Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 3.5 Οι επόμενες μέρες-Μενοικέας


https://youtu.be/94TAFSMdkvk

Ο νεαρός γιος του Κρέοντα δεν εύρισκε τόπο να σταθεί μετά το φριχτό μαντάτο, που άκουσε από τα χείλη του μάντη Τειρεσία. Αναζήτησε την μητέρα του, την Ευρυδίκη στα άλλα δώματα του σπιτιού. Μόλις την είδε έτρεξε προς το μέρος της. Εκείνη παραξενεύτηκε.

"Τι συμβαίνει γιε μου;"

Προσπάθησε να μαζέψει τη συγκίνησή του. Δεν ήταν εύκολο και δεν κατάφερε να το κάνει ως το τέλος.

"Μάνα μου!" κατάφερε να πει και να πέσει στην αγκαλιά της.

"Μενοικέα αγόρι μου τι έχεις;"

Εκείνος μαζεύτηκε κάπως επιστρατεύοντας όλην την ικμάδα του θάρρους του.

"Πρέπει να φύγω για λίγο απ' τη Θήβα..."

Εκείνη θορυβήθηκε.

"Να φύγεις; Να πας πού; Πώς θα φύγεις; Είμαστε πολιορκημένοι από παντού"

"Θα σου εξηγήσει ο πατέρας περισσότερα. Έχει εκείνος τρόπο να με βγάλει απ' την πόλη..."

"Και θα πας πού; Τρελαθήκατε όλοι σας;"

"Στην Δωδώνη στους συγγενείς μας εκεί..."

"Μα γιατί; Τι έγινε ξαφνικά;"

"Μην ανησυχείς! Είναι για καλό μου! Για μένα είναι! Κάτι έχει γίνει και πρέπει να φύγω μέχρι να περάσει όλο τούτο που μας βρήκε..."

"Ω Θεοί! Τι κακό μάς λαχταράει;"

Ο Μενοικέας είχε πια συνέλθει. Βγήκε απ' την αγκαλιά της μάνας του και της είπε:

"Όλα θα πάνε καλά! Να είσαι σίγουρη ότι το σπιτικό, η γη, η πόλη μας θα βρει τη γαλήνη και τη σωτηρία που λαχταρά και αξίζει! Και εσύ... και εσύ θα έχεις πάλι και τα δύο σου αγόρια στην αγκαλιά σου να τα χαίρεσαι. Και τον Αίμονα που είναι αρραβωνιασμένος και μένα το στερνοπαίδι σου"

"Παιδί μου... πρόσεχε σε παρακαλώ! Με τρέλανε η αλλόκοτη τούτη είδηση, πες μου κάποια πράγματα παραπάνω, μη μ' αφήνεις στα σκοτάδια"

"Πρέπει να προλάβουμε μάνα. Οι Δαναοί προς το παρόν έχουν χαλαρώσει την πολιορκία και μαζεύουν τους νεκρούς τους. Δεν έχω χρόνο. Αν αργήσω θα είναι αργά. Θέλεις να πέσω στα χέρια τους;

«Παιδί μου, τι λόγια ξεστομίζεις; Φύγε τότε, θα μιλήσω του πατέρα σου, να προσέχεις όμως, πότε θα γυρίσεις;»

«Θα προσέχω μάνα! Σου δίνω το λόγο μου και την αγάπη μου ότι θα προσέχω. Άσε με τώρα να πάω να ετοιμάσω το άλογό μου. Θα συνάξω ενισχύσεις εκεί στη Δωδώνη για να γυρίσω στη Θήβα"

Με μιας την αγκάλιασε με όση δύναμη είχε. Δεν της έδωσε άλλο χρόνο να μείνουν έτσι τυλιγμένοι και οι δύο σε μια συγκίνηση που έπνιγε. Την φίλησε στο μέτωπο και έφυγε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.

Τίποτα δεν τον κρατούσε στους εσωτερικούς τοίχους του σπιτιού του. Πήρε το δρόμο προς το στάβλο. Βάδιζε σαν χαμένος με το πρόσωπο συσπασμένο από την αγωνία και τη συγκίνηση. Οι άνθρωποι του σπιτιού έμεναν με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο καθώς τον είδαν να έρχεται προς το άλογό του. Τον πλησίασε ο υπηρέτης του στάβλου.

"Άμα με ζητήσει ο πατέρας μου πες του πως πάω να φορτώσω τα πράγματά μου", πρόλαβε να τού πει. Σε λίγο κάλπαζε με το άλογό του προς τα τείχη της πόλης. Κοντά στης Δίρκης την πηγή.

Στο δρόμο οι σκέψεις του έβγαιναν από το στόμα του δυνατά μονολογώντας με τον εαυτό του. Λες και κουβέντιαζε με τον άνεμο. Σύντομα τραβήχτηκε έξω από τα σπίτια. Ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα στο φόβο του πολέμου. Κατά διαστήματα συναντούσε λόχους στρατιωτών και ιππέων είτε να αναπαύονται είτε να περιπολούν.

"Αγαπημένη μου πόλη... Θήβα μου μονάκριβη... στράτες των παιδικών μου χρόνων... κρήνες του πρώτου δρόσου μου ανάσες... εδώ που περπάτησα... οι ναοί που τίμησα... τα φτεροκοπήματα της καρδιάς που πρώτα ένιωσα σε κάθε σου μονοπάτι. Πού να πάω πατρίδα μου; Πού να σ΄ αφήσω; Εγώ να γίνω του χαμού σου η χαμένη ευκαιρία; Εγώ να σε προδώσω για να γλιτώσω τη ζωή μου; Και όλοι ετούτοι που ήρθαν εδώ από άλλες πόλεις κι άλλη γη. Εχθροί και δικοί. Για να υπερασπίσουν το δικό τους δίκιο. Γιατί δεν φεύγουν; Γιατί έμειναν να ποτίσουν με το αίμα της νιότης τους, την ιδέα που θεωρούν σωστή; Κι αν φύγω στα κρυφά πώς θα μπορέσω ύστερα να μάθω το πάρσιμο της πόλης. Πώς θ' αντικρίσω τις μανάδες των χαμένων γιων, πώς θα δεχτώ το βλέμμα των γυναικών και των παιδιών; Σκλάβων; Πώς θα το αντέξω; Είναι φορές που οι τύψεις είναι πιο δυνατές απ' της ζήσης την ανάσα"

Γεμάτος συγκίνηση και με δάκρια να έχουν γεμίσει τα νεανικά του μάγουλα έτρεχε, έτρεχε ολόγυρα. Σε έναν μακρύ αποχαιρετισμό της δικής του γης. Και το άλογό του κάλπαζε ενώ το βλέμμα του θολό γύρευε απαντήσεις, μάταια, απεγνωσμένα.

"Άρη στρατηλάτη του Ολύμπου. Άρη, της γης μας άρχοντα. Συ που γαμπρό στη κόρη σου έδωσες τον Κάδμο τον γενάρχη μας... Εγώ πρέπει να είμαι αυτός που θα εξαγνίσω την οργή σου λοιπόν; Της δικής μου νιότης η σφαγή θα απαλύνει τους βόγκους της γης στου δράκοντα γιου σου τις οιμωγές; Ας είναι λοιπόν! Για να σώσω την πόλη μας ας φύγω εγώ... Πατέρα! Συγχώρα μου το ψέμα που σου είπα! Θα καταλάβεις και θα συμφωνήσεις με την επιλογή μου. Ελπίζω να σε κάνω περήφανο όπως πρέπει..."

Ο ήλιος πια είχε γύρει προς το γέρμα του στη Δύση. Τα χρώματα του ουρανού είχαν γλυκάνει. Και το κόκκινο είχε απλωθεί σε ολάκερο τον ορίζοντα όπως κάνει κάθε βράδυ πριν αποχαιρετίσει το άρμα του ήλιου στο φεύγα της μέρας. Ο Μενοικέας βρέθηκε με το άλογό του κοντά στης Δίρκης την πηγή. Απόλυτη γαλήνη απλώνονταν ολόγυρά του. Κατέβηκε απ' το άλογό του. Συγκινημένος το χάιδεψε στη χαίτη, το φίλησε απαλά και το άφησε στην άκρη. Άρχισε να περπατά. Έφτασε σε ένα μέρος που είχε ένα μεγάλο βαθούλωμα στη γη.

"Εδώ λοιπόν!" είπε.

"Άρη!' φώναξε με δύναμη υψώνοντας τα δυό του χέρια στον ουρανό.

"Κοίταξέ με στρατηλάτη!"

Μια παράξενη αντάρα άρχισε να κυκλώνει ολόγυρα το μέρος. Ένας ξαφνικός αγέρας άρχισε να ανανταριάζει τη γη και να λυγάει τα κλαδιά των δέντρων.

"Εδώ είμαι πιστός και έτοιμος να εκτελέσω την επιθυμία σου!" φώναξε ο Μενοικέας συγκινημένος μέσα σε έκσταση. Ο ουρανός τοπικά επάνω του άρχισε να μαυρίζει απότομα. Σύννεφα και αστραπόβροντα άρχισαν να αυλακώνουν τον ορίζοντα. Ο νεαρός Μενοικέας τράβηξε το ασημένιο εγχειρίδιο από τη ζώνη του κρατώντας το ψηλά μπροστά στο στήθος του.

"Πάρε με λοιπόν! Το δικό μου αίμα ας γίνει της Θήβας λύτρωση!"

Ήταν τα τελευταία του λόγια καθώς το χέρι του με δύναμη κάρφωσε το μαχαίρι στο μέρος της καρδιάς. Οι σταγόνες από το αίμα του κύλησαν στη γη μαζί με το άψυχο κορμί του που λίγο σπάραξε μέχρι που έμεινε ακίνητο για πάντα με τα μάτια παγωμένα προς τον ουρανό. Την ίδια στιγμή απανωτές αστραπές και βοή σκέπασε τη γη επάνω απ την πόλη ενώ το μέρος στο βαθούλωμα της γης κλονίστηκε συθέμελα. Το αίμα που κύλησε στη γη την έκανε σε εκείνο το σημείο να γίνεται άμμος, σκόνη. Και να ποτίζει την τρύπα που ανοίχτηκε δίπλα στο νεκρό σώμα του Μενοικέα. Κάτι σαν απόκοσμος βρυχηθμός ακούστηκε από τα έγκατα της γης, κάτι σαν να φτεροκοπά.

Την ίδια στιγμή στο σπίτι του Κρέοντα ο ίδιος από ώρα γύρευε απελπισμένα το γιο του από ψηλά στο αίθριο καρτερώντας τον να φανεί.

"Γιε μου!" φώναξε, χωρίς να ξέρει γιατί, στο θέαμα του αστραπόβροντου προς τη μεριά της Δίρκης.

"Ο χρησμός!" φώναξε επίσης την ίδια στιγμή και ο Τειρεσίας στο δικό του ιερό σαν άκουσε την αντάρα της γης και του ουρανού. Το άλογο του Μενοικέα σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα δυό του πόδια τρομαγμένο. Με καλπασμό πήρε το δρόμο της επιστροφής για τον γνώριμό του στάβλο.

"Γιε μου!" κραύγασε με αγωνία ξανά ο πατέρας του , "Πού είσαι;"

"Όλα τώρα πια δείχνουν τα σημάδια!" ψέλλισε την ίδια στιγμή ο Αμφιάραος πολλά στάδια μακρύτερα, στων Δαναών το στρατόπεδο με την καρδιά του να χτυπά γοργά και δυνατά.

"Κανείς τώρα πια δεν μπορεί να εμποδίσει αυτό που όρισαν οι Μοίρες και οι χρησμοί των Θεών..." συμπλήρωσε με νόημα.

Ο Κρέων έκανε σαν θηρίο στο κλουβί του. Ανήμπορος να κάνει κάτι ένιωθε τον τρόμο και την αγωνία να τον κυριεύει. Ο γιος του δεν είχε έρθει να τον αποχαιρετίσει σε αντίθεση με τη μάνα του. Έμαθε από τους υπηρέτες ότι είχε πάρει το άλογό του και έφυγε αναστατωμένος. Τώρα... ήρθε και το αστραπόβροντο αυτό με το παράξενο σκοτάδι στον ουρανό προς τη μεριά της Δίρκης τον έκανε να τρέμει.

"Το άλογο του Μενοικέα! Έρχεται μόνο του!" άκουσε φωνές από τους ανθρώπους του στάβλου. Άκουσε τον καλπασμό από το κατάλευκο άτι του γιου του και το είδε από πάνω να μπαίνει τρομαγμένο μέσα στους στάβλους.

"Τειρεσία ο χρησμός σου!" ψιθύρισε μέσα απ τα δόντια του. Κατέβηκε με όση ταχύτητα του επέτρεπε το γέρικο κορμί του, από το αίθριο βγαίνοντας στην αυλή. Τον ακολούθησε και η γυναίκα του η Ευρυδίκη.

"Πού είναι τα πράγματά του;" ρώτησε τον σταβλάρχη.

"Άρχοντά μου έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα" απάντησε τρομαγμένος εκείνος.

Ο Κρέων άρχισε να καταλαβαίνει.

"Τι συμβαίνει με το παιδί μας;" τον ρώτησε, σχεδόν τραβώντας τον απ' τον χιτώνα η γυναίκα του. Εκείνος την κοίταζε χωρίς να μπορεί κάτι να της πει.

"Μίλα! Τι έγινε το παιδί μας; Πού είναι; Μού είπε να έρθω να σε βρω. Έπρεπε κάτι να μου πεις, λόγια δεν έχεις;" φώναζε σπαρακτικά.

Ο Κρέων έμοιαζε να μην βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο. Από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν καλπασμοί και φωνές. Καβαλάρηδες στρατιώτες έφταναν από τα κάτω στενά.

"Δία κύρη μας βοήθησέ μας!" έπνιξε μια ικεσία μέσα του.

Είδε έναν νεαρό άντρα να τρέχει πανικόβλητος προς το σπίτι τους. Κουνούσε χέρια και πόδια και φώναζε. Ο Κρέων με την Ευρυδίκη ζύγωσαν προς την αυλή. Σε λίγο ο άντρας εκείνος έφτασε στον περίβολο ουρλιάζοντας. Ήταν ένας από τους υπηρέτες τους.

"Άρχοντά μου! Άρχοντά μου!" κραύγασε μόλις τους είδε να στέκονται αποσβολωμένοι κοντά στην είσοδο. Έκοψε την τρεχάλα του προσπαθώντας να βρει την ανάσα του.

"Τι συμβαίνει λοιπόν; Θα μας πεις;" κατάφερε να του μιλήσει αυστηρά αλλά με τη φωνή του μόλις να βγαίνει απ' τα πνευμόνια του. Σχεδόν ήξερε τι επρόκειτο να ακούσει.

Ο άντρας έπεσε κατά γης μπροστά του.

"Ο γιος σου άρχοντά μου...."

"Τι έγινε με το γιο μου; Μίλα!" τού φώναξε πιάνοντάς τον από το χιτώνα τραβώντας τον. Εκείνη τη στιγμή μια πομπή από τέσσερις καβαλάρηδες στρατιώτες έφτασαν έξω. Κατέβηκαν από τα άλογά τους. Ο Κρέων μπόρεσε με την άκρη του ματιού του να δει ότι σε ένα πέμπτο άλογο ήταν φορτωμένο ένα ανθρώπινο σώμα. Τα πρόσωπα των στρατιωτών φορούσαν μια μάσκα τρόμου και πένθους. Κάποιοι προσπαθούσαν να κατεβάσουν το σώμα από το άλογο.

"Παιδί μου!" έσκισε το ουρλιαχτό της Ευρυδίκης το σκοτάδι της νύχτας που είχε ήδη πέσει. Πριν προλάβει κάποιος να την κρατήσει όρμηξε στο άλογο. Ο Κρέων ένιωθε να ζει ένα εφιάλτη. Ένας στρατιώτης κρατούσε στα χέρια του νεκρό έναν νεαρό άντρα, πίσω του σιωπηροί ακολουθούσαν οι άλλοι. Η Ευρυδίκη προσπαθούσε να αγγίξει το χλωμό πρόσωπο του νεκρού της γιου. Ο Κρέων είδε τον Μενοικέα να φτάνει νεκρός στα χέρια των στρατιωτών που τον ακούμπησαν στο πλάτωμα της αυλής. Όλα έμοιαζαν παράλογα.

"Παιδί μου! Το έκανες λοιπόν; Πώς μπόρεσες; Πώς άντεξες μόνος σου γιε μου; Σε ποια κραυγή θυσίασες τη νιότη σου Μενοικέα;"

Η γυναίκα του, η Ευρυδίκη τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος:

«Τι κάνατε στο παιδί μου, καταραμένοι!» ούρλιαξε ορμώντας στον Κρέοντα. Τα χέρια της χτυπούσαν το κορμί του με όση δύναμη είχε συνεχίζοντας να φωνάζει:

«Καταραμένος να είναι ο πόλεμός σας και εσείς όλοι! Όλοι σας! Σάς σιχαίνομαι και σάς και τα βασίλειά σας και τις εξουσίες σας. Μαύρος θάνατος του Άδη να σας τυλίξει στα βάθη της γης του. Τι κάνατε στο παιδί μου; Ποιος τον έσπρωξε στο θάνατο;»

Δεν υπήρχε απάντηση στις κραυγές της. Ο Κρέων δεν έκανε καν προσπάθεια να γλιτώσει από τα χτυπήματά της. Μόνο τα δάκρυά του ένιωθε να καίνε στα μάγουλά του μαζί με τα χαστούκια της Ευρυδίκης.

Έπεσαν μετά και οι δύο αλλόφρονες πάνω στο άψυχο σώμα του παιδιού τους κλαίγοντας γοερά. Ο Κρέων πήρε μια μεγάλη ανάσα, σήκωσε τα χέρια ψηλά και με όση δύναμη έμενε πια μέσα του κραύγασε:

"Πολυνείκη γιε του Οιδίποδα! Καταραμένος να είσαι για τον ερχομό σου εδώ, στη γη σου εισβολέας και πολιορκητής. Καταραμένος να 'σαι από το αίμα του παιδιού μου. Μέρα μαύρη και θάνατος πικρός να σε προσμένει στα τείχη της πόλης! Τώρα είμαι βέβαιος! Το αίμα του γιου μου θα πέσει στων Δαναών τα κεφάλια. Καταραμένοι! Ελάτε λοιπόν! Ελάτε! Και να είστε σίγουροι ότι τα κουφάρια σας, σφαγμένα, θα τα φάνε τα όρνια στον κάμπο. Δεν θα υπάρξει κόκκος αυτής της γης να σκεπάσει τα κομμάτια σας."

Αυτό το τελευταίο το είπε με σπαραγμό έχοντας βγάλει από μέσα του όλη την ικμάδα της ψυχής του.

Ο Μενοικέας τάφηκε κάτω από δύο μεγάλα πλατάνια αντίκρυ από τις Νήιστες πύλες της Θήβας. Η είδηση του θανάτου του, βύθισε στο πένθος τους απλούς ανθρώπους, όσους κατάφεραν να το μάθουν. Σε κάποιους άλλους προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα. Ο λόγος του θανάτου του δεν έμεινε κρυφός στον Ετεοκλή. Η αντίδρασή του ήταν σαν να τον έκοψε στα δύο. Από τη μια ο τραγικός θάνατος του νεαρού ξαδέλφου του, τού προκαλούσε αφόρητο πόνο και θλίψη. Απ την άλλη ο χρησμός μίλαγε πια για νίκη των Θηβαίων και σωτηρία της πόλης. Και αυτό ήταν ο σκοπός του. Δεν θα αργούσε πολύ η ώρα που θα έβλεπαν όλοι αν ο πόλεμος θα είχε αυτήν την κατάληξη. Η ώρα για τη μεγάλη μάχη είχε ήδη φτάσει.

Συνεχίζεται...

Η σκιά του θανάτου αγγίζει πια και την οικογένεια του Κρέοντα. Το στερνοπαίδι του έβαλε μόνο του τέλος στη ζωή του, για να δώσει λύτρωση στην πόλη του, βυθίζοντας στο πένθος όμως τους δικούς του ανθρώπους. Ένας ατέλειωτος φαύλος κύκλος μίσους και αίματος έχει ήδη ανοίξει και απειλεί να καταπιεί τα πάντα ολόγυρά του. Συνεχίζουμε φίλες και φίλοι.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro