ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι πως είναι επείγον να αγαπήσουμε.
Eric-Emmanuel Schmit
Βίκτωρα... Βίκτωρα βοήθεια...Σε παρακαλώ κάνε κάτι... Ακουγε την φωνή της,μα εκείνη δεν την έβλεπε
Την έψαχνε παντού όμως το τριαντάφυλλο του δεν ήταν πουθενά. Πάσχιζε να την βρει, έτρεχε..συνέχιζε να τρέχει.Η αγωνία στα χαρακτηριστικά του ήταν εμφανής
Που είσαι τριανταφυλλακι; που είσαι μονάκριβο μου τριαντάφυλλο; ψέλλισε, την άκουγε να τον φωνάζει
πως ήταν δυνατό να μην την βλέπει; τρελαινοταν... Αφου την άκουγε. Εκλιπαρούσε για βοήθεια.. Ούρλιαζε
Τα γόνατα λύγισαν και με μιας συνάντησε το κρύο δάπεδο, τα πόδια γραρθηκαν και το αίμα πότισε το ρούχο. Τον βίκτωρα ομως δεν τον ένοιαζε. Εψαχνε ακομα σαν τρελός να την βρει, την άκουγε!
Λες και το σώμα του μουδιασε, του φαινόταν αδύνατο να σηκωθεί! Εκανε προσπάθειες αποτυχημένες και τότε την είδε. Εκεί μπροστά του εμφανίστηκε φορώντας ενα άσπρο φόρεμα. Στεκόταν εκει φωνάζοντας τον. Τον καλούσε να την βοηθήσει.
Μεσα σε λιγα δευτερόλεπτα λες και ο χρόνος έτρεχε ειδε εναν μαύροφορεμενο τύπο να τυλίγει το χέρι του γύρω της,να την σφίγγει δυνατά.Δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπο της,να ασφυκτιά κατω απο το χέρι του και το τριανταφυλλακι του να σωριάζεται στο πάτωμα
Το φόρεμα της να ποτίζεται με αίμα και έπειτα να κλείνει τα μάτια της ψιθυριζοντας του ενα αδύναμο συγγνώμη
Το τριαντάφυλλο του είχε χαθεί. Τα μάτια της ορμητικά κλειστά δεν ανέπνεε. Ο τύπος εξαφανίστηκε επι τόπου. Μια αόρατη δύναμη τον βοήθησε να τρέξει κοντά της, έπιασε το άψυχο κορμί της και το αγκάλιασε σπαραζοντας.... Εκλαιγε για το τριαντάφυλλο του που τοσο βίαια του είχαν στερήσει την ζωή
Εκείνος έφταιγε! Της ειχε δώσει μια υπόσχεση. Θα την προστάτευε! Το είχε υποσχεθεί μα ήταν ήδη αργά
Το τριαντάφυλλο του είχε φυγει!
Ξύπνησε ιδρωμένος με την καρδιά του να χτυπά με δύναμη έτοιμη να σπάσει. Εκλεισε τα μάτια του στην προσπάθεια του να ηρεμήσει.
Αισθάνθηκε το απαλό της χέρι πάνω στον ώμο του.Η Βασιλική είχε μόλις ξυπνήσει απο τις φωνές του, είχε φοβηθεί βλέποντας τον για πρώτη φορα σε μια τόσο αδύναμη στιγμή
«Βίκτωρα... Τι;τι έχεις;»έσπρωξε τα παπλώματα απο πάνω της και ανασηκωθηκε καλύτερα,έφερε τα χερια της στο πρόσωπο του κλείνοντας το μεσα «κλείσε τα μάτια»
του είπε απαλά,φάνηκε να παραξενεύεται,τελικά υπέκυψε και έκλεισε τα μάτια.Το όνειρο ήταν τοσο ζωντανό που είχε χάσει τις δυνάμεις του
Ενιωσε τα ζεστά της χείλη πάνω στα δικά του.Αυτή την φορα ήταν εκείνη που τον φιλούσε.Αν ρωτούσε τον εαυτό της γιατί το έκανε δεν θα είχε απάντηση.Εκανε αυτο που αισθανόταν.Τον φιλούσε όπως εκείνος έκανε το ίδιο οταν η ίδια πάσχιζε για ανάσα
Το φιλί τους είχε γίνει για τον καθένα η σωτηρία τους. Η πνοή τους.
Χάιδεψε το μάγουλο του ενώνοντας τα μέτωπα τους «εισαι..εισαι καλύτερα;»
για λιγα λεπτά επικρατούσε σιωπή, φοβήθηκε πως τον πείραξε η κίνηση της.Τον είχε πιάσει απροετοίμαστ, αλλά πίστευε πως μόνο έτσι θα τον ηρεμήσει.
«τωρα ναι!» απάντησε κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια,της χαμοφελασε γλυκά...«καλύτερα να κοιμηθούμε.
Είναι αργά» ήθελε να αποφύγει τυχόν ερωτήσεις της,την έβλεπε μπερδεμένη μα δεν ήταν σε θέση να μιλήσει για τον εφιάλτη του που είχε δει μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα
Μέχρι να την γνωρίσει και ειδικά μετά τον "θάνατο " της Αλίκης οι εφιάλτες είχαν γίνει φίλοι του καλοί. Τον συντροφευαν ανενόχλητοι χωρίς να τους νοιάζει. Του θύμιζαν το παρελθόν του. Το μαύρο παρελθόν που πάσχιζε να ξεχάσει.
Ξάπλωσε ξανά πίσω κάνοντας της πρώτα νόημα να μείνει στην αγκαλιά του.Η Βασιλική δέχτηκε,άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει στο στήθος του,στο μέρος όπου άκουγε το καρδιοχτύπι του.Τα μεγάλα του μπράτσα την έκλεισαν μέσα στην αγκαλιά του προστατευτικά,την έσφιξε πάνω του θέλοντας να νιώσει ήρεμος.Μονάχα έχοντας την στην αγκαλιά του κατάφερε να κοιμηθεί ξανά.Μόνο έτσι άφησε πίσω του το όνειρο.. Τον εφιάλτη!
Το επόμενο πρωί τους βρήκε στην ιδια στάση.Δεν την είχε αφήσει ούτε λεπτό.Ευτυχώς ο εφιάλτης δεν τον ξανα επισκέφτηκε. Ξύπνησε πρώτος, ανοιγοκλεισε τα μάτια του αρκετές φορες μέχρι να συνηθίσει.Ξεφυσησε αγχωμένος.
Το όνειρο της προηγούμενης νύχτας προφανώς τον είχε πιάσει απροετοίμαστο.Η Βασιλική κοιμόταν ακόμα,είχε κουλουριαστει μεσα στην αγκαλιά του σαν μικρό παιδί,είχε τρομάξει δικαιολογημένα βλέποντας τον σε αυτή την κατάσταση
Τι να σημαίνε;την είδε να παθαίνει μπροστά του! Κάποιος την σκότωνε...
Με προσοχή για να μην την ξυπνήσει προσπάθησε να σηκωθεί.Την άφησε αφού πρώτα την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο ...τριαντάφυλλακι μου... Ψέλλισε! Οσο κοιμόταν φόρεσε τα ρούχα του στα γρήγορα και έφυγε απο το δωμάτιο
Κάλεσε τον φίλο του ενημερώνοντας τον πως σε λίγο που θα περνούσε απο την σχολή,ήθελε πρώτα όμως να στείλει ένα άτομο να μείνει μαζι με την Βασιλική.Ετοίμασε πρωινό όση ωρα περίμενε.Εγραψε στα γρήγορα ενα σημείωμα πως οση ωρα θα λείπει θα υπάρχει κάποιος εξω απο το σπίτι και να μην διανοηθεί να παει πουθενά
Μολις χτύπησε το κουδούνι ο Παναγιώτης,καλος του φίλος απο τα παλιά τον διαβεβαίωσε πως θα προσέχει την Βασιλική και να μην ανησυχεί.Τον Πανο τον είχε σαν μικρό του αδερφό,είχε αναλάβει να τον φροντίζει και να είναι δίπλα του μετά... Μετά ολα όσα είχαν περάσει μαζί!
Εφυγε ήσυχος,εμπιστευόταν απόλυτα τον Πάνο.Εφτασε στην σχολή σχετικά γρήγορα,οταν είδε τον φίλο του του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο γραφείο του.Στην διαδρομή για την σχολή κάλεσε τον Ιάσονα και τον Μιχάλη να έρθει.Επρεπε να δουν τι θα εκαναν απο εδώ και περα...
Μόλις ήρθαν κάθισαν όλοι μαζί στο γραφείο.Ανοιξέ τα χείλη του και οι λέξεις βγηκαν αβίαστα.Οση ωρα μιλούσε πάσχιζε να συγκρατήσει τον θυμό του,ο Ιάσονας με την σειρά του έσφιγγε τις γροθιές του στην αναφορά του μηνύματος
«την τύχη μου!» φώναξε ο Ιάσονας πετώντας με δύναμη την καρέκλα στο πάτωμα «δεν το πιστεύω!γιατί;γιατί την αδερφή μου;καταλαβαίνω πως θέλει εκδίκηση απο την Σοφία αλλά την Βασιλική;δεν την ξέρει... Δεν την ξέρει γαμώτο!» είχε δίκιο,τι ήθελε απο την Βασιλική; την ήξερε; τι αποζητούσε απο την Βασιλική τέλος πάντων;
Και εκει που νομίζεις πως ολα φτιάχνουν και έχεις σωθεί απο τους εχθρούς δεν έχεις υπολογίσει την μοίρα. Η άτιμη αυτή μοιρα μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω. Οι ζωές των ηρώων εμπλέκονται με τετοιο τρόπο που κάποιος θα πιστεύε πως ήταν ολα ενα ψέμα. Ποιος να το περίμενε;
Η Σοφία με την Μελίνα βρέθηκαν την ιδια μερα στο ιδιο νοσοκομείο. Ισως αυτή η συνάντηση να ήθελε να τις ενώσει... Να ενώσει τις ζωές τους και να ξεκινήσει ένα παιχνίδι που δύσκολα θα κατάφερναν να νικήσουν
Κάρμα... Μοίρα... Στημένο παιχνίδι...
Ολα τους φαίνονταν τόσο περίεργα.Η Σοφία ήταν μακριά ασφαλής.Ο Πέτρος θα την κρατούσε εκει μέχρι να έπιαναν τον πατριό της.Τωρα όμως η Βασιλική ήταν ακόμα εδώ.Για κάποιο ανεξήγητο λογο είχε μπλεχτεί στις απειλές εκείνου,στις αρρωστημένες του ορμές...
Κάτι πιο βαθύ κρυβόταν πίσω απο αυτό. Κάτι πιο βαθύ που θα έφερνε τα πάνω κάτω ανάμεσα τους
«θα πάω στην αστυνομία,πρέπει να τους ενημερώσουμε για το μύνημα» αποκρίθηκε αφού ηρέμησε ο Ιάσονας. Εκλεισε τα ματια και πηρε μια βαθιά ανάσα «θα την πάρω μαζί μου.Η Βασιλική θα έρθει να μείνει μαζί μου!» συμπλήρωσε κοιτάζοντας τον...
Οταν ξύπνησε ήταν ήδη μεσημέρι. Είχε κοιμηθεί αρκετές ώρες δίχως να το καταλάβει.Σηκώθηκε νιώθοντας περίεργα,εκανε ενα ζεστό μπάνιο και κατέβηκε κάτω.Ο Βίκτωρας οτι είχε γυρίσει μαζι του ήταν και ο Ιάσονας
«αδερφέ μου» αναφώνησε χαρούμενη αγκαλιάζοντας τον σφιχτά «αγάπη μου» ανταπέδωσε την αγκαλιά ο ίδιος, χάιδεψε τα μαλλιά της χαμογελώντας
«θελω να μιλήσουμε! Ελα να καθίσεις μαζί μας» της είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα
Κάθισαν στον καναπέ,το ίδιο περίεργο συναίσθημα την κατέκλυσε πάλι και τοτε θυμήθηκε το μύνημα.Για μια στιγμή σαστισε,έπρεπε να τους το πει.
Που να γνώριζε πως εκείνοι ηδη το ήξεραν.
«ξέρουμε για το μύνημα!» την έβγαλε απο τις σκέψεις της η φωνή του Βίκτωρα.Τον κοίταξε με έκπληξη, πώς; είχε ψάξει το κινητό της; «δεν εχουμε χρόνο για θυμους τριανταφυλλακι.
Ξερω ότι ηταν λαθος που εψαξα το κινητό σου αλλα μιλάμε για την ασφάλεια σου...» αποκρίθηκε με ειλικρίνεια,τα βλέμματα τους κλείδωσαν και έμειναν εκεί
Ο Ιάσονας τους κοιτούσε.Εβλεπε στα μάτια τους όλα εκείνα τα συναισθήματα που οι ίδιοι ένιωθαν και δεν το παραδέχονταν.Είχε νιώσει και εκείνος έτσι.Ηξερε! Ο Βίκτωρας αγαπούσε την αδερφή του. Ηταν σίγουρος πως θα την προστάτευε, όταν του είπε πως θα την έπαιρνε σπίτι του ειδε την θλίψη στα μξαφνιασμένη άφηνε την αδερφή του να διαλέξει. Για το καλό της πάλευαν και οι δύο
«θελω να έρθεις να μείνεις μαζί μου!»
είπε άξαφνα ο Ιάσονας διακόπτοντας τους, η Βασιλική τον κοίταξε ξαφνιασμένη
«γιατί;» ψέλλισε,
«Τριανταφυλλακι ο αδερφός σου νοιάζεται.Σε θέλει κοντά του...» τον άκουσε να λέει! Τοσο εύκολα την έδιωχνε; την ρώτησε αν εκείνη ήθελε να φύγει;
«ναι αλλά εγώ... Εγώ συνήθισα εδώ! Με πήρες απο το σπίτι μου και με έφερες εδω.
Είμαι κλεισμένη μεσα ολο αυτόν τον καιρό και τωρα που συνήθισα με διώχνεις.Δεν λεω και εγω θέλω να ειμαι κοντά στον αδερφό μου αλλά θα είναι πιο δύσκολο για μενα.
Ποιος μου λεει οτι οσο λείπει ο Ιασονας ο παρανοϊκός που με κυνηγάει με βρεί; η Μελίνα και τα παιδιά; αν τους κανει κακο;Ηδη εξαιτίας μου θα κυνηγά τον Βίκτωρα. Αν με παρακολουθεί θα ξέρει... Θεέ μου...κινδυνεύετε...» είχε σηκωθεί όρθια,μονολογουσε με τα δάκρυα να τρέχουν σαν ερμητικο ποτάμι στο πρόσωπο της
Είχε δίκιο!Σκέφτηκαν οι άντρες.Η κατάσταση ήταν ηδη περίπλοκη.
Αν ο πατριός της Σοφίας τους παρακολουθούσε θα ήξερε που έμενε. Ο Βίκτωρας δεν νοιαζόταν για εκείνον αλλά για την Μελίνα με τα παιδιά. Επρεπε να το σκεφτούν αυτό!
«Βασιλική!ηρέμησε μάτια μου.Ηρέμησε» είχε φτάσει κοντά της ο αδερφός της «έχεις δίκιο ματια μου..έχεις δίκιο» λύγισε τα γόνατα της και βρέθηκε στο πάτωμα με τον Ιάσονα να τυλίγει σφιχτά τα χέρια του γύρω της
«Φοβάμαι Ιάσονα.Φοβάμαι! Τι και αν εξαιτίας μου σας κανει κακο;γιατί με κυνηγάει; γιατί Ιάσονα;» καμια απάντηση.Δεν ήξεραν.Τοσες μερες πάλευαν να μάθουν αλλά τίποτα
Τι μπορεί να κρυβόταν πισω απο την ξαφνική αυτή επιστροφή.Τι συνέδεε την εκδίκηση του για την Σοφια με την Βασιλική;
Τι;
Λίγες ώρες αργότερα κάθονταν σκεφτικοί και οι δύο στον καναπέ. Είχε διαλέξει να μείνει μαζί του.Ο Ιάσονας δεν έφερε αντίρρησή,δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση. Γνώριζε πως με τον Βίκτωρα θα ήταν ασφαλής,δεν είχε καμία αμφιβολία. Την αγκάλιασε σφιχτά προτού φύγει ψιθυρίζοντας της να του μιλήσει.Ο αδερφός της είχε καταλάβει τα συναισθήματα της για εκείνον.Το ίδιο και ο Βίκτωρας.
Η Βασιλική αποτελούσε μια ψυχή που άφηνε τον φόβο της να υπερισχύσει. Κάποιος εκεί έξω την απειλούσε πως θα τη σκότωνε,τι και αν δεν προλάβαινε να του πει όσα ένιωθε;
Τι και αν αύριο εκείνος ερχόταν και με το έτσι θέλω την σκότωνε;...Στις σκέψεις αυτές τρομοκρατήθηκε.Ο Βίκτωρας καθημερινά της έδειχνε πόσο νοιαζόταν,πριν την εμφάνιση εκείνου ή ακόμα και του Λάμπρου της είχε ζητήσει να ξεκινήσουν από την αρχή,τον Βίκτωρα τον αγαπούσε, ήταν ανώφελο να καταδικάζει τα συναισθήματα της για κάτι που είναι τόσο δυνατό όπως η αγάπη της για εκείνον
«θα μαγειρέψω εγώ σήμερα» πετάχτηκε ξαφνικά όρθια,τον κοίταξε χαμογελώντας λέγοντας του να μην πλησιάσει στην κουζίνα.Έφυγε αφήνοντας τον προβληματισμένο
Τι την είχε πιάσει ξαφνικά;γέλασε όμως με την συμπεριφορά της,την έβλεπε μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα να τραγουδάει καθώς μαγείρευέ.Του άρεσε αυτή η χαρούμενη πλευρά της.Είχε αφήσει για λίγο πίσω τα γεγονότα,το να την βλέπει να γελάει για τον Βίκτωρα ήταν ευτυχία
Το τριανταφυλλάκι του γελούσε...
Δεν θα είχαν περάσει αρκετές ώρες όταν τον φώναξε να κατέβει ξανά κάτω,είχε ετοιμάσει το τραπέζι με δύο κεριά να είναι αναμμένα στην μέση, το φαγητό είχε ηδη σερβιριστεί στα πιάτα της.Στεκόταν δίπλα στο τραπέζι φορώντας ένα απλό αλλά κομψό μαύρο φόρεμα «κάθισε είναι έτοιμο» τον παρότρυνε δείχνοντας του την καρέκλα ακριβώς απέναντι της. Ο Βίκτωρας την κοίταξε κρυφογελώντας
Τι σε έπιασε τριανταφυλλάκι;..ψέλλισε από μέσα του
Ξεκίνησαν να γευματίζουν στην απόλυτη ησυχία χωρίς τα βλέμματα τους να χάνονται. Έριξε κρασί στο ποτήρι της και αφού ήπιε μια γουλιά άφησε το πιρούνι της κάτω
Ή τώρα ή ποτέ σκέφτηκε θέλοντας να πάρει δύναμη
«θέλω να είμαστε μαζί.Κανονικά.» του είπε γρήγορα με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή...
Και ναι η Βασιλική επιτέλους το παραδέχτηκε ανοιχτά χωρις φόβο!
Χαρείτε τωρα που θα ειναι μαζί κανονικά!
Καλή σας μερα φιλαράκια μου. Να γελάτε συνέχεια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro