Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφ. 1.1 (Β' μέρος)

"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

(Σαλούστιος: Περί Θεών και κόσμου)

1.1.4 Η γνωριμία

Η ζέστη εκείνη τη μέρα του καλοκαιριού ήταν αφόρητη. Ο Ελικώνας έδινε μεν άφθονη τη δροσιά του αλλά η γης έκαιγε. Ευτυχώς η σκιά που έδιναν τα δέντρα στο βουνό των Μουσών ήταν ένα πολύτιμο καταφύγιο για κάθε διαβάτη.

Η συνοδεία του βασιλιά Κάδμου επέστρεφε στη Θήβα. Με τον ήλιο να καίει στο καταμεσήμερο όλοι έδειχναν καταπονημένοι απ' το ταξίδι.

"Σταθείτε εδώ να ξαποστάσουμε, στη συστάδα με τα δέντρα!" Ακούστηκε η φωνή του βασιλιά Κάδμου. Η συνοδεία του σταμάτησε.

"Βάλτε τα άλογα λίγο στη σκιά!" φώναξε ξανά καθώς ξεπέζεψε. Οι άνθρωποί του, στρατιώτες και άλλοι ακόλουθοι ακολούθησαν τη συμβουλή του. Σε λίγο όλοι είχαν κάνει ένα κύκλο κάτω από τα μεγάλα σκιερά δέντρα. Είχαν δρόμο ακόμα πολύ ως τη Θήβα και η απόφασή τους ήταν απόλυτα σωστή.

Σε λίγο ακούστηκαν άλογα από μακριά και σκόνη λίγο πιο πέρα. Οι στρατιώτες σηκώθηκαν.

"Ποιός είναι;" ρώτησε ο Κάδμος.

"Μια συνοδεία από καβαλάρηδες άρχοντά μου"

Δεν πέρασε πολύ ώρα και η συνοδεία φάνηκε να έρχεται κατά το μέρος τους.

"Είναι και γυναίκες ανάμεσά τους" ακούστηκε η φωνή ενός από τους ανθρώπους του Κάδμου.

Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα όλων έπεσε στην συνοδεία, που πλέον είχε ζυγώσει κοντά τους. Μια συνοδεία παράξενη, που δεν την είχαν ξαναδεί στην περιοχή.

Μπροστά τους ήταν τέσσερις αστραφτεροί πολεμιστές. Πίσω τους μια άμαξα που την έσερναν δύο κατάλευκα άλογα. Τα μάτια όλων και κύρια του Κάδμου έπεσαν πάνω στην νεαρή κοπέλα που καθόταν δίπλα στον ηνίοχο της άμαξας. Τα βλέμματα όλων γέμισαν θαυμασμό και του Κάδμου έμειναν να κοιτάζουν, σαν μαγεμένα, την όμορφη εκείνη νεαρή γυναίκα. Στο πρόσωπό της μπορούσε κανείς να δει τις ομορφιές της φύσης και της ψυχής να γίνονται ένα. Αλλά στο βλέμμα της έβλεπες και την αστραπή της απόφασης και της σιγουριάς.

Οι συνοδοί της φάνηκαν να ξέρουν τον Κάδμο και απέτεισαν τιμές.

"Τις τιμές και το σεβασμό μας στο βασιλιά της Θήβας" ακούστηκε από έναν καβαλάρη αρματωμένο που έδειχνε να είναι ο επικεφαλής.

"Καλώς τους" αποκρίθηκε εκείνος, "Ποιοι είστε;"

"Στη πόλη σου βασιλιά μου πηγαίνουμε, συνοδοί της κυράς μας"

Ο Κάδμος πλησίασε την άμαξα με βλέμμα χαμένο. Έκθαμβος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την νεαρή γυναίκα, που τον κοίταζε και εκείνη με τη σειρά της ίσια στα μάτια.

"Καλώς όρισες κυρά μου στη γη της Θήβας" της είπε κλίνοντας το σώμα.

"Καλώς σε βρήκα βασιλιά Κάδμε", αποκρίθηκε εκείνη με περισσή σιγουριά που προκάλεσε ψιθύρους.

"Με γνωρίζεις;"

"Πώς θα ήταν δυνατό να μην έχω ακουστά το γιό του Αγήνορα και ιδρυτή της πόλης;"

"Και ποιο το όνομά σου;" τη ρώτησε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.

"Αρμονία με λένε βασιλιά!" αποκρίθηκε εκείνη λάμποντας.

"Τίνος κόρη είσαι κυρά μου;"

Εκείνη χαμογέλασε αινιγματικά και απάντησε:

"Θα μάθεις γρήγορα άρχοντά μου, τώρα ας μας επιτρέψεις να φύγουμε...." είπε κάνοντας νεύμα στους αρματωμένους συνοδούς να ξεκινήσουν.

Ο Κάδμος συναίνεσε μην αφήνοντας τα μάτια του από πάνω της ώσπου το αμάξι με τη συνοδεία χάθηκε στο βάθος παίρνοντας τον ίδιο δρόμο που θα ακολουθούσαν και οι ίδιοι σε λίγο. Ήταν σαν να άφησε πίσω, στο πέρασμά της, μια παράξενη λάμψη, ένα θάμπος σαν αυτό, που βγάζει ο ήλιος την αυγή.

Είχαν περάσει μέρες από εκείνη τη συνάντηση και ο Κάδμος δεν μπορούσε να βγάλει απ τη σκέψη του τη μορφή εκείνης της παράξενης γυναίκας. Ένιωθε σαν να του είχε κερδίσει τη ψυχή και τη σκέψη. Η φωνή ενός ακόλουθου στα δώματα του παλατιού τον διέκοψε.

"Βασιλιά μου όλα είναι έτοιμα για το αποψινό συμπόσιο και τη γιορτή».

Ο Κάδμος ετοίμαζε γι' απόψε έναν ακόμα εξευμενισμό στο όνομα του θεού Άρη, ύστερα από εκείνη τη μέρα, που σκότωσε το δράκοντα, το γιο του. Δεν έφτανε η ασκητική που έκανε ένα χρόνο μετά από τότε για χάρη του, ένιωθε ακόμα φοβισμένος.

Οι ιερείς το βράδυ έκαναν τις θυσίες και τις σπονδές προς τιμήν του Θεού. Οι καλεσμένοι, λίγοι και σε σεβάσμια ατμόσφαιρα έμειναν στο παλάτι της πόλης να τιμήσουν λίγο και το βασιλιά πριν αποχωρήσουν. Εκεί κάπου ανάμεσα το βλέμμα του Κάδμου πάγωσε πραγματικά.

"Ω Θεοί και Μούσες του Ελικώνα!" αναφώνησε ρίχνοντας το βλέμμα του στην είσοδο. Ήταν εκείνη! Η γυναίκα του δάσους! Η γυναίκα της άμαξας! Η Αρμονία! Άφησε κάθε καλεσμένο και πήγε προς το μέρος της. Δίπλα της έστεκαν συνοδές, δύο όμορφες νεαρές παρθένες και πίσω η ίδια αρματωμένη συνοδεία της. Στάθηκε απέναντί τους. Υποκλίθηκαν εκείνοι ελαφρά.

"Εσύ εδώ και πάλι; Ποιες νύμφες του Ελικώνα λησμόνησαν το δρόμο της επιστροφής τους στο ιερό βουνό και βρίσκονται ανάμεσά μας" της είπε. Εκείνη χαμογέλασε και αντέτεινε το χέρι της προς το δικό του σαν χαιρετισμό. Την ίδια στιγμή ένας από τους αρματωμένους ήρθε στο πλάι μπροστά τους, υποκλίθηκε στον Κάδμο και τα λόγια του ακούστηκαν λες και πέρασαν τους πύργους και τα τείχη της πόλης

"Να γνωρίσεις την Αρμονία βασιλιά Κάδμε, την στέλνει ο πατέρας της με τιμή και σκοπό κοντά σου"

Ο Κάδμος ένιωσε να ταράζεται αλλά δεν ήξερε το γιατί.

"Ποιοι είναι οι γονείς της κυράς που έχουμε την τιμή να βρίσκεται κοντά μας;"

Ο αρματωμένος απάντησε αργά τονίζοντας μία προς μια τις λέξεις:

"Είναι η Αρμονία άρχοντα Κάδμε. Κόρη Θεών έχεις τιμή να βρίσκεται μπροστά σου! Γι αυτό απόκριση ανάλογη από σένα εκείνοι περιμένουν"

Όλοι έμειναν άφωνοι από έκπληξη ίσως και φόβο στην αίθουσα. Μόνο εκείνη έστεκε εκεί επιβλητική με το αυθόρμητο χαμόγελο στο φωτεινό της πρόσωπο.

Ο αρματωμένος άντρας συνέχισε:

"Έχεις μπροστά σου την κόρη του Άρη και της Αφροδίτης βασιλιά! Καρπός τους είναι η κυρά μας"

Λες και μια απόλυτη σιωπή πήρε τις λαλιές όλων εκεί στο άκουσμα της μεγάλης κουβέντας. Ο Κάδμος εμφανώς συγκινημένος, έκανε ένα βήμα κοντά στην Αρμονία. Γονάτισε μπροστά της.

"Κυρά μου, φαίνεται ότι ο Άρης ο τρομερός, μοίρα ακλόνητη βάζει στη ζωή μου με τα παιδιά του. Καλώς όρισες στη Θήβα"

΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄

(Στον παρόντα χρόνο...)

"Έτσι έμαθα και την καταγωγή σου τότε!" είπε ο Κάδμος δίπλα του στην Αρμονία, καθώς ο στοχασμός τους επέστρεφε στο σήμερα.

"Ναι και ένιωθα το βλέμμα σου να μαρτυράει τον πόθο σου αλλά και το θαυμασμό σου" απάντησε εκείνη με ένα γλυκό μειδίαμα.

"Λες και οι γονείς σου ήξεραν και έγινε το θέλημά τους. Βρεθήκαμε μαζί...."

"Και ο έρωτας μάς ένωσε, θεός ακαταμάχητος..."

"Σε μια ζωή, σε ένα σώμα.."

"Σε μια ψυχή" του είπε εκείνη.

Ένας όμορφος διάλογος από δύο ανθρώπους που, παρά τα στερνά της ζωής τους, έδειχναν να είναι τόσο μα τόσο αγαπημένοι. Η Αρμονία συνέχισε:

"Θυμάσαι τους γάμους μας αλήθεια;" τον ρώτησε.

"Ποιος δεν θυμάται αυτούς τους γάμους! Πως είναι δυνατόν να ξεχαστεί αυτός μας ο γάμος!"

"Δεν το περίμενα ποτέ!"

"Μήτε εγώ, κι όμως! Δεν ακούστηκαν ποτέ τέτοιοι γάμοι στο γένος των Αθανάτων και των θνητών, δεν μαθεύτηκε ποτέ τέτοια σύναξη, τόσο φως, τόσο τραγούδι και χαρά...."

Εκείνη έγειρε μία ακόμα φορά στον ώμο του.

"Να! Έρχονται στη θύμησή μου τα τείχη της ακρόπολης της Θήβας. Εκεί με έφερε η άμαξα κοντά σου, νύφη!"

Το βλέμμα, η σκέψη τους, η καρδιά τους ταξίδεψε πάλι πίσω σε εκείνες τις στιγμές.

1.1.5 Ένας γάμος στη σκιά των Θεών   (Αναδρομή χρόνου)

Ολάκερη η πόλη της Θήβας είχε ξεσηκωθεί εκείνη τη μεγάλη μέρα. Τα πάντα ζούσαν στο μεγάλο ερχομό. Γιατί δεν ήταν μονάχα ο γάμος του βασιλιά Κάδμου. Ήταν ένας γάμος θεϊκός και έτσι ετοιμάστηκε για μια τελετή πρωτόγνωρη για την πόλη. Πρώτη φορά και ψηλά στον Όλυμπο, στην κατοικία των Θεών είχαμε ετοιμασίες. Η Θήβα ήταν αγαπημένη πόλη του Δία, ο Άρης πάντρευε την κόρη του όπως και η Αφροδίτη. Κάποιοι Θεοί ετοίμαζαν δώρα μεγάλα και τρανά. Ο Ήφαιστος είχε πάρει εντολή να φροντίσει ο ίδιος για τα γαμήλια δώρα που θα έκαναν οι Θεοί στο γάμο. Όμως, δεν έπαυαν εκεί μεταξύ τους ακόμα και σε αυτήν την προετοιμασία να υπήρχαν μύχιες σκέψεις και ματιές.

Η Ήρα κάποια στιγμή ξέκοψε από τη γιορταστική ατμόσφαιρα. Βρέθηκε μόνη, σκεπτική όπως συνήθως. Ο Κάδμος! Αδελφός της Ευρώπης! Εκείνης που μισούσε πολύ. Ήξερε και ένιωθε την αδυναμία του Δία απέναντί του και μέσα της φούντωνε μια πύρινη ζήλια από αυτές, που κατά καιρούς την κυρίευαν, έχοντας κατά νου τα ερωτικά ...παραστρατήματα του άντρα της. Όμως, σκέφτηκε ξανά "Γιατί εγώ η Ήρα να σκέφτομαι άσχημα για τον Κάδμο; Τι μου έκανε ο ενάρετος αυτός άντρας; Όχι! Όχι!" έκανε και απόδιωξε από το μυαλό της όσα νοσηρά την γυρόφερναν.

Αντίθετα ο Ήφαιστος, στην άλλη άκρη, στο εργαστήριο του Ολύμπου, ήταν έτοιμος και περιτύλιγε τα δώρα που προορίζονταν για το ζευγάρι. Μέσα του σιγόκαιγε ο έρωτάς του για τη Θεά που στόλιζε με την ερωτική της παρουσία τον Όλυμπο. Η Αφροδίτη ήταν στιγμές που του έκαιγε το μυαλό στην κυριολεξία. Δεν άντεχε να ξέρει για τους κρυφούς της έρωτες δίπλα σε κάποιον που δεν μπορούσε ο ίδιος να ανταγωνιστεί. Και ο Άρης ήταν ένας από αυτούς. Γεροδεμένος, επιβλητικός, σκληρός και γοητευτικός. Η αίσθηση ότι ετοίμαζε δώρο για την Αρμονία, την κόρη τους, καρπό των καυτών ερωτικών τους στιγμών, τού έφερνε ένα τρομερό σφίξιμο αλλά πολύ σκοτεινές σκέψεις για τα δώρα αυτά. Θα μπορούσε άραγε να χαλιναγωγήσει το πάθος του; Ποιος ξέρει;

Ήταν και ο Άρης! Ένιωθε παράξενα. Ξεπροβόδιζε την κόρη του, την Αρμονία για νύφη. Μια κόρη βέβαια άνομου γάμου. Τέκνο μιας φλογερής ερωτικής στιγμής. Από αυτές που οι αθάνατοι δεν δίσταζαν να έχουν. Για αυτό ένιωθε χαρά. Μεγάλη, λαμπερή. Όμως, απ' την άλλη ο Κάδμος, ναι ο Κάδμος. Το κοφτερό σπαθί του ήταν αυτό που βυθίστηκε στο λαιμό του ασημένιου εκείνου δράκοντα που φύλαγε την Άρεια πηγή στη Θήβα. Του δράκοντα εκείνου που ήταν αίμα του. Ήταν κι αυτή η δολερή σκέψη που τον βασάνιζε. Που δεν τον άφηνε να ησυχάσει ακόμα και εκείνη τη χαρούμενη μέρα.

Ο Κάδμος βγήκε ψηλά στο κάστρο με τον αγέρα απ' τα βουνά να δροσίζει την ανάσα του. Η γυναίκα της καρδιάς του ήταν έτοιμη να ενώσει τη ζωή της μαζί του. Μια ψυχή, ένα σώμα. Και η χαρμόσυνη μέρα ήρθε. Μια μέρα ξέχωρη για την πόλη.

"Βασιλιά μου να έχεις τις ευχές όλου του λαού σου", του είπε ένας από τους ψηλούς ακόλουθούς του.

"Σ' ευχαριστώ! Θα ήθελα να είχα κοντά μου κάποιον δικό μου. Αλλά μήτε ο πατέρας μου είναι εδώ μήτε η αγαπημένη μου η μάνα η Τηλεφάεσσα. Ήθελε τόσο να είναι κοντά μου αυτές τις ώρες"

"Έχεις όμως τις ευχές της"

Θα 'χε πια σουρουπώσει όταν ξεκίνησε η γαμήλια τελετή. Χιλιάδες πυρσοί άναψαν στη πόλη δίνοντας με το φως τους ένα υπέροχο θέαμα. Ο ίδιος ο Δίας, ο κύριος των Θεών και των ανθρώπων βάδιζε αργά στους δρόμους της πόλης. Του άρεσε η Θήβα, η θέση και η ομορφιά της. Λες και ήταν χτισμένη σε πλάτωμα για χορό. Απ το βάθος φάνηκε το περίλαμπρο άρμα, που το έσερναν δύο παράξενα ζώα. Ένα λιοντάρι και ένας κάπρος. Τι μυστήριο ταίριασμα. Δύο εντελώς αντίθετα ζώα, διαφορετικά. Όμως οι Θεοί έδιναν το δικό τους συμβολισμό. Το όνομα της νύφης ήταν η απάντηση. Αρμονία! Το ταίριασμα των αντιθέτων. Το ήμερο και το άγριο σε μια τέλεια ισορροπία. Αρμονία!

*************************

(Στον παρόντα χρόνο...)

"Αυτό ήσουν πάντα!" της είπε χαμογελαστά, κόβοντας τη διήγηση εκείνης της μέρας.

"Τι θες να πεις;" τον ρώτησε.

"Είχες πάνω σου, μέσα σου, το σκοτάδι και το φως, τη θάλασσα και τη στεριά, το άγριο και το ήμερο. Όλα εκείνα τα αντίθετα, που σε σένα δένονταν με μια τέλεια συνύπαρξη. Αρμονία!" της είπε με έμφαση.

"Πάμε αγαπημένε να συνεχίσουμε εκείνη τη μέρα, δεν θα ξεχάσω ποτέ τις μουσικές...."

Συνέχισαν πάλι το νοσταλγικό τους ταξίδι.

************************

Η μουσική από τη λύρα του Απόλλωνα δίπλα στο άρμα περνούσε σε κάθε ψυχή και σώμα παντού στην πόλη. Έφτασαν στο συμπόσιο και έκατσαν όλοι μαζί. Σε λαμπερούς χρυσούς θρόνους. Ο Δίας στο πλάι του Κάδμου. Τι τιμή! Κοιτούσε το γιό του Αγήνορα με τα μάτια ενός φίλου που κράτησε την υπόσχεσή του. Και το γλέντι του γάμου καλά κρατούσε. Δίπλα στον γαμπρό η Αρμονία, πιο όμορφη από ποτέ. Επιβλητική μα και συνάμα γαλήνια.

Και σαν ο δράκοντας σπαρτάρησε στον ξάστερο ουρανό τότε σήμανε η ιερή εκείνη ώρα για να συνοδεύσουν το ζευγάρι στο νυφικό τους κρεββάτι. Ήταν η ώρα των δώρων. Μια ιδιαίτερη και φορτισμένη στιγμή. Πρώτος ο Δίας. Με ένα δώρο παράξενο, διαφορετικό. Χάρισε στον Κάδμο "κάθε τι το τέλειο". Ένας προς έναν οι Θεοί άφηναν τα δικά τους δώρα. Και εκεί ήρθε η ιερή στιγμή της μάνας! Η Αφροδίτη πλησίασε την κόρη της, την Αρμονία.

"Αυτό κόρη μου είναι για σένα" της είπε με την γαλήνια και συγκινημένη φωνή της.

Στα χέρια της κρατούσε ένα περιδέραιο που έλαμπε. Ένα μαγικό περιδέραιο που το πέρασε στο λαιμό της κόρης της. Ένα αξιοθαύμαστο έργο φτιαγμένο απ τα χέρια του ίδιου του Ήφαιστου που το είχε κάνει στα γενέθλια του Έρωτα.

"Μητέρα σε ευχαριστώ" της είπε εκείνη ευλαβικά έχοντας κοκκινίσει από συγκίνηση. Το δέρμα της έτρεμε κάτω από το βάρος του. Μια παγωμένη ανατριχίλα πέρασε το κορμί της. Γιατί άραγε;

Το περιδέραιο εικόνιζε ένα φίδι που το διαπερνούσαν τα άστρα, με δύο κεφάλια στις άκρες που άνοιγαν τα στόματά τους το ένα απέναντι στο άλλο. Χωρίς όμως να μπορούν να δαγκωθούν. Ανάμεσα στα στόματά τους, χαραγμένα από τα δόντια τους πρόβαλλαν δύο χρυσοί αετοί με απλωμένα τα φτερά. Όπως ήταν τοποθετημένοι στο διπλό λαιμό του φιδιού χρησίμευαν σαν θηλύκι. Τα πετράδια ήταν φίδι, αετός, αστέρι. Ενώ το φως τους τρεμούλιαζε στον αέρα όπως τα κύματα της θάλασσας. Σε αυτό το περιδέραιο λοιπόν όπου ο κόσμος και τα στολίδια συνυπήρχαν αρμονικά σαν την νύφη.

Το δεύτερο δώρο ήταν ένα υπέροχο πέπλο. Ένα πέπλο που πολλά λέγονταν για αυτό. Να ήταν άραγε αυτό που Δίας ήθελε να απλώσει πάνω στο κορμί της Ευρώπης σαν λογάριαζε να την αρπάξει; Να ήταν, καθώς λέγανε μερικοί, αυτό που έκαναν οι τρεις Χάριτες και το έδωσαν στην Θεά Αθηνά. Μάλιστα λέγανε πολλοί πως το παράξενο και υπέροχο εκείνο πέπλο ήταν δηλητηριασμένο απ' την Παλλάδα και τον Ήφαιστο σαν εκδίκηση για την Αφροδίτη και τον έρωτά της με τον Άρη.

Το περιδέραιο έλαμπε γύρω από το λαιμό της Αρμονίας και το πέπλο τύλιγε τους χυτούς της ώμους. Αλλά εκείνη η παράξενη παγωνιά δεν έλεγε να φύγει από το σώμα της λες και κάτι το είχε διαπεράσει. Ήταν κάτι τόσο έντονο, που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήταν η αρχή. Η αρχή για αυτά τα δύο υπέροχα μα και συνάμα μοιραία δώρα που το πέρασμά τους στο χρόνο θα έγραφε τη δική τους ιστορία και αποτύπωμα.

Ο γάμος είχε φουντώσει για τα καλά. Στο γαμήλιο τραπέζι βρέθηκαν και οι Μούσες και οι Χάριτες. Μα ποια αλήθεια τιμή για το νιόνυμφο ζευγάρι. Μέχρι κι ο Απόλλωνας θυμήθηκε την παντοτινή του αγάπη για τη μουσική και ανέλαβε το ρόλο του μαέστρου σε εκείνη την πανδαισία. Πολλά χρόνια μετά, αιώνες ολάκερους, ο Παυσανίας στα γραπτά του έλεγε ότι μπορούσες να δεις το σημείο στη Θήβα όπου ακούστηκε το τραγούδι απ τις Μούσες.

Έτσι ήρθε η νύχτα. Σκέπασε με τα πέπλα της την ολοφώτιστη πόλη. Σιγά-σιγά οι πυρσοί έσβησαν και το γλυκολάλημα των Μουσών σταμάτησε. Οι χορευτές απόκαμαν και οι Θεοί με τη σειρά τους αποσύρθηκαν. Το νιόπαντρο ζευγάρι ανυπομονούσε να ζήσει τις δικές του ώρες. Τις δικές τους προσωπικές στιγμές. Μια νέα ζωή ξεκινούσε για αυτούς.

******************************

"Αλήθεια που βρίσκονται τα γαμήλια δώρα μου Κάδμε;" τον ρώτησε ξαφνικά η Αρμονία κόβοντας το ταξίδι τους στις αναμνήσεις.

"Δεν πήρα τίποτα από αυτά μαζί μας"

"Γιατί; Ήταν για μένα, για το γάμο μας"

"Δεν είδα δα να μας έφεραν και μεγάλη ευτυχία στις ζωές μας. Έμειναν όλα πίσω, στη Θήβα. Κληρονομιά στα παιδιά μας. Στον Πολύδωρο"

"Τα παιδιά μας Κάδμο! Τι απέγιναν τα παιδιά μας;" το ρώτησε με εμφανή συγκίνηση εκείνη, συνεχίζοντας. "Ο γιος μας εντάξει, έμεινε στο πόδι σου, βασιλιάς της Θήβας. Τουλάχιστον να μείνει η γενιά μας πίσω. Όμως οι κόρες μας...."

"Τέσσερα λουλούδια!" απάντησε σαν χαμένος εκείνος.

"Η Σεμέλη, η Ινώ, η Αγαύη και η Αυτονόη μας, γιατί τέτοια τύχη στα κορίτσια μας άντρα μου; Τι έκαναν; Σε τι έφταιξαν και τιμωρήθηκαν έτσι;"

"Όταν η μοίρα και το διάβα των θνητών μπλέκεται με τις προθέσεις των Θεών τότε πολλές φορές τα κρίματα τα πληρώνουν πάντα οι αθώοι..." της σχολίασε.

"Σαν τα κορίτσια μας.... Θυμάμαι τη Σεμέλη, τη μεγάλη"

"Μάνα Θεού έγινε Αρμονία! Του Διόνυσου, άλλες φορές αυτό θα έμοιαζε ευλογία, όμως..."

"Όμως συνάντησε τη μοχθηρία της Ήρας!"

"Πάψε! Βλασφημείς γυναίκα!"

"Μιλάω σαν γυναίκα, γιατί να φταίει η κόρη μου σαν ο κύρης των Θεών ζαλίστηκε απ την ομορφιά της και πλάγιασε μαζί της; Ποιο το δικό της κρίμα; Γιατί να πληρώσει;"

"Γιατί πάντα οι αδύναμοι πληρώνουν των μεγάλων τα λάθη"

"Ας είναι δοξασμένο το παιδί της, ο Διόνυσος. Την πήρε απ τον Άδη και την έφερε πίσω στον κόσμο των Θεών"

"Με άλλο όνομα! Θυώνη!" είπε εκείνος κουνώντας το κεφάλι του γεμάτος σκέψεις.

"Και η Ινώ μας! Δύσμοιρη κόρη..."

"Καλό είχε άντρα, τον Αθάμαντα, βασιλιά στις Μυκήνες"

"Τα εγγόνια μας τα θυμάσαι Κάδμε; Όμορφα σαν την Ινώ..."

"Ο Λέαρχος και ο Μελικέρτης... πόσα παιχνίδια μαζί τους σαν τα βλέπαμε μωρά"

Ξαφνικά η Αρμονία σκοτείνιασε λέγοντας: "Τους τρέλανε και πάλι εκείνη!

"Ω τι φριχτό και ανούσιο τέλος! Ο Λέαρχος σφαγμένος απ τον ίδιο τον πατέρα του και η Ινώ μας στον γκρεμό αγκαλιά με τον Μελικέρτη..."

"Η Λευκοθέα!" έκανε η Αρμονία.

"Η Λευκοθέα! Λύτρωσε την Ινώ μας ο Δίας κάνοντάς την θεότητα της θάλασσας... Αλλά σε άλλους κόσμους, όχι για μας"

"Τουλάχιστον γλίτωσαν η Αυτονόη και η Αγαύη μας" ψιθύρισε εκείνη με έναν βαθύ αναστεναγμό.

"Ναι, μπορεί να είναι ζωντανές αλλά πώς όμως; Ξεχνάς;" γύρισε και τη ρώτησε.

"Όχι, ποιος μπορεί να ξεχάσει! Να βλέπεις το γιο σου και το εγγόνι μας τον Ακταίωνα να τον κατασπαράζουν τα σκυλιά. Πόσο φριχτό! Και γιατί; τι έφταιξε; "

"Ζήσαμε να δούμε τα εγγόνια μας να πεθαίνουν Κάδμε. Έτσι χάθηκε και το άλλο μας εγγόνι, ο Πενθέας. Με ανομολόγητο ανίερο θάνατο"

"Για αυτό κι αποφάσισα να φύγουμε. Να φύγουμε! Όσο το δυνατόν πιο μακριά απ τη Θήβα! Μακριά από εκεί που λες όλες του κόσμου οι συμφορές ζητούσαν εμάς για να φανούν..."

Σήκωσε τα τρεμάμενα χέρια του στον ουρανό

"Ω Άρη, πατέρα της γυναίκας μου, ήθελα νάξερα δεν εξευμενίστηκες ποτέ για εκείνον εκεί το δράκοντα; Πόσο ακόμα θα με κυνηγάς;" ακούστηκε η φωνή του.

"Ευτυχώς και βρέθηκαν οι Εγχελάνες, ας είναι καλά που μας δέχτηκαν στη γη τους, στέγη για μας, καταφύγιο στην ξενιτιά μας"

"Μην ξεχνάς ότι τους βοήθησα, πολέμησα μαζί τους, τους Ιλλυριούς"

"Και εκείνοι σε έκαναν βασιλιά τους..."

"Στις τελευταίες σκηνές του δράματος γυναίκα μου..."

'Τι θες να πεις καλέ μου;"

Ο Κάδμος προσπάθησε να ανασηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε, άπλωσε τα χέρια του μπροστά για να της δείξει

"Κοίτα!", της είπε συγκινημένος ίσως και τρομαγμένος, "Πόσο μαύρισε ο ουρανός κατά τη δύση. Κοίτα τις αστραπές που αυλακώνουν τον ουρανό. Δες πως ο Αίολος άνοιξε τον ασκό του.. το νιώθεις;" έκανε ανατριχιάζοντας.

Εκείνη στριμώχτηκε κοντά του.

"Είναι η ώρα για το τέλος! Τίποτα πια δεν μπορεί να το σταματήσει. Σαν να ακούω εκείνη τη φωνή την ώρα που σκότωνα το δράκο..."

Άρχισε να ζει μια έξαψη, που όλο και γίνονταν πιο έντονη και πιο άναρχη.

1.1.6 Το τέλος

Η Αρμονία ανατρίχιασε σύγκορμη. Ένιωθαν και οι δύο γύρω τους τον κόσμο να χάνεται και κάτι άρρωστο να συμβαίνει. Η Καταιγίδα είχε πια ζυγώσει, ένας αλλόκοτος άνεμος τους τύλιξε μέσα στη δική του δίνη. Όλα άστραφταν ολόγυρα. Ο ουρανός είχε ντυθεί σε σκούρα πέπλα που κόβονταν σαν μαχαίρι απ τα αστροπελέκια. Μέσα στα βάθη του ουρανού, ανάμεσα στα πηχτά του σκοτάδια, θα μπορούσε υπερβατικά κάποιος να δει άραγε ένα διαπεραστικό βλέμμα να κοιτάζει το ζευγάρι; Κρύβονταν μέσα στα σύννεφα, γινόταν ένα με την καταιγίδα που ζύγωνε. Αλλά εκεί στο εκτυφλωτικό φως ναι, το βλέμμα του Άρη ήταν αυτό που φάνηκε πεντακάθαρα.

Ο Κάδμος έβλεπε και ένιωθε σιγά-σιγά τα μέλη του να παραμορφώνονται, να μακραίνουν και να παίρνουν τη μορφή φιδιού. Όλα ακολουθούσαν τον χρησμό. Την τρομερή οργή να γίνεται πράξη. Το τέλος του. Το δέρμα του άρχισε να σκληραίνει, να σκεπάζεται με λέπια. Η Αρμονία έβλεπε τον σύντροφό της να πέφτει στη γη, να σέρνεται. Τον είδε με μιας να απλώνει τρεμάμενα τα δυο του χέρια σε εκείνη!

Οι κεραυνοί αυλάκωναν τον ουρανό με οργή. Το βλέμμα του Άρη έδειχνε από ψηλά να παρακολουθεί τα γενόμενα κάτω στη γη.

"Πλησίασε ω γυναίκα μου! Πλησίασε βαριόμοιρη! Άγγιξέ με! Πάρε αυτό το χέρι, όσο μου μένει ακόμα λίγο χέρι και δεν με έχει τυλίξει το φίδι για πάντα. Σ' αγάπησα Αρμονία μου, σε λάτρεψα μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Ήρθε η ώρα της μοίρας".

Ο Κάδμος προσπαθεί να της μιλήσει μα δεν μπορεί. Προσπαθεί να κλάψει μα δεν μπορεί. Αντί για φωνή ακούγεται σύριγμα φιδιού. Είναι ο μοναδικός ήχος που τού αφήνει η φύση στα στερνά του. Και μαζί του, ακολουθεί η αγαπημένη του γυναίκα, η Αρμονία. Τον ακολουθεί και εκείνη αχώριστα και αγόγγυστα κοντά του.

Και την ώρα, που εκείνη η απόκοσμη καταιγίδα ξεσπούσε, έδειχναν οι δυό τους δύο φίδια κουλουριασμένα στην ίδια αγκαλιά όπως έζησαν πάντα! Ακόμα και σε αυτές τις έσχατες στιγμές τους ήταν μαζί ενωμένοι στη ζωή αλλά και στο θάνατο.

Ένας τρομερός κεραυνός ψηλά στο στερέωμα μπόρεσε να αποδώσει εκεί ανάμεσα στα σύννεφα το δάκρυ του Θεού Άρη που έπεφτε στη Γη ορμητικό σαν το νερό που αυλάκωνε το χώμα με την ορμή του. Ένα δάκρυ για τα αντιφατικά αισθήματα που πάλευαν μέσα του. Η εκδίκηση απ' τη μια αλλά και η απώλεια της κόρης του απ' την άλλη. Ίσως κάποιες ενοχές να άρχιζαν να ταλανίζουν την αθάνατη ψυχή του. Το τίμημα της εκδίκησης είναι πάντα μεγάλο και για Θεούς και για θνητούς. Είναι το δηλητήριο που στάζει αργά και βασανιστικά στην ψυχή μας κάνοντάς την κτήμα του.

Μα ο βασιλιάς των Θεών λύγισε στο δράμα τους. Και δεν μπόρεσε να μείνει απαθής μπροστά σε αυτό το τραγικό τους τέλος. Και όσοι μπόρεσαν τα μάτια εκεί ψηλά να σηκώσουν για να περιγράψουν τι μεγάλο γίνονταν θα έβλεπαν ένα εκτυφλωτικό φως απ' τον ουρανό να κατεβαίνει εκεί κάθετα στα δύο κουλουριασμένα φίδια. Και ξαφνικά και τα δυο τους, απέκτησαν ξανά ανθρώπινη μορφή, άυλη, υπερβατική, λες και άλλαζαν τα πάντα μέσα τους. Έτσι ταξίδεψαν, με τη στοργή του Δία, οι δύο τους, ο Κάδμος και η Αρμονία, αντάμα όπως έζησαν στη ζωή έτσι και στο θάνατο στον όμορφο κόσμο των αθανάτων. Στα Ηλύσια πεδία. Υπόδειγμα αγαπημένων συντρόφων.

Αυτό ήταν το τέλος του Κάδμου, γιου του Αγήνορα από την Τύρο, του ανθρώπου, που έφερε το Φοινικικό αλφάβητο στην Ελλάδα και την τέχνη της μεταλλουργίας. Μαζί του και η Αρμονία. Η πανέμορφη και αγαπημένη του γυναίκα. Έτσι έκλεισε η πρώτη αυτή μεγάλη σελίδα που άνοιξε τον Θηβαϊκό κύκλο. Ένας κύκλος που ξεκίνησε με τον γάμο τους αλλά κύρια με τα θρυλικά εκείνα δώρα της Αρμονίας που έμειναν πίσω στα χέρια των παιδιών τους για να γράψουν μετά τη δική τους ιστορία.

Συνεχίζεται...


Σημειώσεις:

*Ο Κάδμος ποτέ δεν έπαψε να κουβαλά το φόβο από τον θάνατο του δράκοντα, γιου του Άρη. Θεωρούσε ότι πάντα θα κουβαλούσε αυτή την οργή του Θεού πάνω του. Έτσι στην αρχή, για ένα περίπου χρόνο έμεινε σαν ασκητής στην ακολουθία του.


*Η περιγραφή των δώρων υπάρχει στο βιβλίο του Ρομπέρτο Καλάσσο "Τα δώρα του Κάδμου και της Αρμονίας


*Ο Πολύδωρος ήταν το μοναδικό αγόρι τους


*Η Ήρα παρότρυνε δόλια τη νεαρή Σεμέλη να ζητήσει απ το Δία να εμφανιστεί μπροστά της με όλο του το μεγαλείο. Αυτό προκάλεσε την τύφλωσή της.


*Στην Ήρα αναφέρεται και πάλι. Καθώς ο Δίας ανέθεσε στο ζευγάρι να μεγαλώσουν τον Διόνυσο, η Ήρα αντέδρασε τρελαίνοντάς τους.


*Η Αυτονόη παντρεύτηκε τον Αρισταίο. Ο γιος τους Ακταίων κατασπαράχθηκε από τα σκυλιά της Αρτέμιδας καθώς έτυχε να δει τη Θεά γυμνή στο δάσος. Η Αυτονόη για να λυτρωθεί έφυγε στην Ερήνεια κοντά στη Μεγαρίδα.


*Η Αγαύη σκότωσε τον Πενθέα το γιο της και γιο του Εχίωνα, με τα ίδια της τα χέρια, παρασυρμένη από τον Διόνυσο σε μια οργιαστική τελετή καθώς τον εξέλαβε για ζώο.


*Ο Οβίδιος στο έργο του "Μεταμορφώσεις" αφηγείται το τέλος του ζευγαριού

Είδαμε λοιπόν, όλον τον κύκλο της ζωής του μεγάλου ζευγαριού μας. Του Κάδμου και της Αρμονίας. Των ανθρώπων, που ίδρυσαν την Επτάπυλη Θήβα, μια πόλη θρύλο στην Ελληνική ιστορία. Τη γνωριμία, τον έρωτά τους, άδολος, δυνατός, με διάρκεια στο χρόνο. Πήγαμε στο γλέντι του γάμου τους, ένα γλέντι, που δεν έχει ξαναγίνει στην Ελληνική μυθολογία, καθώς οι ίδιοι οι Θεοί ήταν όχι μόνο παρόντες αλλά έστειλαν και τα πανάκριβα πλην όμως και μοιραία δώρα τους, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Διαβάσαμε για την αυτοεξορία τους στη μακρινή Εγχέλεια και το ιδιαίτερο τέλος τους. 

Είμαστε πλέον έτοιμοι να συνεχίσουμε το διάβα μας στην ιστορία. Πάμε λοιπόν.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro