Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 3.2 Μπροστά στα τείχη της πόλης (Μέρος Β')

Πρόσωπο με πρόσωπο

https://youtu.be/c2rv46wQSoM

"Ο εκλεκτός αδελφός μου! Ο έτερος γιος του Οιδίποδα!" είπε με εμφανή ειρωνεία. Ο Πολυνείκης έμεινε σιωπηρός ακούγοντάς τον.

"Ορίστε μητέρα ήρθα! Υποδέχτηκες λοιπόν τον άλλο σου γιο; Και εσείς αδελφές μου, συγκινημένες καθώς βλέπω, ανοίξατε την αγκαλιά σας; Μήπως σας έδειξε το στρατό που καραδοκεί έξω απ τα τείχη της πόλης για να την ρημάξει; Σας μίλησε για αυτόν; Ή σας είπε λόγια τρυφερά και νοσταλγικά;"

Η ατμόσφαιρα είχε τέτοια θανάσιμη ένταση, που ακόμα και οι χτύποι στις καρδιές ηχούσαν σαν μεγάλα κύμβαλα. Η Ιοκάστη πήρε το λόγο:

"Γιε και βασιλιά μου, αντίκρυ σου είναι ο αδελφός σου, ο Πολυνείκης. Δεν ήρθε να κάψει μήτε να κουρσέψει...."

"Το βλέπω μάνα...δεν το βλέπω;" της απάντησε ο Ετεοκλής. Εκείνη συνέχισε με περισσή υπομονή.

"Για μένα και τις αδελφές σας αλλά και το μαύρο σας πατέρα είστε παιδιά μου, είστε αίμα μου! Οι ίδιοι χτύποι χτυπάνε στις καρδιές σας. Κοιταχτείτε στα μάτια λοιπόν! Τι διστάζετε; Παραμερίστε τον όποιο εγωισμό και μιλήστε να προλάβουμε! Είναι ώρα η λογική του νου να μιλήσει και όχι η αντάρα της καρδιάς! Είναι ώρα να λησμονήσετε το θυμό και να καταλαγιάσετε την οργή. Όλα ας ξεκινήσουν αυτή τη στιγμή, ξανά!"

Ο Πολυνείκης ένιωσε να έρχεται η ώρα του να μιλήσει. Έκανε δύο βήματα προς τον αδελφό του.

"Δεν έχω να κρύψω τίποτα. Και ούτε είναι η πρώτη φορά που θα επαναλάβω τούτα τα λόγια. Η βαριά κατάρα του πατέρα μας και η δική μας συμφωνία με έδιωξε απ τη γη μου. Ορκιστήκαμε πριν χρόνια ότι, για να διώξουμε της έριδας το φθόνο, θα αλλάζουμε την εξουσία στη Θήβα. Αυτήν την συμφωνία κάναμε μπροστά στους Θεούς και την τίμησα! Και η απάντηση που πήρα ήταν περιφρόνηση και διωγμό. Εξορία απ τη γη μου..."

"Δεν σε έδιωξε κανείς! Μονάχος διάλεξες να φύγεις" τον έκοψε ο Ετεοκλής.

Ο Πολυνείκης συνέχισε στον ίδιο τόνο, προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμος.

"Αυτήν την συμφωνία έρχομαι, μια ακόμα φορά τώρα, τούτη τη στιγμή να τιμήσουμε. Και με μιας να φύγει ολάκερος ο στρατός απ έξω από τις πύλες. Να βασιλέψω όπως ορίζεται και ύστερα να φύγω ξανά για να γίνεις βασιλιάς. Αυτός είναι ο λόγος μου"

Ο Ετεοκλής τον κοίταξε για λίγο, ύστερα είπε απευθυνόμενος στη μάνα του:

"Εγώ είμαι ο βασιλιάς μάνα και τέτοιος θα μείνω. Και μετά από μένα ο γιος μου διάδοχος στην πόλη των Καδμείων! Είναι ανανδρία να κάνω πίσω, είναι ντροπή μου!"

"Παιδί μου τι λες;" τον κοίταξε εκείνη με απόγνωση.

"Τον ακούς μάνα;" φώναξε ο Πολυνείκης.

"Ήρθες εδώ κρυμμένος πίσω απ τα σπαθιά των Δαναών και των ξένων να σου δώσω το θρόνο; Αλήθεια τόση ανδρεία έχεις; Μονάχος δεν μπορείς να την διεκδικήσεις; Έβαλες τους άλλους προπομπό; Πώς τους έπεισες ήθελα να ήξερα;"

"Ξεχνάς κάτι βασιλιά της Θήβας! Στο Άργος δεν είμαι μήτε ζητιάνος μήτε δούλος! Γαμπρός του βασιλιά είμαι και έτσι ο στρατός που βλέπεις μήτε ξένος μού είναι μήτε υποτακτικός. Και μιλάς εσύ για τιμή; Που δεν σεβάστηκε μήτε ένα πρεσβευτή που ήρθε στη Θήβα για μεσολάβηση. Τον Τυδέα παγίδεψες στις όχθες του Ασωπού για να αφανίσεις με κάμποσους δικούς σου. Εσύ!"

"Δεν θα δεχτώ ποτέ να παραδώσω το σκήπτρο του βασιλιά στον άνθρωπο που σήκωσε τα δόρατα στη πόλη μου"

"Πάψε να κρύβεσαι πίσω από σχήματα με τις λέξεις αδελφέ μου. Δεν τα σήκωσα εγώ τα δόρατα! Μην το ξεχνάς! Δεν τα σήκωσα ακόμα! Για αυτό είμαι εδώ, να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε"

"Είσαι όμως έτοιμος να το κάνεις..."

"Ήρθα να σε πείσω όπως το έκανα και τότε. Αν ήθελα να πολεμήσω δεν θα ήμουνα τώρα εδώ μπροστά σου! Αποφάσισε κάποια στιγμή να απαντήσεις σ' αυτό που έχεις μπροστά σου και όχι σε εκείνο, που πιστεύεις"

"Άκουσε! Και εσείς μάνα και αδελφές μου", απάντησε ο Ετεοκλής "Εγώ είμαι στην εξουσία και σαν είσαι βασιλιάς μπροστά την αρχή και στο θρόνο δεν λογάται άλλο τίποτα..."

"Παιδί μου αυτό είναι φιλαρχία! Είναι μανία γιε μου τούτη και σε φέρνει στην καταστροφή. Δεν σου ζητάει κάτι παράλογο. Το ίσο και το δίκαιο ζητάει..."

"Μ' αυτόν τον ιταμό τρόπο;" της είπε.

"Σταμάτα να κρύβεσαι συνέχεια πίσω απ αυτό, Ετεοκλή!" φώναξε ο αδελφός του συνεχίζοντας "Βάζεις πρόσχημα το στρατό των Δαναών και αγνοείς τα δικά σου λόγια. Αρνείσαι να τιμήσεις το δικό σου λόγο. Ομολογείς τη λατρεία σου στην εξουσία, δεν λες λέξη για το τι πρέπει να συμφωνήσεις, δεν αναφέρεις σε κανέναν ότι ατίμασες το λόγο σου και στέκεσαι στα σπαθιά του Άργους. Ε ναι λοιπόν! Και αυτά τα σπαθιά για να σου δείξουν το δρόμο ότι υπάρχει κι άλλη εξουσία ήρθαν. Να σε συνεφέρουν απ' της ντροπής σου και της ατιμίας σου το μονοπάτι"

Η Ιοκάστη πήρε ξανά το λόγο με την αγωνία της να είναι θανάσιμη καθώς έβλεπε και ένιωθε το αδιέξοδο.

"Ετεοκλή παιδί μου, τι νόημα έχει η βασιλεία χωρίς το δίκιο; Τι θα υπηρετείς; Σε ποιες αξίες θα πιστεύεις και θα ορκίζεσαι; Ποτέ της μια τέτοια εξουσία δεν είχε καλή στράτα γιε μου, όλες έρχεται στιγμή που η Νέμεσις θα έχει την τελευταία λέξη και θα ρημάξουν....Και δεν σκέφτεσαι, αν οι Αργίτες νικήσουν και η πόλη ρημαχτεί, τι θα τον κάνεις ένα τέτοιο σωρό καταστροφής γιε μου, τι θα απογίνει τότε η πόλη;". Γύρισε προς τον άλλο της γιο:

"Και εσύ Πολυνείκη! Αν στου πολέμου δώσετε τον ματωβαμμένο λόγο και γκρεμίσετε τα τείχη της πόλης, κι αν τα βέλη σας με φωτιά κάψουν τη γη σου, παιδί μου, κι αν νικητής μπεις στη Θήβα και βασιλέψεις επιβήτορας, πες μου, σε ποιους βωμούς θα θυσιάσεις; Στους σωρούς των νεκρών συμπατριωτών σου; Τι αναθήματα θα κάνεις; Ποιες χοές στους τάφους τους θα στάξεις; Πώς θα κοιτάξεις τις γυναίκες και της μανάδες των σκοτωμένων συμπατριωτών σου στα μάτια; Στα παιδιά τους τι θα πεις; Σε ποιο θρόνο θα κάτσεις αγόρι μου; Βλέπετε λοιπόν ότι αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί κανέναν σας παρά μονάχα στην καταστροφή. Τι κερδίζετε λοιπόν πείτε μου!" φώναξε.

"Μάνα ήρθα τη συμφωνία να τιμήσουμε! Μια λέξη και ο Αργίτικος στρατός πανηγυρίζει με τις σάλπιγγες την ειρήνη και τη σύνεση. Μια λέξη σε αυτά που έχουμε πει" απάντησε ο Πολυνείκης.

Στην κουβέντα μπήκε η Αντιγόνη προπαθώντας και εκείνη να βάλει το δικό της λιθαράκι στον αγώνα τους να σταματήσουν το κακό.

"Αδέλφια μου σκεφτείτε! Δεν υπάρχει πιο ξεκάθαρη εικόνα απ' αυτή. Δεν υπάρχει κάτι που θα κερδίσετε αν στο αίμα βουτήξετε τα χέρια σας. Δεν υπάρχει νικητής σε μια τέτοια μάχη. Αυτό δα πρέπει να καταλάβετε. Και αν η οργή ή το άδικο ή η εξουσία κι ο εγωισμός στέκεται εμπόδιο να το δείτε, παραμερίστε κάθε σας συναίσθημα και σκεφτείτε. Δύο στρατοί καραδοκούν φορτωμένοι με λόγχες και σπαθιά. Και στη μέση τα τείχη της πόλης. Ποιο το όφελος θα 'ναι από το να χτυπηθείτε;"

Ο Ετεοκλής απάντησε με στόμφο:

"Υπερασπίζομαι την πατρίδα, την εξουσία μου και τους πολίτες!"

"Ω Ετεοκλή παιδί μου, σε καινούργιο κύκλο φαύλο μπαίνει ο νους σου πάλι. Τι θα χάσεις αν τηρήσεις την αρχική συμφωνία λοιπόν; Πόσο πιο μεγάλο θα είναι αυτό το κόστος από την αντάρα και το θάνατο που θα σκορπίσει ένας πόλεμος;"
"Τέρμα οι κουβέντες μάνα!" ήχησε και πάλι η απάντησή του βροντερή, "σού έκανα τη χάρη και ήρθα μόνο και μόνο για να αντικρίσω το θράσος του μπροστά μου..."

"Δεν διστάζεις λοιπόν μπροστά σε τίποτα!" απάντησε ο Πολυνείκης.

"Δεν έχω άλλες κουβέντες μαζί σου, είναι προσβολή που ακόμα στέκεις μπροστά μου. Σε τούτες εδώ χρωστάς το ότι διάβηκες ζωντανός αυτές τις πύλες"

"Ω αλίμονο τι άλλο θα μας βρει;" βόγκηξε η Ιοκάστη.

"Φύγε όσο είναι καιρός! Και αν έχεις μια στάλα αγάπη και φιλότιμο για τη γη σου πάρε το στρατό που κουβάλησες ως εδώ και γύρνα πίσω στο Άργος. Είναι μια τελευταία ευκαιρία πριν γεμίσει ο κάμπος με τα κουφάρια σας και χορό αιματηρό στήσει ο πολεμόχαρος Άρης!"

"Ποιος είσαι εσύ που μ' απειλείς; Ως εκεί λοιπόν φτάνει το πάθος σου για το θρόνο;"

"Παρ' το απόφαση, εγώ είμαι ο ηγεμόνας στη γη μου! Και εσύ ο εισβολέας, ένας ξένος!"

"Στη γη σου; Από πότε έγινες αφέντης στην εφτάπυλη και κύριος της μοίρας της"

"Χάσου απ τα μάτια μου!" τού φώναξε.

Ο Πολυνείκης ένιωθε το αίμα να φουντώνει μέσα του. Έκανε ένα βήμα μπροστά προς το μέρος του σφίγγοντας το χέρι του στο θηκάρι του.

"Σταματήστε για όνομα των Θεών!" ακούστηκε σπαρακτική η φωνή της Ισμήνης. Οι τρεις γυναίκες μπήκαν ανάμεσά τους.

"Άστον Ισμήνη! Άστον μια ώρα γρηγορότερα να νιώσει το ατσάλι του σπαθιού μου.." φώναξε ο Ετεοκλής.

Η Ιοκάστη τράβαγε απελπισμένη τα μαλλιά της.

Ο Ετεοκλής γύρισε προς τον αδελφό του.

"Ωραία λοιπόν, μιας και τα λόγια του πατέρα αυτά επαληθεύουν, φύγε! Πάρε το στρατό και γυρίστε πίσω. Τόπος εδώ για άλλο βασιλιά δεν υπάρχει, είναι η τελευταία μου κουβέντα. Χάρη σου κάνω. Αν θες να γυρίσεις στου Οιδίποδα το σπίτι δεν θα είσαι παρά ένας απλός Θηβαίος όπως όλοι"

"Με διώχνεις;" τού απάντησε.

"Και να είσαι ευχαριστημένος που σε διώχνω ζωντανό αλλά αυτό δεν θα βαστάξει για πολύ, φύγε λοιπόν"

"Μάνα, αδελφές μου, πατέρα, ακούσατε... Και εσείς Θεοί της πόλης..."

"Θεοί της πόλης; Επικαλείσαι τους Θεούς της πόλης που 'ρθες να κάψεις"

"Παιδί μου!" φώναξε η Ιοκάστη.

"Δεν έχω άλλο δρόμο μάνα και σεις αδελφές μου, πατέρα σεβαστέ μου"

"Τελείωνε!" έσκουξε ο Ετεοκλής

Ο Πολυνείκης σαν να μην τον άκουσε ρίχτηκε στην αγκαλιά της μάνας και στις αδελφές του. Τα δάχτυλά τους ενώθηκαν για λίγο στις άκρες.

Ο Πολυνείκης γύρισε στον αδελφό του.

"Άλλη είχα ελπίδα ερχόμενος μπροστά σου...."

"Με αυτήν θα χαθείς για πάντα!" απάντησε ο Ετεοκλής.

"Παιδιά μου τι θα κάνετε;" φώναξε η Ιοκάστη.

Σαν να μην την άκουσαν. Ο Πολυνείκης μάζεψε αίφνης την ένταση της συγκίνησής του, όρθωσε το κορμί του και το λόγο του.

"Πού θα σταθείς στις πύλες;" φώναξε καρφώνοντας το βλέμμα στον Ετεοκλή.

"Σαν έχεις το θάρρος να μ' αντιπαλέψεις μη φοβάσαι, θα με βρεις. Και θα σε περιμένω! Για να είμαι εγώ εκείνος που θα σβήσω του θράσους σου την ύβρη σήμερα"

"Κάνε τις τελευταίες σου σπονδές Ετεοκλή! Τα σκοτάδια του Άδη σε προσμένουν!"

Έριξε μια τελευταία ματιά στην Ιοκάστη και στις αδελφές του.

Η Αντιγόνη σύρθηκε κοντά του με την Ισμήνη.

"Φύγε Πολυνείκη! Μη βάλεις χέρι στο σπαθί σου..." ακούστηκαν σπαρακτικά.

"Για ότι γίνει στης Θήβας τη γη ευθύνη εγώ δεν έχω. Απ' αυτόν γυρέψτε την αιτία. Ήρθα να ζητήσω τα δίκια μου και παίρνω, ακόμα μια φορά, το διωγμό μου. Ώρα λοιπόν να μιλήσω και εγώ αδελφές μου!"

"Έχετε γεια!" φώναξε και έφυγε γοργά βαδίζοντας προς την έξοδο.

"Γιε μου ύστατη φορά πέφτω στα πόδια σου!" απευθύνθηκε η Ιοκάστη στον Ετεοκλή.

"Μάνα!" της είπε αυστηρά,"μάζεψε τις αδελφές μου και πηγαίνετε στα δώματά σας"

Έκανε μεταβολή και έφυγε.

Τρεις γυναίκες έμειναν να συγκλίνουν σε μια τραγική αγκαλιά απόγνωσης και φόβου.

"Ως πότε Φοίβε θα στέκεις με κατάρες στη γενιά μας...."

Ο Πολυνείκης έφευγε με γοργά βήματα. Ανέβηκε στο άλογό του και κάλπαζε ανάμεσα στους δρόμους της πόλης, που έστεκε εκεί γεμάτη με τα όνειρά του και τις εικόνες των παιδικών και νεανικών του χρόνων. Τώρα αντίκριζε παντού ανταριασμένους ανθρώπους να τρέχουν δεξιά-αριστερά αλλόφρονες να πάρουν τις θέσεις τους. Μπροστά άνοιγαν δρόμο οι Θηβαίοι που τον οδηγούσαν μέχρι την πύλη. Οι χτύποι της καρδιάς του ηχούσαν μέσα του δυνατά. Κάθε γωνιά που διάβαινε προς τα τείχη έκρυβε μια θύμηση και μια νοσταλγία. Αναρωτήθηκε πώς θα ένιωθε σαν θα κάλπαζε από την άλλη μεριά των τειχών κατά πάνω τους για να ρίξει τις πύλες που μόλις τώρα διάβαινε. Η αποκρουστικά αλαζονική και προσβλητική στάση του αδελφού του βύθισε στα βάθη της καρδιάς του όλες αυτές οι σκέψεις. Σε λίγο θα ηχούσαν οι σάλπιγγες του πολέμου.

Συνεχίζεται...

Πρόσωπο με πρόσωπο λοιπόν. Τα δύο αδέλφια. Ο Ετεοκλής κόβει συθέμελα κάθε γέφυρα επικοινωνίας και τα σύννεφα του πολέμου είναι έτοιμα να απελευθερώσουν το μαύρο και αιμάτινο φορτίο τους. Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να σταματήσει την αλληλοσφαγή των δύο αδελφών.  Κρατάμε την ανάσα μας για όσα αμέσως έρχονται...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro