Κεφ. 3.2 Μπροστά στα τείχη της πόλης (Μέρος Α')
Προς τη Θήβα
Μετά την Νεμέα, ο συμμαχικός στρατός του Άργους κινήθηκε γρήγορα με κατεύθυνση, πρώτα την Κόρινθο και στη συνέχεια το Λέχαιο στο λιμάνι. Από εκεί, η μεγάλη δύναμη μπήκε σε καράβια, τα οποία είχαν ναυλωθεί για αυτόν τον σκοπό. Προορισμός το λιμάνι στα Αιγόσθενα. Ο Αμφιάραος είχε τους δεσμούς του με την περιοχή καθώς ο Μελάμποδας ήταν παππούς του και εκεί ήταν το κέντρο της λατρείας του από τα παλιότερα χρόνια. Μετά τους περίμενε ο Ελικώνας. Ανέβηκαν το βουνό για να πέσουν και να φτάσουν πίσω στις Πλαταιές. Στο ταξίδι δεν υπήρχε κανένα απολύτως απρόοπτο ή κάτι που να τους απασχολήσει ιδιαίτερα. Εκεί ενώθηκαν μαζί τους και τα τμήματα, που είχαν έρθει από τον Ορχομενό. Έτσι, συντεταγμένα, χωρίς την παραμικρή ενόχληση ο στρατός των Δαναών πέρασε στον μεγάλο κάμπο της Θήβας. Διάβηκαν τον μικρό Ωερόη ποταμό και μπροστά τους είχαν τον Ασωπό. Τίποτα δεν έδειχνε ότι μπορούσε να τους σταματήσει.
Δύο μέρες πριν
Στη Θήβα είχε ξημερώσει μια καινούργια μέρα. Ο ήλιος στην πόλη είχε ανέβει αρκετά ψηλά στον ορίζοντα. Η ζωή στους δρόμους μέσα απ' τα τείχη, ξεκινούσε τον κανονικό της ρυθμό. Όλα όμως σε λίγο θα αποκτούσαν μια διαφορετική εικόνα.
Στο παλάτι ο Ετεοκλής έδειχνε να βρίσκεται σε υπερένταση. Τα όσα μάθαινε από τους απεσταλμένους, που έστελνε, τον κρατούσαν σε ετοιμότητα και εγρήγορση προσμονής. Στο κεντρικό δώμα του παλατιού ήταν ο Λασθένης. Νέος, επιβλητικός και δυνατός. Από κοντά του και ο Άκτορας, ο αδελφός του Υπέρβιου. Και αυτός από τους ονομαστούς πολέμαρχους της πόλης. Ήταν εμφανές ότι κάτι περίμεναν καθώς η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
"Βασιλιά μου, ένας αγγελιοφόρος ζητά άδεια να σε δει!" ήχησε στην γεμάτη ένταση ατμόσφαιρα η φωνή του αξιωματικού της φρουράς του παλατιού. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του.
"Επιτέλους! Φέρτον μέσα γρήγορα" έδωσε την εντολή ο Ετεοκλής.
Ο αγγελιοφόρος μπήκε στην κεντρική αίθουσα. Χαιρέτισε με τιμή τον βασιλιά και τους παρισταμένους.
"Σε ακούμε, τι νέα μας φέρνεις;" τον ρώτησε.
"Βασιλιά μου, ο Αργίτικος στρατός αποβιβάστηκε στα Αιγόσθενα. Ήδη ανεβαίνουν τον Ελικώνα με κατεύθυνση τις Πλαταιές"
Οι άλλοι στην αίθουσα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με βλέμματα που άστραφταν. Ο Ετεοκλής χτύπησε το χέρι του δυνατά στο μαρμάρινο μεγάλο τραπέζι.
"Έρχονται λοιπόν! Δεν έμειναν στα λόγια! Ο αγαπημένος μου αδελφός πήρε την απόφασή του!" είπε με πνιχτή φωνή. Οι άλλοι τον άφησαν να ξεσπά.
"Έρχεται με σπαθιά και δόρατα να κουρσέψει την πόλη του, την πατρίδα του, αυτήν που δήθεν αγαπούσε!" Τα λόγια του έσβηναν με μίσος. Γύρισε προς τον αγγελιοφόρο:
"Πες μου τι είδες; Τι παρατήρησες;"
Εκείνος έδειχνε προβληματισμένος, άρχισε να περιγράφει:
"Πολύ στρατός βασιλιά μου. Κάθε λογής. Άρματα, καβαλάρηδες, πεζοί, σκάλες, άμαξες. Ως ψηλά έφτανε ο κουρνιαχτός στο διάβα τους...."
"Πάψε! Δεν σε στείλαμε εκεί να μεταφέρεις το φόβο και τις εντυπώσεις σου αλλά να μάς αναφέρεις τον σχηματισμό. Δεν αρμόζει σε Θηβαίο πολεμιστή ο φόβος. Προς τα πού κινούνται;"
Ο άλλος μαζεύτηκε.
"Ανέβηκαν το βουνό, σίγουρα θα περάσουν έξω από τις Πλαταιές και εκεί δεν ξέρω, που θα στρατοπεδεύσουν"
"Εντάξει πήγαινε δεν θα σε χρειαστώ άλλο προς το παρόν απλά συνέχισε τις παρατηρήσεις σου"
Έπεσε για λίγο σιωπή. Ακούστηκε η φωνή του Λασθένη
"Ώστε ήρθε η ώρα λοιπόν!"
Ο Ετεοκλής τον κοίταξε.
"Από τις γύρω περιοχές τι έχουμε κοντά μας;" ρώτησε.
"Έχουμε δυνάμεις από τους Φωκείς, από την Μινυάδα και αρκετούς Φλεγύες" απάντησε ο Άκτορας.
"Πολύ ωραία! Τιμή για μας το στήριγμά τους αξέχαστο θα μείνει" σχολίασε ο Ετεοκλής.
"Οι Ορχομένιοι τι θα κάνουν;" ρώτησε ο Λασθένης
"Αλήθεια τι περιμένεις απ αυτούς;" απάντησε ο Ετεοκλής, "Πάντα μας έβλεπαν απέναντί τους, το ξέχασες; τώρα ο Ετέοκλος, ο γιος του Ανδρέως που είναι βασιλιάς είναι μαζί τους, άρα...."
"Ζυγώνει κι αυτού η ώρα του μαύρου θανάτου!" σχολίασε με πάθος ο Άκτορας.
"Πώς σκέφτεσαι βασιλιά μου να τους αντιμετωπίσουμε;" ρώτησε ο Λασθένης.
"Πρώτα απ όλα να σημάνει κήρυκας πολέμου σε ολάκερη την πόλη. Να βαρέσουν οι σάλπιγγες, να μπουν όλοι μέσα στα τείχη, να κλείσουν οι πύλες. Ύστερα θα περιμένουμε. Αυτοί θα κάνουν την πρώτη κίνηση. Συγκαλούμε πολεμικό συμβούλιο για να αποφασίσουμε. Ενημερώστε και τους άλλους" τούς είπε. Συναίνεσαν και έφυγαν. Οι ώρες από εδώ και μπρος έπαιρναν άλλη σημασία και τα γεγονότα έτρεχαν.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Ιοκάστη.
"Τι συμβαίνει; Η πόλη είναι ανάστατη, κυκλοφορούν φήμες...."
Την κοίταξε βλοσυρά.
"Δεν είναι φήμες μητέρα! Είναι αλήθεια! Ναι! Ο στρατός των Δαναών με επικεφαλής το βασιλιά του Άργους, τον Άδραστο κινείται προς τη Θήβα. Πρωτεργάτης και μπροστάρης ο αγαπημένος σου γιος και αδελφός μου, ο Πολυνείκης!"
Έβαλε με τρόμο τα χέρια της στο κεφάλι της σαν να ήθελε να ξεριζώσει τα μαλλιά της.
"Ω Αφροδίτη γεννήτρα της πόλης μας! Και εσύ Λύκειε Απόλλωνα! Κάντε κάτι την ύστατη στιγμή να σταματήσει του πολέμου η έριδα..."
"Είναι αργά μητέρα για παρακλήσεις! Όλα παίρνουν το δρόμο τους! Ο αδελφός μου δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Και η απάντηση που θα πάρει θα είναι αυτή που του ταιριάζει"
"Μην ανταριάζεις γιε μου! Δεν είναι σύμβουλος καλός η οργή!"
"Τι θα ήθελες δηλαδή να κάνω; Να ανοίξω τις πύλες να περάσει ο Αργίτικος συρφετός στη πόλη;"
"Δεν σου είπα κάτι τέτοιο, μια ύστατη προσπάθεια σού ζητώ να κάνουμε"
"Έχω πιο σοβαρά ζητήματα αυτή τη στιγμή να τρέξω μητέρα!" της είπε και έφυγε γρήγορα.
Η Ιοκάστη έμεινε μόνη στο δώμα. Μόνη και απελπισμένη. Η κατάρα του άντρα και παιδιού της, του Οιδίποδα έδειχνε να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια της. Έτοιμη να τυλίξει στο αίμα τα δυο της αγόρια. Δεν είχε πολλά περιθώρια στις επιλογές της. Όλα πλέον είχαν στενέψει θανάσιμα. Όμως της ήταν αδύνατον να μείνει άφωνος τραγικός θεατής της σφαγής που ερχόταν. Ήταν αποφασισμένη να δώσει και τη δική της ύστατη μάχη σαν μάνα μπροστά στα δύο της παιδιά. Ένα εγχείρημα που ίσως να έδειχνε καταδικασμένο, ανώφελο αλλά για το πάθος της γυναίκας που φέρνει στον κόσμο δύο ζωές είναι και ο μοναδικός της δρόμος. Θα ασκούσε όλη της την επιρροή και στους δύο γιούς της. Θα έκανε το παν για να τους φέρει πρόσωπο με πρόσωπο λίγο πριν τη μεγάλη ώρα. Λίγο πριν τη στιγμή που δεν υπάρχει επιστροφή.
Έξω από τη Θήβα
Ο Αργίτικος στρατός με τους συμμάχους τους πέρασε από τον Ωερόη ποταμό. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασε στις όχθες του Ασωπού. Χωρίς το παραμικρό πρόβλημα διάβηκε το μεγάλο ποτάμι. Εκεί τους βρήκε η δύναμη από τον Ορχομενό. Αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν σε κάποια απόσταση από τη Θήβα. Μπροστά στους ορθώνονταν τα δυνατά τείχη της πόλης και οι εφτά ιστορικές της πύλες. Ο Άδραστος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο το συντομότερο μετά την οργάνωση του στρατοπέδου.
Στο συμβούλιο ήταν και οι οκτώ παρόντες. Ο Άδραστος, ο Τυδέας, ο Πολυνείκης, ο Καπανέας, ο Ετέοκλος, ο Ιππομέδοντας, ο Παρθενοπαίος και φυσικά ο Αμφιάραος. Ξεκίνησαν να οργανώνουν το χώρο του στρατοπέδου, να φροντίζουν για την ασφαλή εξασφάλιση της περιμέτρου του και την συνεχή επιφυλακή του.
"Ετέοκλε, θέλω οι δικοί σου από τον Ορχομενό, μιας και γνωρίζουν άριστα το μέρος, να φροντίζουν καθημερινά για τον έλεγχο των κινήσεων των Θηβαίων" είπε ο Άδραστος.
"Βασιλιά μου, έχουμε ήδη τον έλεγχο κυκλικά της πόλης, κανένα στρατιωτικό τμήμα δεν βρίσκεται έξω από αυτή. Φυσικά και θα ελέγχουμε καθημερινά" απάντησε εκείνος.
"Πότε θα χτυπήσουμε;" πετάχτηκε ανυπόμονα ο Καπανέας.
"Ας μην βιαστούμε" παρενέβη ο Πολυνείκης.
"Δεν ήρθαμε εδώ για να απολαμβάνουμε τη φύση" απάντησε ο Καπανέας με την χαρακτηριστική του έπαρση και αλαζονεία.
"Η πόλη δεν είναι εύκολη. Τα τείχη της είναι πολύ ψηλά, και οι πύλες φυλάσσονται καλά. Είχα την ευκαιρία να τα δω όλα αυτά πριν λίγες μέρες που ήρθα εδώ" είπε ο Τυδέας.
"Έχει δίκιο", μπήκε στη συζήτηση ο Πολυνείκης, "ας είμαστε προσεκτικοί, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμήσουμε κανέναν"
"Αμφιάραε δεν μιλάς!" ακούστηκε η φωνή του Τυδέα, "ξέρεις ότι πάντα η γνώμη σου για μάς είναι σημαντική" τού είπε.
"Αν η γνώμη μου ήταν σημαντική δεν θα ήμασταν τώρα εδώ και το ξέρεις" απάντησε.
"Αγγελιοφόρος από τη Θήβα!" ακούστηκε η φωνή του επικεφαλής αξιωματικού της φρουράς στη σκηνή του βασιλιά. Με μιας μια απόλυτη σιωπή επικράτησε ανάμεσά τους. Κοιτάχτηκαν όλοι με ενδιαφέρον μεταξύ τους.
"Πέρασέ τον μέσα αμέσως!" πρόσταξε ο Άδραστος.
Πράγματι ένας κοντόσωμος άντρας με εμφανή τα στοιχεία του φόβου μπήκε στη σκηνή.
"Ποιος σε στέλνει;" τον ρώτησε ο βασιλιάς.
"Έχω μήνυμα προσωπικό για τον Πολυνείκη το γιο του Οιδίποδα" είπε.
Ο Πολυνείκης πετάχτηκε αναστατωμένος. Πήγε κοντά του.
"Από ποιον;" τον ρώτησε χωρίς περιστροφές.
Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα και απάντησε.
"Από τη μητέρα σου την Ιοκάστη!"
Ο Πολυνείκης έδειχνε να παίρνει φωτιά στην κυριολεξία. Οι άλλοι προσπαθούσαν και αυτοί να δουν τι υπάρχει.
"Η μητέρα μου! Πες μου! Είναι καλά; Οι αδελφές μου; Τι ξέρεις; Μίλα!"
"Γιε του Οιδίποδα, είναι όλοι καλά. Η μητέρα σου σε περιμένει να σε δει. Έχει κανονίσει και μια συνάντηση με τον αδελφό σου, το βασιλιά Ετεοκλή"
Αναστατωμένος ο Πολυνείκης έριξε μια ματιά στους άλλους. Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους γεμάτοι ερωτηματικά.
"Πότε και πού;" τον ρώτησε.
"Μόλις γύρει ο ήλιος από το μεσουράνημά του να είσαι εκεί. Θα σε περιμένουμε στην πύλη της Ηλέκτρας, ξέρεις"
"Είναι παγίδα μην πας!" φώναξαν κάποιοι από τους άλλους. Ο Πολυνείκης τούς έκανε νόημα με το χέρι να σωπάσουν.
"Θα έρθω πες της. Ελπίζω μόνο μην είναι παγίδα. Θέλω να πιστεύω ότι ο αδελφός μου δεν έπεσε τόσο χαμηλά ώστε να χρησιμοποιήσει ως δόλωμα την μάνα μας. Πήγαινε πίσω και πες τους θα έρθω. Μόνος!"
Ο αγγελιοφόρος έκανε μεταβολή και έφυγε. Στο συμβούλιο επικράτησε οχλαγωγία και φασαρία.
"Θα πας;" τον ρώτησε ο Τυδέας.
"Πιστεύεις ότι είναι αλήθεια;" προστέθηκε και η ερώτηση του Άδραστου.
"Είναι παγίδα!" κραύγαζαν οι περισσότεροι.
"Σταματήστε!" μπήκε στη μέση ο Αμφιάραος, "Αφήστε τον να πάει! Είναι ίσως μια τελευταία ευκαιρία μήπως και διώξουμε τη σκιά του πολέμου. Ας διεκδικήσουμε ότι απομένει με ελπίδα"
Ο Πολυνείκης βημάτιζε στο κέντρο της σκηνής.
"Ναι, θα πάω! Και εκείνη αν δεν μου το ζητούσε, θα το έκανα εγώ! Θέλω, όπως είπε και ο μάντης να εξαντλήσω κάθε δυνατή προσπάθεια μήπως και αλλάξω γνώμη στον αδελφό μου. Ίσως το βάρος και η θέα του στρατού μας τον κάνει να σκεφτεί διαφορετικά" είπε.
"Ας προσευχηθούμε στους Θεούς να τού δώσουν σύνεση..." πρόσθεσε ο Άδραστος κουνώντας σκεπτικός το κεφάλι του.
Ο Πολυνείκης τούς κοίταξε όλους σε έναν κύκλο.
"Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου να σταματήσω αυτόν τον πόλεμο" είπε, "πάω να ετοιμάσω το άλογό μου για να φύγω. Να είστε σε επιφυλακή!"
Ο Τυδέας τον πλησίασε, τον έπιασε από τους ώμους όπως και ο Άδραστος.
"Να προσέχεις!" τού είπε ο Τυδέας.
"Γαμπρέ μου ο Δίας μαζί σου" έκανε και ο Άδραστος.
Πρόσωπο με πρόσωπο
Σε λίγη ώρα, αμέσως μόλις ο ήλιος άρχισε να γέρνει στη δύση, ζώστηκε τα άρματά του, πήρε το άλογό του και ξεκίνησε προς τη Θήβα. Ένιωθε τα πόδια του να τρέμουν στο δρόμο από συγκίνηση. Καθώς το άλογό του κάλπαζε με ρυθμό προς την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, άπειρες μνήμες περνούσαν από τα μάτια του μπροστά. Πόσα χρόνια μετά ο δρόμος τον έφερνε στο πατρικό του. Πόσες φορές ο ήλιος, ο βασιλιάς του φωτός, έκανε κύκλους για να πατήσει ξανά τη γη που πάνω της κυλιόταν στα παιδικά του χρόνια. Πόσα φεγγάρια πέρασαν από εκείνη τη μέρα που έφυγε διωγμένος απ τη Θήβα έχοντας τελευταία εικόνα τις μορφές της μάνας του και των αδελφών του. Άραγε πως θα ήταν; Και εκείνος; Ο αδελφός του; Πώς θα τον υποδέχονταν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς τα τείχη της πόλης μεγάλωναν μπροστά του καθώς πλησίαζε. Πώς άλλαξαν τα πράγματα τα τελευταία χρόνια! Πόσο η βαριά κατάρα στο γένος των Λαβδακιδών βάρυνε στις ζωές τους. Στο μυαλό του έρχονταν οι οργισμένες φωνές του πατέρα του εκείνη τη μοιραία ημέρα που άπλωσε τη φοβερή του κατάρα απέναντι στους δυο του γιους. "Να μοιράσετε την εξουσία με το σπαθί και το αίμα...". Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος και το κυριότερο, με καθαρό μυαλό. Πολλά θα κρίνονταν από αυτή του τη συνάντηση.
Η Ιοκάστη είχε επιστρατεύσει όλη τη δύναμη της επιρροής της για να πείσει το γιο της τον Ετεοκλή να συμφωνήσει σε μια τέτοια συνάντηση. Στην αρχή ήταν όχι απλά αρνητικός αλλά απόλυτα επιθετικός σε κάθε τέτοια σκέψη. Με μεγάλο της κόπο, αγωνία και επιχειρήματα μπόρεσε τελικά να πείσει το βασιλιά και γιο της να δεχτεί να συναντηθεί με τον αδελφό του σε μια απέλπιδα προσπάθεια συνεννόησης πριν πάρουν το λόγο τα σπαθιά και τα δόρατα. Ενημέρωσε τον άντρα και τα κορίτσια της για την άφιξη του Πολυνείκη. Για αυτήν την πολυπόθητη άφιξη. Που την περίμεναν όλοι με εντελώς διαφορετικά συναισθήματα. Ήταν η σειρά της δικής της καρδιάς να φτερουγίζει άτακτα στο στήθος της. Η αγωνία και η προσμονή, την έκανε να νιώθει ότι σβήνει και χάνεται. Ο Πολυνείκης! Κοντά της ξανά. Πάνω από δέκα ολάκερα χρόνια χωρίς την παρουσία του.
"Κυρά μου έρχεται ο Πολυνείκης, ο γιος σου!" την επανέφερε στην πραγματικότητα η φωνή της πιστής της υπηρέτριας. Γύρισε προς το μέρος της, δεν πρόλαβε να πει λέξη και εκεί, στη πόρτα του μεγάλου δώματος μια αντρική μορφή κοντοστάθηκε κάτω από την πέτρινη αψίδα της εισόδου. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Την πονούσαν στην προσπάθεια να μπορέσει λες να χωρέσει όλη τη μορφή του άντρα που την κοίταζε συγκινημένος χωρίς να μιλά. Άνοιξε τα χέρια της και την αγκαλιά της διάπλατα σαν να ήθελε να τοποθετήσει εκεί ολάκερο τον ουρανό. Φάνηκε να τρέμει από τη συγκίνηση.
"Μάνα!" βγήκε επιτέλους η φωνή από τα χείλη του ύστερα από μια τέτοια ένταση λες και όλα αυτά τα χρόνια απουσίας είχαν σταθεί σαν πέτρα στο στήθος του. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και έκανε το πρώτο βήμα προς το μέρος της απελευθερώνοντας τον εαυτό του. Για να ριχτεί στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα στην αγκαλιά της.
"Παιδί μου!"ήρθε η απάντηση η δική της. Σαν μια δύναμη να ισοπέδωσε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα την απόσταση των χρόνων που είχαν να βρεθούν, σαν να εκμηδένισε τρίτες σκέψεις και επιρροές και τους έφερε ένα κουβάρι τον έναν στην αγκαλιά του άλλου. Σαν να έκανε κομμάτια ανόσιες κατάρες και παραβάσεις που σημάδεψαν τις ζωές τους. Όλα εκείνα που βάραιναν οι Μοίρες πάνω τους έγιναν χίλια κομμάτια μπροστά στην αγάπη τους, στο βάρος της προσμονής και της απουσίας.
Σαν έπαψε η αγκαλιά και χωρίστηκαν οι δυο τους, εκείνος την κοίταξε από το κεφάλι ως τα πόδια. Άγγιξε συγκινημένος με το χέρι του το κεφάλι της.
"Μάνα μου! Έκοψες τα μαλλιά σου.... Και όσα έμειναν πήραν το χρώμα του χιονιού και το λευκό του ουρανού σαν το λούζει το φως του ήλιου...."
Δεν τού απάντησε. Μονάχα τον κοιτούσε στα μάτια σαν να ήθελε να τον χορτάσει. Σαν να μην πίστευε ότι ήταν εκεί, στα χέρια της.
"Αδυνάτισες.... Γέμισε ρυτίδες το πρόσωπό σου...." της είπε σαν είδε το βάρος του χρόνου αλλά και τον πόνο να βαραίνει τη μορφή της.
"Παιδί μου πες μου για σένα! Άφησε τη δύσμοιρη τη μάνα σου. Και μόνο που τα μάτια μου σε βλέπουν είναι σαν να έρχεται ανάσα περισσή στη ζωή μου. Τα τελευταία νέα που έμαθα για σένα ήταν από τότε που χάθηκε ο πατέρας σου στον Κολωνό από τις αδελφές σου και λίγα πράγματα τότε που ήρθε εκείνος ο απεσταλμένος απ' το Άργος"
"Ζω πάντα στο Άργος Μάνα μου! Με την οικογένειά μου"
Το βλέμμα της γέμισε με μιας λίγο φως.
"Τι όμορφο νέο με αξίωσες Απόλλωνα να ακούσω σήμερα! Και εσύ Αφροδίτη, του έρωτα Θεά. Παιδί μου για σάς. Είσαι ευτυχισμένος;"
"Έχουμε και ένα γιο, ολάκερος άντρας μέχρι εκεί πάνω!"
"Αλήθεια; Ω γιε μου τι συγκίνηση είναι ετούτη... πόσα χρόνια πέρασαν για να ακούσω μια σου τέτοια είδηση. Κάτι να δώσει γαλήνη στην ψυχή μου... Το όνομα του εγγονού μου;"
"Θέρσανδρος..."
"Να έχει την εύνοια των Θεών. Μα πως βρέθηκες στο Άργος;"
"Μάνα είναι ολάκερη ιστορία, έγιναν τόσα πολλά όλα τούτα τα χρόνια, που θέλω τόσο να στα πω, να τα μοιραστούμε, μα.... τούτη την ώρα προέχουν άλλα!"
"Μακάρι παιδί μου να δώσουν οι Θεοί να έχουμε ώρες δικές μας μπροστά να τα πούμε"
Την άφησε λίγο απ την αγκαλιά του. Χώρισαν τα χέρια τους. Έκανε λίγα βήματα πίσω κοιτάζοντας το χώρο ολόγυρά του.
"Ποιος το περίμενε Μάνα ότι θα 'ρχονταν μέρα που θα γύριζα σπίτι μου βαστώντας σπαθί από φόβο, βαδίζοντας στις γωνίες της πόλης με το φόβο μην καραδοκεί κανείς σε θανάσιμη παγίδα! Ποιος το περίμενε εγώ ο Πολυνείκης να γίνομαι εχθρός και να στιγματίζομαι σαν ξένος..."
"Πολυνείκη!" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή κόβοντας την κουβέντα τους. Και άξαφνα δύο γυναικείες μορφές μπήκαν ορμητικά στο δώμα ορμώντας στην αγκαλιά του.
"Αντιγόνη! Ισμήνη! Αδελφές μου λατρεμένες!"
Η Ιοκάστη έκανε δύο βήματα πιο πίσω να τους αφήσει να γίνουν ένα κουβάρι οι τρεις τους. Ένα δάκρυ κύλησε γεμάτο πόνο απ το πρόσωπό της και ένιωσε την αλμύρα του στα ξερά της χείλη. Πόσο θα ήθελε αυτή η αγκαλιά να έκλεινε μέσα της και το άλλο της παιδί. Τον Ετεοκλή! Πόσο αυτή η εικόνα την στοίχειωνε εκείνη τη στιγμή. Και πόσο το ποθούσε σαν μακρινό όνειρο. Κι ας πέθαινε αμέσως.
"Αδελφέ μας ήρθες! Πόσα χρόνια από τότε! Επιτέλους κοντά μας!" ψέλλισαν οι φωνές της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Προσπαθούσαν να τον χαρούν στα χέρια τους σαν να προσπαθούσαν να γεμίσουν τα χρόνια της απουσίας του. Η φωνή της Ιοκάστης έκοψε την αγκαλιά τους.
"Σταθείτε και δεν έχουμε καιρό...." τους είπε και συνέχισε:
"Πολυνείκη πες μου τούτος ολάκερος ο στρατός έξω απ την πόλη τι ζητά;"
"Μάνα, δεν προλαβαίνω να στα πω όλα. Ο βασιλιάς του Άργους ήταν εκείνος που, σαν με έκανε γαμπρό του, ορκίστηκε στους Θεούς να με βοηθήσει να γυρίσω πίσω. Και κοντά του έπεισε και όλους τους Δαναούς και Μυκηναίους"
"Με δόρατα και σπαθιά παιδί μου την πόλη σου να κάψεις;"
"Μάνα τι λες;" μπήκε στην κουβέντα η Αντιγόνη. Η Ιοκάστη της έκανε νόημα να πάψει.
"Ακούστε με! Δεν ήρθα την πόλη να κουρσέψω μήτε να κάψω... μάρτυρες μου οι Θεοί"
"Και όλος ο αχός από των αλόγων τις οπλές γιε μου; Και των αρμάτων τις στριγγιές;"
"Μάνα μέρες πριν, στείλαμε τον Τυδέα πρεσβευτή εδώ στον άλλο σου το γιο και βασιλιά. Μια πρόταση για να ισχύσει πάλι η συμφωνία μας. Το έμαθες; Στο είπε; Ή στα άλλαξε όλα κατά πως ήθελε;"
"Κάτι έμαθα μα όχι όλα...."
"Μήπως σου είπε ότι σαν έφυγε ο Τυδέας, έβαλε πίσω του και του ρίχτηκαν ύπουλα να τον σκοτώσουν;"
"Όχι δεν μάθαμε ποτέ κάτι τέτοιο...." απάντησε η Αντιγόνη.
"Έτσι πήραμε την απόφαση να έρθουμε εδώ με στρατό να γυρέψουμε το δίκιο μου! Όμως στο όνομα των Θεών, ακόμα και τούτη τη στιγμή είμαι έτοιμος να ακούσω ένα λόγο συνετό από τα χείλη του για να πάψει η έριδα να βαραίνει τη ζωή μας"
"Έρχεται ο βασιλιάς!" ακούστηκε η τρομαγμένη φωνή μιας τροφού καθώς μπήκε άξαφνα στο δώμα. Την ίδια στιγμή από την άλλη είσοδο, από το εσωτερικό του παλατιού φάνηκε στην αψιδωτή πόρτα η επιβλητική μορφή του Ετεοκλή. Ήταν ντυμένος με τα βασιλικά πολεμικά εμβλήματα και στη ζώνη περασμένο στο θηκάρι του κρεμόταν το μεγάλο χάλκινο σπαθί του με τα χρυσά του στολίσματα. Έριξε μια ματιά γεμάτη αποστροφή στον αδελφό του και στράφηκε στη μάνα του κάνοντας λίγα βήματα στο εσωτερικό. Πίσω του στάθηκαν δύο φρουροί. Τους έκανε νόημα να αποχωρήσουν.
Συνεχίζεται...
Σημειώσεις:
Η Αφροδίτη είναι η "μητέρα" των Θηβαίων καθώς από η Αρμονία, γυναίκα του Κάδμου, ήταν κόρη της από την ένωσή της με τον Άρη.
"Λύκειος" δηλώνει το λυκόφως. Χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα σαν Θεό του φωτός.
Ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα, δέκα χρόνια μετά, πατά ξανά τη γονική γη, τη Θήβα. Δέκα χρόνια μετά θα σφίξει στην αγκαλιά του τη βασανισμένη του μάνα, την Ιοκάστη. Μαζί και τις αδελφές του. Και να η μεγάλη στιγμή! Η στιγμή που μένει μετέωρη στην ιστορία εδώ και δέκα χρόνια. Πρόσωπο με πρόσωπο με τον αδελφό του τον Ετεοκλή. Μια συνάντηση, που θα κρίνει τα πάντα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro