Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 3.3 Στη σκιά της σύγκρουσης (Μέρος Β')

Πριν οι σάλπιγγες ηχήσουν

Το πρώτο φως της επόμενης μέρας άρχισε να ροδίζει κατά την Ανατολή. Ο ουρανός ήταν καθαρός και ελάχιστα σύννεφα ήταν έτοιμα να καλωσορίσουν το πρώτο σήκωμα του ήλιου. Μια παράξενη σιωπή βασίλευε στον κάμπο της Θήβας. Λες και όλα τα πλάσματα της φύσης ολόγυρα κρατούσαν την ανάσα τους.

Ο Αργίτικος στρατός ήδη ξεκινούσε να διανύει τα πρώτα του στάδια απέναντι στα τείχη της Θήβας. Ο Άδραστος καβαλίκεψε τον Αρίωνα τον κυανοχαίτη. Ένα περήφανο ανίκητο μέχρι τώρα άλογο, προσωπικό δώρο του Ηρακλή στον βασιλιά του Άργους. Στάθηκε πρώτος στη γραμμή της παράταξης με δεξιά κι αριστερά τους υπασπιστές του. Θα οδηγούσε το Ιππικό, που είχε χωριστεί σε τρία τμήματα. Ένα στο κέντρο μπροστά και άλλα δύο στα πλάγια της παράταξης.

Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε τα λοφία των οπλιτών αλλά και των καβαλάρηδων. Ένα παράξενο λευκό χαλί φαίνονταν ο λευκάσπιδος Αργίτικος στρατός, από ψηλά. Λες και κάποιος το είχε απλώσει σε ολάκερο τον κάμπο.

Στη γωνία, στο πλάτωμα πάνω στις εξωτερικές επάλξεις του παλατιού, ένας άντρας και μια γυναίκα είχαν σμίξει σε μια δική τους αγκαλιά. Μια αγκαλιά αποχαιρετισμού και αγωνίας. Ο άντρας ήταν ψηλός, στιβαρός, ντυμένος τη στολή ενός πολέμαρχου. Στο ένα του χέρι κρατούσε την χάλκινη περικεφαλαία του και το άλλο του χέρι κρατούσε με πάθος μια γυναίκα.

Η Ισμήνη άπλωσε τα χέρια της να κρατήσει στην αγκαλιά της τον νεαρό και επιβλητικό άντρα. Στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένη όλη η αγωνία του αποχωρισμού. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια λες και ήθελε να φυλακίσει το χρόνο μέσα τους.

"Θέλω να προσέχεις Περικλύμενε, αν πάθεις κάτι...." λύγισε στα λόγια της.

Ο επιβλητικός πολέμαρχος χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά της.

"Μην φοβάσαι αγαπημένη μου. Στο υπόσχομαι"

"Θα σε περιμένω στον ναό της Αθηνάς, θα είμαι εκεί"

"Εντάξει, θα βρω το χρόνο να σε δω" της είπε.

Αποχωρίστηκαν με ένα παθιασμένο φιλί. Καρπός του έρωτα που κρατούσε τη φωτιά αναμμένη στις καρδιές τους. Ο Περικλύμενος φόρεσε την χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του. Έσφιξε τη θήκη με το ξίφος του στη ζώνη του. Χώρισαν. Γύρισε και της έριξε μια τελευταία ματιά λίγο πριν χαθεί προς τις πύλες της πόλης για να πάρει τη θέση του στη μάχη που ξεσπούσε. Η Ισμήνη έσυρε τα βήματά της στον ναό της Αθηνάς. Ήταν χτισμένος έξω απ τις πύλες της πόλης προς την άλλη μεριά. Πίστευε μακριά από το πεδίο της σύγκρουσης.

Ο Τυδέας έστεκε στο λόχο του μπροστά ασυγκράτητος. Είχε φορέσει την πανοπλία του και στο αριστερό του χέρι κρατούσε την ασπίδα του. Ένας ουρανός ήταν χαραγμένος πάνω της γεμάτος αστέρια. Στο κέντρο έστεκε σκαλιστό ένα ολόγιομο μεγάλο φεγγάρι και ολόγυρά του μια μεγάλη κορώνα και απέναντι ένα μάτι της νύχτας. Στο δεξί του χέρι βάσταγε ήδη γυμνό το σπαθί του. Με τις κραυγές του είχε ήδη ξεσηκώσει το λόχο του βλαστημώντας τους εχθρούς καλώντας μεγάλο κακό να κάνει.

Αμέσως δίπλα του ο Καπανέας, γιγάντιος στο κορμί, προκαλώντας τρόμο με την εμφάνισή του. Στη λευκή του ασπίδα ήταν χαραγμένος γυμνός πελώριος άντρας βαστώντας στα χέρια αναμμένο πυρσό. Τα χρυσά σκαλιστά γράμματα πάνω έγραφαν "Την πόλη θα κάψω". Ενθάρρυνε το λόχο του με φωνές τρομερές και απειλές ανήκουστες για τους Θηβαίους και τη πόλη.

Πιο πέρα ο Ετέοκλος πάνω στην ατίθαση φοράδα του. Στεκόταν ήρεμος, αποφασισμένος. Στο άλογό του ήταν κρεμασμένη η ασπίδα του με χαραγμένη στο κέντρο μια σκάλα στηριγμένη στα τείχη της Θήβας. Οι καβαλάρηδες πίσω του ένα δικό του νεύμα καρτερούσαν για να ορμήσουν μπροστά.

Ο Ιππομέδοντας έστεκε πεζός ολόρθος κάτω από το άρμα του. Με το πελώριο μπόι του ξεχώριζε μπροστά στους δικούς του. Στο αριστερό του χέρι ήταν περασμένη η δική του ασπίδα, ολοστρόγγυλη. Ξεχώριζε σκαλιστός ο Τυφώνας στο κέντρο να ξερνάει μαύρο καπνό από το στόμα του και ολόγυρα ένας διάκοσμος από φίδια συμπλήρωναν το ανάγλυφο.

Αμέσως μετά ο Παρθενοπαίος. Ο ευγενικός μα συνάμα και ατρόμητος Αρκάδας, πανέμορφος και επιβλητικός. Η Σφίγγα ξεχώριζε σφυρήλατη στο κέντρο της ασπίδας του, βαστώντας στα αιμοβόρικα νύχια της Θηβαίο πολεμιστή.

Ο Αμφιάραος με το λόχο του ξεχώριζε. Πάνω στο άρμα του, με τον οδηγό του τον Βάτωνα. Έχοντας στο ξημέρωμα κάνει τις θυσίες του ρίχνοντας τα σφάγια για χρησμούς. Στεκόταν με βλέμμα αλλόκοτο, μακρινό. Λες και ήδη πια η σκέψη του είχε φύγει πέρα μακριά απ τον κάμπο της Θήβας. Ξεχώριζε η κατάλευκη ασπίδα του χωρίς κανένα σημάδι ή σκάλισμα.

Τέλος στην άκρη της παράταξης έστεκε ο Πολυνείκης. Πολλές στιγμές ένιωθε τη συγκίνηση να τον πνίγει και να του φέρνει τρεμούλα στα χέρια. Κάτι που δεν μπορούσε να διανοηθεί. Η ασπίδα του ήταν σκαλισμένη σε δύο εικόνες. Μια γυναίκα, η Δίκη από τη μία πλευρά και στο άλλο μέρος αντίκρυ της ένας μαλαματένιος πολεμιστής να την ακολουθεί. Η επιγραφή στην ασπίδα έγραφε: "Πίσω θα φέρω αυτόν να ξαναπάρει τα πατρικά παλάτια και την πόλη".

Όλα ήταν έτοιμα. Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή. Το τελευταίο νεύμα. Ο παιάνας στις σάλπιγγες για να ξεκινήσει η επίθεση του Αργίτικου στρατού.


"Έλα μάνα βιάσου!" ακούστηκε γεμάτη αγωνία η φωνή της Αντιγόνης. Πίσω της η Ιοκάστη προσπαθούσε, με όση δύναμη έμενε στη λιπόσαρκη μορφή της, να ανέβει τα πέτρινα σκαλιά στα τείχη της πόλης. Μπροστά τους πήγαινε ένας ώριμος στην ηλικία άντρας, που σίγουρα ήταν κάτι σαν οδηγός τους.

"Παιδί μου, δεν έχω δυνάμεις εύκολα να δαμάσω τούτες τις πέτρες..." απάντησε με την ανάσα της να κοντεύει να την πνίξει.

"Αμ με τα χέρια του Ζήθου και του Αμφίωνα αναστήθηκαν τούτα τα ανίκητα τείχη!" φώναξε ο άντρας μπροστά τους, "και τώρα ήρθε η ώρα να μας προστατέψουν απ τη μανία των Δαναών. Ελάτε Κυράδες μου από εδώ" τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.

Όσο ανέβαιναν τόσο ο κάμπος στη Θήβα άρχισε να φαίνεται μπροστά στα μάτια τους σε όλο σχεδόν τον ορίζοντα. Μπορούσαν ήδη να δουν τους Θηβαίους στρατιώτες πάνω στις επάλξεις έτοιμους για την άμυνα. Με μεγάλη δυσκολία, που βάραινε περισσότερο την πολυταλαιπωρημένη Ιοκάστη, κατάφεραν να φτάσουν ψηλά στις επάλξεις. Πλησίασαν στους στρατιώτες. Κάποιοι τους κοιτούσαν δύσπιστα, κάποιοι όχι. Κάποιοι γνώρισαν την Ιοκάστη, την παλιά τους βασίλισσα και υποκλίθηκαν με τιμή. Στους άλλους έδωσε εξηγήσεις ο άντρας συνοδός που ήταν αξιωματικός της φρουράς τους στο παλάτι.

Σε λίγο έφτασαν στην κορυφή. Δεξιά τους ήταν οι πύλες του Προίτου και αριστερά οι μεγάλες πύλες της Ηλέκτρας.

"Εδώ! Ελάτε να σταθείτε εδώ, είναι το πιο ασφαλές σημείο. Όμως δεν θα μείνουμε για πολύ. Σε λίγο εδώ θα γίνεται χαλασμός απ την αντάρα της μάχης" τους είπε ο συνοδός τους.

Η Αντιγόνη στάθηκε στις επάλξεις. Σε λίγο δίπλα της έφτασε και η Ιοκάστη.

"Η Ισμήνη γιατί δεν ήρθε;" την ρώτησε η κόρη της.

"Μου είπε θα πάει στον ναό της Αθηνάς, εκεί είναι η θέση της αυτές της ώρες" απάντησε εκείνη.

"Ω Αθηνά προστάτιδά μας, γέμισε ο κάμπος με πολεμιστές. Ως πέρα στον Ισμηνό αλλά και εκεί που πέφτουν οι πηγές της Δίρκης, άσπρισε η γη από τις ασπίδες των πολεμιστών. Σκόνη πηχτή ανανταριάζει τον αέρα από τα πόδια των αλόγων..." σκέφτηκε φωναχτά η Αντιγόνη.

"Τι θα απογίνουμε; Πόσο κακό ακόμα να μας βρει;" πρόσθεσε δίπλα της η Ιοκάστη.

"Που στέκει ο αδελφός μου Δήλιε;" ρώτησε η Αντιγόνη τον αξιωματικό που τις συνόδευε.

"Δεν ξέρω, δεν έχει συγκεκριμένη θέση, απ ότι έμαθα θα είναι παντού"

Η Ιοκάστη άπλωσε το βλέμμα της μπροστά σαν να προσπαθούσε να διακρίνει ως πέρα στις γραμμές των Δαναών.

"Τι προσπαθείς να διακρίνεις κυρά μου; Σε βλέπω και βασανίζεις το βλέμμα σου" την ρώτησε ο Δήλιος.

"Εκείνον! Τον Πολυνείκη. Το ένα κομμάτι απ την ίδια μου τη ζωή, που στέκεται απέναντι στοχεύοντας με το δόρυ και το σπαθί του τον άλλο μου γιο. Να μην βρεθεί μάνα σε ολάκερη τη ζήση να βιώσει τη δική μου κατάρα. Να δω τα δυό μου τα παιδιά να αντιμάχονται μπροστά μου. Ω Λοξία Απόλλωνα, κάνε τούτη τη φορά οι χρησμοί σου να απαλύνουν του θανάτου τη μοίρα. Βάλε μπροστά στα βήματά τους τάφρο αξεπέραστη να μην την δρασκελίσουν τα ατίθασα άτια τους και να φτάσουν ο ένας αντίκρυ στον άλλο.."

Η Αντιγόνη την ζύγωσε. Πιάστηκε από τους ώμους της. Ο αγέρας άρχισε να φυσάει δυνατότερα και έτσι η σκόνη απ τα άλογα και τα βήματα των στρατιωτών σηκώθηκε ψηλά στον κάμπο. Ξάφνου απ' τη μέσα μεριά των τειχών της πόλης ήχησε μεγάλος αχός. Η γη άρχισε να σειέται και σκόνη πολύ σηκώθηκε στον αγέρα.

"Τι συμβαίνει Δήλιε;" ρώτησε με αγωνία η Αντιγόνη.

"Δεν καταλαβαίνω, οι καβαλάρηδές μας κινούνται. Να εκεί! Δείτε! Ζυγώνουν κατά την πύλη της Ηλέκτρας. Και πίσω τους αρματωμένοι οι πεζοί, οι οπλίτες μας"

"Τι θέλουν να κάνουν;" ρώτησε η Ιοκάστη.

Την ίδια στιγμή οι μεγάλες πύλες της Ηλέκτρας άρχισαν να ανοίγουν. Με μεγάλη ταχύτητα και σε πυκνές γραμμές το ιππικό της Θήβας άρχισε να βγαίνει απ τα τείχη.

"Που πάνε;" φώναξε η Αντιγόνη με αγωνία. Ο Δήλιος προσπαθούσε να δει. Οι στρατιώτες δίπλα στα τείχη άρχισαν να ετοιμάζουν τα τόξα και τις φαρέτρες τους.

"Βγαίνουν στον κάμπο!" Είπε ο Δήλιος. "Κινούνται προς τα έξω, να! δείτε. Βγαίνουν οι καβαλάρηδές μας σε παράταξη μάχης. Και από πίσω βλέπω τους οπλίτες μας κι αυτούς κονταροφορεμένους να βγαίνουν παραταγμένοι σε λόχους. Θαρρώ πρώτοι θα κινήσουμε επίθεση. Ο βασιλιάς αποφάσισε να τους ξαφνιάσει"

Ο κάμπος μπροστά στα τείχη της Θήβας γέμισε με καβαλάρηδες που παρατάχτηκαν σε τρία μέτωπα, ένα στο κέντρο και τα άλλα δύο στα άκρα. Πίσω τους άρχισε να παρατάσσεται γρήγορα ασπιδοφορεμένο με τα δόρατα παρατεταγμένα το πεζικό. Οι σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν. Στην απέναντι άκρη, στη μεριά της δύναμης του Άργους επικρατούσε οχλαγωγία.

"Κυράδες μου, είναι ώρα να φύγετε από εδώ. Δεν μπορώ να σας αφήσω. Σε λίγο μάχη θα ξεκινήσει μεγάλη. Είναι πια πολύ επικίνδυνα. Ακολουθείστε με στο παλάτι, πρέπει να κατεβείτε τώρα. Οι Αργείοι μπορεί να εξαπολύσουν τα βέλη απ τη φαρέτρα τους" τους κάλεσε με φανερή αγωνία ο Δήλιος. Δεν πρόλαβαν να κινηθούν και ήδη οι καβαλάρηδες της Θήβας σε πλήρη ανάπτυξη ξεκίνησαν με κοντάρια στα χέρια να εφορμούν στην παράταξη του εχθρού απέναντι. Πίσω τους αναπτυσσόταν πολύ γρήγορα το πεζικό κινούμενο στην ίδια κατεύθυνση. Ο Ετεοκλής έκανε πράξη την απόφασή του. Αποφάσισε να τους αιφνιδιάσει με την πρώτη επίθεση εναντίον τους. Η μάχη σε λίγο θα ξεκινούσε τρομερή.

"Θέλω να μείνω!" φώναξε η Αντιγόνη.

Ο Δήλιος την πλησίασε πιάνοντάς την από τους ώμους.

"Δεν έχει νόημα κόρη μου! Έλα, γυρίζουμε πίσω. Πρέπει να επιστρέψετε στο παλάτι. Και να κάνετε σπονδές στους Θεούς να τελειώσει τούτη η καταστροφή το γρηγορότερο και η πόλη μας να σωθεί"

Κατάφερε να τις τραβήξει προς τα κάτω. Η Ιοκάστη ήταν πιο δεκτική σε αντίθεση με την Αντιγόνη που ήθελε να μείνει. Καθώς ο κάμπος ολόγυρα έτρεμε στον καλπασμό των καβαλάρηδων και στα χτυπήματα που έκαναν οι οπλίτες με τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους.

"Πάμε κόρη μου, δεν αντέχω να βλέπω! Μιας και του πολέμου η μανία ξεκίνησε, όλοι μας οι κόποι κι οι παρακλήσεις πήγαν χαμένες. Μας μένει μόνο να παρακαλάμε τους Θεούς να το τελειώσουν γρήγορα όλο αυτό" ακούστηκε η Ιοκάστη με συγκίνηση.


Σημειώσεις:

* Η Ισμήνη ήταν ιέρεια στον ναό της Αθηνάς

* Η περιγραφή των ασπίδων των επτά στρατηγών του Άργους αναφέρεται στην τραγωδία του Αισχύλου "Επτά επί Θήβαις" (Στίχοι 375-652)

Συνεχίζεται...

Τίποτα πια δεν μπορεί να σταματήσει του πολέμου τη μανία. Η γη στον κάμπο της Θήβας σείεται ολάκερη στη βοή της αμάχης και στη κλαγγή των όπλων. Η τραγική μοίρα έχει ήδη ξεκινήσει να τυλίγει το μακρύ της κουβάρι, απλωμένο χρόνους τώρα πάνω στη γενιά των ανθρώπων. Και οι γυναίκες. Η Ιοκάστη με τις δυο της κόρες, μένει να στέκουν μοιραία, καρτερώντας του Άδη τις επιταγές και αποφάσεις.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro