Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 3.5 Οι επόμενες μέρες-Ο χρησμός του Τειρεσία


Ένα παλιό αμάξι σταμάτησε έξω από την αυλή του σπιτιού του Κρέοντα. Ο αμαξάς κατέβηκε. Μαζί του και μια νεαρή κοπέλα. Κατευθύνθηκαν στο πίσω μέρος της άμαξας. Ο αμαξάς ανέβηκε επάνω και άρχισε να κατεβάζει έναν γέροντα με μεγάλη προσοχή.

"Κόρη μου Μαντώ, φτάσαμε;" ακούστηκε δυνατά η φωνή του.

"Ναι πατέρα! Είμαστε έξω απ' το σπίτι του Κρέοντα" απάντησε εκείνη καθώς με κόπο τον έβαλαν να πατήσει στη γη. Ο Τειρεσίας άπλωσε το χέρι του ψηλαφίζοντας δήθεν τον αγέρα ολόγυρά του. Ήταν τυφλός και μεγάλος σε ηλικία. Τα χρόνια του είχαν αφήσει στο σώμα του τα σημάδια τους. Στήριξε το ένα του χέρι στο μεγάλο ξύλινο ραβδί του και το άλλο στην κόρη του.

"Σε θέλει πατέρα να του δώσεις τις προβλέψεις σου για τον πόλεμο που μας βρήκε"

Η Μαντώ έπιασε τον πατέρα της και άρχισαν να ανεβαίνουν.

"Ήρθε η ώρα λοιπόν να ακούσει..." είπε ο Τειρεσίας με βλέμμα απέραντο πέρα στον ορίζοντα.

Η Μαντώ πρόσεξε τα λόγια του αλλά δεν μίλησε. Σε λίγο ήταν μπροστά στον Κρέοντα. Η υποδοχή ήταν βαθιά ανθρώπινη και έδειχνε τον σεβασμό του Κρέοντα προς το πρόσωπό του. Δεν έχασε χρόνο και τον ρώτησε.

"Καλώς όρισες μάντη Τειρεσία!"

"Καλώς σε βρίσκω παλιέ βασιλιά της πόλης των Καδμείων, ήρθα λοιπόν να με δεις. Ξέρεις ότι δεν είναι πια εύκολο για τα κουρασμένα μου ποδάρια να στέκομαι ορθός..."

"Έμαθα με ζήτησες αλλά και εγώ σε ήθελα σεβαστέ μάντη"

"Άρα κάτι σοβαρό σε βασανίζει. Τι είναι αυτό για το οποίο ζητάς τη γνώμη μου;"

"Καλά το κατάλαβες! Δεν χρειάζεται να σου θυμίσω για το στρατό των Δαναών και τον έναν απ' τους γιους του Οιδίποδα, τον Πολυνείκη. Έστρεψε τα όπλα στην ίδια του την πατρίδα και με ξενόφερτο στρατό απειλεί να κουρσέψει τη Θήβα"

Ο Τειρεσίας κούνησε το κεφάλι του με αγωνία.

"Ναι Κρέοντα, τα γνωρίζω όλα τούτα. Από παλιά είχα μιλήσει για την ανόσια συμπεριφορά των παιδιών του. Μάλιστα τούς είχα πει να μην του φέρονται με τέτοιο τρόπο. Η τραγική του μοίρα δεν ήταν δική του επιλογή, δεν κρίνεται για τη συνειδητή του ανόσια πράξη. Κατάρα έσερνε πίσω του βαριά και το ξέρουμε όλοι..."

"Γιατί πας πίσω στην ιστορία αυτή μάντη;"

"Γιατί εκεί είναι η ρίζα του κακού. Αν τα παιδιά του τον αντιμετώπιζαν πιο συνετά δεν θα τον οδηγούσαν να ξεστομίσει κατάρες ανόσιες και βαριές. Να τώρα που αλληλοσφάζονται στα τείχη της πόλης και μαζί μ' αυτούς σέρνουν στο χορό του θανάτου χιλιάδες νέους. Για να γεμίσουν τα σπίτια με τους θρήνους των μανάδων και των αδελφών"

"Άκου Τειρεσία! Έξω γίνεται πόλεμος. Η πόλη κινδυνεύει. Και εγώ και ο Ετεοκλής θέλουμε τη γνώμη σου. Τι να κάνουμε να σώσουμε τη γη μας; Αυτό θέλω να μου πεις! Γιατί πιστεύω μπορείς να το δεις, όπως μας γλίτωσες και τότε, καθώς λες, απ' το λιμό"

Ο Τειρεσίας έδειχνε έντονα προβληματισμένος. Σαν να προσπαθούσε να αποφύγει κάτι.

"Λένε ότι το χάρισμα της μαντικής είναι δώρο των Θεών στους ανθρώπους. Ότι τους φέρνουν τη δύναμη που έχουν για να προβλέπουν το μέλλον και να βλέπουν εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Να όμως που κάποιες φορές τούτο το δώρο, καθώς λένε, είναι και κατάρα μαζί..."

"Γιατί το λες αυτό γέροντα;" ρώτησε παραξενεμένος ο Κρέων.

"Γιατί κάθε άνθρωπος θέλει να ηχήσει στα αυτιά του αυτό που τού αρέσει. Αλίμονο αν ακουστεί κάτι παράταιρο για αυτούς. Τότε γίνεσαι ο μεγαλύτερος εχθρός τους. Αυτή είναι η μοίρα μας. Και ξέρεις πολύ καλά ότι την ίδια αντιμετώπιση είχα κι απ' τον Οιδίποδα..."

"Δεν έχουμε ώρα για τέτοιες σκέψεις γέροντα. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Άκου! Έξω χλιμιντρούν τα άλογα του λευκάσπιδου στρατού. Ακονίζονται ξανά τα σπαθιά και τα δόρατα. Πρέπει να ακούσω τη γνώμη σου!" αντιγύρισε ο Κρέων.

Ο Τειρεσίας έκανε μια κίνηση προς την κόρη του.

"Μαντώ, πάμε παιδί μου..."

"Στάσου γέροντα! Πού θες να πας; Γιατί να φύγεις. Πρώτα θα ακούσω τα λόγια σου" φώναξε δυνατά.

"Είσαι σίγουρος ότι το θες;"

"Τι πα να πει αυτό; Τόση ώρα αυτό σε παρακινώ να κάνεις"

"Αλίμονο Απόλλωνα! Σε τι μονοπάτια με βάζεις!" γόγγυξε ο Τειρεσίας.

"Μήτε εγώ, μήτε εσύ είμαστε πια παιδιά για να κρυβόμαστε στο φόβο γέροντα!"

"Εντάξει λοιπόν! Αφού το θες, αλλιώτικα δεν μπορώ να πράξω. Παρά μονάχα την αλήθεια να πω, όποια και να 'ναι. Αρκεί να μπορέσεις να την ακούσεις παλιέ βασιλιά της Θήβας"

Ο Κρέων τρόμαξε. Για πρώτη φορά ένιωσε τόσο ανήσυχος.

"Μένει της Θήβας να χαθεί λοιπόν; Αυτό μού λες; Αυτό μού κρύβεις; Μίλα!"

Ο Τειρεσίας αντί για απάντηση έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο. Άπλωσε τα χέρια του σαν να έψαχνε κάτι να αγγίξει.

"Ποιος άλλος είναι εδώ; Νιώθω κι άλλη μια παρουσία..." ρώτησε προς το μέρος του Κρέοντα.

"Ο γιος μου ο Μενοικέας, ο μικρός, γιατί ρωτάς;"

Στο πρόσωπο του Τειρεσία αποτυπώθηκε μια έκφραση οδύνης.

"Διώξ' τον να φύγει μακριά. Δεν θέλω κανείς να βρίσκεται κοντά μας εκτός από εμάς"

"Ο Μενοικέας είναι πια πολεμιστής! Μην έχεις έγνοια"

"Άκουσέ με και πες στο παιδί να φύγει!" επέμενε ο μάντης.

"Δεν είμαι πια παιδί σεβάσμιε Τειρεσία! Ανήκω στο στρατό και ήδη υπερασπίζομαι την πατρίδα και τη γη μας" μπήκε στην κουβέντα ο Μενοικέας.

"Καλά σού λέει μάντη, ο γιος μου χθες ήταν έξω απ τα τείχη και πολεμούσε για την πόλη μας" πρόσθεσε ο πατέρας του.

"Παιδί μου, ευλογία ξακουστή να στέκει κανείς φρουρός στην εστία της πατρίδας του. Όμως είναι πράγματα που δεν μπορούν να τα ακούσουν όλοι, άκου τη σοφή κουβέντα μου..." επέμεινε μία ακόμα φορά ο μάντης.

"Γέροντα! Προχώρα! Δεν έχουμε χρόνο!" απάντησε ο Κρέων με έμφαση.

"Το κρίμα δικό σου τότες..."

Ο Τειρεσίας κόμπιασε για λίγο. Ύστερα σαν να μάζευε όλη του τη δύναμη άρχισε να μιλάει:

"Άκου τι προστάζει ο Άρης! Γιατί, δικό του θέλημα και ορμήνια είναι. Από παλιά πίσω στο χρόνο βαστάει η έχθρα του για το θάνατο του δράκοντα, του γιου του. Τότε στου Κάδμου τα πρώτα χρόνια..."

"Αν είναι δυνατόν! Ακόμα βαστάει αυτή η μανία; Πόσες γενιές διάβηκαν από τότε! Πόσοι και πόσοι εξευμενισμοί!"

"Καλά κρατεί η αντάρα στο θεό του πολέμου. Και σαν τέτοια διψάει για αίμα και καθαρμό. Και μόνο ένας τρόπος υπάρχει κατά την ορμήνια του..."

"Να κάνουμε θυσία; Αυτό ζητά; Αν είναι έτσι πες μου να προλάβω, να τρέξω..." διέκοψε ο Κρέων.

"Θυσία θέλει ο στρατηλάτης πολέμαρχος του Ολύμπου. Αλλά ποια θυσία; Όχι τις σπονδές που ξέρουμε..."

"Αλλά;"

Ο Τειρεσίας δίστασε:

"Αίμα γενναίου νεαρού άντρα ζητάει ο Θεός του πολέμου Κρέοντα!"

Όλοι ανατρίχιασαν στο άκουσμα....

"Αίμα που θα ποτίσει το μέρος που σκοτώθηκε ο δράκοντας ο γιος του. Μόνο έτσι θα δώσει νίκη στα άρματα της πόλης και τη σωτηρία της..."

Ο Κρέων και ο Μενοικέας είχαν χλωμιάσει. Ακόμα και η Μαντώ.

"Αίμα; Ανθρώπου θυσία και χαμό; Ακόμα μετά από τόσα απέραντα χρόνια; Ξέρεις ποιος πρέπει να... πληρώσει με το αίμα του;" ρώτησε με αγωνία ο Κρέων.

"Ξέρω.... Που να μην είχα ποτέ μου αυτή τη δύναμη" αποκρίθηκε ο Τειρεσίας.

"Λέγε μάντη, δεν την αντέχω άλλη προσμονή, λέγε!"

Ο Τειρεσίας τον κοίταξε στα μάτια και απάντησε. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του σαν βέλη που τρυπούσαν πέρα ως πέρα το σώμα.

"Ο γιος σου ο Μενοικέας, Κρέων!"

Κραυγές τρόμου έφυγαν από τα στόματα των τριών.

"Τι είπες γέρο; Είσαι στα λογικά σου;" σφύριξε με μανία ο Κρέων.

"Ο γιος σου ο Μενοικέας πρέπει να θυσιαστεί για να σωθεί η πόλη. Όπως σου είπα.... Το αίμα του πρέπει να βάψει τη γη στο μέρος που σκοτώθηκε ο δράκοντας. Για να φύγει το κακό που στέκεται ολοσκότεινο στην πόλη" είπε τρέμοντας εκείνος νιώθοντας τη φρίκη των λόγων του.

"Φτάνει!!! Πάψε δεν θέλω να ακούω!" ήχησε τρομερή η κραυγή του Κρέοντα στο δώμα.

"Δύο επιλογές έχεις. Και οι δυο ποτισμένες με φαρμάκι. Την πόλη σου θα χάσεις ή το γιο σου"

"Σταμάτα! Καταραμένη να είναι η στιγμή που άνοιξες το στόμα σου!"

"Μου το ζήτησες, δική σου επιλογή είναι... εγώ ο δύσμοιρος σου ζήτησα λέξη να μη ξεστομίσω"

Ο Μενοικέας έτρεμε απ'  την αγωνία του τριγυρίζοντας σαν τρελός στο δώμα. Ο Κρέων τραβούσε τα μαλλιά του σε απόγνωση. Κάποια στιγμή άρχισε να παραληρεί.

"Δεν μπορεί, κάνεις λάθος! Ναι! Σε δοκιμάζουν οι Θεοί Τειρεσία! Αυτό είναι! Δεν μπορεί να βαστάξει το δίκιο τέτοια θέληση..."

"Ότι ήταν να πω στο είπα... ώρα πια να φύγω... δεν ωφελεί η παρουσία μου άλλο... Μαντώ πάμε να γυρίσουμε. Είναι πικρή του μάντη η ώρα σαν έρχεται στιγμή να φωνάξει την αλήθεια..."

"Φύγε γέρο και μην μιλήσεις πουθενά άκουσες;" μίλησε απειλητικά ο Κρέων, "Πουθενά! Τίποτα δεν ακούστηκε απ' το στόμα σου ακούς; Τίποτα!" ούρλιαξε ο άρχοντας.

"Μού ζητάς να σωπάσω;"

"Ναι! Αυτό σου ζητάω ικετεύοντας. Έτσι κι αλλιώς απ την αρχή δεν ήθελες να μιλήσεις για αυτό. Οπότε κάντο! Το κρίμα δικό μου"

Ο Τειρεσίας δεν απάντησε. Έκανε στροφή προς την έξοδο. Η κόρη του τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε να φύγουν. Σε λίγο η άμαξα που τους είχε φέρει, τους έπαιρνε μακριά αφήνοντας πίσω τον τρόμο και την αγωνία.

Ο Κρέων για μια στιγμή βρήκε την αυτοκυριαρχία του.

"Μενοικέα! Πρέπει να φύγεις!"

"Τι λες πατέρα; Να πάω πού;"

"Να φύγεις όσο γίνεται πιο γρήγορα. Θα σε φυγαδεύσω εγώ έξω απ'  τη Θήβα, θα πούμε πας να φέρεις ενισχύσεις..."

"Πατέρα τι λες; Έχασες τα λογικά σου; Και η πόλη;"

Βούτηξε το γιο του απ'  τους ώμους και τον ταρακουνούσε.

"Ο γέρος το 'χει χαμένο! Δεν ξέρει τι λέει. Τα 'χασε στα γηρατειά του. Εσύ φύγε. Δεν τον εμπιστεύομαι. Μην αρχίσει να λέει δεξιά-αριστερά τάχα μου για το χρησμό του. Θα μας πάρει στο λαιμό του. Φύγε, ετοίμασε το άλογό σου και τράβα σε συγγενείς, πάνω στην Δωδώνη, έχουμε δικούς μας εκεί..."

Ο Μενοικέας στάθηκε για μια στιγμή σιωπηρός.

"Πατέρα πώς θα φύγω; Πώς θα δικαιολογηθώ; Στη μητέρα, στους φίλους, στους συμπολεμιστές μου. Τι μου ζητάς; Να σέρνω πάνω μου την κηλίδα του δειλού και του ατιμασμένου;"

"Τι είναι αυτά που μου λες γιε μου;" ούρλιαξε ο Κρέων με εμφανή την απελπισία στο πρόσωπό του, "Άκουσες τι είπε αυτός ο ξεμωραμένος; Τι μου ζητάς; Να σε παραδώσω νεκρό; Να δώσω πίστη στα λόγια του; Στο κάτω-κάτω αν είναι η πόλη να χαθεί, τότες να υπάρχει ένας ηγεμόνας να ορκιστεί για την εκδίκησή της, να σώσει τη Βοιωτία απ' τον αφανισμό"

"Μα εσύ ζήτησες το χρησμό του"

"Δεν είναι δυνατόν ο Θεός του πολέμου, ο ασημόσπαθος Άρης, αυτός που έδωσε την κόρη του στον Κάδμο για γυναίκα, να έρχεται τώρα να θυμάται να πάρει πίσω το αίμα ενός τέρατος... Γενιές ολάκερες διαβήκαν από τότε και τίποτε δεν έγινε. Ο ίδιος ο γεννήτορας της Θήβας, ο Κάδμος φρόντισε να εξευμενίσει την οργή του Θεού"

Ακολούθησε σιωπή. Ο γηραιός Κρέων έτρεμε από την αγωνία. Λυγμοί πνιχτοί ανέβαιναν στο στόμα του και προσπαθούσε μάταια να κρατηθεί. Ο γιος του μαλάκωσε. Για μια στιγμή τον κοίταξε.

"Εντάξει πατέρα. Ησύχασε σε παρακαλώ! Θα φύγω. Θα κάνω το θέλημά σου και θα πάω στη Δωδώνη όπως μου τάζεις. Με βαριά καρδιά στο λέω να το ξέρεις. Μ' ατιμάζεις"

"Επί τέλους μια λογική κουβέντα απ το στόμα σου! Δεν σε ατιμάζω! Δεν θα γίνεις εσύ το σφαχτάρι για τα κρίματα των καταραμένων γιων του Οιδίποδα!" ούρλιαξε ο πατέρας του.

"Είναι ...άδικο αυτό που λες. Το βασιλιά Ετεοκλή τάχτηκες να υπερασπίζεις, πατέρα. Αλλά... δώσε μου λίγο χρόνο. Θα φύγω αύριο... απόψε είναι αργά. Λίγο χρόνο να αποχαιρετίσω τη μάνα μου και τους φίλους μου"

"Εντάξει για τη μάνα σου, το λόγο θα της τον εξηγήσω εγώ! Άφησε τους φίλους, τι θα τους πεις; Τι λόγο θα τους δώσεις; Θα είναι χειρότερα έτσι. Εγώ θα σε καλύψω στο βασιλιά. Θα πω φεύγεις για να φέρεις συμμάχους και στρατό. Σε κανένα λέξη δεν θα πεις"

«Κι αν μιλήσει ο μάντης πατέρα; Αν ανοίξει το στόμα του;»

«Δεν θα το κάνει! Δεν θα φτάσει ως εκεί! Στο κάτω κάτω της γραφής θα τσακίσουμε τους εισβολείς μονάχοι. Κανείς δεν διάβηκε τα τείχη της Εφτάπυλης, γιε μου»

"Εντάξει πατέρα! Θα δω μονάχα τη μάνα. Πάω να ετοιμάσω το άλογό μου"

Ο Κρέοντας τον άρπαξε στην αγκαλιά του σφίγγοντάς τον δυνατά.

"Γιε μου! Σ' ευχαριστώ που μ' άκουσες. Στη Δωδώνη έχουμε συγγενείς. Ξέρεις που θα πας και ποιον θα βρεις. Θα σου μηνύσω με αγγελιοφόρο πότε θα γυρίσεις. Όταν όλα θα πάψουν..."

"Θα έρθω πατέρα να σε χαιρετίσω πριν φύγω..." είπε ο Μενοικέας με δάκρυα στα μάτια. Η ένταση στον ψυχικό του κόσμο ήταν τέτοια που ένιωθε να τον διαλύει. Όπως κι αυτή στον πατέρα του, τον παλιό δυνατό βασιλιά. Που τώρα παράπαιε αδύναμος και ευάλωτος στα χτυπήματα της μοίρας και στις προσταγές των Θεών. Ο γιος του έφυγε απ'  την αγκαλιά του. Έριξε μια ματιά ολόγυρά του και βγήκε βιαστικός απ'  το σπίτι του.

Συνεχίζεται...


Σημειώσεις

* Μαντώ: Η μία από τις δύο κόρες του μάντη Τειρεσία. Μάντης μετέπειτα και εκείνη.

Για μια ακόμα φορά, ο μάντης Τειρεσίας γίνεται μοιραίος προάγγελος καταστροφών για τη πόλη και τους ηγεμόνες της. Όπως τότε με τον κραταιό βασιλιά Οιδίποδα, όταν ανήγγειλε το μίασμα του ανίερου γάμου του με τη μητέρα του, Ιοκάστη. Έτσι και τώρα έρχεται να στείλει θανάσιμη απειλή πάνω στον Κρέοντα. Ο γιος του ο Μενοικέας γίνεται τώρα ο στόχος. Καρτερούμε τη συνέχεια λοιπόν.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro