
Το Προπατορικό Αμάρτημα ...
~ ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~ ΠΑΛΑΤΙ του ΠΡΙΓΚΙΠΑ ~
~ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~
Όταν οι ανακριτές μπαίνουν στο σαλόνι, η Άρτεμις σηκώνεται απ' τον καναπέ με κάποια δυσκολία λόγω της κοιλιάς της, τρέχει στην αγκαλιά του Στέφανου και αγκαλιάζει σφιχτά τη μέση του. Εκείνος τυλίγει τα χέρια του γύρω απ' τους ώμους της γελώντας.
«Τι έγινε, Κοριτσάκι; Σου έλειψα τόσο πολύ;»
«Είδα τον παππού μου!»
«Συγγνώμη ... Τι;»
«Είδα τον παππού μου. Ήταν εδώ! Ήρθε για λίγο απ' τον Παράδεισο. Ο Οδυσσέας προσευχήθηκε και αυτός εμφανίστηκε μέσα σ' ένα υπέροχο φως! Ήταν αληθινός, με σάρκα και οστά. Μου χάιδεψε την κοιλιά. Ω, Στέφανε! Ήταν φοβερό!»
Η Άρτεμις είναι πολύ χαριτωμένη παρότι σχεδόν παραληρεί και ο Στέφανος, μαζί με όλους τους άλλους, την κοιτάζουν με απορία.
«Τι λες, βρε μωρό μου;»
«Ο παππούς μου ήταν εδώ σου λέω! Εξήγησε του, Οδυσσέα!»
Όλα τα βλέμματα στρέφονται στον Οδυσσέα, ο οποίος αφήνει τη θέση του δίπλα στον Αλέκο και βαδίζει προς το ζευγάρι.
«Λέει την αλήθεια, Ζελεδάκι μου. Ζήτησα απ' τον Ζαχαρία μια χάρη κι αυτός επέτρεψε στην ψυχή του να έρθει εδώ για λίγο»
«Ποιος είναι ο Ζαχαρίας;»
Ο Τζάκος του εξηγεί.
«Ο Φύλακας των Ψυχών, Τίγρη. Είναι κάτι σαν Μετρ του Παραδείσου. Είναι υπεύθυνος για την στέγαση των Ψυχών στο προσωπικό τους κομμάτι και φροντίζει να μην κυκλοφορούν γύρω-γύρω ανεξέλεγκτες»
Ο Στέφανος κοιτάζει τον Οδυσσέα με απορία.
«Και τι; Σου έκανε την χάρη έτσι απλά;»
Αυτός χαμογελάει αμήχανα.
«Εεεε ... Ναι»
«Εγώ τώρα γιατί το βρίσκω λίγο περίεργο αυτό;»
Η Μαίρη χαμογελάει.
«Δεν είναι καθόλου περίεργο, μωρό μου. Ο Ζαχαρίας είχε ανέκαθεν αδυναμία στον Άγγελο της Αγάπης»
Ο Τζάκος ξεροβήχει.
«Και δεν ήταν ο μόνος!»
Ο Οδυσσέας τον αγριοκοιτάζει.
«Σκάσε, ρε ηλίθιε!»
Ο Αλέκος σηκώνεται και τους πλησιάζει.
«Όχι, ρε ηλίθιε! Καλύτερα ν' ανοίξεις το στόμα σου! Για ποιο πράγμα μιλάς;»
Ο Οδυσσέας προσπαθεί να τον καθησυχάσει.
«Δεν είναι τίποτα, ρε μωρό μου!»
Ο Τζάκος όμως δεν έχει σκοπό να του το κάνει εύκολο.
«Η σχέση σου με τον Σαμαήλ δεν είναι τίποτα, Αγαπούλη μου»
«Δεν είχα σχέση μαζί του, ρε γαμώτο! Πόσες φορές πρέπει να στο πω;»
Ο Αλέκος περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Περίμενε λίγο! Τι στο διάολο; Είχες σχέση με τον Διάβολο;»
«Δεν ήταν σχέση και δεν ήταν ακόμα ο Διάβολος»
Ο Τζάκος τον κοιτάζει με τα χέρια στην μέση.
«Αν δεν ήταν σχέση, τότε γιατί σου ζήτησε να τον ακολουθήσεις στην ανταρσία του;»
Ο Οδυσσέας, εντελώς έξαλλος, τον σπρώχνει δυνατά.
«Εντάξει, ρε μαλάκα! Το παραδέχομαι. Με ήθελε, αλλά εγώ διάλεξα εσένα, ρε Διεστραμμένε! Διάλεξα εσένα και τη φιλία σου αντί για τον αγαπημένο Αρχάγγελο του θεού!» ...
~ ΑΡΚΕΤΕΣ ΧΙΛΙΕΤΕΙΕΣ ΠΡΙΝ ~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΑΗΛ ~
~ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΕΔΕΜ ~ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ~
Ο Σαμαήλ είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο βρεγμένο γρασίδι, δίπλα στη Λίμνη των Ψυχών με το κρυστάλλινο, αστραφτερό νερό και τη σκιά των ψηλών ιτιών που φυτρώνουν κοντά στις παρυφές της. Τα ολόλευκα, γυαλιστερά φτερά του δονούνται πίσω απ' την πλάτη του και τα αβυσσαλέα μαύρα μάτια του αστράφτουν στο δυνατό φως του ήλιου που φιλτράρεται μέσα απ' τα κλαδιά των δέντρων, καθώς παρακολουθεί τον Θελιέλ να αναδύεται γυμνός απ' το νερό, πιτσιλίζοντας τα πάντα γύρω του με τα κατακόκκινα φτερά του, να αρπάζει τον μανδύα του απ' το έδαφος που τον είχε αφήσει πριν πηδήξει στο νερό, να τον φοράει και να κάθεται δίπλα του, βρέχοντάς τον, τινάζοντας τα μακριά του μαλλιά από πάνω του.
«Τι κάνεις, τρελέ Άγγελε! Σταμάτα να με βρέχεις»
«Γιατί; Θα λιώσεις; Από ζάχαρη είσαι;»
«Παρόλο που είμαι τόσο γλυκός, όχι, δεν είμαι από ζάχαρη»
Ο Θελιέλ συνοφρυώνεται.
«Πολύ αστείο! Μήπως ξέρεις κάποιον Ιωνάθαν; Είσαι το ίδιο αλαζόνας μ' εκείνον!»
Αυτή τη φορά αυτός που συνοφρυώνεται είναι ο Σαμαήλ.
«Πάλι αυτός; Σοβαρά; Γιατί πρέπει να τον αναφέρεις κάθε φορά που είμαστε μόνοι;»
Ο Θελιέλ κοιτάζει τον Αρχάγγελο έκπληκτος.
«Δεν ήξερα ότι έχεις πρόβλημα μαζί του. Νόμιζα ότι τον συμπαθείς. Όλοι συμπαθούν τον Ιωνάθαν»
«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Όλοι τον συμπαθούν, και ιδιαίτερα ο Πατέρας ... κι εσύ!»
«Σαμαήλ, εγώ ... Εγώ ...»
«Είσαι ερωτευμένος μαζί του. Παραδέξου το!»
«Όχι, δεν είμαι ερωτευμένος μαζί του!»
«Είσαι, Θελιέλ. Είσαι, και επειδή αυτός δεν νιώθει το ίδιο, συμβιβάζεσαι μαζί μου. Είμαι απλώς ένα υποκατάστατο για σένα»
«Τι λες, Σαμαήλ; Δεν είναι έτσι. Ναι, αγαπάω τον Ιωνάθαν, αλλά όχι όπως νομίζεις. Είναι φίλος μου. Ο καλύτερος μου φίλος, αλλά όχι, δεν είμαι ερωτευμένος μαζί του»
«Είσαι ερωτευμένος μαζί μου;»
Ο Θελιέλ καταπίνει με δυσκολία και κοιτάζει τον Σαμαήλ κατευθείαν στα μάτια.
«Μ' αρέσει πολύ να περνάω χρόνο μαζί σου»
«Δεν σε ρώτησα αυτό»
Ο Θελιέλ σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να περπατάει πάνω-κάτω στην όχθη της λίμνης, βυθίζοντας τα δάχτυλα των ποδιών του στο νερό.
«Τι με ρώτησες τότε;»
«Ξέρεις κάτι; Ξέχασε το! Είμαι σίγουρος ότι δεν θα μου αρέσει η απάντηση σου»
«Σαμαήλ ...»
«Δεν πειράζει. Αλήθεια»
Ο Σαμαήλ γυρίζει και κάθεται στο γρασίδι.
«Σκέφτομαι να φύγω και θέλω να έρθεις μαζί μου»
Ο Θελιέλ πλησιάζει και κάθεται πάλι δίπλα του.
«Να φύγεις; Να πας που;»
«Μακριά από δω. Μακριά απ' τον Παράδεισο. Μακριά απ' τον Πατέρα. Θέλω να ζήσω στη γη»
«Τι λες, Σαμαήλ; Είσαι Αρχάγγελος»
«Ακριβώς! Είμαι Αρχάγγελος και αξίζω να με λατρεύουν οι άνθρωποι, όχι να τους υπηρετώ όπως θέλει ο Πατέρας»
«Δεν καταλαβαίνω. Γιατί νιώθεις έτσι; Οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά πλάσματα»
«Όχι. Είναι άθλια πλάσματα που οδηγούνται από τα συναισθήματα τους. Είναι αδύναμοι»
«Αν το νομίζεις αυτό, γιατί με θέλεις μαζί σου;»
«Δεν είναι το ίδιο πράγμα, Θελιέλ. Αυτό που νιώθω για σένα ...»
«Όχι! Σταμάτα, Σαμαήλ! Δεν θέλω ν' ακούσω!»
«Άρα, η απάντηση σου είναι όχι;»
«Λυπάμαι»
«Μένεις εξαιτίας του, έτσι;»
«Ποιανού;»
«Του Ιωνάθαν. Γι' αυτόν μένεις»
Ο Θελιέλ περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του, που έχουν ήδη στεγνώσει, ξεφυσώντας.
«Δεν μπορώ να τον αφήσω, Σαμαήλ. Η φιλία του είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχω. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να το χάσω»
Ο Σαμαήλ καγχάζει.
«Είναι πολύ τυχερός που έχει έναν φίλο σαν εσένα. Ελπίζω να το ξέρει»
«Δεν μου κρατάς κακία, έτσι;»
«Όχι. Φυσικά και όχι. Σ' αγαπάω πάρα πολύ για να το κάνω αυτό»
«Ξανασκέψου την φυγή σου»
«Τι θα έκανες αν ο Ιωνάθαν σου ζητούσε να φύγεις απ' τον παράδεισο;»
«Εντάξει! Κατάλαβα! Τέλος πάντων! Σου εύχομαι ... Καλή επιτυχία στα σχέδια σου. Ελπίζω πραγματικά να σου βγει σε καλό»
Πίσω στο παρόν, ενώ όλοι είναι απορροφημένοι στην διήγηση του Οδυσσέα, ο Τζάκος τον κοιτάζει με δέος και απορία.
«Αλήθεια διάλεξες εμένα αντί γι' αυτόν;»
Ο Οδυσσέας καγχάζει.
«Ναι. Ήμουν τόσο ηλίθιος!»
«Νόμιζα ... Νόμιζα ότι ακολούθησες εμένα και τη Μαίρη εξαιτίας εκείνου του θνητού»
Η Μαίρη χαμογελάει.
«Έκανες λάθος, Τζάκο μου. Αυτός γνώρισε τον Αμενχοτέπ στην πρώτη μας θνητή ζωή, τότε στην Αίγυπτο, γύρω στο 3000 π.Χ.»
Στο άκουσμα αυτού του άγνωστου ονόματος, ο Αλέκος κουνιέται αμήχανα στη θέση του.
«Θέλω να μάθω ποιος είναι αυτός ο Αμενχοτέπ;»
Οι τρεις άγγελοι κοιτάζονται μεταξύ τους κάνοντας τον ακόμα πιο ανήσυχο.
«Τι; Είναι τόσο κακό;»
Η Μαίρη του χαμογελάει.
«Όχι, Αλέκο μου. Εμείς απλά ... Είναι κάτι μεγάλο και δεν ξέρουμε πως να στο πούμε»
«Ό,τι και να 'ναι, πείτε το. Αντέχω!»
Ο Τζάκος ξεκινάει.
«Ο Αμενχοτέπ ήταν Ιερέας στον Ναό του Θεού Ρα και ... Βασικά, αυτός ήταν ...»
Βλέποντας τον Τζάκο να διστάζει, ο Οδυσσέας ξεφουρνίζει το μεγάλο μυστικό.
«Αυτός ήταν εσύ, μωρό μου»
Ο Αλέκος προσπαθεί να χωνέψει αυτό που μόλις άκουσε.
«Εγώ; Πώς; Εννοείς ...; Έχουμε ζήσει κι άλλες ζωές μαζί;»
«Αμέτρητες. Η ψυχή σου είναι πολύ παλιά, Αλέκο μου. Σε όλες τις θνητές μου ζωές, πάντα έρχεσαι σε μένα. Αιγύπτιος, Ρωμαίος, Αρχαίος Έλληνας ... Πάντα. Σε κάθε ζωή»
«Αυτό σημαίνει ... Εσύ κι εγώ ...;»
«Ναι. Εσύ κι εγώ είμαστε αδελφές ψυχές, μωρό μου. Είσαι το δώρο του Θεού και ταυτόχρονα η τιμωρία μου επειδή ακολούθησα αυτούς τους δύο. Όπως ο Τζάκος τιμωρήθηκε να χάνει την Μαίρη σε κάθε ζωή, έτσι τιμωρούμαι κι εγώ. Χάνω εσένα»
«Αχ, ρε Οδυσσέα! Εγώ ... Δεν ξέρω τι να πω! Συγγν ...»
«Όχι! Μην τολμήσεις να ζητήσεις συγγνώμη! Ό,τι κι αν πέρασα, όλος ο πόνος, άξιζε τον κόπο αν η ανταμοιβή μου είναι αυτή η ζωή εδώ μαζί σου. Με καταλαβαίνεις; Θα τα περνούσα όλα ξανά και ξανά για σένα»
Τα κατακόκκινα φτερά του Οδυσσέα βγαίνουν πίσω απ' την πλάτη του και αγκαλιάζουν τρυφερά τον Αλέκο, ο οποίος πέφτει στην αγκαλιά του και τον αγκαλιάζει σφιχτά.
«Το ήξερα! Το ήξερα ότι η σχέση μας δεν ήταν τυχαία. Ευχόμουν να υπήρχε κάτι παραπάνω, κάτι σαν αυτό που έχεις με τον Τζάκο, και επιτέλους η ευχή μου πραγματοποιείται. Σ' ευχαριστώ, Οδυσσέα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενος είμαι!»
«Μ' αγαπάς;»
«Περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο!»
«Ό,τι και να γίνει;»
«Ό,τι και να γίνει!»
Η Πανδώρα, όπως και όλες οι άλλες γυναίκες, σκουπίζει τα δάκρυα της όταν βλέπει αυτή την απίστευτα τρυφερή σκηνή ανάμεσα στους μπαμπάδες της. Αυτή τρυπώνει στην αγκαλιά του Μάξιμου και τρίβει τη μύτη της στο πλάι του λαιμού του.
«Κοίτα τους! Κοίτα πόσο όμορφοι είναι!»
«Ναι, μωρό μου. Είναι πράγματι όμορφοι»
Την ίδια στιγμή, ο Στέφανος, που έχει την Άρτεμις στα γόνατά του, χαϊδεύει τρυφερά τη φουσκωμένη κοιλιά της και κάνει μια ερώτηση στον Τζάκο. Μια ερώτηση που όλοι καίγονται να μάθουν την απάντηση.
«Ωραία όλα αυτά, αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι τι ακριβώς κάνατε και τιμωρηθήκατε μ' αυτόν τον φρικτό τρόπο. Ποιο ήταν το αμάρτημα σας που άξιζε μια τόσο σκληρή τιμωρία;»
Τα μάτια του Τζάκου αναζητούν τη Μαίρη και όταν τη βρίσκει, εκείνη πηγαίνει και φωλιάζει στην αγκαλιά του.
«Όλα έγιναν εξαιτίας μου. Εγώ ήμουν αυτή που παράκουσε το θέλημα του Πατέρα» ...
~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΞΑΝΑ ~
~ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του ΣΑΜΑΗΛ ~
~ ΚΗΠΟΣ της ΕΔΕΜ ~
~ ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΜ ~
Ο νεογέννητος άγγελος, η Μαριάμ, κρατά το βλέμμα της καρφωμένο στον Ιωνάθαν, ο οποίος επίσης την κοιτάζει, προσπαθώντας να περιορίσει το φως που πηγάζει από μέσα του. Ο Φύλακας, που στέκεται λίγο πιο μακριά παρακολουθώντας τον, ξαφνικά νιώθει τις τρίχες στο πίσω μέρος του λαιμού του να σηκώνονται και ένα ρίγος να τρέχει στη σπονδυλική του στήλη. Το ένστικτο του λύκου μέσα του ουρλιάζει και χωρίς να χάσει χρόνο, τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί.
«Μπορώ να αισθανθώ τι συμβαίνει μέσα σου, Άγγελε. Σταμάτα το όσο ακόμα μπορείς. Το ένστικτό μου λέει ότι τίποτα απ' όλα αυτά δεν πρόκειται να τελειώσει καλά για μας»
«Δεν με νοιάζει, Φύλακα. Την θέλω. Γεννήθηκε για μένα. Είναι ο Αυγερινός μου. Το Αγγελούδι μου. Η Μαριάμ μου»
«Αν είναι έτσι, η Νύχτα να μας βοηθήσει!»
«Είσαι μαζί μου;»
«Δεν χρειάζεται να κάνεις αυτή την ερώτηση. Γεννήθηκα για να σε προστατεύω, Άγγελε. Είμαι μαζί σου, σώμα και ψυχή»
«Ευχαριστώ, Φύλακα»
Εκείνη τη στιγμή αντηχεί ξανά η στεντόρεια φωνή του Παντοδύναμου και είναι το μόνο πράγμα που κάνει τη Μαριάμ να απομακρύνει το βλέμμα της από τον Ιωνάθαν.
«Μαριάμ ... Άγγελε του Πρωινού Αστεριού ... Καλώς ήρθες στην Εδέμ»
Η Μαριάμ γονατίζει και χαμηλώνει το κεφάλι της.
«Ευχαριστώ, Πατέρα»
«Σήκω, Μαριάμ. Σήκω γιατί πρέπει να γνωρίσεις τον σύντροφο σου»
Η Μαριάμ σηκώνεται όρθια και ξανακοιτάζει τον Ιωνάθαν με τα ανυπόμονα βιολετί της μάτια. Εκείνος την κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο. Είναι και οι δύο σίγουροι ότι ο Πατέρας τους ξέρει ήδη πώς νιώθουν και θα τους κάνει τη χάρη. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Δυστυχώς ο Θεός έχει άλλα σχέδια.
«Έλα μπροστά, Ναθάνιελ. Έλα να γνωρίσεις την σύντροφο σου»
Καθώς το όνομα του Ναθάνιελ, του Άγγελου της Φωτιάς, του μεγαλύτερου εχθρού του Ιωνάθαν, ακούγεται απ' το αόρατο στόμα του Θεού, μια νεκρική σιωπή απλώνεται ανάμεσα στους αγγέλους. Μια σιωπή που σπάει η κραυγή απελπισίας του Ιωνάθαν.
«Όχι! Όχι! Πατέρα, σε παρακαλώ! Μην το κάνεις αυτό!»
Ο Ναθάνιελ, που πλησιάζει επικίνδυνα τη Μαριάμ, ανοίγει τα πορτοκαλί φτερά του και τον κοιτάζει απειλητικά.
«Κάνε πίσω, Άγγελε του Ήλιου! Είναι δικιά μου! Αυτό αποφάσισε ο Πατέρας!»
«Όχι! Ο Πατέρας ξέρει. Δεν θα μου το έκανε ποτέ αυτό. Πατέρα ... ;»
«Λυπάμαι, Ιωνάθαν, αλλά η απόφαση έχει παρθεί και δεν μπορεί ν' αλλάξει. Η Μαριάμ ανήκει στον Ναθάνιελ»
«Όχι! Σε παρακαλώ! Σε ικετεύω!»
«Αρκετά, Ιωνάθαν!»
Η θυμωμένη φωνή του Θεού κάνει τους αγγέλους να κάνουν ένα βήμα πίσω και να χαμηλώσουν τα κεφάλια τους. Όλους εκτός απ' την Μαριάμ, που σηκώνεται όρθια, σηκώνει το κεφάλι της και φωνάζει με αποφασιστική φωνή.
«Όχι, Πατέρα! Δεν μπορώ να κάνω αυτό που ζητάς!»
Η φωνή του Θεού ακούγεται ξανά, αυτή τη φορά πολύ πιο άγρια.
«Τι σημαίνει αυτό, Άγγελε; Τολμάς να εναντιωθείς στη θέληση μου;»
Η Μαριάμ κρατά το κεφάλι της ψηλά, παρά την πίεση της φωνής του Δημιουργού.
«Ναι, Πατέρα»
Εκείνη τη στιγμή, η Μαριάμ πέφτει στο έδαφος, κρατώντας το κεφάλι της και ουρλιάζοντας απ' τον πόνο. Οι άλλοι άγγελοι την κοιτούν με συμπόνια, αλλά κανείς δεν τολμά να επέμβει και να τη βοηθήσει. Ούτε καν οι Αρχάγγελοι. Κανείς, εκτός φυσικά απ' τον Ιωνάθαν, που πετάει το σπαθί του, τρέχει και γονατίζει δίπλα της.
«Σε παρακαλώ, Πατέρα, σταμάτα! Σταμάτα να την πονάς! Κάντο σε μένα! Ξέσπασε πάνω μου την οργή σου! Όχι σ' αυτήν! Σε ικετεύω! Όχι σ' αυτήν!»
Ξαφνικά, ο Ναθάνιελ, κυριευμένος από οργή επειδή ο Ιωνάθαν διεκδικεί και πάλι κάτι που του ανήκει, του επιτίθεται με το σπαθί του προτεταμένο, αλλά οι προσπάθεια του ματαιώνεται όταν ο Φύλακας βρίσκεται πίσω του σε κλάσματα του δευτερολέπτου και απειλεί να σκίσει τον λαιμό του με τα στιλέτα στα χέρια του.
«Πέτα το σπαθί και οπισθοχώρησε, αλλιώς το βρωμερό ιχώρ σου θα μουσκέψει το γρασίδι κάτω απ' τα πόδια μας στα επόμενα δύο δευτερόλεπτα!»
Ο Ναθάνιελ ρίχνει το σπαθί του ενώ τα χείλη του ψιθυρίζουν μια παράκληση.
«Πατέρα, σε παρακαλώ, βοήθα με!»
Η φωνή του Θεού ακούγεται εκνευρισμένη.
«Παρόλο που δεν σου αξίζει επιείκεια μιας και επιτέθηκες στον αδερφό σου ... Άφησε τον, Φύλακα! Ο Ιωνάθαν δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο απ' αυτόν»
Καθώς ο Φύλακας αποσύρει τα στιλέτα του και επιστρέφει στη θέση του, ο Ναθάνιελ σηκώνει το σπαθί του και υποχωρεί με φλεγόμενο μίσος στα μάτια του. Ο Ιωνάθαν αγκαλιάζει τρυφερά τη Μαριάμ, η οποία συνέρχεται σιγά-σιγά απ' τη δοκιμασία της και σηκώνει το κουρασμένο βλέμμα της όταν ακούγεται ξανά η φωνή του Θεού.
«Μαριάμ, είσαι σίγουρη για την επιλογή σου;»
«Ναι, Πατέρα!»
«Και είσαι έτοιμη να δεχτείς την τιμωρία που θα ορίσω εγώ;»
«Ναι, Πατέρα!»
«Εσύ, Ιωνάθαν; Είσαι έτοιμος να τιμωρηθείς μαζί της;»
«Ναι, Πατέρα!»
«Πολύ καλά. Θα σκεφτώ και θα αποφασίσω. Τώρα διαλυθείτε ήσυχα!»
Ο Θεός αποσύρεται στο μυστικό Του μέρος, το μέρος που κανείς άλλος δεν έχει δει ποτέ, ούτε καν οι αρχάγγελοι, και η επιρροή της αόρατης παρουσίας Του στους αγγέλους εξαφανίζεται κι αυτοί αρχίζουν να μιλούν μεταξύ τους γι' αυτό που μόλις συνέβη. Ο Θελιέλ τρέχει προς το ζευγάρι.
«Τι έκανες, Ιωνάθαν; Τρελάθηκες; Γιατί; Γιατί;»
«Γι' αυτήν, Θελιέλ. Γι' αυτήν!»
Αυτός κοιτάζει με λατρεία την Μαριάμ, η οποία τον κοιτάζει με μάτια γεμάτα αφοσίωση. Ο Θελιέλ κουνάει το κεφάλι του με κατανόηση ενώ ο Φύλακας πλησιάζει και βάζει ένα χέρι στον ώμο του Ιωνάθαν.
«Τώρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε την απόφαση Του»
Ο Θελιέλ έχει μια ιδέα.
«Ξέρεις κάτι, Φύλακα; Εσύ θα μπορούσες να μιλήσεις στη Νύχτα. Είναι η αδερφή Του και μπορεί να Τον επηρεάσει υπέρ μας»
«Δεν ξέρω τι θα βγει, αλλά μπορώ σίγουρα να προσπαθήσω»
Καθώς αυτοί οι δυο συζητούν, η Μαριάμ σηκώνει το χέρι της και χαϊδεύει το μάγουλο του Ιωνάθαν.
«Συγγνώμη, Ιωνάθαν»
«Γιατί μου ζητάς συγγνώμη; Επειδή με διάλεξες; Αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσες να μου κάνεις. Τρελαίνομαι και μόνο στη σκέψη ότι θα πήγαινες μαζί του»
«Δεν θα μπορούσα να είμαι με κανέναν άλλον εκτός από σένα. Είσαι ο Ήλιος μου»
«Κι εσύ είσαι το Πρωινό μου το Αστέρι. Το Αγγελούδι μου. Σε περίμενα τόσο καιρό»
«Συγγνώμη που άργησα»
«Ήρθες και μ' αγαπάς. Αυτό μου αρκεί»
«Ναι. Σ' αγαπάω, Ιωνάθαν»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Μαριάμ. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, και για όλη την αιωνιότητα»
Πίσω στο παρόν, ο Τζάκος ολοκληρώνει την αφήγηση.
«Έτσι έγιναν τα πράγματα»
Ο Στέφανος βολεύει καλύτερα την Άρτεμις στην αγκαλιά του.
«Και μετά τι έγινε;»
Ο Άρης συνεχίζει την αφήγηση.
«Έκανα αυτό που πρότεινε ο Οδυσσέας. Ζήτησα τη βοήθεια της Νύχτας»
«Και τι; Σας βοήθησε;»
«Ναι. Έκανε ότι μπορούσε. Μίλησε στον αδελφό της και Τον έπεισε να δώσει στον Ιωνάθαν και τη Μαριάμ μια επιλογή»
«Ανάμεσα σε τι;»
Ο Τζάκος κοιτάζει την Μαίρη.
«Στο να μείνουμε στον παράδεισο, αλλά χωρίς να είμαστε μαζί και στο να φύγουμε και να ζήσουμε μαζί στη γη σαν θνητοί»
Η Αναΐς χαχανίζει μέσα στην αγκαλιά του Ιάσονα.
«Και φυσικά, εσείς επιλέξατε τη θνητή ζωή ως ζευγάρι»
Ο Οδυσσέας καγχάζει.
«Ναι, Τσιχλόφουσκα. Διάλεξαν το αναμενόμενο και αυτή ήταν η παγίδα»
«Τι εννοείς;»
Αυτός που εξηγεί είναι ο Τζάκος.
«Εννοεί ότι κανείς δεν μας είπε ότι ο Ναθάνιελ θα μας ακολουθούσε και θα φρόντιζε να μας χωρίζει με τον πιο φρικτό τρόπο»
Ο Στέφανος ζητάει λεπτομέρειες, και αυτή που του τις δίνει είναι η Μαίρη.
«Με σκότωνε. Κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Σε κάθε ζωή τον βρίσκαμε πάντα απέναντί μας. Κάποιες φορές με δολοφονούσε πριν καν ξυπνήσει η αγγελική μας φύση»
Η Γιαγιά Άρτεμις έχει μια απορία, στην οποία βέβαια ξέρει ήδη την απάντηση.
«Αν ο Θεός σας έλεγε όλη την αλήθεια, θα διαλέγατε την άλλη επιλογή;»
«Όχι βέβαια!»
Το ζευγάρι μιλάει με μια φωνή και όλοι ξεσπούν σε γέλια. Η Γιαγιά Άρτεμις κουνάει το κεφάλι.
«Ήμουν σίγουρη»
Ο Αλέκος κοιτάζει τον Οδυσσέα.
«Κι εσύ, μωρό μου;»
«Εγώ ζήτησα να τους ακολουθήσω και ο όρος ήταν να αποδεχτώ τη μοίρα τους. Το δέχτηκα αμέσως, γιατί, μεταξύ μας, δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω χωρίς αυτούς στον Παράδεισο. Θα ήταν πολύ βαρετά»
«Έτσι απλά; Δεν ήταν πολύ μεγάλη η θυσία που έκανες;»
Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει με αγάπη.
«Λαμβάνοντας υπόψη τι πήρα σε αντάλλαγμα, όχι, δεν ήταν και τόσο μεγάλη θυσία»
Ο Αλέκος απλώνει το χέρι του και ο Οδυσσέας μπλέκει τα δάχτυλα τους. Εντωμεταξύ, ο Στέφανος κουνάει το κεφάλι του.
«Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ νομίζω ότι η τιμωρία ήταν πολύ αυστηρή. Το έγκλημα σας δεν ήταν και τόσο σοβαρό»
Ο Άρης τον αντικρούει.
«Πήγαν ενάντια στο θέλημα του Θεού, Τίγρη. Αυτό είναι απαράδεκτο για έναν άγγελο που γεννήθηκε για να Τον υπακούει»
Η Πανδώρα αναρωτιέται κάτι.
«Θείε, το έχεις μετανιώσει ποτέ;»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Όχι. Ποτέ. Θα το έκανα ξανά και ξανά»
«Ούτε όταν την έχανες;»
«Κοίτα! Την πρώτη φορά, όταν δεν ήξερα ότι θα ξαναγεννηθώ και θα έχω κι άλλη ευκαιρία μαζί της, το σκέφτηκα για μια στιγμή, αλλά όχι, ούτε και τότε. Οι στιγμές που ζούσαμε μαζί, λίγες ή πολλές, ήταν πάντα υπερπολύτιμες»
Αυτή απευθύνεται στην Μαίρη.
«Εσύ, Μαμά;»
«Το ίδιο, Δώρα μου. Ποτέ δεν μετάνιωσα για την απόφαση μου και ούτε θα το μετανιώσω ποτέ»
Τότε, η Άρτεμις επαναφέρει ένα θέμα που μερικοί απ' αυτούς, όσοι συμμετείχαν στην ανάκριση, ήθελαν να ξεχάσουν.
«Όλα αυτά είναι πραγματικά υπέροχα και ευχαριστήθηκα πολύ που τα έμαθα, αλλά δεν νομίζετε ότι ήρθε η ώρα να μας πείτε τι έγινε με τον Παύλο και την Αφροδίτη;»
Ο Άρης παίρνει μια βαθιά ανάσα και εξιστορεί τι έγινε στις δύο ανακρίσεις. Η Άρτεμις ευχαριστιέται ιδιαίτερα όταν ακούει τι πέρασε η Αφροδίτη, αλλά ακόμα περισσότερο της αρέσει η κατάληξη. Όταν όμως μαθαίνει για τον Παύλο, παρόλο που ποτέ δεν ένιωσε κάτι γι' αυτόν, στεναχωριέται, αλλά δεν μπορεί να κλάψει. Ο Στέφανος, νιώθοντας την αντάρα μέσα της, την σφίγγει επάνω του.
«Αν δεν μπορείς να κλάψεις, Κοριτσάκι, δεν πειράζει»
«Γιατί μου συμβαίνει αυτό, Στέφανε; Ένας νέος άνθρωπος αυτοκτόνησε για μένα κι εγώ δεν έχω ούτε ένα δάκρυ γι' αυτόν; Τι άνθρωπος είμαι;»
«Μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα. Είναι απόλυτα λογικό να νιώθεις έτσι»
«Σου είπε κάτι άλλο πριν ξεψυχήσει;»
«Βασικά, μου ζήτησε να σου πω ν' ακούσεις την αγαπημένη σου εκπομπή στο ραδιόφωνο. Είπε ότι θα καταλάβεις πόσο σ' αγάπησε και πόσο ειλικρινά σου εύχεται να έχεις μια υπέροχη ζωή μαζί μου»
Αυτή κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο.
«Άνοιξε το ραδιόφωνο στον Μελωδία, σε δέκα λεπτά αρχίζει»
Ο Άρης επεμβαίνει στην κουβέντα τους.
«Πριν απ' αυτό, χρειάζομαι κάτι από σένα, Άρτεμις»
«Φυσικά, αρχηγέ. Ό,τι θέλεις»
«Μιας και ο Παύλος δεν έχει οικογένεια, αποφασίσαμε να τον αποτεφρώσουμε»
«Καλά κάνατε. Από τα λίγα που πρόλαβα να μάθω γι' αυτόν, νομίζω ότι αυτό θα ήθελε»
«Ωραία. Από σένα θέλω να μας πεις τι να κάνουμε τις στάχτες του»
Αυτή σκέφτεται για λίγο.
«Το καλύτερο θα ήταν να σκορπιστούν στο Αιγαίο. Στην Μήλο θα ήταν το ιδανικό, μιας και ήταν η καταγωγή του από εκεί. Το θέμα είναι ποιος θα πάει. Θέλω να πάω εγώ, αλλά δεν μπορώ στην κατάσταση μου. Ίσως αν περιμέναμε να γεννήσω ...;»
Ο Σπύρος κοιτάζει την Αναστάζια κι εκείνη γνέφει.
«Μπορούμε να το κάνουμε εμείς, μωρό μου. Σε δύο μέρες που θα γυρίσουμε στο νησί, μπορούμε να πεταχτούμε στην Μήλο»
Το πρόσωπο της Άρτεμις σκοτεινιάζει.
«Τι; Θα φύγετε; Γιατί;»
«Πρέπει να ετοιμάσουμε το μαγαζί, μωρό μου» Σε λιγότερο από δύο μήνες ανοίγουμε και ξέρεις τι δουλειές πρέπει να γίνουν»
«Ναι, αλλά τι θα γίνει το καλοκαίρι; Δεν θα είστε εδώ στη γέννα;»
«Φυσικά και θα είμαστε εδώ»
Ο Τζάκος την διαβεβαιώνει.
«Μην ανησυχείς, γλυκιά μου. Όταν έρθει η ώρα, θα στείλω το ελικόπτερο να τους φέρει»
«Εντάξει τότε. Κανονίστηκε. Έτσι θα γίνει. Ανοίξτε τώρα το ραδιόφωνο για ν' ακούσουμε τι έχει να πει ο Παύλος»
Ο Αλέκος, μιας και βρίσκεται πιο κοντά στο ηχοσύστημα, ενεργοποιεί το ραδιόφωνο και το συντονίζει στον Μελωδία FM, στους 99,2. Μετά από μερικές διαφημίσεις, ο ραδιοφωνικός παραγωγός Περικλής Ζαβραδινός, η πιο μπάσα και αισθησιακή φωνή των ερτζιανών, ξεκινάει την εκπομπή του 'Έντεχνες Στιγμές Αγάπης', η οποία είναι η αγαπημένη της Άρτεμις.
«Καλησπέρα σας, φίλοι και φίλες. Ακόμα ένα βράδυ κοντά σας. Ένα γλυκό βράδυ Τετάρτης, το οποίο θα περάσουμε μαζί με έντεχνα τραγούδια αγάπης. Όμως πριν απ' αυτό, θα ξεκινήσουμε με ένα υπέροχο τραγούδι του Θεσσαλονικιού ράπερ Sanjuro σε μια διασκευή του συγκροτήματος Onirama, που παρουσιάστηκε πρώτη φορά στα MAD VMA 2011 και απογείωσε στην κυριολεξία την δημοτικότητα του συγκεκριμένου ράπερ με το χαμηλών τόνων ιδιαίτερο ερωτικό στυλ. Ξέρω ότι δεν είναι το στυλ της εκπομπής, αλλά υπάρχει λόγος. Το συγκεκριμένο τραγούδι μου το ζήτησε ο φίλος μας ο Παύλος, με τον όρο να το παίξω απόψε μονάχα αν δεν με ενημερώσει για το αντίθετο. Ποιος ξέρει τι κρύβεται πίσω απ' αυτό; Μια ανεκπλήρωτη αγάπη ή κάτι μεγαλύτερο; Τέλος πάντων! Μιας και δεν έλαβα καμία ενημέρωση ... Να την Προσέχεις. Αφιερωμένο από τον Παύλο στον Στέφανο για την όμορφη Άρτεμις! Να την Προσέχεις!»
Η μουσική της κλασσικής κιθάρας ξεκινάει και οι στίχοι του τραγουδιού μοιάζουν σαν να γράφτηκαν πραγματικά γι' αυτούς τους τρεις ...
*Δε σε ξέρω ... Μα έμαθα να σε ζηλεύω ... Βλέπεις αυτή που αγαπώ ... Στην αγκαλιά σου τη βλέπω ... Και εγώ μόνος μου μένω ... Θεέ μου πόσο τη θέλω ... Θα 'θελα να 'ταν δικιά μου ... Χωρίς εκείνη πεθαίνω ... Γιατί ... Γιατί να μην μπορώ εγώ να την κερδίσω ... Ξεριζώνω την καρδιά μου για να τη φέρω πίσω ... Μα δεν τα καταφέρνω ... Πάλι εσύ μου την κλέβεις ... Τη μικρή μου νεράιδα από τα χέρια μου παίρνεις ... Όλα δικά σου τα θέλεις ... Μα πριν έρθεις εσύ ... Την περίμενα εγώ στην αγκαλιά μου να μπει ... Μα δε φάνηκε ... Και έχασα το κορίτσι μου ... Από τότε πολεμάω να ξεφύγω απ' τη θλίψη μου ... Μη με παρεξηγείς ... Ξέρω πως δε σε νοιάζει ... Ξέρω πως το τραγούδι μου αυτό σε αηδιάζει ... Μα είναι ότι έχω ... Όλη μου η περιουσία ... Ένα κομμάτι χαρτί και λίγο φαντασία ... Πρόσεχε την ... Γιατί εγώ δεν μπορώ ... Νόμιζα θα 'ρθει να με βρει όμως δεν είναι εδώ ... Γιατί από μας τους δυο εγώ είμαι ο χειρότερος ... Στην καρδιά της μέσα είσαι σημαντικότερος.
Δε σε ξέρω, αλλά να την προσέχεις ... Αυτή που αγαπώ εσύ την έχεις ... Θα 'θελα να 'μαι εσύ για μία ώρα ... Να την είχα αγκαλιά για λίγο τώρα *
Χωρίς να ξέρει πως και γιατί, η Άρτεμις έχει αρχίσει να κλαίει με λυγμούς. Οι βρύσες των ματιών της άνοιξαν και τρέχουν δάκρυα ασταμάτητα. Δάκρυα για τον τριαντάχρονο άντρα που πήρε την ίδια του την ζωή εξαιτίας του άρρωστου μυαλού του. Αυτή κλαίει και χωρίς να το ξέρει βοηθάει την ψυχή του Παύλου να αναπαυτεί, ενώ το τραγούδι, το κύκνειο άσμα ενός τρελού, συνεχίζεται.
* Πρόσεχε την, έχει περάσει πολλά ... Ο χειρότερος της φόβος είναι η μοναξιά ... Όταν δεν είναι καλά χάιδεψε της τα μαλλιά ... Πες της γλυκόλογα στ' αυτί και κράτησε την σφιχτά ... Μην μου την κάνεις να κλαίει, τέτοιο πλάσμα είναι κρίμα ... Τα ματάκια της στίχοι απ' το πιο όμορφο ποίημα ... Κι αν ποτέ σου θυμώσει δωσ' της μόνο αγάπη ... Κοίταξε μη ραγίσει γιατί είναι σαν πορσελάνη ... Όμορφη και πολύτιμη να της φέρεσαι έτσι ... Ένας άγγελος που στην αυλή σου έχει πέσει ... Κάποια βράδια ... Κάτι θα πάθει νομίζει ... Να της κρατάς συντροφιά ... Μέχρι τα μάτια να κλείσει και να κοιμηθεί ... Για να σε δει στα όνειρά της ... Που θα είσαι ο φύλακας, ο γλυκός πρίγκιπας της ... Να πηγαίνετε βόλτες στα πιο όμορφα μέρη ... Γιατί σιχάθηκε εδώ πέρα όλο τα ίδια να βλέπει ... Και μην ανησυχείς, εγώ γίνομαι σκόνη ... Δε θα την ενοχλήσω όσο κι αυτό αν με σκοτώνει ... Η καρδιά μου είναι μόνη ... Θα χαρείς επομένως ... Μ' αυτήν που εσένα αγαπάει εγώ είμαι ερωτευμένος.
Δε σε ξέρω. αλλά να την προσέχεις ... Αυτή που αγαπώ εσύ την έχεις ... Θα 'θελα να 'μαι εσύ για μία ώρα ... Να την είχα αγκαλιά για λίγο τώρα *
Μόλις τελειώνει το τραγούδι, η Άρτεμις σκουπίζει τα μάτια της και κάνει μία δήλωση που κλείνει μια για πάντα αυτό το κεφάλαιο της ζωής της.
«Το κεφάλαιο Παύλος κλείνει οριστικά. Θα σας παρακαλέσω να μην αναφερθεί ποτέ ξανά»
Κανείς δεν μιλάει, αλλά όλοι συμφωνούν. Μετά απ' αυτό, μιας και η ώρα έχει περάσει, στέλνουν τα παιδιά για ύπνο ενώ οι ενήλικες κάθονται να πιουν ένα τελευταίο ποτό πριν αποσυρθούν για τη νύχτα. Ο Βίκος μοιράζεται το ποτήρι του με την Θαλασσινή.
«Άρη, τι ώρα θα φτάσουν οι λύκοι αύριο;»
«Ο Νέγρος και ο Φράνκο θα ξεκινήσουν για την λίμνη το ξημέρωμα, οπότε θα είναι εδώ γύρω στο μεσημέρι. Τι έγινε με το κρέας;»
Ο Τζάκος, που έχει αναλάβει τα σχετικά, του απαντάει.
«Το πρωί θα έρθει το ειδικό ψυγείο και μόλις το εγκαταστήσουμε θα έρθει και το κρέας. Παρήγγειλα διάφορα. Μοσχάρια, λαγούς, κατσίκια, μέχρι και ελάφια. Οι λύκοι σου θα φάνε καλά!»
Ο Άρης νεύει, ενώ η Σελήνη χτυπάει παλαμάκια με ανυπομονησία.
«Ανυπομονώ να τους γνωρίσω!»
Η Μαίρη συμφωνεί.
«Όλοι μας ανυπομονούμε»
Ο Οδυσσέας μορφάζει.
«Εγώ πάλι ανησυχώ λίγο»
Ο Αλέκος τον κοιτάζει χαμογελώντας.
«Για ποιο πράγμα;»
«Κι αν δει κάποιος τους λύκους;»
Ο Άρης καγχάζει.
«Ποιος, ρε Οδυσσέα; Έχουμε απομακρύνει όλο το προσωπικό και οι άντρες της συμμορίας που φρουρούν την περίμετρο του σπιτιού έχουν ψυχαναγκαστεί να ξεχνούν αμέσως ό,τι κι αν βλέπουν»
«Ας ελπίσουμε ότι έχεις δίκιο»
Εκείνη τη στιγμή, η Άρτεμις τρίβει το πρόσωπό της στο στήθος του Στέφανου και χασμουριέται.
«Τι τρέχει, Κοριτσάκι; Νύσταξες;»
«Λίγο, ναι. Μπορούμε να πάμε στο δωμάτιό μας;»
«Φυσικά, μωρό μου. Πάμε!»
Αυτοί σηκώνονται, λένε καληνύχτα και ανεβαίνουν τις σκάλες πιασμένοι χέρι-χέρι. Πριν όμως τους ακολουθήσουμε, θα πάμε κάπου άλλου ...
~ ΔΙΠΛΑΝΗ ΠΟΡΤΑ ~ ΦΩΛΙΑ του ΛΥΚΟΥ ~ ΔΩΜΑΤΙΟ του ΕΡΜΗ ~
Μιας και η Μαργαρίτα είναι ακόμα τιμωρία στο δωμάτιο της, ο Ερμής βρίσκει την ευκαιρία να περάσει λίγη ώρα μόνος με την Αλίκη, η οποία φιλοξενείται εκεί για μερικά βράδια, μιας και οι γονείς της λείπουν σε επαγγελματικό ταξίδι για την εταιρία και ο αδερφός της ο Κοσμάς μένει σε έναν φίλο του. Έτσι, αυτοί κάθονται στο περβάζι και κοιτάζουν το φεγγάρι, το οποίο έχει επιστρέψει στο κανονικό του σχήμα μετά την πανσέληνο.
Αυτοί μένουν σιωπηλοί, μέχρι που η Αλίκη σπάει την σιωπή.
«Αν μας δει έτσι η Ρίτα, είμαι νεκρή!»
Ο Ερμής γελάει.
«Όχι! Μην την βλέπεις που κάνει έτσι. Κατά βάθος ξέρει ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα»
«Πλάκα κάνω. Μην την υπερασπίζεσαι. Και οι δύο ξέρουμε την θέση μας στην καρδιά σου»
«Τι εννοείς;»
«Αυτή είναι η βασική, κι εγώ η αναπληρωματική»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι»
«Έτσι ακριβώς είναι και δεν πειράζει. Το έχω αποδεχτεί και δεν με νοιάζει καθόλου. Μου αρκεί να είμαι στη ζωή σου ακόμα κι έτσι»
Ο Ερμής θέλει να πει κάτι, αλλά η αυθόρμητη κίνηση της Αλίκης να τραβήξει τα μαλλιά της στο πλάι αποκαλύπτοντας την παλλόμενη σφαγίτιδα φλέβα στον λαιμό της, τον αποπροσανατολίζει και τον κάνει να γλύψει τα χείλη του. Αυτή του η αντίδραση τραβάει την προσοχή της.
«Διψάς;»
Αυτός απομακρύνεται από κοντά της κάπως αμήχανος.
«Όχι. Εγώ απλά ... Μυρίζεις τόσο όμορφα. Το αίμα σου με επηρεάζει»
«Εννοείς, περισσότερο απ' της Ρίτας;»
«Πολύ ... Πολύ περισσότερο! Είναι σαν να συγκρίνεις ένα κακοψημένο χάμπουργκερ με ένα σενιάν εκλεκτό μοσχαρίσιο φιλέτο»
Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα από ευχάριστη έκπληξη, αλλά εκείνος νομίζει ότι είναι από φόβο και σπεύδει να την καθησυχάσει.
«Όχι! Όχι! Προς Θεού! Μην φοβάσαι! Δεν θα σου κάνω κακό! Δεν θα στο έκανα ποτέ αυτό! Όσο ακαταμάχητο κι αν είναι ... Ουφ! Το αίμα σου!»
Η έκφραση της αλλάζει σε απορία.
«Τι είναι αυτά που λες; Ποιος σου είπε ότι φοβάμαι;»
«Δεν φοβάσαι;»
«Όχι βέβαια!»
«Αλικάκι, σύνελθε! Μόλις σου είπα ότι το αίμα σου με τραβάει σαν μαγνήτης και παλεύω με νύχια και με δόντια ν' αντισταθώ»
«Ναι, και αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσες να μου πεις»
Η έκφραση του είναι ανεκτίμητη έτσι όπως την κοιτάζει σαν χάνος, και γίνεται ακόμα πιο χαριτωμένη όταν την βλέπει να πηγαίνει στο κρεβάτι του και να ξαπλώνει με τέτοιο τρόπο ώστε ο λαιμός της να είναι εντελώς εκτεθειμένος.
«Τι κάνεις εκεί, ρε γαμώτο;»
«Σου προσφέρω εκείνο το σενιάν εκλεκτό μοσχαρίσιο φιλέτο»
Αυτός κάνει μερικά βήματα πίσω και κολλάει το σώμα του στον τοίχο.
«Αλίκη, μην παίζεις μ' αυτό!»
Αυτή ανασηκώνεται και στηρίζεται στους αγκώνες της.
«Δεν παίζω! Σοβαρολογώ! Μπορείς να πιεις το αίμα μου!»
«Όχι! Όχι!»
«Ερμή μου, σε παρακαλώ! Είναι το μόνο πράγμα στο οποίο υπερτερώ της Ρίτας. Μην μου το στερείς!»
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, αυτός πλησιάζει και ανεβαίνει στο κρεβάτι. Εκείνη πέφτει πίσω κι εκείνος ξαπλώνει επάνω της. Αυτή κάνει να γυρίσει το κεφάλι της, αλλά εκείνος δεν την αφήνει. Με το δάχτυλο του στο σαγόνι της, την αναγκάζει να τον κοιτάξει.
«Είσαι απόλυτα σίγουρη;»
«Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρη για κάτι!»
Αυτή αναστενάζει όταν αυτός ανοίγει το στόμα του και εμφανίζει τους κυνόδοντες του. Αυτή γέρνει το κεφάλι της κι εκείνος σκύβει και την δαγκώνει. Το δάγκωμα του είναι ακριβώς όπως αυτή το περίμενε. Γλυκό και καθόλου επίπονο. Όσο γι' αυτόν, το καυτό της αίμα κυλάει στον λαιμό του και για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνεται τόσο κοντά με κάποιο άλλο ανθρώπινο πλάσμα.
Την ίδια στιγμή, κάτω στο σαλόνι, ο Άρης και η Σελήνη νιώθουν από το πουθενά μια περίεργη ανατριχίλα έτσι όπως κάθονται στον καναπέ. Ο λόγος; Οι σκέψεις του Ερμή! Αυτοί κοιτάζονται για λίγο και ξεσπούν σε ακατάσχετα γέλια.
«Μα τη Θεά! Πρέπει να του μάθω πώς να ελέγχει τις σκέψεις του»
«Τι νομίζεις ότι κάνει τώρα;»
«Ρωτάς; Μιας και είναι μικρός για να κάνει σεξ, αυτός πίνει αίμα, αλλά όχι από σακουλάκι και όχι οποιοδήποτε αίμα»
« Μα η Ρίτα δεν είναι μαζί του. Αυτή είναι ακόμα τιμωρία. Ποιανής το αίμα πίνει;»
Αυτοί σκέφτονται για λίγο, μέχρι που ο Άρης συνειδητοποιεί την αλήθεια.
«Η Αλίκη. Αυτή πρέπει να είναι. Είναι το μόνο άτομο που υπάρχει στο σπίτι μας εκτός απ' την Έλενα»
Η Σελήνη μορφάζει.
«Τι συμβαίνει εδώ, Λύκε; Αυτά τα συναισθήματα είναι πολύ ισχυρά»
«Απ' ότι φαίνεται, η Ρίτα μόλις απέκτησε μία πολύ ισχυρή αντίπαλο»
«Ξέρεις κάτι; Δεν με νοιάζει με ποια θα καταλήξει, αρκεί να είναι αυτός ευτυχισμένος»
«Ο χρόνος θα δείξει, Γατούλα μου. Το μόνο που πρέπει να διασφαλίσουμε είναι να μην μάθει ο Διονύσης γι' αυτό που γίνεται απόψε»
«Αυτό ξαναπές το!»
Αυτοί γελάνε ξανά και μετά η Σελήνη συνεχίζει την κουβέντα.
«Πάντως, χωρίς πλάκα τώρα. Πρέπει να του μάθεις να ελέγχει τις σκέψεις του, γιατί αν αρχίσει να κάνει σεξ, την γαμήσαμε. Όσο προοδευτική και ανοιχτόμυαλη κι αν είμαι, δεν θ' αντέξω να βλέπω τον γιο μου να πηδάει»
Ο Άρης το σκέφτεται για λίγο.
«Με τον Ερμή δεν θα έχω πρόβλημα, αλλά σίγουρα θα έχω με την Έλενα. Γαμώτο! Δεν μπορώ ούτε καν να το φανταστώ ότι το κοριτσάκι μου ... Απαπά!»
«Αυτό θα έχει πολύ πλάκα! Ανυπομονώ να δω τα μούτρα σου εκείνη τη στιγμή»
Αυτή κλαίει απ' τα γέλια, ενώ αυτός σταματάει να γελάει και δείχνει τα δόντια του.
«Πολύ αστείο, Γατούλα! Πολύ αστείο!»
Αυτή τον καβαλάει με ένα μικρό άλμα και τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του. Αυτός την κοιτάζει καχύποπτα.
«Τι είναι αυτό τώρα; Προς τι η επίθεση;»
«Οι σκέψεις του γιου σου με κάνουν να διψάω»
«Μάλιστα!»
«Μπορείς να κάνεις κάτι γι' αυτό, Αφέντη;»
«Κάτι μπορώ να κάνω. Σήκω πάνω και άλλαξε»
Αυτή σηκώνεται δονούμενη από ανυπομονησία, στέκεται ακριβώς μπροστά του, κλείνει τα μάτια της και αφήνει τον αληθινό της εαυτό να βγει στην επιφάνεια με τους αιχμηρούς κυνόδοντες, τη λεπτή μακριά ουρά, τα μυτερά αυτιά και το αδαμάντινο μαστίγιο στο λαιμό της. Αυτός, που έχει ήδη μεταμορφωθεί, σηκώνεται και της απλώνει το χέρι.
«Δώσε μου το μαστίγιο»
Αμέσως, το εύκαμπτο μαστίγιο ξετυλίγεται γύρω απ' το λαιμό της και τυλίγεται γύρω απ' το τεντωμένο χέρι του.
«Μπράβο το κορίτσι μου!»
Οι σπίθες του πάθους είναι ορατές πάνω απ' τα κεφάλια τους καθώς αυτή τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια ενώ αυτός καμτσικώνει τον αέρα με το μαστίγιο. Όλη αυτή η σκηνή κάνει φυσικά όλους τους άλλους να τους κοιτάξουν.
Ο Τζάκος παίρνει τα μάτια του απ' τους λύκους και κοιτάζει τη Μαίρη ενώ περνάει τη γλώσσα του πάνω απ' τα χείλη του και φυσικά δεν είναι ο μόνος. Όλα τα ζευγάρια κοιτάζονται λίγο περίεργα, καθώς το πάθος και η ερωτική διάθεση φτάνουν στο όριο του ανυπόφορου. Όσο για τη Γιαγιά Άρτεμις και τη Ζαφειρία, οι μόνες γυναίκες χωρίς άντρα, βλέπεται ο Έκτορας έχει νυχτερινή βάρδια, κοιτάζουν η μία την άλλη με συμπόνια και αλληλοκατανόηση. Κι όπως πάντα, αυτός που λύνει το πρόβλημα λέγοντας το σωστό πράγμα τη σωστή στιγμή είναι ... Ποιος άλλος; ... ο Οδυσσέας.
«Για όνομα του Παραδείσου, καυλωμένα ζώα. Βρείτε ένα γαμημένο δωμάτιο!»
Ξεσπώντας σε δυνατά γέλια, ο Άρης πιάνει το χέρι της Σελήνης και τρέχουν έξω στο δάσος. Η Αναΐς και η Πανδώρα αρπάζουν τα αγόρια τους και ανεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες. Ο Ηρακλής με την Αγνή, ο Βίκος με την Θαλασσινή και ο Ορέστης με την Χλόη κατευθύνονται ο καθένας στο σπίτι τους. Ο Σπύρος με την Αναστάζια αποσύρονται στον ξενώνα, ενώ η Γιαγιά Άρτεμις και η Ζαφειρία πηγαίνουν στο δωμάτιο της πρώτης για να αλληλοπαρηγορηθούν. Ο Τζάκος σηκώνεται και ανοίγει τα φτερά του. Η Μαίρη τον κοιτάζει.
«Τι κάνεις, Πρίγκιπα;»
«Κάνε το ίδιο, Αγγελούδι»
«Τι έβαλες στο βρόμικο μυαλό σου;»
«Αγγελικό σεξ στα κεραμίδια»
«Γι' αυτό σ' αγαπάω, ρε γαμώτο! Γιατί πάντα ξέρεις τι σκέφτομαι!»
Ενθουσιασμένη, αυτή ανοίγει τα φτερά της και, μαζί με τον Τζάκο, πετάνε έξω, πιασμένοι χέρι-χέρι. Οι τελευταίοι που μένουν στο άδειο πλέον σαλόνι είναι ο Οδυσσέας και ο Αλέκος, ο οποίος παίρνει ένα πονηρό ύφος.
«Επιτέλους μόνοι»
«Τι θέλεις, Αλέκο;»
«Θέλω να βγάλεις την μπλούζα σου και ν' ανοίξεις τα φτερά σου»
Ο Οδυσσέας κάνει αυτό που του ζητάει ο Αλέκος, εντελώς αδιαμαρτύρητα. Καθώς τα κατακόκκινα φτερά του απλώνονται στην πλάτη του, ο Αλέκος πηγαίνει πίσω του και αρχίζει ν' αγγίζει τα απαλά πούπουλα με πολύ αργές κινήσεις. Ο Οδυσσέας κλείνει τα μάτια του και απολαμβάνει το χάδι του αγαπημένου του.
«Σ' αρέσει αυτό;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο»
«Τι ακριβώς νιώθεις;»
«Τα φτερά μου είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου, το πιο σημαντικό κομμάτι. Το άγγιγμα σου είναι σαν ν' αγγίζεις την ψυχή μου, τον πυρήνα της ύπαρξης μου»
«Είναι τόσο απαλά και ζεστά»
«Αλέκο μου, είσαι σίγουρος ότι όλα αυτά, η αληθινή μου φύση, δεν είναι πολλά για σένα; Ανησυχώ λίγο»
Ο Αλέκος αλλάζει θέση, κάθεται μπροστά στον Οδυσσέα, παίρνει τα χέρια του στα δικά του, τα φέρνει στο στόμα του και φιλάει τις αρθρώσεις του.
«Ποιος άντρας θα είχε πρόβλημα να πηδάει ένα πανέμορφο πιπίνι, τριάντα χρόνια μικρότερο του;»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Είσαι πολύ διεστραμμένος τελικά!»
Ο Αλέκος γελάει, αλλά αμέσως μετά, η έκφραση του αλλάζει και κοιτάζει τον Οδυσσέα με πολύ σοβαρό ύφος.
«Χωρίς πλάκα τώρα! Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς καθόλου για μένα. Είμαι απολύτως καλά με όλα αυτά. Άλλωστε, όπως είπες, είσαι ο Οδυσσέας μου. Τίποτα δεν έχει αλλάξει εκτός απ' το ότι έχεις φτερά τώρα»
«Και είμαι και ένα πανέμορφο πιπίνι, τριάντα χρόνια μικρότερο σου»
«Εντάξει! Ναι! Κι αυτό, αλλά και πριν, πάλι πανέμορφος ήσουν»
«Αχ, ρε Αλέκο!»
«Σ' αγαπάω, ρε γαμώτο! Ό,τι και να γίνει!»
Αυτή τη φορά, ο Οδυσσέας δεν απαντά. Τουλάχιστον όχι με λόγια. Αυτός σκύβει μπροστά, σπρώχνει τον Αλέκο πίσω και ξαπλώνει πάνω του. Το παθιασμένο φιλί που του δίνει τον κάνει να καταλάβει πλήρως την έκταση της αγάπης που νιώθει για εκείνον. Αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Ένα χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του Αλέκου όταν βλέπει τον Οδυσσέα να δαγκώνει τα χείλη του μετά το φιλί. Μετά από τόσα χρόνια μαζί του, αυτός ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Αυτός δεν θέλει να κάνει σεξ. Θέλει να κάνει έρωτα, και γι' αυτό του πλαισιώνει το μάγουλο με το χέρι του.
«Βγάλε το παντελόνι σου, μωρό μου και άσε με να σου κάνω έρωτα»
Τα υπέροχα ανοιχτοπράσινα μάτια του Οδυσσέα ανοίγουν από έκπληξη.
«Πώς το ξέρεις; Εννοώ ...»
Ο Αλέκος αγγίζει τα χείλη του με τα δάχτυλα του.
«Μπορεί να είσαι άγγελος τώρα, αλλά οι αντιδράσεις σου έχουν μείνει ίδιες και ξέρω να τις διαβάζω όλες»
Το γλυκό χαμόγελο που κάνει το πρόσωπο του Οδυσσέα να λάμψει από ευτυχία καθώς σηκώνεται και βγάζει το παντελόνι του, λιώνει την καρδιά του Αλέκου. Πριν τον καβαλήσει ξανά τον κοιτάζει ερωτηματικά.
«Πού θέλεις τα φτερά μου; Μέσα ή έξω;»
«Εννοείται έξω!»
Ο Οδυσσέας γελάει δυνατά και ο Αλέκος ακολουθεί το παράδειγμά του γιατί απλά δεν μπορεί να του αντισταθεί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν αυτοί ενώνονται, το γέλιο τους μετατρέπεται σε βογκητό. Καθώς αυτοί κάνουν έρωτα, τα κατακόκκινα φτερά του Οδυσσέα αγγίζουν τον Αλέκο και το δωμάτιο γύρω τους γεμίζει με το μεθυστικό άρωμα της αγάπης τους.
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΕΠΑΝΩ ~ ΞΕΝΩΝΑΣ Νούμερο ΕΝΑ ~ ΣΤΕΦΑΝΟΣ & ΑΡΤΕΜΙΣ ~
Αυτή πηγαίνει στο μπάνιο για να ουρήσει για πολλοστή φορά, μιας και το μωρό έχει ήδη αρχίσει να πιέζει την κύστη της, ενώ αυτός είναι ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι και διαβάζει ένα βιβλίο. Ξαφνικά, η τρεμάμενη φωνή της ακούγεται τρομαγμένη.
«Στέφανε, βοήθεια!»
Στο επόμενο δευτερόλεπτο, αυτός βρίσκεται ήδη στο μπάνιο, όπου την βρίσκει να προσπαθεί να σταθεί όρθια κρατώντας με το ένα χέρι τον νεροχύτη ενώ με το άλλο κρατάει την κοιλιά της. Το μέτωπό της είναι βρεγμένο απ' τον ιδρώτα και τα μάτια της ερμητικά κλειστά. Αυτός τρέχει κοντά της και την αγκαλιάζει.
«Τι έπαθες, Κοριτσάκι μου;»
«Εγώ ... Εγώ ... Ένας οξύς πόνος. Κάτω χαμηλά. Έχασα τον κόσμο για λίγο. Μάλλον ο γιος σου έχει κέφια εκεί μέσα»
Αυτός χαμογελάει εμφανώς ανακουφισμένος.
«Έλα! Πάμε έξω στο μπαλκόνι να πάρεις λίγο αέρα»
Στηριζόμενη επάνω του, αυτή τον ακολουθεί έξω και μαζί κάθονται στο καναπεδάκι. Αυτός σκύβει και της χαϊδεύει απαλά την κοιλιά.
«Έη, εσύ εκεί μέσα ... Μ' ακούς;»
Η απάντηση έρχεται αμέσως.
«Ναι, Μπαμπά. Σ' ακούω»
«Γιατί πόνεσες τη μαμά;»
«Ωχ! Πόνεσε πολύ; Πες της ότι λυπάμαι. Δεν ήθελα να την πονέσω. Απλώς τέντωσα λίγο τα πόδια μου. Ζήτα της συγγνώμη. Θα είμαι πιο προσεκτικός από δω και πέρα. Το υπόσχομαι!»
Ο Στέφανος πιέζει τα χείλη του μεταξύ τους για να μην γελάσει και η Άρτεμις τον κοιτάζει με αγωνία.
«Τι; Τι σου είπε;»
«Σου ζητάει συγγνώμη. Δεν ήθελε να σε πονέσει. Απλώς τέντωσε λίγο τα πόδια του και σε κλώτσησε. Υποσχέθηκε να είναι πιο προσεκτικός από δω και πέρα»
Αυτή χαμογελάει και χαϊδεύει την κοιλιά της.
«Γλυκό μου αγοράκι! Δεν πειράζει. Μπορείς να τεντώνεσαι όσο θέλεις. Η μαμά είναι δυνατή και μπορεί ν' αντέξει όλο τον πόνο του κόσμου για σένα»
Ο Στέφανος κουνάει το κεφάλι του καθώς ακούει την απάντηση του μωρού.
«Τι είπε;»
«Ότι σ' αγαπάει πολύ και ανυπομονεί να σε γνωρίσει»
«Αχ! Μακάρι να μπορούσα να τον ακούσω κι εγώ. Έστω για λίγο. Μόνο μια φορά»
Ο Στέφανος σκέφτεται για λίγο.
«Έχω μια ιδέα. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα λειτουργήσει, αλλά δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε»
«Τι;»
«Έλα μαζί μου»
Αυτοί σηκώνονται και μπαίνουν στο δωμάτιο. Αυτός γδύνεται και ξαπλώνει ανάσκελα στο στρώμα. Εκείνη τον κοιτάζει έκπληκτη.
«Τι κάνεις;»
«Γδύσου και κάτσε πάνω μου»
Αυτή σουφρώνει τα χείλη της.
«Αν θες να με πηδήξεις, μπορείς απλά να το ζητήσεις ή να με διατάξεις. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιείς το μωρό»
«Θα κάνεις αυτό που σου λέω ή όχι;»
«Για να δούμε τι θα δούμε!»
Αυτή βγάζει τα εσώρουχα της, κάθεται πάνω του και ενώνεται μαζί του. Αυτός απλώνει τα χέρια του και απελευθερώνει την Ουράνια Φωτιά που απλώνεται σε όλο του το σώμα και μαζί και στο δικό της καθώς οι δύο τους είναι ένα. Μετά, αυτός παίρνει μερικές βαθιές αναπνοές και αφήνει αργά τον αέρα να βγει απ' τους πνεύμονες του καθώς προσπαθεί να κατευνάσει την επιθυμία του για σεξ. Αυτή νιώθει την ένταση μέσα του.
«Στέφανε ...;»
«Σσσσ! Μη μιλάς για λίγο, Κοριτσάκι. Και προσπάθησε να μείνεις ακίνητη»
Αυτή μένει εντελώς ακίνητη και μετά από λίγα λεπτά, αυτός απευθύνεται στον γιο του.
«Τζέι-Τζέι, πες κάτι!»
«Τι θέλεις να πω, Μπαμπά;»
Απ' ότι φαίνεται, η ιδέα του Στέφανου λειτουργεί, γιατί ακριβώς τη στιγμή που ακούγεται καθαρά η καρτουνίστικη φωνή του Τζέι-Τζέι, η Άρτεμις ανοίγει το στόμα της έκπληκτη, αλλά και απείρως χαρούμενη.
«Θεέ μου! Τον ακούω! Ω, Στέφανε. Τα κατάφερες!»
«Έλα, Κοριτσάκι! Μίλα στον γιο σου»
«Τζέι-Τζέι ... Γλυκό μου αγοράκι! Εγώ είμαι, η μαμά σου»
«Ξέρω ποια είσαι, Μαμά. Αναγνωρίζω την όμορφη φωνή σου»
Αυτή ανοίγει το στόμα της να μιλήσει, αλλά δεν μπορεί. Η φωνή της χάνεται στους λυγμούς που ταρακουνούν το κορμί της. Αυτή κλαίει και το μωρό το αντιλαμβάνεται αμέσως.
«Γιατί κλαις, Μαμά; Πονάς;»
Ο Στέφανος χαμογελάει καθώς σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάγουλα της Άρτεμις και σπεύδει να ηρεμήσει τον γιο του.
«Μην ανησυχείς, γιε μου. Η μαμά είναι κλαίει γιατί χαίρεται που σ' ακούει»
«Μαμά μου, σ' αγαπάω τόσο πολύ!»
Αυτή καταφέρνει να ψελλίσει μερικές λέξεις.
«Κι εγώ σ' αγαπάω, αγοράκι μου. Γλυκό μου αγγελούδι»
Επειδή όμως εκτός από πατέρας, ο Στέφαν είναι και άντρας, δεν μπορεί να περιμένει άλλο και ζητάει απ' τον γιο του μια χάρη.
«Κάνε μου μια χάρη, Τζέι-Τζέι»
«Τι χάρη, Μπαμπά;»
«Χρειάζομαι τη μαμά για κάτι. Μπορείς να κοιμηθείς για λίγο;»
«Οι ανθρώπινες ανάγκες ενός Νεφελίμ ενεργοποιούνται μετά την γέννηση του, Μπαμπά. Όσο είμαι εδώ μέσα δεν έχω ανάγκη από ύπνο»
«Έτσι, ε; Χμμμ ... Και τώρα τι κάνουμε;»
«Μπορώ να πάω στο χαρούμενο μέρος μου. Το έκανα και χθες»
«Εντάξει, πήγαινε εκεί και μόλις βρούμε λίγο χρόνο, θα μου πεις τα πάντα γι' αυτό το χαρούμενο μέρος»
«Σύμφωνοι. Γεια σου για την ώρα. Γεια σου και σένα, Μανούλα»
Αυτοί τον χαιρετούν γελώντας. Αμέσως μετά, διαισθανόμενος ότι ο Τζέι-Τζέι έχει φύγει, ο Στέφανος απορροφάει την Ουράνια Φωτιά κι αυτή συγκεντρώνεται στα βιολετί μάτια του καθώς κοιτάζει λάγνα την Άρτεμις. Αυτή του ανταποδίδει το βλέμμα με τον ίδιο τρόπο, αλλά πριν παραδοθούν στο πάθος τους, έχει κάτι να του πει. Επειδή η κοιλιά της δεν της επιτρέπει να σκύψει μπροστά, φιλάει τα δάχτυλα της πριν τα ακουμπήσει στα χείλη του στέλνοντας του ένα φιλί τόσο απαλό και γεμάτο ευγνωμοσύνη, κάτι σαν προσκύνημα.
«Σ' ευχαριστώ που με βοήθησες ν' ακούσω το μωρό μου. Με έκανες πολύ χαρούμενη»
Αυτός σηκώνει τα χέρια του και μπλέκει τα δάχτυλα του στα μαλλιά της.
«Μη μ' ευχαριστείς, Κοριτσάκι. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής μου. Να σε κάνω χαρούμενη»
Αυτή του πιάνει τα χέρια και τα φέρνει στο λαιμό της.
«Μπορείς να με κάνεις ακόμα πιο χαρούμενη»
Κρατώντας το λαιμό της, την τραβάει λίγο προς το μέρος του, σηκώνει το πάνω μέρος του κορμιού του και απελευθερώνει τα χρυσά φτερά του με μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση των ώμων του. Αυτή αναστενάζει στη θέα των πανέμορφων τεράστιων φτερών που της κόβουν την ανάσα όπως πάντα.
Ο αναστεναγμός της γίνεται βογκητό όταν αυτός τα τυλίγει γύρω απ' τα ενωμένα σώματά τους και αρχίζει να κουνιέται μέσα της. Οι αντίχειρες του κάνουν μασάζ στην κεντρική αρτηρία στο λαιμό της, με αποτέλεσμα να ρέει περισσότερο αίμα στον εγκέφαλο της και κατ' επέκταση περισσότερο οξυγόνο, οδηγώντας την σε απόλυτη ευφορία και ευχαρίστηση.
Αυτή παραδίδεται στην έκσταση του έρωτα του και οι φωνές της θα ακούγονταν σ' όλο το σπίτι αν αυτός δεν σφράγιζε το στόμα της με το δικό του μοιράζοντας μαζί της την αγγελική του ανάσα, λίγο πριν παραδοθούν στον έντονο οργασμό που έρχεται και για τους δύο ταυτόχρονα αμέσως μετά.
~ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ~ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ ~ ΤΖΑΚΟΣ & ΜΑΙΡΗ ~
Όπως είπε ο Οδυσσέας στον Αλέκο, τα φτερά ενός αγγέλου είναι το πιο σημαντικό μέρος του εαυτού του, και έτσι νιώθει χαρούμενος και γεμάτος όταν τα χρησιμοποιεί για να πετάει. Πόσο μάλλον όταν πετάει κρατώντας το χέρι της αγαπημένης του. Έτσι ακριβώς νιώθει κι ο Τζάκος αυτή τη στιγμή που πετάει κρατώντας το χέρι της αγαπημένης του Μαίρης, η οποία τον κοιτάζει με λατρεία.
«Είσαι χαρούμενος. Το νιώθω»
Αυτός της χαμογελάει, φωτίζοντας τη σκοτεινή νύχτα.
«Δεν είμαι απλά χαρούμενος, Μαριάμ. Είμαι πλήρης. Γεμάτος. Ικανοποιημένος»
«Γιατί με λες Μαριάμ;»
«Δεν ξέρω. Μου βγήκε αυθόρμητα. Έχεις πρόβλημα;»
«Όχι. Μπορείς να με λες όπως θέλεις. Είμαι δικιά σου, όποιο κι αν είναι το όνομα μου»
Αυτοί προσγειώνονται στα μωβ κεραμίδια της στέγης με το περίπλοκο σχέδιο στις άκρες και μαζεύουν τα φτερά τους. Αυτός ανοίγει τα χέρια του κι αυτή τρυπώνει στην αγκαλιά του για να νιώσει την ευχάριστη ζεστασιά του κορμιού του.
«Ιωνάθαν ...»
«Δεν μου λες; Θυμάσαι την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα;»
«Την πρώτη-πρώτη φορά;»
«Ναι. Την πρώτη φορά τότε στον κήπο της Εδέμ»
«Φυσικά και θυμάμαι. Ήταν κάτω απ' τις κόκκινες σημύδες»
«Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά έτσι»
«Εγώ νιώθω έτσι κάθε φορά που κάνουμε έρωτα»
Το φιλί του, γεμάτο αγάπη και πάθος, κάνει τα πόδια της να λυγίζουν κάτω απ' το βάρος του κορμιού της και αρχίζει να πέφτει. Αυτός την ακολουθεί και ξαπλώνει πάνω της. Χωρίς να σπάσει το φιλί, τα επιδέξια χέρια του ξεφορτώνονται το παντελόνι της και τραβούν στην άκρη το εσώρουχο της. Αμέσως μετά, ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του και εκείνη γκρινιάζει στο στόμα του όταν γλιστράει μέσα της.
Η καυτή του ανάσα την λιώνει καθώς οι γλώσσες τους μπλέκονται μεταξύ τους σε έναν άγριο, παθιασμένο χορό μέσα στα στόματα τους. Τα χέρια του χαϊδεύουν το κορμί της. Αυτό το κορμί που λατρεύει. Τον δικό του ιερό ναό. Το δικό του ασφαλές καταφύγιο. Αυτή νιώθει την αγάπη του, όπως πάντα, και απολαμβάνει την προστασία των ατσάλινων μπράτσων του. Μέσα τους νιώθει άτρωτη. Άτρωτη και απόλυτα ικανοποιημένη μετά τους πολλούς οργασμούς που της προσφέρει απλόχερα.
Μετά, θέλοντας να του δώσει τη μέγιστη ευχαρίστηση, βάζει τα χέρια της μέσα στη μπλούζα του και ακουμπά απαλά την σχισμή ψηλά στην πλάτη του, εκεί απ' όπου βγαίνουν τα φτερά του. Το συγκεκριμένο σημείο είναι το σημείο G κάθε αγγέλου. Είναι πολύ ευαίσθητο στην αφή και μπορεί ακόμη και να οδηγήσει σε οργασμό με τον σωστό χειρισμό.
Και αυτό ακριβώς του συμβαίνει αυτή τη στιγμή, καθώς αυτή τρίβει τη σχισμή του και ασκεί λίγη πίεση με τα δάχτυλα της. Αυτός βογκάει καθώς η αναπνοή του βαραίνει και το ζεστό φορτίο του εκτοξεύεται μέσα της. Λίγο μετά, σωριάζεται πάνω της, αναπνέοντας γρήγορα καθώς προσπαθεί να πάρει ανάσα.
«Αυτό ήταν ύπουλο, πονηρό Αγγελούδι»
«Ναι, αλλά σου άρεσε, έτσι δεν είναι;»
«Πλάκα μου κάνεις; Το λάτρεψα. Ξέρεις πόσο μ' αρέσει να μ' αγγίζεις εκεί»
«Παντού σ' αρέσει να σ΄ αγγίζω»
«Έτσι είναι, αλλά δεν έχει σημασία! Αυτό είναι το αγαπημένο μου σημείο»
«Ό,τι πεις εσύ!»
Γελούν ο ένας στο στόμα του άλλου καθώς φιλιούνται ξανά.
~ ΑΡΚΕΤΑ ΠΙΟ ΚΑΤΩ & ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ ~ ΜΕΣΑ στο ΔΑΣΟΣ ~
~ ΑΡΗΣ & ΣΕΛΗΝΗ ~
Τα αγαπημένα μας υβρίδια, αυτά τα μοναδικά στο είδος τους περίπλοκα πλάσματα της νύχτας, με την συναρπαστική σκοτεινή ομορφιά, απολαμβάνουν ένα παθιασμένο φιλί στη φύση, μέσα στα δέντρα. Έχουν μια μαγευτική, επικίνδυνη αύρα πάνω τους, αιθέρια και απόκοσμη, έτσι όπως το θανάσιμα χλωμό τους δέρμα έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τα σκούρα σαν την νύχτα μαλλιά τους και οι αιχμηροί τους κυνόδοντες φυλακίζουν το ασημί φως του φεγγαριού.
Κάποια στιγμή, ο αυτός σηκώνεται, με το μαστίγιο ακόμα τυλιγμένο γύρω απ' το μπράτσο του. Αυτή θέλει να τον ακολουθήσει, αλλά το γρύλισμα που ξεφεύγει απ' τα δόντια του την εμποδίζει. Μετά, με μια κίνηση του χεριού του, ξεδιπλώνει το μαστίγιο και της το πετάει κρατώντας τη μια άκρη. Αυτό, σαν ένα ζωντανό πλάσμα που ξέρει ακριβώς τι να κάνει, τυλίγεται γύρω απ' τους καρπούς της και δένει τα χέρια της σφιχτά μεταξύ τους.
Με μία μεταξωτή κορδέλα που βγάζει απ' την τσέπη του της δένει τα μάτια ενώ μετατρέπει τη ζώνη του σε λουρί που τυλίγεται γύρω απ' το λαιμό της. Αυτή νιώθει ήδη τον πρώτο οργασμό να έρχεται, παρόλο που δεν την έχει αγγίξει ακόμα. Η ουρά της, που όλη αυτήν την ώρα βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της, σηκώνεται και παίρνει ένα σπειροειδές σχήμα, που στην γλώσσα τους σημαίνει πρόσκληση για ζευγάρωμα. Εκείνος ανταποκρίνεται με ένα βαθύ μουγκρητό αγγίζοντας ταυτόχρονα τους κυνόδοντες του με τη γλώσσα του πριν γλύψει τα χείλη του.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, αυτός πέφτει στα γόνατα ακριβώς πίσω της, ξεκουμπώνει το παντελόνι του και την διαπερνά βίαια. Η ανάσα της κόβεται καθώς ο πόνος της ηδονής απλώνεται στο σώμα της. Ελεύθερος πια, χωρίς τον φόβο μήπως την τραυματίσει, τραβάει με δύναμη το αυτοσχέδιο λουρί και την αναγκάζει να τεντώσει το λαιμό της προς τα πίσω, ενώ φέρνει το άλλο του χέρι στο στόμα του και σκίζει λίγο το δέρμα του καρπού του, εκεί ακριβώς που περνούν οι φλέβες του. Ζεστό, κατακόκκινο αίμα αρχίζει να ρέει.
H γλυκιά μυρωδιά του γεμίζει τον αέρα και κάνει τα σάλια της να τρέχουν, αλλά η αναμονή δεν κρατάει πολύ. Αυτός γέρνει πίσω και την τραβάει μαζί του. Όταν η πλάτη της αγγίζει το στήθος του, φέρνει το χέρι του στο στόμα της ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να κουνιέται δυνατά μέσα της, έτσι ακριβώς όπως της αρέσει.
Η ηδονή φτάνει στο ζενίθ και για τους οι δύο, όταν αυτή αρχίζει να πίνει το αίμα του κι εκείνος κάνει το ίδιο, βυθίζοντας τους κυνόδοντες του στο πλάι του λαιμού της. Αυτοί μοιράζονται τα πάντα μεταξύ τους. Αίμα, σάλια και οργασμούς, ενώ η ησυχία της νύχτας διαλύεται από τα ουρλιαχτά τους!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro