Πριν Την Μάχη ...
~ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ~ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019 ~
~ ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΕΞΩ στον ΚΗΠΟ ~ ΝΩΡΙΣ το ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~
Ο Στέφανος και η Άρτεμις πήγαν τους γονείς της στο αεροδρόμιο για να επιστρέψουν στην Σαντορίνη ώστε να διευθετήσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν απ' τη μετακόμιση τους στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο. Ο Τζέι-Τζέι, ο οποίος μοιάζει ήδη με δεκάχρονο αγόρι, έμεινε πίσω, μετά από δική του απαίτηση, για να περάσει λίγο ποιοτικό χρόνο με τον παππού του, τον οποίο λατρεύει. Βασικά, αυτός λατρεύει να τον τρελαίνει με τις φάρσες του, όπως τώρα που πετάει σαν κόνδορας ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα και ο Τζάκος προσπαθεί μάταια να τον τιθασεύσει.
«Τζέι-Τζέι, κατέβα αμέσως κάτω!»
«Έλα να με πιάσεις, αν μπορείς, γέρο»
«Γέρο; Πώς τολμάς, ρε τσόγλανε;»
Η Μαίρη τον κοιτάζει αυστηρά κι εκείνος σηκώνει τους ώμους.
«Πρόσεχε την γλώσσα σου, Ηλιόπουλε!»
«Τι; Δεν τον άκουσες; Με είπε γέρο»
«Είναι μωρό, Πρίγκιπα. Γι' αυτόν, όλοι γέροι είμαστε»
«Δεν ξέρω για σένα, Αγγελούδι, αλλά εγώ δεν είμαι γέρος»
Ο Τζέι-Τζέι χαμηλώνει λίγο και πετάει πάνω απ' το κεφάλι του Τζάκου, που βγάζει ατμούς.
«Τι τρέχει, γέρο; Θα έρθεις ή χρειάζεσαι ένα πι;»
Η Μαίρη προσπαθεί μάταια να κρατήσει το αυστηρό της ύφος.
«Ντροπή σου, Τζέι-Τζέι! Ποιος σου έμαθε να μιλάς έτσι στον παππού σου;»
«Ο μπαμπάς»
Ο Τζάκος γρυλίζει.
«Αν πιάσω στα χέρια μου τον μπαμπά σου, θα τον κάνω να μετανιώσει»
«Δεν μπορείς να τον αγγίξεις. Ο μπαμπάς μου είναι υπέροχος»
«Ο μπαμπάς σου είναι γιος μου»
«Απλή σύμπτωση»
Ο μικρός τσιγκλάει περισσότερο τον παππού του βγάζοντας του τη γλώσσα, κι αυτός δεν αντέχει άλλο.
«Αυτό ήταν! Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!»
Αυτός ανοίγει τα φτερά του κι αρχίζει να κυνηγάει τον εγγονό του, ο οποίος γελάει δυνατά καθώς πετάει μακριά του.
«Πρόσεχε μην σπάσεις κάνα φτερό, γέρο!»
«Αν σε πιάσω, ρε αλήτη, θα σε ξεπουπουλιάσω!»
Η Μαίρη ξεσπά σε γέλια καθώς βλέπει τους δύο Τζάκους της ζωής της να γελούν καθώς κυνηγούν ο ένας τον άλλον στον αέρα. Όμως, ξαφνικά, η αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθεί την κάνει να γυρίσει το κεφάλι της και να δει τον Άρη, ο οποίος περπατά προς το μέρος της. Ένα ρίγος διαπερνά τη σπονδυλική της στήλη όταν αυτός της απευθύνεται.
«Μαριάμ ...»
«Με λες Μαριάμ, άρα σημαίνει ότι δεν είσαι ο Άρης, το άλλο μου μισό στις σκανδαλιές, αλλά ο Φύλακας, σωστά;»
«Σωστά»
«Τι έγινε λοιπόν, Φύλακα;»
Αλλά, πριν δούμε τι έχει να πει ο Άρης, θα μιλήσουμε λίγο για τον Τζέι-Τζέι, ο οποίος, όπως σας είπα προηγουμένως, είναι μόλις δεκαπέντε ημερών, αλλά μοιάζει ήδη με δεκάχρονο αγόρι. Αυτός μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και μοιάζει όλο και περισσότερο στον πατέρα και τον παππού του. Για να σας δώσω μια ιδέα για το τι σημαίνει αυτό, μέσα σε λίγα λεπτά από τη γέννηση του, αυτός στήριζε το κεφάλι του και το ίδιο βράδυ άρχισε να μπουσουλάει. Την τρίτη μέρα περπάτησε κανονικά και άρχισε να μιλάει άπταιστα την επόμενη. Η οδοντοστοιχία του ήταν έτοιμη έξι μέρες αργότερα και τη δέκατη ημέρα είχε τον πλήρη έλεγχο των δυνάμεων του.
Σε κανέναν στην οικογένεια δεν αρέσει αυτή η γρήγορη ανάπτυξη, και περισσότερο στον ίδιο τον Τζέι-Τζέι, αλλά δυστυχώς, λόγω της κατάστασης, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αν τον ρωτούσαμε, θα μας έλεγε ότι προτιμά να παραμείνει μωρό για να απολαύσει λίγη περισσότερη τρυφερότητα απ' τη μητέρα του, την οποία λατρεύει.
Όσο για τους υπόλοιπους, αυτός αγαπάει και θαυμάζει τον μπαμπά του, λατρεύει να παίζει με τον κουλ νονό Ιάσονα και την τρελή θεία Πανδώρα, και έχει μια μικρή αδυναμία στον συνονόματο παππού του. Του αρέσει να περνάει ώρες στην αγκαλιά του Οδυσσέα και ν' ακούει ιστορίες απ' τη βαθιά φωνή του Αλέκου. Του αρέσει επίσης να παίζει με τους λύκους και να μπερδεύεται στα πόδια της γιαγιάς του όταν του μαγειρεύει τις αγαπημένες του λιχουδιές. Τους αγαπάει όλους, αλλά η μαμά του είναι πάνω απ' όλα. Αν και έχει ήδη δύο δωμάτια, ένα στο Ρετιρέ και ένα στο Παλάτι, αυτός προτιμά να κοιμάται τις λίγες ώρες που χρειάζεται κάθε βράδυ στην αγκαλιά της Άρτεμις, με το πρόσωπο του χωμένο στα μαλλιά της.
Και τώρα που ανέφερα τον ύπνο, ας μιλήσουμε λίγο για τη φυσιολογία του. Αυτός είναι αθάνατος. Μισός άγγελος, μισός άνθρωπος. Μπορεί να τραυματιστεί, αλλά θεραπεύεται απίστευτα γρήγορα. Η ανάπτυξη του θα σταματήσει όταν ενηλικιωθεί, κάτι που θα συμβεί πολύ σύντομα, και θα μείνει έτσι για πάντα. Η ανθρώπινη φύση του επιβάλλει την ανάγκη για ενυδάτωση, φαγητό και ύπνο, αλλά μπορεί και χωρίς αυτά. Όχι για πάντα, όπως οι άγγελοι, αλλά για πολύ καιρό. Ένα άλλο πράγμα που του εξασφαλίζει αυτή η φύση είναι η ανθρωπιά του και η ικανότητα να έχει συναισθήματα. Αυτό τον κρατά στο δρόμο του καλού.
Όσο για τις δυνάμεις του, αυτός μπορεί να κάνει σχεδόν τα πάντα. Το χρυσό κύμα που εκπέμπει έχει τη δύναμη να καταστρέψει τα πάντα στην ακτίνα του, ανθρώπους, Ουράνια Όντα και κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα ή άψυχο υλικό. Με ένα απλό χτύπημα των δακτύλων του, μπορεί να καταστρέψει μια ολόκληρη πόλη, αλλά μπορεί επίσης και να δημιουργήσει.
Για παράδειγμα, υπήρχε ένα δέντρο, μια βελανιδιά, στην πίσω αυλή του κτήματος που αυτός μίσησε απ' την πρώτη στιγμή, χωρίς να ξέρει γιατί. Έτσι, όταν μπόρεσε να περπατήσει, πήγε εκεί και αντικατέστησε τη βελανιδιά με έναν τεράστιο πλάτανο, στον κορμό του οποίου ζει τώρα μια οικογένεια σκίουρων. Μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη των άλλων όταν είδαν το καινούργιο δέντρο.
Είναι αυτονόητο ότι έχει υπεράνθρωπη δύναμη, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτός μπορεί να κάνει οποιονδήποτε, άνθρωπο ή ζώο, να κάνει ό,τι θέλει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας μαριονετίστας και όλοι οι άλλοι είναι απλές μαριονέτες στα χέρια του. Βασικά, αυτή η ιδιαίτερη δύναμη αποκαλύφθηκε με έναν κάπως σκληρό τρόπο.
Ήταν η τρίτη μέρα, η μέρα που άρχισε να περπατάει. Όλη η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη στον κήπο για ένα πάρτι στην πισίνα και αυτός κατάφερε να ξεφύγει απ' την προσοχή τους και να τρέξει στο δάσος. Φυσικά, λίγα λεπτά αργότερα, η Άρτεμις αντιλήφθηκε την απουσία του και σήμανε συναγερμό. Όλοι ξεκίνησαν να τον ψάχνουν. Ουράνιοι, άνθρωποι και λύκοι.
Θα μου πείτε τώρα γιατί δεν τον βρήκαν με τη βοήθεια των αγγελικών τους δυνάμεων; Είναι πολύ απλό. Αυτός είναι μη ανιχνεύσιμος. Κανείς δεν μπορεί να τον εντοπίσει. Ούτε καν με τη βοήθεια της μαγείας. Αυτό που τους βοήθησε να τον βρουν εκείνη τη φορά ήταν οι κραυγές πόνου που ακούστηκαν απ' το δάσος. Αυτοί έτρεξαν εκεί, έτοιμοι να πολεμήσουν, αλλά στο τέλος δεν χρειάστηκε να κουνήσουν ούτε το δαχτυλάκι τους. Αυτός είχε τα πάντα υπό έλεγχο.
Για την ακρίβεια, με τα χέρια απλωμένα μπροστά και κουνώντας τα μικρά του δαχτυλάκια, αυτός είχε βάλει τους δύο δαίμονες που του επιτέθηκαν, όπως ο μαριονετίστας κινεί τις μαριονέτες του, να μαχαιρώνουν ο ένας τον άλλον. Εξ ου και οι κραυγές! Ο Στέφανος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν χρειαζόταν βοήθεια, αλλά η απάντηση του αγοριού ήταν ξεκάθαρη.
«Όχι, Μπαμπά. Το έχω υπό έλεγχο. Κοίτα με!»
Με μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση της γροθιάς του, οι δαίμονες πέφτουν νεκροί στο έδαφος με σπασμένους λαιμούς. Δεν χρειάζεται να σας πω τι συνέβη στην κόλαση όταν ο Σαμαήλ έμαθε το περιστατικό. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρετε είναι ότι πολλοί περισσότεροι δαίμονες πέθαναν με φρικτό και οδυνηρό θάνατο.
Όπως μπορείτε να δείτε, ο Τζέι-Τζέι είναι σχεδόν ανίκητος, αλλά όπως όλοι οι υπερήρωες έχει κι αυτός τη δική του αχίλλειο πτέρνα, τον δικό του Κρυπτονίτη. Ποιο είναι αυτό; Η μητέρα του. Είναι η μόνη που μπορεί να τον ελέγξει και να τον σταματήσει όταν πρέπει.
Αλλά, αυτά αρκούν προς το παρόν. Θα μάθουμε περισσότερα για τον Τζέι-Τζέι στα επόμενα κεφάλαια και ακόμη περισσότερα στο επόμενο βιβλίο. Τώρα θα επιστρέψουμε στον Άρη και τη Μαίρη ...
«Τι έγινε λοιπόν, Φύλακα;»
«Η Έλενα είχε ένα όραμα»
«Γι' αυτό που φοβόμαστε;»
«Ναι»
«Πότε;»
«Την νύχτα της Αυγουστιάτικης πανσελήνου»
«Σοβαρά; Σε είκοσι μέρες; Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου; Θεούλη μου! ΤΖΑΚΟ!»
Παππούς και εγγονός παγώνουν στον αέρα όταν ακούν την κραυγή της και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον προτού προσγειωθούν και τρέξουν κοντά της. Ο Τζάκος την πιάνει απ' τους ώμους.
«Τι έγινε, ρε Μαίρη; Γιατί ουρλιάζεις έτσι;»
Αυτή πέφτει πάνω του και κρύβεται στην αγκαλιά του κάνοντας τον να γυρίσει και να κοιτάξει τον Άρη.
«Τι στο διάολο έγινε, ρε Άρη;»
«Η Έλενα είδε τον Ναθάνιελ»
«Τον είδε να κάνει τι;»
«Να ανακοινώνει την μέρα της μάχης στον στρατό του»
«Πότε θα γίνει;»
«Ανήμερα της Παναγίας. Τη νύχτα της Αυγουστιάτικης πανσελήνου»
«Μα καλά, δεν ξέρει ο μαλάκας ότι εσύ και η Σελήνη είστε πιο δυνατοί τη νύχτα της πανσελήνου;»
«Το ξέρει. Απλώς δεν μας φοβάται. Το είπε ξεκάθαρα»
«Ωραία. Άστον να μην μας θεωρεί απειλή. Πού θα γίνει η μάχη;»
«Στο ξέφωτο με τις βιολέτες»
«Μάλιστα!»
Η Μαίρη σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτάζει.
«Τι θα κάνουμε, Τζάκο μου;»
«Θα πολεμήσουμε, Μαίρη μου, κι αυτή τη φορά θα νικήσουμε. Σωστά, Τζέι-Τζέι;»
Οι τρεις τους στρέφουν το κεφάλι τους προς το αγόρι, το οποίο όμως δεν είναι εκεί. Η Μαίρη πανικοβάλλεται.
«Πού είναι το παιδί;»
Ο Τζάκος αδυνατεί να καταλάβει τι συμβαίνει.
«Εδώ ήταν, δίπλα μου. Τζέι-Τζέι, που είσαι;»
Αυτοί αρχίζουν να ψάχνουν τριγύρω, με τον Άρη να προσπαθεί να πιάσει την μυρωδιά του.
«Πώς στο καλό το κάνει αυτό; Είναι πιο αθόρυβος ακόμη κι απ΄ την Λούνα»
Η Μαίρη περνάει τα χέρια της μέσα απ' τα μαλλιά της.
«Πού μπορεί να έχει πάει;»
Ο Τζάκος έχει μια ιδέα.
«Στον πλάτανο του, στην πίσω αυλή. Εκεί πηγαίνει πάντα όταν εξαφανίζεται»
Ο Άρης ανασκουμπώνεται.
«Τι περιμένουμε τότε; Πάμε εκεί!»
Αυτοί τρέχουν γύρω απ' το σπίτι, αλλά καθώς στρίβουν στη γωνία, τυφλώνονται από μια έκρηξη φωτός. Το ωστικό κύμα τους εκτοξεύει αρκετά μέτρα πίσω και τους ρίχνει στο γρασίδι. Λίγα λεπτά αργότερα, το φως σβήνει και οι τρεις του συνέρχονται από την έκπληξη. Ο Τζάκος, γεμάτος ανησυχία, αγγίζει την Μαίρη ψάχνοντας για τυχών τραυματισμούς. Βλέπεται, το χούι δεν κόβεται.
«Μαίρη; Είσαι καλά, μωρό μου; Χτύπησες κάπου;»
«Όχι, Τζάκο. Ηρέμησε. Μια χαρά είμαι»
«Τι στο διάολο έγινε, ρε Άρη;»
Ο Άρης κουνάει το κεφάλι του.
«Κάτι σαν έκρηξη. Κάτι συμβαίνει με τον Τζέι-Τζέι»
Αυτοί σηκώνονται και αρχίζουν να ξεσκονίζουν τα ρούχα τους. Ο Οδυσσέας και ο Αλέκος, που είδαν και άκουσαν την έκρηξη απ' το μπαλκόνι τους, πετούν και προσγειώνονται κοντά τους.
«Τι στο καλό, παιδιά;»
«Τι ήταν αυτή η έκρηξη;»
Πριν προλάβει κανείς να τους απαντήσει, η Μαίρη σταματάει να σκουπίζει τα ρούχα της, σπρώχνει τον Τζάκο στην άκρη και κοιτάζει προς τον γιγάντιο πλάτανο.
«Τζέι-Τζέι; Εσύ είσαι;»
Οι άλλοι γυρίζουν και κοιτούν εκεί που κοιτάζει αυτή και βλέπουν αυτό που βλέπει. Έναν άγνωστο, αλλά συνάμα πολύ οικείο, εμφανίσιμο άντρα γύρω στα είκοσι, με κατάξανθα μαλλιά, χρυσά μάτια και μια απίστευτη ομοιότητα με τον Στέφανο, εκτός φυσικά από το χρώμα των ματιών. Ακόμα και τα φτερά του αγνώστου είναι ολόχρυσα, όπως όλων των αρσενικών της οικογένειας Ηλιόπουλου.
Αυτοί τον κοιτάζουν άφωνοι, μέχρι που ο Οδυσσέας σπάει την σιωπή.
«Για όνομα του Θεού! Τι έκανες, Ηρακλή;»
Ο άγνωστος, που τελικά δεν είναι άλλος από τον Τζέι-Τζέι, χαμογελάει.
«Προσαρμόστηκα, θείε»
Το παρατσούκλι που είχε δώσει ο Οδυσσέας στον Τζέι-Τζέι ήταν Ζαχαρωτό, αλλά μετά το περιστατικό με τους δαίμονες, αυτός τον αποκαλεί Ηρακλή. Αυτό προήλθε φυσικά από τον Ημίθεο Ηρακλή που στραγγάλισε τα δύο φίδια που έστειλε η Ήρα να τον σκοτώσουν στην κούνια του. Ο αγαπητός μας Οδυσσέας επιλέγει πάντα το κατάλληλο παρατσούκλι.
Ο Τζάκος πλησιάζει τον ενήλικο πια εγγονό του και βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Γιατί το έκανες αυτό, αγόρι μου;»
«Έχουμε μια μάχη να δώσουμε, Παππού. Το τέλος είναι κοντά. Ήρθε η ώρα για σένα και τη γιαγιά να ζήσετε τη ζωή που σας αξίζει, χωρίς να φοβάστε πια τον Ναθάνιελ»
Η Μαίρη πηγαίνει στον εγγονό της και τον αγκαλιάζει. Αυτός φωλιάζει το πρόσωπο του στα μαλλιά της, όπως έκαναν πριν από αυτόν και ο παππούς και ο πατέρας του.
«Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, μωρό μου. Δεν σου αξίζει να σηκώσεις εσύ το βάρος των δικών μας επιλογών. Σου αξίζει μια παιδική ηλικία. Σου αξίζουν όμορφες αναμνήσεις»
«Μην ανησυχείς, Γιαγιά. Έχω τις αναμνήσεις για τις οποίες λες. Είμαι εδώ μαζί σας μονάχα λίγες μέρες, αλλά η αγάπη σας μου έχει ήδη δώσει όλα όσα χρειάζομαι. Και εκτός αυτού, έχουμε όλη την αιωνιότητα μπροστά μας για να χτίσουμε τόσες πολλές αναμνήσεις»
Ο Άρης καγχάζει.
«Αν βγούμε ζωντανοί απ' αυτό που έρχεται»
«Θα το κάνουμε, Φύλακα. Θα το φροντίσω εγώ. Γι' αυτό γεννήθηκα»
«Βασικά, δεν εννοούσα τη μάχη»
«Τι εννοούσες τότε;»
«Την οργή της μητέρας σου, που μόλις ήρθε»
«Ω, σκατά!»
Ο Τζέι-Τζέι τρέχει και κρύβεται πίσω απ΄ τον Τζάκο.
«Τι κάνεις, Τζέι-Τζέι;»
«Κρύβομαι πίσω σου. Η μάνα μου θα φρικάρει αν με δει ξαφνικά έτσι»
«Και γιατί διάλεξες εμένα;»
«Γιατί εσένα σε σέβεται και δεν θα σε χτυπήσει. Έτσι νομίζω τουλάχιστον»
«Α, ωραία!»
Ο Οδυσσέας αρχίζει να γελάει.
«Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ είμαι σίγουρος ότι αυτό θα έχει πολύ πλάκα!»
Το ζευγάρι βγαίνει στην πίσω αυλή γελώντας, πιασμένο χέρι-χέρι. Ο Στέφανος απευθύνεται σε όλους.
«Ώστε εδώ μου είστε, ε; Σας ψάχναμε στο Παλάτι»
Η Άρτεμις κοιτάζει τριγύρω.
«Πού είναι το μωρό μου;»
Η Μαίρη προσπαθεί ν' αλλάξει θέμα για να κερδίσει λίγο χρόνο.
«Τι έγινε με τους γονείς σου, κόρη μου; Πήγαν όλα καλά; Το ελικόπτερο ήταν έτοιμο, έτσι δεν είναι;»
«Ναι! Ναι! Όλα εντάξει. Μπορεί να έχουν ήδη φτάσει στο νησί. Πέστε μου τώρα πού είναι ο Τζέι-Τζέι»
Ο Αλέκος, παίρνοντας τον ρόλο του πυροσβεστήρα όπως κάθε φορά, την πλησιάζει και βάζει τα χέρια του στους ώμους της.
«Άκου, Άρτεμις! Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις»
Αυτή σπρώχνει τα χέρια του μακριά ενώ τα μάτια της αρχίζουν ν' αλλάζουν χρώμα, κάτι που είναι πολύ κακός οιωνός.
«Θα ρωτήσω μια τελευταία φορά πριν εκραγώ. Που είναι ο γιος μου;»
Ο Στέφανος κοιτάζει τον πατέρα του κι αυτός του εξηγεί νοητικά τι ακριβώς συνέβη. Όλοι οι άλλοι μένουν σιωπηλοί καθώς η Άρτεμις είναι πραγματικά έτοιμη να εκραγεί. Κανείς δεν τολμά ν' απαντήσει στην ερώτηση της. Κανείς άλλος εκτός απ' τον ίδιο τον Τζέι-Τζέι, που βγαίνει απ' την κρυψώνα του και της χαρίζει ένα από τα αφοπλιστικά χαμόγελα που κληρονόμησε απ' τον πατέρα του.
«Εδώ είμαι, Μαμά»
Αυτή γυρίζει το κεφάλι και κοιτάζει τον γιο της, που μόλις λίγες ώρες νωρίτερα τον άφησε μικρό παιδί και τώρα τον βρίσκει ολόκληρο άντρα.
«Τζέι-Τζέι ...;»
«Ναι, Μαμά, εγώ είμαι»
«Το ξέρω ότι είσαι εσύ. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί στο διάολο είσαι έτσι»
«Μπορώ να σου εξηγήσω»
«Είμαι σίγουρη ότι μπορείς, αλλά πρώτα ...»
Αυτή απευθύνεται στους υπόλοιπους.
«Αφήστε με μόνη με τον άντρα μου και τον γιο μου, σας παρακαλώ!»
Ο Στέφανος ανταλλάσσει ένα φοβισμένο βλέμμα με τον Τζέι-Τζέι καθώς όλοι οι άλλοι αρχίζουν να φεύγουν. Ο Τζάκος χτυπάει φιλικά τις πλάτες τους.
«Καλή τύχη, αγόρια. Θα την χρειαστείτε»
Αυτός απομακρύνεται γελώντας καθώς η Άρτεμις κοιτάζει τους δύο άντρες της ζωής της με τα χέρια στους γοφούς της.
«Και τώρα, Τζάκο Τζούνιορ Ηλιόπουλε, είμαι όλη αυτιά. Άρχισε να μιλάς»
Ο Τζέι-Τζέι σπρώχνει τον Στέφανο με τον αγκώνα του.
«Θα εκτιμούσα λίγη βοήθεια, Μπαμπά»
«Από μένα; Εγώ δεν ξέρω τίποτα»
«Ναι, καλά! Άσε τα σάπια! Άκουσα τον παππού να σου τα λέει όλα νωρίτερα»
«Εντάξει, ναι, τα ξέρω όλα, αλλά ...»
«Αλλά φοβάσαι τη μαμά»
«Εσύ δεν την φοβάσαι;»
«Φυσικά και την φοβάμαι, αλλά εγώ είμαι ο γιος της και πρέπει να τη φοβάμαι. Εσύ είσαι ο άντρας της και ο υποτιθέμενος αφέντης της»
«Έη! Είμαι ο αφέντης της»
«Ναι, καλά! Συνέχισε να το λες στον εαυτό σου και ίσως μια μέρα ... Είσαι ίδιος με όλους τους άντρες της αγέλης. Και μετά κοροϊδεύετε τον Άρη για το λουρί του. Ντροπή σας!»
«Όπα, ρε φίλε! Δεν είσαι λίγο μικρός για να μιλάς για τέτοια πράγματα;»
«Τεχνικά είμαι είκοσι δύο χρονών. Αυτή την ηλικία διάλεξα»
«Ναι, αλλά στην πραγματικότητα είσαι δεκαπέντε ημερών»
«Χαζοί, αδιάφοροι αριθμοί»
Η Άρτεμις, που περιμένει υπομονετικά να τελειώσει η κουβέντα τους, δεν αντέχει άλλο και παίρνει την κατάσταση στα χέρια της.
«Έη! Θα τραβήξει πολύ ακόμα η κουβεντούλα; Είμαι εδώ και περιμένω μια εξήγηση»
Πατέρας και γιος, εντελώς ίδιοι πια, εκτός από το χρώμα των ματιών τους, χαμηλώνουν το κεφάλι.
«Συγγνώμη, Κοριτσάκι. Έχεις δίκιο»
«Συγγνώμη, Μαμά. Θα σου πω τα πάντα»
Αυτή κάθεται στο παγκάκι που βρίσκεται πίσω της και σταυρώνει τα πόδια.
«Ακούω!»
Ο Τζέι-Τζέι, με λίγη βοήθεια απ' τον Στέφανο, της εξηγεί γιατί μεγάλωσε τόσο ξαφνικά και τόσο γρήγορα.
«Καταλαβαίνεις τώρα γιατί έπρεπε να το κάνω;»
«Δεν νομίζεις ότι μου άξιζε μια προειδοποίηση;»
«Φυσικά, αλλά δεν έχουμε πολύ χρόνο. Λυπάμαι πολύ, Μαμά, αλλά έπρεπε να το κάνω. Αυτή είναι η μοίρα μου. Το πεπρωμένο μου»
«Το ξέρω, γαμώτο!»
«Δεν το θέλω, ρε Μαμά. Αν μπορούσα, θα μεγάλωνα σιγά-σιγά, σαν ένα κανονικό μωρό. Θα έμενα μικρός όσο μπορούσα περισσότερο, μόνο για σένα»
«Αχ, μωρό μου!»
Ο Στέφανος αγκαλιάζει τους ώμους του γιου του.
«Δεν πειράζει, γιε μου. Αφού νικήσουμε αυτό το κάθαρμα τον Ναθάνιελ και καταστρέψουμε οριστικά τους Φύλακες της Φυσικής Ισορροπίας, οι τρεις μας θα έχουμε όλη την αιωνιότητα για να αναπληρώσουμε τα χαμένα παιδικά σου χρόνια»
«Ακόμα κι αν μοιάζουμε συνομήλικοι;»
«Ακόμα και τότε. Έτσι δεν είναι, Κοριτσάκι;»
Η Άρτεμις χαμογελάει.
«Έτσι ακριβώς είναι!»
Αυτή ανοίγει τα χέρια της και ο Τζέι-Τζέι τρυπώνει στην αγκαλιά της. Εξάλλου, η αγκαλιά της μαμάς χωράει το παιδί ανεξάρτητα απ' το πόσο χρονών είναι. Έτσι, αυτή τον αγκαλιάζει σφιχτά κι εκείνος κρύβει το πρόσωπο του στα μαλλιά της.
Αυτή αρχίζει να κλαίει. Κλαίει από χαρά και λύπη μαζί. Λύπη για τα χαμένα παιδικά χρόνια του γιου της και χαρά για την εκπλήρωση του σπουδαίου πεπρωμένου του. Αυτή τρέμει στη σκέψη της επερχόμενης μάχης. Η θνητή μητέρα μέσα της φοβάται για τη ζωή του γιου της, του άντρα της και όλων των αγαπημένων της προσώπων, αλλά η καινούργια αγγελική της φύση ανυπομονεί για τη μάχη ώστε να βάλει το λιθαράκι της στη μεγάλη νίκη της οικογένειας της.
Ο Στέφανος διαισθάνεται τη σύγκρουση μέσα της και σπεύδει να την καθησυχάσει, αγκαλιάζοντας της ενώ αυτή κρατάει ακόμα τον Τζέι-Τζέι.
«Όλα θα πάνε καλά, Κοριτσάκι. Σε είκοσι μέρες, θα τελειώσουν όλα κι εμείς θα ξεκινήσουμε την καινούργια μας ζωή»
Ο Τζέι-Τζέι σιγοντάρει.
«Την υπέροχη καινούργια μας ζωή»
Αυτή ρουφάει την μύτη της.
«Μου το υπόσχεστε;»
Οι δύο άντρες νεύουν καταφατικά κι αυτή, σαν γνήσια θηλυκιά της αγέλης, σηκώνεται όρθια, σκουπίζει τα μάτια της, ανοίγει τα φτερά της και χτυπάει τα χέρια της.
«Τέλεια! Πάμε τώρα να βρούμε τους άλλους. Έχουμε μια μάχη να κερδίσουμε και πρέπει να ετοιμάσουμε τη στρατηγική μας. Άντε! Κουνηθείτε, αγόρια! Τσάκα-τσάκα!»
Αυτή γυρίζει και βαδίζει αποφασιστικά προς το σπίτι. Ο Στέφανος και ο Τζέι-Τζέι την ακολουθούν σαν πιστοί στρατιώτες μιλώντας χαμηλόφωνα.
«Ξέρεις κάτι, Μπαμπά; Η μαμά θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει τη μάχη και μόνη της»
«Σίγουρα θα μπορούσε»
«Είναι καταπληκτική»
«Σίγουρα είναι»
«Μόνο τη λέξη σίγουρα ξέρεις; Για όνομα του Θεού, ρε Μπαμπά!»
«Σκάσε, γιε μου!»
«Σίγουρα θα το κάνω»
«Έλεος! Μοιάζεις τόσο επικίνδυνα στον παππού σου και ...»
«Και ...;»
«Σε μένα»
«Αυτό είναι καλό, Μπαμπά»
«Αφού το λες εσύ»
~ ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ Στο ΣΠΙΤΙ του ΤΖΑΚΟΥ & της ΜΑΙΡΗΣ ~
Όπως καταλαβαίνεται, το όραμα της Έλενας και η αλλαγή του Τζέι-Τζέι επιβάλει άμεση σύγκλιση της αγέλης, και γι' αυτό, όλοι παρατούν αυτό που κάνουν και μαζεύονται στο γνώριμο σημείο συνάντησης της οικογένειας, το σαλόνι του Παλατιού. Και όταν λέω όλοι, εννοώ όλοι. Ουράνιοι, Υβρίδια, άνθρωποι και ζώα.
Η Λούνα είναι κουλουριασμένη στην αγκαλιά του Άρη. Ο Τρίτων χρησιμεύει ως μαξιλάρι για τον Ερμή και τον Νικόλα, που είναι ξαπλωμένοι στο πάτωμα, μαζί με την Μαργαρίτα, την Έλενα, τον Κοσμά και την Αλίκη. Ο Προμηθέας κάθεται στον ώμο του Οδυσσέα και παίζει με τα μαλλιά του ενώ αυτός ψάχνει πληροφορίες στην Ενοχική Εγκυκλοπαίδεια μαζί με τον Αλέκο, ενώ ο Διονύσης και η Κατερίνα κάνουν την δική τους έρευνα στο διαδίκτυο. Ο Τιτάνας και η Ουρανία μοιράζονται ένα κομμάτι κρέας αραγμένοι δίπλα στη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Ο Τζάκος και η Μαίρη μιλούν με τον Άρη και τη Σελήνη. Οι υπόλοιποι θνητοί κάθονται στους καναπέδες και απλώς χαζεύουν τους Υπερφυσικούς. Λίγο πιο πέρα, στο μεγάλο τραπέζι, ο Στέφανος, ο Μάξιμος και ο Ιάσονας συνομιλούν με τον Τζέι-Τζέι. Για την ακρίβεια, ο Ιάσονας και ο Τζέι-Τζέι, νονός και βαφτιστήρι, κάθονται δίπλα-δίπλα.
«Δεν ξέρω για τους άλλους, φιλαράκο, αλλά εμένα μ' αρέσεις περισσότερο τώρα που μεγάλωσες και μπορώ να σου μιλάω ελεύθερα»
«Και μένα μ' αρέσει αυτό το κομμάτι, νονέ, αλλά τι θα γίνει με την ευθύνη σου;»
Ο Στέφανος απορεί.
«Ποια ευθύνη του, Τζέι-Τζέι;»
«Την ευθύνη που έχει ο νονός να μιλήσει στο βαφτιστήρι του για το σεξ, όπως ακριβώς έκανε και ο δικός σου νονός σε σένα, Μπαμπά»
Το πρόσωπο του Ιάσονα παίρνει μια χαριτωμένη έκφραση τρόμου και οι άλλοι δύο, ο Στέφανος και ο Μάξιμος αρχίζουν να γελούν.
«Θα πάρω οπωσδήποτε μέρος σ' αυτή τη συζήτηση»
«Κι εγώ επίσης»
Ο Τζέι-Τζέι κοιτάζει κατάματα τον Ιάσονα, ο οποίος παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Ναι. Λοιπόν, αγαπημένο μου βαφτιστήρι ... Σ' αγαπάω πολύ και θα χαιρόμουν αφάνταστα να κάνω μια τόσο ευχάριστη συζήτηση μαζί σου»
«Γιατί αισθάνομαι ότι υπάρχει ένα αλλά;»
«Γιατί όντως υπάρχει»
«Ας το ακούσουμε τότε»
«Καλύτερα να κάνεις αυτή τη συζήτηση με τον παππού σου. Είναι μεγαλύτερος γυναικοκατακτητής από μένα. Βασικά, μεγαλύτερος απ' όλους μας»
O Στέφανος έχει κάτι να προσθέσει.
«Κι αν είναι και ο Άρης εκεί, τόσο το καλύτερο»
Ο Τζέι-Τζέι σηκώνει τα φρύδια.
«Ναι. Χίλιες γυναίκες θεωρούνται αρκετή εμπειρία»
Οι τρεις άντρες τον κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό πριν ο Μάξιμος ρωτήσει αυτό που θέλουν να μάθουν.
«Πώς το ξέρεις αυτό, Τζέι-Τζέι;»
Το αγόρι σηκώνει τα χέρια απολογητικά.
«Δεν θέλω να πανικοβληθείτε, αλλά τώρα που μεγάλωσα, είδα τις αναμνήσεις του. Βασικά, είδα ολονών τις αναμνήσεις. Ξέρω τα πάντα για όλους σας»
Ο Στέφανος σουφρώνει τα χείλια.
«Οκέι! Αυτό δεν είναι καθόλου ντροπιαστικό»
Ο Μάξιμος κάνει μια διαπίστωση.
«Άρα, εσύ ξέρεις ήδη τα πάντα για το σεξ»
Ο Τζέι-Τζέι χαμογελάει πονηρά.
«Κι ακόμη περισσότερα»
Ο Ιάσονας τον αγριοκοιτάζει.
«Τότε γιατί, ρε τσόγλανε, μου ζήτησες να σου μιλήσω;»
«Για να δω αυτή τη φάτσα. Ξεκαρδιστικό!»
Αυτός ξεσπάει σε γέλια, παρασύροντας τον Στέφανο και τον Μάξιμο μαζί του, ενώ ο Ιάσονας γυρίζει τα μάτια του.
«Είσαι τόσο ... Ηλιόπουλος!»
Εν τω μεταξύ, η μάνα του και οι δύο θείες του χαζεύουν τον ενήλικο και άκρως βελτιωμένο Τζέι-Τζέι καθώς μιλάει και γελάει. Η Άρτεμις βασικά κοντεύει να λιώσει.
«Κοιτάξτε τον! Αδυνατώ να πιστέψω ότι αυτός ο πανέμορφος άντρας είναι το μωρό που γέννησα πριν από δεκαπέντε μέρες»
Η Αναΐς χαμογελάει.
«Κι όμως είναι»
Η Πανδώρα γέρνει το κεφάλι της και δαγκώνει τα χείλη της.
«Μην με παρεξηγήσετε. Ξέρω ότι είναι ανιψιός μου, αλλά είναι τόσο παίδαρος. Δεν είναι ακριβώς ο τύπος μου, αλλά αυτό το baby face σε συνδυασμό με αυτό το σφιχτό σώμα και αυτά τα χρυσά φτερά ... Θεέ μου!»
Η Αναΐς καγχάζει.
«Ναι, Θεέ μου! Είσαι μεγάλη τσούλα!»
«Ναι, είμαι, μωρή! Τι θες τώρα;»
Η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της ενώ η Άρτεμις γελάει.
Τελικά, από ό,τι φαίνεται, οι νεαροί ενήλικες της αγέλης δεν έχουν πάρει και πολύ σοβαρά την επερχόμενη μάχη. Κατά κάποιο τρόπο, βέβαια, αυτό είναι λογικό. Η ανεμελιά και η άγνοια κινδύνου που κυριαρχούν στα νιάτα δεν είναι καλοί σύμβουλοι. Δεν πειράζει όμως. Όσο υπάρχουν οι ενήλικες που ανησυχούν πραγματικά στο ενδεχόμενο να συναντήσουν τον αιώνιο εχθρό τους στο πεδίο της μάχης, τα πράγματα δεν μπορούν να πάνε στραβά. Για την ακρίβεια, ο Τζάκος και ο Άρης, με την βοήθεια της Μαίρης και της Σελήνης, συζητούν γι' αυτό ακριβώς, πίνοντας ουίσκι και αίμα.
«Λοιπόν, Φύλακα; Πήρες την απόφαση σου; Ποια θα είναι η στρατηγική μας;»
«Ο αιφνιδιασμός. Ο Ναθάνιελ μπορεί να γνωρίζει την ύπαρξη του Τζέι-Τζέι, αλλά δεν ξέρει ότι είναι έτοιμος για μάχη. Γι' αυτό, θα τον κρατήσουμε στο παρασκήνιο και θα επιτεθεί όταν έρθει η ώρα»
«Δεν με νοιάζει ποιο είναι το σχέδιό σου, αλλά ο μπάσταρδος είναι δικός μου»
«Το έχω υπόψη μου. Μην ανησυχείς. Θα πάρεις την εκδίκηση σου»
Η Μαίρη πίνει μια γουλιά ουίσκι.
«Οι λύκοι θα συμμετέχουν;»
«Ναι. Έχω ήδη συνεννοηθεί με τον Τιτάνα. Θα είναι στην πρώτη γραμμή για να αιφνιδιάσουμε ξανά τον Ναθάνιελ που δεν έχει ιδέα για τη συνεργασία μας»
Η Σελήνη κάνει την δική της ερώτηση.
«Οι Αρχάγγελοι θα βοηθήσουν;»
«Μόνο ο Σαμαήλ. Ο Ραφαήλ και ο Γαβριήλ δεν μπορούν. Και όσο για τον Μιχαήλ, έκανε ήδη αρκετά για μας, δεν νομίζεται;»
Ο Τζάκος συμφωνεί.
«Έχεις δίκιο. Καλύτερα να τον αφήσουμε έξω. Ο Σαμαήλ είναι αρκετός»
«Αυτός και οι δαίμονες του. Θα τους χρησιμοποιήσω για την πρώτη επίθεση. Αυτοί είναι αρκετά κακοί για να κάνουν μεγάλη ζημιά στους θνητούς του στρατού του Ναθάνιελ και ταυτόχρονα εντελώς αναλώσιμοι ώστε κανείς να μην νοιάζεται αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν»
«Τι θα κάνεις με τη Νύχτα;»
Ο Άρης ανοίγει το στόμα του για ν' απαντήσει στον Τζάκο, αλλά δεν τα καταφέρνει. Η βαθιά και αισθησιακή φωνή της αδερφής του Θεού, της Θεάς Νύχτας, τον διακόπτει όταν αυτή εμφανίζεται εντελώς ξαφνικά στη μέση του σαλονιού.
«Αυτό θα ήθελα να μάθω κι εγώ»
Τότε, όλοι οι άλλοι, εκτός απ' τον Τζάκο, τη Μαίρη, τον Οδυσσέα και τη Σελήνη, που το έχουν ήδη δει στον Παράδεισο, γίνονται μάρτυρες σε κάτι που δύσκολα μπορούν να πιστέψουν. Ο Άρης σηκώνεται αμέσως όρθιος, πλησιάζει την ψηλή, καστανή και όμορφη γυναίκα και γονατίζει μπροστά στα πόδια της.
«Νύχτα, Κυρά μου!»
Αυτή χαμογελάει, σκύβει προς το μέρος του και σηκώνει το κεφάλι του με το δάχτυλο της κάτω απ' το πηγούνι του.
«Όταν σε δημιούργησα, σου είπα κάτι. Το θυμάσαι;»
«Ναι. Μου είπες να μην γονατίσω ποτέ μπροστά σε κανέναν. Ούτε καν σε σένα»
«Τι κάνεις τότε; Σήκω πάνω»
Αυτός σηκώνεται κι αυτή του χαϊδεύει το μάγουλο.
«Μου έλειψες»
«Κι εμένα μου έλειψες. Σ' ευχαριστώ που ήρθες»
«Πώς θα μπορούσα να μην έρθω; Ένιωσα την ανησυχία σου»
Η Σελήνη σηκώνεται κι αυτή όρθια.
«Πες του, Νύχτα! Πες του ότι ανησυχεί για το τίποτα»
Η Νύχτα γυρίζει προς το μέρος της, χαμογελώντας ακόμα.
«Και γιατί δεν του το λες εσύ, Κόρη του Φεγγαριού; Απ' όσο μπορώ να δω, το λουρί του είναι ακόμα άθικτο»
Αυτή κλείνει το μάτι στον Τζάκο κι αυτός μπαίνει αμέσως στο νόημα και εμφανίζει το νοερό λουρί από νεραιδόσκονη μ' ένα χτύπημα των δαχτύλων του. Όλοι γελούν, συμπεριλαμβανομένης της Νύχτας, ενώ ο Άρης γρυλίζει στον Τζάκο δείχνοντας τους κυνόδοντες του.
«Κόφτο, Τζάκο!»
«Τι; Η Νύχτα το ζήτησε»
«Ναι. Εντάξει. Της έκανες το χατίρι. Κρύψτο τώρα»
«Δεν είσαι καθόλου αστείος, το ξέρεις;»
Ο Τζάκος εξαφανίζει το λουρί πριν τον πλησιάσει η Νύχτα και βάλει το χέρι της στο στήθος του.
«Αυτή η υπέροχη ψυχή! Με γοητεύει κάθε φορά!»
«Ναι, Θεά μου, κι εγώ σ' αγαπάω»
«Μακάρι, αλλά που τέτοια τύχη! Τέλος πάντων!»
Αφού του κλείνει το μάτι ξανά, αυτή χαιρετάει τη Μαίρη και τον Οδυσσέα και μετά ζητάει να γνωρίσει τους καινούργιους αγγέλους και τα παιδιά του Άρη, οι οποίοι παρουσιάζονται μπροστά της ένας-ένας, με πρώτο τον Ερμή που την γοητεύει σηκώνοντας με το μυαλό του ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο από ένα βάζο, το οποίο της προσφέρει. Μετά, αυτή ξεσπάει σε γέλια όταν η Έλενα τη ρωτάει αν είναι η γιαγιά της μιας και γέννησε τον πατέρα της. Ύστερα, αυτή εντυπωσιάζεται απ' τις γνώσεις του Αλέκου και τη διορατικότητα της Πανδώρας, ενώ θαυμάζει την ομορφιά της Αναΐς και της Εύας και συγκινείται με τις ιστορίες του Μάξιμου και του Σάκη. Η Φωτιά του Στέφανου την μαγεύει, η ευαισθησία του Ιάσονα την ενθουσιάζει και υμνεί τη δύναμη της Άρτεμις. Και τελευταίος, αλλά εξίσου σημαντικός, ο Τζέι-Τζέι, που στέκεται μπροστά της σαν ίσος προς ίσο και την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια. Αυτή τον παρατηρεί απ' την κορυφή ως τα νύχια.
«Κι εσύ είσαι ...;»
«Τζανέτος-Κοσμάς Ηλιόπουλος ο δεύτερος, ή Τζάκος Τζούνιορ. Είμαι ο γιος του Αγγέλου της Ουράνιας Φωτιάς και ο εγγονός του Αγγέλου του Ήλιου. Φυσικά, εσύ μπορείς να με λες Τζέι-Τζέι, όπως όλη μου η οικογένεια»
Η Νύχτα κουνάει το κεφάλι επιδοκιμαστικά.
«Χμμμ ... Πραγματικά εντυπωσιακό! Ο αδερφός μου δικαίως ανυπομονεί να σε συναντήσει, Τζέι-Τζέι»
«Θέλει να με γνωρίσει ο Θεός;»
«Μεταξύ μας, πεθαίνει να το κάνει»
«Τότε γιατί δεν έρχεται, όπως εσύ;»
«Θα το κάνει. Όταν έρθει η ώρα»
Αυτή η δήλωση της Νύχτας προκαλεί ένα κύμα ενθουσιασμού και φόβου ταυτόχρονα. Όταν ο Ίδιος ο Δημιουργός έρχεται σε σένα, είναι κάτι πραγματικά μεγάλο! Μετά απ' αυτό, η Νύχτα κάθεται για να μιλήσει για την επερχόμενη μάχη. Τους δίνει κάποιες συμβουλές, αλλά αρνιέται πεισματικά να τους κάνει μια πρόβλεψη, αφού αυτή και ο αδελφός της γνωρίζουν ήδη το τέλος, που ούτε η Έλενα μπορεί να δει. Δεν τους αφήνει όμως εντελώς στο σκοτάδι. Λίγο πριν φύγει, παίρνει παράμερα τον Άρη για να του πει κάτι τελευταίο.
«Αυτό που πρόκειται να κάνω είναι ενάντια στους κανόνες, αλλά δεν μπορώ να σ' αφήσω στο σκοτάδι. Όχι εσένα, και γι' αυτό θέλω να με ακούσεις πολύ προσεκτικά αυτή τη στιγμή»
«Αυτό δεν κάνω πάντα, Κυρά μου; Πες μου!»
«Ξέρω ότι μισείς να σκοτώνεις. Εγώ σ' έφτιαξα έτσι, αλλά σ' αυτή τη μάχη, πρέπει να το ξεχάσεις»
«Τι προσπαθείς να μου πεις, Θεά μου;»
«Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι πρέπει ν' απελευθερώσεις το τέρας μέσα σου. Σιώπησε τον συμπονετικό λύκο και απελευθέρωσε το αδίστακτο βαμπίρ. Σκότωσε τους όλους, εκτός από έναν»
«Ποιον;»
«Δεν μπορώ να σου πω. Εσύ θα το αποφασίσεις. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι μονάχα ένας απ΄ τους εχθρούς σας θα επιβιώσει. Ένας! Μην αφήσεις κανέναν άλλον να ζήσει, όσο κι αν σε παρακαλέσουν»
«Μα ...»
«Δεν έχει μα, Φύλακα! Νομίζεις ότι δημιουργήθηκες μονάχα για να προστατεύεις τον Ιωνάθαν, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο»
«Τι άλλο;»
«Εσύ κι ο γιος σου είστε οι εκλεκτοί για να βοηθήσετε τον Νεφελίμ»
«Να τον βοηθήσουμε να κάνει τι;»
«Να σώσει τον κόσμο»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Δεν χρειάζεται να καταλάβεις. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι αυτό που σου είπα. Σκότωσε τους όλους, εκτός από έναν!»
Αυτός στέκεται εκεί αμίλητος και κοιτάζει το κενό όταν αυτή τον φιλάει στο μάγουλο και εξαφανίζεται. Η Σελήνη, που παρακολουθούσε τη συνομιλία τους από απόσταση, τρέχει κοντά του.
«Τι συμβαίνει, Λύκε μου;»
Αυτός γυρίζει και την κοιτάζει ανέκφραστα.
«Η Νύχτα ...»
«Η Νύχτα τι;»
«Μου ζήτησε να κάνω κάτι που δεν μπορώ»
«Τι;»
«Να γίνω ένα τέρας»
Αυτή πλαισιώνει και του χαϊδεύει τα μάγουλα.
«Είμαι σίγουρη ότι δεν είναι έτσι. Η Νύχτα δεν θα σου ζητούσε ποτέ κάτι τέτοιο. Πες μου τι ακριβώς σου είπε»
Αυτός της λέει τα ακριβή λόγια της Νύχτας κι εκείνη σφίγγει τα χείλια της.
«Μάλιστα!»
«Έχω δίκιο ή άδικο;»
«Επιφανειακά, έχεις δίκιο, αλλά κατά βάθος έχεις άδικο»
«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αν πρέπει να σκοτώσεις μερικά τέρατα για να σώσεις τον κόσμο, πρέπει να το κάνεις χωρίς δισταγμό»
«Ναι, αλλά αν το κάνω αυτό, δεν σημαίνει ότι θα γίνω ένα τέρας σαν αυτούς;»
«Όχι βέβαια! Ένα άτομο που σώζει τον κόσμο δεν μπορεί να είναι τέρας. Είναι ήρωας. Ένας ήρωας σαν κι εσένα»
«Μην το κάνεις αυτό! Δεν θα με κερδίσεις με κομπλιμέντα. Πρέπει να μιλήσω στον Τζάκο»
«Έλα τώρα, Λύκε μου! Ο Τζάκος ανυπομονεί να ξεριζώσει τη σπονδυλική στήλη του Ναθάνιελ και να του την χώσει στον κώλο όσο αναπνέει ακόμα. Αλήθεια πιστεύεις ότι θα σου πει κάτι άλλο;»
«Δεν βοηθάς, Γατούλα!»
«Πάμε στο μπουντρούμι μας και θα σε βοηθήσω»
«Πώς στο διάολο το κάνεις αυτό;»
«Ποιο;»
«Ακόμα κι όταν τελειώνει ο κόσμος, εσύ σκέφτεσαι το σεξ»
«Ρώτα τη Νύχτα. Αυτή ευθύνεται για τις εργοστασιακές μου ρυθμίσεις»
«Αν είναι έτσι, Θεά μου Βοήθα!»
«Ό,τι πεις! Πάμε τώρα;»
«Πήγαινε εσύ, γδύσου και βάλε το κολάρο σου. Έρχομαι σε λίγα λεπτά»
«Μάλιστα, Αφέντη!»
~ Την ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΕΞΩ στον ΚΗΠΟ ~ Στο ΚΙΟΣΚΙ με τα ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΑ ~
Το σκοτάδι επιτέλους έπεσε, αλλά ο ανθισμένος κήπος λούζεται στο φως χάρη στα τεράστια μωβ και λευκά φώτα που είναι διάσπαρτα παντού. Τα ανθισμένα νυχτολούλουδα γεμίζουν τον αέρα με το υπέροχο καλοκαιρινό τους άρωμα, το οποίο ο Τζάκος αγαπάει περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη μυρωδιά στον κόσμο.
Αυτό ακριβώς το άρωμα απολαμβάνει και τώρα, μυρίζοντας τον αέρα με κλειστά μάτια, καθώς πλησιάζει το κιόσκι, το αγαπημένο μέρος της Μαίρης, εκεί που αυτή πηγαίνει πάντα όταν συμβαίνει κάτι κακό. Γι' αυτό αυτός πηγαίνει κατευθείαν εκεί για να τη βρει όταν αυτή εξαφανίστηκε απ' το σαλόνι. Και ως συνήθως, αυτός πετυχαίνει διάνα.
Αυτή κάθεται στο ξύλινο παγκάκι και κοιτάζει τα δέντρα στο βάθος. Αμίλητος, αυτός κάθεται δίπλα της, αλλά γονατίζει γεμάτος ανησυχία όταν εκείνη γυρίζει και τον κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια.
«Τι συμβαίνει, Αγγελούδι μου; Γιατί κλαις;»
«Φοβάμαι»
«Τη μάχη; Δεν πρέπει να ...»
«Όχι! Όχι! Δεν φοβάμαι τη μάχη»
«Τι φοβάσαι τότε;»
«Τον Θεό»
«Δεν καταλαβαίνω, ψυχή μου»
Αυτή σηκώνεται όρθια, περπατά προς το κιγκλίδωμα και ακουμπάει πάνω του ξεφυσώντας.
«Είναι αυτό που είπε η Νύχτα, ότι ο Θεός θα έρθει να συναντήσει τον Τζέι-Τζέι»
Αυτός σηκώνεται επίσης, πηγαίνει κοντά της και την αγκαλιάζει από πίσω. Το άρωμα του ήλιου με την ελάχιστη εσάνς μαύρου πιπεριού που αναδύεται απ' το σώμα του, την τυλίγει μαζί με τα μπράτσα του.
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι»
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος; Εγώ ήμουν αυτή που πήγε κόντρα στο θέλημα Του»
«Και το πλήρωσες ακριβά, με τη ζωή σου, τόσες γαμημένες φορές»
«Ναι, αλλά τι γίνεται αν δεν είναι ικανοποιημένος; Η αμαρτία μας ...»
«Δεν υπάρχει αμαρτία, ρε Μαίρη! Απλώς αγαπηθήκαμε. Η αγάπη δεν είναι αμαρτία»
«Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά τι γίνεται αν Αυτός έχει διαφορετική γνώμη; Αν θέλει περισσότερα;»
«Τότε θα το αντιμετωπίσουμε κι αυτό, μαζί, σαν ένα, όπως πάντα. Αλλά, μην ανησυχείς γι' αυτό. Δεν θα γίνει τίποτα. Πληρώσαμε το τίμημα, Μαριάμ, με πόνο, δάκρυα και θάνατο. Πληρώσαμε, μωρό μου και τώρα που σχεδόν ξεφορτωθήκαμε τους εχθρούς μας, επιτέλους θα έχουμε το αίσιο τέλος του παραμυθιού μας»
Αυτή γυρίζει και κοιτάζει το πρόσωπο του άντρα για τον οποίο αψήφησε τον ίδιο τον Θεό ως άγγελος και πήδηξε μπροστά από μια σφαίρα ενώ ήταν ακόμα άνθρωπος. Κοιτάζει τον άντρα για τον οποίο θα έκανε τα πάντα.
«Βοήθα με να το πιστέψω»
«Πώς;»
«Γέλα μου. Γέλα και φώτισε τον κόσμο, Ήλιε μου»
Ένα έντονο φως γεμίζει το χώρο καθώς ο Τζάκος αρχίζει να γελάει. Τα χέρια του κλείνουν γύρω απ' τη Μαίρη και η ανάσα του στεγνώνει τα δάκρυα της. Τα χείλη του πάνω στα δικά της διώχνουν όλο τον φόβο της. Και την ίδια στιγμή, λίγο πιο μακριά, στην παιδική χαρά, ο Τζέι-Τζέι κάθεται μόνος σε μια απ' τις κούνιες, κοιτάζει τον έναστρο ουρανό και σιγομουρμουρίζει ένα τραγούδι του Γιάννη Κότσιρα, που άκουγε τη μητέρα του να τραγουδάει στον πατέρα του όταν ήταν ακόμα στη κοιλιά της, και το οποίο, απ' ότι φαίνεται, ταιριάζει απόλυτα στην περίσταση ...
* Κάθε φορά που τελειώνει ο κόσμος ... Όταν θα κλαίω θέλω να μου γελάς ... Κι όσα τραγούδια έχω αγαπήσει ... Μέσα στ' αυτί να μου τραγουδάς.
Κι όταν ξανά θα τελειώσει ο κόσμος ... Φίλα με σαν να 'ναι η πρώτη φορά ... Και μέσα στη ζεστή αγκαλιά σου ... Ίσως αρχίσει ο κόσμος ξανά *
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro