
Οχτώ Χρόνια Μετά ...
Εδώ είμαστε λοιπόν ... Οκτώ χρόνια μετά, τον χειμώνα του 2019. Πολλά έχουν αλλάξει απ' την τελευταία φορά που είδαμε την αγαπημένη μας οικογένεια.
Τι ακριβώς έχει αλλάξει; Υπομονή. Θα το κάνουμε ένα βήμα τη φορά, ξεκινώντας φυσικά απ' τον Στέφανο, τον κεντρικό χαρακτήρα αυτού του βιβλίου, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο εργένικο διαμέρισμα του, εκεί όπου ζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια μετά τον χωρισμό του με την Αφροδίτη, τον πραγματικά απαίσιο χωρισμό του. Πριν απ' αυτό, αυτός ζούσε μαζί της σ' ένα ωραίο στούντιο στα Εξάρχεια. Μετακόμισαν εκεί μόλις έγιναν δεκαοκτώ και έμειναν μαζί για τρία χρόνια μέχρι ...
Ω, όχι! Όχι τόσο γρήγορα. Θα μάθουμε αργότερα τι συνέβη τότε. Προς το παρόν, θα πρέπει να αρκεστείτε σ' αυτό ...
~ ΣΑΒΒΑΤΟ, 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019 ~
~ ΕΡΓΕΝΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~ ΓΛΥΦΑΔΑ ~
~ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~
Ο Στέφανος, που είναι πια είκοσι τεσσάρων χρονών, έχει μεγαλώσει αρκετά και, εξωτερικά τουλάχιστον, μοιάζει αφάνταστα με τον πατέρα του. Είναι κι αυτός ένας Θεός.
Ένας επίγειος Θεός με απίστευτα βιολετί μάτια κι ένα εξαιρετικά γυμνασμένο σώμα, το οποίο προκαλεί ρίγη στις γυναίκες που μπαίνουν στο δρόμο του, και όχι μόνο. Όπως λέει κι ο νονός του, ο αγαπημένος μας Οδυσσέας, αυτός είναι το ίδιο μοντέλο, αλλά σε μια πολύ καλύτερη έκδοση. Αυτός είναι ... Έη! Έη! Ίσως πρέπει απλώς να σταματήσω εδώ, γιατί αν συνεχίσω να μιλάω για το πόσο καλός είναι ο Στέφανος, θα χρειαστώ πολλές σελίδες ακόμα.
Λοιπόν ... Αυτός μόλις ξύπνησε μετά από μια πολύ άγρια νύχτα στο Λημέρι, το κλαμπ του Άρη, το οποίο έχει γίνει το αγαπημένο του στέκι. Το γιατί θα το καταλάβετε αργότερα. Όπως είπα, αυτός μόλις ξύπνησε και βρίσκεται στο κρεβάτι του προσπαθώντας ν' απαλλαγεί απ' το hangover και να θυμηθεί τι ακριβώς συνέβη χθες το βράδυ και πώς στο διάολο έφτασε στο σπίτι.
«Σκατά! Το κεφάλι μου με σκοτώνει. Πόσο ήπια χθες βράδυ; Τι στο διάολο συνέβη; Πώς στο διάολο έφτασα εδώ; Και ποιος θα μου φτιάξει καφέ τώρα;»
Πρόσεχε τι εύχεσαι, Στέφανε. Το σύμπαν είναι εδώ, και μερικές φορές ακούει. Όπως τώρα. Πριν προλάβει αυτός να ολοκληρώσει τη φράση του, η πόρτα του υπνοδωματίου ανοίγει και η Αναΐς, η αδερφή του, μπαίνει στο δωμάτιο με καπνό να βγαίνει απ' τα αυτιά της.
«Τι στο διάολο, ρε Στέφανε;»
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, ας μιλήσουμε λίγο για την Αναΐς. Αυτή είναι είκοσι δύο χρονών και απλά εκπληκτική. Μοιάζει πολύ στη μητέρα της την Μαίρη, με την διαφορά ότι η δική της ομορφιά είναι πιο χαριτωμένη και αθώα. Αλλά, αυτή έχει και κάτι απ' τον πατέρα της. Τα καστανά του μάτια με τις χρυσές ανταύγειες μέσα τους.
Αυτή έχει πολλές κατακτήσεις στο αντίθετο φύλο, αλλά για κάποιο λόγο που μόνο αυτή ξέρει, δεν θέλει κανέναν. Δεν είχε ποτέ σχέση μέχρι τώρα, κάτι που ανησυχεί τη μητέρα της και κάνει τον πατέρα της αρκετά χαρούμενο. Όταν κάποιος την ρωτάει γιατί, αυτή λέει ότι απλά δεν θέλει κανέναν. Αλλά υπάρχει κάτι άλλο πίσω απ' αυτό. Ίσως κάτι για τον Ιάσονα, τον καλύτερο φίλο του Στέφανου, ο οποίος, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι ακόμα ερωτευμένος μαζί της, αλλά αυτή δεν μιλάει καν για μια σχέση μαζί του. Είναι λίγο περίπλοκο το πράγμα, υποθέτω. Τέλος πάντων! Ας επιστρέψουμε τώρα στην ιστορία μας.
«Τι στο διάολο, ρε Στέφανε; Πόσες φορές σου έχω πει να βάλεις φίμωτρο στον ηλίθιο κολλητό σου;»
Ο Στέφανος γυρίζει αργά το κεφάλι του και την κοιτάζει περνώντας το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του, ρουθουνίζοντας.
«Καλημέρα και σε σένα, Τσιχλόφουσκα»
Η Αναΐς καγχάζει.
«Καλημέρα; Κοίτα γύρω σου, ρε ηλίθιε! Είναι απόγευμα»
Αυτός κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο έκπληκτος.
«Απόγευμα; Τι διάολο; Τι ώρα είναι; Τι μέρα;»
Αυτή γυρίζει τα μάτια της.
«Απίστευτο! Τι σου συμβαίνει, Ζελεδάκι; Δεν είσαι εσύ αυτός. Πώς στο διάολο έγινες έτσι; Αυτή η γαμημένη σκύλα είναι υπεύθυνη για όλα αυτά. Σε διέλυσε. Αν την πιάσω στα χέρια μου ...»
Αυτός χτυπάει τη γροθιά του στο κομοδίνο.
«Σκάσε! Μην της μιλάς έτσι γι' αυτήν»
Αυτή βάζει τα χέρια στην μέση της.
«Σοβαρά; Αυτή η πουτάνα πλήγωσε τον αδερφό μου. Μπορώ να μιλάω όπως θέλω γι' αυτήν»
«Σε παρακαλώ, Αναΐς»
Αυτός την κοιτάζει με τα όμορφα μάτια του γεμάτα θλίψη και η καρδιά της λιώνει. Τρέχει κοντά του και τον αγκαλιάζει.
«Συγγνώμη, Στέφο μου. Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Δεν έπρεπε να πω τίποτα απολύτως»
«Δεν πειράζει»
«Και βέβαια πειράζει, αλλά δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε γι' αυτό. Εμείς πρέπει ν' ασχοληθούμε με τον ηλίθιο φίλο σου. Θα σου φτιάξω έναν δυνατό καφέ με πολλή ζάχαρη και κάτι αλμυρό να φας. Εσύ πήγαινε να κάνεις ένα ντους και μετά έλα να με βρεις στην κουζίνα»
«Ντους; Γιατί; Μυρίζω άσχημα;»
«Χωρίς παρεξήγηση, βρωμάς. Μυρίζεις σαν τεκές. Τι στο διάολο έκανες χθες βράδυ;»
«Δεν έχω ιδέα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πήγα στο Λημέρι. Τίποτα άλλο. Δεν ξέρω καν πώς έφτασα εδώ»
«Ναι. Ας μην το πούμε στη μαμά αυτό, εντάξει;»
«Εντάξει»
Γελώντας, η Αναΐς πηγαίνει στην κουζίνα κι ο Στέφανος τρέχει στο μπάνιο. Λίγο αργότερα, αυτός είναι καθαρός και μοσχομυριστός και απολαμβάνει το γεύμα του ενώ αυτή περπατάει πάνω-κάτω γκρινιάζοντας. Κάποια στιγμή, αυτός βάζει κάτω το πιρούνι και την κοιτάζει.
«Εφόσον είχες την καλοσύνη να μου φτιάξεις αυτό το νόστιμο γεύμα, μπορώ να το φάω με την ησυχία μου;»
«Το ξέρεις ότι όταν είμαι θυμωμένη, δεν είναι τόσο εύκολο να κάτσω ήσυχη. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς»
«Εντάξει, Τσιχλόφουσκα. Χτύπα με! Γιατί είσαι θυμωμένη; Είπες κάτι για τον Νάκο. Τι σου έκανε αυτή τη φορά;»
Αυτή του δίνει το tablet της.
«Κοίτα αυτό»
«Τι είναι;»
«Η συνέντευξη του κολλητού σου»
«Έδωσε συνέντευξη αυτός; Γιατί;»
«Γιατί είναι το πιο κοντινό πρόσωπο στον πιο περιζήτητο και καυτό εργένη της χώρας»
Αυτός καγχάζει.
«Μαλακίες. Δεν είμαι εγώ αυτός»
«Πλάκα μου κάνεις; Ασφαλώς και είσαι. Σε ποιον κόσμο ζεις, αγόρι μου;»
«Στον δικό μου, απ' ότι φαίνεται»
«Τέλος πάντων! Διάβασε τι είπε αυτός ο ηλίθιος για μένα»
«Για σένα;»
«Ναι. Εκεί, στο τέλος. Απλά διάβασε»
Ενώ πίνει τον καφέ του, αυτός διαβάζει τη συνέντευξη του Ιάσονα ...
Πριν διαβάσουμε όμως τη συνέντευξη μαζί με τον Στέφανο, ας μιλήσουμε λίγο για τον Ιάσονα Ζαχαριάδη, που είναι είκοσι πέντε χρονών και ο καλύτερος φίλος του Στέφανου για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Αυτός μεγάλωσε κυριολεκτικά στο σπίτι της οικογένειας και όλοι τον αγαπούν σαν να είναι δικό τους παιδί. Όλοι τους; Μχμμμ ... Όχι ακριβώς, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε γι' αυτό.
Αυτός έμεινε χωρίς πατέρα από τότε που εκείνο το κάθαρμα εγκατέλειψε αυτόν και τη μητέρα του όταν ο Ιάσονας ήταν μόλις επτά χρονών. Αυτό το περιστατικό άφησε μια βαθιά πληγή στην καρδιά του, αλλά με τη βοήθεια του Στέφανου κατάφερε να ξεπεράσει την κατάθλιψη του και να γίνει ένας γοητευτικός νεαρός άντρας που σημειώνει μεγάλη επιτυχία στη δουλειά του ως personal trainer.
Έχει, και όχι χωρίς λόγο, πολλές κατακτήσεις και στο κρεβάτι του έχουν βρεθεί πολλές γυναίκες. Αλλά μέχρι εκεί. Μόνο σεξ και τίποτα άλλο. Καμία απ' αυτές δεν μπόρεσε να μπει στην καρδιά του, γιατί αυτή είναι ήδη κατειλημμένη απ' την Αναΐς. Ω, ναι! Αυτός είναι ερωτευμένος μαζί της από τότε που την πρωτοείδε όταν ήταν οκτώ κι εκείνη έξι.
Από τότε στέκεται δίπλα της σαν μεγάλος αδερφός και περιμένει. Περιμένει τη μεγάλη στιγμή που αυτή θα πέσει στην αγκαλιά του και θα τον κάνει τον πιο ευτυχισμένο άντρα στον κόσμο. Μέχρι τα εφηβικά της χρόνια, όλα έδειχναν ότι είχε τα ίδια συναισθήματα μ' εκείνον, αλλά ξαφνικά, όταν ήταν δεκαπέντε, όλα άλλαξαν, όπως και η συμπεριφορά της απέναντι του. Αυτή άρχισε να τον αποφεύγει και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Κανείς δεν ξέρει γιατί και αυτή κρατά τα χείλη της σφραγισμένα. Ποιος ξέρει;
Αυτός περιμένει όμως και θα περιμένει, όπως λέει, μέχρι το τέλος του κόσμου. Αν δεν είναι μαζί της, δεν θα είναι ποτέ με καμιά άλλη. Πόσο ρομαντικό είναι αυτό; Καημένε μου Ιάσονα. Τέλος πάντων! Ας επιστρέψουμε στη συνέντευξη ...
Ο δημοσιογράφος, αφού του έκανε κάποιες ερωτήσεις για τον Στέφανο, τις οποίες αυτός απάντησε φειδωλά, τον ρωτάει αν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη γυναίκα στη ζωή του, κι εκείνος απαντά ...
«Ναι, υπάρχει. Εδώ και πολλά χρόνια»
«Θα μας πεις λίγα λόγια γι' αυτήν;»
«Θα μπορούσα να μιλάω ασταμάτητα γι' αυτήν. Είναι η πιο όμορφη, ευγενική, φιλική και έξυπνη γυναίκα στον κόσμο. Τα μάτια της είναι αγνά και αθώα, αλλά έχουν τη δύναμη να σε τρελαίνουν όταν το φως του ήλιου αντανακλάται μέσα τους και γίνονται χρυσαφί. Όταν χαμογελάει, σχηματίζονται δύο αξιολάτρευτα λακκάκια στα μάγουλά της και όσο για τα υπόλοιπα, το σώμα της είναι ... Αντικειμενικά μιλώντας, ως personal trainer, είναι τόσο σέξι που θα μπορούσε να παρασύρει έναν άγιο κατευθείαν στα πύρινα καζάνια της κόλασης»
«Αντικειμενικά μιλώντας ...;»
«Πάντα»
«Με τον τρόπο που μιλάς γι' αυτήν, είναι προφανές ότι τα συναισθήματά σου είναι αρκετά δυνατά»
«Είναι κάτι ακόμα πιο βαθύ. Την αγαπάω από μικρός. Είναι η γυναίκα της ζωής μου. Αν δεν είμαι μαζί της, δεν θα είμαι ποτέ με καμία άλλη»
«Αυτό είναι τόσο γλυκό. Θα μας πεις το όνομα αυτής της τυχερής γυναίκας;»
«Γιατί όχι; Αυτή το ξέρει ήδη οπότε ... Το όνομα της είναι Αναΐς»
«Για περίμενε λίγο! Μιλάς για την Αναΐς Ηλιοπούλου; Την αδερφή του Στέφανου;»
«Ναι»
«Αυτό σημαίνει ότι είστε μαζί;»
«Όχι. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Αλλά το προσπαθώ»
Ο Στέφανος αφήνει το tablet κάτω και ξεσπά σε ασυγκράτητα γέλια.
«Ρε τον μπαγάσα! Ω, Θεέ μου! Αυτό είναι φοβερό!»
Η Αναΐς τον αγριοκοιτάζει.
«Γελάς; Σταμάτα! Αυτό δεν είναι καθόλου αστείο. Είπε τ' όνομα μου. Το πλήρες όνομα μου»
«Έχεις δίκιο. Δεν είναι απλώς αστείο. Είναι ξεκαρδιστικό!»
«Περίμενε μέχρι να διαβάσει ο μπαμπάς τη συνέντευξη και θα δεις πόσο αστείο είναι. Το λιγότερο θα τον θάψει ζωντανό»
Ο Στέφανος σταματά να γελάει και σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάτια του.
«Αυτό δεν το σκέφτηκα»
Εκείνη τη στιγμή, το κινητό του Στέφανου αρχίζει να χτυπάει με τον ειδικό ήχο κλήσης που έχει διαλέξει για τις κλήσεις του Τζάκου.
* It's the eye of the tiger ... It's the thrill of the fight ... Risin' up to the challenge of our Rival ... And the last known survivor ... stalks his prey in the night ... and he's watching us all ... with the eye of the tiger *
Ο Στέφανος κοιτάζει την συσκευή που δονείται πάνω στο τραπέζι.
«Κατά φωνή!»
Η Αναΐς δαγκώνει τα χείλια της.
«Σκατά! Σήκωσε το και κάνε αυτό που ξέρεις, Τίγρη. Ηρέμησε τον πριν γίνουμε το επόμενο επεισόδιο του Κόκκινου Κύκλου»
«Είσαι λίγο υπερβολική, δεν νομίζεις;»
Αυτός αρπάζει το τηλέφωνο και τον καφέ του, πηδάει στον πάγκο και δέχεται την κλήση.
«Γεια σου, Ντάντα!»
«Α, όχι! Μην με καλοπιάνεις, γιατί αυτή τη φορά δεν θα πιάσει. Δεν πρόκειται να ηρεμήσω μέχρι να θάψω ζωντανό αυτόν τον μπάσταρδο και να φυτέψω ένα κυπαρίσσι πάνω στον τάφο του»
Αυτός είναι ο Τζάκος, Όμορφοι μου αναγνώστες ... Ο σπουδαίος Τζάκος Ηλιόπουλος, που ακόμα και τώρα, στα πενήντα του, πενήντα ένα για την ακρίβεια, είναι ο ίδιος που ήταν στα νιάτα του. Ένας Θεός. Ένας παντοδύναμος Θεός που είναι ακόμα τρελά ερωτευμένος με το Αγγελούδι του. Ένας Θεός που δεν διστάζει να πετάξει τους κεραυνούς του όταν κάποιος τολμήσει να πληγώσει την οικογένεια του και να κάψει κάθε είδους απειλή.
Και όταν ο Τζάκος βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση, το μόνο που μπορεί να τον ηρεμήσει είναι ο πρωτότοκος γιος του, ο οποίος έχει ενεργοποιήσει τον περίεργο δεσμό μεταξύ τους από τότε που ήταν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας του. Γιατί νομίζετε ότι η Αναΐς έτρεξε στον Στέφανο για βοήθεια;
«Μπαμπά! Μπαμπά! Άκουσε με! Πρέπει πραγματικά να ηρεμήσεις. Σοβαρά. Άσε το φτυάρι κάτω και έλα να μιλήσουμε λίγο»
«Φυσικά, θα ηρεμήσω. Θα ηρεμήσω αφού σκοτώσω τον φίλο σου που τόλμησε να σπιλώσει το όνομα της αδερφής σου»
«Έλα τώρα, βρε Μπαμπά! Μόλις διάβασα τη συνέντευξη. Αυτός δεν την σπίλωσε καθόλου. Απλώς είπε την αλήθεια. Η Πολύτιμη σου είναι πραγματικό κελεπούρι»
«Ναι, έχεις δίκιο, αλλά ...»
«Άσε με να του μιλήσω εγώ»
«Δεν είναι αρκετό για μένα, Τίγρη. Θέλω αίμα. Το δικό του αίμα»
«Εντάξει. Θα του σπάσω τα μούτρα και θα τον κάνω να ζητήσει γονατιστός συγγνώμη απ' την Αναΐς. Είναι αυτό αρκετό για να σβήσεις την δίψα σου;»
«Αν τον κάνεις να αιμορραγήσει, ναι»
«Σύμφωνοι!»
Ο Στέφανος κλείνει το μάτι στη Αναΐς χαμογελώντας κι εκείνη ξεφυσάει ανακουφισμένη.
«Λοιπόν ... Θα κρατήσω την αδερφή μου εδώ απόψε και αύριο θα έρθουμε μαζί στο οικογενειακό τραπέζι»
«Α! Ώστε εκεί είναι αυτή, ε; Το ήξερα ότι θα ερχόταν σε σένα για βοήθεια. Τέλος πάντων! Σε προειδοποιώ, Τίγρη. Πρόσεχε την Πολύτιμη μου. Μην την αφήσεις μόνη μ' αυτόν τον ανώμαλο. Κράτα τον μακριά της»
«Μάλιστα, κύριε. Μείνε ήσυχος και δώσε στη μαμά ένα φιλί από μένα»
«Σίγουρα θα το κάνω, όπως κι άλλα πολλά, πολλά πράγματα»
«Ίου! Πάρα πολλές πληροφορίες, Ντάντα!»
«Γεια σου, Τίγρη. Τα λέμε αύριο. Σ' αγαπάω!»
«Μέχρι τον ήλιο και πίσω. Γεια σου, Μπαμπά»
Ο Στέφανος τερματίζει την κλήση και κοιτάζει τη Αναΐς.
«Λοιπόν, υποθέτω ότι το έλυσα κι αυτό. Μου χρωστάς, μικρή αδερφή»
«Το ξέρω πολύ καλά. Σ' ευχαριστώ, μεγάλε αδερφέ»
«Έλα, δώσε μου ένα φιλί»
Αυτός ανοίγει τα χέρια του κι εκείνη τρυπώνει στην αγκαλιά του και φιλάει το μάγουλο του.
«Και τώρα τι;»
«Άσε με να κάνω ένα τηλέφωνο και μετά μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλεις»
«Δεν θα βγεις απόψε;»
«Όχι. Δεν έχω διάθεση. Προτιμώ να περάσω τη νύχτα με μια γυναίκα που πραγματικά αξίζει τον κόπο»
«Με ποια;»
«Μαζί σου, γλυκιά Τσιχλόφουσκα»
«Μμμμ ... Κι αν οι γυναίκες γίνουν δύο;»
«Ακόμα καλύτερα»
«Τέλεια. Πάω να τηλεφωνήσω στην Δώρα. Οι τρεις μας στον καναπέ, μια ταινία τρόμου στη μεγάλη οθόνη, σβηστά φώτα και ένα τεράστιο μπολ ποπ-κορν. Όπως όταν ήμασταν παιδιά. Θυμάσαι;»
«Φυσικά, θυμάμαι. Εσείς πηδάγατε επάνω μου σε κάθε τρομακτική σκηνή»
Αυτή τον αγκωνιάζει στα πλευρά.
«Ήμασταν μικρά κοριτσάκια, ηλίθιε»
«Ναι, καλά!»
Όταν η Αναΐς πηγαίνει να μιλήσει στη Πανδώρα, ο Στέφανος βάζει ξανά το τηλέφωνο στ' αυτί του αφού πρώτα καλεί τον αριθμό του κολλητού του, ο οποίος το σηκώνει μετά το πρώτο κουδούνισμα.
«Γεια σου, Ηλιαχτίδα! Συνήλθες απ' την χθεσινοβραδινή κραιπάλη;»
«Άσε τις μαλακίες, γαμημένε μαλάκα, και πες μου τι σκατά σκεφτόσουν όταν το έκανες αυτό»
«Ορίστε; Τι στο διάολο λες, ρε μαλάκα;»
«Λέω για την ηλίθια συνέντευξη που έδωσες»
«Την διάβασες;»
«Α, ναι. Την διάβασα, αλλά όχι μόνο εγώ»
«Τι εννοείς; Ποιος άλλος;»
«Ο πατέρας μου, ρε ηλίθιε!»
«Γαμώτο! Δεν ήξερα ότι διαβάζει διαδικτυακά περιοδικά»
«Φυσικά, και το κάνει. Τι νομίζεις ότι είναι; Κάποιο είδος προϊστορικού δεινοσαύρου;»
«Σκατά! Σκατά! Σκατά! Πόσο άσχημο είναι;»
«Ένα θα σου πω. Σ' έσωσα απ' την πόρτα του θανάτου γι' άλλη μια φορά. Ήθελε να σε θάψει ζωντανό και να φυτέψει ένα κυπαρίσσι πάνω στον τάφο σου. Μου χρωστάς, μαλάκα!»
«Ο μπαμπάς σου είναι πάντα τόσο καλός και ευρηματικός. Τέλος πάντων! Ευχαριστώ, φίλε»
«Σταμάτα τα ευχαριστώ και φέρε τον κώλο σου εδώ»
«Τώρα;»
«Ναι, ρε ηλίθιε! Τώρα! Η Αναΐς είναι εδώ και θα μείνει και τη νύχτα. Πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη αν θέλεις μια ευκαιρία μαζί της»
«Εντάξει, αλλά γιατί το κάνεις αυτό; Εννοώ, συνήθως τα μεγάλα αδέρφια δεν θέλουν οι αδερφές τους να τα μπλέκουν με τους κολλητούς τους»
«Δεν έχεις καταλάβει μετά από τόσα χρόνια ότι δεν είμαι σαν τους άλλους; Θέλω τον καλύτερο για την αδερφή μου και ποιος είναι καλύτερος απ' τον κολλητό μου;»
«Α!»
«Ναι, α! Σκούπισε τα δάκρυα σου, πριγκίπισσα και κούνα τον γαμημένο κώλο σου»
«Έρχομαι»
«Φέρε μπύρες»
Λίγη ώρα μετά, ο Στέφανος κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα κι ασχολείται με το κινητό του, ενώ η Αναΐς φτιάχνει ποπ-κορν στην κουζίνα. Η μυρωδιά του βουτύρου γεμίζει τον αέρα κι αυτός σηκώνει το κεφάλι του για να το μυρίσει.
«Θεέ μου! Λατρεύω αυτή τη μυρωδιά!»
Αυτή βγάζει το κεφάλι της απ' την πόρτα της κουζίνας.
«Τι είπες;»
«Ότι μ' αρέσει να σ' έχω εδώ»
Αυτή του χαμογελάει την στιγμή που χτυπάει το κουδούνι της πόρτας.
«Άνοιξε, σε παρακαλώ! Η Πανδώρα θα είναι»
«Πώς έφτασε εδώ τόσο γρήγορα απ' την Βουλιαγμένη; Με πύραυλο ήρθε;»
«Αυτή ήταν κοντά όταν της τηλεφώνησα, βρε χαζούλη!»
Αυτός σηκώνεται κι ανοίγει την πόρτα. Το όμορφο πρόσωπο της Πανδώρας πίσω της έχει ένα πλατύ, πονηρό χαμόγελο πάνω του.
Η Πανδώρα, επίσης είκοσι δύο χρονών, μοιάζει ακριβώς με τη Μαίρη στην ηλικία της. Η ομορφιά της δεν έχει καμία σχέση με την ομορφιά της Αναΐς. Αυτή είναι σέξι και το ξέρει. Το ζουμερό κορμί της, τα εντυπωσιακά βιολετί της μάτια και το γεγονός ότι είναι η κόρη του πιο hot γκέι ζευγαριού της χώρας την έχουν κάνει μια περιζήτητη νύφη.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η καριέρα της στο μόντελινγκ βρίσκεται στο ζενίθ. Αυτή έχει κάνει ήδη αμέτρητες φωτογραφίσεις μόδας και διαφημίσεις, καθώς και πολλές εμφανίσεις σε πασαρέλες διάσημων οίκων μόδας. Το μεγαλύτερο όνειρο της όμως είναι να περπατήσει στην πασαρέλα με τον Μπαμπά Οδυσσέα, τον οποίο κυριολεκτικά λατρεύει. Φυσικά, λατρεύει τον Μπαμπά Αλέκο και έχει μια υπέροχη σχέση μαζί του. Αλλά ο Μπαμπάς Οδυσσέας είναι κάτι εντελώς άλλο. Και όσο για τη σχέση της με τον Στέφανο; ... Τι να πω; Θα δείτε και θα καταλάβετε.
«Γεια σου, κύριε Καυτέ CEO»
Ο Στέφανος κάνει μια εκνευρισμένη γκριμάτσα.
«Θα κόψεις τις μαλακίες;»
«Προς απόλυτη απογοήτευση σου, όχι. Έλα, δώσε μου ένα φιλί. Τρεις μέρες έχω να σε δω και μου έλειψε το όμορφο πρόσωπο σου»
Αυτός την αγκαλιάζει και τη φιλάει στο μέτωπο.
«Κι εμένα μου έλειψες, Πραγματάκι»
Αυτή πετάει κάτι στον αέρα κι αυτός το πιάνει. Όταν βλέπει ότι είναι το κλειδί του αυτοκινήτου του, την κοιτάζει μπερδεμένος.
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Ο Νέγρος το έφερε σήμερα το πρωί. Ευτυχώς τον είδα πριν μπει στο Παλάτι. Αν η Μαμά Μαίρη ανακάλυπτε ότι αυτός έπρεπε να σου πάρει το κλειδί του αυτοκινήτου σου χθες βράδυ και να σε φέρει σπίτι μισοκοιμισμένο και τύφλα στο μεθύσι, θα είχες μεγάλο πρόβλημα. Μου χρωστάς, Ομορφόπαιδο»
«Μχμμμ ... Έτσι έφτασα σπίτι, ε; Υπέροχα! Ποιος άλλος ξέρει γι' αυτό;»
«Ο Λύκος. Ο Νέγρος δεν μπορούσε να το κρατήσει μυστικό απ' το μεγάλο αφεντικό, αλλά μην ανησυχείς. Τον έβαλα να υποσχεθεί ότι δεν θα το πει στη μαμά»
«Γαμώτο! Τέλος πάντων! Τι γίνεται με το αυτοκίνητο; Πού είναι τώρα;»
«Στο γκαράζ σου. Ο Νέγρος με πήγε στο Λημέρι και στο έφερα εδώ. Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα!»
«Σ' ευχαριστώ, Πραγματάκι»
«Αλλά μην νομίζεις ότι θα ξεφύγεις τόσο εύκολα. Εσύ κι εγώ θα κάνουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση για την αχαλίνωτη ζωή σου κάποια στιγμή. Τέλος πάντων! Πού είναι η Αναΐς;»
«Στην κουζίνα, μωρό μου. Ποπ-κορν. Δεν το μυρίζεις;»
«Τέλεια! Τι θα δούμε λοιπόν; Έχω διάθεση να ουρλιάξω!»
Η Αναΐς βγαίνει απ' την κουζίνα κρατώντας ένα τεράστιο μπολ με φρέσκο, ζεστό ποπ-κορν με αλμυρή γεύση βουτύρου.
«Ελπίζω να εννοείς να ουρλιάζεις από φόβο και όχι απ' οτιδήποτε άλλο απ' αυτά που κάνεις συνήθως. Ξέρεις ... τα βρώμικα»
Η Πανδώρα σουφρώνει τα χείλη της
«Ναι, θα το ήθελα, αλλά αυτή τη στιγμή ο μόνος καυτός τύπος εδώ τυχαίνει να έχει την ίδια μητέρα μ' εμένα και δεν μπορώ να τον πηδήξω»
Ο Στέφανος ρουθουνίζει.
«Πολύ αστείο, Πραγματάκι. Εμένα με ρωτάς αν θα σε πήδαγα;»
«Έλα τώρα, Ομορφόπαιδο! Είμαι ακριβώς ο τύπος σου και το ξέρεις»
«Νομίζεις!»
Η Αναΐς σπρώχνει το μπολ στον Στέφανο και αγριοκοιτάζει την Πανδώρα.
«Έη! Μην αρχίζετε εσείς οι δύο!»
Ο Στέφανος θίγεται.
«Μη το λες σ' εμένα. Αυτή το ξεκίνησε, εντάξει;»
Η Πανδώρα του τσιμπάει τα μάγουλα.
«Έλα, αδερφούλη μου! Με ξέρεις! Πεθαίνω να σε πειράζω. Είναι η ένοχη απόλαυση μου»
«Πραγματικά αναρωτιέμαι πώς το σπέρμα του Αλέκου και το ωάριο της μάνας μου δημιούργησαν ένα ακριβές αντίγραφο του G-man»
Η Αναΐς κουνάει το κεφάλι της.
«Το ίδιο κι εγώ»
Η Πανδώρα χαμογελάει.
«Αυτό, αγαπητά μου ανόητα αρκουδάκια, ούτε η επιστήμη δεν μπορεί να το εξηγήσει»
Αυτοί γελάνε. Μετά, τα δύο κορίτσια κάθονται στον καναπέ και βάζουν τον Στέφανο ανάμεσα τους, ο οποίος περνάει τα χέρια του στους ώμους τους, αγκαλιάζοντας τες. Η Πανδώρα τον κοιτάζει.
«Και πώς υποτίθεται θα φας το ποπ-κορν χωρίς τα χέρια σου;»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Είναι απλό. Δεν χρειάζομαι τα χέρια μου όταν έχω εσάς τις δύο. Άντε, γυναίκες, ταΐστε τον άντρα σας»
Η Αναΐς ρουθουνίζει.
«Ναι, καλά! Συνέχισε να το λες αυτό στον εαυτό σου, κακομαθημένε»
Ο Στέφανος γκρινιάζει.
«Έλα, μωρέ! Η μαμά ταΐζει συνέχεια τον μπαμπά»
Η Πανδώρα γελάει.
«Ναι, αλλά εμείς δεν είμαστε γκόμενες σου, ρε βλάκα. Είμαστε αδερφές σου»
Ο Στέφανος έχει τη λύση.
«Και η Σελήνη το ίδιο κάνει»
Η Αναΐς γελάει επίσης.
«Αυτή ταΐζει τον Λύκο της, όχι τον αδερφό της»
Ο Στέφανος επιμένει.
«Το ίδιο είναι! Έλα, ταΐστε με!»
Το κουδούνι της πόρτας διακόπτει τη διαμάχη τους. Η Πανδώρα απορεί.
«Περιμένουμε κανέναν άλλον;»
Η Αναΐς, ανίδεη, απαντάει.
«Απ' όσο ξέρω, όχι»
Ο Στέφανος της απευθύνεται.
«Πήγαινε ν' ανοίξεις, Αναΐς»
«Γιατί εγώ;»
«Κάνε αυτό που σου λέω και μη ζητάς»
Η Πανδώρα, που σκέφτεται όπως αυτός, αρχίζει να υποψιάζεται.
«Τι έκανες, Στέφανε;»
«Τίποτα κακό»
Η Αναΐς σηκώνεται όρθια.
«Στέφο, σου ορκίζομαι ότι, αν πίσω απ' αυτή την πόρτα είναι αυτός που νομίζω, θα σου σπάσω τα ηλίθια μούτρα σου»
Αυτή πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει, βλέπει ποιος είναι πίσω της και την ξανακλείνει με δύναμη. Η κραυγή πόνου του Ιάσονα ηχεί ακριβώς από πίσω.
«Ωχ! Η μύτη μου! Γαμώτο!»
Ο Στέφανος τρέχει προς την πόρτα και η Πανδώρα αρχίζει να γελάει.
«Για όνομα του Θεού, ρε Αναΐς!»
«Καημενούλη Νάκο μου!»
Η Αναΐς στενεύει τα μάτια της.
«Γιατί το έκανες αυτό, ρε Στέφανε;»
Ο Στέφανος ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον κολλητό του να κρατάει τη μύτη του που αιμορραγεί με το ένα χέρι, ενώ στο άλλο αυτός έχει μια εξάδα κουτάκια μπύρες κι ένα μεγάλο χάρτινο κουτί. Θυμάστε την λαχτάρα του Τζάκου για αίμα; Εδώ είναι. Ο καημένος ο Ιάσονας!
«Σκατά! Αδερφέ, αιμορραγείς!»
Ο Ιάσονας προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα.
«Έλα τώρα! Δεν είναι τόσο άσχημο. Έχω πάθει χειρότερα»
«Κόψε τις μαλακιές κι έλα μέσα. Δώρα, φέρε λίγο πάγο»
Η Πανδώρα τρέχει στην κουζίνα, αλλά ο Ιάσονας αρνείται να μπει.
«Καλύτερα όχι. Δώσε μου τον πάγο και θα φύγω. Λαμβάνοντας υπόψη την πόρτα που έσκασε στα μούτρα μου, είμαι ανεπιθύμητος. Θα μιλήσουμε αργότερα»
Ο Στέφανος, έξαλλος, κοιτάζει επίμονα την Αναΐς, η οποία έχει σκυμμένο το κεφάλι.
«Αυτό είναι το σπίτι μου κι εγώ αποφασίζω ποιος είναι ευπρόσδεκτος και ποιος όχι. Είπα έλα μέσα. Πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία»
«Πραγματικά δεν χρειάζεται. Θα σταματήσει σύντομα. Πάρε αυτά»
«Δεν με νοιάζουν αυτά. Εσύ με νοιάζεις»
Αυτός παίρνει τις μπύρες και το κουτί έτοιμος να τα πετάξει στο πάτωμα αλλά ο Ιάσονας τον προλαβαίνει.
«Όχι! Πρόσεξε το κουτί!»
«Τι στο διάολο υπάρχει εκεί μέσα που σε νοιάζει περισσότερο απ' τη μύτη σου που αιμορραγεί;»
«Τα αγαπημένα ντόνατς της Αναΐς. Της τα αγόρασα γιατί ξέρω πόσο της αρέσει να τα τρώει μαζί με το ποπ-κορν»
Η Πανδώρα, που επιστρέφει με τον πάγο, του τον δίνει κοιτάζοντας τον αναστενάζοντας.
«Αχ, βρε Νάκο!»
Ο Στέφανος δίνει το κουτί στην Αναΐς.
«Ορίστε, αδερφή. Καλή σου όρεξη. Ελπίζω ν' απολαύσεις τα ματωμένα ντόνατς σου»
Το κάτω χείλος της Αναΐς τρέμει και αυτή είναι έτοιμη να κλάψει, αλλά ο Στέφανος είναι πολύ θυμωμένος για να το παρατηρήσει. Η φωνή του είναι τραχιά κι αυτή, γνωρίζοντας ότι ο αδερφός της είναι σαν τον πατέρα της και ότι πρέπει να μένεις μακριά του όταν είναι σ' αυτή την κατάσταση, παίρνει το κουτί και κάνει ένα βήμα πίσω. Όμως ο Ιάσονας είναι εκεί και κάνει αυτό που έκανε όλα αυτά τα χρόνια. Βγαίνει μπροστά και την υπερασπίζεται, παρόλο που φταίει πραγματικά εκείνη.
«Σταμάτα, Στέφανε. Μην της μιλάς έτσι. Την τρομάζεις. Είναι έτοιμη να κλάψει. Άλλωστε δεν φταίει αυτή. Το φταίξιμο είναι δικό μου. Ήρθα εδώ παρόλο που ξέρω ότι δεν θέλει να με βλέπει»
Ο Στέφανος δεν αντέχει άλλο.
«Σκάσε κι έλα μαζί μου. Δεν πρόκειται να σ' αφήσω να αιμορραγήσεις μέχρι θανάτου στο γαμημένο το κατώφλι μου»
Αυτός αρπάζει το μπουφάν του Ιάσονα και κυριολεκτικά τον σέρνει στο μπάνιο, χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Η Αναΐς κάθεται στον καναπέ, αγκαλιάζοντας το κουτί με τα ντόνατς.
«Πραγματικά τα σκάτωσα εντελώς αυτή τη φορά, ε;»
Η Πανδώρα κάθεται δίπλα της.
«Δεν πρόκειται να σου πω ψέματα. Ναι, τα σκάτωσες. Τι σ' έκανε να του κοπανήσεις την πόρτα στα μούτρα;»
«Δεν ξέρω. Απλά ξαφνιάστηκα όταν τον είδα»
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω. Είναι ερωτευμένος μαζί σου τόσα χρόνια. Σου φέρεται σαν βασίλισσα. Σε κακομαθαίνει και είναι πάντα στο πλευρό σου, ακόμα κι όταν κάνεις λάθος. Για να μην αναφέρουμε πόσο απίστευτα καυτός είναι. Γιατί τον περιφρονείς;»
«Ποιος σου είπε ότι τον περιφρονώ;»
«Τότε γιατί δεν του δίνεις μια ευκαιρία; Γιατί δεν τον θέλεις;»
«Ποιος σου είπε ότι δεν τον θέλω;»
Η Πανδώρα δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που μόλις άκουσε και κουνάει το κεφάλι της σε πλήρη σύγχυση.
«Συγγνώμη ... Τι;»
«Άστο, Δώρα. Είναι περίπλοκο»
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Ξέρασε τα όλα! Όσο περίπλοκο κι αν είναι, θα το λύσουμε»
Η Αναΐς ανοίγει το κουτί και τα μάτια της βρέχονται με δάκρυα. Όλα τ' αγαπημένα της ντόνατς είναι εδώ. Ούτε ένα λάθος. Αυτός την ξέρει τόσο καλά. Ίσως καλύτερα από ό,τι ξέρει η ίδια τον εαυτό της. Προσφέρει το κουτί στη Πανδώρα.
«Θέλεις ένα;»
«Όχι, ευχαριστώ. Άστο γι' αργότερα. Είμαι σίγουρη ότι θα χρειαστώ κάτι για να ξεπεράσω το σοκ. Μίλα τώρα!»
Η Αναΐς δαγκώνει ένα ντόνατ, αυτό με το γλάσο σοκολάτας και την πολύχρωμη τρούφα. Απολαμβάνει τη γλυκιά γεύση ενώ τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά της.
«Πριν λίγο καιρό με ρώτησες γιατί δεν έκανα ποτέ σχέση και σου είπα ότι δεν βρήκα κανέναν που ν' αξίζει»
«Ναι»
«Σου είπα ψέματα. Άλλος είναι ο λόγος»
«Ο Νάκος;»
«Ναι. Αυτός. Πάντα αυτός. Στην αρχή το έβλεπα σαν παιχνίδι. Ήμασταν απλά παιδιά. Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Αλλά όταν τον είδα για πρώτη φορά να φιλάει ένα άλλο κορίτσι στο γυμνάσιο, ξαφνικά ζήλεψα παράφορα και συνειδητοποίησα ότι αυτό που ένιωθα για τον καλύτερο φίλο του αδερφού μου ήταν κάτι περισσότερο από φιλία. Ήταν αγάπη. Τον αγαπάω, Δώρα. Πάντα τον αγαπούσα, αλλά ...»
«Γιατί δεν του το είπες; Όταν συνειδητοποίησες τα αληθινά σου συναισθήματα, εννοώ»
«Γιατί κατάλαβα και κάτι άλλο εκτός απ' την αγάπη μου που με τρόμαξε μέχρι θανάτου»
«Τι;»
«Ότι αν κάνουμε σχέση και κάτι πάει στραβά, θα χαλάσει η φιλία του με τον Στέφανο. Ο Νάκος θα στραφεί ενάντια στον καλύτερο φίλο του κι ο Στέφανος θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε μένα και τον κολλητό του. Και όλα αυτά εξαιτίας μου. Όχι! Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό σε κανέναν απ' τους δύο. Είναι πολύ σημαντικοί ο ένας για τον άλλον. Δεν θα έμπαινα ποτέ ανάμεσα τους. Δεν θα το άντεχα, κι έτσι αποφάσισα να θυσιάσω την αγάπη μου για να σώσω τη φιλία τους»
Η Αναΐς βάζει το κουτί στο τραπεζάκι, κρύβει το πρόσωπο της στα χέρια της και ξεσπάει σε λυγμούς. Η Πανδώρα την αγκαλιάζει απ' τους ώμους.
«Αχ, βρε κορίτσι μου! Πώς μπορείς και το κάνεις αυτό;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι να προσποιούμε όλα αυτά τα χρόνια. Να τον βλέπω μ' άλλες γυναίκες ... Να τον έχω δίπλα μου και να μην μπορώ να τον αγγίξω. Να μου λέει ότι μ' αγαπάει και εγώ να τον απορρίπτω. Να του φέρομαι σαν σκύλα, όταν το μόνο που θέλω να κάνω είναι να πέσω στην αγκαλιά του»
«Δεν το πιστεύω!»
«Αυτή τη στιγμή το μόνο που θέλω είναι να τρέξω στο μπάνιο, να πέσω στα πόδια του και να τον παρακαλέσω να με συγχωρέσει για όλα όσα του έχω κάνει. Θέλω να τρυπώσω στην αγκαλιά του και να μην βγω ποτέ ξανά. Πες μου να μην το κάνω. Πες μου ότι είναι λάθος. Πες μου ότι πρέπει να τον ξεχάσω. Σε παρακαλώ, Δώρα ... Πες μου!»
Η Πανδώρα σηκώνεται όρθια κι αρχίζει να βηματίζει πέρα δώθε, περνώντας τα χέρια της μέσα απ' τα μαλλιά της.
«Λυπάμαι, Αναΐς, αλλά δεν μπορώ να στο πω αυτό»
Η Αναΐς κοιτάζει την αδερφή της μπερδεμένη, σκουπίζοντας τα δάκρυα της.
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι τόση ώρα μου λες μαλακίες!»
«Τι;»
«Αυτό που άκουσες! Γαμώτο σου, ρε! Είσαι μία γαμημένη ηλίθια. Βασανίζεις τον εαυτό σου και ταυτόχρονα κάνεις το ίδιο σ' έναν υπέροχο άντρα που σ' αγαπάει, για κάτι που μπορεί να συμβεί ή και να μην συμβεί. Λες ότι φοβάσαι πως αν κάτι πάει στραβά ανάμεσα σε σένα και τον Νάκο, θα καταστρέψει τη φιλία του με τον Στέφανο. Ίσως έχεις δίκιο, αλλά τι γίνεται αν τίποτα δεν πάει στραβά; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη ότι θα στραβώσει; Κι αν όλα πάνε καλά; Γιατί χάνεις την ευκαιρία να είσαι με κάποιον τόσο καλό όσο αυτός; Γιατί διακινδυνεύεις να χάσεις έναν σπουδαίο άντρα που, ποιος ξέρει; Ίσως είναι ο άντρας της ζωής σου. Η ευτυχία είναι στα πόδια σου κι εσύ την κλωτσάς, Αναΐς. Σκέψου το, σε παρακαλώ!»
Ο μονόλογος της Πανδώρας διακόπτεται απ' την επιστροφή των αγοριών. Ο ένας είναι ακόμα θυμωμένος, κι ο άλλος δεν αιμορραγεί πια. Ο Στέφανος πλησιάζει την Αναΐς και της δείχνει το δάχτυλο του απειλητικά.
«Δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ γι' αυτό που συνέβη. Εντάξει, Βασίλισσα του Πάγου, δεν γουστάρεις τον Ιάσονα, το καταλαβαίνω. Είναι δικαίωμα σου, αλλά δεν έχεις το δικαίωμα να του συμπεριφέρεσαι σαν σκύλα. Ζήτα του συγγνώμη τώρα, αλλιώς θα έχεις να κάνεις μαζί μου. Με καταλαβαίνεις, ανόητο κορίτσι;»
Ο Ιάσονας τον τραβάει απ' το μπράτσο.
«Στέφο, σε παρακαλώ, άστην ήσυχη. Δεν χρειάζομαι καμία συγγνώμη»
«Εσύ σταμάτα! Ξέρω τι κάνω. Κάποιος πρέπει να την βάλει στην θέση της»
Η Πανδώρα ξεροβήχει.
«Βασικά, Στέφο, καλύτερα να σταματήσεις εσύ. Δεν έχεις ιδέα τι πραγματικά συμβαίνει εδώ»
Η Αναΐς πανικοβάλλεται.
«Δώρα, όχι!»
Ο Στέφανος συμφωνεί.
«Ναι, Δώρα. Μείνε έξω απ' αυτό»
Ο Ιάσονας αγανακτεί.
«Σας παρακαλώ, ρε παιδιά! Κοιτάξτε την! Είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Στέφο, κάνε πίσω! Ότι έγινε, έγινε. Το έχω ήδη ξεχάσει»
Σειρά του Στέφανου ν' αγανακτήσει.
«Μην είσαι τόσο μαλακός μαζί της. Δεν είναι από γυαλί. Δεν πρόκειται να σπάσει, διάολε!»
Ο Ιάσονας προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα.
«Κοίτα! Καλύτερα να τ' αφήσουμε πίσω μας, εντάξει; Εγώ θα φύγω τώρα, κι εσείς θ' απολαύσετε την ταινία όπως θα κάνατε πριν έρθω. Θα μιλήσουμε ξανά αύριο μετά το οικογενειακό τραπέζι»
Η Πανδώρα προσπαθεί να σπρώξει τα πράγματα.
«Γιατί δεν μένεις να δεις την ταινία μαζί μας;»
«Το θέλω πολύ, αλλά καλύτερα όχι. Δεν θέλω να φέρω τη Αναΐς στην ακόμα πιο δύσκολη θέση να πρέπει να ανεχτεί την παρουσία μου. Και μεταξύ μας, δεν έχω την πολυτέλεια να χάσω άλλο αίμα απόψε»
Αυτός προσπαθεί να γελάσει για να δείξει σε όλους ότι δεν ενδιαφέρεται, αλλά δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά. Τα μάτια του, με τα οποία κοιτάζει την Αναΐς, προδίδουν την αλήθεια. Μια αλήθεια που όλοι μπορούν να δουν. Είναι πληγωμένος.
«Λοιπόν, να περάσετε καλά και δώστε στη Μαμά Μαίρη ένα φιλί από μένα»
Ο Στέφανος και η Πανδώρα τον χαιρετάνε ενώ αυτός ρίχνει μια τελευταία ματιά στην Αναΐς, ελπίζοντας ακόμα να πει κάτι, αλλά εκείνη δεν μιλάει. Αυτή δεν τον κοιτάζει καν. Κρατάει το κεφάλι της κάτω και το στόμα της κλειστό.
Ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του εκνευρισμένος και η Πανδώρα αναστενάζει απογοητευμένη. Ο Ιάσονας σηκώνει τους ώμους του και πηγαίνει προς την πόρτα, αλλά τη στιγμή που πάει ν' αγγίξει το πόμολο, η φωνή της Αναΐς ακούγεται παρακλητική.
«Νάκο, σε παρακαλώ, μην φύγεις!»
Αυτός παγώνει με το χέρι του μετέωρο πάνω απ' το πόμολο της πόρτας. Γυρίζει το κεφάλι του και την κοιτάζει, προσπαθώντας να καταπιεί τον κόμπο στο λαιμό του.
«Δώσε μου έναν λόγο να μείνω»
Χωρίς να το περιμένει κανείς, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Ιάσονας, αυτή τρέχει και τον αρπάζει απ' τα πέτα του μπουφάν του. Τον σπρώχνει στον τοίχο, σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και πιέζει το στόμα της στο δικό του. Ο Στέφανος, που βλέπει τη σκηνή, γουρλώνει τα μάτια του κι ανοίγει το στόμα του σαν χάνος, ενώ η Πανδώρα ουρλιάζει από χαρά.
«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ, Πραγματάκι;»
«Είσαι τυφλός, Ομορφόπαιδο; Τον φιλάει. Ω, Θεέ μου! Επιτέλους!»
«Τι πρέπει να κάνω τώρα; Να τον χτυπήσω; Να την κλειδώσω στο υπόγειο; Δεν έχω καν υπόγειο»
«Απλά έλα μαζί μου»
«Μα ...»
«Σκασμός, Ομορφόπαιδο!»
«Γαμώτο! Ο πατέρας μου θα με σκοτώσει!»
«Δεν πειράζει. Αξίζει τον κόπο»
«Ε;»
Η Πανδώρα, ενθουσιασμένη με την κίνηση της Αναΐς, πιάνει το χέρι του Στέφανου και τον τραβάει στην κουζίνα για να δώσει στο μελλοντικό ζευγάρι την ιδιωτικότητα που χρειάζεται.
Ο Ιάσονας παραμένει απολύτως ακίνητος τις πρώτες στιγμές, ξαφνιασμένος απ' την επίθεση της Αναΐς, με τα χέρια του κολλημένα στα πλευρά του και τα χείλη του ερμητικά κλειστά. Αυτός φοβάται ακόμη και ν' αναπνεύσει μήπως την τρομάξει και της αλλάξει γνώμη, αλλά όταν εκείνη επιμένει να κρατάει τα χείλη της κολλημένα στα δικά του, βρίσκει το κουράγιο να κάνει επιτέλους αυτό που ονειρευόταν από τότε που ήταν οκτώ χρονών ... Να την φιλήσει σαν να μην υπάρχει αύριο.
Αυτός σηκώνει τα χέρια του και τα βάζει στα απαλά μαλλιά της. Τα χείλη του ανοίγουν και γλιστράει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της για ν' αγγίξει τη δική της. Αρχίζει να την πειράζει με απαλές κινήσεις κι εκείνη, κρατώντας σφιχτά το μπουφάν του, τον τραβάει πιο κοντά της. Αυτή βαθαίνει το φιλί κι αυτός θέλει να ουρλιάξει. Η γλώσσα της γλιστράει στο στόμα του και νιώθει τη βαθιά γκρίνια του. Τα χέρια του γλιστρούν χαμηλότερα κι αγγίζουν το δέρμα ανάμεσα στην μπλούζα και το παντελόνι της. Αυτή τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του και πιέζει το σώμα της ακόμα πιο δυνατά πάνω στο δικό του. Το στήθος της πιέζεται πάνω στο στέρνο του και αυτή μπορεί να αισθανθεί τον γρήγορο χτύπο της καρδιάς του.
Το φιλί είναι τόσο βαθύ που κανένας απ' τους δύο δεν ξέρει ποιανού αέρα αναπνέει. Μέσα σ' αυτό κρύβεται όλη η αγάπη και η πείνα που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον όλα αυτά τα χρόνια. Αυτοί αναγκάζονται να σταματήσουν όταν δεν υπάρχει άλλο οξυγόνο στους πνεύμονες τους. Αναπνέοντας βαριά, αυτή ακουμπάει το μάγουλο της στο στήθος του κι αυτός περνά το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά της και φιλάει την κορυφή του κεφαλιού της.
«Ακόμα κι αν χάσω τη μνήμη μου, ορκίζομαι ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο μας φιλί»
Αυτή σηκώνει τα μάτια και τον κοιτάζει.
«Αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις εδώ; Δεν θα φύγεις, ε; Πες μου ότι δεν θα φύγεις»
«Να φύγω να πάω πού, κοριτσάκι μου; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω για μένα. Όλος μου ο κόσμος είναι εδώ μαζί σου. Εσύ είσαι τα πάντα για μένα»
«Νάκο μου, συγγνώμη! Λυπάμαι πολύ για όλα. Όταν σου εξηγήσω ... Έχω τόσα πολλά να σου πω»
Αυτός την αγκαλιάζει ακόμα πιο σφιχτά.
«Σσσσ! Όχι τώρα, μωρό μου. Έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμο γι' αυτό. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου για να πιστέψω ότι αυτό που ζω είναι πραγματικό κι όχι απλώς ένα όνειρο»
Αυτή, εκστασιασμένη μέσα στην αγκαλιά του, τσιμπάει τον απίστευτα σφιχτό πισινό του χαχανίζοντας.
«Έη! Γιατί το έκανες αυτό;»
«Για να σε κάνω να πιστέψεις ότι αυτό δεν είναι όνειρο»
Αυτός της πιάνει τους ώμους και την σπρώχνει απαλά προς τα πίσω έτσι ώστε να μπορεί να την κοιτάζει. Τα μάτια του βυθίζονται στα δικά της.
«Παίζεις με τον πόνο μου, ε;»
Αυτή χαμογελάει πονηρά και δαγκώνει το κάτω χείλος της.
«Λίγο»
Αυτός γελάει.
«Πολύ καλά. Θυμήσου όμως ότι πήγες γυρεύοντας»
Αυτός την αρπάζει, χουφτώνοντας τον πισινό της, τη σηκώνει, τη γυρίζει και τη σπρώχνει στον τοίχο. Αυτή φωνάζει γιατί την έπιασε εξ απήνης, αλλά ενστικτωδώς τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του και τον τραβάει ακόμα πιο κοντά. Την ξαναφιλάει, αλλά αυτό το φιλί είναι διαφορετικό. Είναι πιο άγριο, πιο βάναυσο, πιο απαιτητικό, και πολύ καλύτερο απ' το πρώτο. Τα πράγματα μεταξύ τους σίγουρα θα έβγαιναν εκτός ελέγχου αν δεν έμπαιναν στο δωμάτιο ο Στέφανος και η Πανδώρα αναγκάζοντας τους ν' απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον.
«Εντάξει, καυλωμένα κουνέλια! Ώρα να σταματήσετε!»
«Στέφανε, το υποσχέθηκες!»
«Υποσχέθηκα να μην τους δουλέψω ψιλό γαζί, αλλά δεν πρόκειται ν' αφήσω αυτόν τον διεστραμμένο να διακορεύσει την αδερφή μου πάνω στον γαμημένο τον τοίχο του σαλονιού μου»
Η Πανδώρα γυρίζει τα μάτια της.
«Είσαι ένας απίθανος βασιλιάς του δράματος. Είναι σαν να βλέπω τον θείο Τζάκο»
Στο άκουσμα του ονόματος του πατέρα της, η Αναΐς καλύπτει τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα της με τα χέρια της.
«Θεούλη μου! Ο πατερούλης! Τι θα του πούμε; Θα με στείλει κατευθείαν σε μοναστήρι»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Τώρα ανησύχησες για τον πατερούλη; Όταν επιτέθηκες στον φίλο μου, δεν τον σκέφτηκες;»
Η Πανδώρα ξεφυσάει.
«Για όνομα του παραδείσου, ρε Στέφανε!»
Ο Ιάσονας σπεύδει να υπερασπιστεί το κορίτσι του.
«Κοίτα, κολλητέ ... Ίσως πρέπει να σου εξηγήσω. Εννοώ ...»
Ο Στέφανος τον αγριοκοιτάζει, αλλά δεν μπορεί να κρατηθεί για πολύ και χαμογελάει πλατιά.
«Σκάσε, ηλίθιε! Πλάκα σας κάνω. Είμαι πολύ χαρούμενος για σας τους δύο. Γαμώτο! Προσπαθούσα γι' αυτό τόσο καιρό και τελικά έγινε!»
Αυτός τους πλησιάζει και τους αγκαλιάζει και τους δύο.
«Αλλά για να ξέρετε, θα σας κοροϊδεύω για τα επόμενα δέκα χρόνια»
Ο Ιάσονας χαμογελάει.
«Δεν πειράζει, φίλε. Τώρα που έχω όλα όσα θέλησα ποτέ, μπορώ να χειριστώ τα πάντα»
Η Πανδώρα σηκώνει το φρύδι.
«Ακόμα και την οργή του Πρίγκιπα;»
«Ναι. Ακόμα κι αυτό»
Ο Στέφανος βάζει μια τούφα πίσω απ' το αυτί της Αναΐς.
«Αφήστε σε μένα τον Πρίγκιπα. Θα τον φροντίσω εγώ»
Αυτή τον αγκαλιάζει.
«Ευχαριστώ πολύ, Στέφο. Είσαι ο καλύτερος αδερφός του κόσμου»
«Το ξέρω, αλλά αν σε δω ποτέ καβάλα μαζί του, θα σε δείρω. Σύμφωνοι, Τσιχλόφουσκα; Ακόμα κι εγώ έχω τα όρια μου»
«Ναι, αλλά μπορείς να ορίσεις αυτά τα όρια; Μιλάμε για τα όρια που έχει ο μπαμπάς με τη Σελήνη και τον Άρη;»
«Για όνομα του Θεού! Όχι! Φυσικά όχι!»
Αυτοί γελούν. Τότε, ο Ιάσονας λέει τη γνώμη του.
«Εμένα μ' αρέσει πολύ ο Άρης. Αυτός ο άντρας ... Πώς να το πω; Έχει απεριόριστη φαντασία»
Ο Στέφανος κουνάει το κεφάλι του.
«Εμένα μου λες! Όταν έμεναν στο σπίτι μας, το δωμάτιο μου ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό τους κι αυτοί είχαν μια αδυναμία στο μπαλκόνι, ειδικά όταν είχε πανσέληνο. Αν καταλαβαίνετε τι εννοώ;»
Τα κορίτσια χαχανίζουν και τ' αγόρια γελούν περισσότερο.
Αργά το βράδυ, τα δύο κορίτσια κοιμούνται στο κρεβάτι, ενώ τ' αγόρια αράζουν στο σαλόνι παρέα μ' ένα μπουκάλι τεκίλα. Ο Στέφανος κοιτάει τον Ιάσονα, ο οποίος χασκογελάει όλη την ώρα.
«Λοιπόν, αδερφέ; Πώς αισθάνεσαι;»
«Αλήθεια με ρωτάς; Πετάω στα σύννεφα. Το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα. Ποτέ δεν ήμουν πιο ευτυχισμένος απ' όσο είμαι τώρα, αλλά ...»
«Αλλά τι;»
«Ανησυχώ για κάτι»
«Για τι;»
«Κι αν η Αναΐς έχει δίκιο; Κι αν ένα στραβοπάτημα στη σχέση μας καταστρέψει τη φιλία μου μαζί σου; Την αγαπάω, αλλά δεν θέλω να σε χάσω»
Ο Στέφανος βάζει το χέρι του στον ώμο του Ιάσονα.
«Μην ανησυχείς, φίλε μου. Είμαι σίγουρος ότι η σχέση σας θα είναι τέλεια, αλλά στην απίθανη περίπτωση που κάτι πάει στραβά, όποιος και να φταίει, εγώ θα μείνω έξω απ' αυτό. Αυτή θα είναι πάντα η αδερφή μου, κι εσύ θα είσαι πάντα ο κολλητός μου. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί ν' αλλάξει ούτε το ένα, ούτε το άλλο»
«Μπορείς να το υποσχεθείς αυτό;»
«Μπορώ. Και ξέρεις ότι κρατάω τις υποσχέσεις μου»
«Ναι, το ξέρω»
«Τότε σταμάτα ν' ανησυχείς κι απλά απόλαυσε τη νέα σου σχέση»
Τα δύο αγόρια σηκώνουν τα ποτήρια τους και τσουγκρίζουν.
«Σε σένα και την Αναΐς!»
«Σε όλους μας!»
Αυτοί πίνουν το δυνατό μείγμα μορφάζοντας. Τότε, ο Ιάσονας κάνει μια ερώτηση.
«Και τώρα που εγώ βγήκα εκτός, εσύ τι θα κάνεις;»
«Σχετικά με τι; Τι στο διάολο είναι αυτά που λες;»
«Ξέρεις πολύ καλά. Σχετικά με τη καυτή πατάτα σου»
«Μην αρχίζεις μ' αυτό, σε παρακαλώ! Δεν έχω καμία όρεξη να μιλήσω γι' αυτήν»
«Εσύ δεν έχεις ποτέ όρεξη»
«Μπορείς να με κατηγορήσεις;»
«Γι' αυτό όχι, αλλά μπορώ να σε κατηγορήσω που σπαταλάς τη ζωή σου για μια άχρηστη γυναίκα. Για μια γαμημένη σκύλα»
«Μη μιλάς έτσι γι' αυτήν»
«Σοβαρά; Αυτή η πουτάνα πλήγωσε τον κολλητό μου. Μπορώ να μιλάω όπως θέλω γι' αυτήν»
Ένα κουρασμένο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του Στέφανου και κάνει τον Ιάσονα ν' απορήσει.
«Γιατί χαμογελάς;»
«Μήπως ξέρεις κάποια που λέγεται Αναΐς;»
«Γιατί;»
«Γιατί αυτή μου είπε ακριβώς τα ίδια λόγια σήμερα το απόγευμα»
«Επειδή σκέφτεται σωστά, ρε Στέφανε, και κατά βάθος το ξέρεις κι εσύ»
«Αυτό που ξέρω είναι ότι πρέπει να μεθύσω»
Αυτός γεμίζει ξανά το ποτήρι του και πίνει μονορούφι το περιεχόμενο. Καθώς ετοιμάζεται να βάλει το τρίτο, ο Ιάσονας βάζει το χέρι του στο ποτήρι και του παίρνει το μπουκάλι απ' το χέρι.
«Εντάξει. Φτάνει ως εδώ. Το ποτό δεν θα σε βοηθήσει»
«Κάνεις λάθος. Με βοηθάει πολύ. Με βοηθάει να μην θυμάμαι. Δεν θέλω να θυμάμαι, ρε Νάκο. Πονάω όταν θυμάμαι»
«Το ξέρω, Στέφο, αλλά πρέπει να θυμάσαι. Πρέπει να θυμάσαι για να δεις επιτέλους την πραγματικότητα και να συνειδητοποιήσεις πόσο σκύλα ήταν και να τη βγάλεις απ' το μυαλό σου μια για πάντα»
Ο Στέφανος γέρνει πίσω και ρίχνει το κεφάλι του στην πλάτη του καναπέ. Ο Ιάσονας ξεφυσάει.
«Άκου, φίλε. Είμαι φίλος σου και σ' αγαπάω. Πονάω που σε βλέπω έτσι, και θέλω να σε βοηθήσω, αλλά όταν προσπαθώ, δεν μ' αφήνεις. Έχεις χτίσει έναν καταραμένο τοίχο γύρω απ' την καρδιά σου και δεν αφήνεις κανέναν να σε πλησιάσει. Δεν προσπαθείς καν»
«Να προσπαθήσω να κάνω τι;»
«Ν' ανοίξεις την καρδιά σου και ν' αγαπήσεις ξανά»
«Δεν μπορώ»
«Μπορείς, αλλά δεν θέλεις. Φοβάσαι την απογοήτευση. Σταμάτα να νταραβερίζεσαι με γυναίκες που ενδιαφέρονται μονάχα για το τεράστιο καβλί και το χοντρό πορτοφόλι σου και ψάξε να βρεις τη γυναίκα της ζωής σου»
«Και αν η γυναίκα της ζωής μου ήταν ... αυτή;»
Ο Ιάσονας πηδάει επάνω κι αρχίζει να ουρλιάζει.
«Πλάκα μου κάνεις, ρε μαλάκα; Εσύ δεν μπορείς καν να προφέρεις τ' όνομα της και τολμάς να λες ότι αυτή είναι η μία; Ξύπνα, Στέφανε. Θυμήσου τι σου έκανε!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro