Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 2.12 Η ώρα της μεγάλης απόφασης (Μέρος Α')

https://youtu.be/Oo20TzOAqrQ

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη https://stisglafkistocafe.blogspot.com/

Οι ανησυχίες ενός πατέρα

Το πρωί εκείνης της μέρας ο Αμφιάραος δεν είχε τη διάθεση να μείνει στο σπίτι του. Οι μέρες ήταν τέτοιες, που η προσμονή των αποφάσεων για την εκστρατεία στη Θήβα κρατούσαν τα νεύρα του τεντωμένα ως εκεί, που δεν μπορούσε να υποφέρει. Πήρε το μικρό του μόνιππο και διάβηκε προς τα κάτω. Ο δρόμος τον έφερε προς τον βωμό του Φύξιου Δία. Εκεί σταμάτησε για λίγο. Κατέβηκε γεμάτος προσήλωση και σεβασμό. Κατευθύνθηκε στο ιερό και άφησε τον εαυτό του να βγάλει κάτι σαν προσευχή:

"Φύξιε Δία! Προσπέφτω ικέτης στη δύναμη και την εύνοιά σου. Ποτέ δεν μού την αρνήθηκες και το ξέρω. Όμως τούτη τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και ο κίνδυνος μεγάλος. Για μια ακόμα φορά κάνω επίκληση της παρουσίας σου..."

Αφού προσπάθησε να αποδιώξει την έντονη συγκίνηση σηκώθηκε. Εκεί κοντά ήταν το επόμενο που ήθελε να κάνει. Στο δρόμο προς την αγορά, πολύ κοντά στο βωμό τον έφεραν τα βήματά του σε έναν τάφο. Κατέβηκε από το μόνιππο, πήρε στα χέρια του ένα μικρό χάλκινο αγγείο με χοές και πήγε προς τα εκεί. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο από συγκίνηση. Στάθηκε με σεβασμό πάνω από το μνήμα. Άδειασε το γάλα και το μέλι που περιείχαν οι χοές στο αγγείο και έμεινε να κοιτάζει με συγκίνηση.

"Υπερμήστρα, γλυκιά μου μητέρα! Στέκομαι ευλαβικά στο μνήμα σου επικαλούμενος την παρουσία και βοήθειά σου σε τούτες τις δύσκολες στιγμές. Είθε εκεί από τα πεδία του κάτω κόσμου να φτάσουν οι ευλογίες στο γιο σου..."

Σηκώθηκε, ανέβηκε στο μόνιππο και συνέχισε τη διαδρομή του προς τη θάλασσα. Εκεί βρέθηκε σε ένα ανοιχτό γυμναστήριο, που ήταν χτισμένο μέσα σε ένα όμορφο άλσος. Άφησε το μόνιππο σε μία από τις προβλεπόμενες θέσεις και προχώρησε πεζός. Πολλοί νέοι ήταν στο χώρο του σταδίου εκτελώντας τα ημερήσια αθλητικά τους προγράμματα. Πλησίασε περισσότερο. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα νεαρό ώριμο έφηβο. Ψηλό, όμορφο με γεροδεμένο σώμα. Η αθλητική του παιδεία είχε αφήσει τα σημάδια της στο κορμί του. Ξαφνικά ο νεαρός τον είδε από μακριά.

"Πατέρα!" τού φώναξε. Σήκωσε το χέρι του εκείνος και τον χαιρέτισε. Ο νεαρός πλησίασε στον περίβολο.

"Πατέρα, αν έχεις χρόνο περίμενέ με, σε λίγο τελειώνουμε" τού είπε με χαρά. Του έκανε νόημα ότι θα τον περιμένει. Τράβηξε προς τη σειρά που ήταν οι κερκίδες. Βρήκε ένα σκιερό μέρος και έκατσε. Ο νεαρός άντρας συνέχισε το πρόγραμμα της γυμναστικής μαζί με την ομάδα, που ήταν ενταγμένος.

Ο Αλκμαίων! Ο πρωτότοκος γιος του. Το καμάρι του. Μαζί με τον Αμφίλοχο τα αγόρια του και μαζί και οι δύο κόρες του, η Ευρυδίκη με την Δημώνασσα. Όμως η προσοχή του αυτόν τον καιρό ήταν στραμμένη σε εκείνον. Είχε πατήσει πια τα δεκαπέντε του χρόνια και διάβαινε την περίοδο της ώριμης εφηβείας και πρώιμης νιότης. Στο πρόσωπό του έβλεπε τον διάδοχό του. Την πρώτη του συνέχεια. Ήταν για αυτόν ο "μεγάλος", ο "εκλεκτός". Με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα θεωρούσε επιτακτικό να μιλήσει στα αγόρια του. Πρώτα σε εκείνον και μετά και στους δυό. Σήμερα ήταν η πρώτη μεγάλη ευκαιρία να το κάνει. Ο χρόνος έτρεχε ασφυκτικά.

Ο νεαρός δεν άργησε να τελειώσει το πρόγραμμά του. Αφού αποσύρθηκαν στα αποδυτήρια του γυμναστηρίου, ύστερα από λίγο συνάντησε τον πατέρα του στις κερκίδες. Εκείνος σηκώθηκε να τον υποδεχτεί.

"Πατέρα, τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή σήμερα! Δεν το συνηθίζεις!"

Τον κοίταξε στα μάτια να τον χορτάσει.

"Είναι μια όμορφη μέρα για έναν πατέρα και γιο να απολαύσουν κάποιες δικές τους στιγμές"

Ο νεαρός τον κοίταξε λίγο παραξενεμένος.

"Θέλεις κάτι να μου πεις;"

"Προχώρα να περπατήσουμε λίγο γιε μου, εδώ στο άλσος έξω από το γυμναστήριο είναι πολύ όμορφα. Θέλω να πούμε κάποια πράγματα"

"Πολύ ευχαρίστως, πάμε" είπε ο νεαρός και ξεκίνησαν. Σε λίγο είχαν βγει από το χώρο του γυμναστηρίου και είχαν πάρει το δρόμο περπατώντας στο άλσος δίπλα.

"Αλκμαίων παιδί μου είναι κάποια πράγματα, που είναι σοβαρά και πρέπει να τα ξέρεις" ξεκίνησε, "Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει κάτι τελευταία..." τού είπε.

"Ναι πατέρα! Μιλάς για την εκστρατεία στη Θήβα. Όλη η πόλη το κουβεντιάζει παντού. Πριν έρθεις αυτό ήταν το αντικείμενο της κουβέντας μας στο γυμναστήριο"

"Και πως θα μπορούσε να μην είναι τέτοιο θέμα"

Ο νεαρός τον κοίταξε ανήσυχος.

"Θα έχουμε πόλεμο με τη Θήβα; Θα γίνει εκστρατεία εκεί;"

"Πολύ το φοβάμαι Αλκμαίων. Αν και όλα εξαρτώνται από μια απόφαση"

"Ποια απόφαση πατέρα;"

"Πριν σου πω για αυτό πρέπει να μάθεις για αυτήν την ιστορία, τι ξέρεις; τι λένε έξω για τη Θήβα;"
"Μιλάνε για τον έναν από τους γαμπρούς του βασιλιά, έναν Πολυνείκη, που ο αδελφός του έχει σφετεριστεί το θρόνο του εκεί και ο βασιλιάς θέλει να τον βοηθήσει να τον πάρει πίσω..."

"Ο Άδραστος παιδί μου, ο θείος σου, έχει αποφασίσει να μας ρίξει στον πόλεμο. Και εμάς το Άργος και πολλές πόλεις ολόγυρά μας"

"Ναι, όμως έμαθα ότι όλες είναι έτοιμες να τον στηρίξουν..."

"Έμαθες;...."

"Ναι, η Ώλενος, η Αρκαδία, ο Ορχομενός ακόμα και από την μακρινή Αιτωλία...."
Ο Αμφιάραος διαπίστωσε ότι τα γεγονότα στην πόλη κουβεντιάζονταν σε ακόμα μεγαλύτερη έκταση από όσο πίστευε.

"Ναι, το ξέρω... έχω πάρει και εγώ μέρος σε πολεμικά συμβούλια. Όμως παιδί μου, αυτό θέλω να σου τονίσω, αυτή η εκστρατεία θα είναι καταστροφή για όλους μας!" το είπε με δραματικό τόνο κάνοντας τον νεαρό να τρομάξει.

"Γιατί το λες αυτό πατέρα; Τι ξέρεις;"

"Αλκμαίων ξέρεις πολύ καλά ότι κατέχω τη γλώσσα των σημείων των Θεών. Τι ορίζουν, τι σχεδιάζουν. Ξέρω ότι αυτή η εκστρατεία είναι καταδικασμένη σε θάνατο και καταστροφή. Το καταλαβαίνεις; Κανείς δεν θα γυρίσει ζωντανός από εκεί παιδί μου και στην πόλη θα πέσει το σκοτάδι του θανάτου"

Ο νεαρός έδειξε να ταράζεται.

"Τους είπες τη γνώμη σου πατέρα;"

"Φυσικά! Από την πρώτη στιγμή το ξεκαθάρισα τόσο στο θείο σου τον βασιλιά όσο και σε όλους"

"Φαντάζομαι δεν τους έπεισες, οπότε έχεις ήρεμη τη συνείδησή σου, είπες την άποψή σου πατέρα, άρα δεν θα τους ακολουθήσεις!"

"Δεν είναι έτσι παιδί μου. Υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζεις"

Ο νεαρός τον κοίταξε απορημένος.

"Ποιο είναι αυτό δεν καταλαβαίνω; Απλά είναι για μένα τα πράγματα. Δεν συμφωνείς, δεν ακολουθείς την εκστρατεία. Δεν νομίζω κάποιος να σε κατηγορήσει για δειλό;"

"Αλκμαίων... οτιδήποτε αποφασιστεί πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη τόσο τη δική μου όσο και του Άδραστου. Δεν γίνεται να διαφωνούμε"

Ο γιος του τον κοίταξε έκπληκτος.

"Τι λες πατέρα; Πως γίνεται αυτό;"

"Είναι μερικά πράγματα γιε μου, που η λογική των χρόνων της ζωής σου δεν μπορεί να τα κατανοήσει. Πριν γεννηθείς, ξέρεις ότι βασίλευα στην πόλη..."

"Το ξέρω..."

"Δεν ξέρεις όμως ότι οι έριδες και οι διαφωνίες μεταξύ εμένα και του Άδραστου έφεραν την καταστροφή. Συμφωνήσαμε να κλείσουμε οριστικά τον κύκλο του αίματος παίρνοντας όρκο βαρύ ό,τι γίνεται από εδώ και μπρος να έχει τη σύμφωνη γνώμη και των δυό μας. Έτσι επέστρεψε στο Άργος και έγινε βασιλιάς"

"Ίσως τότε καλά να κάνατε, να δοθεί ένα τέλος που λες αλλά αυτός ο όρκος... Δεσμεύει μια ολάκερη ζωή πατέρα και εδώ η διαφωνία σας είναι ακραία. Τι γίνεται τώρα;"

"Σε αυτήν την περίπτωση γιε μου, ορίσαμε την αδελφή του και γυναίκα μου τη μητέρα σας την Εριφύλη ως διαιτητή..."

Ο Αλκμαίων έμεινε έκπληκτος.

"Ναι... θα δεχτούμε όποια απόφαση εκείνη πάρει αν διαφωνήσουμε"

"Είναι απίστευτο"

"Είναι η αλήθεια! Εκείνη θα αποφασίσει τώρα για τον πόλεμο γιε μου. Και αυτό που θα αποφασίσει θα το δεχτούμε! Αν συμφωνήσει με τον αδελφό της και τους άλλους θα πρέπει να τους ακολουθήσω. Αν όχι όλα είναι σαν να μην έγιναν ποτέ"

Ο νεαρός είχε μείνει βαριά προβληματισμένος. Δεν ήξερε τι να πει.

"Μίλησες με τη μητέρα;" τον ρώτησε.

"Εδώ και καιρό!"

"Και;"

"Μού είπε θα μείνει ανεπηρέαστη αν ποτέ χρειαστεί. Μού έδωσε όρκο βαρύ για αυτό!"

"Όμως έτσι κι αλλιώς θα αποφασίσει πατέρα, τι πιστεύεις ότι θα κάνει;"

"Πολύ φοβάμαι ότι θα στραφεί με το μέρος του αδελφού της! Και τότε..." γύρισε και τον έπιασε δραματικά από τους ώμους "τότε καταλαβαίνεις ότι μας σέρνει στην καταστροφή. Στέλνει τον άντρα της και πατέρα σου στο θάνατο!"

Ο νεαρός κλονίστηκε.

"Αλκμαίων, θέλω να τα ξέρεις όλα αυτά. Ότι και να γίνει είσαι ο διάδοχός μου! Ο μεγάλος μου γιος!"

"Τι μπορώ να κάνω πατέρα;" τον ρώτησε φοβισμένος.

"Τίποτα! Εμένα αφορά αυτή η κατάσταση. Απλά να έχεις μεγάλη προσοχή σε ότι γίνεται γύρω σου"

"Πότε πρέπει να αποφασίσει πατέρα; Τι χρόνο έχεις να την επηρεάσεις;"

"Δεν έχω πολύ, της ζήτησαν να αποφασίσει γρήγορα. Γι' αυτό σου λέω γιε μου. Αν γίνει κάποιο κακό θέλω να ξέρεις την αλήθεια".

«Σαν τι κακό πατέρα; Τι μπορεί να γίνει; Εννοείς αν αποφασίσει να πάτε στον πόλεμο; Μα, αυτό...»

«Το πάω παραπέρα γιέ μου, εντάξει η μητέρα σας είναι μια γυναίκα με γνώμη και προσωπικότητα. Άλλωστε γι' αυτό τη διαλέξαμε μεταξύ μας. Όμως...»

«Όμως; Τι φοβάσαι πατέρα;» ρώτησε με αγωνία ο Αλκμαίων.

«Φοβάμαι μήπως προσπαθήσουν να την επηρεάσουν, μήπως προσπαθήσουν να κερδίσουν τη γνώμη της με κάτι... κάτι άλλο...»

«Ποιος; Εννοείς ο θείος; Ο βασιλιάς;»

Ο νεαρός δεν μίλησε. Μήτε και ο Αμφιάραος. Μέσα του όμως στο νεανικό του μυαλό, ένιωθε σαν να κατέρρεε ένα κομμάτι του κόσμου του. Σαν η καρδιά του να σκιζόταν στα δύο. Τα λόγια του πατέρα του ήρθαν να εξαπολύσουν άπειρα συναισθήματα μέσα στο μυαλό του. Έμειναν για λίγο ακίνητοι στο μέσο ενός μονοπατιού. Κάποια στιγμή ο Αμφιάραος άφησε τα χέρια του από τους ώμους του. Πήραν αμίλητοι το δρόμο της επιστροφής. Με τον καθένα να κουβαλά τις δικές του σκέψεις και ερωτήματα.

Αναμνήσεις που πονούν , σκέψεις που πνίγουν.

Ήταν μόνη στο σπίτι. Ο Αμφιάραος είχε φύγει από το πρωί. Τον είδε πάνω στο μόνιππο να κατηφορίζει μόνος το δρόμο προς τα κάτω. Η άνοιξη έξω είχε φουντώσει για τα καλά. Βγήκε λίγο στο αίθριο. Ήθελε τόσο μα τόσο να πάρει αέρα. Να αναπνεύσει. Να σκεφτεί. Και τελικά να αποφασίσει. Είχαν ρίξει σε εκείνη τα δυσβάσταχτα βάρη μιας τέτοιας απόφασης. Χωρίς ποτέ να την ρωτήσουν! Χωρίς να υπολογίσουν τη γνώμη της! Σίγουρα αυτό της έδινε μια βαρύτητα, μια αναγνώριση στα μάτια τους. Να είναι εκείνη που θα έχει τον τελευταίο λόγο. Όμως αυτό δεν ήταν και μια μεταφορά της ευθύνης από πάνω τους; Ένα όμορφο πρόσχημα; Πόσο ανέξοδα θα έρχονταν μετά ή ο ένας ή ο άλλος και θα την ενοχοποιούσαν ως υπαίτιο. Και θα ξεσπούσαν πάνω της την οργή τους. Γιατί οι άνθρωποι εύκολα φορτώνουν τις δικές τους ευθύνες στις πλάτες των άλλων. Γιατί ποτέ δεν συλλογίζονται ότι κάθε γεγονός δεν έρχεται απότομα στη ζωή αλλά έχει τη δική του προϊστορία και αιτία. Και για αυτήν την αιτία αδιαφορούν. Λες και ήταν απόντες στην διαμόρφωσή της.

Περπάτησε έξω ανάμεσα στα λουλούδια. Ρούφηξε το άρωμά τους. Ένιωσε τη ζωή της άνοιξης στα φύλλα τους. Σε όλη την πόλη ακούγονταν η λέξη "πόλεμος"! Με ότι αυτό την συνοδεύει. Με κατάρες μανάδων, με θρήνους γυναικών, με κλάματα παιδιών. Μαζί με περηφάνεια, με αξίες, με σκέψεις για το δίκιο. Εκείνη λοιπόν θα τα λουζόταν όλα τούτα; Στο βάρος της καρδιάς και στα ταξίδια της ψυχής της θα φορτώνονταν τα αναθέματα, οι πόνοι και τα δράματα τόσων και τόσων ανθρώπων. Γιατί αυτό; Γιατί το φόρτωμα της ευθύνης σε εκείνη; Τι θα μοιραζόταν εκείνη για τον πόλεμο των άλλων, για τα φουσκωμένα μυαλά των ανδρών, που ζούσαν με τη μέθη της εξουσίας, με τον παραλογισμό της βίας και του αίματος.

Το μυαλό της πήγε πολλά χρόνια πίσω. Στα χρόνια της νιότης της. Εδώ στο Άργος. Είδε με τα μάτια της μνήμης τον εαυτό της νεαρή κοπέλα, μονάκριβη κόρη την φώναζε ο αγαπημένος της πατέρας ο Ταλαός. Πολλές φορές συναγωνίζονταν με την μητέρα της την Λυσιμάχη στο ποιος θα την προσέξει πιο πολύ. Τους θυμάται να χαριεντίζονται μπροστά της και να συναγωνίζονται για τη δύναμη της αγάπης τους. Μονάκριβη κόρη ανάμεσα σε πέντε γιούς! Τα αδέλφια της. Ο Άδραστος, ο πρώτος τους, ο Αριστόμαχος, ο Μηκιστέας, ο Παρθενοππαίος και ο Πρώνακτας ο μικρότερος. Ένα ευτυχισμένο βουερό μελίσσι το σπιτικό τους. Όμορφα χρόνια ξέγνοιαστα.

Ώσπου ήρθε η έριδα και το μίσος. Συγκρούσεις, ταραχές, δολοπλοκίες. Όλα για την εξουσία. Για το θρόνο του Άργους. Και τότε ήρθε εκείνος! Ναι! Με τη βία του, μπήκε σαν καταιγίδα ανάμεσά τους, λες και οι Θεοί του κάτω κόσμου τον έστειλαν να αλλάξει τα πάντα. Και κουβάλησε μαζί του το θάνατο! Ο Αμφιάραος! Αμφισβήτησε ωμά την εξουσία του πατέρα της στην πόλη. Άρχισαν οι συγκρούσεις, οι αναταραχές. Μα δεν σταμάτησε εκεί. Στο τέλος τον σκότωσε! Θυμάται ακόμα το ωχρό πρόσωπο του αγαπημένου της πατέρα, με την παγωνιά του θανάτου. Το άγγιγμα των χεριών της στο μέτωπό του την ώρα που εναπόθετε εκεί τα ασημένια νομίσματα για το μεγάλο βαρκάρη. Στον ύστατο χαιρετισμό της! Ο Αμφιάραος έγινε βασιλιάς! Και δεν έμεινε εκεί μα ξερίζωσε την οικογένειά της στην Σικυώνα. Ακόμα θυμάται τις μέρες της φυγής. Διωγμένη απ' τη γη της. Ένας πρόσφυγας σκλαβωμένος στις αποφάσεις άλλων, ξένων, ισχυρών. Τι έμεινε στη ζωή της από εκείνη την ευτυχία; Τι έφταιξε ο πατέρας της; Εκείνη σε ποιο βωμό πλήρωσε και κατέθεσε βορά τα δικά της όνειρα;

Η σκέψη της πάγωσε! "Διωγμένη απ'  τη γη της" σκέφτηκε λίγο δυνατά. Μα μήπως διωγμένος απ' τη γη του, απ' το σπιτικό του, δεν είναι και ο Πολυνείκης; σκέφτηκε. Μήπως ο ίδιος ο αδελφός του δεν σφετερίστηκε το δίκιο του και τον έστειλε εξόριστο σε άγνωστα μέρη να ζει; Μήπως και αυτός δεν αποχωρίστηκε βίαια απ' τη μάνα του, τον πατέρα και τις αδελφές του; Ω Δία τι παιχνίδια παίζεις με τις Μοίρες σου! Πόσο ίδιες είναι οι ιστορίες μας με αυτήν του Πολυνείκη! Λες και επαναλαμβάνονται με άλλα πρόσωπα σε άλλα μέρη αλλά με τα ίδια θύματα.

Το βλέμμα της ταξίδεψε πέρα στον μακρινό ορίζοντα. Στον όγκο του Αραχναίου πέρα απ' τον Ίναχο. Οι μνήμες την ταξίδεψαν πάλι πίσω. Νεαρή κοπέλα τότε, παρθένα όμορφη, ζηλευτή. Εκείνος βρήκε ξανά τον αδελφό της. Θες οι ενοχές, θες η μεταμέλεια, θες οι Ερινύες, τον έκαναν να πετάξει το πέπλο της βίας και να ντυθεί την σύμπνοια, τη συμφωνία και την ομόνοια. Κάλεσε τον αδελφό της τον Άδραστο στο Άργος να κουβεντιάσουν, να δώσουν τέλος στον κύκλο του αίματος που είχε ανοίξει ο θάνατος του πατέρα της. Και τότε δεν την ρώτησαν για τίποτα. Μόνο μια μέρα ήρθε ο αδελφός της περήφανος και της ανήγγειλε ότι γυρίζουν στο Άργος, στη γη τους, στο σπίτι τους. Εκείνος σαν βασιλιάς! Και εκείνη.... Ω εκείνη... νύφη! Σύζυγος του Αμφιάραου! Έτσι της είπαν συμφώνησαν μεταξύ τους... μεταξύ τους, σκέφτηκε. Για να γίνουν σπονδές στην συμφωνία μεταξύ του παλιού και νέου βασιλιά και να κλείσει η αμάχη ανάμεσά τους. Οι δύο οικογένειες έπρεπε να ενωθούν πάλι με δεσμά γάμου. Και η ίδια, ένα απλό τεκμήριο. Κάτι σαν ένα δώρο στο τραπέζι της συμφωνίας. Ένα αντικείμενο.

Η γνώμη της! Ω η γνώμη της... ποιος θα λογάριαζε τη γνώμη μιας νεαρής παρθένας σε τέτοιες αποφάσεις. Μια γυναίκας! Έτσι χτίζονταν τότε ο κόσμος και τα βασίλεια. Με αμοιβαίες σπονδές για να κλείσουν τα σημάδια του αίματος. Λες και θα μπορούσε ποτέ να ξεθωριάσει το σημάδι, λες και εκείνα τα παγωμένα μάτια θα μπορούσαν να ανοίξουν ξανά. Άραγε, σκέφτηκε, τα δικά της σημάδια στην ψυχή της έκλεισαν ποτέ; Η εικόνα του πατέρα της ξεθώριασε απ την καρδιά της; τρόμαξε μ' αυτή τη σκέψη. Λογίστηκε τα χρόνια που ήταν ομόκλινη με τον Αμφιάραο. Έγινε γυναίκα του. Μάνα των παιδιών τους. Δέχτηκε τα χάδια του, τον έρωτά του. Τον σεβάστηκε, τον τίμησε όπως έπρεπε σε μια γυναίκα. Όπως αλήθεια έκανε και εκείνος. Και να που την όρισαν να διαιτητεύει τις διαφωνίες τους. Άραγε τότε που το αποφάσισαν τους περνούσε ποτέ απ' το νου πως θα έφτανε η στιγμή να την ορίσουν να πάρει μια τέτοια απόφαση που θα ορίσει τις ζωές τους; Που οι Μοίρες θα αντιστρέψουν τη δύναμη για να περάσει αυτή τώρα στα δικά της τα χέρια;

Ένιωσε να πνίγεται. Βρήκε λίγο νερό να πιει να συνέλθει. Πόσα γύριζαν μέσα της στήνοντας ένα τρελό χορό στον νου της. Ο Αμφιάραος την είχε ορκίσει να μην δεχτεί προσφορές από τρίτους. Της είχε πει ότι αυτή η εκστρατεία θα σήμαινε θάνατο για όλους άρα και για εκείνον! Με εξαίρεση για έναν! Άραγε ποιον; Δεν το είχε πει σε κανέναν. Ο φόβος της απώλειας του άντρα της. Η ορφάνια των παιδιών της απ' τη μια. Απ' την άλλη ο αδελφός της, το αίμα της. Ο πατέρας της. Το μαύρο παρελθόν που ερχόταν να της χτυπήσει την πόρτα. Αλλά και ο Πολυνείκης! Η μοίρα του, που τόσο έμοιαζε με τη δική της. Η Θήβα! Το δίκαιο. Αυτό που επιζητούν οι Θεοί. Το δικαίωμα αυτού του ανθρώπου να επιστρέψει στις αναμνήσεις και τα όνειρά του. Να ζήσει με την οικογένεια και το γιο του όσα χρόνια οι Μοίρες όριζαν γι' αυτόν. Όλα αυτά στο μυαλό της. Ο Πολυνείκης άλλαζε στην συνείδησή της μορφή. Γινόταν εκείνη στα νιάτα της. Βάρη ασήκωτα.

"Τι θα αποφασίσεις λοιπόν Εριφύλη;" ρώτησε τον εαυτό της μονολογώντας. "Πες μου τι θα αποφασίσεις λοιπόν; Δεν το βλέπεις; τα περιθώρια στένεψαν!" Έβαλε τα δύο της χέρια στο κεφάλι της σφιχτά. Έβλεπε τα μάτια όλων στραμμένα επάνω της. Και ένιωθε το βάρος αυτής της απόφασης σαν βράχο απροσμέτρητο να την συνθλίβει. Ο ήχος από τους τροχούς του μόνιππου έσπασε βίαια τις σκέψεις της. Είδε τον άντρα της μαζί με το μεγάλο τους γιο τον Αλκμαίωνα να επιστρέφουν μαζί.

"Ω Θεοί! Ποτέ να μην ζύγωνε μια τέτοια ώρα στη ζωή μου!" ψέλλισε τη στιγμή που είδε το βλέμμα του Αλκμαίωνα να καρφώνεται στο δικό της από κάτω στο δρόμο και να την καίει σύγκορμη.

Σημειώσεις

* Ο Φύξιος Δίας βοηθούσε τους ευσεβείς να γλιτώνουν από τους κινδύνους και τις κάθε λογής συμφορές.


* Υπερμήστρα, κόρη του Θέστιου και της Ευρυθέμιδας, μία από τις Θεστιάδες. Από το γάμο της με τον Οικλή γεννήθηκε ο Αμφιάραος.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro