Κεφ. 2.5 Στον Κολωνό (Α)
Δύο αδελφές σε μια ξένη φιλόξενη γη
Το Φθινόπωρο στην Αττική ήταν σχετικά γλυκό. Τα αμπέλια είχαν όμορφα ωριμάσει σε ολάκερο τον κάμπο. Ο καιρός κρύωνε χωρίς ακρότητες. Τα πρώτα φύλλα είχαν απλώσει το ανοιχτό μπεζ χαλί τους στη γη. Ο ουρανός άρχισε να βαραίνει όλο και πιο συχνά και οι πρώτες βροχές είχαν κάνει και εδώ την εμφάνισή τους. Ο Ίππιος Κολωνός ήταν στην πεδιάδα που σχημάτιζε ο ποταμός Κηφισός. Σε έναν χαμηλό λόφο περίπου δέκα στάδια απ' την Αθήνα ήταν ένα πανέμορφο άλσος γεμάτο ελιές χωμένο στον κισσό. Άλλωστε η γη της Αττικής ήταν γεμάτη από το ιερό αυτό δέντρο, που συντηρούσε με τους καρπούς και τα παράγωγά του μια ολάκερη πόλη. Ένα δάσος πολύ πυκνό και απάτητο, που ο ήλιος δύσκολα περνούσε τα φυλλώματά του. Ακόμα κι ο αγέρας δεν εύρισκε χώρο να διαβεί. Πολλές φορές νόμιζες ότι παράξενες σκιές διάβαιναν ανάμεσά του. Η θέα ολόγυρα στο λόφο ήταν πανέμορφη. Θα μπορούσε κάποιος να δει το ξερό πέτρινο λόφο, που έστεκε καταμεσής στην πόλη, εκεί που οι κάτοικοι της Αθήνας είχαν διαλέξει να τιμούν τους Θεούς τους και ολάκερη τη δαντελωτή παραλία με την βαθυγάλαζη θάλασσα. Πιο πέρα το μάτι έφτανε ως πέρα τις κορυφογραμμές της Αργολίδας που σχηματίζονταν αχνά στο βάθος του ορίζοντα. Δέκα στάδια περίπου απ' το λόφο ήταν το κέντρο της Αθήνας, της πόλης που βασίλευε ο Θησέας, ο ένδοξος ήρωας γιος του Αιγαία και της Αίθρας. Εκεί στο λόφο του Κολωνού, ήταν το ιερό των Ευμενίδων και ολόγυρα, λίγο πιο κυκλικά από αυτόν μικρός οικισμός.
Η Ισμήνη έφτασε κοντά στο λόφο όταν ο ήλιος είχε πια περάσει το μισό του ουρανού. Μαζί της ήταν μια πιο ώριμη γυναίκα αλλά και ένας άντρας. Και οι τρεις ήταν στα άλογά τους, που ήταν φορτωμένα με τα προσωπικά τους φορτώματα για το μακρύ τους ταξίδι από τη Θήβα.
"Φτάσαμε Νηρίτη επιτέλους!" ακούστηκε κατάκοπη η φωνή της Ισμήνης προς τη συνοδό της.
"Ναι κυρά μου, πιστεύεις είμαστε στο σωστό μέρος;" ρώτησε η ώριμη καλοστεκούμενη γυναίκα.
"Εδώ είμαστε κυράδες μου" απάντησε και στις δύο ταπεινά και ο άντρας που τις συνόδευε. Νέος, γεροδεμένος με γαλήνια όψη. Λες και η μορφή ενός πολεμιστή καβαλάρη ήταν καλά κρυμμένη μέσα από τα ρούχα του.
"Είμαι σίγουρη, είμαστε στον Κολωνό. Ο πατέρας εδώ έχει καταφύγει μαζί με την Αντιγόνη. Ήταν το πρώτο μέρος σαν έφτασαν στην Αθήνα. Εδώ κάπου φιλοξενείται. Αυτός είναι ο τόπος και τούτο εδώ είναι το ιερό άλσος των Ευμενίδων" απάντησε η Ισμήνη και στους δύο τους.
"Νομίζω πρέπει κάπου να σταθούμε ως να ρωτήσουμε κάποιον κάτοικο εδώ να μας πουν" είπε η Νηρίτη.
"Έτσι θα κάνουμε ναι" απάντησε η Ισμήνη και κατέβηκε από το άλογο. Το ίδιο έκανε και η Νηρίτη, η πιστή της ακόλουθος που την είχε συνοδέψει σε ολάκερη τη διαδρομή από τη Θήβα ως εδώ.
"Έλα Ρήσο, ξεπέζεψε και εσύ. Έχουμε ανάγκη να ξεκουράσουμε τα κορμιά και τα άλογά μας" κάλεσε η Ισμήνη και τον άντρα συνοδό τους.
Στο δρόμο πολλά ζευγάρια μάτια είχαν πέσει επάνω στη συντροφιά των τριών τους. Πιο πολύ στις δύο γυναίκες καθώς ίππευαν με τα άλογά τους στο δρόμο από την πόλη τους ως εδώ. Θέαμα καθόλου συνηθισμένο για δύο γυναίκες καβαλάρισσες σε άλογα έστω και αν ο τρίτος αναβάτης που τις ακολουθούσε ήταν ένας νεαρός άντρας. Η διαδρομή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η Ισμήνη και η μητέρα της η Ιοκάστη, είχαν αποφασίσει, η πρώτη να έρθει στην Αθήνα να ψάξει και να βρει τον πατέρα της τον Οιδίποδα και την αδελφή της την Αντιγόνη. Ήταν ζήτημα ζωής για εκείνες να μάθουν τι είχαν απογίνει στο μεσοδιάστημα που έφυγαν από τη Θήβα. Άλλο τόσο σημαντικό όμως ήταν να μάθουν για το τι είχε συμβεί στη πόλη μετά την παραβίαση της συμφωνίας της διαδοχής από τον Ετεοκλή και να τους ειδοποιήσουν ότι ο βασιλιάς με τον Κρέοντα, τον αδελφό της μητέρας τους, σχεδιάζουν πράματα στη πόλη. Μάλιστα ο ίδιος ο παλιός βασιλιάς, είχαν αποφασίσει, με τον Ετεοκλή, να έρθει στην Αθήνα να βρει τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη. Ένιωθαν ότι κάτι άσχημο περνούσε απ' το μυαλό τους σαν σχέδιο.
Στάθηκαν σε ένα σκιερό κατάφυτο μέρος στις ρίζες κάποιων πλατανιών. Ένα ρυάκι που ξέκοβε από τον Κηφισό πότιζε τη γη ολόγυρα στα ριζά του λόφου και μια πέτρινη κρήνη έδινε τη χαρά του νερού στους επισκέπτες. Έσυραν τα άλογά τους εκεί κοντά και αυτά βρήκαν στο νερό την πηγή να σβήσουν τη δίψα τους. Το ίδιο έκαναν και οι δυο γυναίκες με τον νεαρό άντρα. Πήγαν λίγο πιο πέρα απ την κρήνη και έκατσαν πάνω στο πέτρινο πεζούλι κοντά στο ρυάκι.
"Νομίζω πρέπει να ρωτήσουμε κάποιον διαβάτη για το που μένουν;" είπε η Ισμήνη.
"Λες να ξέρουν;" ρώτησε ο Ρήσος.
"Η άφιξη ενός παλιού βασιλιά με ξακουστό όνομα και τραγικό παρελθόν. Ενός τυφλού, σίγουρα θα έχει γίνει γνωστό σε ολάκερη την Αθήνα" απάντησε η Ισμήνη.
"Τότε αρχόντισσα θα πάω εγώ λίγο πιο κάτω ως εκεί στα πρώτα σπίτια και στα χωράφια. Να στείλω μαντάτο"
"Εντάξει Ρήσο πήγαινε, σε περιμένουμε εδώ" τον οδήγησε η Ισμήνη. Ο νεαρός σύντομα απομακρύνθηκε από κοντά τους οδεύοντας στις πρώτες κατοικίες εκεί κοντά.
"Ας περιμένουμε Νηρίτη" είπε η Ισμήνη στην ακόλουθή της.
Ο Κολωνός πήρε το προσωνύμιο "Ίππιος" γιατί εκεί βρισκόταν ο ναός του Ποσειδώνα, που ήταν προστάτης του Δήμου με τα ιερά του άλογα.
Μαζί ξανά σε ξένη γη
Δεν είχε περάσει πολύ ώρα που είδαν τη φιγούρα του Ρήσου να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Μα αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος! Δίπλα του πορεύονταν αργά μια νεαρή γυναίκα, η οποία παράστεκε και οδηγούσε έναν γέροντα. Η Ισμήνη πετάχτηκε όρθια. Στο πρόσωπό της αποτυπώθηκε ένα μεγάλο χαμόγελο και μια έκδηλη προσμονή.
"Εκείνοι είναι! Τους βρήκε!" φώναξε δίπλα της στην Νηρίτη, που είχε και εκείνη σηκωθεί και παρακολουθούσε με χαρά. Πράγματι, ύστερα από λίγο η Ισμήνη μπορούσε να διακρίνει ότι τα δύο πρόσωπα που ακολουθούσαν αργά το Ρήσο ήταν η αδελφή της η Αντιγόνη και δίπλα ο πατέρας της ο Οιδίποδας. Το στόμα της άρχισε να τρέμει απ τη χαρά. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Της ήταν αδύνατο να περιμένει. Άπλωσε τα χέρια της σε μια ανοιχτή αγκαλιά και άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους. Η Νηρίτη, η πιστή της ακόλουθος, την άφησε να εκφράσει λεύτερα τα συναισθήματά της, καιρό τώρα πιεσμένα ασφυκτικά.
"Πατέρα! Αντιγόνη!"
Τους έπνιξε και τους δυο στην αγκαλιά της. Όπως και η αδελφή της επίσης. Ο πατέρας της έμοιαζε σαν χαμένος προσπαθώντας να "δει" με τα μάτια της ψυχής του τη δεύτερη κόρη του. Δάκρυα χαράς και συγκίνησης έτρεξαν στα μάγουλα και στα χείλη τους. Ο Ρήσος παρακολουθούσε συγκινημένος.
"Κόρη μου! Ισμήνη μου!" άκουσε τη φωνή του πατέρα της να την καλεί.
"Αδελφή μου" πως καταφέρατε τέτοιο ταξίδι! Της είπε η Αντιγόνη.
"Προχωρήστε και θα μιλήσουμε" απάντησε εκείνη.
Κάλυψαν το επόμενο διάστημα περπατώντας σιγά ανταλλάσσοντας κουβέντες που απαντούσαν στα συνεχή ερωτήματα της Ισμήνης για την κατάστασή τους. Έμαθε με αγαλλίαση ότι και οι δύο τους έγιναν δεκτοί, ως ικέτες, στη φιλόξενη ετούτη γη της Αθήνας και μάλιστα ήταν κάτω από την προσωπική προστασία του ίδιου του βασιλιά Θησέα, ο οποίος γρήγορα έμαθε για την τραγική ιστορία του παλιού ένδοξου βασιλιά της Θήβας και χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη, χορήγησε άσυλο και στους δύο εκεί στον Κολωνό. Κοντά στο ιερό άλσος των Ευμενίδων. Κατοικούσαν μάλιστα σε ένα μικρό σπιτάκι εκεί στον οικισμό, που τους είχε πρόχειρα παραχωρηθεί. Έφτασαν κοντά στο πεζούλι που είχαν αφήσει την Νηρίτη και τα άλογά τους. Εκείνη τους καλοδέχτηκε συγκινημένη.
"Βασιλιά μου!" υποκλίθηκε με σέβαση στον Οιδίποδα. Εκείνος γνώρισε την παλιά οικεία φωνή της.
"Νηρίτη! Πιστή μου ακόλουθη, δεν μας εγκατέλειψες λοιπόν! Αλλά, δεν είμαι πια βασιλιάς μην το ξεχνάς" της απάντησε εκείνος.
"Για μένα είστε αυτοί που έζησα κοντά τους τόσα χρόνια. Στην αρχή σαν δούλα αλλά μετά σαν ελεύθερος άνθρωπος" απάντησε εκείνη για να χαθεί στην αγκαλιά τους.
Πέρασαν στιγμές για να συνέλθουν από τη φόρτιση της συνάντησης. Τραβήχτηκαν σε ένα ήσυχο μέρος λίγο πιο πέρα και έκατσαν όλοι μαζί για να κουβεντιάσουν πιο ήρεμα.
"Ήρθατε δυο γυναίκες πάνω στα άλογα ταξίδι δρόμο απ' τη Θήβα!" τις ρώτησε εντυπωσιασμένος ο Οιδίποδας.
"Μην φοβάσαι βασιλιά μου, ήταν στην άγρυπνη σκιά των ματιών μου!" απάντησε για εκείνες ο Ρήσος.
"Σε ευχαριστώ Ρήσο, άξιε μαχητή μου" σχολίασε ο Οιδίποδας.
"Γιατί όλο αυτό το ταξίδι αδελφή μου, συμβαίνει τίποτα;" ρώτησε η Αντιγόνη.
"Ναι συμβαίνουν πολλά. Για αυτό ήρθαμε να σας ειδοποιήσουμε. Τρέξαμε να προλάβουμε. Δεν είχαμε χρόνο. Και είναι ευτύχημα που το κάναμε πρώτοι!" είπε η Ισμήνη με αγωνία.
"Τι θες να πεις κόρη μου;" ρώτησε ο πατέρας της.
"Θέλω να πω ότι πρέπει να περιμένετε επισκέψεις πατέρα! Και δεν ξέρω με τι προθέσεις ειλικρινά"
"Επισκέψεις εδώ; Από ποιους παιδί μου;"
"Ο ίδιος ο Κρέων σας γυρεύει. Σας ψάχνει με κάθε τρόπο. Έφυγε με στρατιώτες απ τη Θήβα με σκοπό να σας βρει..."
"Τι γυρεύει πια από μας; Στην αρχή μάς διώχνει και τώρα μας αναζητά;" ρώτησε η Αντιγόνη.
"Ξέρω ότι είναι κοινή τους απόφαση με τον αδελφό μας να κατέβει ο θείος μας εδώ. Όμως φοβάμαι τις προθέσεις τους και τους μύχιους σκοπούς τους"
"Πάρτε τα άλογα και ακολουθείστε μας στο σπίτι μας. Εκεί θα ακουμπήσετε και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε, εδώ δεν μπορούν να ειπωθούν όλα τούτα. Ρήσο βοήθησε τον πατέρα μου. Πάμε!" είπε η Αντιγόνη.
Απόσπασμα καταδίωξης
Οι πέντε καβαλάρηδες κρατούσαν, εδώ και ώρα, σταθερό ρυθμό στην πορεία με τα άλογά τους. Με μια προσεκτική ματιά θα έβλεπες ότι ξεχώριζαν. Ο ένας από αυτούς, ώριμος πολύ στην ηλικία, αρχοντικά ντυμένος αλλά με καλό και στητό παράστημα. Οι άλλοι τέσσερις , γεροδεμένοι, ήταν φανερό ότι δεν έδειχναν μήτε για αγρότες μήτε για έμποροι. Μια δεύτερη ματιά θα ξεχώριζε ότι ήταν στρατιώτες χωρίς όμως να φέρουν τις πολεμικές τους φορεσιές. Είχαν, εδώ και ώρα μπει στη γη της Αττικής και είχαν πάρει το δρόμο για την Αθήνα.
"Πριν μας βρει το σούρουπο πιστεύεις ότι θα έχουμε φτάσει στον Κολωνό Τήμενε;" ρώτησε ο ηλικιωμένος άντρας έναν από τους πέντε συνοδούς του.
"Σίγουρα άρχοντα Κρέοντα, δεν έχουμε ακόμα πολύ δρόμο, σε λίγο κοντεύουμε στην Αθήνα" απάντησε εκείνος.
"Όπως σας είπα! Ακούτε όλοι;" φώναξε εκείνος προς τους υπόλοιπους εκεί κοντά, "θέλω να είστε ήρεμοι και προσεκτικοί. Δεν είμαστε στη Θήβα. Είμαστε σε ξένη πόλη. Που σημαίνει δεν έχουμε δικαιοδοσία να κάνουμε ότι θέλουμε. Καμία ενέργεια που μπορεί να προκαλέσει γιατί όλα θα καταστραφούν!"
"Μείνε ήσυχος άρχοντά μου, όλες οι πρωτοβουλίες είναι δικές σου" απάντησε ο Τήμενος για να συμφωνήσουν και οι υπόλοιποι με αντίστοιχες επιβεβαιώσεις.
"Σκοπός μας είναι να απαγάγουμε τον γέρο αλλά και την κόρη του την Αντιγόνη! Πρέπει, πάση θυσία να τους φέρουμε στη Θήβα, αυτή είναι η εντολή του βασιλιά"
"Ναι, αλλά αν συναντήσουμε αντίσταση;"
"Αυτό ακριβώς είναι που θέλω να αποφύγουμε. Είναι φιλοξενούμενοι του βασιλιά Θησέα και είμαι σίγουρος ότι θα τους υπερασπιστεί. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να φανούμε ότι είμαστε εχθρικοί απέναντί τους. Απλά αφορά τη δική μας πόλη και περισσότερο τη δική μας οικογένεια"
"Ξέρουμε που ακριβώς είναι;"
"Ναι, φιλοξενούνται στον Κολωνό, κοντά σε ένα ιερό και άβατο μέρος. Ακόμα ένας λόγος να είμαστε προσεκτικοί. Το παραμικρό λάθος μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή" ήταν εμφαντικά τα λόγια του Κρέοντα.
"Καλό θα ήταν μόλις τους εντοπίσουμε να φύγουμε αμέσως πριν προλάβουν και κινηθούν οι Αθηναίοι. Γιατί τότε θα έχουμε ζήτημα" συμπλήρωσε προς όλους.
Συμφώνησαν. Συνέχισαν να καλπάζουν σε σταθερό ρυθμό. Μπροστά τους φάνηκε σε κοντινή απόσταση πια η Αθήνα.
Η Ισμήνη ενημερώνει
Όλοι τους πλέον ήταν στο σπίτι που είχε παραχωρήσει ο βασιλιάς Θησέας για να φιλοξενηθούν οι ικέτες του. Έχοντας ξεπεράσει την ένταση της συγκίνησης της συνάντησής τους, μπορούσαν τώρα να συζητήσουν ψύχραιμα και μεθοδικά για τις εξελίξεις που τούς απασχολούσαν. Ήδη η Ισμήνη τούς είχε προειδοποιήσει για την επερχόμενη άφιξη του Κρέοντα στην Αθήνα για να τούς αναζητήσει.
"Τι μας θέλει πίσω στην πατρίδα; Αυτός ήταν που μας έδιωξε" ρώτησε ξανά η Αντιγόνη πάνω στην αποστροφή της κουβέντας τους.
"Είναι απόφαση του αδελφού μας. Νιώθει ότι κοντά του μας ελέγχει ασφυκτικά. Το κάνει με την μητέρα, θέλει και σας εδώ. Ο πατέρας είναι πρόσωπο που εμπνέει σεβασμό και κύρος και το να βρίσκεται στην Αθήνα αποτελεί κίνδυνο για τις προθέσεις του"
"Μα τι συμβαίνει επιτέλους κόρη μου στην πολύπαθη πατρίδα μας; Τι έγινε από τη στιγμή που φύγαμε από εκεί;" ρώτησε με αγωνία ο Οιδίποδας.
"Πατέρα μου, μετά τη συμφωνία μας για την εναλλαγή των γιων σου στην εξουσία και τη σύγκρουση που είχαν μαζί σου, φοβήθηκαν, θορυβήθηκαν..."
"Τους καίνε τα λόγια των γονιών..." διέκοψε ο Οιδίποδας.
"Πατέρα..." έκανε με σεβασμό η Ισμήνη, "βαριά λόγια βγήκαν απ' το στόμα σου..."
"Βαριές και οι δικές τους ανομίες κόρη μου! Ανίερη η συμπεριφορά τους απέναντι στον πατέρα τους τον ίδιο!"
"Εντάξει πατέρα, ας μην μείνουμε άλλο εκεί τώρα. Ο Πολυνείκης μετά την φυγή του απ' την πατρίδα, διωγμένος απ του αδελφού του την απόφαση, πήγε στο Άργος..."
"Στο Άργος; πού το έμαθες;" ρώτησε η Αντιγόνη με τον πατέρα τους να συνηγορεί.
"Τίποτα δεν μένει κρυφό σαν ενδιαφέρεσαι να μάθεις. Τον περιμάζεψε ο ίδιος ο βασιλιάς της πόλης, ο Άδραστος!"
"Ακουστά τον έχω κόρη μου" πρόσθεσε ο Οιδίποδας.
"Ο αδελφός μας έτυχε μεγάλης υποδοχής και αγάπης απ' το βασιλιά..."
"Καλό νέο το λοιπόν είναι τούτο αδελφή μου" την διέκοψε η Αντιγόνη.
"Ως εδώ ναι. Ο αδελφός μας παντρεύτηκε την Αργεία, την κόρη του βασιλιά..."
"Πόσες όμορφες στιγμές γινήκαν μακριά και ερήμην μας; Καταραμένη έριδα!" είπε η Αντιγόνη.
"Πολύ φοβάμαι ότι οι όμορφες στιγμές έμειναν ως εκεί αδελφή μου..."
"Τι κρύβουν τα λόγια σου κόρη μου;" την διέκοψε ο Οιδίποδας.
"Ο Πολυνείκης έχει κατά νου να αξιώσει το θρόνο του. Στη σκέψη του βαθιά είναι ριζωμένος ο γυρισμός και η δικαίωση..."
"Αλίμονο..."
"Ναι αδελφή μου. Όπως κατάλαβες. Δυστυχώς καταλαβαίνουμε καλά τι σημαίνει αυτό. Σκέψεις μαύρες γυρίζουν στο μυαλό του και τα αρπαχτικά του πολέμου τού καίνε τα σωθικά"
"Να λοιπόν που τα λόγια του πατέρα έρχονται να δικαιωθούν..." ψέλλισε ο Οιδίποδας "περίμενα ενδόμυχα πως θα συνετιστούν, όμως βλέπω ακριβώς το αντίθετο..."
"Και τι λογαριάζει να κάνει;" ρώτησε η Αντιγόνη.
"Δεν ξέρω τι λογαριάζει να κάνει και το κυριότερο πώς θα το κάνει"
"Τι άλλο μέλει να δούμε" πρόσθεσε η αδελφή της.
"Ο Ετεοκλής τα έμαθε όλα τούτα και σχεδιάζει τις δικές του κινήσεις. Δεν είναι αφελής. Γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνουν τυχόν τέτοιες προθέσεις του αδελφού του"
"Οι δυό μου γιοί... ολοένα και πιο πολύ χωρίς χαλινάρι, ο κατήφορός τους στη μανία της εξουσίας. Ποιος να το περίμενε λοιπόν..." ακούστηκε η φωνή του Οιδίποδα.
"Τι πρέπει να κάνουμε;" ρώτησε η Αντιγόνη.
"Ήρθα να σας ειδοποιήσω να έχετε το νου σας. Μιλήστε στους Αθηναίους. Ας γίνει κάτι να φυγαδευτείτε από εδώ, ας πάτε κάπου αλλού"
"Κανείς δεν θα με κάνει να φύγω από εδώ! Εδώ όρισαν οι Θεοί το τέλος μου" είπε αποφασιστικά ο Οιδίποδας.
"Πατέρα δεν είναι κουβέντες αυτές. Αν κινδυνεύεις..." μπήκε στη μέση η Αντιγόνη.
"Κανένας θνητός δεν μπορεί να μπει στο δρόμο που ορίζουν οι χρησμοί, όσοι ψηλά κι αν νομίζει πως στέκεται κόρη μου" απάντησε εκείνος.
Κουβέντιασαν αρκετά. Με αγωνία. Με κρυμμένο φόβο για τις γυναίκες. Μα και με μια αποφασιστικότητα για τον γέροντα παλιό βασιλιά.
"Τουλάχιστον να ειδοποιούσαμε τους Αθηναίους, να έχουν το νου τους" συμπλήρωσε ο Ρήσος.
Έτσι συζητώντας τους βρήκε ο ερχομός της νύχτας. Μιας νύχτας που θα τους εύρισκε όλους μαζί εκεί γεμάτους ερωτήματα και αγωνία για το αύριο που ξημερώνει.
Οι σκέψεις του Πολυνείκη
"Τι έχεις;" τον ρώτησε η Αργεία. Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά ένιωθε τη σκέψη του άντρα της να ταξιδεύει αλλού. Ήταν στιγμές που ήταν δίπλα τους αλλά το μυαλό και ο νους του ήταν μακριά. Μέσα της ήξερε, καταλάβαινε.
"Τίποτα..." απάντησε εκείνος περισσότερο ξαφνιασμένος απ' την ερώτηση.
Η Αργεία τον πλησίασε. Τύλιξε τα χέρια της από τους ώμους του μπροστά στο λαιμό του αγγίζοντας το πρόσωπό του. Άφησε το κεφάλι της να γύρει στις πλάτες του.
"Είμαι γυναίκα σου. Καταλαβαίνω πολύ περισσότερα απ' όσα πιστεύεις. Σ' αγαπώ. Θα ήταν υποκρισία να πω ότι δεν συμμερίζομαι αυτό που σε τρώει..." τού είπε τρυφερά. Εκείνος γύρισε και την πήρε στην αγκαλιά του.
"Αγαπημένη μου... σε ευχαριστώ για αυτά σου τα συναισθήματα... αλλά..."
"Αλλά τι;" τον ρώτησε.
"Δεν θέλω να σου γίνομαι βάρος"
"Ίσως να πιστεύεις ότι η γυναίκα δεν έχει θέση στου άντρα τις έγνοιες, ότι η θέση της δεν πρέπει να φτάνει ως εκεί"
"Σταμάτα! Μη θεωρείς δικές μου τέτοιες σκέψεις..."
Έκατσαν αγκαλιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στο ανάκλιντρο.
"Έμαθες κάτι απ τους δικούς σου;" τον ρώτησε.
"Ναι..."
Η Αργεία σηκώθηκε όλο ενδιαφέρον.
"Αυτό είναι πολύ καλό, θέλεις να το μοιραστείς μαζί μου;"
"Αμέσως μετά τη φυγή μου απ' τη Θήβα, ο πατέρας με την αδελφή μου την Αντιγόνη έφυγαν..."
"Για που;"
"Είναι στην Αθήνα. Πήγαν ικέτες εκεί με απόφαση του πατέρα μου. Τούς έδωσε άσυλο ο βασιλιάς Θησέας και ζουν εκεί..."
Τον κοίταξε στα μάτια.
"Ποια είναι τα αισθήματά σου για τον πατέρα σου;"
Εκείνος σηκώθηκε. Έδειξε προβληματισμένος. Έκανε μερικά βήματα στο δώμα.
"Μας καταράστηκε σκληρά! Είπε λόγια φοβερά ναι. Όμως... δεν ξέρω... πέρασε καιρός Αργεία. Ο χρόνος λένε γιατρεύει πράγματα. Σκεπάζει πληγές. Ίσως και ο ίδιος να έχει μετανιώσει"
"Γιατί δεν πας να τον βρεις;" του είπε.
"Αυτό σκέφτομαι να κάνω! Αλήθεια το θέλεις;"
"Φυσικά και το θέλω! Είναι μια ευκαιρία, μακριά από το χώρο που προκάλεσε αυτή την ένταση μεταξύ σας, να έρθετε πιο κοντά, να κλείσετε τις πληγές με ίαμα"
Έδειξε να παίρνει θάρρος ο Πολυνείκης. Ζωήρεψε στην έκφρασή του.
"Θέλω τον πατέρα μου κοντά μου στην απόφασή μου να γυρίσω! Και αυτόν και τις αδελφές μου! Και πριν γίνει οτιδήποτε πρέπει να τούς μιλήσω για αυτά που σκέφτομαι. Να τον πείσω. Να καταλάβει ότι το άδικο με τρώει και δεν μπορώ να το αφήσω έτσι..."
Είχε αποκτήσει μια έπαρση ο λόγος του και ένα πάθος. Η Αργεία τον κοίταξε προσεκτικά. Αναστέναξε.
"Είσαι άντρας μου και ακολουθώ την απόφασή σου. Όμως θέλω να δω μέσα του και λίγο τη ματιά της σχέσης σου με τον πατέρα σου και με άλλο μάτι"
"Τι θες να πεις..." την ρώτησε.
"Μην βλέπεις τον πατέρα σου ως σύμμαχο σε διεκδικήσεις μόνο Πολυνείκη. Πρώτα πρέπει να τον δεις ως τον δικό σου άνθρωπο, να φύγει αυτό που σέρνεται ανάμεσά σας"
"Θαρρείς πως δεν το βλέπω;"
"Αν θες τη γνώμη μου να το βάλεις ως πιο σημαντικό"
Ακολούθησαν κάποια λεπτά σιωπής ανάμεσά τους με σκέψεις να τους κυκλώνουν. Ο Πολυνείκης κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος της.
"Θα πάω στην Αθήνα να τούς βρω!"
"Να πας! Και να κάνεις ότι περνά από το χέρι σου να διώξετε το κακό ανάμεσά σας. Όσο αυτό υπάρχει τόσο το ανάθεμα θα σε βαραίνει άντρα μου"
"Θα ενημερώσω αύριο κιόλας τον πατέρα σου για τις προθέσεις μου. Η Αθήνα είναι κοντά. Δεν θα αργήσω καθόλου"
Την πήρε πάλι στην αγκαλιά του.
"Σε ευχαριστώ. Λένε ότι οι γυναίκες δεν έχουν λόγο μήτε στα κοινά μήτε στις αποφάσεις των αντρών. Ποτέ μου δεν το πίστεψα και εσύ με δικαιώνεις. Σε ευχαριστώ που είσαι στη ζωή μου. Δώρο Θεών για μένα"
Έγειραν και οι δύο στο ανάκλιντρο αγκαλιασμένοι τρυφερά. Σε λίγο τα ρούχα τους έφευγαν πάνω απ τα κορμιά τους. Έμειναν ολόγυμνοι συντροφιά με τη θέρμη του έρωτα να κυριεύει κάθε εκατοστό του κορμιού τους. Οι αναστεναγμοί τους έγιναν σπονδές στην ιέρεια του έρωτα, την Αφροδίτη και το λίκνισμα των κορμιών τους, έχοντας γίνει ένα, παραδόθηκαν στης ηδονής την αγκαλιά. Σε στιγμές μακριά από έριδες και αναθέματα.
(Συνεχίζεται...)
Ο Οιδίποδας ανταμώνει και με τις δυο του κόρες, στον φιλόξενο Κολωνό, στην Αθήνα. Με τη σκιά του Κρέοντα να τους ακολουθεί κουβαλώντας τις δικές του σκοπιμότητες. Απ' την άλλη, ο Πολυνείκης δεν μπορεί να ησυχάσει νιώθοντας την απουσία των δικών του. Και είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα για να συναντήσει πάλι τον πατέρα και τις αδελφές του.
Όλα αυτά τα θα τα δούμε στο κεφάλαιο που ακολουθεί, φίλες και φίλοι, με σημαντικές εξελίξεις. Σας ευχαριστώ για τη συμμετοχή και τον πολύτιμο χρόνο σας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro