Κεφ. 3.5 Οι επόμενες μέρες (Μέρος Α')
https://youtu.be/3pCGU3bIPEc
Μουσική επιμέλεια: Γλαύκη (https://stisglafkistocafe.blogspot.com/)
Η σκιά τριών μεγάλων βράχων εκεί κοντά στο μεγάλο δρόμο που οδηγούσε προς τη Χαλκίδα θα συνόδευε το σώμα του Τυδέα να ταφεί. Η επόμενη μέρα της μεγάλης μάχης ξημέρωσε πάντα μέσα στη σιωπή. Τον θρήνησαν οι συμπολεμιστές του, περισσότεροι οι Καλυδώνιοι που ήταν μαζί του αλλά και ο Άδραστος με τον Πολυνείκη. Ο τελευταίος έδειχνε απαρηγόρητος.
"Αδελφέ μου..." μονολογούσε, "ήρθες στη ζωή μου σαν αντίμαχος, εκείνη τη βραδιά και φεύγεις νεκρός δίπλα μου.... Για τη δική μου δικαίωση. Ποια απόφαση της Μοίρας σε έφερε κοντά μου εκείνο το βράδυ Τυδέα! Σε τράβηξε στο θάνατο η δική μου επιλογή. Δικό μου φταίξιμο ο χαμός σου... ήρθες για μένα εδώ... κινδύνεψες δυό φορές μα τούτη δεν γλίτωσες".
Πήρε στα χέρια του δύο ασημένια νομίσματα και τα έβαλε πάνω στα κλειστά μάτια του Τυδέα.
"Ας είναι ο Άδης φιλικός μαζί σου γιε του Οινέα"
Ακολούθησε και ο Άδραστος, το ίδιο συγκινημένος κι αυτός. Αποχαιρέτισε το γαμπρό του σιωπηρά. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ήδη μπορούσε να νιώσει το θρήνο της μεγάλης του κόρης, που ο θάνατος του άντρα της, ρήμαζε το σπιτικό της. Έμεινε κοντά του ώσπου το σώμα του να χαθεί κάτω από το χώμα.
"Τι προστάζεις για σήμερα;" ρώτησε τον Άδραστο ο Αμφιάραος, που έκανε και τις τιμές στη σωρό του νεκρού.
"Δεν έχει τίποτα σήμερα μάντη! Περισυλλογή νεκρών. Αύριο τα υπόλοιπα. Σκληρά και με εκδίκηση"
Ο Πολυνείκης πλησίασε τον Αμφιάραο. Περπατούσαν και οι δύο δίπλα-δίπλα επιστρέφοντας στο χώρο που στρατοπέδευαν.
"Το είδες ότι ξεκίνησε!" τού είπε ο μάντης χωρίς καν να τον κοιτάξει στα μάτια. Ο Πολυνείκης τού έριξε μια ματιά γεμάτη απορία.
"Πώς μπορείς, στο χαμό ενός συντρόφου μας, να μπλέκεις τους χρησμούς σου;" απάντησε.
"Ο Τυδέας είναι ο πρώτος, μα δεν θα είναι ο τελευταίος. Αυτό που είπα θα γίνει ως το τέλος» σχολίασε ο Αμφιάραος, παγωμένος.
«Ότι είναι δοσμένο απ' τους Θεούς θα γίνει Αμφιάραε. Κανείς δεν πρόκειται μα και δεν μπορεί να το αλλάξει. Μόνο σταμάτα να ρίχνεις το ηθικό των στρατιωτών..."
"Φοβάσαι;" τον ρώτησε με σκέψεις σκοτεινές.
"Όποιος λέει ότι δεν φοβάται στη ζωή του είναι ψεύτης. Απλά μπορώ να διαχειρίζομαι το φόβο μου και να μην κρύβομαι πίσω του» απάντησε με τη σειρά του ο Πολυνείκης.
Στη Θήβα ο Μελάνιππος τάφηκε κοντά στις πύλες του Προίτου. Τον θρήνησαν κι αυτόν οι Θηβαίοι. Μα και πανηγύρισαν το θάνατο του Τυδέα, που τον έτρεμαν στην κυριολεξία. Ήταν όμως και προβληματισμένοι. Και στο συμβούλιο που έγινε εκείνη τη μέρα το πρωί ήταν αποκαλυπτικοί.
"Δεν έχουμε χρόνο μήτε για θρήνους μήτε για κομπασμούς" κάποια στιγμή μίλησε δυνατά ο Ετεοκλής συνεχίζοντας:
"Μπορεί να στείλαμε στον Άδη έναν από τους βασικούς στρατηγούς των Δαναών. Ο κομπασμός του Τυδέα μπορεί τώρα να αντηχεί στα σκοτάδια του Τάρταρου και το μήνυμα σε όλους εκείνους που μάζεψε ο επίορκος αδελφός μου να ακούστηκε ως ψηλά στον Όλυμπο. Χάσαμε και εμείς τον Μελάνιππο, γενναίο πολεμιστή και έντιμο άνθρωπο. Δεν ειπώθηκε όμως ακόμα η τελευταία λέξη σε αυτόν τον πόλεμο. Είναι πολύ νωρίς ακόμα"
"Χάσαμε τον κάμπο βασιλιά! Ίσως δεν θα έπρεπε να βγάλουμε τον στρατό μας έξω απ τα τείχη. Στο είπα και πριν ξεκινήσουμε..." διέκοψε ο Κρέων.
"Ναι αλλά ξαφνιάστηκαν" πρόλαβε να πει ο Ετεοκλής.
"Είχαμε μεγάλες απώλειες βασιλιά μου στο Ιππικό μας. Έμεινε σχεδόν το μισό" πρόσθεσε ο Υπέρβιος.
"Τα τείχη της πόλης είναι ανίκητα. Στέκουν εκεί απ' τη γενιά του Αμφίονα και του Ζήθου. Και οι εφτά πύλες της Θήβας θα κλείσουν μια για πάντα τα φτηνά αρπαχτικά όνειρα του αλαζόνα βασιλιά του Άργους" απάντησε ο Ετεοκλής.
"Πως σκέφτεστε να αμυνθούμε στη συνέχεια; Οι Αργείοι δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια" μίλησε ο Άκτωρας.
Ο Ετεοκλής πήρε πάλι το λόγο με ύφος βλοσυρό.
"Θα οργανώσουμε την άμυνά μας μέσα από τα τείχη. Οι δυνάμεις μας θα μοιραστούν είτε πάνω από αυτά είτε πίσω απ' τις πύλες αν χρειαστεί να τις υπερασπίσουν. Θα τους αφήσουμε να επιτεθούν εκείνοι αυτή τη φορά. Έχουμε το πλεονέκτημα της άμυνας και της θέσης. Θα τους αφήσουμε να πάμε σε φθορά και κούραση. Και σαν καταφέρουμε να τους αποκρούσουμε θα κρίνουμε εκείνη τη στιγμή τι θα γίνει. Θα αναδιοργανώσουμε το Ιππικό μας και στην πρώτη ευκαιρία θα τους χτυπήσουμε στον κάμπο έξω"
Ακολούθησε συζήτηση, ανταλλαγές απόψεων και σκέψεων. Κάποια στιγμή το συμβούλιο τέλειωσε. Ότι ήταν να ειπωθεί και να αναλυθεί είχε ήδη γίνει. Οι πολέμαρχοι έφυγαν όλοι. Έμειναν στη μεγάλη αίθουσα τρεις: Ο Ετεοκλής, ο Κρέων που τις τελευταίες ώρες η θέση του είχε αναβαθμιστεί και ο Μενοικέας, ο νεαρός γιος του.
"Θέλω να θυμάσαι αυτά που σου άφησα σαν επιθυμίες μου σεβαστέ μου θείε", είπε ο βασιλιάς.
"Να είσαι σίγουρος παιδί μου" απάντησε ο Κρέων.
Ο Ετεοκλής πλησίασε τον νεαρό που είχε δίπλα του ο θείος του. Ήταν όμορφος με μεγάλα εκφραστικά μάτια. Στο άγουρο ακόμα πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ο ενθουσιασμός και η πίστη.
"Είναι ο δεύτερος γιος σου Κρέοντα; Τον Αίμωνα τον γνωρίζω καλά" ρώτησε ο βασιλιάς.
"Ναι, το άλλο μου καμάρι!" απάντησε εκείνος.
Ο Ετεοκλής παρατηρούσε την αστραφτερή στολή του νεαρού και το χάλκινο σπαθί του θηκαρωμένο στο πλάι της ζώνης του.
"Είσαι ο Μενοικέας!" τού είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Εκείνος χαιρέτισε με μια μικρή κλίση στο κεφάλι του.
"Μάλιστα βασιλιά μου" αποκρίθηκε εκείνος.
"Μεγάλωσες! Έχω να σε δω από παιδί. Ήσουν χθες στη μάχη έξω γιε μου;" τον ρώτησε.
"Ναι, ήμουν στους λόχους του πεζικού! Στρατηγός μου ο Λασθένης. Παραταχτήκαμε έξω από τα τείχη..." απάντησε εκείνος με ενθουσιασμό.
"Η ορμή της νιότης...μεγάλωσες απότομα χθες Μενοικέα! Βλέπω στο βλέμμα σου αυτό σου το πάθος και τη δύναμη" σχολίασε ο Ετεοκλής.
"Η πίστη για την πατρίδα είναι πάνω απ όλα βασιλιά μου! Οι αξίες αυτές είναι για μένα αδιαπραγμάτευτες" απάντησε ο νεαρός με έπαρση στα μάτια.
"Να προσέχεις παιδί μου! Ο Λοξίας Απόλλων να στέκει στο πλάι σου" είπε ο Ετεοκλής γυρίζοντας προς τον Κρέοντα.
"Να χαίρεσαι το γιό σου θείε. Άξιος συνεχιστής σου και πιστός μαχητής της Θήβας... Τέτοιους μαχητές έχει ανάγκη η πόλη για να επιβιώσει. Δεν σας θέλω άλλο μπορείτε να φύγετε αν θέλετε"
"Ναι, είναι ώρα να φύγουμε" απάντησε ο Κρέων. Σε λίγο έβγαιναν από το παλάτι κατηφορίζοντας προς το σπίτι τους. Ο γηραιός παλιός βασιλιάς έδειχνε προβληματισμένος.
"Τι σε απασχολεί πατέρα;" τον ρώτησε ο γιος του.
"Περιμένω τον μάντη. Έστειλα αγγελιοφόρο να του μηνύσει να έρθει"
"Τον Τειρεσία;"
"Ναι..."
"Τι τον θέλεις;"
"Μού μήνυσε ότι με θέλει. Μπορεί να κομπάζουμε για το θάνατο του Τυδέα αλλά έχω ανάγκη να μάθω τη σκέψη των Θεών; Και ο μάντης μονάχα μπορεί να μού τη δώσει"
"Οι χρησμοί πατέρα βγαίνουν στο πεδίο της μάχης και της υπεράσπισης της πατρίδας" αντέτεινε ο γιος του, "και όχι στις οιωνοσκοπίες που κάνουν οι μάντεις"
"Αχ της νιότης σου η ορμή! Είμαι περήφανος που είσαι γιος μου αλλά μην ξεχνάς είμαι και πατέρας. Πατέρας, νιώθω, όλων των Θηβαίων. Κάποτε μού εμπιστεύτηκαν την πόλη σαν η θανατηφόρα Σφίγγα βασάνιζε τη γη μας. Μάλλον κάτι έχει να μού πει αλλά θέλω και εγώ να μάθω τις προβλέψεις του μάντη. Είναι φρόνιμο να πατάμε στις σκέψεις των Θεών"
Ο νεαρός τον κοίταξε και δεν μίλησε.
Θρήνος για την Ισμήνη
Ο Περικλύμενος είχε γυρίσει πίσω στη Θήβα σωστό ράκος. Τα όσα έγιναν τη χθεσινή ημέρα έξω στον κάμπο ήταν ζωγραφισμένα σαν εφιάλτης στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τού είχε συμβεί. Μια δύναμη τρόμου και πανικού τον έσπρωξε μακριά απ την αγαπημένη του. Ποια παρουσία τον ευνούχισε πνευματικά ώστε να μην έχει την παραμικρή αίσθηση να μείνει εκεί κοντά της. Όπως έπρεπε! Όπως είχε καθήκον να κάνει. Να την υπερασπιστεί. Και εκείνην και το ναό της Αθηνάς. Αναλογιζόταν αν έφταιξε σε κάτι και η Θεά επιφύλαξε τέτοιο τέλος. Δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα. Τριγυρνούσε μέσα στα τείχη σαν θεριό ανήμερο περιμένοντας τη στιγμή να επιστρέψει εκεί απ' όπου δεν έπρεπε να φύγει ποτέ!
Ήδη η απουσία της Ισμήνης είχε μαθευτεί και είχε γίνει αισθητή. Οι δύο νεαρές κοπέλες του ναού είχαν μιλήσει. Τα ανήσυχα νέα που κατέτρωγαν τους πάντες είχαν αρχίσει να απλώνονται στην πόλη. Εκείνος ήξερε! Ήταν ο μόνος που ήξερε. Ένιωθε το κορμί του να τρέμει απ την ντροπή και τη στενοχώρια. Ήδη οι ενοχές άρχισαν να τον βασανίζουν. Περίμενε να κοπάσει η αντάρα της μάχης και να δηλώσει στο βασιλιά ότι θα πάει ο ίδιος με ένα απόσπασμα να ερευνήσει στον ναό της Αθηνάς. Πράγμα που έκανε. Έτρεμε στην ιδέα να τούς πει την αλήθεια.
Το άλογό του ήταν λίγα μέτρα μπροστά από τους επτά ακόμα ιππείς που τον συνόδευαν. Βγήκαν από τα τείχη της πόλης και κατευθύνθηκαν προς τον ναό που απείχε κάποια στάδια από εκεί. Όσο πλησίαζαν τόσο τα χέρια του έτρεμαν πάνω στα γκέμια του αλόγου του. Και όταν πια το σχήμα του ναού άρχισε να παίρνει σαφή μορφή μπροστά τους δυσκολεύονταν ακόμα και να ιππεύσει. Σαν έφτασαν εκεί ξεπέζεψε. Δύο από τους καβαλάρηδες τον ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι επέβλεπαν το χώρο ολόγυρά τους. Νεκρική σιγή απλώνονταν στον κάμπο της Θήβας. Κατά διαστήματα κάποιες άμαξες κουβαλούσαν τα σώματα των νεκρών Θηβαίων μέσα στα τείχη ενώ πέρα μακρύτερα το ίδιο συνέβαινε και με τους Αργείους.
Το κορμί του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Μπήκε στον ναό. Μέσα του ξύπνησαν οι εφιαλτικές εικόνες της προηγούμενης μέρας. Νόμιζε ότι άκουγε στα αυτιά του τις κραυγές της, τις ικεσίες της να μείνει κοντά της. Άρχισε να τρέμει. Χοντρές στάλες ιδρώτα μούσκεψαν το πρόσωπό του.
"Είστε καλά;" τον ρώτησε ο ένας από τους δύο συνοδούς του.
Δεν απάντησε. Συνέχισε να προχωρεί με δυσκολία χάνοντας τα βήματά του. Δεν χρειάστηκε να προχωρήσουν πολύ. Την βρήκαν εκεί πεσμένη στη βάση του βωμού. Μουσκεμένη στο αίμα της. Τα μάτια του θόλωσαν. Γέμισαν δάκρυα και ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ήττας και ντροπής ήρθε να τον τυλίξει πνίγοντάς τον. Έπεσε στα γόνατα κοντά της. Άπλωσε τα χέρια του θέλοντας να την αγκαλιάσει αλλά ένιωθε την ενοχή να τον καίει. Η κραυγή του ήχησε κόβοντας την νεκρική γαλήνη ολόγυρα κάνοντας τα άλογα να χλιμιντρίσουν. Την πήρε στην αγκαλιά του. Παγωμένη, ακίνητη, χλωμή. Τον είδαν να βγαίνει απ τον ναό σαν φάντασμα. Κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την όψη του. Την απόθεσε στο άλογό του. Δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Την μοναδική φορά που το έκανε για να τα κλείσει ήταν σαν να τον κοιτούσε ανέκφραστα ρωτώντας τον γιατί την εγκατέλειψε. Πήραν το δρόμο της επιστροφής. Σε αυτό το ερώτημα δεν είχε να δώσει απάντηση. Και ήξερε ότι θα τού γύρευε απόκριση σε ολάκερη την υπόλοιπη ζωή του. Όση του έμελλε να ζήσει. Δεν ήξερε καν αυτόν που της πήρε τη ζωή. Αυτή τη μανιασμένη μορφή που εμφανίστηκε εκεί τυλιγμένη σε αυτό το θανάσιμο φως, λες σταλμένη από κάπου έξω απ τις επιλογές των ανθρώπων. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ορκιστεί εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του. Αυτό ήταν και το μοναδικό που μπορούσε να του δώσει δύναμη και σκοπό σε όσα θα ακολουθούσαν.
Η είδηση του θανάτου της Ισμήνης έπεσε στην πόλη σαν τον ερχομό της φονικής Σφίγγας τότε που αποτελούσε μόνιμη πληγή στη ζωή τους. Καθένας είχε τους δικούς του λόγους για να την θρηνήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Ο λαός της Θήβας γιατί την ήξερε σαν μια απλή και προσιτή κόρη του παλιού ένδοξου βασιλιά τους. Που ζούσε ανάμεσά τους χωρίς έπαρση και αλαζονεία. Ο Ετεοκλής γιατί, παρά τις μεγαλοστομίες και την σκληρότητα με την οποία η εξουσία και η αρχομανία τυλίγει τον άνθρωπο, δεν έπαυε να ήταν η μικρή του αδελφή. Αλήθεια πόσο ξαναγινόμαστε πάλι απλοί άνθρωποι όταν το κακό μας τυλίξει. Μόλις ο θάνατος αφήσει τη σκιά του επάνω μας τότε νιώθουμε την ανάγκη να πονέσουμε, να κλάψουμε, να αισθανθούμε αδύνατοι. Γιατί τέτοιοι πραγματικά είμαστε. Η Ιοκάστη δέχτηκε ένα ακόμα πλήγμα στη ζωή της, που στα τελευταία χρόνια είχε βουλιάξει στη δυστυχία. Μετά τον άντρα της, η μικρή της κόρη. Και με τον πόλεμο έξω να έχει ξεκινήσει να μαίνεται, να ανατριχιάζει στο φόβο για το επόμενο χτύπημα. Τα δυό της αγόρια είχαν πια βγάλει τα σπαθιά απ' τα θηκάρια και ήταν θέμα χρόνου να βρεθούν αντιμέτωποι. Τέλος η Αντιγόνη. Ναι, η μεγάλη της αδελφή. Η είδηση του θανάτου της ήταν μια ακόμα μαχαιριά στη ζωή της. Ένα κενό μεγάλο, δυσαναπλήρωτο. Προσπαθούσε να συνηθίσει αυτό το κενό που μεγάλωνε μέσα της απειλώντας να την γκρεμίσει εντελώς.
Ο Περικλύμενος είχε φροντίσει να πλύνει και να καθαρίσει το σώμα της τιμώντας το με νεκρικές χοές πριν το παραδώσει στους δικούς της στο παλάτι. Δεν ήθελε η εικόνα της σφαγμένης Ισμήνης με τον τρόμο απλωμένο στα μάτια της να φτάσει στους δικούς της. Θα αποτελούσε μοναδική προίκα μονάχα για τον ίδιο. Και ασήκωτο βάρος ενοχής, ντροπής αλλά συνάμα και οργής. Ήθελε να πάρει το αίμα της πίσω. Αργά βέβαια γι' αυτήν αλλά ίσως ένα ελάχιστο ίαμα για το βάρος που θα κουβαλούσε στην καρδιά και στη σκέψη του. Ολάκερη η Θήβα έκλαψε και τίμησε την όμορφη κόρη. Όπως της έπρεπε και της άξιζε.
Έτσι πέρασε στην ιστορία η Ισμήνη, η νεώτερη θυγατέρα του Οιδίποδα. Ως αθώα, πλήρωσε και εκείνη ακριβά το άγος και την βαριά κατάρα που συνόδευε τον οίκο τους. Αλλά και τη δειλία του ανθρώπου, που αγαπούσε. Και τα γεγονότα ήταν τέτοια, που δεν άφηναν σε κανέναν τους την πολυπόθητη γαλήνη να συνειδητοποιήσουν το χαμό της. Ήταν τόσα πολλά αυτά άλλωστε αυτά που θα ακολουθούσαν.
Συνεχίζεται...
Βαρύ το τίμημα της πρώτης μεγάλης μάχης στον κάμπο της Θήβας. Οι οδύνες του θανάτου καλύπτουν τα πάντα, στοιχειώνουν τους ανθρώπους, ορθώνουν την απώλεια, το σπαραγμό και τον πόνο. Τυδέας, Μελάνιππος, Ισμήνη. Τα πρώτα επώνυμα θύματα της αλληλοσφαγής. Η μικρή κόρη του Οιδίποδα, τραγικά χαμένη, πληρώνει το τίμημα της μεγάλης κατάρας και της αφροσύνης των δικών της.
Φίλες και φίλοι, σάς ευχαριστώ, που φτάσατε ως εδώ. Προσπαθώ να ανεβάζω κεφάλαια σε διαχειρίσιμη έκταση, χωρίς να είναι απέραντα, για να μπορείτε να μοιράζετε τον πολύτιμο χρόνο σας. Σας ευχαριστώ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro