Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 2.9 Στο δρόμο προς τη Θήβα

Προετοιμασίες

Ο Χειμώνας εκείνη τη χρονιά στον Αργίτικο κάμπο ήταν σκληρός. Οι κορυφές των βουνών ολόγυρα, στο Αραχναίο και στον Κτενιά είχαν ντυθεί σε πυκνό ολόλευκο χιόνι. Η θερμοκρασία έπεφτε πολλές φορές χαμηλότερα από το συνηθισμένο με αποτέλεσμα η υγρασία να παγώνει και η αίσθηση του κρύου να γίνεται εντονότερη. Η ζωή στην πόλη αλλά και ολόγυρά της ακολουθούσε τους δικούς της ρυθμούς. Ο Άδραστος με τον Πολυνείκη και τον Τυδέα ζούσαν το δικό τους πυρετό προετοιμασίας για την εκστρατεία στη Θήβα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι πολέμαρχοι στον τόπο τους. Με το πέρασμα των ημερών, καθένας συγκέντρωνε το δικό του στρατό. Τα χάλκινα όπλα βγήκαν από τις πέτρινες αποθήκες και άρχισαν να σφυρηλατούνται και άλλα. Σπαθιά, ασπίδες, δόρατα, τόξα και βέλη μαζί με όλα εκείνα τα σύνεργα των πολεμικών ενδυμασιών. Οι πιο κατάλληλοι διάλεγαν τα καλύτερα άλογα με τους πιο έμπειρους αναβάτες για να φτιάξουν το Ιππικό και να το οργανώσουν με άρματα.

Όλοι καρτερούσαν να περάσει ο χειμώνας. Να καταλαγιάσει η κοίτη του Ίναχου ποταμού που το βουητό του σκορπούσε δέος και φόβο στους κατοίκους της πόλης. Πόσες και πόσες φορές τα νερά του πλημμύριζαν και οι ζημιές στα σπίτια και τη σοδιά ήταν μεγάλες. Να σταματήσουν τα μεγάλα κρύα και το χιόνι, να κοπάσουν οι βροχές. Έτσι αρχές της Άνοιξης να μπορούσαν να ξεκινήσουν.

Από την άλλη, ο Τυδέας είχε μπροστά του τη δική του αποστολή. Είχε ήδη κάνει τις ετοιμασίες του. Μαζί του θα έφευγαν δύο ακόμα πιστοί του άντρες. Ο Γαληνός, που ήταν πάντα αχώριστος συναγωνιστής και φίλος του, με τον Ίαμο. Θα έκαναν όλη τη διαδρομή από το Άργος, στην Κόρινθο, μετά στην Αττική και στη συνέχεια θα έμπαιναν στη Βοιωτία. Κάπου έξω από τη Θήβα ο Τυδέας θα συνέχιζε μόνος. Οι ακόλουθοί του θα τον περίμεναν σε κάποιο οικισμό έξω απ την πόλη.

"Γιατί πρέπει να είσαι εσύ αυτός που θα πάει στη Θήβα;" τον ρώτησε μια ακόμα φορά η γυναίκα του η Δηιπύλη με κλάματα στα μάτια.

"Δεν πάω για πόλεμο αγαπημένη! Για μεσολάβηση πάω, πόσες φορές να στο εξηγήσω" της απάντησε προσπαθώντας να την καθησυχάσει.

"Μόνος, στο στόμα του λύκου Τυδέα! Μόνος μπροστά στον Ετεοκλή! Να τού πεις τι; Να αρνηθεί το θρόνο του; Και τι πιστεύεις ότι θα σού απαντήσει; Εδώ δεν σεβάστηκε το δικό του λόγο στον αδελφό του γιατί να σεβαστεί εσένα;"

"Δεν μπορεί να μού κάνει κακό γυναίκα. Μια συνάντηση θα κάνω μαζί του και θα φύγω. Θα προσπαθήσω να τον πείσω, ησύχασε..."

"Και αν σε προκαλέσει; Αν αυτό θελήσει να κάνει; Να σε φτάσει στα όριά σου για να μπορέσει κάλλιστα να σε σκοτώσει;"

Χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της γυναίκας του. Με ήρεμες κινήσεις προσπαθώντας να της μεταφέρει όσο μπορούσε ένα αίσθημα γαλήνης και σιγουριάς.

"Δεν θα το κάνει Δηιπύλη, δεν μπορεί να το κάνει" της είπε με πρωτοφανή αυτοπεποίθηση, "μέσα στο μυαλό μου πάντα είσαι εσύ και το παιδί μας ο Διομήδης. Το καμάρι μας. Για μένα είστε ότι πολυτιμότερο έχω στη ζωή. Δεν πρόκειται έτσι να ρισκάρω για το τίποτα"

Η Δηιπύλη σφίχτηκε πάνω του με λαχτάρα.

"Λένε πολλά ολόγυρα άντρα μου για το τι έχει προβλέψει ο Αμφιάραος" του είπε μουδιάζοντάς τον.

"Σαν τι λένε δηλαδή και πού τ' άκουσες;"

"Λένε ότι έχει άσχημα προμηνύματα γι' αυτό αρνείται να έρθει μαζί σας"

Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

"Μην δίνεις σημασία σε παρακαλώ σε φήμες ή σε ότι λένε ολόγυρα. Αν χρειαστεί να το ξέρεις, ο ευσεβής μάντης θα είναι πρώτος μαζί μας. Να θυμάσαι αυτό που σου λέω"

Έδειξε λίγο να γαληνεύει στην αγκαλιά του.

Φορτώθηκαν τα όπλα τους, τα εφόδιά τους για το ταξίδι και εκείνο που έμενε ήταν το καταλάγιασμα του καιρού για να ξεκινήσουν. Μέρα που δεν άργησε να έρθει. Πριν ανέβουν στα άλογά τους ο Τυδέας είχε την τελευταία συζήτηση με τον Άδραστο και τον Πολυνείκη. Πήρε τις οδηγίες τους, αποχαιρέτισε την Δηιπύλη αλλά και το γιο του Διομήδη, ενημέρωσε τον Γαληνό με τον Ίαμο και ένα πρωινό, την ώρα που χάραζε η καινούργια μέρα, ξεκινούσαν για το μακρύ και κρίσιμο ταξίδι τους.

Ο Τυδέας ήταν αψύς χαρακτήρας. Δυνατός στο σώμα, ικανός στα όπλα. Η πολεμική του ικανότητα στην πεζή μάχη συνόδευε τη φήμη του. Ατρόμητος στο φρόνημα αλλά και μια άναρχη αγριάδα που πολλές φορές τον χαρακτήριζε, ικανή να του δώσει την πιο σκληρή και αποκρουστική συμπεριφορά. Πολλές φορές αναρωτήθηκαν μεταξύ τους ο Άδραστος με τον Πολυνείκη αν ήταν ο σωστός άνθρωπος αυτός, που θα έφερνε σε πέρας το ρόλο του πρεσβευτή στη Θήβα ή θα συμπεριφέρονταν μπροστά στον Ετεοκλή σαν θηρίο μέσα στο κλουβί του. Και είχαν επιμείνει να τον συνετίσουν με λόγια πολλά, να είναι προσεκτικός, μετρημένος και συνετός.

Στο δρόμο για τη Θήβα

Το ταξίδι ήταν πολυήμερο και δύσκολο. Πώς να ταξιδέψει κανείς από το Άργος στην μακρινή Θήβα. Οι πρώτες μέρες ήταν καλές, ηλιόλουστες με τον καιρό φιλικό. Έφυγαν απ' την πόλη με τα άλογα με κατεύθυνση προς τις Μυκήνες. Εύκολα σχετικά έφτασαν στις Κλεωνές και ύστερα πήραν το δρόμο για Κόρινθο. Αναγκαίες οι στάσεις στο δρόμο τους για να πάρουν ανάσα τόσο τα άλογά τους όσο και οι ίδιοι. Στην Κόρινθο αποφάσισαν να μείνουν για να διανυκτερεύσουν. Τα δύσκολα ήταν μπροστά τους. Να διαβούν στην Αττική και να διασχίσουν τη διαδρομή που αποτελούσε φόβο και τρόμο για κάθε περαστικό. Οι Σκιρωνίδες πέτρες. Τα τρομακτικά περάσματα που έχασκαν στα πόδια κάθε περαματάρη προκαλώντας δέος. Κακοτράχαλα μικρά περάσματα, μονοπάτια γεμάτα παγίδες. Απόκρημνες πλαγιές που σε κάθε άτυχο πάτημα οδηγούσαν φονικά στα κοφτερά βράχια της ακτής. Ήταν και η φήμη που συνόδευε τη διαδρομή. Ο περιβόητος ληστής με τους θρύλους που συνόδευαν το πρόσφατο πέρασμα του Θησέα από την Τροιζήνα στην Αθήνα.

Είχαν ανανεώσει τα εφόδιά τους, είχαν ξεκουραστεί λίγο και με το πρώτο φως του ήλιου άφησαν πίσω τους την Κόρινθο και πήραν το δρόμο προς τις Κεχρεές. Διάβηκαν το στενό πέρασμα του ισθμού και πήραν τα μονοπάτια για τα Γεράνεια. Ο καιρός στην αρχή ήταν ούριος και βοηθητικός. Όμως στη συνέχεια ξεκίνησε να φυσάει ένας δαιμονισμένος άνεμος που έκοβε προς τα κάτω στις πλαγιές των ψηλών βουνών.

"Τι τρομερή διαδρομή αλήθεια!" μουρμούρισε ο Τυδέας.

"Κάθε φορά που περνάω από εδώ, ανατριχιάζω, δεν ξέρω με πιάνει σύγκρυο" συμφώνησε λέγοντας ο Γαληνός με τον Ίαμο να συναινεί.

Οι τρεις καβαλάρηδες προχωρούσαν με αργό ρυθμό που έγινε ακόμα δυσκολότερος σαν ο ουρανός γέμισε σύννεφα απειλητικά που έρχονταν πίσω απ τα Γεράνεια από το Βοριά. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο αλλά το φρόνημα του Τυδέα ήταν τέτοιο που εμψύχωνε και τους άλλους δύο. Κοντά του ένιωθαν άλλοι άνθρωποι. Μια σιγουριά, μια ασφάλεια και σταθερότητα. Τον έβλεπαν πάντα μπροστά του στο λευκό του άλογο να δαμάζει τις πέτρες, τα στενώματα, τα χαλάσματα. Κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να κατέβουν από τα άλογα. Η ορατότητα ήταν πολύ άσχημη. Δεν ήξερες τι σε περιμένει σε κάθε βήμα ή κάθε στροφή. Προχωρούσαν με χαλινάρια στα χέρια και τα νεύρα τους σε τέτοια ένταση που έλεγες πως θα σπάσουν. Πολλές φορές οι γροθιές τους έσφιξαν τη λαβή του σπαθιού τους μην μπορώντας να ξεχωρίσουν είτε ήχους είτε βοές είτε παράξενες μορφές στην ομίχλη. Όλα μπερδεύονταν στο μυαλό τους. Η βοή του αέρα, η σκόνη που έμπαινε στα μάτια, οι πέτρες που κυλούσαν στα πόδια τους, οι άκρες των κλαδιών από τα δέντρα. Στα αυτιά τους όλα έχαναν τη λογική τους ύπαρξη. Ουρλιαχτά ζώων αποκτούσαν φωνή τεράτων. Η οχλαγωγή της οργισμένης θάλασσας κάτω βαθιά στα πόδια τους λες και ένα αδηφάγο στόμα καρτερούσε να καταπιεί όποιον άτυχο έχανε το βήμα του.

"Δεν τρόμαξα σ' εχθρούς και βαρβάρους...." ακούστηκε ο Γαληνός "αλλά εδώ ο φόβος φωλιάζει στην καρδιά μου!"

"Το θάρρος Γαληνέ, δεν είναι μονάχα απέναντι σε δόρατα και ασπίδες, το θάρρος δεν είναι μονάχα κόντρα σε σπαθιά και μανιασμένα άλογα. Πιο μεγάλο είναι το θάρρος απέναντι στην ίδια τη ζωή και τις προκλήσεις της!" ήρθε η φωνή του Τυδέα να ακουστεί στεντόρεια στον σύντροφό του. Συνέχιζε να τους μιλάει:

"Θάρρος είναι να αγαπάς και να σέβεσαι την ίδια τη φύση και την αγριάδα της. Να νιώθεις ταπεινός απέναντι στα στοιχειά της και στις μανίες της. Να μην έχεις έπαρση απέναντί της και να νομίζεις ότι μπορείς να την τιθασεύσεις... Κοιτάτε! Τι είμαστε μπροστά της; Τρεις κόκκοι ζωής που μπορεί, σε κάθε της στιγμή, να μας παρασύρει στην ανυπαρξία, στο γκρεμό, στον Άδη. Όσες φορές ο άνθρωπος σεβάστηκε τη μητέρα Γαία και τη φύση είχε πιθανότητες στη ζωή του να περπατήσει σωστά. Όσες όμως φορές την περιφρόνησε τότε βρήκε την οργή της μπροστά του"

Τον άκουγαν σιωπηροί αλλά με σέβαση στα λόγια του.

"Πού είμαστε βασιλιά μου;" φώναξε με αγωνία ο Ίαμος.

"Περνάμε τη Μολουρίδα" απάντησε αυτός.

Μόλις που ακούστηκε ο ήχος της φωνής του απ' τη δύναμη του αγέρα που σάρωνε τα πάντα. Και τότε εκεί στις πλαγιές του βουνού λες και ο αγέρας με την ομίχλη έπαιζε τρομακτικά παιχνίδια στα μάτια τους μπροστά. Κάποιες σκιές άρχισαν να κατεβαίνουν στην πλαγιά του βουνού προς τα κάτω στα κοφτερά βράχια. Στην αρχή μια γυναικεία μορφή, αλλοπαρμένη, με τα μαλλιά της ξέπλεκα στη δύναμη του ανέμου. Μπόρεσαν για μια στιγμή να δουν το σκοτάδι στο βλέμμα της.

"Τι είναι αυτές οι σκιές;" έσκουξε έντρομος ο Γαληνός. Κοιτούσαν εκστασιασμένοι αυτό που συνέβαινε δίπλα τους. Ο Τυδέας γύρισε και του είπε συγκινημένος.

"Είναι η Ινώ! Η δοξασμένη αλλά και δύστυχη κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας"

"Τι κάνει εδώ; Πώς είναι εδώ;" ρώτησε με αγωνία ο Ίαμος.

"Περιφέρεται λένε οι θρύλοι ολόγυρα στο μέρος που τρελάθηκε.... Είναι φορές που ξανάρχεται να θρηνήσει..."

"Γιατί Τυδέα;"
"Κοιτάξτε την!" είπε με συγκίνηση, "δείτε τα μάτια της, το φόβο, το αλλόκοτο. Με τον άντρα της τον Αθάμαντα μεγάλωναν τον Διόνυσο αλλά η Ήρα απ τη ζήλια της, την τρέλανε..."

"Κάτι βλέπω και κρατά στην αγκαλιά της δείτε!" φώναξε όσο μπορούσε για να ακουστεί μέσα στο χαμό, ο Γαληνός.

"Κρατά το μικρό της γιο, τον Μελικέρτη! Μ' αυτόν γκρεμίστηκε σε τούτα εδώ τα βράχια... και ο γιος της ο Λέαρχος σκοτώθηκε απ τα χέρια του πατέρα του..." απάντησε ο Τυδέας σαν να έβλεπε ένα όνειρο.

Η γυναικεία σκιά στροβιλίστηκε ολόγυρά τους μέσα στη δίνη του ανέμου, κάποια στιγμή την είδαν καθαρά σαν διάφανη οπτασία κρατώντας στην αγκαλιά της ένα παιδί. Ήταν τόσο μα τόσο λυπημένη η ματιά της.

"Είναι καταραμένες τούτες οι πέτρες! Πάμε να φύγουμε γρήγορα, φοβάμαι!" ακούστηκε ο Ίαμος.

Προχωρούσαν πεζοί προσπαθώντας να μείνουν στο μονοπάτι να μην γκρεμοτσακιστούν κρατώντας ο καθένας τα άλογά τους.

"Οι Σκιρωνίδες πέτρες...." είπε δυνατά ο Τυδέας με δέος. "Εδώ κάτω σε τούτο το γκρεμό πετούσε ο Σκίρωνας τους περαστικούς με την τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, τη Φαία να καραδοκεί εδώ κάτω στην ακτή και να κατασπαράζει τα θύματά του"

"Ω Θεοί, να περάσουμε γρήγορα..." σχολίασε ο Γαληνός με φόβο.

Θα είχε πια γείρει ο ήλιος στο δεύτερο μισό τ' ουρανού σαν άφησαν πίσω τους τις τρομερές πέτρες. Ο καιρός καθάριζε λίγο και η ορατότητα βελτιώθηκε.

"Τυδέα, επιτέλους περάσαμε", είπε κάποια στιγμή ασθμαίνων ο Γαληνός.

"Κοιτάξτε πέρα κάτω!" φώναξε ο Ίαμος.

Στα μάτια όλων απλώθηκε ο κάμπος στο Θριάσιο πεδίο.

"Τα Μέγαρα!" φώναξε ο Τυδέας!"

Σαν να λύθηκαν τα σφιγμένα κομμάτια απ το κορμί τους. Σαν οι ανάσες τους να έγιναν πιο τακτικές. Ο δρόμος άνοιξε κατηφορικός για τα καλά και τα άλογα άπλωσαν το ρυθμό και μετά τον καλπασμό τους.

"Θα σταθούμε στα Μέγαρα για μια ανάσα" είπε ο Γαληνός.

"Ναι αλλά όχι για πολύ, πρέπει οπωσδήποτε να φτάσουμε απόψε στην Ελευσίνα. Εκεί θα αποφασίσουμε για τη νύχτα μας" τους απάντησε ο Τυδέας.

Όπως και έγινε. Έκαναν μια ολιγόλεπτη στάση στα Μέγαρα να ανασάνουν τα άλογά τους και να ξαποστάσουν οι ίδιοι. Ο καιρός είχε ανοίξει για τα καλά και ο δρόμος προς την Ελευσίνα ήταν ανοιχτός.

Σούρουπο έφτασαν στην ιερή πόλη. Έπρεπε να αποφασίσουν τι θα κάνουν.

"Που θα βγάλουμε τη νύχτα μας;" ρώτησαν οι δύο φίλοι του.

"Το σκέφτομαι" τους είπε.

"Τι δυνατότητες έχουμε Τυδέα;"

"Αν δεν μείνουμε εδώ θα ανέβουμε το βουνό για την Οινόη"

"Θα μας πιάσει νύχτα;"

"Σίγουρα"

"Τότε καλύτερα να μείνουμε εδώ και αύριο με το καλό ξεκινάμε" είπε ο Ίαμος.

Συμφώνησαν τελικά όλοι. Βρήκαν ένα μικρό πανδοχείο που σύχναζαν έμποροι στην Ελευσίνα για να διανυκτερεύσουν. Το χρώμα του ουρανού είχε πάρει ένα γλυκύτατο κόκκινο χρώμα στη δύση. Ο δυνατός άνεμος είχε διώξει κάθε σύννεφο. Όλα προμήνυαν μια όμορφη ήρεμη νύχτα. Το πανδοχείο ήταν κοντά στον Κηφισό ποταμό. Έκατσαν να απολαύσουν το φαγητό τους που είχαν τόσο μα τόσο ανάγκη.

"Είμαστε κοντά στον Ερινεό" τους είπε ο Τυδέας.

"Τι είναι εδώ;" ρώτησε ο Γαληνός.

"Από εδώ κατέβηκε ο Πλούτωνας σαν άρπαξε την Περσεφόνη..." απάντησε ο Τυδέας.

Τον κοίταξαν με θαυμασμό.

"Πόσο όμορφο είναι ο άνθρωπος να κατέχει τη γνώση και την εμπειρία στη ζωή, σαν εσένα βασιλιά μου" τού είπε ο Γαληνός. Ο Τυδέας χαμογέλασε.

"Θα μου χρειαστεί σαν αντικρίσω απέναντί μου τον Ετεοκλή"

"Τι πιστεύεις άρχοντά μου;" τον ρώτησε με αγωνία ο Ίαμος.

"Δεν είμαι αισιόδοξος σύντροφοί μου. Αλλά είναι κάτι που πρέπει να δοκιμάσουμε. Η ελπίδα είναι πάντα ζωντανή. Μπορεί να πείσουμε το βασιλιά της Θήβας ότι δεν είναι για καλό κανενός ο πόλεμος"

"Και θα πειστεί μετά από τόσα χρόνια να αλλάξει γνώμη;" ρώτησε ο Γαληνός.

"Θα κάνω ότι δυνατόν να τον πείσω. Από εκεί και πέρα είναι δική του η ευθύνη"

Συνέχισαν να κουβεντιάζουν για τα μελλούμενα ώσπου τελείωσαν το φαγητό με το λίγο κρασί τους.

"Λοιπόν ώρα να ξαποστάσουμε, Πάμε. Αύριο με το φως του ήλιου μάς περιμένει δύσκολο ταξίδι" τούς είπε και σηκώθηκαν. Τράβηξαν στο δωμάτιό τους. Τα κρεβάτια ήταν τρία μαζεμένα. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Και τα κατάκοπα κορμιά τους γύρευαν απεγνωσμένα ξεκούραση.

Την άλλη μέρα το πρωί ένας ακόμα ανηφορικός δρόμος στο βουνό τούς περίμενε δύσκολος. Προορισμός τους η Οινόη και το πέρασμα πια στη Βοιωτία. Πήραν σταθερά τον δρόμο προς τα πάνω. Όμορφο τοπίο βουτηγμένο μέσα στα πεύκα και πιο ψηλά στα έλατα. Ο δρόμος ήταν σαφώς καλύτερος γιατί ήταν αυτός που συνέδεε την Ελευσίνα με τη Θήβα. Πίσω τους στο φως του ήλιου που είχε για τα καλά βγει έλαμπε ολάκερος ο Σαρωνικός με την Σαλαμίνα. Άλλαζαν πολλές κουβέντες στο ταξίδι τους να γεμίζουν τα κενά του ταξιδιού. Προς το μεσημέρι έφτασαν πια στην κορυφή. Μπροστά τους στα Βόρεια ξεκινούσε πια η Βοιωτική γη.

"Να οι Πλαταιές!" φώναξε ο Τυδέας.

"Όλα πάνε καλά βασιλιά μου" απάντησε ο Γαληνός. Πάντα χρησιμοποιούσε αυτόν τον τίτλο για τον Τυδέα ο Αιτωλός φίλος του. Τον θεωρούσε δικαιωματικό βασιλιά της Καλυδώνας στην Αιτωλία.

"Οι Θεοί μάς ανοίγουν καθαρό δρόμο σύντροφοί μου" απάντησε εκείνος, "βαδίζουμε στη γη της Θήβας".

Ο Βοιωτικός κάμπος ήταν βουτηγμένος στο πράσινο. Ένας λαμπερός ήλιος γέμιζε με φως την ημέρα και τη διαδρομή τους.

"Θα προλάβουμε μην μάς πιάσει η νύχτα να μπούμε στη Θήβα;" ρώτησε ο Ίαμος του δύο άλλους.

"Στη Θήβα θα μπω μόνος μου, εσείς θα με περιμένετε στις Πλαταιές" απάντησε ο Τυδέας.

"Βασιλιά μου είσαι σίγουρος;" ρώτησε ο Γαληνός ανήσυχος.

"Ναι είναι σίγουρο, λοιπόν προχωράμε προς τα εκεί. Ότι και να γίνει εσείς εκεί θα έχετε μια ασφάλεια για να με περιμένετε στην επιστροφή. Εγώ θα ξεκουράσω το άλογό μου, θα πάρω μια ανάσα και θα συνεχίσω"

Κατέβηκαν την πλαγιά του Κιθαιρώνα με κατεύθυνση την πόλη, που τούς περίμενε μπροστά στα πόδια του βουνού. Έψαξαν ένα πανδοχείο για να μπορέσουν να βρουν μια διαμονή οι δύο άλλοι.

"Εγώ ξεκινάω" τούς είπε, "πήρα τις ανάσες μου, μαζί και το άλογο. Όπως είπαμε λοιπόν".

"Τυδέα, έχεις ξαναπάει στη Θήβα;" τον ρώτησε ο Ίαμος.

"Ναι, αρκετές φορές ώστε να την γνωρίζω καλά" τού απάντησε καθησυχάζοντάς τον.

Αποχαιρετίστηκαν με αρκετή φόρτιση. Τούς άφησε έξω από το πανδοχείο. Ανέβηκε στο κατάλευκο άτι του και με την επιβλητική του κορμοστασιά ξεκίνησε με ελαφρύ καλπασμό. Σήκωσε το χέρι του για να τους αποχαιρετίσει όπως και εκείνοι. Μια κρίσιμη αποστολή άρχιζε για εκείνον. Μια αποστολή που θα έκρινε πάρα πολλά. Την ειρήνη ή τον πόλεμο, τη ζωή ή το θάνατο.

Το άλογό του βγαίνοντας από τις Πλαταιές άρχιζε πλέον να καλπάζει με γρήγορο ρυθμό. Είχε κατά νου να προλάβει να μπει στη Θήβα πριν τον πιάσει η νύχτα στο δρόμο. Αν όλα πήγαιναν κατ' ευχήν ήταν εφικτό. Μπροστά του ξεχύθηκε ο κάμπος της Βοιωτίας. Στη σκέψη του ήρθαν τα λόγια και η έκρηξη του Αμφιάραου στο συμβούλιο των πολέμαρχων στο παλάτι.

"Απ την εκστρατεία στη Θήβα δεν θα γυρίσει κανείς ζωντανός παρά μονάχα ένας!" είχε πει. Το θυμόταν καλά. Τι ήταν άραγε εκείνο που οδηγούσε τον γενναίο μάντη και πολεμιστή σε τέτοια πρόβλεψη; Τι τον βασάνιζε; Δεν ήθελε με τίποτα αυτός του ο λόγος να τον κυριεύει ετούτη τη στιγμή αλλά γινόταν χωρίς τη θέλησή του. Ειδικά εκείνη του η κουβέντα "εκτός από έναν". Άραγε ποιος; Ποιον εννοούσε; Τον ήξερε; Ή το έλεγε έτσι. Χωρίς να το καταλάβει με τις σκέψεις αυτές πέρασε το πρώτο ποτάμι που ήταν στο διάβα του. Ο Ωερόης. Ένα μικρό ποτάμι με τα νερά του να έχουν κατεύθυνση προς τα Δυτικά εκεί που τελειώνει ο Κιθαιρώνας. Επόμενος σταθμός ο Ασωπός.

Είχε πια περάσει το μεσημέρι. Ο ήλιος είχε γείρει ήδη προς τη Δύση όταν αντίκρισε το μεγάλο ποτάμι της Βοιωτίας. Στο μυαλό του ήρθαν οι μύθοι και οι θρύλοι που τον συνοδεύουν. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρώς, άλλοι του Ωκεανού και της Τηθύος και κάποιοι άλλοι τον έλεγαν γιο του Δία και της Ευρυνόμης. Γυναίκα του λέγανε ήταν η Μετώπη, η κόρη του Λάδωνα. Οι παλιοί τού καταλόγιζαν πολλά παιδιά, όλα να έχουν σχέση με τη Βοιωτία. Ένα από τα παιδιά του και ο Ισμηνός, το μεγάλο ποτάμι στη Θήβα.

Έφτασε στην όχθη του ποταμού. Αναζητώντας ένα ήρεμο μέρος για πέρασμα βρήκε ένα μικρό όμορφο δάσος από πλατάνια και πυκνούς θάμνους, που κύκλωνε και τις δύο όχθες του ποταμού. Ήταν ότι καλύτερο για να δώσει στο άλογό του μία ακόμα ολιγόλεπτη στάση να ποτιστεί στα γάργαρα νερά του ώστε όλα μετά να ήταν έτοιμα για την τελική του διαδρομή. Όλα ήταν έρημα και ήσυχα εκείνη την όμορφη στιγμή στο δείλι. Στάθηκε σε μια μεγάλη πέτρα κοντά στην όχθη όταν ξαφνικά ένιωσε το έδαφος κάτω από τα πόδια του να τρέμει. Το άλογό του άρχισε να αφουγκράζεται αυτό το παράξενο και το ανεξήγητο που συνέβαινε ολόγυρα και άρχισε έντονα να ανησυχεί. Το έδεσε καλύτερα στον κορμό ενός δέντρου για να μην το χάσει προσπαθώντας να το ηρεμήσει. Τα φύλλα και τα κλαδιά στα δέντρα άρχισαν να θροΐζουν και να λυγίζουν λες και ένα τρομερό αόρατο χέρι τα κουνούσε χωρίς έλεος. Ένας δυνατός στρόβιλος φάνηκε να τον τυλίγει μέσα σε εκείνο το ξέφωτο. Είχε αρχίσει να παγώνει από φόβο και αγωνία. Ήταν κάτι που δεν είχε ζήσει ξανά. Το φως του δειλινού άλλαζε δύναμη και χρώματα. Πότε σκοτείνιαζε και πότε έλαμπε σαν αστραπή. Και τότε...

Μέσα στον άναρχο χορό της γης και στο στρόβιλο του ανέμου κάτι ακαθόριστο άρχισε σε λίγα μέτρα από μπροστά του να παίρνει σχήμα και μορφή. Σαν να αναδυόταν στον αέρα. Μια παρουσία που άρχισε να παίρνει τη μορφή μιας επιβλητικής και λαμπερής γυναίκας. Ο Τυδέας έβαλε έντρομος τα χέρια του στο πρόσωπό του για να μην τυφλωθεί από το υπέρλαμπρο φως που ακτινοβολούσε εκείνη η γυναικεία μορφή μπροστά του, που ήρθε από το πουθενά. Και τότε η φωνή της! Μια φωνή απόκοσμη, ήρεμη μα συνάμα επιβλητική και αποφασιστική μαζί, τράνταξε ολάκερο το δάσος.

"Τυδέα, προστατευόμενέ μου, γιε του Οινέα..."

Γονάτισε μπροστά της τρεμάμενος και συγκινημένος.

"Ποια μπορεί να είσαι εσύ μεγαλόπρεπη κι απόκοσμη για να 'ρχεσαι σε μένα τον ταπεινό, Κυρά μου;"

"Κοίτα καλύτερα και διάβασε τα σημεία, γιε του Οινέα..." ακούστηκε σαν θρόισμα παντού.

"Παλλάδα Αθηνά! Θεά και κυρά μου! Ποια ευλογημένη δύναμη σε φέρνει μπρος στη στράτα μου;"

"Είμαι εδώ κοντά σου! Ξέρεις ότι πάντα σε έχω στη σκιά μου Τυδέα και ξέρω την αποστολή του ταξιδιού σου...."

Ο συριγμός στο συλλάβισμα της φωνής της μέσα σε όλη εκείνη την αντάρα ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει για να αφουγκραστεί αυτήν της την παρουσία.

"Τι προστάζεις κι ορμηνεύεις Θεά μου;"

Σείστηκε η μορφή της προκαλώντας έκρηξη στη φύση ολόγυρα με αλλόκοτες ανταποκρίσεις.

"Στη Θήβα θα προκληθείς Τυδέα να το ξέρεις" ήχησε η φωνή της λες και έβγαινε από το βάθος των αιώνων, "Ο Ετεοκλής θα σε προκαλέσει στα όριά σου! Για σένα αυτό θα είναι τρομερή δοκιμασία. Πρέπει να τα ξεπεράσεις, να μείνεις συνετός και ψύχραιμος, να μην απαντήσεις. Μόνο τότε θα έχεις φέρει σε αίσιο πέρας την αποστολή σου... να το θυμάσαι..."

"Θα το θυμάμαι σεβάσμια κυρά μου, δίνω στα λόγια σου υπόσχεση και στην ορμήνια σου δύναμη"

"Να θυμάσαι να είσαι πάντα συνετός και ταπεινός γιε της Αιτωλικής γης, αυτό μην το ξεχνάς ποτέ....." ακούστηκε η φωνή της να αργοσβήνει μαζί με τη μορφή της που άρχισε να γίνεται πιο διάφανη και να χάνεται μέσα σε μια καταιγίδα από χρώματα, λάμψη και αντάρα του ανέμου. Ώσπου εξαφανίστηκε απόλυτα από μπροστά του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ήρθε.

Η φύση αποκατέστησε την ισορροπία της αμέσως αλλά ο Τυδέας έκανε κάποια λεπτά για συνέλθει από εκείνο το σοκ αυτής της μεγάλης παρουσίας στη ζωή του, που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει μέχρι σήμερα. Τα λόγια και οι παραινέσεις της Θεάς Αθηνάς έμειναν στη σκέψη του να κυριαρχούν απόλυτα. Είχε την αίσθηση, πως για λίγο, διάβηκε τα σύνορα τούτου κόσμου και πάτησε έξω απ' αυτόν, πέρα απ' το χρόνο και τη λογική. Ανέβηκε στο άλογό του, βρήκε το πέρασμα στον ποταμό και βρέθηκε στην αντίπερα όχθη. Πατούσε πια τα χώματα του βασιλείου της Θήβας και επίσημα. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει πια για τα καλά στη Δύση. Το άλογό του κάλπαζε και πάλι μπροστά. Σε λίγη ώρα τα ψηλά τείχη της πόλης θα ήταν στο βλέμμα του. Και ίσια μπροστά του, προορισμός του οι Ήλεκτρες πύλες. Η κεντρική είσοδος στα τείχη της πόλης του Κάδμου και της Αρμονίας. Να τον περιμένει μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση.

Συνεχίζεται...


* Σημείωση: Η Μολουρίδα ήταν βράχος ιερός από την Λευκοθέα και τον Παλαίμονα

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη https://stisglafkistocafe.blogspot.com/

Ο Τυδέας βρίσκεται πλέον στη Θήβα. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι με πολλές προκλήσεις. Βρίσκεται αντιμέτωπος με μια μεγάλη πρόκληση. Η συνάντηση με το βασιλιά Ετεοκλή, θα κρίνει πάρα πολλά για το μέλλον. Θα μπορέσει να συζητήσει μαζί του; Να διερευνήσει τις προθέσεις του; Να τον πείσει για να βρεθεί μια λύση; Έχουμε πολλά να δούμε στο κεφάλαιο, που ακολουθεί. Μένετε εδώ. Περιμένω τη συμμετοχή και τις κρίσεις σας.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro