Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 2.6 Στον Κολωνό (Β)

https://youtu.be/oN2Xs-MvxLw

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη, ιστότοπος: https://stisglafkistocafe.blogspot.com/

Η Απαγωγή

Η Νύχτα είχε απλώσει για τα καλά τα πέπλα της στον Κολωνό. Έξω παντού απλωνόταν μια χαρακτηριστική ησυχία. Μια ελαφριά Φθινοπωρινή ψύχρα ήταν ήδη αισθητή. Μονάχα οι ήχοι από τα πλάσματα του σκοταδιού έπλεκαν το δικό τους τραγούδι. Τα τριζόνια, λόγω των πρώτων κρύων, είχαν μετριάσει για τα καλά το τραγούδι τους. Όμως ο γκιώνης και οι κουκουβάγιες έστηναν το δικό τους χορό. Το φεγγάρι ήταν στο γιόμα του ζυγώνοντας να γεμίσει το μισό. Έτσι κάτω στη γη, σε συνδυασμό με τον καθάριο ουρανό, παράξενα σχήματα σκιών έστηναν τη δική τους παράσταση.

Η κούραση που βάραινε στα κορμιά της Ισμήνης, της Νηρίτης και του Ρήσου, τούς είχαν κάνει να αφεθούν γρήγορα, χωρίς αντίσταση, στην αγκαλιά του Μορφέα. Από κοντά και η Αντιγόνη. Δύσκολο και κουραστικό το έργο να έχει την προσοχή του πατέρα της αλλά και να είναι εκείνη τα μάτια του στον έξω κόσμο. Μονάχα ο γέρο Οιδίποδας δεν είχε ύπνο. Η συγκίνηση με την δεύτερη θυγατέρα του, την Ισμήνη και τα όσα έμαθε για τα αγόρια του αλλά και τις προθέσεις του Κρέοντα, τον έκαναν να βασανίζεται από σκέψεις. Στριφογύριζε νευρικά και ανήσυχα στο κρεβάτι, βουτηγμένος στο δικό του απόλυτο και παντοτινό σκοτάδι. Μπορεί το φως των ματιών του να ήταν το διαρκές μαύρο όμως η διαύγεια της σκέψης του ήταν πάντα ενεργή και τώρα ακόμα περισσότερο σε εγρήγορση.

Το φεγγάρι θα είχε διαβεί αρκετή από τη πορεία του στον νυχτερινό ουρανό ώσπου ο Οιδίποδας άκουσε κάποιους θορύβους από το εξωτερικό μέρος του σπιτιού. Συγκεκριμένα απ' την αυλή ακούγονταν πατημασιές και γαβγίσματα σκύλων όχι πολύ μακριά από εκεί. Αμέσως μια ξένη παρουσία ανθρώπων απειλητική τόσο για την ώρα όσο και για τον τρόπο έκανε τον τυφλό γέροντα να προσπαθήσει να εντοπίσει την προέλευση των θορύβων. Ένας δυνατός χτύπος στην εξωτερική πόρτα του σπιτιού ξύπνησε με τον πιο απότομο τρόπο τους ενοίκους του σπιτιού.

"Ποιος να είναι;" φώναξε η Αντιγόνη.

"Αυτοί είναι!" κραύγασε με φόβο η αδελφή της ενώ ο Ρήσος από δίπλα τράβηξε από τη ζώνη του ένα μικρό κοντό ξίφος.

"Ανοίξτε!" ακούστηκε μια αποφασιστική αλλά όχι τόσο δυνατή φωνή από έξω.

Ο Οιδίποδας δεν ήθελε πολύ για να αντιληφθεί την προέλευση της φωνής. Όπως επίσης και οι δύο κόρες του.

"Μην ανοίγετε!" έκανε με αγωνία η Ισμήνη.

"Ανοίξτε! Δεν είμαι εδώ για κακό σκοπό!" επανέλαβε ο Κρέων έξω από την πόρτα. Οι συνοδοί του όμως ήδη είχαν κυκλώσει προσεκτικά και σιωπηρά το σπίτι αποκλείοντας κάθε πιθανή έξοδο.

"Ανοίξτε του, δεν ωφελεί!" είπε ο Οιδίποδας.

"Γέροντα όχι!" τον προέτρεψε ο Ρήσος.

"Εμένα θέλει...ανοίξτε του" πρόσταξε με την επιβλητική και συνάμα ήρεμη φωνή του.

Η Αντιγόνη πήρε θάρρος από τη στάση του πατέρα της. Πήγε στην ξύλινη πόρτα, τράβηξε τον μεταλλικό σύρτη και άνοιξε. Η μορφή του Κρέοντα δέσποζε στην πόρτα. Η Αντιγόνη έκανε τόπο να μπει. Εκείνος προχώρησε στο εσωτερικό. Με τα μάτια του μέτρησε το χώρο και τα πρόσωπα.

"Τι ζητάς μέσα στα άγρια σκοτάδια Κρέοντα;" τον ρώτησε ο Οιδίποδας.

"Όλοι εδώ λοιπόν! Γέροντα δεν ήρθα με κακούς σκοπούς όπως νομίζεις..."

"Όσοι έχουν σκοπούς καθαρούς δεν χτυπάνε τις νύχτες τις πόρτες" τον έκοψε εκείνος.

"Δεν είμαστε στη Θήβα γέροντα να ορίζουμε εμείς το πότε και το πού. Ταξίδεψα και εγώ με κόπο, ιδρώτα και κίνδυνο για να έρθω να σας βρω. Και δεν είμαι πια και εγώ νέος..."

"Τι θέλεις Κρέοντα; Μίλα!" τον πρόλαβε ο Οιδίποδας.

Ο Κρέοντας έκανε κάποια βήματα μέσα στο σπίτι. Οι άλλοι τον κοιτούσαν προσεκτικά. Εκείνος είπε.

"Οι Θηβαίοι σε καλούν να γυρίσεις στον τόπο σου, Οιδίποδα. Το ίδιο και ο γιος σου ο Ετεοκλής. Δεν γίνεται να τριγυρνάς σαν ζητιάνος σε ξένους τόπους γυρεύοντας τη λύπηση του κάθε ηγεμόνα"

"Ποιος σού είπε Κρέοντα ότι είμαι ζητιάνος εδώ; Ποιος λάθεψε τόσο να σε πληροφορήσει ότι αναζητώ τη λύπηση; Για είναι της σκέψης σου γεννήματα αυτά τα συμπεράσματα; Με καλείς να γυρίσω πίσω πού; Ξεχνάς ποιοι με διώξατε;"

"Ο λαός της Θήβας αλλά οι ηγεμόνες του πάνω απ' όλους και αν θες και εγώ ανάμεσά τους νιώσαμε τα πάθη και τα κρίματά σου γέροντα. Είναι θέλημα όλων να γυρίσετε πίσω. Είναι άραγε παράλογο να βάλουμε όλοι ένα τέλος σε όλο αυτό..."

"Ψέματα! Λες ψέματα Κρέοντα!" πετάχτηκε με πάθος η Αντιγόνη.

Ο Κρέων την κοίταξε ίσια στα μάτια σκληρά.

"Υψώνεις πάλι τη φωνή σε γέροντες άρχοντες και παλιούς βασιλιάδες κορίτσι πράμα! Δεν νομίζεις πως είναι καιρός να πάψεις να κουβαλάς μ' αυτόν τον τρόπο τον πατέρα σου στις στράτες και στα δάση;"

"Δική σας επιλογή ήταν ο διωγμός του!" απάντησε εκείνη "για σας ήταν το μίασμα, το άγος, η συμφορά. Λες και ήταν δική του θέληση τούτο το κακό και το ανόσιο. Λες και ήταν επιλογή του"

"Δεν ωφελεί να κάνω διάλογο μαζί σου κορίτσι πράμα, με τον πατέρα σου ήρθα να μιλήσω για να του καταθέσω το σεβασμό μου..."

Ο Οιδίποδας σηκώθηκε όρθιος αγανακτισμένος.

"Μιλάς για σεβασμό ποιος εσύ; Πότε σεβάστηκες τη συγγένειά μας Κρέοντα; Πότε την τίμησες; Με ποιο περίσσιο θράσος έρχεσαι μπροστά μου να μου πεις να γυρίσω για το καλό της πόλης;"

Είχε πια ξεσπάσει, η φωνή του άγρια και τραχιά έβγαινε απ το στόμα του γεμάτη πάθος:

"Δεν μας θέλεις πίσω στη Θήβα για να ζήσω τα χρόνια τα στερνά στην όποια γαλήνη μού χαρίσουν οι Θεοί..."

"Τότε γιατί να το κάνω; Αν ήθελα το κακό σας γιατί να μην σε αφήσω να σέρνεσαι σε ξένους τόπους; Το παιδί σου με στέλνει Οιδίποδα, ο βασιλιάς!"

"Το παιδί μου... Ω τα παιδιά μου! Σαν να ακούω τώρα τις φωνές τους να με ρίξουν κλεισμένο στα πιο κρυμμένα δώματα του σπιτιού βαθιά στην πιο σκοτεινή μου φυλακή. Όμηρο με θέλετε στη Θήβα Κρέοντα! Και μένα και τις θυγατέρες μου"

"Μυαλό δεν βλέπω να 'βαλες γέροντα!" τον διέκοψε αυτός.

"Δεν σ΄΄αρέσει η αλήθεια ε; Τρέμετε στην ιδέα ότι βρήκα στην Αθήνα ένα ταπεινό και γαλήνιο καταφύγιο να πεθάνω. Φοβάστε στην ιδέα ότι ο σεβάσμιος βασιλιάς Θησέας σεβάστηκε την παράκλησή μου και είπατε να με πάρετε από εδώ..."

"Δεν έχεις άλλη επιλογή γέροντα. Φαντάστηκα πως θα ένιωθες τη θέση σου, πως θα συνέτιζες την αντάρα, που άφησαν οι ανίερες πράξεις σου στο μυαλό σου. Θα έρθεις μαζί μου!"

"Με τι θαρρείς πως με φοβερίζεις;" απάντησε ο Οιδίποδας.

"Μονάχος πώς θα μείνεις εδώ;" τον ρώτησε με δόλο ο Κρέοντας.

Ο Οιδίποδας κατάλαβε.

"Ανάξιε! Μην τολμήσεις να απλώσεις τα χέρια μου στις κόρες μου!"

Μέσα στο σπίτι έγινε αντάρα μεγάλη. Οι δύο αδελφές προσπάθησαν να κινηθούν. Ο Κρέοντας έκανε νεύμα προς τα έξω και αμέσως μπήκαν σαν θεριά στο σπίτι οι τέσσερεις από τους πέντε συνοδούς του.

"Πάρτε τις!" φώναξε ο Κρέων "...και αφήστε τούτον τον γέροντα εδώ έρημο μονάχο να σέρνεται αβοήθητος"

"Τα παιδιά μου ανόσιε!"

"Και μένα οι κόρες της αδελφής μου Οιδίποδα! Και μένα συγγενείς μου είναι!" κραύγασε ο Κρέων.

Ο Ρήσος ρίχτηκε με αυτοθυσία στους εισβολείς, όπως και η Νηρίτη. Μια σωστή μάχη χωρίς όπλα αλλά με χέρια και πόδια. Τον Ρήσο τον χτύπησαν άσχημα με τις λαβές των σπαθιών τους ρίχνοντάς τον καταγής. Το ίδιο και την Νηρίτη. Ο Οιδίποδας άρχισε να φωνάζει. Οι φωνές του έσπαγαν βίαια τη σιωπή της νύχτας. Καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια.

"Βοηθήστε με το δόλιο, Αθηναίοι! Ας φωνάξει ένας κάποια βοήθεια!"

Οι Θηβαίοι ακόλουθοι του Κρέοντα άρπαξαν βίαια τις δύο αδελφές, που αντιστέκονταν με όση δύναμη και λύσσα είχαν και τις έσυραν έξω απ' το σπίτι.

"Φύγετε! Στ' άλογα για τη Θήβα!" ακούστηκε η φωνή του Τήμενου.

Στο μεταξύ κάποιοι γείτονες κάτοικοι, έχοντας θορυβηθεί με όλο αυτό το κακό, είχαν ήδη βγει στο δρόμο, προστρέχοντας στο σπίτι του Οιδίποδα.

Τα άλογα με τους Θηβαίους και τις δύο αδελφές έφυγαν καλπάζοντας μέσα σε μεγάλη φασαρία. Ο Κρέοντας έμεινε πίσω αντίκρυ στον Οιδίποδα.

"Τι θαρρείς ότι κατάφερες τώρα γιε και ομόκλινε της αδελφής μου;" τού πέταξε μέσα στα μούτρα.

"Ως εκεί έφτασες λοιπόν;" αντέτεινε ο Οιδίποδας.

"Πώς νομίζεις ότι θα μείνεις εδώ και για πόσο έτσι μονάχος;" έκανε ο Κρέοντας με σκληρότητα.

"Τούτη η πόλη, που τόλμησες εισβολέας να γίνεις μέσα στην άγρια νύχτα, θα σταθεί στο πλάι μου! Σε τούτο το ιερό και απάτητο άλσος των Θεών που ήρθες στα ριζά του να το μολύνεις δεν πιάνει της βίας σου το όπλο Κρέοντα!"

"Αυτό θα το δούμε!" τού απάντησε. Γύρισε προς τα πίσω. Βγήκε βιαστικά στην αυλή κινώντας να φύγει.

Η Φρουρά! Έρχεται ο Βασιλιάς !

Εκείνη η νύχτα στον Κολωνό έμελε να σφραγιστεί με μια σειρά γεγονότα που ακολούθησαν. Και ήταν ραγδαία. Κάποιοι απ τους φρουρούς ολόγυρα στο ιερό άλσος άκουσαν τον αχό μέσα στη νύχτα και πλησίασαν. Κάποιοι κάτοικοι τούς ενημέρωσαν ότι άγνωστοι καβαλάρηδες έφυγαν σαν κλέφτες απ το σπίτι που έμενε ο ικέτης τους με την κόρη του. Οι φρουροί ενημέρωσαν τους αξιωματικούς του παλατιού και σε λίγο η γης σειόταν από το ποδοβολητό των Αθηναίων ιππέων που έσπευδαν στο σπίτι του Οιδίποδα. Στο δρόμο τους έπεσαν πάνω στον Κρέοντα που δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί πολύ από εκεί. Τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει. Εκείνος, έδειξε να ξαφνιάζεται αλλά δεν προέβαλε καμία αντίρρηση. Ανάμεσα στους Αθηναίους έστεκε επιβλητικός όπως πάντα, αεικίνητος όπως κάθε φορά, ο ίδιος ο βασιλιάς της Αθήνας, ο ένδοξος Θησέας.

Μπήκε πρώτος στο σπίτι του Οιδίποδα. Τον ακολούθησαν δύο από τους αξιωματικούς του και ο Κρέων μαζί τους. Είδε τα αποτελέσματα της προηγούμενης πάλης, το Ρήσο κάτω πληγωμένο μέσα στα αίματα, την Νηρίτη έντρομη σε μια γωνιά. Απέναντί του είδε τον γέροντα Οιδίποδα συντετριμμένο να κάθεται. Ο Κρέων έμενε απίστευτα ψύχραιμος σε απόλυτο αυτοέλεγχο. Η φωνή του Θησέα ακούστηκε στεντόρεια μέσα στη νύχτα.

"Τι συμβαίνει εδώ; Ποιοι είναι οι ξένοι εισβολείς. στης πόλης μου τα τείχη; Ποιος τολμά να ταράζει τον ιερό τούτο χώρο;"

Ο Οιδίποδας μίλησε πρώτος:

"Αναγνωρίζεις τον Κρέοντα στο πρόσωπο αυτού του άντρα βασιλιά Θησέα; είναι ο παλιός βασιλιάς της Θήβας πριν από μένα και αδελφός της γυναίκας μου"

Ο Θησέας έριξε μια ματιά στον Κρέοντα που εξακολουθούσε να μένει ατάραχα σιωπηρός.

"Έχω ακουστά το όνομά του αλλά δεν τον γνωρίζω, τι γυρεύει ένας άρχοντας στην πόλη της Αθήνας, μέσα στη νύχτα και κάτω από τέτοιες συνθήκες; Ποιος θα μου δώσει σαφείς απαντήσεις;"

"Ήρθε μέσα στη νύχτα με οπλισμένους άντρες Θηβαίους να μας απαγάγει! Άρπαξε τις δυο μου κόρες, στείλε κάποιους βασιλιά μου να τους προλάβουν!" απάντησε ο Οιδίποδας.

"Τι είπες; Πώς τόλμησαν μέσα στην ίδια την Αθήνα τέτοιο ατόπημα;" φώναξε οργισμένος ο Θησέας.

"Βασιλιά μου άκουσέ με!..." προσπάθησε να τον διακόψει ο Κρέων.

"Όχι τώρα Κρέοντα! Θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε πολλά αλλά τώρα όχι... προς τα πού τράβηξαν οι απαγωγείς;"

"Προορισμό έχουν τη Θήβα βασιλιά μου" συμπλήρωσε ο Οιδίποδας.

Γύρισε προς τον αξιωματικό του δίπλα του.

"Τρέξτε, ξεκίνα με αποσπάσματα σε όλα τα περάσματα προς τη Θήβα. Δεν πρέπει να έχουν απομακρυνθεί πολύ. Θέλω τις δύο κόρες εδώ! Οι δράστες να πιαστούν και να κρατηθούν! Διέταξε με αποφασιστικότητα. Ο αξιωματικός έφυγε αμέσως με φωνές προς τους άλλους καβαλάρηδες που καρτερούσαν έξω. Η νύχτα αυτή στον Κολωνό δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Οι διαταγές, οι φωνές, οι αλαλαγμοί των αλόγων και ο καλπασμός τους στη νύχτα έδιναν μια άγρια υφή στο ξημέρωμα που ερχόταν.

Ο Θησέας γύρισε προς τον Κρέοντα:

"Και τώρα εσύ γέροντα παλιέ βασιλιά. Της ξακουσμένης και σεβαστής εφτάπυλης Θήβας. Μιας πόλης που σέβομαι την ιστορία και την ευλογία των Θεών πάνω της. Πες μου! Πού ακούστηκε εισβολέας μέσα στη νύχτα με αρματωμένους στρατιώτες να αρπάζετε τις κόρες ετούτου εδώ του γέροντα; Του ανθρώπου που είναι ικέτης και προστατευόμενός μου! Καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που κάνατε; Επίθεση σε ξένη πόλη, που δεν σας ενόχλησε ποτέ και μάλιστα με δόλιο τρόπο. Τι έχεις λοιπόν να μού αποκριθείς για αυτό, πολύ θα ήθελα να ακούσω μα το Δία!"

"Γιε του Αιγέα, ένδοξε βασιλιά της Αθήνας, Θησέα. Δεν ήρθαμε εδώ με σκέψεις κακές για την ένδοξη και σεβάσμια πόλη σου..."

"Αλλά τότε πως εξηγείται αυτή σας η ενέργεια;"
"Βασιλιά, ήρθαμε να πάρουμε τούτον εδώ τον γέροντα μαζί με τις κόρες του. Αν δεν το ξέρεις είναι και δικό μου αίμα. Κόρες της αδελφής μου της Ιοκάστης..."

"Θα ήθελες Κρέοντα να έρθω έτσι μ' αυτόν τον τρόπο στην πόλη σου, νύχτα με στρατιώτες να τις αρπάξω μέσα απ' τις κλίνες τους;"

"Θησέα άκουσέ με. Η Αθήνα είναι για μας πόλη σεβάσμια, πόλη υπόδειγμα..."

"Λόγια... λόγια... μην τον ακούς βασιλιά!" έκοψε το λόγο ο Οιδίποδας. Ο Θησέας τού φώναξε να περιμένει. Ο Κρέοντας συνέχισε:

"Τούτος εδώ, (έδειξε τον Οιδίποδα), βαρύνεται με ανοσιουργήματα οικτρά! Με ανομίες που ξεπερνούν την πιο ανόσια σκέψη. Κουβαλά μίασμα και κατάρες των Θεών. Πώς είναι δυνατόν να βρει στέγη και φιλοξενία στην πόλη σου γιε του Αιγέα;"

"Κάθε ικέτης έχει τη δική του προστασία Κρέοντα, θαρρώ πρέπει πρώτος να το ξέρεις. Και από πότε η δική σου άποψη θα καταλύσει τη δική μας κυριαρχία;" απάντησε ο Θησέας.

"Ακόμα κι αν βαρύνεται με καινούργιες κατάρες στο δικό μου γένος; Στα ίδια τα παιδιά του; Τόλμησε άραγε να σού πει για τα αναθέματά του; Ήρθα λοιπόν να γλιτώσω τις ανιψιές μου από την κακία του και να πάρω τούτον έξω απ' την Αθήνα, πίσω στη Θήβα. Μήπως και κλείσει ετούτο το κακό πριν είναι αργά για όλους. Μα με πρόλαβε η παρουσία σου. Πού βλέπεις λοιπόν το κρίμα μου Θησέα;"

Ο Θησέας απάντησε με οργή:

"Ποιος σε όρισε δικαστή και τιμωρό Κρέοντα; Περίμενα τα χρόνια σου και τα άσπρα σου μαλλιά να έχουν περισσότερη κρίση και σωφροσύνη αλλά αλίμονο, αυτό που συναντώ ξεπερνά κάθε σου θράσος!"

"Με κατηγορείς;"

"Μόνος σου έβαλες τον εαυτό σου σε τραγική θέση Κρέοντα! Έφευγες σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα. Οι άνθρωποί σου απήγαγαν πολίτες που είχαν άσυλο στην Αθήνα. Όλα αυτά, μα τους Θεούς, αν δεν είναι ωμή και δειλή πρόκληση, τι είναι; Μην προκαλείς την τύχη σου λοιπόν. Αν είχαν βάση τα λόγια σου, θα ερχόσουν ο ίδιος, στο φως του ήλιου να με ενημερώσεις και να ζητήσεις όσα κρυφά αποτόλμησες"

Ο Οιδίποδας πήρε το λόγο. Ήταν σειρά του να ξεσπάσει.

"Μου φόρτωσες χρόνια τώρα δεινά και ανίερα γενόμενα. Με κατηγόρησες και εσύ και πολλοί, ότι αιτία για το λιμό της Θήβας ήμουν εγώ..."

"Τολμάς να το αμφισβητείς; Τα τυφλωμένα μάτια σου δικό σου έργο είναι Οιδίποδα, όχι τρίτων!"

"Πόσο ξέρεις να πονάς τον άλλο στη δυστυχία του μέσα. Γιατί ξέρεις καλά ότι οι ενοχές μου και η τιμωρία μου είναι για όσα κακά γινήκαν και όχι για τη δική μου πρόθεση..."

"Σε τι αλλάζει τούτο το κακό;"

"Γιατί γυρνάς στα τότε; Τίποτα δεν έγινε με δική μου θέληση. Τίποτα δεν αποφασίστηκε με τη δική μου επιλογή. Όλα έτρεξαν δοσμένα στη μοίρα μου. Όλα κρίθηκαν μακριά από μένα. Κοίταξε με το λοιπόν! Τι άλλο θέλεις; Άφησα το θρόνο και την εξουσία με τη θέλησή μου. Αυτοτιμωρήθηκα. Κλείστηκα από τους γιους μου μέσα σε τέσσερις τοίχους..."

"Με κατάρες στ' αγόρια σου!"

"Δεν τ΄ αρνήθηκα. Πάτησαν τον πιο ιερό νόμο, αυτό του να σταθούν δίπλα στο γονιό τους. Με διώξατε. Ήρθα εδώ ικέτης, με την κόρη μου οδηγό. Σας απάλλαξα απ την παρουσία μου. Και τώρα φτάνεις νύχτα σαν κλέφτης να αρπάξεις τις θυγατέρες μου για να με εκβιάσεις και ύστερα εμένα μαζί. Θα το έκανες αν μπορούσες μα δεν πρόφτασες..."

Ο Θησέας μπήκε στη μέση με τη φωνή του.

"Χάνουμε χρόνο έτσι. Παλιέ βασιλιά της Θήβας, σέβομαι τα χρόνια σου αλλά το καλό που σου θέλω είναι μου δείξεις τα περάσματα των δικών σου για να τους βρούμε. Αλλιώς αυτό το βράδυ μπορεί να είναι απαρχή μεγάλων δεινών για τις σχέσεις μας"

Ο Κρέων έδειξε να προβληματίζεται. Ο Θησέας συνέχισε το ίδιο αποφασιστικά.

"Μείνε εδώ Οιδίποδα. Υπόσχεση σού δίνω να γυρίσουν οι κόρες σου καλά και ασφαλείς κοντά σου. Κρέοντα, ακολούθησέ με!"

Βγήκαν από το σπίτι. Ανέβηκαν στα άλογα και χάθηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση. Στο σπίτι ο Οιδίποδας έμεινε με τον Ρήσο και την Νηρίτη βουτηγμένους στην αγωνία. Κοντά τους πρόστρεξαν γείτονες ευγενικοί να περιποιηθούν τα τραύματά τους. Η νύχτα θα ήταν πολύ μεγάλη.

Στο φως της επόμενης μέρας

Ο ήλιος έγερνε πια στη δύση του στον ουρανό της Αθήνας. Η επόμενη μέρα μετά τα άγρια γεγονότα της προηγούμενης νύχτας βάδιζε στο κλείσιμό της. Στο σπίτι που φιλοξενούνταν ο Οιδίποδας κυριαρχούσε μια παράξενη γαλήνη. Τα αποσπάσματα των Αθηναίων ιππέων μετά από την γενική κινητοποίηση, που διέταξε ο Θησέας κατάφεραν τα ξημερώματα να εντοπίσουν τους Θηβαίους απαγωγείς στο δρόμο της φυγής τους προς τη Βοιωτία. Μαζί τους είχαν φυσικά τις δύο κόρες του Οιδίποδα, δεμένες πάνω στα άλογα. Αυτός ήταν και ο λόγος της αργής τους ταχύτητας διαφυγής. Έτσι οι ιππείς της Αθήνας κατάφεραν να τους εντοπίσουν και να ξεχυθούν στο κατόπι τους. Ήταν θέμα χρόνου η ίλη του Θησέα να εγκλωβίσει τους άρπαγες.

Ο Τήμενος, επικεφαλής των ανθρώπων του Κρέοντα, έμπειρος και λογικός κατάλαβε αμέσως ότι ήταν παγιδευμένοι και κάθε προσπάθεια αντίστασης θα οδηγούσε στον θάνατό τους. Έτσι, χωρίς αντίσταση, παρέδωσε τις δύο αδελφές στον επικεφαλής των Αθηναίων. Ο ίδιος ο Θησέας θα ήταν εκείνος που θα αποφάσιζε για την τύχη τους.

Η Αντιγόνη με την Ισμήνη επέστρεψαν το μεσημέρι στο παλάτι της πόλης και παρουσιάστηκαν στον ίδιο το βασιλιά.

"Είστε καλά και οι δύο;" τις ρώτησε με αγωνία. Εκείνες γεμάτες ευγνωμοσύνη, τον ευχαρίστησαν θερμά.

"Βασιλιά της Αθήνας, γιε του Αιγέα, σού χρωστάμε τη ζωή μας. Και τη δική μας αλλά και του πατέρα μας. Δεν θα το λησμονήσουμε ποτέ!" του είπε η Αντιγόνη.

"Ησυχάστε, έκανα αυτό που προστάζουν οι ηθικές αξίες της πόλης μας. Είστε ικέτες μας, και δέχεστε την φιλοξενία μας, πρόσφυγες στη γη μας. Και κάθε πρόσφυγας αδύναμος και έχει το δικαίωμα να βρει μια γη φιλική να ακουμπήσει, μια στέγη να σκεπαστεί και μιαν εστία να τον ζεστάνει. Πάρτε μια ανάσα και θα δώσω εντολή να σάς γυρίσουν στον πατέρα σας. Θα τον επισκεφτώ και εγώ ο ίδιος αργότερα", τις είπε.

Έδωσε τη σχετική εντολή και μια ομάδα ιππέων ανέλαβε να συνοδεύσει τις δύο αδελφές στο σπίτι που φιλοξενούνταν ο Οιδίποδας. Η άσχημη αυτή τους περιπέτεια είχε λήξει.

"Βασιλιά μου, τι θα κάνουμε με τους αιχμαλώτους;" τον ρώτησε ο επικεφαλής αξιωματικός για την τύχη των Θηβαίων.

"Αφού τους έχετε αφοπλίσει, θα περιμένετε διαταγές μου. Έχω να μιλήσω πρώτα με τον άνθρωπο που ήταν πίσω από όλα αυτά" απάντησε. Έδωσε εντολή να παρουσιάσουν μπροστά του τον Κρέοντα. Σε λίγο οι δυο τους παρέστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλο.

"Λοιπόν γέροντα πρώην βασιλιά της Θήβας, οι άφρονες πράξεις και επιλογές οδηγούν στην καταστροφή. Ελπίζω να το κατάλαβες αυτό"

"Βασιλιά Θησέα, απ την αρχή σου εξήγησα ότι όλα τούτα αφορούσαν συγγενικά μου πρόσωπα, δεν είχε σε τίποτα να κάνει με τις σχέσεις της Θήβας με την ένδοξή σου πόλη" απάντησε εκείνος με έκδηλη την προσπάθεια διπλωματίας του.

"Περίμενα περισσότερη αλήθεια και ειλικρίνεια απ το λόγο σου. Ξέρεις, συνηθίζω να σέβομαι κάποιον που είναι και μεγαλύτερός μου και που έχει μια τιμητική ιστορία πίσω του, αντιπροσωπεύοντας μια ολάκερη πόλη. Δεν δέχομαι καμία από τις αιτιάσεις σου Κρέοντα. Με απογοητεύσατε"

"Βασιλιά μου...δεν είναι έτσι" προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

"Αρκετά. Είμαι στα όριά μου. Μην διανοηθείτε να τολμήσετε άλλη φορά τέτοια πράξη και μην τολμήσετε να ενοχλήσετε τον Οιδίποδα και τις κόρες του. Στα χέρια μας έπεσαν και κρατούνται όλοι οι δικοί σου στρατιώτες. Κανονικά ως απαγωγείς πρέπει να τους τιμωρήσω αυστηρά"

"Στις δικές μου εντολές υπάκουαν Θησέα" τόνισε εκείνος, "δεν ήρθαν εδώ σαν στρατιώτες αλλά σαν συνοδοί μου"

"Συνοδούς οπλισμένους όμως..."

"Είναι άγρια τα βουνά και τα περάσματα στην Αττική. Για τη δική μου ασφάλεια στο ταξίδι Θησέα"

"Κάθε στιγμή που περνάει, με όσα ακούω γίνομαι όλο και πιο έξαλλος. Βιάσου! Θα τους χαρίσω τη ζωή. Θέλω να φύγετε αυτή τη στιγμή για την πατρίδα σας. Θα σας συνοδεύσουν ως τα σύνορα με τη Βοιωτία στρατιώτες μας"

Ο Κρέοντας του έριξε μια ματιά αμφιλεγόμενη.

"Ελπίζω η επόμενη συνάντησή μας να είναι με άλλες συνθήκες βασιλιά Θησέα" τού είπε κάνοντας μια ελαφριά τιμητική υπόκλιση.

"Από εσάς μένει να το τιμήσετε" ήρθε η απάντηση.

Ο Κρέων αποχώρησε σκεφτικός από την αίθουσα. Μετά από λίγη ώρα ένα, ικανό σε άντρες, απόσπασμα Αθηναίων ιππέων συνόδευε τον Κρέοντα και τους συνοδούς του στην επιστροφή τους στη Θήβα.

"Θυγατέρες μου αγαπημένες..." ψέλλισε με αδύνατη και εξασθενημένη φωνή ο Οιδίποδας καθώς κρατούσε στην ανοιχτή του αγκαλιά την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Εκείνες είχαν κουρνιάσει στα χέρια του έχοντας βρει στην αγκαλιά του τη γαλήνη ύστερα από αυτήν την περιπέτεια. Ο τραγικός πατέρας και οι δύο κόρες του, σε ξένη φιλόξενη γη, ακουμπούσαν τις καρδιές τους δίπλα στο ιερό άλσος των Ευμενίδων. Η ψυχή του Οιδίποδα είχε αρχίσει το δικό της αγώνα να λυτρωθεί από όλα εκείνα τα μιαρά και τα ανόσια που τον βάραιναν χρόνια τώρα. Ένιωθε να ξεκινάει τον προσωπικό του δρόμο στον καθαρμό και στην αποδοχή του απ' τους Θεούς.

************************

"Ένας άντρας έξω γυρεύει την άδεια να συναντήσει τον πατέρα σας" διέκοψε απότομα τις προηγούμενες στιγμές ένας από τους Αθηναίους στρατιώτες που φύλαγαν το σπίτι τους.

"Ποιος μπορεί να είναι;" ρώτησε ο Οιδίποδας απορημένος.

(Συνεχίζεται...)

Είδαμε ότι τα σχέδια του Κρέοντα απέτυχαν παταγωδώς με την άμεση παρέμβαση και βοήθεια του βασιλιά της Αθήνας, Θησέα. Ο Οιδίποδας, με τις δύο κόρες του, νιώθει ήρεμος και ήσυχος, έτοιμος για τη μεγάλη ώριμη στιγμή της ζωής του. Όμως ακόμα δεν έχει παιχτεί και η τελευταία σκηνή. Ποιος άραγε είναι ο άντρας που γυρεύει να τον συναντήσει; Στο επόμενο κεφάλαιο, η απάντηση. Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro