Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το Αίμα Μίλησε, Τίγρη ...

~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~

~ ΠΑΛΑΤΙ του ΠΡΙΓΚΗΠΑ ~ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~

Όλη η οικογένεια είναι μαζεμένη στο σαλόνι περιμένοντας τον Στέφανο, τον Ιάσονα και τον Διονύση με την Κατερίνα και τα παιδιά τους, τον Κοσμά και την Αλίκη. Ο Τζάκος και η Μαίρη κάθονται στην αγαπημένη τους πολυθρόνα και παίζουν με τα κινητά τους. Ο Ορέστης και η Χλόη έχουν πάρει την άλλη πολυθρόνα, ενώ ο Άρης και η Σελήνη παίζουν μπιλιάρδο. Ο Ερμής κάθεται στο πάτωμα μπροστά στο τζάκι και προσπαθεί να ηρεμήσει την Μαργαρίτα, η οποία γκρινιάζει ασταμάτητα για την επερχόμενη άφιξη της Αλίκης. Ο Οδυσσέας κάθεται στον καναπέ με τον Αλέκο, και γκρινιάζει επίσης γιατί βλέπει τη Πανδώρα να μιλάει με τον Μάξιμο στο τηλέφωνο. Ο Βίκος κάθεται στο πάτωμα μπροστά στην Θαλασσινή, η οποία κάθεται στην πολυθρόνα με τα πόδια της ακουμπισμένα στους ώμους του. Η Εύα είναι ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο και διαβάζει ένα βιβλίο με την Λούνα στην κοιλιά της, που γουργουρίζει ικανοποιημένη. Ο Αδάμ παίζει Πέτρα-Ψαλίδι-Χαρτί με την Έλενα ενώ ο Γιώργος κάνει μπραντεφέρ με τον Νικόλα στο τραπέζι. Και στο τέλος, η Αναΐς βηματίζει πέρα ​​δώθε κοιτάζοντας εναλλάξ την πόρτα και το ρολόι της.

«Θα έπρεπε να έχουν έρθει μέχρι τώρα. Έχει περάσει πάνω από μισή ώρα από τότε που τους τηλεφώνησα»

Η Μαίρη της χαμογελάει.

«Ηρέμησε, μωρό μου. Θα είναι εδώ σύντομα»

Ο Τζάκος αγριοκοιτάζει την κόρη του.

«Ελπίζω ν' ανυπομονείς να δεις τον αδερφό σου και όχι ... Ξέρεις!»

Ο Οδυσσέας καγχάζει.

«Ναι! Σίγουρα! Πίστευε αυτό αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Ανυπομονεί να δει το ταίρι της, Διεστραμμένε, όχι τον αδερφό της!»

Ο Τζάκος ακουμπάει το κεφάλι του στο χέρι του με μία έκφραση απελπισίας στο πρόσωπο.

«Σε παρακαλώ, μην χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη γι' αυτόν»

Η Αναΐς ξεφυσάει αγανακτισμένη.

«Αμάν, βρε Μπαμπά πια! Πότε θα το χωνέψεις επιτέλους; Ο Νάκος είναι το ταίρι μου και θέλω να σταματήσεις να τον εκφοβίζεις»

«Ακόμα κι αν παντρευτείτε και κάνετε παιδιά, δεν θα σταματήσω ποτέ να τον εκφοβίζω, Πολύτιμη μου. Αυτό είναι το καθήκον μου ως πατέρας»

«Μαμά, πες του κάτι!»

Η Εύα κατεβάζει το βιβλίο και μπαίνει στην κουβέντα.

«Ναι, Μαμά. Πες του κάτι»

Ο Τζάκος δείχνει απειλητικά το δάχτυλο του στην μικρή του κόρη.

«Εσύ, Πριγκίπισσα, μείνε έξω απ' αυτό, γιατί ξέρεις τι σε περιμένει»

«Ναι, ξέρω. Έχεις βάλει το τηλέφωνο του μοναστηριού σε ταχεία κλήση»

«Και έχω γίνει φίλος με την Ηγουμένη, οπότε πρόσεχε!»

Η Μαίρη κοιτάζει τον άντρα της με το μαμαδίστικο ύφος της.

«Τζάκο!»

«Τι;»

«Κάνε πίσω!»

«Συνήθως μου λες ακριβώς το αντίθετο, Αγγελούδι μου»

Ο Οδυσσέας δεν θα μπορούσε ν' αφήσει κάτι τέτοιο να πέσει κάτω.

«Θα ξεράσω τώρα!»

Το ίδιο ισχύει και για τον Τζάκο φυσικά.

«Νιώθεις άρρωστος, Αγαπούλη μου;»

«Κάθε φορά που σε βλέπω, ναι!»

«Είσαι τόσο ψεύτης! Μ' αγαπάς, ρε! Και εξάλλου, όλοι ξέρουν ότι είμαι αξιολάτρευτος!»

«Είσαι ένα κακό σπυρί στον ... Ξέρεις πού!»

«Εκεί να είμαι κι ας χαλάσει ο κόσμος!»

Η Θαλασσινή αγανακτεί.

«Αλήθεια τώρα, δεν έχετε βαρεθεί αυτή τη βλακεία όλα αυτά τα χρόνια;»

Οι δύο άντρες μιλούν με μια φωνή.

«Φυσικά και όχι!»

Ο Αλέκος χαϊδεύει το μπράτσο της αδερφής του.

«Άστο, Θαλασσινή μου. Η περίπτωση τους είναι ανίατη. Έχω συμφιλιωθεί μ' αυτό»

Ο Άρης μπαίνει στην κουβέντα.

«Ξέρετε ποιους μου θυμίζετε εσείς οι δύο; Τους γέρους του Μάπετ Σόου, τον Στάτλερ και τον Ουώλντορφ»

Η Σελήνη του δίνει ένα μπατσάκι στον πισινό.

«Έη, Λύκε! Ο αδερφός μου δεν είναι γέρος, εντάξει;»

Ο Τζάκος της στέλνει ένα φιλί.

«Ευχαριστώ, μικρή αδερφή»

Η Πανδώρα επεμβαίνει, χωρίς να διακόψει το τηλεφώνημα με τον Μάξιμο.

«Ούτε κι ο μπαμπάς μου»

Ο Οδυσσέας χαμογελάει.

«Σ' αγαπάω, Αστέρι μου, και όταν επιτέλους ξεκολλήσεις το ρημάδι το τηλέφωνο απ' το αυτάκι σου, θα σ' αγαπάω ακόμα περισσότερο»

Ο Αλέκος τον στραβοκοιτάζει.

«Οδυσσέα, σταμάτα! Δώρα, μωρό μου, μην τον ακούς. Αυτός απλά αστειεύεται, όπως πάντα»

Η Πανδώρα του χαμογελάει.

«Το ξέρω, Μπαμπάκα. Δεν θα τον άκουγα έτσι κι αλλιώς»

Ο Οδυσσέας συνοφρυώνεται.

«Ευχαριστώ πολύ, Αστέρι μου. Μχμμμ ...»

Ο Αδάμ απευθύνεται στον Βίκο.

«Μπαμπά; Τι είναι αυτό το Μάπετ Σόου;»

Ο Βίκος παίρνει μία νοσταλγική έκφραση.

«Μία τηλεοπτική εκπομπή με μαριονέτες που βλέπαμε όταν ήμασταν παιδιά»

Ο Γιώργος κοιτάει τον αδερφό του και μιλάει εκ μέρους του.

«Δεν το έχουμε ακούσει ποτέ»

Ο Οδυσσέας συνειδητοποιεί κάτι.

«Θεούλη μου! Έχουμε μεγαλώσει πολύ!»

Ο Τζάκος γελάει.

«Μπράβο, Αδάμ!»

«Ο Γιώργος είμαι, θείε»

«Ό,τι να 'ναι!»

Όλοι ξεσπούν σε γέλια. Ξαφνικά, ο Ερμής αρχίζει να μυρίζει τον αέρα.

«Πήγαινε στην πόρτα, Αναΐς. Ο Νάκος σου μόλις ήρθε»

Η Αναΐς τον κοιτάζει με απορία.

«Τι λες, Ερμή μου;»

Ο Ερμής αναστενάζει.

«Μπαμπά;»

Ο Άρης ρουθουνίζει μια φορά.

«Πήγαινε, Αναΐς. Το κουτάβι μου έχει δίκιο. Τ' αγόρια είναι πίσω απ' την πόρτα»

Εκείνη τη στιγμή η πόρτα ανοίγει δικαιώνοντας τον Ερμή.

«Στο είπα!»

Η Αναΐς πηγαίνει προς την πόρτα κουνώντας το κεφάλι της, ενώ ο Οδυσσέας μορφάζει.

«Δεν θα το συνηθίσω ποτέ όλο αυτό!»

Ο Τζάκος συμφωνεί.

«Εμένα μου λες!»

Όλοι γυρίζουν και κοιτάζουν την Μαργαρίτα, περιμένοντας να υπερασπιστεί τον Ερμή, όπως κάνει κάθε φορά, αλλά αυτή κάθεται αμίλητη, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και μια εκνευρισμένη έκφραση στο προσωπάκι της. Ο Άρης κοιτάζει τον Ερμή κι εκείνος σηκώνει τους ώμους. Το ίδιο όμως κάνει και ο Ορέστης, που δεν αναγνωρίζει την κόρη του και στρέφεται στην γυναίκα του.

«Τι τρέχει με την κόρη μας, Χλόη; Πως και δεν έχει υπερασπιστεί ακόμα τον Ερμή;»

«Έρχεται η Αλίκη, μωρό μου»

«Και λοιπόν;»

Η Χλόη κάνει να του απαντήσει, αλλά διακόπτεται απ' τον Νικόλα που πηδάει πάνω απ' το τραπέζι και τρέχει όταν βλέπει τον Στέφανο να μπαίνει στο σαλόνι.

«Αφήστε με να περάσω! Αφήστε με να περάσω!»

Το αγόρι ρίχνεται στην αγκαλιά του αδελφού του.

«Σούπερμαν! Μου έλειψες τόσο πολύ! Σήκωσε με!»

Ο Στέφανος σηκώνει τον Νικόλα κι αρχίζει να τον στριφογυρίζει.

«Κι εμένα μου έλειψες, Ποντικάκι»

«Γιατί δεν περίμενες να γυρίσω απ' το σχολείο;»

«Συγγνώμη, φιλαράκο, αλλά είχα κάπου να πάω»

«Που;»

«Στο ραντεβού με το πεπρωμένο μου»

«Ε;»

«Θα σου εξηγήσω αργότερα»

Ο Ιάσονας και η Αναΐς μπαίνουν επίσης στο σαλόνι πιασμένοι χέρι-χέρι, κάτι που ενοχλεί τον Τζάκο.

«Κοίτα τον τσόγλανο!»

Η Μαίρη σκύβει στ' αυτί του.

«Πρίγκιπα μου, σε παρακαλώ!»

«Του είπα να μην την αγγίζει μπροστά μου»

«Απλώς της κρατάει το χέρι, βρε Τζάκο. Το έχεις ξαναδεί. Έτσι μεγάλωσαν»

«Ναι, αλλά δεν ήταν σύντροφος της τότε»

«Πάντα ήταν ο σύντροφος της. Πήγαινε πες του ένα γεια τώρα»

«Ξέχνα το! Αν τον πλησιάσω τώρα, θα τον χτυπήσω, δεν θα τον χαιρετήσω»

«Όχι, δεν θα τον χτυπήσεις και ξέρεις γιατί; Γιατί αγαπάς την κόρη σου και γιατί αγαπάς κι αυτόν σαν γιο σου»

«Μου σπας τα νεύρα όταν έχεις δίκιο, Αυγέρη»

«Κι εσύ με κάνεις να σ' αγαπάω ακόμα περισσότερο όταν συμπεριφέρεσαι καλά, Ηλιόπουλε. Άντε πήγαινε»

Ο Τζάκος σηκώνεται όρθιος, περπατάει προς τον Ιάσονα και του προσφέρει το χέρι.

«Καλησπέρα, Νάκο. Σ' ευχαριστώ που ήρθες»

Ο Ιάσονας του σφίγγει το χέρι λίγο ντροπαλά.

«Πώς θα μπορούσα να μην έρθω, κύριε; Πρόκειται για τον Στέφανο κι εγώ ...»

«Δεν σου είπα να σταματήσεις να με λες κύριο;»

«Εεεε ... Συγγνώμη, Μπαμπά»

«Αυτό είναι πολύ καλύτερο»

Η Αναΐς αφήνει το χέρι του Ιάσονα, αγκαλιάζει τον πατέρα της και τον φιλάει στο μάγουλο.

«Ευχαριστώ, Μπαμπά»

Ο Τζάκος τη φιλάει στο μέτωπο.

«Μην μ' ευχαριστείς, Πολύτιμη μου. Θα κάνω τα πάντα για την ευτυχία σου»

«Σ' αγαπάω»

«Εγώ σ' αγαπάω περισσότερο»

Αυτός γυρίζει στη Μαίρη.

«Μπράβο, Πρίγκιπα μου. Κοίτα την πώς χαμογελάει τώρα!»

«Ναι, αλλά όχι εξαιτίας μου πια»

«Έτσι είναι η ζωή, αγάπη μου»

«Ναι, διάολε! Το ξέρω. Τουλάχιστον έχω εσένα ακόμα»

«Και θα μ' έχεις για πάντα»

«Φίλα με! Φίλα με! Έχω ανάγκη από στοργή!»

«Είσαι ένα μεγάλο μωρό!»

Λίγο αργότερα, φτάνουν ο Διονύσης και η Κατερίνα με τον Κοσμά και την Αλίκη, τα δύο τους παιδιά. Οι Σταγόνες και η Εύα παίρνουν τα μικρότερα παιδιά και πηγαίνουν δίπλα για να παίξουν και να δουν τηλεόραση, ώστε οι ενήλικες να μπορέσουν να μιλήσουν ελεύθερα. Αυτοί λοιπόν κάθονται στους καναπέδες κι ο Διονύσης αρχίζει να τους λέει τι ακριβώς ανακάλυψε όταν έψαξε τη ζωή της Αφροδίτης μετά τον χωρισμό της με τον Στέφανο.

«Λοιπόν ... Όλες αυτές τις μέρες που πέρασα μέσα στη ζωή αυτού του κοριτσιού, τα είδα όλα!»

Ο Στέφανος κρύβει το πρόσωπο του με τα χέρια του.

«Χριστούλη μου! Θέλω πραγματικά να μάθω;»

«Εγώ δεν θα ήθελα αν ήμουν στη θέση σου»

«Α, ωραία!»

Ο Οδυσσέας ξεφυσάει.

«Πάρα πολύ άχρηστο μπλα-μπλα, Εξολοθρευτή»

«Ναι. Ναι. Συγγνώμη! Στο ψητό! Η δεσποινίς Μαρκουλάκη ήταν όντως έγκυος και γέννησε ένα αγοράκι επτά μήνες μετά τον χωρισμό. Βρήκα τα αρχεία απ' το μαιευτήριο και το πιστοποιητικό γέννησης»

Ο Άρης ρωτάει αυτό που θέλουν να μάθουν όλοι.

«Τι λέει αυτό το πιστοποιητικό; Ποιος δηλώθηκε ως πατέρας;»

«Κανείς. Το παιδί δηλώθηκε αγνώστου πατρός»

Ο Στέφανος κάνει τους υπολογισμούς.

«Άρα ήταν δύο μηνών έγκυος όταν χωρίσαμε»

«Ναι»

Ο Τζάκος κάνει ξανά την καυτή ερώτηση.

«Τίγρη, είσαι σίγουρος ότι δεν έκανες ποτέ ελεύθερο σεξ μαζί της;»

«Απολύτως σίγουρος. Πάντα χρησιμοποιούσα προφυλακτικό. Πάντα. Κάθε φορά»

Η Σελήνη έχει μια ιδέα.

«Στέφο μου, πού φύλαγες τα προφυλακτικά σου; Αυτή είχε πρόσβαση σ' αυτά;»

«Ναι. Τα είχα στο συρτάρι στο κομοδίνο»

Η Μαίρη κοιτάζει την κουνιάδα της.

«Τι σκέφτεσαι, Σελήνη;»

«Το αυτονόητο! Ότι η σκύλα τρύπησε τα προφυλακτικά επίτηδες για να μείνει έγκυος»

Ο Ορέστης κοιτάζει την Χλόη.

«Μπορεί να γίνει αυτό;»

«Αθώο μου μωρό. Φυσικά και μπορεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια βελόνα»

Το πρόσωπο του Στέφαν παίρνει μια έκπληκτη έκφραση.

«Νομίζεις ότι έκανε κάτι τέτοιο; Είναι δυνατόν να τα σχεδίασε όλα αυτά; Ω, Θεέ μου! Όχι! Όχι!»

Ο Διονύσης προσπαθεί να τον ηρεμήσει.

«Στέφανε, περίμενε! Καλύτερα να μ' αφήσεις να τελειώσω πριν πάθεις καρδιακή προσβολή»

Ο Βίκος, ένας απ' τους ψύχραιμους της οικογένειας, επεμβαίνει.

«Ο Διονύσης έχει δίκιο. Δεν πρέπει να βιάζουμε βιαστικά συμπεράσματα, για το καλό όλων!»

Ο Στέφανος περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.

«Χρειάζομαι ένα ποτό»

Η Κατερίνα σηκώνεται όρθια.

«Θα φέρω εγώ για όλους, μιας και τα ξέρω ήδη όλα»

Αυτή πηγαίνει στην κουζίνα και οι άλλοι κοιτούν τον Διονύση και κυριολεκτικά κρέμονται από κάθε του λέξη.

«Όπως είπα, το κορίτσι παρεκτράπηκε εντελώς, ακόμη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Πραγματικά αναρωτιέμαι πώς γεννήθηκε το μωρό υγιές»

Ο Στέφανος δεν μπορεί να μιλήσει κι έτσι αναλαμβάνει ο Ιάσονας.

«Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;»

«Άγρια ολονύχτια πάρτι, τσιγάρα, αλκοόλ, ναρκωτικά και πολλοί εραστές»

Επιφωνήματα έκπληξης και αποδοκιμασίας βγαίνουν απ' τα στόματα των γυναικών ενώ ο Διονύσης συνεχίζει.

«Ήταν εντελώς εκτός ελέγχου, μέχρι που το παιδί έγινε ενός χρόνου. Τότε, αυτή σταμάτησε για λίγο»

Ο Τζάκος απορεί.

«Γιατί το έκανε αυτό;»

«Γιατί βρήκε το τέλειο θύμα να του φορτώσει το παιδί»

«Ποιον;»

«Τον Αντώνη Χαριτόπουλο»

Το όνομα είναι πολύ οικείο στον Αλέκο.

«Τον γιο του Χαριτόπουλου με τη φαρμακοβιομηχανία;»

«Ακριβώς!»

Ο Στέφανος όμως δεν πιστεύει αυτό που ακούει.

«Πηδιόταν και με τον Αντώνη;»

Ο Ιάσονας συνειδητοποιεί κάτι.

«Γι' αυτό το έσκασε έτσι τότε. Θυμάσαι, Στέφο; Σ' εκείνο το πάρτι που όταν μας είδε το έσκασε κρυφά απ' την πίσω πόρτα;»

«Δεν το πιστεύω! Η γαμημένη σκύλα! Ο Αντώνης ήταν φίλος μου! Σκατά!»

Ο Άρης αφήνει τον Στέφανο να ξεσπάσει και μετά ρωτάει τον Διονύση τι έγινε τελικά με τον Χαριτόπουλο.

«Δεν ξέρω, αλλά βρήκα μια κατάθεση μισού εκατομμυρίου ευρώ στον τραπεζικό της λογαριασμό. Έτσι, όλοι μπορούμε να φανταστούμε τι συνέβη»

Ο Οδυσσέας κουνάει το κεφάλι του.

«Την πλήρωσαν για να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Λογικό!»

Ο Τζάκος μορφάζει.

«Και προφανώς αυτό είναι που θέλει κι από μας»

Η Μαίρη πιάνει το χέρι του.

«Ίσως πρέπει να το σκεφτούμε αυτό, Τζάκο μου. Αν της δώσουμε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ...»

Ο Στέφανος πετάγεται όρθιος.

«Όχι! Όχι! Με τίποτα! Μ' ακούτε; Έχει ήδη πάρει αρκετά από μας. Δεν πρόκειται να της δώσουμε ούτε ένα σεντς περισσότερο»

Ο Τζάκος τον κοιτάζει.

«Περίμενε ένα λεπτό, Τίγρη»

«Όχι, Μπαμπά! Είπα όχι! Το παιδί δεν είναι δικό μου και δεν πρόκειται να πληρώσω γι' αυτό! Τελεία και παύλα!»

Η Μαίρη τον κοιτάζει επίσης.

«Και τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε;»

«Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο ν' αποδείξουμε ότι δεν είμαι ο πατέρας»

Η Σελήνη μπαίνει στην κουβέντα.

«Μα πώς; Αφού αυτή αρνείται να κάνει τεστ DNA»

Τότε, η Πανδώρα προτείνει κάτι.

«Τότε, ας το κάνουμε πίσω απ' την πλάτη της. Εννοώ, μπορούμε να βρούμε ένα δείγμα του παιδιού με άλλο τρόπο και να κάνουμε το τεστ μόνοι μας»

Η Αναΐς καγχάζει.

«Τι σκέφτηκε πάλι το βρώμικο μυαλό σου;»

«Έλα τώρα! Έχουμε μια ολόκληρη συμμορία κακών παιδιών. Μπορούμε άνετα να μπούμε στο σπίτι της και να κλέψουμε το δείγμα. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα ρούχο ή ακόμα και ένα παιχνίδι»

Ο Άρης γελάει.

«Δεν ξέρω τι θα πείτε, αλλά εγώ μόλις βρήκα τον αντικαταστάτη μου. Δώρα, όταν αποσυρθώ, η συμμορία είναι δική σου»

«Ευχαριστώ, Λύκε. Θα χαρώ να την πάρω»

Ο Οδυσσέας κάνει το σαρκαστικό του σχόλιο.

«Ναι, θα είσαι η γκάνγκστερ με τον παπαγάλο στον ώμο»

Η Πανδώρα τον κοιτάζει υπεροπτικά.

«Δεν με αγγίζει ο σαρκασμός σου. Ο παπαγάλος είναι ένα υπέροχο κατοικίδιο, αν θες να μάθεις»

«Ναι. Ναι. Είμαι σίγουρος»

Ο Αλέκος ξεφυσάει με αγανάκτηση.

«Σταματήστε να τσακώνεστε εσείς οι δύο!»

Ο Διονύσης χτυπάει το στυλό του στο τραπεζάκι για να τους τραβήξει την προσοχή.

«Έη! Έη! Ο Αλέκος έχει δίκιο. Ας λύσουμε το πρόβλημα που έχουμε τώρα και αποφασίζουμε μετά αν το πουλί του Μάξιμου είναι καλό κατοικίδιο ή όχι»

Η Πανδώρα τον αγριοκοιτάζει.

«Εντάξει, κύριε Ψαθά. Μπορείς να προχωρήσεις, αλλά για να ξέρεις, η πρώτη μου εντολή ως αρχηγός της συμμορίας θα είναι η δολοφονία σου»

«Πολύ αστείο, δεσποινίς Κορλεόνε! Τέλος πάντων! Όσο είμαι ακόμα ζωντανός ... Αυτό που ήθελα να σας πω και σας μάζεψα εδώ είναι ότι τίποτα απ' αυτά δεν είναι απαραίτητο. Ούτε καν το τεστ DNA»

Ο Τζάκος ανακάθεται στην θέση του.

«Για εξήγησε μας το αυτό»

«Θα χρησιμοποιήσουμε το αίμα»

Ο Στέφανος τον κοιτάζει.

«Τι λες, ρε Διονύση;»

«Ποια είναι η ομάδα αίματος σου, Τίγρη;»

«Μηδέν αρνητικό»

«Όπως ο πατέρας σου και όλα σου τα αδέρφια, σωστά;»

«Ναι»

«Ωραία. Κράτα το αυτό και πες μου αν ξέρεις ποια είναι η ομάδα αίματος της Αφροδίτης»

«Δεν έχω ιδέα»

«Έχω εγώ. Αυτή έχει Άλφα θετικό»

Ο Τζάκος ανυπομονεί λίγο.

«Που το πας, ρε Διονύση;»

«Θ' αφήσω τον βιολόγο της οικογένειας να μας εξηγήσει»

Όλα τα κεφάλια στρέφονται στον Ιάσονα.

«Λοιπόν ... Η ομάδα αίματος Μηδέν, και ειδικά το αρνητικό, είναι η ισχυρότερη και υπερτερεί όλων των άλλων. Φυσικά, υπάρχει και μία μικρή πιθανότητα να υπερισχύσει η ομάδα της μητέρας. Οπότε, αν αυτό το παιδί είναι πραγματικά του Στέφανου, πρέπει να έχει ομάδα αίματος Μηδέν ή Άλφα»

Ο Διονύσης χαμογελάει.

«Πολύ σωστά, κύριε βιολόγε»

Ο Στέφανος τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.

«Και; Ποια είναι η ομάδα αίματος του παιδιού; Έλα τώρα! Μη με βασανίζεις άλλο!»

«Η ομάδα αίματος του παιδιού είναι Βήτα, Τίγρη. Βήτα θετικό, για την ακρίβεια»

«Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι ο πατέρας, σωστά;»

«Ακριβώς! Ο πατέρας αυτού του παιδιού έχει ομάδα Βήτα ή Άλφα-Βήτα, όχι Μηδέν. Το αίμα μίλησε, Τίγρη, και δεν κάνει ποτέ λάθος. Δεν είσαι ο πατέρας αυτού του παιδιού. Όταν κάνεις παιδιά, θα έχουν την ίδια ομάδα αίματος με σένα. Όπως εσύ, ο πατέρας σου και όλα τ' αδέρφια σου»

«Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Μ' έσωσες απ' την τρέλα!»

Κραυγές χαράς και αναστεναγμοί ανακούφισης γεμίζουν το δωμάτιο καθώς η Πανδώρα και η Αναΐς ορμούν στον αδερφό τους, αγκαλιάζοντας τον και φιλώντας τον.

«Είδες, Ομορφόπαιδο; Δεν είσαι ο πατέρας!»

«Κατά βάθος, ήμουν σίγουρη! Γιου-χου!»

«Τώρα μπορούμε ν' απαλλαγούμε απ' αυτή τη σκύλα μια για πάντα!»

«Μη βιάζεσαι, Πραγματάκι. Δεν θα είναι και τόσο εύκολο»

Όλοι είναι ευχαριστημένοι και το δείχνουν. Όλοι εκτός απ' τον Στέφανο, ο οποίος είναι πολύ χαρούμενος γι' αυτή τη νέα εξέλιξη, αλλά εξακολουθεί να έχει φόβο στα μάτια του. Η Μαίρη σηκώνεται όρθια και πηγαίνει κοντά του.

«Τι συμβαίνει, μωρό μου; Γιατί δεν είσαι χαρούμενος με τα νέα;»

«Δεν είναι αυτό, βρε Μαμά. Είμαι χαρούμενος. Πολύ χαρούμενος και περισσότερο απ' αυτό, νιώθω ανακούφιση. Εγώ απλά ...»

Η Σελήνη έρχεται επίσης κοντά του.

«Εσύ τι, γλυκέ μου;»

«Δεν πιστεύω ότι μπορούμε ν' απαλλαγούμε απ' αυτήν την σκύλα τόσο εύκολα»

Ο Τζάκος τον πλησιάζει και βάζει το χέρι στον ώμο του.

«Ξέρω τι εννοείς, Τίγρη, αλλά ξέρω επίσης ότι τώρα έχουμε έναν άσο στο μανίκι μας και μπορούμε να διαπραγματευτούμε»

Τα κάστανα μάτια του Τζάκου λάμπουν χρυσά καθώς σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις του στο μυαλό του. Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει καχύποπτα.

«Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Τι σκοπεύεις να κάνεις, άρρωστε Διεστραμμένε;»

«Με ξέρεις τόσο καλά, Αγαπούλη μου»

«Ναι. Ναι. Δυστυχώς σε ξέρω. Πες μου τώρα»

«Τίποτα ακραίο. Απλώς θα κάνω μια επίσκεψη στον πατέρα αυτής της σκύλας αύριο το πρωί»

«Τι θα του πεις;»

«Ότι πρέπει να μαζέψει την κόρη του. Τι άλλο; Θα του πω ότι ξέρουμε την αλήθεια για το παιδί και μπορούμε να το αποδείξουμε»

«Νομίζεις ότι θα σ' ακούσει;»

«Αν αγαπάει την κόρη του και ξέρει τι είναι καλό γι' αυτήν, θα το κάνει»

Τότε, ο Στέφανος λέει κάτι που τους ξαφνιάζει.

«Κι εγώ με τον Νάκο θα πάμε να δούμε τον Αντώνη»

Η Μαίρη τον κοιτάζει.

«Γιατί, αγοράκι μου;»

«Γιατί θέλω να μάθω τι ακριβώς συνέβη τότε»

Ο Τζάκος δεν συμφωνεί.

«Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό, Τίγρη μου. Δεν αξίζει τον κόπο»

«Όχι, Μπαμπά. Πρέπει να ξέρω»

Η Σελήνη του χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Γιατί, βρε αγάπη μου;»

«Γιατί θέλω να συνειδητοποιήσω για άλλη μια φορά πόσο μεγάλος μαλάκας και ηλίθιος τυφλός υπήρξα»

Η Πανδώρα αναστενάζει.

«Αχ, ρε Στέφανε!»

Η Αναΐς τον αγκαλιάζει.

«Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, Στέφο. Δεν της αξίζει»

Ο Ιάσονας παίρνει θέση.

«Φιλαράκο, δεν νομίζω να δεχτεί να μας δει. Θα ντρέπεται ή θα φοβάται»

«Το ξέρω και γι' αυτό θα ζητήσω βοήθεια απ' τον Αλέκο»

Ο Αλέκος απορεί.

«Τι μπορώ να κάνω εγώ;»

«Ξέρεις προσωπικά τον πατέρα του. Μπορείς να του τηλεφωνήσεις και να του εξηγήσεις τι συνέβη και γιατί θέλω να δω τον γιο του. Πες του ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον Αντώνη. Απλά θέλω να μάθω. Θα το κάνεις αυτό για μένα;»

«Σοβαρά τώρα; Πρέπει να ρωτήσεις;»

«Ευχαριστώ»

Τότε, ο Οδυσσέας χτυπάει τα χέρια του.

«Εντάξει λοιπόν! Μέχρι να υπάρξουν νέες εξελίξεις, θέλω να κάνω μια ανακοίνωση για να ελαφρύνω λίγο το κλίμα»

Ο Άρης γελάει.

«Όταν το θέτεις έτσι, υποθέτω ότι είναι καλό, ε;»

«Ναι! Ναι!»

Ο Τζάκος αρπάζει την ευκαιρία.

«Μήπως είσαι έγκυος, Αγαπούλη μου;»

«Τράβα γαμήσου, ρε μαλάκα!»

«Μόνο μαζί σου, τρελό αγόρι»

Ο Βίκος εξανίσταται.

«Για όνομα του Θεού πια! Σταματήστε!»

Οι δύο άντρες τον αγριοκοιτάζουν.

«Μείνε έξω απ' αυτό, Δράκε!»

«Ο Οδυσσέας έχει δίκιο. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για μας. Δεν μπορείτε να μας ζητάτε να το σταματήσουμε»

«Έτσι είναι! Μας ζητάτε να εγκαταλείψουμε τη μόνη ένοχη απόλαυση που έχουμε»

Ο Βίκος καγχάζει.

«Ξέρετε κάτι; Δεν ξέρω καν γιατί ασχολούμαι πια. Τα παρατάω! Κάντε ό,τι θέλετε, παλιομαλάκες!»

«Ωραία!»

«Έλα, Αγαπούλη μου. Πες μας τα νέα σου»

«Σ' ευχαριστώ, Διεστραμμένε»

Ο Στέφανος σκουντάει τον Ιάσονα.

«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να παραμείνεις μέλος αυτής της τρελής οικογένειας; Μπορείς ακόμα να γλιτώσεις αν φύγεις τώρα»

«Αν η ανταμοιβή μου είναι η αγκαλιά της αδερφής σου, είμαι απολύτως σίγουρος!»

Ο Τζάκος του πετάει ένα μαξιλάρι.

«Το άκουσα αυτό!»

Ο Ιάσονας προσπαθεί να μην γελάσει.

«Συγγνώμη, κυ ... Εεεε ... Μπαμπά, εννοώ!»

Η Αναΐς κάθεται επιδεικτικά δίπλα στον Ιάσονα.

«Μην τον ακούς, μωρό μου. Η απάντηση σου ήταν καταπληκτική»

Ο Τζάκος κάνει κοροϊδευτικές γκριμάτσες καθώς ο Οδυσσέας μιλάει λίγο πιο δυνατά κάπως εκνευρισμένος.

«Θα μ' αφήσετε να μιλήσω ή όχι;»

Ο Άρης ξεροβήχει.

«Ο Οδυσσέας έχει δίκιο. Σωπάστε όλοι!»

Όλοι υπακούν τον αρχηγό και ο Οδυσσέας παίρνει τον λόγο.

«Ευχαριστώ, αρχηγέ. Λοιπόν ... Πριν από λίγες μέρες, μου έκαναν μια πρόταση να κάνω κάτι που δεν έχω κάνει εδώ και πολύ καιρό. Το σκέφτηκα καλά, και επειδή θα γίνει για φιλανθρωπικό σκοπό, είπα ναι»

Ο Αλέκος παραξενεύεται.

«Και γιατί εγώ δεν ξέρω τίποτα γι' αυτό;»

«Επειδή ήθελα να το σκεφτώ και να πάρω μια αμερόληπτη απόφαση. Να σας πω την αλήθεια, στην πραγματικότητα σχεδίαζα να πω όχι, αλλά μετά από μια προσθήκη στην προσφορά, δεν μπορούσα ν' αρνηθώ»

Η Μαίρη κατακλύζεται από περιέργεια.

«Έλα, ρε Οδυσσέα, πες μας περί τίνος πρόκειται. Μην μας κρατάς άλλο σε αγωνία»

Ο Οδυσσέας της χαμογελάει και μετά στρέφεται στην Πανδώρα.

«Αστέρι μου;»

«Ναι;»

«Ποιο είναι το μεγαλύτερο επαγγελματικό σου όνειρο, μωρό μου;»

«Να περπατήσω μια μέρα μαζί σου σε μια πασαρέλα»

«Αυτό ακριβώς θα κάνεις!»

«Περίμενε! Τι;»

«Σε δύο εβδομάδες, εσύ και εγώ θα κάνουμε μια γκεστ εμφάνιση στην τελευταία επίδειξη της εβδομάδας μόδας»

Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στη Πανδώρα, η οποία ορμάει στον πατέρα της με μια κραυγή χαράς και τον αγκαλιάζει σφιχτά.

«Μπαμπά μου! Δεν το πιστεύω! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ!»

Ο Οδυσσέας περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά της κόρης του.

«Είσαι χαρούμενη, Αστέρι μου;»

«Ρωτάς; Εσύ κι εγώ στην πασαρέλα. Το όνειρο μου γίνεται πραγματικότητα»

«Θέλεις ν' ακούσεις τις λεπτομέρειες;»

«Όχι»

«Δεν σε νοιάζει τι θα φορέσεις;»

«Αχ, Μπαμπά μου! Θα περπατήσω σε μια πασαρέλα μαζί σου. Θα φορούσα ακόμη και σκάφανδρο!»

«Ακόμα και μέσα σ' αυτό θα είσαι μια κούκλα. Σωστά, Αλέκο;»

Ο Αλέκος τους αγκαλιάζει και τους δύο.

«Απολύτως! Και ανυπομονώ να σας δω και τους δύο εκεί πάνω»

Η Σελήνη, χωμένη ως συνήθως, στην αγκαλιά του Άρη, ρωτάει για να μάθει.

«Πώς το αποφάσισες, Οδυσσέα;»

«Δεν ήταν εύκολη απόφαση, Καρπουζάκι. Να περπατήσω ξανά σε πασαρέλα μετά από τόσα χρόνια, αλλά όταν μου είπαν ότι ήθελαν και την Πανδώρα, δεν το σκέφτηκα δύο φορές. Είπα ναι αμέσως. Αυτή είναι η μόνη ευκαιρία για εκείνη να πραγματοποιήσει το όνειρο της. Δεν μπορούσα να της το στερήσω αυτό»

Η Μαίρη συμμετέχει.

«Ποιανού σχεδιαστή θα είναι η επίδειξη;»

«Ενός νέου. Το όνομα του είναι Βενιαμίν Κριστόφ. Είναι Γάλλος με Ελληνίδα μητέρα. Είδα δείγμα της δουλειάς του και είναι πολύ καλός»

Η Θαλασσινή, η μόνη που ασχολείται με την μόδα, έχει κάτι να πει.

«Βενιαμίν Κριστόφ, ε; Νομίζω ότι διάβασα κάτι γι' αυτόν στη Vogue. Μου άρεσαν πολύ τα ρούχα του. Είναι αρκετά προσεγμένα και μοντέρνα»

«Ναι, και γι' αυτό θα ήθελα να τον βοηθήσω όσο μπορώ»

Ο Τζάκος του τσιμπάει το μάγουλο.

«Ο γνωστός καλόκαρδος Αγαπούλης μου. Γι' αυτό σε λατρεύουν όλοι!»

Ο Οδυσσέας διώχνει το χέρι του.

«Μην μ' ακουμπάς, γαμώτο! Μαίρη, μάζεψε τον!»

Η Μαίρη περιορίζει τα χέρια του Τζάκου, βάζοντας τα ανάμεσα στα πόδια της κι εκείνος δεν αντιστέκεται καθόλου.

«Και πώς ακριβώς σκοπεύεις να τον βοηθήσεις;»

«Με την βοήθεια τη δική σου και όλων των άλλων»

«Δεν καταλαβαίνω. Τι θέλεις να κάνουμε;»

«Την ημέρα της επίδειξης να φορέσετε ρούχα απ' τη συλλογή του Βενιαμίν. Θα είναι τεράστια διαφήμιση γι' αυτόν. Ξέρεις ... Η διάσημη ζωγράφος, ο επιτυχημένος σύζυγος της, ο περιζήτητος εργένης γιος της και όλη η οικογένεια της να επιλέξει τις δημιουργίες του»

Ένας- ένας όλοι δέχονται με ευχαρίστηση να βοηθήσουν, χαροποιώντας τον Οδυσσέα.

«Τέλεια! Θα κανονίσω να μας στείλει τους καταλόγους του εδώ για να διαλέξετε»

Λίγο μετά, επιστρέφουν τα μικρότερα παιδιά από δίπλα για να φάνε όλοι μαζί. Όταν τελειώνει το φαγητό, ο Στέφανος κοιτάζει το ρολόι του και απευθύνεται στον Ιάσονα.

«Νάκο, πέρασε η ώρα. Δεν νομίζεις ότι πρέπει να φύγουμε;»

«Ναι. Ο, τι θέλεις»

Όμως ο μικρός Νικόλας έχει κάτι άλλο στο μυαλό του.

«Πρέπει οπωσδήποτε να φύγετε; Γιατί δεν κοιμάστε εδώ απόψε;»

Ο Στέφανος του χαμογελάει.

«Και πού ακριβώς θα κοιμηθούμε, μικρέ, αφού μετατρέψεις το δωμάτιο μου σε playroom;»

«Έλα τώρα. Έχουμε τόσα πολλά δωμάτια. Ο Νάκος μπορεί να κοιμηθεί στον ξενώνα κι εσύ να κοιμηθείς μαζί μου. Όπως τότε που έμενες ακόμα εδώ»

«Τα έχεις σκεφτεί όλα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Σε παρακαλώ, Στέφο! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ! Μπαμπά, πες του να μείνει εδώ απόψε»

Ο Τζάκος σιγοντάρει.

«Έλα, Τίγρη. Κάνε του το χατίρι. Αυτός θέλει απλά μια νύχτα με τον αδερφό του»

«Εντάξει. Εντάξει. Θα μείνουμε. Έτσι, Νάκο; Δεν έχεις πρόβλημα να μείνουμε;»

«Δεν το ρωτάς αυτό τώρα, έτσι;»

«Ναι. Σωστά. Βλακεία μου»

Ο Νικόλας αρχίζει να χειροκροτεί.

«Ναι! Ζήτω! Θα μείνουμε ξύπνιοι όλο το βράδυ και θα μου λες ιστορίες!»

Ο Στέφανος προσποιείται τον απελπισμένο.

«Ω, Θεέ μου! Τι με περιμένει;»

Ο Τζάκος γελάει.

«Μια άυπνη νύχτα, φυσικά»

Αυτός συνεχίζει να γελάει, αλλά όχι για πολύ. Ένα σχόλιο του Οδυσσέα του κόβει το γέλιο.

«Μη γελάς γιατί σε περιμένει η ίδια μοίρα»

«Εμένα; Γιατί;»

«Αλήθεια πιστεύεις ότι ο Νάκος θα μείνει άπραγος στον ξενώνα όταν η Τσιχλόφουσκα θα είναι μόλις δύο πόρτες πιο κάτω;»

Η Μαίρη τον αγριοκοιτάζει.

«Σ' ευχαριστώ πολύ για αυτό, ηλίθιε!»

Ο Οδυσσέας σηκώνει τους ώμους.

«Όπως πάντα, εγώ αναφέρω απλώς τα γεγονότα. Τίποτα περισσότερο»

Ενώ ο Οδυσσέας και η Μαίρη συζητούν, ο Τζάκος ψάχνει κάτι στο τραπέζι. Η Σελήνη προσπαθεί να μην γελάσει.

«Τι ψάχνεις τώρα, ρε Τζάκο;»

«Το κουζινομάχαιρο. Που είναι; Νομίζω ότι το είδα κάπου εδώ»

Η Μαίρη αγανακτεί κοιτάζοντας τον Οδυσσέα.

«Τέλεια! Απλά τέλεια! Βλέπεις τι έκανες, ρε ηλίθιε; Τώρα διόρθωσε το!»

«Γιατί εγώ; Ο άντρας σου είναι ο τρελός εδώ, όχι εγώ»

«Απλά κλείσε το στόμα σου, Οδυσσέα»

Ο Τζάκος βρίσκει το μαχαίρι, το κρατά στο χέρι του και κοιτάζει τον Ιάσονα.

«Αγαπητέ μου Ιάσονα, δεν νομίζω να τολμήσεις έστω να σκεφτείς να κάνεις κάτι τέτοιο κάτω απ' τη στέγη μου, έτσι δεν είναι;»

«Φυσικά και όχι. Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Αγαπάω την ζωή μου»

«Και αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι απολύτως η σωστή απάντηση. Μπράβο, γιε μου. Συνέχισε την καλή δουλειά και θα τα πάμε μια χαρά»

«Ότι πεις, Μπαμπά»

Ο Οδυσσέας ανοίγει το στόμα του για να πει κάτι, αλλά ο Αλέκος ρίχνει το χέρι του στους ώμους του και τον φιμώνει.

«Αν πεις έστω και μια λέξη, ορκίζομαι ότι θα περάσεις το βράδυ κλειδωμένος στο μπάνιο»

Η Μαίρη του χαϊδεύει το άλλο χέρι.

«Ευχαριστώ, Αλέκο μου»

«Πάντα στην διάθεση σου, Ζαχαρένια μου»

Αργότερα, γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα, όλα είναι ήσυχα μέσα στο σπίτι. Όλοι είναι στα δωμάτια τους. Ο Τζάκος και η Μαίρη στην κρεβατοκάμαρα τους, ο Νικόλας στο δωμάτιο του με τον Στέφανο, ο Ιάσονας στον ξενώνα και τα κορίτσια, η Αναΐς και η Εύα, η κάθε μία στο δικό της δωμάτιο. Αλλά όχι για πολύ ...

Ξαφνικά ένα τρίξιμο σπάει τη σιωπή της νύχτας. Μια πόρτα ανοίγει και κάποιος βγαίνει στον διάδρομο. Ποιος να είναι; Πού πηγαίνει και γιατί; Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στον αναιδή περιπλανώμενο της νύχτας. Πλησιάζουμε και ... Μα φυσικά! Η Αναΐς!

Αυτή, κρατώντας ένα απ' τα αγαπημένα της ροζ αρωματικά κεριά, κατευθύνεται στον ξενώνα. Όταν φτάνει, προσέχοντας να μην τρίξει, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει κρυφά στο δωμάτιο. Πλησιάζει στο κρεβάτι και βλέπει τον Ιάσονα, που έχει ήδη αποκοιμηθεί ανάσκελα, ντυμένο μονάχα μ' ένα μάλλον στενό μποξεράκι, που κάνει το ήδη μεγάλο εξόγκωμα ανάμεσα στα πόδια του να φαίνεται ακόμα πιο μεγάλο.

Αυτή δαγκώνει το κάτω χείλος της καθώς βάζει το κερί στο κομοδίνο, σκύβει και σκουντάει απαλά τον ώμο του. Αυτός ανοίγει αμέσως τα μάτια του.

«Πριγκιπέσσα μου; Τι κάνεις εδώ;»

«Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό ... κλπ., κ.λπ.»

Αυτή προσπαθεί να τον φιλήσει, αλλά εκείνος γυρίζει το πρόσωπο του.

«Μωρό μου, τρελάθηκες; Αν ο πατέρας σου ξυπνήσει και καταλάβει τι συμβαίνει, θα με σκοτώσει και θα θάψει το κουφάρι μου στην πίσω αυλή»

«Μην ανησυχείς γι' αυτό. Και να ξυπνήσει δεν πρόκειται να καταλάβει τίποτα»

«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;»

«Κανόνισα έναν αντιπερισπασμό»

«Αντιπερισπασμό; Τι αντιπερισπασμό; Τι λες;»

«Κάνεις πάρα πολλές ερωτήσεις, μωρό μου. Φίλησε με τώρα και θα τα πούμε όλα αργότερα»

Αυτή βάζει το χέρι της μέσα στο μποξεράκι του.

«Μωρό μου, περίμενε! Όχι! Όχι! Όχι! Μη μ' αγγίζεις εκεί! Γαμημένη κόλαση!»

«Ιάσονα Ζαχαριάδη, αν δεν με φιλήσεις τώρα, θα ξυπνήσω τον πατέρα μου και θα του πω ότι μου επιτέθηκες με βρώμικες και ανήθικες προθέσεις!»

«Εντάξει. Εντάξει. Εγώ απλά θ' αγνοήσω τον βρώμικο εκβιασμό σου και θα κάνω αυτό που θέλεις αρκεί να κλειδώσεις πρώτα την πόρτα»

Αυτή σηκώνεται και πάει να κλειδώσει την πόρτα.

«Αυτό δεν θα σε σώσει, ξέρεις. Ο πατέρας μου μπορεί να σπάσει αυτή την πόρτα πολύ εύκολα»

«Το ξέρω, αλλά μέχρι να τη σπάσει, θα έχω χρόνο να πηδήξω απ' το παράθυρο»

«Είναι πολύ ψηλά, βρε μωρό μου»

«Ποιος μιλάει πολύ τώρα; Έλα εδώ»

Αυτή επιστρέφει στο κρεβάτι και βγάζει το κομπινεζόν της, το μοναδικό ρούχο που φοράει. Αυτός την τραβάει επάνω του.

«Τι θα κάνω μαζί σου;»

«Θα έχεις μια μεγάλη, υπέροχη ζωή, αλλά τώρα, σκάσε και κάνε έρωτα μαζί μου»

«Α στο καλό! Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από σένα. Ούτε ο θάνατος!»

Δύο πόρτες πιο κάτω, στο δωμάτιο του Νικόλα, αυτός και ο Στέφανος είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Ο μικρός, εντελώς ξύπνιος, έχει μια χαρούμενη έκφραση στο πρόσωπο του, όπως κάθε φορά που βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο του μεγάλο αδερφό. Όμως κι ο Στέφανος, έτοιμος να κοιμηθεί, αισθάνεται το ίδιο. Ο μικρός Νικόλας είναι το πιο αγαπημένο του πρόσωπο μετά τον πατέρα του.

«Σούπερμαν;»

«Μμμμ...;

«Κοιμάσαι;»

«Ένας υπερήρωας δεν κοιμάται ποτέ, μικρέ. Απλώς ξεκουράζει τα μάτια του»

Ο μικρός χαχανίζει.

«Σωστά. Λάθος μου»

Ο Στέφανος ανοίγει τα μάτια του και τον κοιτάζει.

«Ήθελες κάτι;»

«Ναι»

«Τι;»

«Να σου πω ότι χαίρομαι πολύ που είσαι εδώ»

«Κι εγώ, Νικόλα μου»

«Άκουσα τον μπαμπά να λέει τι έκανες γι' αυτό το αγοράκι»

«Ποιο αγοράκι;»

«Αυτό που έχει το ίδιο όνομα με μένα»

«Α, ναι. Και;»

«Είσαι πολύ καλός. Έσωσες αυτό το αγοράκι. Είμαι πολύ περήφανος για σένα»

«Όχι, Ποντικάκι. Εγώ απλά βοήθησα την αδερφή του να τον σώσει»

«Άκουσα ότι είχε λευχαιμία»

«Ναι»

«Τι είναι η λευχαιμία; Είναι κάτι σαν αυτό που είχα εγώ;»

«Θεέ μου, όχι! Εσύ είχες ένα μικρό πρόβλημα στο στομάχι. Η λευχαιμία είναι μια πολύ σοβαρή ασθένεια του αίματος»

«Μπορείς να πεθάνεις απ' αυτό;»

«Δυστυχώς, ναι»

«Εκτός κι αν έχεις έναν υπερήρωα δίπλα σου»

«Ναι»

«Ξέρεις, αποφάσισα τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω»

«Πάλι; Τον περασμένο μήνα ήθελες να γίνεις αστροναύτης. Άλλαξες ξανά γνώμη;»

«Έλα, μη με κοροϊδεύεις. Όλα όσα έχω πει μέχρι τώρα ήταν βλακείες. Τώρα ξέρω στα σίγουρα»

«Χμμμ ... Ενδιαφέρον. Για ν' ακούσω»

«Θέλω να γίνω γιατρός. Χειρουργός, όπως ο Περικλής. Θα γίνω ο καλύτερος και θα βγάζω πολλά χρήματα χειρουργώντας πλούσιους, άρρωστους ανθρώπους»

«Μόνο πλούσιους; Αυτό δεν ακούγεται πολύ καλό»

«Περίμενε! Δεν τελείωσα. Θα παίρνω πολλά χρήματα απ' τους πλούσιους για να μπορώ να σώζω τους φτωχούς ανθρώπους χειρουργώντας τους εντελώς δωρεάν. Θα φτιάξω μια κλινική όπου θα πληρώνουν μόνο όσοι έχουν χρήματα. Οι φτωχοί θα θεραπεύονται δωρεάν»

«Πως το σκέφτηκες όλο αυτό, ρε Νικόλα;»

«Εσύ με βοήθησες. Αυτό το αγόρι με την λευχαιμία ήταν τυχερό, αλλά τι γίνεται με όλα τα άλλα παιδιά που είναι άρρωστα και δεν έχουν κάποιον σαν εσένα να τα βοηθήσει; Δυστυχώς, είσαι μόνο ένας άνθρωπος. Δεν μπορείς να τα σώσεις όλα τα παιδιά. Γι' αυτό το αποφάσισα. Για να σε βοηθήσω. Εσύ κι εγώ θα σώσουμε τον κόσμο»

Ο Στέφανος συγκινείται αφάνταστα και είναι έτοιμος να κλάψει.

«Δεν ξέρω αν θα σώσουμε τον κόσμο, Χρυσό Αγόρι. Αυτό που ξέρω είναι ότι με σένα μέσα, αυτός ο κόσμος έχει την ευκαιρία να γίνει λίγο καλύτερος. Μπράβο, Νικόλα μου. Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο περήφανος για σένα»

«Δεν θύμωσες που δεν θα σε βοηθήσω στην εταιρεία, έτσι;»

«Όχι, φιλαράκο. Δεν θύμωσα καθόλου»

«Εξάλλου, δεν με χρειάζεσαι. Μετά από σένα, θα αναλάβει την εταιρία ο γιος σου, όπως έκανες εσύ με τον μπαμπά»

«Όπα! Όπα! Για ποιο πράγμα μιλάς; Δεν έχω γιο. Ό,τι κι αν άκουσες δεν ισχύει»

«Όχι! Όχι! Μην ανησυχείς! Δεν εννοώ το παιδί της Αφροδίτης. Ξέρω ότι δεν είναι δικό σου. Εννοώ τον γιο που θ' αποκτήσεις όταν γνωρίσεις τη γυναίκα της ζωής σου»

«Περίμενε! Περίμενε, γιατί θα με τρελάνεις απόψε. Πώς στο διάολο τα ξέρεις όλα αυτά; Ξέρεις πώς γίνονται τα παιδιά;»

«Εδώ και λίγες μέρες, ναι»

«Τι σημαίνει πάλι αυτό;»

«Όταν επέστρεψε αυτή, ο Ερμής κι εγώ ρωτήσαμε τι σήμαιναν όλα αυτά, και ο θείος Οδυσσέας μας τα εξήγησε όλα»

«Μάλιστα. Τώρα βγάζει νόημα»

Ο Στέφανος δεν μπορεί να συγκρατηθεί άλλο και ξεσπάει σε γέλια.

«Θεέ μου! Τον αγαπώ αυτόν τον άντρα!»

«Ναι. Ο θείος Οδυσσέας είναι καταπληκτικός, αλλά ...»

«Αλλά τι, Ποντικάκι;»

«Σου συνέβη κάτι, ε; Κάτι καλό, εννοώ»

«Γιατί το λες αυτό τώρα;»

«Το γέλιο σου έχει αλλάξει. Έγινε αληθινό»

«Τι εννοείς αληθινό; Τι ήταν πριν; Ψεύτικο;»

«Ναι. Υπήρχε κάτι στο γέλιο σου τα τελευταία χρόνια. Κάτι παγωμένο»

«Ενώ τώρα;»

«Τώρα γελάς σαν τον μπαμπά. Με την καρδιά σου. Όπως λέει και η μαμά, μοιάζεις με τον ήλιο όταν γελάς»

«Είσαι πιο έξυπνος απ' όσο θα έπρεπε, το ξέρεις;»

«Έλα, πες μου τι έγινε!»

«Μπορείς να κρατήσεις μυστικό;»

«Εκτός απ' τον Ερμή, ναι»

«Κάτι είναι κι αυτό. Τέλος πάντων! Γνώρισα ένα κορίτσι»

«Ω, Θεέ μου! Ποια είναι; Πως την λένε; Που τη γνώρισες; Είναι όμορφη; Την φίλησες; Την αγαπάς; Θα την παντρευτείς;»

«Ουάου! Ηρέμησε, Καουμπόι! Μια-μία τις ερωτήσεις»

Το αγόρι αρχίζει να γελάει.

«Αυτό μου λέει πάντα κι ο μπαμπάς»

«Αναρωτιέμαι γιατί!»

«Εντάξει. Πες μου εσύ ότι θέλεις»

«Λοιπόν ... Την λένε Άρτεμις Αυγερινού»

«Όμορφο όνομα! Σαν τη θεά του κυνηγιού»

«Ναι. Είναι μισή Ελληνίδα, απ΄ τον μπαμπά της, και μισή Ισπανίδα, απ' τη μαμά της»

«Ουάου! Πολύ πρώτο! Είναι όμορφη;»

«Κούκλα. Είναι το πιο όμορφο κορίτσι που έχω δει ποτέ. Έχει μακριά μαύρα μαλλιά και υπέροχα μεγάλα γκρίζα μάτια»

«Την αγαπάς;»

«Νομίζω πως ναι, αλλά δεν ξέρω. Είναι λίγο νωρίς ακόμα. Θα δούμε»

Το αγοράκι χασμουριέται και ο Στέφανος χαμογελάει.

«Εντάξει, κουτσομπόλικο Ποντικάκι. Ώρα για ύπνο!»

«Κάτι ακόμα»

«Τι;»

«Η θέση που ζήτησες στο κυριακάτικο τραπέζι είναι γι' αυτή, έτσι; Θα την φέρεις να την γνωρίσουμε, σωστά;»

«Ναι, αλλά μην πεις τίποτα σε κανέναν»

«Μόνο στον Ερμή»

Ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του.

«Εντάξει. Ύπνο τώρα»

«Θα μου μουρμουρίσεις;»

«Φυσικά»

Ο Νικόλας βολεύεται στην αγκαλιά του αδελφού του, ο οποίος σκύβει στ' αυτί του κι αρχίζει να μουρμουρίζει το διάσημο soundtrack της ταινίας Superman. Λίγο πριν αποκοιμηθεί, το αγόρι έχει κάτι τελευταίο να πει.

«Είναι ένα πουλί;»

Ο Στέφανος σιγοντάρει.

«Είναι ένα αεροπλάνο;»

«Όχι, είναι ο Σούπερμαν ...»

«... που πετάει μακριά!»

«Καληνύχτα, Στέφανε. Σ' αγαπάω»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Νικόλα. Καληνύχτα»

Εντωμεταξύ, στην κεντρική κρεβατοκάμαρα, ο Τζάκος κοιμάται αγκαλιά με το Αγγελούδι του, όπως κάθε βράδυ. Ξαφνικά, αυτός ανοίγει τα μάτια του. Κοιτάζει την Μαίρη, και όταν σιγουρεύεται ότι αυτή κοιμάται, σηκώνεται απ' το κρεβάτι, φοράει τις πιτζάμες του και κατευθύνεται προς την πόρτα. Ευτυχώς όμως, αυτή δεν κοιμόταν και τόσο βαριά και τον παίρνει χαμπάρι.

«Πού πας, Πρίγκιπα;»

«Για νερό. Το φαγητό σου ήταν λίγο αλμυρό, Αγγελούδι μου. Ξανακοιμήσου. Επιστρέφω αμέσως»

Αυτή ανακάθεται στο κρεβάτι.

«Θα προσπεράσω το σχόλιο σου για την μαγειρική μου και θα σου ζητήσω να μου πεις την αλήθεια»

Αυτός χτυπάει τη γροθιά του στην πόρτα.

«Γαμώτο, Αυγέρη! Σταμάτα να το κάνεις αυτό!»

«Πας να ελέγξεις την Αναΐς, έτσι δεν είναι;»

«Νομίζεις ότι δεν πρέπει;»

«Άσε με να σου πω κάτι πρώτα και μετά μπορείς να κάνεις ότι θέλεις. Έλα εδώ»

Αυτός πηγαίνει πίσω στο κρεβάτι και κάθεται δίπλα της. Αυτή του πιάνει τα χέρια.

«Λοιπόν ... Σε ποιον μοιάζει η κόρη μας;»

«Σε σένα»

«Ωραία. Τώρα φαντάσου ότι εγώ είμαι σ' ένα δωμάτιο κι εσύ σ' ένα άλλο, δύο πόρτες παρακάτω»

«Εντάξει»

«Τι νομίζεις ότι θα έκανα; Θα έμενα στο δωμάτιο μου ή θα ερχόμουν να σε βρω;»

«Θα ερχόσουν να με βρεις»

«Και που θα καταλήγαμε;»

«Στο κρεβάτι ή στο πάτωμα»

«Και τι θα κάναμε;»

«Σεξ. Τι άλλο;»

«Αυτό είναι! Και επειδή, όπως είπες, η Αναΐς μου μοιάζει, είμαι σίγουρη ότι αυτή τη στιγμή είναι στον ξενώνα και ...»

«Μαίρη, σταμάτα!»

«Όχι, Τζάκο. Πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Η κόρη σου μεγάλωσε. Είναι γυναίκα. Μια ερωτευμένη γυναίκα. Ερωτευμένη μ' ένα υπέροχο αγόρι που μεγάλωσε στο σπίτι μας και ξέρουμε πόσο καλός είναι»

«Ναι, το κάθαρμα. Είναι»

«Πρέπει να ευχαριστούμε τον Θεό που είναι μαζί της. Είδες τι συνέβη με τον Στέφανο. Τουλάχιστον είμαστε σίγουροι ότι το κορίτσι μας είναι σε πολύ καλά χέρια»

«Εντάξει. Συμφωνώ με όλα όσα λες, αλλά δεν αντέχω τη σκέψη αυτουνού να πηδάει την κόρη μου αυτή τη στιγμή»

Αυτή τον σπρώχνει αγανακτισμένη.

«Ω! Για όνομα του Θεού! Πήγαινε, ρε βλάκα! Πήγαινε σπάσε την πόρτα και πιάστους στα πράσα»

«Ξέρεις κάτι; Αυτό ακριβώς θα κάνω!»

Αυτός σηκώνεται, αλλά αυτή δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη.

«Ναι! Πήγαινε! Πήγαινε να βάλεις την κόρη σου στη χειρότερη θέση που θα μπορούσες να την βάλεις ποτέ. Μπες σ' αυτό το δωμάτιο και δες τη να πηδιέται, όπως είπες! Κάντην να μην σε κοιτάξει ποτέ πια στα μάτια από ντροπή. Πήγαινε και κατέστρεψε την υπέροχη σχέση που έχεις μαζί της. ΠΗΓΑΙΝΕ!»

Αυτός σταματάει, γυρίζει και την κοιτάζει. Αυτή τον κοιτάζει πίσω.

«Γιατί με κοιτάς έτσι; Αυτό ακριβώς πρόκειται να συμβεί και το ξέρεις. Παλέψαμε για να κάνουμε τα παιδιά μας να νιώθουν άνετα κοντά μας και να μην μας ντρέπονται, ρε Τζάκο. Μην τα καταστρέψεις όλα εξαιτίας ενός πείσματος»

«Δεν είναι πείσμα!»

«Τι είναι τότε;»

«Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει εδώ, ρε Μαίρη; Τώρα που εμείς μιλάμε, αυτός μπορεί να ... ΜΠΟΡΕΙ ... ΑΥΤΟΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΗΔΙΟΥΝΤΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΤΙΓΜΗ!»

Αυτός ουρλιάζει και η Μαίρη σηκώνεται απ' το κρεβάτι και κάνει το ίδιο.

«ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΝ; ΕΙΝΑΙ ΖΕΥΓΑΡΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΚΑΝΟΥΝ ΤΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ, ΤΖΑΚΟ. ΠΗΔΙΟΥΝΤΑΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΩΡΑ! ΧΩΝΕΨΕ ΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ!»

Ο Τζάκος είναι σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Σε μια προσπάθεια να εκτονώσει το θυμό του, αρχίζει να κλωτσάει τα έπιπλα και σπάει κι ένα φωτιστικό που δυστυχώς βρέθηκε στο δρόμο του. Η Μαίρη τον κοιτάζει με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά της.

«Ξέσπασες ή ακόμα;»

«Όχι. Όχι ακόμα. Όχι!»

«Εντάξει. Αυτό θα το διορθώσουμε σε λίγο. Τώρα πες μου, συνειδητοποίησες τελικά ότι είσαι εντελώς λάθος με τον Νάκο και την Αναΐς;»

«Όχι ακόμα, αλλά υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω»

«Αυτό μου αρκεί. Έλα τώρα πίσω στο κρεβάτι»

«Τι θα μου κάνεις;»

«Εγώ; Τίποτα. Εσύ απ' την άλλη ...»

Τα μάτια του Τζάκου στενεύουν και πιέζει τα χείλη του καθώς αυτή βγάζει το νυχτικό της, γυρίζει και γονατίζει πάνω στο κρεβάτι για να του δώσει μια καθαρή θέα.

«Τι κάνεις, Αυγέρη;»

«Σου δίνω αυτό που χρειάζεσαι, Ηλιόπουλε. Κάτι για να ξεσπάσεις τον θυμό σου. Εμπρός, μεγάλε Θεέ ... Ευλόγησε με τη χάρη σου!»

Στα επόμενα δευτερόλεπτα τα ρούχα έχουν φύγει κι ο Τζάκος, ξεχνώντας για μια στιγμή όλα όσα τον απασχολούν, όπως πάντα όταν είναι στο κρεβάτι με τη Μαίρη, είναι ήδη βαθιά μέσα της, κάνοντας την να ουρλιάξει. Ο Θεός να ευλογεί τον εφευρέτη της ηχομόνωσης (!!!)

Ο θυμός μετατρέπεται σε λαγνεία. Ο φόβος μετατρέπεται σε πάθος. Κι ο πατέρας γίνεται εραστής. Όλη η απελπισία για την αγαπημένη κόρη που μεγαλώνει κι αφήνει την αγκαλιά του πατέρα μετατρέπεται σ' ευγνωμοσύνη για τη γυναίκα που είναι πάντα εκεί και του προσφέρει ένα ασφαλές καταφύγιο. Γιατί ναι ... Μερικές φορές ακόμα κι ένας Θεός χρειάζεται ένα μέρος για να κρυφτεί απ' όλα και απ' όλους. Και για τον Τζάκο, αυτό το μέρος θα είναι πάντα το σώμα της Μαίρης.

«Εσύ κι εγώ, Αγγελούδι»

«Ενάντια στον κόσμο, Πρίγκιπα»

«Για πάντα;»

«Για πάντα!»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro