Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας ...

~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ~ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ Le Jules Verne ~

Το ζευγάρι, η ξανθιά γυναίκα και ο νεαρός άντρας, που μπήκε πριν λίγο και κάθισε ακριβώς απέναντι απ' το τραπέζι που κάθονται ο Στέφανος και τα κορίτσια, έδωσαν την παραγγελιά τους και τώρα περιμένουν μιλώντας χαμηλόφωνα.

Κανείς δεν τους δίνει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στις μέρες μας δεν είναι λίγες οι φορές που μια μεγαλύτερη γυναίκα είναι ζευγάρι μ' έναν νεότερο άντρα. Αλλά εδώ δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Στην πραγματικότητα, υπάρχει κάτι περίεργο σ' αυτό το ζευγάρι κι αυτό δεν είναι παρά το γεγονός ότι απ' την πρώτη στιγμή που κάθισαν στο τραπέζι τους, η γυναίκα κάρφωσε το βλέμμα της στον Στέφανο ενώ ο άντρας έκανε το ίδιο στη Πανδώρα. Τι πραγματικά συμβαίνει εδώ; Τι τρέχει μ' αυτό το παράξενο ζευγάρι; Ας δούμε ...

Ο Στέφανος και η Πανδώρα είναι απορροφημένοι στην κουβέντα τους κι ως εκ τούτου δεν έχουν προσέξει καν την είσοδο του ζευγαριού. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την Αριάδνη, η οποία, όπως αρμόζει σε μία καλή παρατηρήτρια, διαπιστώνει αμέσως το περίεργο ενδιαφέρον του ζευγαριού για τους φίλους της.

«Παιδιά! Παιδιά! Φαίνεται ότι εσείς οι δύο μόλις αποκτήσατε τους πρώτους θαυμαστές σας επί γαλλικού εδάφους»

Η Πανδώρα την κοιτάζει μορφάζοντας ενώ ο Στέφανος καγχάζει.

«Τι λες, Αστροφεγγιά;»

«Θα σας πω, αλλά να είστε διακριτικοί, εντάξει; Μιλάω για το ζευγάρι απέναντι ​​μας. Η ξανθιά κουκλάρα κι ο παίδαρος δεν έχουν πάρει τα μάτια τους από εσάς τους δύο από τότε που μπήκαν»

Όσο πιο διακριτικά γίνεται, αυτοί κοιτούν προς την κατεύθυνση του ζευγαριού, με τον Στέφανο να συνοφρυώνεται και την Πανδώρα να παθαίνει σοκ.

«Μα τις αστραφτερές πασαρέλες! Κοίτα τον! Είναι ... Παναγίτσα μου! Είναι πανέμορφος!»

«Χαλάρωσε, Πραγματάκι. Δεν είναι ο κατάλληλος για σένα»

«Γιατί όχι;»

«Σοβαρολογείς τώρα; Αυτός είναι είτε ζιγκολό, είτε απλά του αρέσουν οι μεγαλύτερες γυναίκες. Και το ένα και το άλλο είναι εξίσου χάλια»

Η Αριάδνη ξεροβήχει.

«Δεν νομίζω, αφεντικό. Αν τους κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά, αυτοί έχουν κάτι κοινό. Αν δεν είναι μάνα και γιος, είναι σίγουρα συγγενείς. Επίσης, δεν την έχει αγγίξει ούτε μια φορά»

«Δεν δίνω δεκάρα για το τι είναι. Το μόνο που θέλω είναι να μείνουν μακριά μας. Οπότε, Δώρα, έλα δίπλα μου κι αγκάλιασε με»

«Και γιατί να το κάνω αυτό;»

«Για να νομίζουν ότι είμαστε ζευγάρι και να μην προσπαθήσουν καν»

«Ξέχνα το! Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ θέλω οπωσδήποτε να προσπαθήσει αυτός. Αν εσύ δεν, χρησιμοποίησε την Αριάδνη»

«Αυτός δεν κοιτάζει την Αριάδνη, εσένα κοιτάζει»

«Ακριβώς!»

«Δώρα, δεν θα το ξαναπώ!»

«Σου είπα όχι!»

Τα δύο αδέρφια αγριοκοιτάζονται, αλλά η διαμάχη τους σταματάει όταν η Αριάδνη σκουντάει τον Στέφανο.

«Λυπάμαι που το λέω αυτό, αλλά είναι πολύ αργά για να κάνεις οτιδήποτε. Αυτή έρχεται!»

«Ανάθεμα!»

Η άγνωστη ξανθιά πλησιάζει το τραπέζι τους με αργά, διστακτικά βήματα και στέκεται δίπλα στον Στέφανο. Πριν καν αυτή ανοίξει το στόμα της, αυτός σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάζει άγρια ​​για να την αποτρέψει, αλλά μόλις βλέπει πώς τον κοιτάζει εκείνη, κλείνει το στόμα του και το βλέμμα του είναι γεμίζει έκπληξη.

Βλέπετε, η γυναίκα τον κοιτάζει με αγάπη. Λες και τον ξέρει πολλά χρόνια, αλλά δεν τον έχει δει πολύ καιρό. Δεν υπάρχει πόθος ή επιθυμία στα μάτια της. Υπάρχει μόνο φιλία, νοσταλγία και ... Ελπίδα. Πώς είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο; Αυτή ανοίγει το στόμα της, αλλά τα λόγια της βγαίνουν μπερδεμένα.

«Συγγνώμη που σ' ενοχλώ, αλλά ... Δεν ξέρω. Μάλλον κάνω λάθος, αλλά εσύ ... Όχι! Όχι! Δεν γίνεται! Δεν μπορεί να είσαι αυτός που νομίζω ότι είσαι. Είσαι πολύ νέος, αλλά ... του μοιάζεις τόσο πολύ. Δεν μπορείς καν να φανταστείς πόσο του μοιάζεις, αλλά όχι. Όχι! Τώρα που βλέπω τα μάτια σου ... Τα δικά του μάτια ήταν χρυσοκάστανα, αλλά ... Αυτό το φως ... Δεν μπορεί να κάνω λάθος. Κανείς άλλος δεν έχει αυτό το φως ... Συγγνώμη! Συγχώρεσε με! Ξέρω ότι θα νομίζεις ότι είμαι τρελή, αλλά ... Τέλος πάντων ... Ζητώ και πάλι συγγνώμη. Αντίο!»

Η γυναίκα ντροπιασμένη γυρίζει και θέλει να τρέξει μακριά, αλλά ο Στέφανος σηκώνεται γρήγορα και την πιάνει απ' το χέρι.

«Σας παρακαλώ, κυρία, περιμένετε μια στιγμή!»

Αυτή γυρίζει πάλι.

«Ναι ...;»

«Το όνομα μου είναι Στέφανος Ηλιόπουλος και ο άντρας με τα χρυσοκάστανα μάτια είναι ο πατέρας μου»

Αυτή καλύπτει το στόμα της με τα χέρια και τα μάτια της βρέχονται από δάκρυα.

«Μon Dieu! Είσαι ο γιος του Τζάκου»

Αυτή κάνει μερικά βήματα πίσω, ψάχνοντας κάτι να κρατηθεί, καθώς είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Ο Στέφανος, ανήσυχος, πηγαίνει κοντά της.

«Είστε καλά, κυρία;»

«Ναι ... Ναι ... Όχι!»

Αυτή κρατιέται στο πλησιέστερο τραπέζι, αλλά δεν είναι αρκετό κι αρχίζει να πέφτει. Ο Στέφανος απλώνει τα χέρια του για να την αρπάξει, αλλά την ίδια στιγμή ο άγνωστος άνδρας, που έχει ήδη φτάσει δίπλα της, την παίρνει στην αγκαλιά του.

«Μαμά! Μαμά! Τι έπαθες; Un verre d'eau, s'il vous plait!»

Αυτός είναι τόσο πανικόβλητος που μιλάει ανάμεικτα Ελληνικά και Γαλλικά, κι επειδή ο μόνος που καταλαβαίνει είναι ο Στέφανος ...

«Αριάδνη, λίγο νερό. Γρήγορα!»

Η Αριάδνη πιάνει ένα ποτήρι νερό και τρέχει στην άγνωστη γυναίκα.

«Ορίστε, κυρία ... Πιείτε λίγο»

Ο άντρας, που τελικά είχε δίκιο η Αριάδνη και είναι γιος της γυναίκας, παίρνει το ποτήρι και το φέρνει στα χείλη της.

«Oui, maman ... Bois, s'il te plaît!»

Η γυναίκα πίνει μερικές γουλιές νερό.

«Είμαι καλά. Θέλω απλώς να καθίσω»

«Θέλεις να γυρίσουμε στο τραπέζι μας;»

Ο Στέφανος, που τον τρώει η ανησυχία, αλλά και η περιέργεια γι' αυτή τη γυναίκα, επεμβαίνει.

«Όχι, σας παρακαλώ! Ελάτε να καθίσετε μαζί μας»

Ο γιος της την κοιτάζει κι εκείνη νεύει καταφατικά. Τότε, ο Στέφανος κάνει σήμα στον σερβιτόρο να φέρει εκεί την παραγγελία τους μαζί με άλλο ένα μπουκάλι κρασί. Ο άντρας βοηθάει την μητέρα του να καθίσει δίπλα στον Στέφανο και μετά παίρνει τη θέση του δίπλα της, αλλά και δίπλα στην Πανδώρα, που δεν έχει κουνηθεί ούτε εκατοστό απ' την καρέκλα της όλη αυτή την ώρα.

Αυτή δεν μπορεί να κουνηθεί γιατί είναι σίγουρη ότι θα λιποθυμήσει πολύ πιο γρήγορα απ' την άγνωστη γυναίκα αν το κάνει, και ξέρετε γιατί; Εξαιτίας αυτού του άγνωστου υπέροχου άντρα, που από τότε που μίλησε κι αυτή άκουσε τη φωνή του για πρώτη φορά, αυτή την εξαίσια, βαριά φωνή με τη φανταστική γαλλική προφορά, η καρδιά της άρχιζε να χτυπάει σαν τρελή και το στομάχι της γέμισε πεταλούδες. Η φωνή του είναι και επίσημα ο πιο όμορφος ήχος που αυτή έχει ακούσει ποτέ.

Εντωμεταξύ, ο σερβιτόρος φέρνει το κρασί κι ο Στέφανος σερβίρει τους νεοφερμένους.

«Είστε καλά τώρα, κυρία;»

«Ναι. Ναι. Είμαι καλά. Συγγνώμη αν σας τρόμαξα, αλλά ... Ήταν ένα σοκ για μένα. Ο γιος του Τζάκου ...»

«Ώστε ξέρετε τον πατέρα μου, ε;»

«Τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια. Πολύ πριν γεννηθείς»

Ο γιος της βάζει το χέρι του πάνω στο δικό της.

«Μαμά, με συγχωρείς που διακόπτω, αλλά δεν νομίζεις ότι πρέπει να συστηθούμε πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι στο παρελθόν;»

Ο νεαρός απευθύνεται στην μητέρα του, αλλά το βλέμμα του παραμένει καρφωμένο στη Πανδώρα, κόβοντάς της την ανάσα, γιατί η γαλλική προφορά είναι εκεί, ακόμα κι όταν αυτός μιλάει ελληνικά. Η γυναίκα χαμογελάει κι ο Στέφανος παίρνει τον λόγο.

«Τότε επιτρέψτε μου να ξεκινήσω. Όπως σας είπα και πριν, είμαι ο Στέφανος Ηλιόπουλος. Η νεαρή κυρία που σας έφερε το νερό είναι η Αριάδνη Κωνσταντάκη, η γραμματέας μου και πολύ καλή μου φίλη. Και η άλλη δεσποινίδα, η βουβή, είναι η αδερφή μου, Πανδώρα Φραγκοπούλου»

Στο άκουσμα του επώνυμου της Πανδώρας, τα μάτια της γυναίκας φωτίζονται.

«Φραγκοπούλου; Το ξέρω αυτό το όνομα. Ω! Ο Αλέκος ... Είσαι η κόρη του Αλέκου;»

Η Πανδώρα γυρίζει προς τη γυναίκα, παίρνοντας για λίγο τα μάτια της απ' τον γιο της.

«Μάλιστα, κυρία. Είμαι η κόρη του Αλέκου και του ... και του ... Οδυσσέα»

Αυτή δίστασε λίγο πριν αποκαλύψει την ακριβή φύση των γονιών της, αλλά όπως αποδεικνύεται, χωρίς λόγο. Η γυναίκα βουρκώνει ξανά.

«Του Οδυσσέα; Oh, mon Dieu! Αυτοί οι δύο ... Είναι ακόμα μαζί;»

«Ναι. Αυτοί αρραβωνιάστηκαν και έκαναν εμένα»

«Μα πώς ...; Εννοώ ... Συγγνώμη που ρωτάω, αλλά ο Στέφανος είπε ότι είσαι αδερφή του. Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;»

Ο γιος της την σκουντάει αμήχανος.

«Βρε, Μαμά πια! Τι είναι αυτά που ρωτάς; Τους φέρνεις σε δύσκολη θέση»

Ο Στέφανος χαμογελάει.

«Δεν πειράζει, φίλε. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Είναι κατανοητό ν' αναρωτιέται η μητέρα σου, αλλά η απάντηση είναι αρκετά απλή. Η Πανδώρα είναι ετεροθαλής αδερφή μου επειδή η μητέρα μου δώρισε το ωάριο για την εξωσωματική γονιμοποίηση»

Η γυναίκα κουνάει το κεφάλι της.

«Έτσι εξηγούνται τα ίδια μάτια. Όμως, δεν εκπλήσσομαι και πολύ, για να πω την αλήθεια. Η γυναίκα που θα διάλεγε ο Τζάκος ... Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο απ' το αγγελούδι του»

Η Αριάδνη, που τόση ώρα έμεινε σιωπηλή, σκουντάει τον Στέφανο.

«Στέφανε; Συγγνώμη που επεμβαίνω, αλλά η κυρία φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά την οικογένεια σας. Εννοώ, ξέρει τον κύριο Τζάκο, τον κύριο Αλέκο, τον κύριο Οδυσσέα ... Ξέρει ακόμη και πώς αποκαλεί ο πατέρας σου τη μητέρα σου»

Ο Στέφανος γυρίζει προς την γυναίκα.

«Έχει δίκιο η Αριάδνη. Ποια είστε, κυρία;»

Αυτή χαμογελάει.

«Δεν ξέρω αν οι γονείς σας σας έχουν πει για μένα ... Με λένε Ζαφειρία»

Η Πανδώρα ξαφνιάζεται.

«Ζαφειρία; Ζαφειρία, όπως λέμε ... του Οδυσσέα; Η ατζέντης και σωτήρας του που εξαφανίστηκε;»

«Ο πατέρας σου σου μίλησε για μένα;»

«Μιλάει για σας όλη την ώρα. Σας θυμάται πάντα. Του λείπετε πολύ κι εξακολουθεί να είναι συντετριμμένος για την εξαφάνιση σας»

«Αχ! Κι εμένα μου έχει λείψει τρομερά. Ο γλυκός μου ο Οδυσσέας»

Ο Στέφανος της κάνει την καυτή ερώτηση.

«Γιατί εξαφανιστήκατε έτσι;»

«Καταρχήν, αφήστε αυτόν τον πληθυντικό και δεύτερον, η ζωή, mon chéri, δεν εξελίσσεται πάντα όπως θα ήθελες. Συχνά αναγκάζεσαι να κάνεις πράγματα που δεν θέλεις να κάνεις, αλλά πριν μιλήσουμε γι' αυτό, επιτρέψτε μου να σας συστήσω τον γιο μου ... Μάξιμο Μομφεράτο»

Ο Στέφανος και η Αριάδνη ανταλλάζουν χαιρετισμούς με τον Μάξιμο και μετά έρχεται η σειρά της Πανδώρας. Όλοι την κοιτούν, αλλά εκείνη κοιτάζει μόνο αυτόν. Τα βιολετί της μάτια λάμπουν, όπως ακριβώς έκαναν τα μάτια της Μαίρης όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον Τζάκο. Το ίδιο όμως ισχύει και για εκείνον. Τα σκούρα καστανά μάτια του, όταν την κοιτάζει, ουρλιάζουν ότι εκείνη τη στιγμή δεν βλέπει τίποτα άλλο εκτός απ' αυτήν. Αυτή νιώθει ότι τα μάγουλα της παίρνουν φωτιά όταν εκείνος της παίρνει το χέρι και το φέρνει στα χείλη του, πιέζοντας ένα απαλό φιλί στις αρθρώσεις της.

«Δεν μπορείς καν να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω, jolie Pandore»

«Ούτε εσύ μπορείς να φανταστείς, Μάξιμε, αλλά μπορείς να με αποκαλείς Δώρα όπως όλοι οι άλλοι»

«Όπως θα καταλάβεις αργότερα, όταν με γνωρίσεις καλύτερα, δεν είμαι σαν τους άλλους. Εξάλλου, το όνομα σου είναι très joli»

Αυτός ο συνδυασμός των δύο γλωσσών, αλλά και η έντονη προφορά του, κάνουν την Πανδώρα να λιώνει.

«Σ' αυτή την περίπτωση ... Μπορείς να με αποκαλείς όπως θέλεις»

«Merci beaucoup, Pandore ... Jolie Pandore»

«Με συγχωρείς, αλλά ... εεεε ... εγώ ... πρέπει να πάω στην τουαλέτα. Αριάδνη, έλα μαζί μου!»

Της Αριάδνης δεν της αρέσει καθόλου αυτό.

«Γιατί;»

«Τώρα, Αριάδνη!»

«Εντάξει. Έρχομαι! Για όνομα!»

Η Πανδώρα σηκώνεται και τρέχει στο μπάνιο με την Αριάδνη να την ακολουθεί. Ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του, η Ζαφειρία χαμογελάει ενώ ο Μάξιμος γυρίζει προς το μέρος τους μπερδεμένος.

«Είπα κάτι λάθος; Τι της συνέβη;»

Ο Στέφανος καγχάζει.

«Γυναίκες, φιλαράκο. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θ' αντιδράσουν»

Η Ζαφειρία του χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Ηρέμησε, mon bébé. Έτσι αντιδρούμε εμείς τα κορίτσια όταν μας αρέσει ένα αγόρι. Τρέχουμε μακριά»

Η έκπληξη αναμεμιγμένη με απορία στα πρόσωπα των αγοριών κάνει την Ζαφειρία να γελάσει.

«Oh, mon Dieu! Είστε τόσο χαριτωμένοι»

Αλλά μέχρι αυτή να εξηγήσει την περίεργη συμπεριφορά των κοριτσιών στα δύο αγόρια, εμείς θα πεταχτούμε μέχρι το μπάνιο για να δούμε τι ακριβώς κάνουν η Πανδώρα και η Αριάδνη.

Η Πανδώρα στέκεται μπροστά στον νεροχύτη και κοιτάζει το είδωλο της στον καθρέφτη, ενώ η Αριάδνη ακουμπάει στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της.

«Τι στο διάολο, Δώρα; Γιατί με έσυρες εδώ;»

«Δεν άκουσες τι είπε;»

«Ποιος;»

«Ο Μάξιμος ντε!»

«Α! Εννοείς τον κούκλο Μάξιμο με τη γαλλική προφορά που φιλάει χέρια και θεωρεί ότι το όνομα σου είναι très joli. Σωστά, jolie Pandore;»

«Ναι. Αυτόν. Γαμώτο! Τι θα κάνω;»

«Τι θέλεις να κάνεις;»

«Εγώ ... δεν ... δεν ξέρω!»

«Έλα τώρα! Δεν είσαι κανένα κοριτσάκι. Ξέρεις ακριβώς τι να κάνεις. Πήγαινε εκεί έξω και κάντον σκλάβο σου, όπως έκανες μ' όλους τους άλλους»

«Όχι. Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό»

«Δεν μπορείς ή δεν θες;»

«Εντάξει. Δεν θέλω. Όχι μαζί του»

«Γιατί;»

«Γιατί ... Μ' αρέσει, Αριάδνη. Μ' αρέσει πάρα πολύ»

«Πολύ, όπως λέμε ... Τον ερωτεύεσαι;»

«Τι λες; Είναι πολύ νωρίς γι' αυτό. Μόλις τον γνώρισα»

«Με το ιστορικό της οικογένειας σου, έχεις ήδη καθυστερήσει. Πόσο καιρό χρειάστηκε για να ερωτευτούν οι μπαμπάδες σου; Μερικά λεπτά; Ο Άρης με την Σελήνη; Ο Βίκος με την Θαλασσινή; Ο Ορέστης με την Χλόη; Ο Ιάσονας με την Αναΐς; Για να μην αναφέρουμε τον Τζάκο και τη Μαίρη, που ήταν ερωτευμένοι πριν καν δουν ο ένας τον άλλον»

«Εντάξει, σταμάτα! Το πήρα το μήνυμα»

«Τότε σταμάτα να είσαι τόσο κότα και βγες έξω να μάθεις αν ο Μάξιμος είναι όντως ο Τζάκος της Μαίρης σου. Πήγαινε!»

«Έχεις δίκιο. Αυτό ακριβώς θα κάνω»

«Τέλεια! Πάμε τότε!»

«Ξέρεις κάτι; Προχώρα και θα έρθω σ' ένα λεπτό. Θέλω να κάνω ένα τηλέφωνο πρώτα»

«Σε ποιον;»

«Σε μια σοφή γυναίκα»

«Α! Εντάξει. Μην αργήσεις»

Η Αριάδνη φεύγει και η Πανδώρα βγάζει το κινητό της και πληκτρολογεί τον αριθμό της Μαίρης, που το σηκώνει αμέσως.

«Γεια σου, Δώρα μου»

«Μαμά, χρειάζομαι τη βοήθεια σου»

«Τι συμβαίνει, μωρό μου;»

«Γνώρισα κάποιον»

«Και;»

«Και νομίζω ότι μ' αρέσει»

«Νομίζεις;»

«Όχι! Όχι! Πραγματικά μ' αρέσει»

«Πώς ακριβώς σου αρέσει;»

«Θυμάσαι τι μου είπες για το πώς σε επηρέασε η φωνή του θείου Τζάκου όταν την άκουσες για πρώτη φορά;»

«Ναι. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή και το στομάχι μου γέμισε πεταλούδες. Η φωνή του ήταν ...»

«Ο πιο εκπληκτικός ήχος που είχες ακούσει ποτέ;»

«Ακριβώς και παραμένει το ίδιο ακόμα και σήμερα»

«Το ίδιο συνέβη και σε μένα. Αχ, Μαμά! Η φωνή του είναι κάτι μοναδικό. Είναι βαθιά, σαν τη μουσική ενός καλοκουρδισμένου πιάνου. Και έχει μια γαλλική προφορά που μου προκαλεί ανατριχίλα. Και υπάρχει και κάτι άλλο»

«Τι άλλο;»

«Τα μάτια του ... Το βλέμμα του, όταν με κοίταξε και πήρε το χέρι μου να το φιλήσει, ένιωσα φωτιά στα μάγουλα μου και ήμουν έτοιμη να λιώσω»

«Αχ, μωρό μου ...»

«Τι σημαίνουν όλα αυτά, Μαμά; Τι μου συμβαίνει;»

«Ερωτεύεσαι, ψυχή μου»

«Φοβάμαι, Μαμά»

«Τι φοβάσαι; Αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί»

«Κι αν αυτός δεν νιώθει το ίδιο;»

«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι, μωρό μου. Αν μια γυναίκα έχει τέτοια συναισθήματα, δεν είναι λόγω του άντρα, είναι λόγω των δικών του συναισθημάτων. Όταν συμβαίνει η αγάπη με την πρώτη ματιά, είναι πάντα αμοιβαία»

«Το πιστεύεις αυτό;»

«Το ξέρω, μωρό μου»

«Ευχαριστώ, Μαμά. Με κάνεις να νιώθω πολύ καλύτερα. Είσαι καταπληκτική»

«Μη μ' ευχαριστείς. Γι' αυτό είμαι εδώ και θα είμαι πάντα εδώ για σένα. Και δεν είμαι εγώ καταπληκτική. Αυτός ο άντρας είναι. Αυτός ο άντρας που κατάφερε να ζεστάνει την καρδούλα σου. Πήγαινε, Δώρα μου. Πήγαινε κι απόλαυσε αυτό το υπέροχο συναίσθημα όσο πιο έντονα μπορείς»

«Θα το κάνω, Μαμά, αλλά μην πεις τίποτα στον Μπαμπά Οδυσσέα ακόμα, εντάξει;»

«Πλάκα μου κάνεις; Λέει το αντίθετο, αλλά είναι ικανός να ναυλώσει αεροπλάνο και να έρθει να σε βρει»

«Σωστά. Θα του το πω εγώ όταν έρθει η ώρα. Άλλωστε του έχουμε και μια έκπληξη»

«Τι έκπληξη;»

«Όχι ακόμα. Θα το μάθεις αργότερα, μαζί με τους άλλους»

«Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτό, αλλά είσαι τυχερή που σ' αγαπάω τόσο πολύ»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Μαμά. Γεια σου τώρα»

«Να προσέχεις, μωρό μου και να περνάς καλά!»

Όπως καταλαβαίνετε, ούτε η Πανδώρα είπε τίποτα στη Μαίρη για τη Ζαφειρία, ούτε η Μαίρη της είπε κάτι για την επερχόμενη συνέντευξη με την Αφροδίτη. Η μία δεν ήθελε να χαλάσει την έκπληξη του πατέρα της και η άλλη δεν ήθελε να ταράξει την ευτυχία της κόρης της. Αυτό σημαίνει οικογενειακή αγάπη!

Η Πανδώρα τερματίζει το τηλεφώνημα και ρίχνει μια ματιά στον καθρέφτη. Μετά τη συζήτηση με τη Μαίρη, είναι πολύ πιο ήρεμη κι ακόμη πιο πρόθυμη να εξερευνήσει αυτήν την άγνωστη περιοχή που ονομάζεται αγάπη. Καθώς επιστρέφει στο τραπέζι, ο Μάξιμος σηκώνεται και τραβάει την καρέκλα της για να τη βοηθήσει να καθίσει.

«Ευχαριστώ, Μάξιμε»

Αυτή κάθεται, πίνει μια βαθιά γουλιά απ' το κρασί της και χαμογελάει σε όλους. Ο Στέφανος την κοιτάζει.

«Είναι όλα εντάξει τώρα, πραγματάκι;

«Ναι, Ομορφόπαιδο. Μην ανησυχείς για μένα. Είμαι μια χαρά. Κάτι παραπάνω από μια χαρά, θα έλεγα»

Ο Μάξιμος κάνει να της πιάσει το χέρι, αλλά τελευταία στιγμή βάζει το χέρι του απλά στο τραπέζι.

«Πανδώρα ... Αν είπα κάτι νωρίτερα που σε στεναχώρησε, συγγνώμη»

«Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγγνώμη, Μάξιμε. Δεν έφταιγες εσύ. Εγώ είχα ένα θεματάκι, αλλά το έλυσα»

Αυτός συνοφρυώνεται καθώς παίρνει ένα τσιγάρο απ' το πακέτο, το βάζει στο στόμα του και το ανάβει. Αφήνει τον καπνό να βγει αργά, κι έτσι η Πανδώρα καρφώνει τα μάτια της στα χείλη του και εισπνέει βαθιά, μυρίζοντας το βαρύ άρωμα του καπνού ανακατεμένο με το δικό του πικάντικο άρωμα κανέλας.

«Σ' ενοχλεί ο καπνός;»

«Μέχρι πρόσφατα, ναι, μ' ενοχλούσε, αλλά όχι πια. Τώρα μ' αρέσει, αλλά πες μου γιατί συνοφρυώθηκες πριν;»

«Επειδή είπες ότι δεν υπάρχει λόγος να ζητάω συγγνώμη»

«Δεν είσαι χαρούμενος γι' αυτό;»

«Όχι, δεν είμαι»

«Γιατί;»

«Γιατί αν είχα κάνει κάτι λάθος, θα είχα μια δικαιολογία να σου ζητήσω να βγούμε ένα rendez-vous romantique απόψε. Ξέρεις, για να εξιλεωθώ»

«Χρειάζεσαι πραγματικά μια δικαιολογία;»

«Je ne sais pas ... Δεν ξέρω, εννοώ. Χρειάζομαι;»

«Όχι, Μάξιμε, δεν χρειάζεσαι καμία δικαιολογία»

«Αν είναι έτσι ... Πανδώρα, μπορώ να σου δείξω το πραγματικό Παρίσι απόψε σ' ένα rendez-vous romantique;»

Αυτή σηκώνει το χέρι της μπροστά στο πρόσωπο του.

«Θα σου δώσω την απάντηση μου σ' ένα δευτερόλεπτο»

Γυρίζει στον Στέφανο, ο οποίος κουβεντιάζει με τη Ζαφειρία και την Αριάδνη.

«Έη, Ομορφόπαιδο! Πώς λέμε ευχαρίστως στα γαλλικά;»

Η ερώτηση ξαφνιάζει τον Στέφανο.

«Γιατί ρωτάς;»

«Απλά πες μου!»

«Avec plaisir»

«Ευχαριστώ»

Αυτή γυρίζει πίσω στον Μάξιμο.

«Avec plaisir, Μάξιμε»

Αυτός χαμογελάει.

«Merci beaucoup, Πανδώρα. Δεν θα το μετανιώσεις»

Ο Στέφανος ξεροβήχει.

«Τι ακριβώς δεν θα μετανιώσεις, Πραγματάκι;»

«Ότι δέχτηκα να βγω ρομαντικό ραντεβού μαζί του απόψε»

«Εσύ τι; Πότε συνέβη αυτό;»

Ο Μάξιμος αναστατώνεται κάπως μ' αυτή την αντίδραση.

«Έχεις πρόβλημα μ' αυτό, Στέφανε;»

Η Πανδώρα κοιτάζει επίμονα τον αδερφό της.

«Το καλό που σου θέλω, πρόσεχε τι θα πεις!»

Ο Στέφανος ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, αλλά κομπιάζει.

«Εγώ ... Εννοώ ... Εγώ ...»

Ο Μάξιμος επιμένει.

«Πες μου, φίλε. Αν υπάρχει πρόβλημα ...»

«Όχι. Όχι. Όλα καλά, φίλε»

Η Πανδώρα ρουθουνίζει.

«Μπράβο τ' αγόρι μου!»

Η Ζαφειρία χαμογελάει με νοσταλγία.

«Oh, mon Dieu! Είναι σαν τον πατέρα της. Μου θυμίζει τόσο πολύ τον γλυκό μου Οδυσσέα. Πόσο μου έχει λείψει!»

Η Πανδώρα πίνει ακόμα μία γουλιά κρασί.

«Τώρα που ανέφερες τον μπαμπά μου ... Τι θα λεγες για μια βίντεο κλήση έκπληξη;»

«Ρωτάς; Ανυπομονώ να ξαναδώ το πρόσωπο του»

«Έλα, Στέφο. Δεν άκουσες; Βγάλε το κινητό σου. Έχει καλύτερη κάμερα απ' τη δική μου»

Σειρά του Στέφανου να την αγριοκοιτάξει.

«Θ' ασχοληθώ μαζί σου αργότερα όταν θα είμαστε μόνοι, Πραγματάκι»

«Ναι. Εντάξει. Ό, τι πεις! Βιάσου τώρα!»

Ο Στέφανος βγάζει το κινητό του και καλεί τον νονό του στο Skype, γυρίζοντας τα μάτια και κάνοντας τους άλλους να γελάσουν. Ένα μπιπ ... Δύο μπιπ ... Τρία μπιπ και το όμορφο και χαμογελαστό πρόσωπο του Οδυσσέα εμφανίζεται στην οθόνη.

«Ζελεδάκι μου!»

«Ουγκ! Πότε θα σταματήσεις να με λες έτσι;»

«Ποτέ, φοβάμαι»

«Τέλος πάντων!»

Πολλές διαφορετικές φωνές έρχονται πίσω απ' τον Οδυσσέα και κάνουν τον Στέφανο να νοσταλγεί το σπίτι του.

«Είναι όλοι εκεί;»

«Ναι. Με εξαίρεση τον Νάκο και την Τσιχλόφουσκα»

«Ναι, το ξέρω. Πώς αντέδρασε ο μπαμπάς μου;»

«Έγινε έξαλλος και άρχισε να ωρύεται σαν μανιακός, αλλά ποιος νοιάζεται;»

Ο Οδυσσέας σηκώνει τους ώμους κι ο Στέφανος γελάει.

«Σίγουρα όχι εσύ πάντως»

«Αυτό είναι αυτονόητο. Σιγά μην δώσω σημασία στις τρέλες του πατέρα σου»

Εκείνη τη στιγμή η φωνή του Τζάκου ακούγεται πάνω απ' τις υπόλοιπες στο βάθος.

«Σ' ακούω, ξέρεις»

Ο Οδυσσέας ούτε καν τον κοιτάζει.

«Δεν με νοιάζει, Διεστραμμένε. Σκάσε κι άσε με να μιλήσω στον βαφτισιμιό μου»

«Θ' ασχοληθώ μαζί σου αργότερα όταν θα είμαστε μόνοι, Αγαπούλη»

Η Ζαφειρία, ακούγοντας ξανά τις ξεκαρδιστικές αντιπαραθέσεις του Τζάκου με τον Οδυσσέα μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα κι αρχίζει να κλαίει. Ο Μάξιμος την αγκαλιάζει και της χαϊδεύει τα μαλλιά. Αυτή η χειρονομία στοργής για τη μητέρα του λιώνει την καρδιά της Πανδώρας, ακόμα περισσότερο. Εντωμεταξύ, ο Οδυσσέας, ανυποψίαστος για το ποιος τον ακούει, συνεχίζει την κουβέντα με τον Στέφανο.

«Έλα, Ζελεδάκι μου, μην τον ξεσυνερίζεσαι και πες μου γιατί με κάλεσες»

«Σίγουρα όχι για να σου δείξω τον Πύργο του Άιφελ. Σου έχω μία έκπληξη»

Ο Οδυσσέας χτυπάει παλαμάκια.

«Για μένα; Yippee! Λατρεύω τις εκπλήξεις. Πες μου! Πες μου!»

«Υπάρχει μια γυναίκα εδώ που θέλει πραγματικά να σου μιλήσει»

«Γυναίκα; Σε μένα; Ποια;»

«Για ρίξε μια ματιά ...»

Η Ζαφειρία αφήνει την αγκαλιά του γιου της, παίρνει το τηλέφωνο απ' το χέρι του Στέφανου κι χαμογελάει στον έκπληκτο Οδυσσέα.

«Γεια σου, Καυτό Αγόρι! Με θυμάσαι;»

Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, ποικίλα συναισθήματα διαπερνούν το πρόσωπο του Οδυσσέα. Οι εκφράσεις του προσώπου του αλλάζουν η μία μετά την άλλη ... Έκπληξη, ερώτηση, ενόχληση, κατάπληξη, ανάμνηση, και τέλος ... Αναγνώριση!

«Όχι! Με τίποτα! Δεν το πιστεύω! Εσύ ... Εσύ είσαι! Η Ζαφειρία ... Η Ζαφειρία μου!»

«Ναι, γλυκέ μου, εγώ είμαι, η Ζαφειρία σου. Χρόνια και ζαμάνια, ε; Σου έλειψα;»

Ο Οδυσσέας χαμηλώνει την φωνή του και φέρνει το τηλέφωνο κοντά στο στόμα του για να μην τον ακούσουν τα παιδιά.

«Γαμημένη σκύλα! Γιατί μου το έκανες αυτό; Γιατί εξαφανίστηκες έτσι; Χωρίς ούτε μια λέξη; Ούτε ένα αντίο; Σ' έψαξα παντού. Κανείς δεν ήξερε πού ήσουν. Γιατί μ' άφησες;»

«Το ξέρω, Οδυσσέα μου. Ήταν λάθος, αλλά σ' άφησα σε καλά χέρια, έτσι δεν είναι;»

«Δεν είχε σημασία και το ξέρεις. Ήξερες τι σήμαινες για μένα»

«Ερωτεύτηκα, Οδυσσέα, και ακολούθησα τον άντρα που αγάπησα. Νόμιζα ότι εσύ, απ' όλους τους ανθρώπους, θα καταλάβαινες»

«Θα καταλάβαινα αν ήξερα. Αλλά δεν ήξερα τίποτα. Έφυγες ξαφνικά ένα βράδυ και μετά ... Τίποτα. Ούτε ένα τηλεφώνημα ή έστω ένα καταραμένο γράμμα. Τίποτα απολύτως»

«Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω. Ήθελα, αλλά δεν μου το επέτρεπαν. Έχεις κάθε δικαίωμα να θυμώνεις, αλλά αν σου εξηγήσω, θα με συγχωρήσεις»

«Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω. Σου χρωστάω τόσα πολλά. Αν δεν ήσουν εσύ ...»

«Σταμάτα! Δεν μου χρωστάς τίποτα. Μ' ακούς; Τίποτα»

«Αχ, ρε Ζαφειρία! Μου έλειψες τόσο πολύ!»

«Κι εμένα μου έλειψες, Οδυσσέα»

«Θα έρθεις να μας επισκεφτείς; Πρέπει να γνωρίσεις όλη την οικογένεια. Τους έχω πει τόσα πολλά για σένα»

Αυτή κοιτάζει τον Μάξιμο και τη Πανδώρα.

«Κάτι μου λέει ότι θα έρθω πολύ σύντομα»

«Αυτό είναι υπέροχο, αλλά για πες μου ... Πώς συναντήθηκες με τον Στέφανο;»

«Εντελώς κατά τύχη, στο ίδιο εστιατόριο. Νόμιζα ότι ήταν ο Τζάκος, αλλά όταν του μίλησα ...»

«Λογικό να τον μπερδέψεις. Ο Διεστραμμένος δεν άφησε τα παιδιά του να μοιάσουν σε κανέναν άλλο εκτός απ' αυτόν»

«Δεν το πιστεύω ότι τον αποκαλείς ακόμα έτσι. Είσαι απίστευτος!»

Τότε η φωνή του Τζάκου ακούγεται ξανά, αλλά πολύ πιο κοντά αυτή τη φορά.

«Δώσε μου το τηλέφωνο, Αγαπούλη»

«Πάνω απ' το πτώμα μου, Διεστραμμένε. Φύγε από δω!»

«Μη με βάζεις σε πειρασμό, Αγαπούλη μου. Δεν πάω πουθενά αν δεν της μιλήσω»

«Ζαφειρία, θέλεις να του μιλήσεις; Σε παρακαλώ, πες όχι!»

Η Ζαφειρία χαμογελάει.

«Λυπάμαι, Οδυσσέα, αλλά θέλω πολύ να του μιλήσω»

«Το περίμενα! Είναι όλος δικός σου!»

Ο Οδυσσέας δίνει το τηλέφωνο στον Τζάκο, ο οποίος χαμογελάει στη Ζαφειρία μέσα απ' την οθόνη.

«Γεια σου, γυναίκα. Με θυμάσαι;»

«Πώς θα μπορούσα ποτέ να σε ξεχάσω; Είσαι η crème brûlée μου»

«Σσσσ! Μην το λες δυνατά. Ο Οδυσσέας δεν ξέρει»

«Δεν του το είπες ποτέ;»

«Όχι βέβαια. Στο υποσχέθηκα»

«Αχ, βρε Τζάκο! Είσαι τόσο γλυκός, αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αποκαλύψεις το μεγάλο μας μυστικό»

«Θα το κάνω. Ανυπομονώ να δω την φάτσα του»

«Πραγματικά δεν έχεις αλλάξει καθόλου. Είσαι ακόμα ο ίδιος. Ένας υπέροχος άνθρωπος»

«Έχω αλλάξει, Ζαφειρία. Όλοι έχουμε αλλάξει»

«Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά εσύ μόνο προς το καλύτερο»

«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό;»

«Ναι, Τζάκο. Τέλος πάντων! Αν κρίνω απ' τον απίστευτο γιο που απέκτησες, τελικά βρήκες το αγγελούδι σου, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Την Μαίρη μου. Θα ήθελες να την γνωρίσεις;»

«Εννοείται! Πάντα ήμουν περίεργη να δω πώς θα ήταν»

Αυτός πηγαίνει στη Μαίρη και την αγκαλιάζει.

«Αγγελούδι μου, κάποια θέλει να σε γνωρίσει. Ζαφειρία, αυτή είναι η Μαίρη μου, το μικρό μου αγγελούδι»

Η Μαίρη χαμογελάει.

«Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω επιτέλους, Ζαφειρία. Ο Τζάκος κι ο Οδυσσέας μου έχουν πει τόσα πολλά για σένα»

Τα μάτια της Ζαφειρίας ανοίγουν διάπλατα όταν βλέπει τη Μαίρη και φυσικά την αναγνωρίζει.

«Πλάκα κάνεις! Είσαι η Μαίρη Αυγέρη! Έπρεπε να το καταλάβω όταν είδα τα μάτια του γιου σου. Δεν το πιστεύω!»

«Με ξέρεις;»

«Ποιος δεν σε ξέρει; Έχω δύο πίνακες σου. Λατρεύω τη δουλειά σου. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι επιτέλους σε γνωρίζω προσωπικά»

«Ευχαριστώ, Ζαφειρία»

«Μπράβο, Τζάκο. Έκανες μια πραγματικά καταπληκτική επιλογή»

«Το ξέρω, αλλά τώρα υπάρχει και κάποιος άλλος που θέλει να σου μιλήσει»

«Μη μου πεις ότι είναι ο ...»

Ο Αλέκος παίρνει το τηλέφωνο.

«Ο ένας και μοναδικός!»

«Mon Dieu! Είσαι ακόμα πιο γοητευτικός από τότε. Πως το κάνεις; Δωροδοκείς τον Θεό Χρόνο για να είναι καλός μαζί σου;»

«Τίποτα τέτοιο. Για όλα φταίει ο Οδυσσέας. Αυτός με κρατάει νέο»

«Έπρεπε να το φανταστώ!»

Γελάνε και οι δύο.

«Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, Ζαφειρία»

«Κι εγώ, Αλέκο μου, και θέλω να σ' ευχαριστήσω που κράτησες την υπόσχεση που μου έδωσες τότε»

«Πότε; Ποια υπόσχεση;»

«Τότε που πρωτογνωριστήκαμε, σ' εκείνη τη φωτογράφιση του Οδυσσέα. Μου υποσχέθηκες ότι θα τον προσέχεις ό,τι κι αν γίνει, κι απ' όσο μπορώ να δω, έκανες εξαιρετική δουλειά»

«Αυτή η δουλειά θα ήταν πιο εύκολη για μένα αν είχα τη βοήθεια σου, αλλά εσύ ... Γιατί έφυγες έτσι; Τι συνέβη;»

«Ερωτεύτηκα, Αλέκο, και η δουλειά του άντρα μου ήταν ... Τέλος πάντων! Ήταν περίπλοκο. Θα σου το εξηγήσω αυτοπροσώπως και είμαι σίγουρη ότι θα καταλάβεις»

«Δεν έχει σημασία πια. Το σημαντικό είναι ότι είμαστε μαζί τώρα και δεν θα χαθούμε ποτέ ξανά»

«Αυτό είναι σίγουρο, Αλέκο μου»

Ο Οδυσσέας εμφανίζεται στην οθόνη.

«Το καλό που σου θέλω, σκύλα! Σε περιμένουμε το συντομότερο δυνατό»

«Θα το κάνω, Καυτό Αγόρι, το συντομότερο δυνατό. Αλλά αυτή τη στιγμή η κόρη σου, που παρεμπιπτόντως είναι υπέροχη, θέλει να σου μιλήσει. Έχω καταχραστεί αρκετό απ' τον χρόνο σας»

«Σ' αγαπάω, Ζαφειρία»

«Σ' αγαπάω, Οδυσσέα»

Η Ζαφειρία δίνει στη Πανδώρα το κινητό περνώντας το μπροστά απ' τον Μάξιμο, που κάθεται ανάμεσα τους, αλλά επειδή το πρόσωπο του δεν είναι κάτι που περνάει απαρατήρητο, και ειδικά απ' το άγρυπνο μάτι του Οδυσσέα, αυτός διακόπτει την κόρη του, πριν καν αυτή ανοίξει το στόμα της.

«Ακίνητη, Αστέρι μου, και στρίψε την οθόνη λίγο προς τα δεξιά τώρα!»

«Μα ...»

«Όχι μα σε μένα, Δώρα. Κάντο!»

«Εντάξει, αλλά πρόσεχε!»

Η Ζαφειρία χαμογελάει. Ο Στέφανος και η Αριάδνη ρίχνουν στον Μάξιμο μια ματιά συμπαράστασης, ενώ η Πανδώρα του ψιθυρίζει μια συγγνώμη καθώς του δίνει το τηλέφωνο. Όταν τον βλέπει ο Οδυσσέας στενεύει τα μάτια του.

«Λοιπόν ... Λοιπόν ... Λοιπόν ... Τι έχουμε εδώ; Ένας άντρας δίπλα στην κόρη μου. Ποιος είσαι, νεαρέ;»

Η Πανδώρα γυρίζει τα μάτια της.

«Έλεος, ρε Μπαμπά!»

«Σιωπή, Αστέρι! Νεαρέ, νομίζω ότι σου έκανα μια ερώτηση»

«Je m'appelle Μάξιμο Μομφεράτο, monsieur και είμαι ο γιος της Ζαφειρίας. Χάρηκα πολύ!»

Εκείνη τη στιγμή ακούγεται η φωνή της Μαίρης από πίσω.

«Μόλις άκουσα κάποιον να μιλάει γαλλικά. Αφήστε με να περάσω! Πρέπει να τον δω!»

Καθώς η Μαίρη σπρώχνει τον Οδυσσέα και παίρνει τη θέση του μπροστά στην οθόνη, η Πανδώρα βυθίζει το πρόσωπο της στα χέρια της και οι άλλοι γελούν.

«Γεια σου, Μάξιμε. Είμαι η Μαίρη, η μητέρα της Πανδώρας ... Περίπου»

«Ξέρω ποια είστε, κυρία, και είναι πραγματικά τιμή μου που σας γνωρίζω»

«Μμμμ ... Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Επάνω του, Δώρα! Έχεις τις ευλογίες μου!»

Ο Μάξιμος και η Πανδώρα κοιτάζονται κι η Μαίρη βρίσκει την ευκαιρία να τραβήξει ένα στιγμιότυπο οθόνης δύο δευτερόλεπτα πριν ο Οδυσσέας την σπρώξει ξανά και πάρει τη θέση του μπροστά στην οθόνη.

«Εντάξει, Μπισκοτάκι, φτάνει! Τώρα είναι η σειρά μου. Έχω να πω δυο λόγια στον φίλο μας τον Μάξιμο»

Η χαρούμενη φωνή του Τζάκου ακούγεται απ' το βάθος, κάνοντας τους πάντες να γελάσουν ξανά.

«Όλα εδώ πληρώνονται, Αγαπούλη μου! Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου!»

Ο Οδυσσέας τον αγνοεί, τουλάχιστον προς το παρόν, και στρέφεται στον Μάξιμο.

«Λοιπόν, Μάξιμε ... Όπως κατάλαβες φαντάζομαι, είμαι ο Οδυσσέας, ένας απ' τους μπαμπάδες της Πανδώρας, αλλά, προς ενημέρωση σου, όχι ο ήρεμος»

Ο Μάξιμος του χαμογελάει.

«Ξέρω ποιος είστε, κύριε. Η μητέρα μου έχει μιλήσει πολύ για σας όλα αυτά τα χρόνια και χαίρομαι που επιτέλους σας γνωρίζω»

Ο Οδυσσέας σουφρώνει τα χείλη του.

«Όμορφος, ευγενικός και με γαλλική προφορά. Επικίνδυνος συνδυασμός. Χμμμ ... Πες μου κάτι. Σου είπε η μητέρα σου ότι είμαι πολύ κτητικός και δεν μ' αρέσει ν' αγγίζει κανείς πράγματα που μου ανήκουν;»

«Δεν καταλαβαίνω, κύριε»

«Σίγουρα καταλαβαίνεις. Φαίνεσαι αρκετά έξυπνος»

Η Ζαφειρία σκύβει μπροστά στην οθόνη.

«Έη! Είναι ο γιος μου. Δεν θα έκανε ποτέ κάτι για να στενοχωρήσει εμένα ή τους φίλους μου»

«Είσαι σίγουρη γι' αυτό;»

«Απόλυτα. Τον ξέρω καλά. Τον μεγάλωσα μόνη μου»

«Κι αυτό μου το λες για καλό;»

«Ας με συγχωρέσουν τα παιδιά γι' αυτό, αλλά ... τράβα γαμήσου, κάθαρμα!»

Γελάνε όλοι. Και στο Παρίσι και στην Αθήνα. Τότε, ο Οδυσσέας ξεφυσάει.

«Προφανώς, θα ξαναβρεθούμε πολύ νωρίτερα απ' ό,τι περίμενα, ε;»

«Στο είπα!»

«Κι όσο για σένα, Μάξιμε, ο χρόνος θα δείξει αν θα χαρώ για την γνωριμία ή όχι»

«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να κερδίσω την εμπιστοσύνη σας, κύριε»

«Πολύ καλά! Δώσε μου το Αστέρι μου τώρα»

Ο Μάξιμος δίνει το τηλέφωνο στη Πανδώρα, η οποία είναι έξαλλη και αγριοκοιτάζει τον πατέρα της μέσα απ' την οθόνη.

«Τώρα σε μισώ πολύ!»

«Δεν πειράζει, Αστέρι μου. Σ' αγαπώ εγώ αρκετά και για τους δυο μας»

«Με ντρόπιασες. Ελπίζω ο μπαμπάς Αλέκος να σε κλειδώσει στο υπόγειο με τον θείο Τζάκο για τιμωρία»

Ο Τζάκος εμφανίζεται απ' το πουθενά.

«Μην ανησυχείς για τίποτα, Δώρα μου. Θα πάρω εκδίκηση για σένα»

«Ευχαριστώ, θείε Τζάκο»

Ο Οδυσσέας καγχάζει.

«Θα ήθελα να τους δω να προσπαθούν, αλλά τέλος πάντων! Πριν κλείσω, έχω να σου πω κάτι τελευταίο»

«Τι;»

«Θα του κάνω τη ζωή δύσκολη, αλλά ... Εξαιρετική επιλογή! Είναι κουκ ...»

Η Πανδώρα τερματίζει τη βιντεοκλήση προτού ο Οδυσσέας τελειώσει την φράση του και πετάει το τηλέφωνο πίσω στον Στέφανο, ο οποίος ξεκαρδίζεται στα γέλια μαζί με την Αριάδνη και τη Ζαφειρία. Τότε, στρέφεται στον Μάξιμο.

«Θεέ μου! Λυπάμαι πραγματικά, Μάξιμε. Ο μπαμπάς μου είναι τόσο ... Δεν ξέρω καν πώς να τον χαρακτηρίσω»

«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη, ma jolie. Είναι πατέρας σου και είναι φυσικό να νοιάζεται για σένα. Είσαι τόσο τυχερή που τον έχεις»

Η Ζαφειρία χαϊδεύει τα μαλλιά του γιου της κι εκείνος της χαμογελάει. Ο Στέφανος νιώθει το κλίμα λίγο βαρύ και σπεύδει να τ' αλλάξει αυτό.

«Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ πεθαίνω για να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει μεταξύ του νονού μου και του πατέρα μου αυτή τη στιγμή»

~ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ ~

~ ΕΛΛΑΔΑ ~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Υπάρχει μια ωραία ατμόσφαιρα στο σαλόνι ...

Τα παιδιά είναι απασχολημένα με τον Μικρούλη, ο οποίος δεν έφυγε απ' το σπίτι, κατόπιν αιτήματος τους. Βλέπεται, αυτά νιώθουν πολύ πιο ασφαλή όταν είναι μαζί τους ο αγαπημένος τους γίγαντας, αλλά και ο ίδιος ο Μικρούλης, του οποίου η γυναίκα δυστυχώς δεν μπορεί να κάνει παιδιά, τα αγαπάει όλα σαν να είναι δικά του και δεν έχει πρόβλημα να περνάει όλο τον χρόνο του μαζί τους.

Οι γυναίκες, η Σελήνη, η Χλόη και η Θαλασσινή στέκονται όλες γύρω απ' τη Μαίρη, η οποία κρατάει το κινητό του Οδυσσέα. Όλες κοιτάζουν την οθόνη και μιλούν χαμηλόφωνα, χαχανίζοντας.

Ο Άρης, ο Ορέστης κι ο Βίκος κάθονται στον καναπέ, προσπαθώντας να πνίξουν το γέλιο τους καθώς βλέπουν τον Οδυσσέα να βηματίζει νευρικά πάνω-κάτω, ενώ ο Αλέκος προσπαθεί να τον ηρεμήσει την ίδια στιγμή που ο Τζάκος ρίχνει περισσότερο λάδι στη φωτιά.

«Ανησυχώ. ... Ανησυχώ; ... Όχι, δεν ανησυχώ. ... Πρέπει ν' ανησυχώ;»

«Πρέπει ν' αποφασίσεις αν ανησυχείς ή όχι, Αγαπούλη μου»

«Σκάσε, το διάολο μου! Εσύ δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς. Πολεμήσαμε για να σε ηρεμήσουμε όταν έμαθες για την Αναΐς και τον Νάκο»

«Ναι, αλλά εγώ ήμουν πάντα έτσι. Εσύ το έπαιζες άνετος και τώρα είσαι χειρότερος από μένα»

«Δεν το έπαιζα άνετος, Διεστραμμένε. Είμαι άνετος. Αλέκο, πες του ότι είμαι άνετος»

«Στο λέω, Τζάκο. Αυτός είναι άνετος»

«Με κοροϊδεύεις τώρα;»

«Εγώ; Έκανα αυτό που μου είπες να κάνω»

Ο Τζάκος αρχίζει να γελάει.

«Σταμάτα να γελάς, Τζάκο. Αυτό που συμβαίνει είναι πολύ σοβαρό»

«Μα γιατί; Η κόρη σου είναι είκοσι δύο χρονών. Πρέπει να είναι με κάποιον. Είναι μια γυναίκα με ανάγκες»

«Τι; Ποιος λέει αυτές τις βλακείες;»

Ο Αλέκος ξεροβήχει.

«Βασικά, εσύ»

«Εγώ; Με τίποτα! Εγώ δεν λέω τέτοιες βλακείες»

Ο Τζάκος καγχάζει.

«Λες και παραλές και ρώτα όποιον θέλεις εδώ»

«Άσε με ήσυχο, εντάξει;»

«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, Αγαπούλη μου»

«Μαίρη, μάζεψε τον άντρα σου πριν τον σκοτώσω!»

Η Μαίρη του απαντάει χωρίς καν να τον κοιτάξει.

«Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή, Οδυσσέα. Είμαι απασχολημένη. Βγάλτα πέρα μόνος σου»

Ο Τζάκος τον πλησιάζει και του τσιμπάει τα μάγουλα.

«Απ' ό,τι φαίνεται, Αγαπούλη μου, έχεις κολλήσει μαζί μου!»

«Τι αμαρτίες έχω κάνει στην προηγούμενη ζωή μου και βασανίζομαι έτσι τώρα; Τζάκο, σε προειδοποιώ! Αν δεν μ' αφήσεις ήσυχο να σκεφτώ τι θα κάνω μ' αυτόν τον Γάλλο που μόλις εμφανίστηκε απ' το πουθενά, θα σου πω με κάθε λεπτομέρεια τι κάνει ο Ιάσονας στην μικρή σου Πολύτιμη αυτή τη στιγμή»

«Κι εσύ πώς το ξέρεις αυτό;»

«Μπορώ να το φανταστώ»

«Αν το κάνεις, θα σου πω τι θα κάνει αυτός ο Γάλλος στο κοριτσάκι σου πολύ, πολύ σύντομα. Όπως ξέρεις, έχω κι εγώ αχαλίνωτη φαντασία»

«Ουφ! Δεν παίζεις δίκαια! Δεν με νοιάζει αν είναι γιος της Ζαφειρίας ή του ίδιου του Πάπα. Αν αγγίξει το κοριτσάκι μου, θα τον σκοτώσω!»

Ο Αλέκος χτυπάει τα χέρια του.

«Εντάξει! Φτάνει πια! Θα ηρεμήσουμε τώρα. Εσύ, Τζάκο, σκάσε! Εσύ, Οδυσσέα, δεν πρόκειται να σκοτώσεις κανέναν! Παιδιά, βοηθήστε με λίγο!»

Αυτός απευθύνεται στους άλλους τρεις, οι οποίοι βγάζουν με την σειρά την ουρά τους απ' έξω. Πρώτος ο Βίκος.

«Λυπάμαι, Αλέκο. Μπορεί να είμαι Δράκος αλλά δεν μ' αρέσει να παίζω με τη φωτιά»

Μετά ο Άρης.

«Εγώ είμαι λύκος. Φοβάμαι τη φωτιά»

Και τέλος ο Ορέστης.

«Επίσης λύκος. Αυτό που είπε»

Ο Αλέκος τους αγριοκοιτάζει.

«Ευχαριστώ πολύ, ηλίθιοι!»

Ο Οδυσσέας βάζει τα χέρια του στην μέση του.

«Μην τους ανακατεύεις αυτούς τους τρεις. Οι κόρες τους είναι ακόμα μικρές κι ο άλλος έχει μόνο αγόρια. Τυχερέ Δράκε!»

Ο Τζάκος αλλάζει γραμμή πλεύσης.

«Ο Οδυσσέας έχει δίκιο. Αυτοί δεν μπορούν να ξέρουν πώς είναι αυτό»

Ο Οδυσσέας τον χτυπάει στην πλάτη.

«Ακριβώς. Ευχαριστώ, Τζάκο»

Ο Αλέκος γουρλώνει τα μάτια του.

«Εσείς συμφωνείτε τώρα; ... Ξέρετε κάτι; Μπορείτε να πάτε να γαμηθείτε κι οι δύο σας! Ηλίθιοι!»

Ο Οδυσσέας εξανίσταται.

«Τι στο διάολο, ρε Αλέκο; Δεν θέλεις να διαφωνώ μαζί του. Δεν θέλεις να συμφωνώ μαζί του. Τι στο διάολο θέλεις να κάνουμε τελικά;»

«Αυτό που θέλω είναι να μ' αφήσετε ήσυχο»

Ο Τζάκος κοιτάζει το ρολόι του.

«Αυτό ακριβώς θα κάνουμε, και ξέρεις γιατί; Γιατί είναι σχεδόν εννιά και σε λίγα λεπτά θ' αρχίσει αυτό το σκουπίδι που θέλει να λέγεται ψυχαγωγική εκπομπή»

Η Μαίρη σηκώνεται απ' τον καναπέ.

«Ο Τζάκος έχει δίκιο. Ας δούμε τι έχει να πει αυτή η σκύλα και μετά θα έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμου να μιλήσουμε για τον Μάξιμο και τη Δώρα»

Ο Οδυσσέας συνοφρυώνεται.

«Σε παρακαλώ, Μπισκοτάκι, μην βάζεις αυτά τα δύο ονόματα μαζί στην ίδια πρόταση. Πονάει»

«Λυπάμαι, Οδυσσέα, αλλά θα πρέπει να το συνηθίσεις. Και για να σε βοηθήσω μ' αυτό, ρίξε μια ματιά εδώ»

Αυτή του δίνει το τηλέφωνο, στο οποίο έχει το στιγμιότυπο που τράβηξε. Αυτό με τον Μάξιμο και τη Πανδώρα να κοιτάζονται.

«Τι στο διάολο είναι αυτό;»

«Ο λόγος γιατί πρέπει να κάνεις πίσω και ν' αφήσεις τη Δώρα ήσυχη»

Αυτός κοιτάζει την οθόνη.

«Όχι! Όχι! Το έχω ξαναδεί αυτό το βλέμμα. Πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Τζάκος σ' έφερε για πρώτη φορά στο σπίτι. Αλέκο, κοίτα!»

«Το είδα πριν, μωρό μου»

«Αλέκο, το κοριτσάκι μας ερωτεύεται»

«Το ξέρω»

«Τι θα κάνουμε;»

«Θα την αφήσουμε να το ζήσει. Τι άλλο;»

«Κι αν πληγωθεί;»

Ο Αλέκος τον αγκαλιάζει.

«Αν αυτός ο Μάξιμος είναι ο Τζάκος της Μαίρης της, δεν θα την πληγώσει, αλλά αν δεν είναι, εμείς θα είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε το κοριτσάκι μας να γιατρευτεί»

«Όπως κάνουμε πάντα, ε;»

«Ακριβώς!»

«Εντάξει, λοιπόν. Πάμε να κάνουμε αυτό που λες και για το Ζελεδάκι μας»

Λίγα λεπτά αργότερα, όλη η οικογένεια κάθεται μπροστά στη μεγάλη οθόνη της τηλεόρασης και η εκπομπή ξεκινάει. Ο Ερρίκος Κάραλης παρουσιάζει την Αφροδίτη, η οποία μπαίνει στο στούντιο μ' ένα αυτάρεσκο ύφος ανωτερότητας και, μετά από μερικές κοινοτοπίες για τα μελλοντικά της σχέδια κι άλλα πράγματα, επιτέλους αυτή μπαίνει στο ψητό. Αλλάζει συμπεριφορά και προσποιείται την συντετριμμένη. Χρησιμοποιώ το ρήμα προσποιείται γιατί αυτό ακριβώς κάνει και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να το καταλάβει...

«Και τώρα, δεσποινίς Μαρκουλάκη ... Αφροδίτη, πες μας τον πραγματικό λόγο αυτής της συνέντευξης. Μίλησε μας για το άλλο πρόσωπο, το πραγματικό πρόσωπο του Στέφανου Ηλιόπουλου. Πες μας για τον Γολγοθά που σ' ανάγκασαν να περπατήσεις αυτός και η οικογένεια του»

«Ναι ...»

Ένας λυγμός συνταράζει το κορμί της και ο παρουσιαστής αναστατώνεται.

«Είσαι καλά;»

«Ναι. Ναι. Θα ήθελα απλώς ... Θα ήθελα λίγο νερό αν είναι δυνατόν»

«Ναι, φυσικά. Φέρτε μας λίγο νερό. Μήπως θέλεις να κάνουμε ένα διάλειμμα;»

«Όχι. Όχι. Θα τα καταφέρω. Έχω συνηθίσει ν' αντέχω»

Αυτή πίνει το νερό που της φέρνουν και μετά ανοίγει το στόμα της.

«Δύο βδομάδες αφότου χώρισα με τον Στέφανο ...»

«Αφότου σε πέταξε στο δρόμο, εννοείς»

«Ναι»

«Τι έγινε τότε;»

«Ανακάλυψα ότι ήμουν ... Ήμουν έγκυος»

«Με το δικό του παιδί, σωστά;»

«Ναι, φυσικά. Για ποια με πέρασες; Δεν υπήρχε ποτέ άλλος άντρας για μένα εκτός απ' αυτόν. Ούτε πριν, ούτε μετά»

«Με συγχωρείς. Πες μας τι έκανες τότε»

«Προσπάθησα να του το πω. Προσπάθησα να του αποκαλύψω ότι θα γινόταν πατέρας, αλλά ...»

«Αλλά τι;»

«Με είχε αποκλείσει εντελώς απ' τη ζωή του. Δεν απαντούσε στις κλήσεις και στα μηνύματα μου. Δεν με δέχτηκε στο σπίτι του ή στο γραφείο του. Δεν μπορούσα να τον πλησιάσω»

«Μα γιατί; Θέλω να πω, φαινόταν τόσο πολύ ερωτευμένος μαζί σου. Τι έγινε ξαφνικά;»

«Απλά κέρδισε η οικογένεια του»

«Τι εννοείς;»

«Η οικογένειά του δεν με δέχτηκε ποτέ πραγματικά. Αυτά που έκαναν ήταν μόνο για τα μάτια του κόσμου. Νόμιζαν ότι ήμουν κατώτερη. Όχι αρκετά καλή για τον Στέφανο και τελικά, κατάφεραν να τον κάνουν να με διώξει. Είμαι σίγουρη ότι τον εκβίασαν με κάποιο τρόπο. Ξέρεις ... Κάτι σαν ή εμείς ή αυτή»

«Για να πω την αλήθεια, αυτό δεν μοιάζει και πολύ με την οικογένεια που όλοι γνωρίζουμε»

«Μην πιστεύεις αυτά που βλέπεις. Όλα είναι απλά μια κάλυψη. Στην πραγματικότητα, είναι μια διεφθαρμένη οικογένεια, με πολλούς σκελετούς στις ντουλάπες τους. Βαθιά, σκοτεινά μυστικά πίσω απ' τις κλειστές πόρτες»

«Γνωρίζεις κάποιο απ' αυτά τα μυστικά; Σου αποκάλυψε κάτι ο Στέφανος;»

«Όχι. Πάντα με κρατούσε έξω απ' αυτό. Δεν μιλούσαν ποτέ μπροστά μου»

«Ωραία όλα αυτά, αλλά γιατί το λες τώρα; Γιατί περίμενες τέσσερα ολόκληρα χρόνια;»

«Για λόγους αξιοπρέπειας. Δεν ήθελα να πιστέψουν ότι με ένοιαζαν τα λεφτά τους. Είχα αποφασίσει, με την πολύτιμη βοήθεια των γονιών μου, να μεγαλώσω το παιδί μου μόνη μου, μακριά απ' αυτή την διεφθαρμένη οικογένεια, αλλά δυστυχώς, αυτό δεν είναι πλέον εφικτό. Ο γιος μου μεγάλωσε και ρωτάει για τον πατέρα του. Δεν μπορώ να του λέω ψέματα πια. Αυτός χρειάζεται έναν πατέρα, τον δικό του πατέρα. Μόνο αυτό ζητάω. Δεν θέλω τίποτα απ' αυτούς. Το μόνο που θέλω είναι ο γιος μου να έχει τον πατέρα του και να πάρει τη θέση που του αξίζει στην κοινωνία. Άλλωστε είναι ένας Ηλιόπουλος. Είναι ο Τζανέτος Ηλιόπουλος, ο δεύτερος»

«Ναι, είναι όντως ένας Ηλιόπουλος. Τώρα ... Προτού προχωρήσουμε, θα κάνουμε ένα διαφημιστικό διάλειμμα και θα επιστρέψουμε σύντομα με πολλά περισσότερα γι' αυτήν την καυτή ιστορία»

Οι διαφημίσεις αρχίζουν και οι ήρωες μας ξεσπούν με αρχηγό την Μαίρη.

«Η ψεύτρα! Η καταραμένη ψεύτρα!»

Η Σελήνη απορεί.

«Γιατί τόσα πολλά ψέματα;»

Η Θαλασσινή κοιτάζει την Χλόη.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε»

«Ναι. Δεν μπορούμε να την αφήσουμε να πει άλλα ψέματα»

Ο Οδυσσέας χτυπάει το χέρι του στο τραπεζάκι.

«Ακριβώς! Δεν μπορούμε ν' αφήσουμε αυτή τη σκύλα να λέει τέτοια πράγματα για το παιδί μας»

Οι υπόλοιποι άντρες συμφωνούν και τότε ο Τζάκος στρέφεται στον Άρη.

«Εσύ τι λες, Άρη;»

«Δώσε μου ένα λεπτό, Τζάκο. Πρέπει να σκεφτώ»

Αυτός περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του και κλείνει τα μάτια του. Οι άλλοι σιωπούν για να τον αφήσουν να σκεφτεί με ησυχία και να βρει την καλύτερη λύση στο πρόβλημα που έχει προκύψει. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτός ανοίγει τα μάτια και παίρνει το ποτήρι με την μπύρα του.

«Σε μια μάχη, για να νικήσεις τον εχθρό, πρέπει να βρεις το αδύνατο σημείο του και να χτυπήσεις την κατάλληλη στιγμή, όταν το σίδερο είναι ζεστό, οπότε στην περίπτωσή μας ... Πρέπει να φέρουμε την κοινή γνώμη με το μέρος μας, και για να γίνει αυτό, κάποιος πρέπει να παρέμβει και να κάνει αυτή την σκύλα να χάσει την ψυχραιμία της. Κι αυτός ο κάποιος δεν είναι άλλος από σένα, Τζάκο. Οι άνθρωποι σε σέβονται πάρα πολύ και θ' ακούσουν προσεκτικά αυτά που έχεις να πεις, αλλά πρέπει να είσαι προσεκτικός. Μην αρχίσεις να την κατηγορείς. Οι άνθρωποι εκτιμούν περισσότερο έναν ισχυρό πολεμιστή που σέβεται τον αντίπαλό του»

«Ναι, καταλαβαίνω και ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω»

«Κάντο τότε!»

Τότε, αφού ο Τζάκος βρήκε τον αριθμό τηλεφώνου του καναλιού, τηλεφώνησε και ζήτησε να βγει ζωντανά στον αέρα, κάτι που το κανάλι δεν μπορούσε ν' αρνηθεί. Κι έτσι, όταν τελειώνει το διαφημιστικό διάλειμμα, ο παρουσιαστής, εμφανώς χαρούμενος με την εξέλιξη, ενημερώνει την καλεσμένη του.

«Αφροδίτη, μόλις με ειδοποίησαν ότι κάποιος απ' την οικογένεια του Στέφανου θέλει να παρέμβει στην κουβέντα μας»

Αυτή πανικοβάλλεται και το χρώμα χάνεται απ' το πρόσωπό της.

«Ποιος;»

«Κάποιος που δεν μιλάει συχνά δημόσια, και ως εκ τούτου, είναι μεγάλη τιμή για την εκπομπή μας και για μένα προσωπικά ... Ο πατέρας του, ο κύριος Τζανέτος Ηλιόπουλος. Με ακούτε, κύριε Ηλιόπουλε;»

«Ναι»

«Όπως είπα, είναι μεγάλη τιμή για την εκπομπή μου και για μένα προσωπικά να μιλάω μαζί σας»

«Ευχαριστώ»

Η φωνή του Τζάκου είναι κοφτή και ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται ν' ανεχτεί πολλά. Η Αφροδίτη έχει μαζευτεί στη θέση της και κοιτάζει γύρω της νευρική, ενώ ο παρουσιαστής συνεχίζει να τον γλύφει.

«Έχετε τον λόγο και την πλήρη προσοχή μας, κύριε Ηλιόπουλε»

«Δεν θα πω πολλά. Ξέρετε πολύ καλά ότι δεν συνηθίζω να μιλάω δημόσια και σίγουρα όχι για την οικογένεια μου, αλλά η φήμη του γιου μου διακυβεύεται εδώ κι αυτό δεν θα το ανεχτώ. Η δεσποινίς Μαρκουλάκη διαστρέβλωσε λίγο τα γεγονότα, αλλά δεν πρόκειται να πω τίποτα γι' αυτό. Ελπίζω να της έχει απομείνει λίγη αξιοπρέπεια και να μπορέσει επιτέλους να πει την αλήθεια»

«Λυπάμαι πραγματικά που σας διακόπτω, αλλά λέτε ότι η δεσποινίς Μαρκουλάκη μας είπε ψέματα;»

«Ναι. Εκτός απ' την ύπαρξη του παιδιού, όλα τ' άλλα είναι ψέματα, αλλά όπως σας είπα και πριν, δεν θα πω τίποτα περισσότερο γι' αυτό»

«Με συγχωρείτε»

«Ο γιος μου αυτή τη στιγμή βρίσκεται σ' επαγγελματικό ταξίδι στην Ευρώπη, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είναι απολύτως πρόθυμος ν' αναγνωρίσει νομικά το παιδί, αν και μόνο αν, αποδειχθεί επιστημονικά ότι είναι ο πατέρας»

«Ζητάτε τεστ DNA; Γιατί; Υπάρχει αμφιβολία για την πατρότητα του παιδιού;»

«Απ' την πλευρά μας, πάρα πολλές, θα έλεγα»

Ο παρουσιαστής απευθύνεται στην Αφροδίτη, η οποία αρχίζει να φωνάζει.

«Μην τον ακούς! Δεν ξέρει τι λέει. Προσπαθεί να με βγάλει ψεύτρα για να σώσει τον κώλο του γιου του! Πάντα αυτό κάνουν. Ο αλήτης ο γιος του με κατέστρεψε. Πήρε ό,τι είχα και μ' άφησε μόνη στο δρόμο μ' ένα παιδί»

Αυτή έχει χάσει τελείως την ψυχραιμία της. Σηκώνεται όρθια και ουρλιάζει σαν τρελή, με αποτέλεσμα ο παρουσιαστής να κοιτάζει γύρω του αμήχανα κι ο Τζάκος, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια να χαμογελούν ικανοποιημένοι.

«Αφροδίτη, σε παρακαλώ! Ηρέμησε και κάτσε να κάνουμε μια πολιτισμένη συζήτηση»

«Σ' αυτόν να το πεις αυτό, όχι σε μένα. Αυτός ...»

Και τότε, ο παρουσιαστής, προς τιμή του, κάνει κάτι που δεν συνηθίζεται καθόλου στην Ελληνική τηλεόραση. Αυτός χτυπάει το χέρι του στο τραπεζάκι και βάζει στην θέση της την καλεσμένη του.

«Αφροδίτη! Πώς τολμάς να μιλάς μ' αυτόν τον τρόπο; Αυτός ο άνθρωπος είναι εξέχον μέλος της κοινωνίας μας και η εταιρεία του, καθώς και οι επιχειρήσεις όλης της οικογένειας, παρέχουν εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους. Δείξε τον απαραίτητο σεβασμό, αλλιώς θα μ' αναγκάσεις να σου αφαιρέσω τον λόγο»

Η Αφροδίτη κάθεται ξανά στον καναπέ, σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της και κρατά το στόμα της κλειστό, ενώ ο παρουσιαστής απολογείται στον Τζάκο.

«Κύριε Ηλιόπουλε, ζητώ ειλικρινά συγγνώμη γι' αυτό»

«Δεν πειράζει. Ο κόσμος που παρακολουθεί μπορεί να καταλάβει»

«Σωστά. Τέλος πάντων! Πείτε μας, εάν το τεστ βγει θετικό και αποδειχθεί ότι το παιδί είναι στην πραγματικότητα εγγονός σας, εσείς θα το δεχτείτε;»

«Δηλώνω κατηγορηματικά ότι αν αυτό το παιδί είναι εγγονός μου, θα πάρει αυτό ακριβώς που του αξίζει. Αν πιστεύω σε κάτι σ' αυτή τη ζωή, είναι ο θεσμός της οικογένειας»

«Το ξέρουμε πολύ καλά, κύριε. Λοιπόν, Αφροδίτη ...; Αν έχεις ηρεμήσει αρκετά, έχεις τον λόγο. Συμφωνείς να κάνεις το τεστ; Αν και, προσωπικά, δεν βλέπω κανένα λόγο να το αρνηθείς»

Όμως η Αφροδίτη έχει χάσει εντελώς τον έλεγχο.

«Όχι! Όχι! Όχι! Δεν θα το δεχτώ! Αυτό το τεστ δεν θα γίνει ποτέ!»

«Μα γιατί; Φοβάσαι το αποτέλεσμα; Εννοώ, έχεις λόγο να φοβάσαι;»

«Εεεε ... Όχι ... Δεν έχω ... Δεν φοβάμαι ...»

«Τότε γιατί αρνείσαι;»

«Γιατί ... Γιατί ... Γιατί ...»

«Γιατί, Αφροδίτη;»

«Γιατί ... είναι προσβολή. Όλα αυτά προσβάλλουν εμένα και την οικογένεια μου. Προσβάλλει το ήθος μου ... Την ηθική μου ...»

«Εάν είναι έτσι, κάνε το τεστ και απέδειξε τους ότι κάνουν λάθος»

«Δεν έχω ν' αποδείξω τίποτα και σε κανέναν»

«Λοιπόν, εγώ προσωπικά πιστεύω ότι ... Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Εσείς τι λέτε, κύριε Ηλιόπουλε;»

«Ξέρετε ήδη την άποψη μου. Γιατί νομίζεται ότι απαιτούμαι το τεστ;»

Η Αφροδίτη αποδεικνύει για άλλη μια φορά το πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο της.

«Τι είναι αυτό τώρα; Για τι πράγμα μιλάτε; Που είναι αυτή η Δανιμαρκία; Τι τρέχει; Προσπαθείτε να με μπερδέψετε;»

Ο παρουσιαστής καγχάζει.

«Τίποτα τέτοιο, κορίτσι μου. Αν διάβαζες και κάνα βιβλίο, θα το ήξερες, αλλά τέλος πάντων! Φοβάμαι ότι δεν έχουμε άλλο χρόνο. Κύριε Ηλιόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ για την παρέμβαση και την βοήθεια σας ώστε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Ζητώ χίλια συγγνώμη αν πρόσβαλα τον γιο σας και την οικογένεια σας»

«Δεν πειράζει, αλλά την επόμενη φορά καλό είναι ν' ακούτε και τις δύο πλευρές της ιστορίας πριν βγάλετε τα συμπεράσματα σας. Μην ρίχνεται το ανάθεμα στον κακό λύκο πριν ακούσετε το παραμύθι απ' τη δική του σκοπιά. Μερικές φορές, η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ο κακός της ιστορίας»

«Έχετε απόλυτο δίκιο, κύριε. Θα το θυμάμαι πάντα από δω και στο εξής και θέλω να ξέρετε ότι είμαι έτοιμος να σας βοηθήσω αν ποτέ χρειαστείτε τη βοήθεια μου. Αντίο σας και ελπίζω να λύσετε το πρόβλημα πολύ σύντομα»

«Κι εγώ το ελπίζω. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Αντίο»

Ο Τζάκος αποχωρεί κι ο παρουσιαστής κάνει το φινάλε της εκπομπής.

«Απ' ό,τι είδαμε, αγαπητοί μου φίλοι, το ρητό ότι κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, βγήκε αληθινό για άλλη μια φορά. Μείνετε συντονισμένοι στο κανάλι μας. Είμαι σίγουρος ότι πολύ σύντομα θα υπάρξουν νέες εξελίξεις σ' αυτή την υπόθεση. Μέχρι τότε ... Καληνύχτα σας!»

Μόλις πέφτουν οι τίτλοι της εκπομπής η Αφροδίτη εκρήγνυται.

«Τι στο διάολο, ρε φίλε; Γιατί με πούλησες έτσι; Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας!»

«Για άκου να σου πω, κοπελιά! Άλλαξε τον τόνο σου αλλιώς θα θυμώσω πολύ! Μου είπες ψέματα. Το παιδί δεν είναι δικό του»

«Το παιδί είναι δικό του!»

«Ναι, καλά! Κι εγώ είμαι νόθος γιος της βασίλισσας της Αγγλίας. Ο, τι να 'ναι! Το θέμα είναι ότι αυτή η οικογένεια είναι πολύ ισχυρή και δεν έχω σκοπό να τους κάνω εχθρούς μου. Δεν θα κάνω το ίδιο λάθος με την Τατιάνα, και σε συμβουλεύω να κρατήσεις κι εσύ χαμηλό προφίλ. Είσαι πολύ μικρή και ασήμαντη για να σταθείς απέναντι ​​τους. Κι άλλοι προσπάθησαν, πολύ πιο δυνατοί από σένα, και απέτυχαν»

«Δεν τους φοβάμαι! Θα τους πολεμήσω και θα νικήσω. Αυτό το κωλόπαιδο μου κατέστρεψε τη ζωή και θα τον κάνω να πληρώσει»

«Δική σου είναι η κηδεία»

«Αυτό θα το δούμε!»

Εντωμεταξύ, πίσω στο σπίτι, η Εύα τρέχει και αγκαλιάζει τον πατέρα της.

«Μπράβο, Μπαμπά μου! Ήσουν καταπληκτικός! Την έκανες να χάσει εντελώς την ψυχραιμία της. Είδατε το πρόσωπο του Κάραλη όταν αυτή είπε την λέξη κώλος; Ξεκαρδιστικό!»

«Ευχαριστώ, Πριγκίπισσα μου, αλλά χρειάζομαι κάτι να πιώ αυτή τη στιγμή. Μπορεί κάποιος να μου φέρει μια μπύρα;»

«Θα σου φέρω εγώ μια, θείε»

«Ευχαριστώ, Σταγόνα»

Καθώς ο Γιώργος πάει για την μπύρα, ο Αδάμ απευθύνεται στον Τζάκο.

«Θείε, αποκάλεσες τον αδερφό μου Σταγόνα γιατί δεν ξέρεις ποιος απ' τους δύο είναι, ε;»

«Εεεε ... Ναι»

Οι άλλοι γελούν, ενώ η Θαλασσινή γυρίζει τα μάτια της.

«Έλεος, ρε Τζάκο! Πότε θα μπορέσεις να τους ξεχωρίσεις; Ακόμα και η Έλενα μπορεί να το κάνει»

«Ναι, καλά!»

Η Σελήνη καγχάζει.

«Με συγχωρεί, αδερφέ μου, αλλά μόλις αμφισβήτησες τις ικανότητες της κόρης μου; Λύκε, κάνε κάτι! Απέδειξε σ' αυτόν τον ηλίθιο πόσο ηλίθιος είναι!»

Ο Οδυσσέας χτυπάει παλαμάκια.

«Αυτό θα έχει πλάκα!»

Ο Άρης χαμογελάει.

«Για να δούμε ... Έλα εδώ, Κουταβάκι μου»

Η Έλενα τρέχει στην αγκαλιά του πατέρα της.

«Τι θέλεις, Μπαμπάκα;»

«Θέλω να παίξουμε ένα μικρό παιχνίδι. Εσύ και εγώ»

«Κρυφτό μυρωδιάς;»

«Ναι. Είσαι μέσα;»

«Ναι!»

«Τέλεια! Θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να ψάξεις τον Αδάμ. Πως είπαμε ότι μυρίζει;»

«Σαν πράσινο μήλο»

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

Η Έλενα περπατάει στο κέντρο του δωματίου και κλείνει τα μάτια και τ' αυτιά της. Ο Άρης κάνει νόημα στον Αδάμ να κρυφτεί, κι αυτός, αφού πρώτα κάνει μερικούς κύκλους μέσα στο δωμάτιο, κρύβεται πίσω απ' την κουρτίνα.

«Εντάξει, Έλενα μου, πήγαινε βρες το πράσινο μήλο»

Η μικρή πέφτει στα τέσσερα κι αρχίζει να μπουσουλάει προσεκτικά μυρίζοντας τον αέρα. Αυτή μυρίζει σαν αληθινό λυκάκι και, αφού ακολουθεί την ακριβή διαδρομή του Αδάμ, πλησιάζει την κουρτίνα, την ανοίγει και αγκαλιάζει τα πόδια του. Όλοι χειροκροτούν και η Έλενα ανοίγει τα μάτια της και κοιτάζει τον πατέρα της, ο οποίος της κλείνει το μάτι και της δίνει το μπράβο. Τότε, η Σελήνη κοιτάζει αυτάρεσκα τον αδερφό της.

«Λοιπόν, αδερφέ; Τι έχεις να πεις τώρα;»

«Εεεε ... Τίποτα πραγματικά, εκτός απ' το ότι είμαι όντως ηλίθιος»

«Όπως το περίμενα!»

«Μχμμμ ...»

Όλοι γέλασαν, αλλά σύντομα, μετά από αυτή την ευχάριστη παύση, η συζήτηση επιστρέφει στην καυτή πατάτα, με τον Τζάκο να μιλάει με τον Άρη.

«Λοιπόν, Άλφα; Τι κάνουμε τώρα;»

«Τώρα περιμένουμε την επόμενη κίνηση της. Μπορεί να κερδίσαμε αυτή τη μάχη, αλλά ο πόλεμος απέχει πολύ απ' το να τελειώσει»

«Ξέρεις τι σκέφτομαι; Πρέπει να το πούμε στον Στέφανο»

Η Μαίρη έχει αντιρρήσεις.

«Τι; Όχι!»

«Αγγελούδι, άκουσε με. Αν ο Στέφανος το μάθει απ' την τηλεόραση ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, θα είναι πολύ χειρότερο»

Ο Άρης κουνάει το κεφάλι.

«Μαιρούλα, συμφωνώ κι εγώ. Δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε περισσότερο μακριά απ' αυτό»

«Και ποιος από μας θα το κάνει, βρε Άρη μου; Ποιος θ' αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο;»

Ο Άρης αφήνει αυτή την επιλογή στον Τζάκο.

«Δεν μ' αρέσει που το λέω αυτό, αλλά ο μόνος που μπορεί να το κάνει είναι ο Ιάσονας. Είναι ο μόνος που ξέρει πώς ν' αντιμετωπίσει τον Στέφανο, και το σημαντικότερο, τον εμπιστεύομαι αρκετά για να τον αφήσω να το κάνει»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro