αλλά και των στιγμών αυτών. Και δεν ήξερε αν αυτή του η σωτηρία ήταν δώρο ή κατάρα των Θεών.

Ο Ίφις είχε συνεχώς τα μάτια του στην κόρη του. Η αγωνία για την ψυχολογία της δεν έλεγε να φύγει από μέσα του. Σαν να τον πλάκωνε συνεχώς. Και αυτή η νύχτα δεν έλεγε να ξημερώσει. Λες και ο ήλιος κρατούσε το άρμα του κρυμμένο και δεν έλεγε να ξεχυθεί με τη λάμψη του στη φύση. Το σκούρο του ουρανού είχε πια αρχίσει να σπάει κατά την ανατολή. Προς τη μεριά της Πεντέλης, ο ουρανός άρχισε να χάνει το γκρίζο του.

"Έρχονται καβαλάρηδες από το βουνό!"

Η κραυγή ενός Αθηναίου στρατιώτη που έστεκε εκεί κοντά τους έσπασε τη παγερή σιωπή. Όλοι, με μιας, σάλεψαν από τη θέση τους. Σηκώθηκαν και ζύγωσαν κοντά του γυρεύοντας μια εξήγηση.

"Να κοιτάξτε πέρα στο δρόμο λίγο ψηλά!" έδειξε την κατεύθυνση ο στρατιώτης. Ο Άδραστος με το έμπειρο βλέμμα του κατάλαβε.

"Καβαλάρηδες! Κατεβαίνουν από το βουνό. Έρχονται κατά εδώ!" φώναξε με την καρδιά του να σπάει από την προσμονή. Σούσουρο μεγάλο ακούστηκε δίπλα του καθώς οι ικέτιδες έσμιξαν όλες έναν κύκλο ολόγυρά του.

"Να έρχονται άραγε για μας;" ρώτησαν αρκετές γυναίκες.

"Κάντε υπομονή, σύντομα θα μάθουμε" αποκρίθηκε εκείνος.

Πράγματι η σκόνη που σηκωνόταν στον ουρανό σε λίγο αποκάλυψε τις μορφές δύο καβαλάρηδων που έτρεχαν πια προς το μέρος τους.

"Για μας είναι! Ω Θεοί! Μακάρι να έχουμε μαντάτα!" ακούστηκαν τα λόγια από κάποιες άλλες γυναίκες ολόγυρα. Οι καρδιές όλων κόντευαν να σπάσουν στα στήθη τους. Οι δύο καβαλάρηδες όλο και ζύγωναν προς το μέρος τους. Κάποια στιγμή έφτασαν σχεδόν κοντά τους. Πριν προλάβουν να ξεπεζέψουν όλο εκείνο το σμάρι από τις μαυροφορεμένες γυναίκες έτρεξε προς το μέρος τους. Κανείς πια δεν είχε το κουράγιο να περιμένει. Ο Άδραστος, έσπρωξε μερικές από αυτές και έσπευσε πρώτος να τους προϋπαντήσει.

"Ποιος είναι ο βασιλιάς Άδραστος;" φώναξε βροντερά ο ένας από τους δύο καβαλάρηδες με φωνή σπασμένη από το λαχάνιασμα. Το άλογό του κόντευε να σκάσει.

"Εγώ Αθηναίε! Πες μου! Καρτερώ το μήνυμά σου"

"Είμαστε αγγελιοφόροι από το βασιλιά Θησέα. Μήνυμα στέλνει για εσάς προσωπικό"

"Κρέμομαι από τα χείλη σου στρατιώτη" απάντησε εκείνος με φωνή τρεμάμενη. Κρεμασμένες σχεδόν δίπλα του όλες οι ικέτιδες.

"Ο στρατός μας έφτασε στον κάμπο της Θήβας. Τους νεκρούς ζήτησε για περισυλλογή αλλά ο Κρέων, ο βασιλιάς τους, αρνήθηκε με πείσμα. Μάχη έγινε μπρος στα τείχη της πόλης και στον ποταμό..."

"Και το αποτέλεσμα;"

"Τι άλλο βασιλιά του Άργους παρά τη θριαμβευτική νίκη των όπλων μας. Οι Θηβαίοι κατατροπώθηκαν έξω απ' τα τείχη. Ο Θησέας πήρε αυτό που σας είχε υποσχεθεί! Ο στρατός επιστρέφει"

"Ω Δία ύψιστε! Και τα παιδιά μας;"

"Έρχονται τα σώματα όσων νεκρών βρήκαμε και ξεχώρισαν οι δικοί σας που ήταν μαζί μας. Οι άλλοι θάφτηκαν, κατά πως ορίζουν οι Θεοί, κοντά στο βουνό"

Κλάματα ανακούφισης και βογγητά γέμισαν τον αέρα ολόγυρά τους. Οι μανάδες με τις γυναίκες έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης με τα δάκρυά τους να ξεχύνονται χωρίς σταματημό.

"Ω Θεοί! Ευχαριστούμε! Τουλάχιστον μας αξιώνετε να τιμήσουμε τα παιδιά μας. Και εσείς Αθηναίοι! Αιώνια θα είναι η ευγνωμοσύνη μας για σας" είπε ο Άδραστος.

"Τώρα πια μπορείτε ήρεμα να περιμένετε" είπε ο δεύτερος Αθηναίος αγγελιοφόρος, "ολάκερος ο στρατός ακολουθεί. Στο φως της μέρας θα έχουν φτάσει"

Οι αγγελιοφόροι έφυγαν για να ξαποστάσουν τα άλογά τους. Οι ικέτιδες πότιζαν η μία την αγκαλιά της άλλης με τη συγκίνηση και το ξέσπασμα της αγωνίας τους. Μια νέα προσμονή ξεκινούσε. Μια νέα βαριά στιγμή καρτερούσε. Η ώρα των νεκρών.

4.4.2 Επιτάφιος και τραγωδία

Το φως της καινούργιας μέρας έδινε πια μορφές και σχήματα στη φύση ολόγυρα. Ο καιρός έδειχνε καλός αλλά κάποια σύννεφα γκρίζα λες και περίμεναν εκεί κάπου στο νότο. Στο βουνό φάνηκε πια η φάλαγγα της επιστροφής. Καβαλάρηδες, άρματα και αμάξια. Οι γυναίκες ικέτιδες έγιναν όλες ένα σμάρι γύρω από τον Άδραστο, τον Ίφι και σε μερικούς άλλους γέροντες. Τα μάτια τους έμειναν εκεί στις παρυφές του βουνού όπου ζύγωναν οι Αθηναίοι μαζί με τους δικούς τους.

Η απόσταση όλο και μίκραινε σε βαθμό που τώρα πια έβλεπαν καθαρά. Μπροστά βάδιζε ο Θησέας με τους πολέμαρχούς του. Τον Φόρβα και τους άλλους, πιο πίσω οι Αργείοι που τον είχαν συνοδέψει. Πίσω τους κάποιες άμαξες και στη συνέχεια όλος ο στρατός πάνω στα άλογα. Έβλεπες σε αυτές τις χαροκαμένες μανάδες και γυναίκες μια αξιοζήλευτη αξιοπρέπεια και έναν βουβό θρήνο. Σφιγμένα χείλη, από τα οποία ξέφευγαν κάποιοι λυγμοί. Πανιασμένα χέρια. Πρόσωπα με τον πόνο αποτυπωμένο στα χαρακτηριστικά τους. Μια σιωπή παράξενη απλώθηκε ολόγυρα και μια αμηχανία χαρακτηριστική που κάποιος έπρεπε να την σπάσει.

Αυτός ήταν ο Άδραστος που κίνησε προς το μέρος του Θησέα σαν έφτασαν πια δίπλα τους. Ο βασιλιάς της Αθήνας κατέβηκε από το άλογό του.

"Θησέα, ευλογημένε απ' τους Θεούς γιε της Αίθρας, τέκνο της περήφανης αυτής πόλης, στα πόδια σου προσπέφτω ταπεινά να σε ευχαριστήσω..." είπε ο Άδραστος με έντονη συγκίνηση γονατιστός στα πόδια του. Ο Θησέας άπλωσε τα δύο του χέρια και τον σήκωσε στα πόδια του.

"Έκανα αυτό που προστάζουν οι Θεοί για τους Ικέτες, τίποτα παραπάνω. Έκανα αυτό που έπρεπε για να εξαγνιστεί μια ανομία και να βρει το καθαρό του αγέρι και ο κάμπος της Θήβας και οι ψυχές των δικών σας ανθρώπων. Πάρτε τους. Είναι πίσω στην άμαξα"

Κινήθηκαν αργά προς τα εκεί μαζί με τις μανάδες και τις γυναίκες. Τρεμάμενα χέρια, λυγμοί που γίνονταν όλο και πιο έντονοι, ωδίνες που ξέφευγαν απ' τη ψυχή τους.

"Να τους πάρουμε στο Άργος" είπε ο Άδραστος.

"Δεν προλαβαίνετε, είναι σε άσχημη κατάσταση..." διέκοψε ο Θησέας, "θα ταφούν εδώ στη γη μας....ακολουθείστε με όλοι"

Έδωσε εντολές να αποσυρθεί ο στρατός που ερχόταν πίσω, πήρε μαζί του κάποιους άντρες και ξεκίνησε.

"Πού πάμε βασιλιά;" τον ρώτησε ο Άδραστος.

"Θα πάρουμε για λίγο αυτό το δρόμο που οδηγεί στα Μέγαρα... ελάτε"

Οι άμαξες με τα σώματα των νεκρών, ξεκίνησαν από πίσω. Μαζί όλοι μια νεκρική πομπή. Ένα στερνό ταξίδι. Ένας αποχαιρετισμός. Δεν προχώρησαν πολύ. Έφτασαν σε ένα πηγάδι, το Άνθιο. Ένα εμβληματικό μέρος εκεί όπου η Θεά Δήμητρα κάθισε με τη μορφή μιας γριάς ύστερα από την αρπαγή της κόρης της. Σε εκείνο το πηγάδι την είχαν βρει οι κόρες του Κελεού νομίζοντάς την για Αργεία. Την πήγαν στην μητέρα τους την Μετάνειρα και εκείνη της έδωσε το παιδί της να το αναθρέψει.

"Εδώ!" είπε ο Θησέας, λίγο πιο πέρα από το πηγάδι. Ήταν η στιγμή που επιτέλους περίμεναν. Τα σώματα των νεκρών κατέβηκαν από την άμαξα και οι ικέτιδες ξεχύθηκαν κοντά τους. Μάνες, γυναίκες και αδελφές έγιναν ένα μαύρο κουβάρι δίπλα στους δικούς τους. Το πένθιμο έργο της ταφής ξεκίνησε. Ήρθε νερό από το πηγάδι, ετοιμάστηκαν οι χοές, το μέλι, το κρασί. Στήθηκε η μεγάλη πυρά για να ανάψει, να αγκαλιάσει και να εξαγνίσει τα σώματα των νεκρών για το ύστατο ταξίδι τους. Και οι αμφορείς για τη στάχτη και τα οστά. Όλα καθώς έπρεπε, καθώς άρμοζε στους νόμους των Θεών. Άκουγες μονάχα το μοιρολόι των γυναικών να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, ξόδι πικρό και πονεμένο.

4.4.3 Ευάδνη και Καπανέας

Ο ήλιος είχε σηκωθεί πια για τα καλά. Μαζί μ' αυτόν όμως πλησίαζαν και τα γκρίζα σύννεφα από το Νοτιά. Η φωτιά είχε ανάψει για τα καλά στο κέντρο της μεγάλης πυράς. Όλα ήταν έτοιμα για την ύστατη σκηνή. Σε λίγο τα σώματα των νεκρών παραδίνονταν στην ιερή φλόγα, ένα προς ένα.

"Πού είναι η κόρη μου; Είδε κανείς την Ευάδνη;" ρώτησε με αγωνία ο Ίφις ολόγυρά του το πλήθος των γυναικών αλλά και τον Άδραστο.

"Την είδαμε προηγουμένως... εκεί κοντά στον άντρα της" ακούστηκαν κάποιες φωνές από τις γυναίκες. Ο Ίφις κοίταξε ανήσυχος τον Άδραστο που ήταν δίπλα του.

"Και πού είναι τώρα; Δεν τη βλέπω πουθενά!"

Έριξε μια ματιά ολόγυρα μήπως και μπορέσει να την βρει. Όμως η κόρη του ήταν άφαντη.

"Εκεί πάνω είναι!" ακούστηκε μια στεντόρεια γυναικεία κραυγή γεμάτη αγωνία και φόβο. Τα μάτια όλων γύρισαν ψηλά προς το μέρος που έδειχνε η γυναίκα. Ο Ίφις είδε την κόρη του να στέκεται ψηλά στην κορυφή του βράχου πάνω ακριβώς από το κέντρο της μεγάλης φωτιάς. Πανικόβλητος έκανε να τρέξει κοντά της. Η φωνή της τους καθήλωσε όλους:

"Πατέρα μην κάνεις τον κόπο! Σε παρακαλώ!"

"Κόρη μου τι πας να κάνεις εκεί πάνω; Σε ικετεύω, κατέβα!" σπάραξε ο Ίφις. Όλοι κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα.

"Φεύγω με τον άντρα μου πατέρα! Ο Καπανέας με καλεί κοντά του. Η φωτιά από το Θείο αστροπελέκι που έκαψε το κορμί του θα κάνει το ίδιο και στο δικό μου..." έκανε εκείνη με ένα βλέμμα απλανές. Ο νοτιάς είχε ζωντανέψει πια τις φλόγες στην πυρά.

"Ευάδνη! Για τους Θεούς κόρη μου άκουσέ με!" φώναξε ξανά ο Ίφις κάνοντας βήματα να ανέβει στο βράχο.

"Κόρη μου κατέβα!" φώναξε και ο Άδραστος. Τα βλέμματα όλων ήταν γεμάτα τρόμο.

"Με περιμένει... δεν τον βλέπετε; Δεν μπορώ να τον αφήσω μόνο στο στερνό του ταξίδι... δεν έχω δρόμο πέραν από το να είμαι κοντά στον αγαπημένο μου... Πατέρα, ο Σθένελος ο γιος μας θα είναι πια για σας... αυτό που αφήνουμε πίσω μας... θέλω να τον προσέχεις. Να μάθει για τον πατέρα του"

Ο πατέρας της συνέχιζε μαζί με τον Άδραστο να την καλούν, με όση πειθώ μπορούσαν να έχουν, να κατέβει, να σταματήσει. Εκείνη όμως φαινόταν σαν να μην άκουγε. Λες και όλο της το «είναι» ακροβατούσε ανάμεσα σε δύο κόσμους.

Ο αγέρας, εκεί ψηλά, έκανε κυματισμούς στο πέπλο της. Σαν να ήθελε να την αρπάξει στον ουρανό με τη δύναμή του. Γύρισε το βλέμμα της ολόγυρα στον ορίζοντα, τα μάτια της συνάντησαν την τραγική όψη του αγαπημένου της πατέρα, έκανε κάτι σαν μια χειρονομία αποχαιρετισμού. Ύστερα έριξε το βλέμμα της προς τα κάτω. Οι φλόγες είχαν πια αγκαλιάσει τα σώματα όλων και πρώτο αυτό του αγαπημένου της. Άφησε το σώμα της να γείρει μπροστά και να πέσει με γδούπο πάνω στις φλόγες που την τύλιξαν αμέσως.

"Ευάδνη!" ούρλιαξε ο Ίφις τρέχοντας προς την πυρά. Οι κραυγές των γυναικών ακούγονταν σπαρακτικές. Ο Άδραστος χύμηξε μπροστά, άρπαξε με έναν στρατιώτη τον Ίφι λίγο πριν ριχτεί στις φλόγες που είχαν πλέον θεριέψει. Ο Θησέας είχε μείνει άφωνος βουτηγμένος στον πόνο και στο δέος.

Οι φωνές του Ίφι καλούσαν την κόρη του που καίγονταν στις φλόγες σε ένα τραγικό τέλος αγκαλιά με τον άντρα της τον Καπανέα και τους άλλους πολέμαρχους από τους επτά που έμελε να κάνουν το μοιραίο ταξίδι και την εκστρατεία στην εφτάπυλη Θήβα.

Τα μαύρα σύννεφα που ήρθαν απ' τον Νοτιά είχαν πια αγκαλιάσει ολάκερο τον ουρανό. Ο ήλιος είχε κρυφτεί στο μελανό τους χρώμα. Κάπου μακριά προς την Κόρινθο άστραφτε, σημάδι της καταιγίδας που έφτανε. Στο δρόμο, έξω από τα Μέγαρα, προς τις Σκειρωνίδες πέτρες, μπορούσε να δει κανείς τα άλογα με τις ικέτιδες που επέστρεφαν πια στο Άργος. Λιγότερες κατά μία. Κανείς δεν μιλούσε στην επιστροφή. Ο Άδραστος συλλογιζόταν το αν έπρεπε να είχε γίνει όλο αυτό ή όχι. Οι άλλες γυναίκες ένιωθαν μια πένθιμη λύτρωση καθώς είχαν ξεπληρώσει τον αποχαιρετισμό στους δικούς τους ανθρώπους. Και ο Ίφις έκλαιγε βουβά με πόνο εκτός από το γαμπρό του και την κόρη του την Ευάδνη, που διάλεξε τον πιο τραγικό τρόπο να ακολουθήσει τη στράτα του άντρα της στον κάτω κόσμο.

Η εκστρατεία των επτά στη Θήβα για την αποκατάσταση της αδικίας και του σφετερισμού του θρόνου τελείωνε εδώ με τον αφανισμό τους. Πολλές φορές, δυστυχώς, το δίκιο δεν συναντά και το εφικτό στον κόσμο αυτό. Οι πράξεις των ανθρώπων είναι αυτές που οδηγούν το δράμα. Κάθε πρόσωπο αυτής της τραγωδίας αντάμωσε τη δική του μοίρα, όπως την όρισαν οι Θεοί. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο κύκλος αυτός έκλεισε κάπου εδώ. Ήταν όμως έτσι;

(Η Συνέχεια και το τέλος στο επόμενο κεφάλαιο...) 

Τελειώνουμε, φίλες και φίλοι. Μένει το φινάλε και το κλείσιμο αυτού του τραγικού κύκλου, που σημαδεύτηκε από μια σειρά μεγάλα και καθοριστικά γεγονότα. Πάμε λοιπόν όλοι μαζί σε αυτό το τέλος.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro