Κεφ. 2.11 Ετοιμασίες μετά την επιστροφή (Μέρος Β')
Περίληψη προηγουμένου:
Ο Τυδέας επιστρέφει με τους συντρόφους του από τη Θήβα. Εξιστορεί στο βασιλιά Άδραστο και στον Πολυνείκη τα γεγονότα της συνάντησής του με τον Ετεοκλή αλλά και την απόπειρα της δολοφονίας του με την ενέδρα των Θηβαίων στο δρόμο. Ο Πολυνείκης έχει μια ουσιαστική συνομιλία με τη γυναίκα του, την Αργεία. Την ενημερώνει για το αδιέξοδο που συνάντησε ο Τυδέας στη συνάντησή του με τον αδελφό του, βασιλιά της Θήβας και της δηλώνει την απόφασή του να προχωρήσει στο σχέδιό του να εκστρατεύσει στην πατρίδα του για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Η Αργεία ακούει προσεκτικά με συγκίνηση, φόβο αλλά και μεγάλη ωριμότητα. Τέλος, ο βασιλιάς του Άργους, Άδραστος, θα επισκεφτεί ο ίδιος την αδελφή του Εριφύλη και το γαμπρό του, Αμφιάραο, στο ίδιο τους το σπίτι. Θα θυμίσει με σαφή τρόπο και στους δύο την παλιά τους συμφωνία, σύμφωνα με την οποία, σε κάθε περίπτωση μεταξύ τους διαφωνίας, η τελική απόφαση ανήκει στην Εριφύλη.
Μια πρόταση που έρχεται από το πουθενά
Ο ερχομός της Άνοιξης είχε δώσει και τα πρώτα του δείγματα πάνω στη βελτίωση του καιρού. Το κρύο είχε γίνει πιο σπάνιο στην πεδιάδα του Άργους. Η φύση είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο όμορφη σιγά-σιγά και τα πρώτα χρωματιστά χαλιά πάνω την αγκαλιά της γης έδιναν το δικό τους τόνο.
Ο Άδραστος με τους δυο γαμπρούς του, τον Πολυνείκη και τον Τυδέα κάλπαζαν αργά πάνω στα άλογά τους κατά μήκος του Ίναχου ποταμού. Την είχαν ανάγκη αυτή τη βόλτα κοντά στη φύση. Είχαν φτάσει αρκετά έξω από το Άργος προς τα βόρεια στο δρόμο που οδηγούσε στις Μυκήνες. Έπρεπε να βάλουν τις σκέψεις τους σε τάξη καθώς τα γεγονότα έτρεχαν και έπρεπε να ετοιμαστούν γρήγορα. Κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα όμορφο ξέφωτο με ένα μικρό δασάκι στην όχθη του ποταμού. Ο βασιλιάς ξεπέζεψε από το άλογό του. Οι δύο άντρες τον ακολούθησαν. Έδεσαν τα άλογά τους σε κάποιους κορμούς δέντρων και στάθηκαν σε ένα πέτρινο πλάτωμα στην όχθη. Το κελάρυσμα της κοίτης και τα πουλιά στα δέντρα έδιναν υπέροχους ήχους ολόγυρά τους.
"Τελικά τι θα κάνουμε με τον Αμφιάραο πατέρα" έσπασε τη σιωπή ο Πολυνείκης.
"Πήγα στο σπίτι τους. Μίλησα και στους δυο τους"
"Σε ποιον άλλον;" ρώτησε ο Τυδέας.
"Σ' αυτόν και στη γυναίκα του"
"Και τι βγήκε;" διέκοψε ο Πολυνείκης.
"Εκείνος είναι αμετάπειστος. Πλέον τους θύμισα ότι το λόγο τον έχει εκείνη"
"Κάτι πρέπει να κάνουμε με την Εριφύλη δεν νομίζεις;" τον ρώτησε ο Τυδέας.
"Νομίζω ότι έχουμε ελπίδες πολλές να την πάρουμε με το μέρος μας" απάντησε ο βασιλιάς, "αρκεί να το χειριστούμε σωστά και με λεπτότητα"
"Υπάρχει κάτι που μπορεί να βοηθήσει" πετάχτηκε ο Πολυνείκης.
"Σαν τι;" ρώτησαν οι άλλοι με αγωνία.
"Κάτι μου είπε ο Καπανέας, κάτι που μπορεί να βοηθήσει"
"Είναι εδώ;"
"Εδώ είναι Τυδέα, ήρθε χθες. Αύριο μεθαύριο φτάνει ο στρατός του από την Ώλενο"
"Σε τι μπορεί να μας βοηθήσει;" ρώτησε ο Άδραστος.
"Κάτι μου είπε για τον πεθερό του, θα τον δω αργότερα στο σπίτι μου."
"Ας ελπίσουμε να βγει κάτι καλό" ξεφώνισε ο Τυδέας.
Ο Πολυνείκης μίλησε με αγωνία.
"Μακάρι να υπάρχει ένας τρόπος να πείσουμε την Εριφύλη. Την προηγούμενη φορά που μίλησα μαζί της στο σπίτι σου Άδραστε, είδα στα μάτια της ότι δεν είναι απόλυτη"
"Απλά χρειάζεται να βρούμε αυτό το κάτι να την πείσουμε" προσέθεσε ο Άδραστος. Στην συνέχεια σηκώθηκε, "πάμε!" δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.
Ανέβηκαν στα άλογά τους και ξεκίνησαν το δρόμο της επιστροφής στην πόλη.
Ο Καπανέας ήταν πιστός στην ώρα της συνάντησής του με τον Πολυνείκη στο σπίτι του. Ο γιγάντιος στην σωματική διάπλαση άντρας πέρασε στο εσωτερικό. Όμως δεν ήταν μόνος. Μαζί του ακολουθούσε και ένας γηραιότερος άντρας. Τους υποδέχτηκαν ο Πολυνείκης με την Αργεία.
"Καλώς όρισες Καπανέα!" τον υποδέχτηκε εγκάρδια. Εκείνος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.
"Χαίρομαι που σας συναντώ Πολυνείκη και γνωρίζω και την σεβαστή σου γυναίκα" είπε, "να σας γνωρίσω τον πεθερό μου τον Ίφι"
Ο γηραιότερος άντρας έτεινε το χέρι του σε θερμή χειραψία.
"Τιμή μου να σας γνωρίζω", τους είπε.
"Χαρά και σε μας Ίφι!"
Η Αργεία, διακριτική, αφού χαιρέτισε άφησε τους άντρες μόνους στο κεντρικό δώμα.
"Τι νέα μας φέρνεις ρώτησε ο Πολυνείκης τον Καπανέα.
"Οι δικοί μου φτάνουν αύριο. Έμεινε μονάχα μια φρουρά πίσω για την πόλη. Οι υπόλοιποι θα είναι μαζί μας. Δεν είμαστε πολλοί αλλά πίστεψέ με αξίζουμε"
Ο Πολυνείκης πήγε κοντά του. Τον έπιασε από τους στιβαρούς του ώμους.
"Στο χρωστώ χάρη Καπανέα!" του είπε.
"Το Άργος είναι για μας το στήριγμά μας στην μακρινή μας πόλη. Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε αγνώμονες σε ότι μας έχει προσφέρει μέχρι τώρα" απάντησε ο Καπανέας, "οπότε συστρατευόμαστε όλοι μαζί για το δίκιο σου" προσέθεσε.
"Κάτι είπες ότι έχεις να μου πεις για την Εριφύλη, τη γυναίκα του Αμφιάραου"
"Ναι. Έχει κάτι στη σκέψη του ο πεθερός μου ο Ίφις. Για αυτό είναι απόψε εδώ μαζί μας"
"Είμαι έτοιμος να ακούσω οτιδήποτε μπορεί να βοηθήσει" σχολίασε ο Πολυνείκης.
"Ίφι σε ακούμε" τον προέτρεψε ο Καπανέας.
Εκείνος πήρε το λόγο.
"Ο γαμπρός μου με πληροφόρησε για το πρόβλημά σας. Αναφέρομαι στην σθεναρή άρνηση του μάντη Αμφιάραου να έρθει στην εκστρατεία. Ξέρω για την σεβαστή αδελφή του βασιλιά. Είμαι σίγουρος ότι θα ακολουθήσει τη γνώμη του αδελφού της. Αυτό όμως δεν αρκεί. Πρέπει να κάνεις κάτι και εσύ Πολυνείκη..."
"Σαν τι;"
"Να της μιλήσεις! Να προσπαθήσεις να την πείσεις. Στην ουσία εσύ είσαι το επίκεντρο αυτής της εκστρατείας. Αν δεν την πείσεις εσύ τότε ποιος άλλος μπορεί να της αλλάξει γνώμη;"
"Έχω ήδη κάνει μια κουβέντα μαζί της, να το προσπαθήσω ξανά αλλά δεν είναι εύκολο"
"Νομίζω πρέπει να βρεις κάτι να την συγκινήσεις ιδιαίτερα. Κάτι να της προσφέρεις. Κάτι που είναι κομμάτι της δικής σου ιστορίας, που θα την κάνει να σκεφτεί τη δύναμη της καρδιάς σου"
"Δεν καταλαβαίνω" απόρησε ο Πολυνείκης.
Ο Ίφις έδειξε να διστάζει. Έριξε μια ματιά στον γαμπρό του, ο οποίος τον ενθάρρυνε να προχωρήσει.
"Άκου Πολυνείκη. Η Εριφύλη, είναι γυναίκα που σέβεται τις αξίες και τα ιδανικά"
"Τι έχει να κάνει αυτό;" ρώτησε ο Πολυνείκης.
"Θέλω να πω ότι ένα πολύτιμο αντικείμενο δικό σου, που κουβαλάει την ιστορία του τόπου σου, που έχει μια ιδιαίτερη αξία για σένα ως πολύτιμό σου μπορεί να γίνει ένα συμβολικό δώρο για εκείνη. Θα σηματοδοτήσει την υπέρτατη αξία που δίνεις για την επιστροφή στην πατρίδα σου τη Θήβα. Τότε είμαι σίγουρος ότι αυτό θα την κάνει να σκεφτεί αλλιώτικα..."
"Αυτό δεν ακούγεται σαν δωροδοκία Ίφι;"
"Εγώ δεν θα το χαρακτήριζα έτσι. Θα είναι μια προσφορά, πώς να το πω, ευγνωμοσύνης, στη σημασία που δίνεις και στην ίδια να αποφασίσει. Δεν μιλάω και δεν αναφέρομαι σε κάποιο φτηνό δώρο, αλλά σε κάτι που αφορά τον ίδιο τον τόπο σου. Τώρα αν εσύ το νιώθεις ως δωροδοκία τι να σου πω"
Ο Πολυνείκης έξυσε το πηγούνι του με τα δάχτυλά του. Ήταν ομολογουμένως κάτι που δεν είχε σκεφτεί.
"Αρκεί να έχεις κάτι τέτοιο σαν δώρο!" δήλωσε εμφαντικά ο Ίφις.
Εκείνος πίεζε τον εαυτό του να σκεφτεί.
"Κάτι θα κάνω. Θα πιέσω τον εαυτό μου κάτι να βρω, είναι η τελευταία μας ελπίδα" τόνισε.
Οι δύο επισκέπτες, μετά από λίγο έφυγαν αφού ανανέωσαν το ραντεβού τους Πολυνείκης και Καπανέας στο πολεμικό συμβούλιο των επόμενων ημερών.
"Ελπίζω μέχρι τότε να έχεις καλά νέα" του ευχήθηκε ο Ίφις.
Ο Πολυνείκης τον κοίταξε προσεκτικά.
"Τι είναι εκείνο που σας κάνει να θέλετε, με πάθος, αυτόν τον πόλεμο;" τον ρώτησε.
Ο Ίφις προβληματίστηκε. Τον κοίταξε προσεκτικά και είπε χαμηλόφωνα:
"Τον Καπανέα τον βλέπεις. Είναι ασυγκράτητος. Η ορμή και ο ενθουσιασμός είναι μπολιασμένος μέσα του. Μερικές φορές και η έπαρση. Δεν μπορώ να κάνω κάτι να τον κρατήσω. Μόνο να το διαχειριστώ μπορώ. Η μονάκριβη κόρη μου, η Ευάδνη λατρεύει τον άντρα της και τον θαυμάζει. Είναι περήφανη που είναι κοντά σε έναν αγέρωχο πολεμιστή. Είναι σαν να ζει αυτήν την εκστρατεία. Έχω συνεπώς κάθε λόγο να την στηρίξω με κάθε τρόπο που μπορώ. Δεν μού μένει κάτι άλλο γιε μου" του είπε. Τον κοίταξε προσπαθώντας να αφομοιώσει το λόγο του. Οι δύο τους τον χαιρέτισαν και αποχώρησαν.
Ο Πολυνείκης έμεινε μόνος του στο μεγάλο δώμα. Στο νου του ερχόταν συνεχώς τα λόγια του Ίφι για την Εριφύλη. "Κάνε της μια προσφορά σε κάτι πολύτιμο που να βγαίνει από την ιστορία του τόπου σου..."
Οι λέξεις αυτές έσφιγγαν το κεφάλι του. Προσπαθούσε να σκεφτεί. Λες και έψαχνε ένα άνοιγμα σε έναν τοίχο που τον πλάκωνε. Και τότε! Ναι! Το βλέμμα στα μάτια του γέμισε μια παράξενη λάμψη. Κάτι σαν να απλώθηκε πάνω του και τον πλημμύρισε. Λες και κάτι ερχόταν από πολύ μακριά, από τα βάθη του απέραντου χρόνου. Σαν οπτασία, σαν όραμα.
"Κάνε της ένα δώρο πολύτιμο....." άκουσε μία ακόμα φορά τη φωνή στο μυαλό του. Κοντοστάθηκε. Ύστερα ακούστηκε σιγανά.
"Αυτό είναι! Ναι! Μα τον Άρη και την Αφροδίτη αυτό ήταν! Βγήκε από το κεντρικό δώμα. Πήγε προς το ιδιαίτερο δικό του δώμα μέσα στο μεγάλο σπίτι. Σε μια πέτρινη κρύπτη που ήταν στον απέναντι τοίχο, ο Πολυνείκης άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε δύο κουτιά. Το ένα μικρότερο, ολοσκάλιστο με χρυσό και πέτρες. Το άλλο απλό αλλά πολύ μεγαλύτερο. Έριξε μια ματιά στο υπόλοιπο σπιτικό για να δει αν τον βλέπουν.
Πήρε στα χέρια του και άνοιξε το μικρό κουτί. Στα μάτια του έμεινε ένα βλέμμα γεμάτο δέος. Μπροστά του ήταν ένα από τα δώρα της Αρμονίας! Εκείνα ναι τα νυφικά δώρα που έκαναν οι Θεοί δώρο στην γυναίκα του Κάδμου. Βαρύτιμα τρόπαια που τα είχε πάρει μαζί του σαν έφυγε εξόριστος από το Άργος. Βρήκε το περιβόητο σκαλιστό περιδέραιο του Ηφαίστου. Ένα αλλόκοτο φως τύλιξε ολόγυρα το περίφημο θεϊκό κόσμημα. Μια λάμψη λαμπύριζε ολόγυρά του. Στα πετράδια του, στις ολόχρυσες καδένες του, στα κρυστάλλινα δεσίματά του. Έμεινε εκστασιασμένος. Μια απόκοσμη δύναμη άρχισε να τον κυριεύει. Μια δύναμη που έβγαινε από εκείνο! Λες και το κόσμημα αυτό είχε ζωή. Ύστερα ψέλλισε κάτι σαν προσευχή αγγίζοντάς το με δέος.
"Αρμονία, κόρη του Άρη, κυρά του μεγάλου Κάδμου. Και εσύ Αφροδίτη, Θεά μου σεβάσμια, του Έρωτα και της ένωσης των ανθρώπων, δύναμη. Στα χέρια σας κρατάτε της αγάπης τα πεπρωμένα. Δώστε τη δική σας δύναμη με τούτο το δώρο, να σταθεί μονοπάτι για την επιστροφή στη γη μου..."
Έκλεισε καλά τα κουτιά και τα τοποθέτησε στη θέση τους. Ολόγυρα στο δώμα, αυτή η παράξενη λαμπερή δίνη, που τον τύλιγε άρχισε να παίρνει διάφορα σχήματα και χρώματα. Ένιωσε τη δύναμή της να τον τυλίγει αλλά δεν μπόρεσε να προσέξει ότι κάποια απ' τα όμορφα εκείνα φωτεινά σχήματα πήραν στο τέλος αποκρουστική μορφή λες βγαλμένη απ' το σκοτάδι της χθόνιας Γης.
"Εριφύλη...." ψιθύρισε σιγανά. "Ελπίζω τούτο το βαρύτιμο δώρο να σε κάνει να πεις το ναι που τόσο προσμένουμε από τη σκέψη και τα χείλη σου.
Σημειώσεις:
* Ο Ίφις, πατέρας της Ευάδνης, συζύγου του Καπανέα, κατά την επικρατέστερη αναφορά.
Συνεχίζεται...
Τα δώρα της Αρμονίας, τα νυφικά της δώρα, έρχονται να βγουν στο φως, μετά από αμέτρητες δεκαετίες. Τι άραγε τα βαραίνει; Ποια δύναμη τα συνοδεύει; Ποια αύρα τα χαρακτηρίζει; Είναι ώρα να ξεκινήσουμε το ξετύλιγμα αυτού του κουβαριού.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro