Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 3.8 Μετά το θάνατο ο θρήνος/Η ώρα της τραγικής αλήθειας

3.8.3 Η ώρα της τραγικής αλήθειας

Ανέβηκε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην μεγάλη αίθουσα. Όλοι οι υπηρέτες και οι ακόλουθοι είχαν παραταχθεί δεξιά-αριστερά να τον καλωσορίσουν. Έβλεπε τα μάτια τους καρφωμένα στα δικά του. Όλα είχαν ξεκινήσει. Και έπρεπε να τελειώσουν. Να φτάσουν στην τρομερή αλήθεια.

Στο κεφαλόσκαλο ψηλά είδε τη μορφή της Αμφιθέης να στέκεται εκεί κορυφαία. Πιο πίσω της οι δυό μεγάλες παντρεμένες κόρες του, η Αργεία με την Δηιπύλη και πιο πέρα τα τρία μικρότερα παιδιά του με τον Αιγιαλέα μπροστά τους.

"Άντρα μου! Καλώς όρισες!" ήταν η πρώτη φωνή εκείνης.

"Πατέρα!" οι δεύτερες φωνές πιο πίσω.

Πώς να το χειριστείς, Τι να κάνεις; Πώς να ξεκινήσεις;

"Γυναίκα μου! Παιδιά μου αγαπημένα" ήταν οι πρώτες του κουβέντες. Ρίχτηκε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου, ένα αλλόκοτο ανθρώπινο κουβάρι εκεί στην είσοδο της κεντρικής αίθουσας. Προσπαθούσαν να βαστάξουν στιγμές μέσα από τις αγκαλιές τους. Ο Άδραστος πνίγηκε στην αγκαλιά τους κάτι που όμως κράτησε για πολύ λίγο καθώς οι δυό μεγάλες κόρες τους τραβήχτηκαν απότομα η μία μετά την άλλη. Δεν άργησε καθόλου να έρθει το πρώτο αμείλικτο ερώτημα που τον τσάκισε.

"Πατέρα πού είναι ο Πολυνείκης;" Απ' την Αργεία και τον Θέρσανδρο πιο πίσω, που είχε έρθει κοντά τους.

"Ο Τυδέας;" ήχησε η δεύτερη ερώτηση σαν μαχαιριά στο κορμί του, από τη Δηιπύλη.

Τι να πει; Πώς να το ξεστομίσει; Δεν είχε όμως άλλη επιλογή αλλά μήτε χρόνο για αυτά που είχε στο νου του.

"Κόρες μου..."

Τον κοίταξαν στα μάτια. Ύστερα για δευτερόλεπτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και με τη μητέρα αλλά και τα παιδιά τους.

"Πατέρα μίλα! Έρχονται με το στρατό έτσι δεν είναι; Πες! Έρχονται πίσω με τους άλλους!" φώναξε η Αργεία.

"Νικηθήκαμε κόρες μου! Οι Θεοί δεν έστερξαν κοντά μας, μάς γύρισαν την πλάτη..."

Τα βλέμματά τους έγιναν αλλόκοτα, γυάλινα. Άρχισαν να τρέμουν.

"Τι θες να πεις πατέρα;"

"Θέλω να πω.... Απ' το στρατό που έφυγε από εδώ, απ' το στρατό μας... γλίτωσαν λίγοι, οι άλλοι..."

"Οι άλλοι τι πατέρα; Πού είναι; Πότε θα έρθουν;" ούρλιαξε η Δηιπύλη.

Ο Άδραστος ένιωθε να μην έχει ανάσα μέσα του. Τις τράβηξε κοντά του, στην αγκαλιά του. Μαζί και τα δυό του εγγόνια που κοίταζαν αποσβολωμένα.

"Πού είναι ο πατέρας μας βασιλιά μας; ακούστηκε η φωνή του Θέρσανδρου, ολάκερο παλικάρι πια.

"Δεν θα έρθουν.... Έμειναν εκεί..."

"Εκεί;"

"Ναι.... Για πάντα! Στην αγκαλιά της αφιλόξενης γης, στο Θηβαϊκό κάμπο...."

Οι δύο μεγάλες κόρες του έβαλαν τα χέρια τους γεμάτες τρόμο στα μαλλιά και στα μάγουλά τους.

"Ο Τυδέας πέθανε στα χέρια του Πολυνείκη....στης μάχης την αντάρα. Ο Πολυνείκης σκοτώθηκε με τον αδελφό του, ο ένας με το χέρι του άλλου! Από κοντά κι η μάνα τους..... Ύστερα όλοι! ...Ναι... όλοι.... Ο Αμφιάραος ο άντρας της αδελφής μου, ο Καπανέας, ο Ιππομέδοντας, ο Ετέοκλος, ο Παρθενοπαίος, όλοι...."

Οι κραυγές τους είχαν σκεπάσει τα λόγια του.

"Πώς έγινε αυτό το κακό άντρα μου;" ρώτησε γεμάτη σπαραγμό η Αμφιθέη.

"Δεν έχει σημασία το πώς έγινε, σημασία έχει ότι έγινε. Και ενώ όλα είχαν ξεκινήσει καλά, τη δεύτερη μέρα ήρθε η καταστροφή..." συμπλήρωσε εκείνος.

Εκείνη τη στιγμή άκουσε μια ακόμα γυναικεία φωνή πίσω του. Μια φωνή από μια επίσης τραγική παρουσία, που είχε τρυπώσει στην αίθουσα χωρίς να την αντιληφθούν.

"Αδελφέ μου, πού είναι ο άντρας μου;"

Γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω.

"Εριφύλη!"

Πήγε κοντά του. Τον έπιασε από τον ώμο.

"Σε ρώτησα πού είναι ο άντρας μου;"

Ο Άδραστος χαμήλωσε τα μάτια. Η αδελφή του με έντονα τα συναισθήματα στο πρόσωπο.

"Ώστε βγήκε αληθινός! Ώστε είχε δίκιο λοιπόν... είναι έτσι Άδραστε;"

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Εκείνη συνέχισε μονολογώντας:

"Ώστε δεν έμεινε κανείς ζωντανός, εκτός από έναν. Όπως το είχε δει. Όπως το είχε μαντέψει. Ένας όλεθρος λοιπόν. Όλοι νεκροί εκτός από σένα...." Τον κοίταξε στα μάτια.

"Πως έφυγε;"

Ο Άδραστος κόμπιασε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει την αλήθεια.

"Στην αντάρα της μάχης Εριφύλη. Κάποια στιγμή υποχωρούσαμε όλοι. Η φυγή μας έγινε πανικός. Έτρεχε με το άρμα του να ξεφύγει. Τον καταδίωκαν πίσω του..."

"Κυνηγημένος λοιπόν.... Τρομαγμένος...." είπε εκείνη.

"Ο φόβος είναι ανθρώπινο συναίσθημα αδελφή μου. Κανείς δεν γεννιέται ήρωας. Σαν όλα χάνονται γύρω σου, δεν είναι εύκολο να σταθείς..."

"Και μετά;" τον ρώτησε.

"Μετά έγινε κάτι που δεν μπορεί ανθρώπινος νους να εξηγήσει. Λες και οι Θεοί πρόσθεσαν τη δική τους επιλογή σε όλο αυτό. Κάποια στιγμή άνοιξε η γη και χάθηκε στο χάσμα της μαζί με τον Βάτωνα, τον ηνίοχό του..."

"Δειλός λοιπόν;"

"Όχι! Σε παρακαλώ. Ο Αμφιάραος ποτέ δεν πίστεψε σε αυτήν την εκστρατεία. Απ' την αρχή μιλούσε για αυτό που ήρθε μετά. Αν δεν έχεις μέσα στην καρδιά σου κάτι αδελφή μου είναι αδύνατον να πολεμήσεις γι αυτό. Θα το εγκαταλείψεις. Αφού το θεωρείς μάταιο. Αυτή είναι η αλήθεια"

Η Αργεία ήταν εκείνη που συνέχισε:

"Ο Πολυνείκης απ' το χέρι του αδελφού του..."

"Αλίμονο, αλληλοσφάχτηκαν μεταξύ τους τα αδέλφια..." πρόσθεσε ο Άδραστος.

Τα παιδιά άκουγαν σοκαρισμένα, σιωπηρά. Η Δηιπύλη συνέχισε:

"Να λοιπόν τώρα πατέρα, το κέρδος του πολέμου. Της σφαγής το όφελος! Η εκστρατεία σας σε ξένη γη έγινε τάφος για το Άργος και τους Αχαιούς. Και των αδελφών η αμάχη για το θρόνο και την εξουσία, πνίγηκε στο αίμα. Τι κερδίσατε λοιπόν από αυτή σας την εκστρατεία; Πες μου πατέρα τι; (φώναξε...). Πού είναι τα μεγάλα εκείνα λόγια των πολέμαρχων;

"Ποιος θα ακούσει τώρα των γυναικών και των παιδιών τα μοιρολόγια;" είπε η Αμφιθέη.

"Και ποιος θα αντικρίσει τα μάτια τους;" τόνισε όλο νόημα η Εριφύλη.

"Πάψτε! Δεν είναι ώρα ακόμα για θρήνους!" πετάχτηκε άξαφνα ο Άδραστος έχοντας ανακτήσει το σθένος του.

"Τι άλλο μας περιμένει ακόμα αδελφέ μου;" τον ρώτησε η Εριφύλη.

"Έχουμε χρέος μπροστά μας, καθήκον και αποστολή. Για αυτό πρέπει να βιαστούμε πολύ"

"Τι συμβαίνει άντρα μου;" ρώτησε η Αμφιθέη.

"Οι Θηβαίοι απαγόρεψαν να τιμήσουμε και να κάψουμε τους νεκρούς μας όπως είχαμε χρέος..."

Επιφωνήματα απόγνωσης ακούστηκαν μέσα στην αίθουσα.

"Τι θες να πεις; Θα μείνουν άθαφτοι να τους φάνε τα όρνια;"

"Τον Τυδέα και τους νεκρούς της πρώτης μάχης τους τιμήσαμε, τους θάψαμε. Όμως οι άλλοι.... Αυτό διέταξε ο Κρέων ο βασιλιάς τους τώρα"

"Και εσείς τι κάνατε;" ρώτησε έντονα η Αμφιθέη.

"Εμείς; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε γυναίκα, ηττημένοι, ντροπιασμένοι, τσακισμένοι; Πήγαμε, παρακαλέσαμε, ικετέψαμε. Αλλά τίποτα!"

"Πού είναι ο τάφος του άντρα μου;" πετάχτηκε με τρόμο και αγωνία η Δηιπύλη.

"Τον θάψαμε εκεί. Στη γη της Θήβας, σε ένα ξέφωτο έξω από τα τείχη. Τουλάχιστον αυτόν τον τιμήσαμε"

"Μήτε τον άντρα μου νεκρό δεν μπορώ να τιμήσω..." ψέλλισε η Δηιπύλη

Η φωνή του έγινε αποφασιστική και τα συναισθήματά του δραματικά έντονα. Τις έπιασε από τους ώμους.

"Πρέπει να βιαστούμε, δεν έχουμε χρόνο. Φεύγουμε σε λίγες ώρες για την Αθήνα"

"Τι να κάνουμε εκεί πατέρα;" ρώτησε η Αργεία.

"Θα πάμε ικέτες στο βασιλιά Θησέα! Θα τον παρακαλέσουμε να μας βοηθήσει. Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο για μας αλλά και για ...εκείνους. Είναι η μοναδική μας ελπίδα."

Η Δηιπύλη με την Αργεία άρχισαν να τραβούν τα μαλλιά τους με οδύνη.

"Τι μας έμελλε να ζήσουμε Ήρα, θεά του γάμου!"

"Τρέξτε να ειδοποιήσετε και τους ανθρώπους των άλλων Ηρόδικε!" έδωσε την εντολή του.

Αντιμέτωπη με τα παιδιά της

Την περίμεναν από ώρα. Η Ευρυδάμεια τους είχε ενημερώσει ότι η μητέρα τους ήταν στου αδελφού της το παλάτι, στον Άδραστο μαζί με τις άλλες γυναίκες, για να μάθει τι είχε γίνει με την επιστροφή τους απ' τη Θήβα. Στα αυτιά τους είχαν φτάσει εδώ και ώρα, από έξω οι οιμωγές και τα κλάματα. Ο θρήνος που είχε σκεπάσει την πόλη είχε φροντίσει ύπουλα να απλωθεί και στη δική τους καρδιά. Ο Αλκμαίων ήταν μεγαλύτερος από τον αδελφό του τον Αμφίλοχο. Στα δεκατρία περίπου εκείνος, ενώ ο μικρός στα έντεκα. Από τότε που ο πατέρας τους είχε φύγει με το στρατό για τη Θήβα, τους έτρωγε η αγωνία. Τα λόγια του είχαν φωλιάσει στην καρδιά τους σαν μια πέτρα που δεν μπορεί κανείς να την κουβαλήσει.

Τους βρήκε και τους δυο να την περιμένουν στο δώμα του σπιτιού τους. Μπήκε μέσα αλαφιασμένη, βουβή. Μόλις τους είδε έμεινε ακίνητη στη θέση της. Τα βλέμματά τους ήταν καρφωμένα ίσια στα δικά της. Προσπαθούσαν να τρυπήσουν τη σκέψη της, να μπουν μέσα, να την διαλύσουν. Μετά από λίγο έκανε ένα βήμα πιο μπροστά προς το μέρος τους.

"Ο πατέρας;" ακούστηκε η ερώτηση του Αλκμαίωνα σαν μαχαιριά στην καρδιά της. Δεν απάντησε.

"Γύρισε με τους άλλους;" ήρθε η δεύτερη ερώτηση του Αμφίλοχου, σαϊτιά στο σώμα της.

Έκανε ένα ακόμα βήμα προς το μέρος τους.

"Ο πατέρας σας..." ξεκίνησε να λέει.

"Δεν θα γυρίσει ποτέ!" της απάντησε με πέτρινη παγωμένη φωνή ο μεγάλος της γιος. Εκείνη ανατρίχιασε. Έγνεψε καταφατικά στο ερώτημά του. Ο Αμφίλοχος ξέσπασε σε λυγμούς.

"Το ήξερα..." συνέχισε στον ίδιο παγωμένο τόνο ο Αλκμαίων.

"Πώς... πού..." κατόρθωσε να τον ρωτήσει.

"Μάς το είχε πει... πριν φύγει μάς το είπε ότι δεν θα γυρίσει. Σήμερα το βλέπουμε με τα μάτια μας" της απάντησε πνίγοντας τον κόμπο που τον έπνιγε.

Πήγε κοντά τους. Προσπάθησε να τους πάρει στην αγκαλιά της.

"Μείνε εκεί!" της είπε τρέμοντας ο Αλκμαίων. Ο Αμφίλοχος είχε προλάβει να γείρει λίγο στα χέρια της.

"Αυτό που ήθελες έγινε τελικά!" της πέταξε με ένα ύφος που φοβόταν ότι έκρυβε και μίσος απέναντί της.

"Τι εννοείς ήθελα;" του απάντησε.

"Έτσι δεν αποφάσισες; Πριν φύγουν εσύ δεν ήσουν εκείνη που ανάμεσα στον πατέρα και στον βασιλιά είπες να γίνει αυτή η εκστρατεία; Έγινε λοιπόν μητέρα. Και τώρα να τα αποτελέσματα"

"Ένας άνθρωπος γύρευε και εκείνος την επιστροφή στο σπίτι του. Κάτι που δικαιούταν και του το άρπαξαν. Είχε κάθε δικαίωμα να το διεκδικήσει" απάντησε σε μια προσπάθεια να ανοίξει κουβέντα. Τα παιδιά, κύρια ο Αλκμαίων έδειξαν απ' την αρχή προκατειλημμένα. Εκείνη όμως το προσπάθησε.

"Η Μοίρα είναι για να την διεκδικούμε παιδιά μου! Δεν είμαστε ξεκομμένοι από τους άλλους ανθρώπους. Κάποιοι μας ζήτησαν βοήθεια και τη στήριξή μας. Στη δική τους θέση σήμερα είμαστε εμείς. Εμείς που θα ζητήσουμε τη βοήθεια των Αθηναίων για να απαιτήσουμε το δικό μας δίκιο..."

"Ο πατέρας ήξερε και σε είχε προειδοποιήσει..."

"Ο Πατέρας σας μπορεί να ήξερε και να επαληθεύτηκε. Όμως δεν κρίνουμε μια απόφαση από το αποτέλεσμα αλλά απ' την ώρα που την πήραμε γιε μου. Και εκείνη την ώρα το δίκιο φώναζε να στηρίξουμε τον Πολυνείκη"

"Μητέρα είχες μια αρμοδιότητα και πήρες μια απόφαση. Ο πατέρας σε παρακάλεσε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σού εξήγησε..."

"Ο πατέρας σας απαίτησε! Αξίωσε!"

"Ποια είναι η διαφορά λοιπόν;"

"Η διαφορά είναι στη στάση του απέναντί μου. Και στο ρόλο που με καλούσε να έχω"

"Τι απέγινε ο πατέρας;" ρώτησε ο Αμφίλοχος.

Η Εριφύλη τους είπε όλα όσα έμαθε. Μόνο που φρόντισε προσεκτικά να μην μεταφέρει στα παιδιά της την τελευταία εικόνα ενός δειλού Αμφιάραου στο πεδίο της μάχης. Δεν τους είπε ότι τράπηκε σε φυγή. Δεν χάλασε στα μάτια της ψυχής τους την ηρωική εικόνα που έχουν για εκείνον.

"Δεν έμεινε τίποτα για να τον τιμούμε, για να τον νιώθουμε κοντά μας" είπε συγκινημένος ο Αλκμαίων.

"Οι Θεοί διάλεξαν να τον πάρουν κοντά τους με αυτόν τον τρόπο, ένα δικό τους τρόπο"

Προσπάθησε να πάει κοντά τους. Να τα αγκαλιάσει. Όμως ο Αλκμαίων έκανε ένα βήμα πίσω.

"Άφησέ μας να τον τιμήσουμε με το δικό μας τρόπο" της είπε με το κρύο του βλέμμα. Ένα βλέμμα που η Εριφύλη ήταν σίγουρη ότι θα έβλεπε μόνιμα πια απέναντί της. Πήρε μαζί του τον αδελφό του και βγήκαν από το δώμα. Έμεινε μόνη της. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι πλέον θα ένιωθε όλο και πιο μόνη σε εκείνο το σπίτι. Ο Αμφιάραος ήταν πολύ δυνατή προσωπικότητα για να αφήσει τις επιρροές στα παιδιά του ελεύθερες. Θα προσπαθούσε να αλλάξει αυτήν την εικόνα. Ήξερε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο. Μέσα της ένιωθε ότι έκανε αυτό που της υπαγόρευσε η συνείδησή της.

Έκανε κάποια βήματα στο σπίτι τους. Στη μνήμη της ήρθαν πάλι εκείνες οι απαίσιες εικόνες του πρόσφατου εφιάλτη της. Ταραγμένη πήγε στο προσωπικό της δώμα. Έψαξε με προσοχή αλλά και αγωνία σε κάποιες κρύπτες. Το κουτί με το περιδέραιο. Το δώρο που της έδωσε ο Πολυνείκης πριν πάρει την απόφασή της. Με χέρι που έτρεμε κατάφερε τελικά να ανοίξει το σκαλιστό κουτί. Η λάμψη από το περιδέραιο απλώθηκε στα μάτια της, την τύλιξε, την έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμη σαν κάποια παράξενη δύναμη να την κατέλαβε και να την έπαιρνε στο δικό της κόσμο.

(Συνεχίζεται...)

Η τραγική αλήθεια έφτασε εφιαλτική στο Άργος. Η σκιά του θανάτου και το πένθος πέφτει βαρύ στην οικογένεια του Άδραστου αλλά και στην ίδια την Εριφύλη. Τώρα, μια αγωνία καίει όλους. Να προλάβουν όσο γίνεται πιο γρήγορα να πάνε ικέτες στην Αθήνα μήπως και ο βασιλιάς Θησέας τους στηρίξει στο ιερό τους αίτημα να θάψουν τους νεκρούς τους στη Θήβα.

Ευχαριστώ, που είστε εδώ με τη συμμετοχή και τα σχόλιά σας. Συνεχίζουμε.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro