Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 3.8 Μετά το θάνατο, ο θρήνος

https://youtu.be/ipwiaaRXZp4

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη (https://stisglafkistocafe.blogspot.com/)

3.8.1 Απαγορευμένες χοές

Έπρεπε να προλάβει. Δεν είχε χρόνο. Όλα έτρεχαν γύρω χωρίς τη δική της θέληση. Ο Κρέων είχε δώσει τις διαταγές του και εκείνη είχε πάρει τις αποφάσεις της. Εκείνες που ακολουθεί το ανθρώπινο γένος από τότε που πήρε πνοή ζωής απ τους Θεούς. Δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν παρά μονάχα στη συνείδησή της. Και στα συναισθήματά της που την έπνιγαν. Όλα είχαν τελειώσει ολόγυρα στα τείχη της Θήβας. Η νίκη είχε στεφανώσει τα όπλα των συμπατριωτών της όμως ο θάνατος δεν χωρίζει ξένους και δικούς. Και έπεσε πάνω στη γενιά της χωρίς να κάνει διάκριση. Η αδελφή της βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στον ναό της Παλλάδας. Τα αδέλφια της είχαν σκοτωθεί με τα ίδια τους τα χέρια. Η μάνα της έδωσε ή ίδια τέλος στη ζωή της μην αντέχοντας το χαμό τους. Ο πατέρας της έφυγε εξόριστος και πέθανε τυφλός, σε ξένη γη. Μια αλληλοσφαγή με διακύβευμα ένα θρόνο και μια εξουσία. Αξίες και συναισθήματα κυλίστηκαν στου θανάτου την αντάρα.

Για την Αντιγόνη ο χρόνος αυτές τις στιγμές δεν ήταν σύμμαχος, έπρεπε να βιαστεί. Οι Θηβαίοι είχαν ήδη αρχίσει να περισυλλέγουν, να τιμούν και να καίνε στην ιερή πυρά τα σώματα των νεκρών τους. Τυλίχτηκε στον μαύρο της χιτώνα της. Πήρε στο χέρι της δύο μικρά χάλκινα δοχεία. Στο ένα είχε νερό και στο άλλο μέλι. Έριξε και ένα μαύρο πέπλο στο πρόσωπό της και βγήκε. Ο ήλιος είχε ήδη γείρει πίσω απ' τα βουνά στη δύση. Η ατμόσφαιρα ήταν άσχημη και ανατριχιαστική έξω απ' τα τείχη της πόλης. Μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει ολόγυρα για να καούν οι νεκροί. Μπορούσες να διακρίνεις τις μορφές των Θηβαίων που περιδιάβαιναν ανάμεσα στα σώματα των νεκρών. Το έργο τους ήταν κοπιαστικό και είχε ήδη ξεκινήσει απ' την αυγή της μέρας. Θέαμα τρομερό και απόκοσμο συνάμα. Μια απαίσια μυρωδιά είχε σκεπάσει τον κάμπο και παντού ακούγονταν θρήνοι, οδυρμοί και οιμωγές.

Ήξερε κατά πού θα πάει. Ήξερε πού είχαν πέσει νεκρά τα αδέλφια της. Έριξε μια ματιά γύρω της. Στρατιώτες και πολίτες τριγύριζαν παντού. Προχώρησε έξω από τις Νήιστες πύλες. Άρχισε με αγωνία να ψάχνει. Ευτυχώς δεν είχε πέσει ακόμα το σκοτάδι και τα βήματά της, την έφεραν στο μέρος της τραγωδίας. Ένιωσε ένα κόμπο συγκίνησης στο λαιμό της. Η αίσθηση του καθήκοντος της έδωσε δύναμη να τον προσπεράσει. Δεν είχε την πολυτέλεια να λυγίσει. Ειδικά τώρα. Περπάτησε αρκετά μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο οδύνη και σπαραγμό. Μάνες θρηνούσαν τους γιους τους, γυναίκες τους άντρες τους, από κοντά νεαρά παιδιά που αποχαιρετούσαν τους πατεράδες τους. Οι ιερές νεκρικές φωτιές αγκάλιαζαν τα σώματα των νεκρών για να γίνουν τύμβοι και ταφικά μνημεία αργότερα. Ο πόλεμος! Η κατάρα αυτής της αιώνιας ανθρωποσφαγής, που μονάχα δεινά και θρήνους κουβαλά. Η φρίκη του και τα αποτελέσματά του. Όταν η λογική, ο νους και η ανθρωπιά χάνονται μπροστά στη δίψα για την εξουσία και τους θρόνους. Τότε όλα ισοπεδώνονται. Χάνονται στο δόλο της εξουσίας. Όμως το γένος των ανθρώπων, ποτέ δεν στάθηκε με περίσκεψη μπροστά στην καταστροφή αυτή. Παρασύρεται μανιασμένο στη δίνη των αξιώσεών του. Δεν μένει στο να απολαύσει αυτό που απλόχερα η μάνα Γη προσφέρει για να ζήσουν όλοι. Μα διαλέγει την ιδιοκτησία, αυτό το συνεχές παραπάνω που αποκτιέται με την επιβολή, την αρπαγή, το αίμα. Μονάχα σαν πάψουν οι μάχες, σαν σταματήσουν οι βοές των αλόγων και των αρμάτων, σαν κόψει η κλαγγή των ασπίδων και των σπαθιών το στρίγγλισμα, τότε και μόνο τότε έρχεται το αποτέλεσμα. Το αίμα, ο θάνατος, ο θρήνος, ο χαμός.

Ένα σκίρτημα στην καρδιά της μαρτύρησε μέσα της ότι έφτασε. Τον είδε. Ήταν εκεί. Ο Πολυνείκης. Ένα κομμάτι απ' την ίδια της τη ζωή. Το σώμα του Ετεοκλή έλειπε. Είδε στρατιώτες ολόγυρά της. Δεν την αναγνώριζαν. Ρώτησε για τον νεκρό βασιλιά και αδελφό της. Της έδειξαν, καθώς είχαν ήδη τοποθετήσει το σώμα του πάνω στην ξεχωριστή πυρά κατά πως έπρεπε λίγο πιο πέρα. Ήταν ένα μέρος με ιερή σημασία για τη Θήβα. Εκεί που η Ήρα θήλασε τον Ηρακλή μωρό, εξαπατημένη από το Δία. Έμειναν οι δυο τους. Εκείνη κι αυτός. Ποια μοίρα άραγε την όρισε να είναι εκείνη η τελευταία απ' τα παιδιά του Οιδίποδα. Γονάτισε δίπλα στον Πολυνείκη. Κοίτονταν εκεί παγωμένος και χλωμός. Άπλωσε το ένα της χέρι να αγγίξει το μέτωπό του. Ένα της δάκρυ κύλησε στα μάγουλά της και έπεσε σπονδή στο πρόσωπό του. Τα μάτια του, αχ αυτά τα μεγάλα του μάτια. Πόσο εκφραστικά την κοίταζαν τότε που ήταν παιδιά. Πότε με αγάπη, πότε για να την μαλώσει, πότε για να παίξει μαζί της παλιότερα. Προσπάθησε να δει μέσα από τα μάτια του. Αυτό το γυάλινο βλέμμα την φόβισε και την έκανε να ανατριχιάσει.

"Σε ποιους κόσμους αγαπημένε ταξιδεύει το βλέμμα σου άραγε;" τού είπε ψιθυριστά σαν να τον νανούριζε, "άραγε να βλέπεις τον αδελφό σου τώρα πια; Τη μητέρα; Την αδελφή μας; Τον πατέρα μας; Τουλάχιστον τώρα νιώθεις την παρουσία τους; Γαλήνεψε μήπως η ανταριασμένη σου καρδιά; Η αδικία που ένιωθες έφυγε; Σαν το αστροπελέκι του Δία που χάνεται με τη βροντή του..."

Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της με προσοχή στο κεφάλι του. Νόμιζε ότι το άγγιγμά της θα του κάνει κακό, θα τον πληγώσει. Χάιδεψε τα σκονισμένα του μαλλιά, καθάρισε το μέτωπό του από τα χώματα και τα ξερόχορτα που είχε πετάξει ο άνεμος πάνω του. Και αργά-αργά τα δάχτυλά της κατέβηκαν στα μάτια του.

"Έχε γεια Πολυνείκη αδελφέ μου! Δεν σου 'φερα νομίσματα αγαπημένε να βάλω στα πονεμένα σου μάτια. Σου 'φερα όμως τη συγχώρεση και τη γαλήνη που γυρεύεις στον κόσμο του Άδη. Ξέρω ότι ο Αιακός, ο μεγάλος αυτός και δίκαιος κριτής θα είναι ήπιος μαζί σου. Θα σού δώσει ελαφρυντικά και κάποιες αιτίες. Και θα σε περάσει σε φιλόξενο πεδίο να ανταμώσεις με τον αδελφό σου όπως πρέπει σαν ίδιο αίμα. Όπως τότε, στα παιδικά και νεανικά σας χρόνια..."

Τα δάχτυλά της έκλεισαν απαλά και σφάλισαν για πάντα τα δυο του μάτια καθώς οι σταγόνες από τα δάκρυά της γίνονταν μικρές στάλες βροχής στο πρόσωπό του, που έρχονταν να ξεπλύνουν τις στάχτες, που έπεφταν από τον ουρανό γεννήματα της πυράς ολόγυρα.

"Ελπίζω τώρα να νιώθεις καλά αγαπημένε! Κοιμήσου ήσυχος, γαλήνιος, χωρίς τις σκέψεις της Έριδας και της Άτης να σε τυφλώνουν. Θα ανταμώσουμε όλοι μαζί όπως κάποτε στου κάτω κόσμου τα δώματα"

Πήρε μια μεγάλη ανάσα σαν να συνήλθε. Με το ένα χάλκινο δοχείο με το νερό ράντισε το σώμα του νεκρού. Το ίδιο έκανε και με το άλλο με το γάλα. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε βαθιά από την ψυχή της. Οι νεκρικές χοές τίμησαν τον καταραμένο και αποκηρυγμένο αδελφό της.

Το βλέμμα της έπεσε στη μεγάλη του πληγή στο σώμα. Ένα κόκκινο μεγάλο αποτύπωμα απλώνονταν από εκεί έχοντας γίνει ένα κρύο στρώμα στο δέρμα του. Σαν να ένιωσε τον ύστατο πόνο του. Όχι, δεν ήθελε αυτό να το δει! Όπως δεν ήθελε να δει και τις πληγές των άλλων δικών της, της μάνας της και του Ετεοκλή. Αίμα βγαλμένο από τα σπλάχνα τους, ίδιο με το δικό της. Σαν να έφευγε και άδειαζε και τη δική της ζωή. Πώς ήταν δυνατόν να έγιναν όλα αυτά τόσο γρήγορα; Πόσο μακριά θα πήγαινε αυτή η κατάρα στη γενιά της σκέφτηκε! Όμως, έδιωξε τις σκέψεις.

"Έλα καλέ μου, ώρα για το στερνό σου ταξίδι..." είπε. Έριξε μια ματιά γύρω της. Άφησε τα δοχεία κάτω και προσπάθησε να τον σηκώσει. Κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον. Τότε τον έπιασε από τα χέρια και με μια παράξενη δύναμη, που δεν μπορούσε καμία λογική να δικαιολογήσει την προέλευσή της, άρχισε να τον σέρνει προς την πυρά που καίγονταν ήδη το σώμα του Ετεοκλή.

"Εκάτη εσύ, χθόνια Θεά, δώσε δύναμη στα χέρια μου να εξαγνίσω τον αδελφό μου! Μην με εγκαταλείπετε στην ώρα τούτη!"

Άρχισε να τραβάει, να σπρώχνει με όση δύναμη είχε. Τα χέρια της μάτωσαν απ' την προσπάθεια και χοντρές στάλες ιδρώτα πλημμύρισαν το πρόσωπό της. Έπεφτε κάτω και σηκωνόταν. Όμως τίποτα δεν έδειχνε να μπορεί να τη σταματήσει. Άρχισε να φωνάζει και να σκούζει σαν θεριό απ την προσπάθεια. Ώσπου με μια ύστατη προσπάθεια γεμάτη πάθος και πίστη, κατάφερε να αποθέσει τον νεκρό Πολυνείκη δίπλα στον αδελφό του.

Έπεσε στα γόνατα εξουθενωμένη και εξαντλημένη. Τους έβλεπε εκεί και τους δύο αγκαλιασμένους στο στερνό τους ταξίδι. Όπως ήθελε να τους βλέπει.

"Αλλιώς ονειρεύτηκα αδελφοί μου την πορεία σας στη ζωή. Αλλιώς τις αγκαλιές σας. Έχετε γειά! Και εσύ περαματάρη, φρόντισε να τους περάσεις στου Χάροντα τα χέρια με τιμή.."

Σελίγο οι ιερές φλόγες εξάγνιζαν τα νεκρά τους σώματα αποχαιρετώντας την ψυχήτους που ήδη ταξίδευε στον Άδη γυρεύοντας τη γαλήνη που δεν κατάφεραν να βρουνανάμεσά τους. Έμεινε εκεί γονατιστή, άδεια από δυνάμεις. Με μόνη συντροφιά ταδάκρυά της που είχαν γίνει πια ποτάμια στην πατρική γη. Η οδύνη της έγινεκραυγή, φωνή μεγάλη που υψώθηκε στο δείλι στον κάμπο της Θήβας. Μα μέσα τηςένιωθε και μια λύτρωση, μια ανακούφιση. Είχε κάνει το χρέος της απέναντι στοναδελφό της αλλά και στους νόμους των Θεών. Πίσω της δεν μπορούσε να δει τοσκληρό βλέμμα του Θηβαίου αξιωματικού, που την κοιτούσε καλά να παραβαίνει τηναυστηρή εντολή του βασιλιά του.

3.8.2 Το Άργος θρηνεί

Από ψηλά στην ακρόπολη του Άργους φάνηκε η σκόνη που σήκωναν τα άλογα των αγγελιοφόρων καθώς κάλπαζαν μανιασμένα προς την πόλη. Διάβαιναν κάτω το δρόμο που έρχονταν από τις Μυκήνες. Οι πρώτοι κάτοικοι που έμεναν μακριά είχαν ήδη δει τους καβαλάρηδες που έτρεχαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα να φέρουν το μήνυμα της επιστροφής του βασιλιά. Αλίμονο! Μια αναγγελία καταστροφής, οδύνης και πόνου. Πίσω τους ακολουθούσαν όσο μπορούσαν σε ταχύτητα οι δεκάδες στρατιώτες που είχαν σωθεί με επικεφαλής τον Άδραστο και τον Ίαμο, που είχε πια αναλάβει καθήκοντα επικεφαλής αξιωματικού. Από την όψη των αγγελιοφόρων αλλά και κάποια πρώτα κοφτά τους λόγια, ένας ψίθυρος ανησυχίας, φόβου και αγωνίας άρχισε να απλώνεται σε ολάκερο τον Αργολικό κάμπο. "Που είναι ο στρατός;" ήταν μια φράση που έρχονταν στο στόμα όλων. Οι αγγελιοφόροι φώναζαν ειδοποιώντας ότι "φτάνει ο βασιλιάς!". Έφτανε όμως πώς; Στην αναχώρηση του στρατού έτρεμε η γης και η σκόνη, απ' τα άλογα και τα άρματα, είχε σκεπάσει τον κάμπο. Τώρα τι;

"Κυρά μου έρχονται αγγελιοφόροι! Ο βασιλιάς επιστρέφει!" φώναξε η Θεανώ, η γηραιά ακόλουθη της Αμφιθέης, της γυναίκας του Άδραστου. Μπήκε λαχανιασμένη στο παλάτι γεμάτη αγωνία.

"Ποιος στο είπε; Τους είδες;" πετάχτηκε σαν ελατήριο εκείνη.

"Ναι Κυρά μου, ακούγονται παντού ψίθυροι σε ολάκερο το Άργος, όλος ο κόσμος μιλάει για αυτό"

"Θεανώ! Οι ψίθυροι δεν είναι είδηση, μην με αναστατώνεις!"

Πριν αποτελειώσει τη φράση της ακούστηκαν από μακριά οι ήχοι από τις σάλπιγγες που ανήγγειλαν πάντα την άφιξη του βασιλιά στην πόλη.

"Έρχονται! Ω Δία! Σφίγγεται η ανάσα μου απ την αγωνία!" φώναξε δυνατά η Αμφιθέη.

"Στο είπα κυρά μου..."

"Άσε τα λόγια και πήγαινε να φωνάξεις τα παιδιά μου. Η Αργεία και η Δηιπύλη περιμένουν πως και πως τους άντρες τους. Εγώ θα φωνάξω τον Αιγιαλέα. Ο Κυάνιππος με την Ιπποδάμεια είναι ήδη εδώ. Θέλω τα παιδιά μου κοντά μου αυτήν την ώρα, πρέπει να είμαστε όλοι μαζί" της είπε. Η ώριμη γυναίκα έφυγε γρήγορα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η Αμφιθέη βγήκε στο αίθριο. Η ματιά της στράφηκε πέρα στον ορίζοντα, εκεί στο δρόμο που κατέβαινε από τις Μυκήνες. Στον ίδιο δρόμο που, πριν μέρες, έβλεπε το στρατό να φεύγει και να σηκώνει το χώμα στον αγέρα αλλά και τον τρανταγμό της γης από τον καλπασμό των αλόγων, τώρα δεν έβλεπε τίποτα από όλα αυτά. Παρά μονάχα λίγη σκόνη που σήκωναν τα άλογα των αγγελιοφόρων.

"Μα πού είναι; Από πού έρχονται;" σκέφτηκε μεγαλόφωνα καθώς οι πρώτες μαύρες σκέψεις έζωναν την καρδιά της. Έβλεπε ήδη κάτω χαμηλά στα σπίτια της πόλης τον κόσμο να έχει αρχίσει να βγαίνει απ τα σπίτια του και να καρτερά. Τους έβλεπε από ψηλά εκεί μικρές φιγούρες σαν μυρμήγκια να πηγαινοέρχονται μαρτυρώντας την αγωνία τους.

Τα ίδια ερωτήματα έσφιξαν και την καρδιά της Εριφύλης, της Αργείας, της Δηιπύλης και των παιδιών τους. Σε κάθε Αργίτικο σπίτι οι καρδιές άρχισαν να χτυπούν δυνατά. Και τότε ήταν που άρχισε να φτάνει στα αυτιά της Αμφιθέης ένας παράξενος ήχος, μονότονος, στριγγός. Σαν κραυγές οδύνης, σαν γοερό κλάμα. Μια παράξενη βοή άρχισε να έρχεται πέρα από τον Ίναχο ποταμό, να περνά στα πρώτα σπίτια, να αγγίζει το κέντρο του Άργους και να φτάνει ως ψηλά στο παλάτι στην ακρόπολη.

"Ω πολεμόχαρε Άρη και εσύ Λοξία Φοίβε, δείξτε έλεος στη γη και στα σπίτια μας" είπε τρέμοντας η Αμφιθέη.

Ο Ηρόδικος, έχοντας μείνει επικεφαλής της φρουράς που έμεινε στο Άργος, κατέβηκε να υποδεχτεί σύμφωνα με τα καθιερωμένα τους αγγελιοφόρους. Η αγωνία όλων άρχισε να ανεβαίνει κατακόρυφα. Σε λίγο έφτασαν στο παλάτι η Αργεία με την Δηιπύλη. Μαζί τους ήταν και τα νεαρά παιδιά τους, ο Θέρσανδρος με τον Διομήδη. Κάθε στιγμή που περνούσε ήταν και ένα σφίξιμο στις ανάσες τους. Οι τρεις γυναίκες κοιτούσαν η μία την άλλη σιωπηρά. Στην κεντρική αίθουσα είχαν φτάσει και τα υπόλοιπα παιδιά του. Η έκφραση στο πρόσωπό τους τα έλεγε όλα. Κάποια στιγμή έγιναν όλοι ένα σώμα καθώς τα δάχτυλα των χεριών τους είχαν πλεχτεί το ένα μέσα στο άλλο.

Το ύφος του Ηρόδικου τα έλεγε όλα. Ίσως καν να μην χρειαζόταν λόγια για να περιγράψει τα όσα έμαθε από τους αγγελιοφόρους. Το σοκ ήταν τέτοιο που του πήρε χρόνο να μιλήσει. Αναλογίστηκε το μέγεθος της καταστροφής προσπαθώντας να το συνειδητοποιήσει. Έψαχνε να βρει τον τρόπο που θα μιλούσε στη βασίλισσα και στις κόρες της που περίμεναν. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έμεινε λίγο στο στρατώνα του παλατιού για να δώσει οδηγίες αλλά και μόνος του, για να μπορέσει να βρει έστω μια ελάχιστη ικμάδα αυτοκυριαρχίας.

Τον είδαν να ανεβαίνει την εξωτερική κλίμακα προς τη κεντρική αίθουσα όπου τον περίμεναν. Η αίσθηση της κακής είδησης είχε αρχίσει να ριζώνει πια μέσα τους. Κάποια στιγμή τον είδαν απέναντί τους. Έτρεξαν κοντά του.

"Λέγε Ηρόδικε, τι έμαθες;" τον ρώτησε η Αμφιθέη. Εκείνος κόμπιασε, προσπάθησε να δείχνει ψύχραιμος.

"Έρχεται ο βασιλιάς! Σε λίγο θα είναι εδώ!".

Η Αμφιθέη έβγαλε έναν συριγμό ανακούφισης.

"Ω Δία ύψιστε σε ευχαριστώ!" ήταν τα λόγια της.

"Οι άλλοι;" το ερώτημα της Αργείας ήρθε σαν μαχαιριά.

"Δεν ξέρω... το μόνο που ξέρω είναι ότι όπου να 'ναι φτάνει ο βασιλιάς και θα μάς ενημερώσει, δεν είχαν να μου πουν τίποτα παραπάνω οι αγγελιοφόροι..." ψέλλισε ο Ηρόδικος μεταθέτοντας τις τρομερές ειδήσεις σε κάποιο άλλο στόμα απ' το δικό του. Η Δηιπύλη έτρεξε πάνω του, τον έπιασε απ' τους ώμους με περισσό θάρρος.

"Μίλα Ηρόδικε! Τι έμαθες;"

"Δεν ξέρω κάτι παραπάνω κυρά μου, με τρώει και μένα η αγωνία...." της είπε. Τραβήχτηκε από κοντά της, "πρέπει να φύγω, να υποδεχτώ το βασιλιά".

Εκείνες έμειναν πίσω όπως ακριβώς πριν. Η Αμφιθέη της πήρε στην αγκαλιά της. Η είδηση ότι ο άντρας της ήταν ζωντανός της είχε δώσει ένα ελάχιστο ψήγμα θετικής σκέψης.

"Μάνα αν έχει γίνει κάτι..." ψιθύρισε με σπαραγμό η Αργεία.

"Σταμάτα κόρη μου, μην προτρέχεις!"

Πως είναι αλήθεια να βιώνεις αυτήν την εμπειρία! Να περνάς ανάμεσα από το λαό της πόλης σου νικημένος. Να νιώθεις δεκάδες ζευγάρια μάτια να σε κοιτούν κρεμασμένα στα χείλη σου. Καρτερώντας ένα σου νεύμα, μια σου λέξη, μια είδηση, μια απάντηση στα ερωτήματά τους.

"Τι έγινε βασιλιά;"

"Που είναι ο υπόλοιπος στρατός μας; Εμείς βλέπουμε εδώ λίγες δεκάδες στρατιώτες. Που είναι οι άλλοι;"

"Τα παιδιά μας; Οι άντρες; Οι πατεράδες μας;" Αμείλικτα ερωτήματα, το ένα μετά το άλλο σαν καταιγίδα. Και εσύ να μην μπορείς να τους κοιτάξεις στα μάτια. Να περπατάς με σκυμμένο κεφάλι για να κρύψεις τα δάκρυα που ήδη μούσκευαν το πρόσωπό σου. Να πορεύεσαι ανάμεσα σε κάποιες δεκάδες από ταλαιπωρημένους στρατιώτες, ψυχικά κουρέλια. Και να σκέφτεσαι τι θα πεις! Πως θα απαντήσεις σε όλα αυτά; Αυτά που σε λίγο τον καρτερούσαν. Δεν άντεχε να βλέπει τα πύρινα βλέμματά τους, τα σφιγμένα τους πρόσωπα, τα απλωμένα χέρια τους. Ένας εφιάλτης έτρεχε εμπρός του και ήταν ανίκανος να τον σταματήσει. Ήξερε ότι δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια, δεν μπορούσε να ξυπνήσει και να τον διώξει πέρα μακριά. Θα έπρεπε να μάθει να ζει μαζί του, να τον αντιμετωπίσει, να κριθεί για όλο αυτό.

Ο Ηρόδικος τον υποδέχτηκε. Δεν είπαν πολλά. Το βλέμμα του Άδραστου τα έλεγε όλα. Άφησε το άλογό του, έριξε αρκετό νερό πάνω του να πάρει μια ανάσα που τόσο είχε ανάγκη.

"Είναι επάνω;"

"Σας περιμένουν βασιλιά μου"

"Γιατί ποιος άλλος είναι;"

"Οι γιοι, οι κόρες σας και τα παιδιά τους"

Ο Άδραστος ένιωσε τον κόμπο να τον σφίγγει. Ήταν ώρα να αναμετρηθεί με την αλήθεια και την πραγματικότητα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ανεβαίνει στα πάνω δώματα του παλατιού.

(Συνεχίζεται...)


Σημειώσεις:

* Το μέρος που η Αντιγόνη, απόθεσε τον Πολυνείκη δίπλα στη σωρό του Ετεοκλή, ονομάστηκε "Σύρμα Αντιγόνης" (Παυσανία "Ελλάδος περιήγησις" Βοιωτικά. Κεφάλαιο 25, παράγραφος 2)

Ήρθε λοιπόν η ώρα της τραγικής αλήθειας. Ο Άδραστος, ένα ανθρώπινο κουρέλι, μετρά τη στιγμή να σταθεί απέναντι στους δικούς του ανθρώπους για να μεταφέρει τα τραγικά γεγονότα. Και αν η στιγμή της ήττας και του θανάτου, διάβηκε από πάνω του, ισοπεδωτική στον κάμπο της Θήβας, αυτή εδώ που τώρα τον περιμένει, είναι αφάνταστα χειρότερη, αφάνταστα πιο επώδυνη και σκληρή. Γιατί έχει να κοιτάξει στα μάτια τους δικούς του, να δώσει εξηγήσεις, απαντήσεις. Κάτι που δεν μπορεί με τίποτα να αποφύγει.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro