
Ο Τζάκος της Μαίρης της ...
~ ΠΕΜΠΤΗ, 7 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 ~ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~
~ ΣΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ~
Η μέρα είναι ηλιόλουστη και η θερμοκρασία αρκετά υψηλή. Είναι αυτό που λέμε ... Μια τέλεια μέρα για πικνίκ. Κι έτσι, έχοντας ξεκουραστεί αρκετά, οι τρεις ήρωες μας ξεκίνησαν να κάνουν ακριβώς αυτό. Ένα πικνίκ κάτω απ' τον ήλιο.
Ο Στέφανος διασκεδάζει μ' ένα παιχνίδι μίνι γκολφ ενώ τα κορίτσια, η Πανδώρα και η Αριάδνη, κάθονται οκλαδόν στο γρασίδι, πίνοντας ακριβό γαλλικό κρασί και τρώγοντας διάφορα γαλλικά σνακ ενώ κουβεντιάζουν ευχάριστα.
«Μπορώ να κάνω μια ερώτηση;»
«Σίγουρα»
«Τι ακριβώς κάνει ο τρελός αδερφός μου εκεί;»
«Είσαι τυφλή; Παίζει μίνι γκολφ»
«Αυτό το βλέπω. Αυτό που θέλω να μάθω είναι πού βρήκε τον εξοπλισμό. Δεν τον είδα να κουβαλάει κάτι»
«Δεν είδες μια μικρή κίτρινη δερμάτινη τσάντα που κουβαλάει πάντα;»
«Ναι»
«Αυτό είναι»
«Ορίστε; Πώς είναι δυνατόν; Είναι πολύ μικρό. Πώς χωράνε όλα αυτά εκεί μέσα; Το μπαστούνι, το μπαλάκι, το πασσαλάκι και όλα τ' άλλα;»
«Κι όμως! Αυτό είναι ένα είδος φορητού μίνι γκολφ. Ο εφευρέτης το έφερε στον Στέφανο για να το δοκιμάσει ώστε η εταιρεία να χρηματοδοτήσει την παραγωγή. Ξέρεις, επενδύσεις και τέτοια»
«Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν, ο τρελός αδερφός σου έπαθε εμμονή με το καταραμένο κι από τότε το κουβαλάει πάντα μαζί του και όποτε βρίσκει ευκαιρία, όπως τώρα, παίζει»
«Θεέ μου! Αυτός πρέπει να βρει γκόμενα επειγόντως!»
«Εμένα μου λες!»
Αυτές γελούν κοιτάζοντας ακόμα τον Στέφανο.
«Όμως, μεταξύ μας, είναι πολύ όμορφος όταν παίζει γκολφ, έτσι δεν είναι; Κοίτα τον! Κοίτα πόσο του πηγαίνει το ροζ»
«Λεσβία-λεσβία, αλλά το ματάκι σου παίζει»
«Λεσβία είμαι, όχι τυφλή!»
Αυτές γελούν λίγο ακόμα, αλλά ξαφνικά το σώμα της Πανδώρας τσιτώνεται κι αυτή κοιτάζει ανήσυχη δεξιά κι αριστερά, αναστατώνοντας την Αριάδνη.
«Τι; Τι συμβαίνει; Σαύρα; Ποντίκι; Σκορπιός; Φίδι; Τι;»
«Έρχεται!»
«Ποιος; Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι; Ο Τσάκυ; Ο Πένιγουαιζ; Ο Φρέντι Κρούγκερ; Ποιος;»
Η Πανδώρα κοιτάζει την φίλη της καγχάζοντας.
«Ιησούς Χριστός, μωρή τρελή! Πρέπει να σταματήσεις να βλέπεις αυτές τις ηλίθιες ταινίες τρόμου! Μιλάω για τον Μάξιμο. Αυτός έρχεται!»
«Άντε μου και στο διάολο, σκύλα! Αυτό είναι όλο; Έτσι όπως έκανες, νόμιζα ότι οι επτά πληγές του Φαραώ έπεσαν πάνω μας»
«Είσαι ηλίθια!»
«Κοίτα ποια μιλάει! Τέλος πάντων! Πού είναι;»
Η Αριάδνη κοιτάζει τριγύρω, αλλά η Πανδώρα δεν χρειάζεται. Αυτή ξέρει ήδη.
«Κοίτα πίσω σου»
Η Αριάδνη γυρίζει το κεφάλι της, κοιτάζει πίσω της και παρά τις διαφορετικές προτιμήσεις της, το στενό ροζ τζιν, το κολλητό λευκό πουκάμισο και τα στιλάτα γυαλιά ηλίου του Μάξιμου την κάνουν ν' αναφωνήσει ...
«Ο Θεός να ευλογεί τη μητέρα φύση! Here's ... Μάξιμος!»
Καθώς η Αριάδνη παραθέτει ακόμα μία ατάκα από ταινία τρόμου, αν και λίγο παραποιημένη, η Πανδώρα γυρίζει τα μάτια της.
«Πριν πάρω ένα τσεκούρι και σε κυνηγήσω, πες μου πώς είμαι»
«Είσαι τέλεια, όπως πάντα»
«Έχω μαύρους κύκλους;»
«Όχι»
«Το μακιγιάζ μου είναι εντάξει;»
«Δεν φοράς. Δεν το χρειάζεσαι»
«Τα ρούχα μου;»
«Θα το βουλώσεις επιτέλους; Είσαι εκπληκτική!»
«Πού είναι ένας καθρέφτης όταν τον χρειάζεσαι;»
Τώρα είναι η σειρά της Αριάδνης να γυρίσει τα μάτια της την ίδια στιγμή που ο Μάξιμος τις πλησιάζει μ' ένα χαμόγελο και χαιρετάει πρώτα εκείνη, φιλώντας το χέρι της.
«Bonsoir, Ariane»
«Καλησπέρα, κύριε Εξωτικέ Κτηνίατρε»
Αυτός γελάει.
«Καλό!»
«Ευχαριστώ»
Αυτός κάθεται δίπλα στην Πανδώρα, βάζει το δάχτυλο του κάτω απ' το σαγόνι της, σηκώνει το κεφάλι της και φιλάει απαλά την άκρη της μύτης και τη γωνία του στόματος της.
«Bonsoir, ma jolie Pandore»
«Καλησπέρα, Μάξιμε»
«Μου έλειψες. Το ξέρεις;»
«Κι εμένα μου έλειψες, αλλά ...»
«Αλλά τι, mon bébé;»
«Εεεε ... Μπορείς να με φιλήσεις ξανά, αλλά κανονικά αυτή τη φορά;»
Αυτός γελάει.
«Avec plaisir, mon bébé»
Καθώς ο Μάξιμος φιλάει την Πανδώρα, περισσότερο από κανονικά θα έλεγα, η Αριάδνη πέφτει πίσω στο γρασίδι και σκεπάζει το πρόσωπο της με τα χέρια της, μέχρι που ένας ξερόβηχας τελειώνει τόσο το φιλί όσο και το δικό της κλαψούρισμα.
Ο Μάξιμος απομακρύνεται απ' την Πανδώρα γιατί δεν ξέρει ακόμα πώς ακριβώς λειτουργούν τα πράγματα σ' αυτή την οικογένεια, αλλά θα το μάθει αρκετά σύντομα, και σηκώνεται για να χαιρετήσει τον Στέφανο, ο οποίος ήταν αυτός που ξερόβηξε προφανώς. Οι δύο άντρες δίνουν τα χέρια.
«Bonsoir, mon ami. Merci pour l'invitation»
«Ne me remerciez pas. Την αδερφή μου πρέπει να ευχαριστείς, αλλά από ό,τι μόλις είδα, το έκανες ήδη»
Η Πανδώρα γρυλίζει.
«Στέφανε, μαζέψου!»
Ο Μάξιμος σπεύδει να δικαιολογηθεί, αλλά ο Στέφανος χαμογελάει και τον χτυπάει φιλικά στον ώμο.
«Μην ανησυχείς, φίλε μου. Αστειεύομαι! Δεν είμαι τέτοιος αδερφός. Υπάρχει αρκετή ανεκτικότητα στην οικογένεια μας»
«Σ' ευχαριστώ γι' αυτό, αλλά θέλω ακόμα να ζητήσω συγγνώμη για χθες. Παρασυρθήκαμε λίγο και δεν είχαμε το νου μας στα τηλέφωνα»
«Δεν πειράζει, Μάξιμε, αλλά, σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις»
«Το υπόσχομαι»
«Ευχαριστώ»
«Κι εσύ, σε παρακαλώ, μην ξαναπάρεις τηλέφωνο τη μητέρα μου. Αυτή με περιποιήθηκε κατάλληλα όταν γύρισα σπίτι»
Ο Στέφανος ασθμαίνει.
«Ουφ! Λυπάμαι γι' αυτό»
«Μου φαίνεται ότι ξέρεις για τι πράγμα μιλάω»
«Ω, ναι! Περίμενε μέχρι να γνωρίσεις τη μαμά Μαίρη και μετά θα καταλάβεις»
«Ανυπομονώ»
Οι τέσσερις τους κάθονται στο γρασίδι και απολαμβάνουν το καλό φαγητό, το καλό κρασί, τον ήλιο και τις ιστορίες με όλα αυτά τα σπάνια ζώα που ο Μάξιμος περιποιείται καθημερινά. Κάποια στιγμή, ο Στέφανος κάνει μια παρατήρηση.
«Ουάου, ρε φίλε! Όλα αυτά τα καταπληκτικά ζώα. Σε ζηλεύω. Όμως δεν μας είπες τίποτα για λύκους. Γιατί;»
«Δεν υπάρχουν λύκοι στον ζωολογικό κήπο. Ούτε εδώ, ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο. Αυτά τα ζώα είναι ανώτερα και ως επί το πλείστων ελεύθερα. Δεν αντέχουν το κλουβί. Αν τους φυλακίσεις, αυτοκτονούν»
«Κυριολεκτικά;»
«Ναι. Χτυπούν το κεφάλι τους σε κάποιο βράχο ή κόβουν τα μέλη τους και αιμορραγούν μέχρι θανάτου»
Τα κορίτσια ανατριχιάζουν με αυτή την πληροφορία, ενώ ο Στέφανος συνεχίζει την ανάκριση.
«Αλλά ξέρεις πώς να θεραπεύσεις έναν άρρωστο λύκο, σωστά;»
«Ναι, αλλά δυστυχώς δεν έχει συμβεί ακόμα. Ξέρω ότι ακούγεται λάθος και εγωιστικό, αλλά αγαπάω πολύ αυτά τα ζώα και θα ήθελα πολύ να έχω την ευκαιρία να βοηθήσω έστω και ένα απ' αυτά»
Η Αριάδνη πίνει μια γουλιά απ' το κρασί της.
«Τότε πρέπει να γνωρίσεις τον θείο τους και τα κουτάβια του»
«Τον θείο τους και τα κουτάβια του;»
Ο Μάξιμος κοιτάζει γύρω του απορημένος και οι άλλοι ξεσπούν σε γέλια πριν η Πανδώρα του εξηγήσει.
«Εννοεί τα παιδιά του»
«Α! Μιλήστε μου γι' αυτόν»
Ο Στέφανος ξεκινάει.
«Το όνομα του είναι Άρης και είναι άντρας της θείας μου της Σελήνης, της αδερφής του πατέρα μου. Λύκος είναι το παρατσούκλι του και του αξίζει απολύτως. Είναι πολύ ιδιαίτερος. Ένας σπουδαίος άντρας και γι' αυτό είναι επάξια ο αρχηγός μας»
«Γιατί τον λέτε Λύκο;»
Η Πανδώρα συνεχίζει.
«Γιατί έχει όλα τα προσόντα του λύκου. Την εξωστρέφεια, την οργάνωση, τις ηγετικές ικανότητες και την βαθιά πίστη στην αγέλη. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι η όσφρηση του. Μπορεί να διακρίνει μια συγκεκριμένη μυρωδιά ανάμεσα σ' εκατοντάδες άλλες από οποιαδήποτε απόσταση, και φυσικά, το έχουν κληρονομήσει και τα παιδιά του, ο Ερμής και η Έλενα»
«Πόσο χρονών είναι;»
«Ο Ερμής είναι δέκα και η Έλενα είναι σχεδόν πέντε»
Ο Μάξιμος ενδιαφέρεται να μάθει κι άλλα για την οικογένεια και ο Στέφανος δεν του αρνείται.
«Εκτός απ' την Πανδώρα, εγώ έχω άλλα τρία αδέρφια, την Αναΐς, που είναι ζευγάρι με τον κολλητό μου τον Νάκο, την Εύα και τον μικρό Νικόλα. Η αδερφή του Αλέκου, η Θαλασσινή με τον άντρα της τον Βίκο έχουν δυο δίδυμους γιους, τον Αδάμ και τον Γιώργο, και τέλος, ο καλύτερος φίλος του Άρη, ο Ορέστης, ο Βήτα του, όπως τον αποκαλούμε, με την γυναίκα του την Χλόη και την μικρή τους Μαργαρίτα, που είναι επτά χρονών και έχει ήδη υποσχεθεί στον Ερμή»
«Έχει ήδη υποσχεθεί στον Ερμή; Τι εννοείτε μ' αυτό;»
Η Πανδώρα προσπαθεί να του εξηγήσει.
«Ότι είναι ήδη αποφασισμένο ότι οι δυο τους θα είναι μαζί όταν μεγαλώσουν»
«Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Κι αν δεν θέλουν να είναι μαζί;»
«Φυσικά, όπως όλοι μας, είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τον σύντροφο τους, αλλά μεταξύ μας, αυτό δεν θα είναι απαραίτητο. Ο Ερμής και η Ρίτα θα είναι μαζί ό,τι κι αν γίνει»
Πάνω σ' αυτό, η Αριάδνη έχει έναν μικρό ενδοιασμό.
«Εκτός αν γίνει κάτι με την Αλίκη»
Ο Στέφανος την κοιτάζει με απορία.
«Γιατί το λες αυτό, Αστροφεγγιά;»
«Γιατί έχω δει πως συμπεριφέρεται ο Ερμής όταν βλέπει την Αλίκη. Ξεχνάει τα πάντα και ασχολείται μονάχα μαζί της. Γιατί νομίζεις η Ρίτα δεν την συμπαθεί καθόλου;»
«Ούτε που το είχα προσέξει»
«Γιατί είσαι κόπανος ώρες και φορές»
«Είμαι και τ' αφεντικό σου όμως και μπορώ να σ' απολύσω»
Η Αριάδνη βγάζει ξεδιάντροπα την γλώσσα στον Στέφανο, ο οποίος την αγριοκοιτάζει χαμογελώντας ενώ ο Μάξιμος κουνάει το κεφάλι του εντυπωσιασμένος.
«Εντυπωσιακό! Η μαμά μου είχε πει για τον δεσμό που υπάρχει μεταξύ του Τζάκου, του Αλέκου, του Οδυσσέα και της Θαλασσινής, αλλά όλα αυτά που ακούω τώρα ...»
Η Πανδώρα βρίσκει ευκαιρία να ρωτήσει κάτι που την απασχολεί.
«Σε κάνουν να θέλεις να τρέξεις μακριά μας, έτσι δεν είναι;»
Ο Μάξιμος καγχάζει.
«Πλάκα κάνεις; Το ακριβώς αντίθετο. Το να είσαι μέλος μιας τόσο δεμένης οικογένειας ... Μιας αγέλης είναι κάτι πολύ σπάνιο και νιώθω πολύ τυχερός και είναι τιμή μου που με δέχτηκες. Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να το καταλάβεις λόγω του πώς μεγάλωσες. Με τόσους ανθρώπους γύρω σου, εννοώ. Αλλά εγώ μεγάλωσα μόνο με τη μητέρα μου. Ήμασταν μόνο αυτή και εγώ. Εξαιτίας της δουλειάς του πατέρα μου έπρεπε να μετακομίζουμε συνεχώς απ' τη μια χώρα στην άλλη και έτσι δεν είχα ποτέ φίλους. Η μητέρα μου δεν έχει συγγενείς κι έτσι ... Τέλος πάντων! Ας αλλάξουμε θέμα. Σας παρακαλώ!»
Ο Στέφανος καταλαβαίνει και σπεύδει να τον ανακουφίσει.
«Εννοείται, φίλε μου. Για τι θέλεις να μιλήσουμε;»
«Βασικά, θέλω να σε ρωτήσω κάτι»
«Ρώτα με»
«Ξέρεις γιατί η μαμά μου αποκαλεί τον μπαμπά σου crème brûlée; Τη ρώτησα, αλλά μου έκανε τη χαζή»
Ο Στέφανος χαμογελάει κάπως αμήχανα.
«Ναι. Το άκουσα αυτό και τον ρώτησα»
«Και τι; Σου είπε;»
«Ναι»
«Και τι περιμένεις; Πες μου»
«Δεν καταλαβαίνεις;»
«Όχι. Ξέρω ότι η crème brûlée είναι το αγαπημένο της γλυκό, αλλά ... Όπα! Όπα! Εννοείς ... Ο πατέρας σου και η μητέρα μου ... έκαναν σεξ;»
«Ναι. Βγήκαν ένα και μοναδικό ραντεβού. Ραντεβού με σκοπό το σεξ, για την ακρίβεια, αλλά ήταν πολύ παλιά. Πριν καν αυτός γνωρίσει την μητέρα μου»
Το πρόσωπο του Μάξιμου παίρνει μια παράξενη έκφραση.
«Merde! Je n'ai rien vu venir! Quelle surprise!»
Η Αριάδνη κοιτάζει τον Στέφανο.
«Τι είπε;»
«Ότι δεν το είδε αυτό να έρχεται. Μάλλον έχει εκπλαγεί. Τουλάχιστον έτσι νομίζω»
Η Πανδώρα τον αγριοκοιτάζει.
«Γαμώτο, ρε Στέφανε! Πότε θα μάθεις να κρατάς το στόμα σου κλειστό; Τον διέλυσες!»
«Αυτός με ρώτησε, εντάξει; Τι έπρεπε να κάνω;»
Η Πανδώρα στρέφεται στον Μάξιμο.
«Μάξιμε; Είσαι καλά, μωρό μου;»
Εκείνος την κοιτάζει.
«Τι; Ναι. Ναι. Εγώ απλά ...»
«Σε πείραξε αυτό που είπε ο Στέφανος;»
«Όχι. Όχι. Καθόλου. Σου είπα ότι με τη μητέρα μου είμαστε φίλοι. Τα λέμε όλα μεταξύ μας και γι' αυτό έμεινα έκπληκτος. Γιατί δεν μου το είπε αυτή;»
«Θα είχε τους λόγους της. Μήπως είσαι λίγο πιο αυστηρός σαν γιος απ' όσο θα έπρεπε;»
«Εγώ; Καμία σχέση. Εγώ είμαι αυτός που της λέω συνέχεια ότι πρέπει να βρει σύντροφο, αλλά δεν ακούει. Όπως λέει, θέλει να μείνει πιστή στη μνήμη του πατέρα μου»
«Δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια ... Τίποτα;»
«Περιστασιακά πράγματα, μια στο τόσο. Τίποτα μόνιμο. Ελπίζω τώρα με την μετακόμιση ν' αλλάξει γνώμη. Ίσως με τη βοήθεια του πατέρα σου ... Δεν ξέρω»
Ακούγοντας τη λέξη μετακόμιση, η Πανδώρα πιάνει το χέρι της Αριάδνης και το σφίγγει δυνατά κι εκείνη απευθύνεται στον Μάξιμο.
«Συγγνώμη, αγορίνα μου, αλλά είπες μόλις τη λέξη μετακόμιση;»
«Εεεε ... Ναι»
Ο Στέφανος έχει αρχίσει να το διασκεδάζει.
«Το αποφάσισες τελικά, ε;»
Αυτός γυρίζει και κοιτάζει την Πανδώρα, που τον κοιτάζει με δάκρυα χαράς στα μάτια. Της πιάνει το χέρι και το φέρνει στα χείλη του, μιλώντας στο δέρμα της καθώς απαντάει στον Στέφανο.
«Ναι, Στέφανε. Το αποφάσισα. Δεν μπορώ να ζήσω εδώ χωρίς την καρδιά και το μυαλό μου»
«Δεν ξέρω πόσο σημασία έχει η γνώμη μου, αλλά νομίζω ότι πήρες τη σωστή απόφαση. Καλώς ήρθες στην αγέλη»
«Ευχαριστώ, Στέφανε»
«Φυσικά, θα πρέπει να πάρεις την έγκριση του αρχηγού μας, αλλά δεν νομίζω να έχει αντίρρηση»
Η Πανδώρα επεμβαίνει, χωρίς όμως να πάρει τα μάτια της απ' τον Μάξιμο.
«Το καλό που του θέλω!»
«Γι' αυτό ακριβώς μιλάω!»
Αυτοί ξεσπούν σε γέλια. Μετά, η Πανδώρα ρωτάει να μάθει λεπτομέρειες.
«Και τι θα γίνει με τη μητέρα σου;»
«Όπως είπα, θα έρθει μαζί μου. Μετά το μήλο και το πορτοκάλι που μου πέταξε όταν μπήκα στο σπίτι σήμερα το πρωί, λόγω του θέματος με τα τηλέφωνα ...»
Ο Στέφανος γελάει ακόμα πιο δυνατά.
«Σου πέταξε ... Χριστέ μου! Αυτό είναι ξεκαρδιστικό!»
«Όχι και τόσο, φίλε μου. Μη γελάς. Η γυναίκα είναι πρωταθλήτρια σφαιροβολίας. Η μελανιά στην πλάτη μου το αποδεικνύει»
Η Πανδώρα γελάει επίσης.
«Θα ταιριάξει απόλυτα με τη μαμά Μαίρη»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Αυτό φοβάμαι!»
Ο Μάξιμος γελάει κι αυτός.
«Τέλος πάντων! Μετά απ' αυτό, μιλήσαμε κι αυτή είπε ναι αμέσως»
Ο Στέφανος χτυπάει παλαμάκια ενθουσιασμένος.
«Ο νονός μου θα τρελαθεί»
«Σχετικά μ' αυτό, Στέφανε ... Η μητέρα μου ζήτησε να σε παρακαλέσω να μην του το πεις ακόμα. Θέλει να του κάνει έκπληξη»
«Φυσικά. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Για πες λοιπόν, πότε υπολογίζεις να γίνει η μετακόμιση;»
«Αν όλα πάνε καλά εδώ, σε περίπου ένα μήνα»
Το πρόσωπο της Πανδώρας συννεφιάζει.
«Σ' ένα μήνα; Γιατί τόσο πολύ;»
Ο Στέφανος αισθάνεται την ταραχή της.
«Είναι λογικό, Πραγματάκι μου. Μιλάμε για μετακόμιση σε άλλη χώρα, όχι σε άλλη γειτονιά»
«Σωστά. Συγγνώμη!»
Ο Μάξιμος της χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη, mon bébé. Κι εμένα μου φαίνεται πολύ. Μακάρι να μπορούσα να έρθω μαζί σου απόψε, αλλά ξέρουμε και οι δύο ότι δυστυχώς είναι αδύνατο»
Αυτή σκύβει στον ώμο του καθώς αυτός συνεχίζει την κουβέντα του με τον Στέφανο, ο οποίος τον ρωτάει τι σκέφτεται να κάνει με το θέμα της στέγασης.
«Θα πουλήσουμε το σπίτι μας εδώ και θ' αγοράσουμε ένα καινούργιο εκεί υποθέτω. Αύριο θα προσλάβω έναν μεσίτη»
«Βασικά, έχω μια ιδέα πάνω σ' αυτό»
«Τι;»
«Όπως σου είπα, η Αναΐς είναι με τον κολλητό μου και σκεφτόμαστε να φύγουμε απ' το σπίτι που μένουμε τώρα και να βρούμε ένα μεγαλύτερο για να μείνουμε όλοι μαζί. Τι θα λέγατε λοιπόν να βρούμε ένα ακόμα μεγαλύτερο και να έρθετε να μείνετε εκεί; Θα περάσουμε υπέροχα όλοι μαζί»
Η Πανδώρα ενθουσιάζεται με την ιδέα, αλλά ο Μάξιμος έχει έναν μικρό ενδοιασμό.
«Ναι, ακούγεται πραγματικά υπέροχο, αλλά τι γίνεται με τη μαμά μου;»
«Μπορεί να μείνει μόνη της, ή ακόμα καλύτερα, αν δεν θέλεις να την αφήσεις μονάχη, μπορεί να ζήσει με τον Αλέκο και τον Οδυσσέα. Δεν νομίζω ότι θα έχουν πρόβλημα μ' αυτό. Ειδικά αν η Δώρα φύγει απ' το σπίτι»
«Δεν ξέρω. Πρέπει να το συζητήσω μαζί της. Θα τη ρωτήσω και θα σ' ενημερώσω»
«Très bien, mais qu'en est-il de l'autre? Combien de pièces dois-je rechercher dans la nouvelle maison? Deux ou trois?»
«T'as vraiment besoin de demander? Certainement trois, nouveau colocataire»
«Bien sûr»
Τα δύο αγόρια γελούν, αλλά τα κορίτσια, χωρίς να έχουν καταλάβει τι ακριβώς είπαν, τους κοιτάζουν σαν ηλίθιες μέχρι που η Αριάδνη εξανίσταται.
«Θα μας διαφωτίσετε και μας πριν τα πάρω εντελώς και κλωτσήσω τους ηλίθιους πολύγλωσσους κώλους σας;»
Ο Στέφανος γελάει καθώς σηκώνεται όρθιος.
«Θα το κάνω κατά τη διάρκεια του μαθήματος μίνι γκολφ που πρόκειται να σου δώσω. Έλα, Αστροφεγγιά»
«Όχι. Δεν θέλω μάθημα μίνι γκολφ. Θέλω να μάθω τι είπατε εσείς οι δύο»
Ο Στέφανος στρέφει το βλέμμα του στον Μάξιμο και την Πανδώρα.
«Είσαι σίγουρη, Αριάδνη;»
«Εεεε ... Τώρα που το λες, ξαφνικά έχω μια μεγάλη επιθυμία να μάθω μίνι γκολφ. Πάμε!»
Ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του ενώ εκείνη σηκώνεται.
«Μπράβο, Αριάδνη. Πραγματικά μπράβο!»
«Χέσε με, αφεντικό! Δεν είσαι καλύτερος από μένα»
Καθώς αυτοί απομακρύνονται διαφωνώντας ακόμα, ο Μάξιμος γυρίζει και κοιτάζει τη Πανδώρα χαμογελώντας.
«Λοιπόν; Τι θα γίνει τώρα, mon bébé; Θα έρθεις κοντά μου ή θα συνεχίσεις να με κοιτάς από τόσο μακριά;»
«Τι είπατε με τον Στέφανο;»
«Εσύ τι νομίζεις ότι είπαμε;»
«Δεν ξέρω τι νομίζω. Απλά πες μου»
Αυτός χτυπάει το σημείο ανάμεσα στα πόδια του.
«Έλα εδώ και θα σου πω»
Αυτή τον πλησιάζει και κάθεται ανάμεσα στα πόδια του, ακουμπώντας την πλάτη της στο στήθος του. Μετά, αυτός σκύβει στο αυτί της.
«Ο αδερφός σου μου πρόσφερε την ευκαιρία να κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι και να ξυπνάω μαζί σου κάθε μέρα»
«Κι εσύ τι είπες;»
«Υπήρχε ποτέ περίπτωση να χάσω μια τέτοια ευκαιρία;»
«Εννοείς ...;»
«Oui, mon bébé. Αυτό ακριβώς εννοώ. Εσύ κι εγώ θα ζήσουμε μαζί στο καινούργιο σπίτι που θα βρει ο αδερφός σου, και επίσης, σου δίνω το ελεύθερο να διακοσμήσεις το δωμάτιο μας όπως θες εσύ. Το μόνο που χρειάζομαι εγώ είναι ένα κλουβί για τον Προμηθέα»
«Θα του πάρω το καλύτερο. Στο υπόσχομαι, αλλά ... Ένας μήνας είναι πολύς καιρός»
«Το ξέρω, και όπως είπα, θα ήθελα πολύ να μπορούσα να έρθω μαζί σου απόψε, αλλά έχω πολλά να κάνω εδώ. Πρέπει να βρω αντικαταστάτη για τον ζωολογικό κήπο, αγοραστή για το σπίτι, να κανονίσω τη μεταφορά του αυτοκινήτου, να προετοιμάσω τον Προμηθέα»
«Τι εννοείς μ' αυτό;»
«Μπορεί να σου ακουστεί περίεργο, αλλά είναι πολύ παράξενο, αλλά και εκπληκτικό ζώο. Είναι σχεδόν σαν άνθρωπος. Έχει περάσει πολλά στη ζωή του, έχει υποφέρει πολύ κι αυτό τον έκανε λίγο εγωκεντρικό και πεισματάρη. Επίσης, μισεί τις αλλαγές. Όταν άλλαξα αυτοκίνητο, με έβριζε για δύο βδομάδες συνεχόμενα, και φυσικά αρνιόταν πεισματικά να μπει στο καινούργιο»
Αυτή γελάει.
«Και πώς θα καταφέρεις να τον πείσεις;»
«Μ' ένα αρκετά ισχυρό επιχείρημα»
«Ποιο;»
«Εσένα. Θα του δείξω μια φωτογραφία σου και θα του πω ότι θα ζήσει μαζί σου. Είμαι σίγουρος ότι θ' αρπάξει την ευκαιρία, όπως εγώ»
«Μιλάς γι' αυτόν σαν να είναι πραγματικά άνθρωπος. Τον αγαπάς πολύ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Είναι ο μοναδικός μου φίλος όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρει όλα τα μυστικά μου. Ξέρει πράγματα για μένα που ούτε η μητέρα μου τα γνωρίζει»
«Ανυπομονώ να τον γνωρίσω»
«Θα το κάνεις, μωρό μου»
«Ναι, σ' ένα μήνα. Πώς θα περάσει ο καιρός, Μάξιμε; Θα μου λείψεις τόσο πολύ»
«Κι εμένα θα μου λείψεις. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο, αλλά θα μιλάμε στο τηλέφωνο και θα κάνουμε βιντεοκλήσεις. Οι μέρες θα περάσουν, μωρούλι μου, χωρίς να το καταλάβεις και μετά ...»
«Και μετά τι;»
«Μετά θα είμαστε μαζί για πάντα»
«Μαζί για πάντα»
«Τώρα θα μου πεις τι ώρα φεύγεις απόψε;»
«Γιατί;»
«Για να έρθω στο αεροδρόμιο, φυσικά»
Εκείνη τη στιγμή, αυτή γυρίζει το σώμα της, αρπάζει το πουκάμισο του και καβαλάει τους μηρούς του.
«Όχι! Όχι! Μ' ακούς; Δεν θέλω να έρθεις. Δεν σε θέλω εκεί»
«Έη! Έη! Ηρέμησε, μωρό μου»
«Σε παρακαλώ, Μάξιμε! Μη μου το κάνεις αυτό! Σε παρακαλώ!»
«Εντάξει, μωρό μου. Εντάξει! Δεν θα το κάνω, αλλά γιατί κάνεις έτσι; Δεν καταλαβαίνω»
«Γιατί δεν θα μπορέσω ποτέ να μπω στ' αεροπλάνο αν είσαι εκεί. Δεν θα μπορέσω να σ' αφήσω. Δεν θα μπορέσω να ...»
Προτού της πλαισιώσει τα μάγουλα και τη φιλήσει, της βγάζει τα μαλλιά απ' τα μάτια.
«Έχεις δίκιο, μωρό μου. Ούτε εγώ θα μπορέσω να σ' αφήσω να φύγεις, οπότε θα γίνει όπως το θέλεις»
«Σ' ευχαριστώ»
Ένας αναστεναγμός ξεφεύγει απ' τα χείλη της, όταν αυτός σκύβει και την φιλάει. Μετά απ' αυτό, αυτή τρίβεται πάνω του.
«Μάξιμε ...;»
«Μμμμ ...;»
«Θέλεις να πάμε στο ξενοδοχείο;»
«Τώρα;»
«Ναι. Τώρα»
«Κι ο Στέφανος;»
«Θα το κανονίσω μαζί του»
«Δεν ξέρω, βρε μωρό μου ...»
«Δεν θέλεις;»
«Τι; Όχι! Δεν είναι αυτό»
«Τότε γιατί διστάζεις;»
«Εξαιτίας σου ... Εννοώ, δεν ξέρω αν το θέλεις πραγματικά ή το κάνεις για κάποιον άλλον λόγο»
«Τι άλλο λόγο;»
«Δεν ξέρω. Ανασφάλεια ίσως; Επειδή δεν θα δούμε ο ένας τον άλλον για λίγο, ίσως φοβάσαι ότι θα πάω με άλλη γυναίκα»
«Θα το κάνεις;»
«Όχι, Πανδώρα. Δεν θα το κάνω. Δεν είμαι ένας καυλωμένος έφηβος που δεν μπορεί να κρατήσει το παντελόνι του κουμπωμένο. Διάλεξα εσένα και δεν θ' αγγίξω ποτέ άλλη γυναίκα»
«Είναι καλό να το ξέρω, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν στο ζητάω γι' αυτό»
«Τότε γιατί; Πες μου και θα είμαστε εκεί σε πέντε λεπτά»
«Βασικά, υπάρχουν δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι ότι σε θέλω και δεν μπορώ να περιμένω όπως εσύ. Φυσικά, αν δεν το κάνουμε, δεν θα τρέξω να βρω άλλον άντρα. Όπως είπες κι εσύ, διάλεξα εσένα και δεν θ' αφήσω ποτέ άλλον άντρα να μ' αγγίξει»
«Είναι καλό να το ξέρω. Όχι ότι αμφέβαλα για σένα, αλλά τέλος πάντων! Πες μου τώρα τον δεύτερο λόγο»
«Έχω ήδη φανταστεί πώς θα είναι να κάνω έρωτα μαζί σου, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για μένα. Θέλω κάτι αληθινό. Κάτι που να μπορώ να θυμάμαι μέχρι να έρθεις»
«Καταλαβαίνω»
«Αφού καταλαβαίνεις, θα μου δώσεις αυτό που σου ζητάω;»
«Πάμε, μωρό μου»
Αυτοί σηκώνονται και, αφού η Πανδώρα μιλάει στον Στέφανο, φεύγουν απ' τους κήπους και κατευθύνονται προς το ξενοδοχείο. Δεν παίρνουν το αυτοκίνητο γιατί αυτό είναι κοντά και ο καιρός είναι ιδανικός για μια σύντομη βόλτα.
Η Πανδώρα είναι ήρεμη. Δεν ανησυχεί καθόλου γι' αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ξέρει ότι είναι το σωστό. Δεν έχει καμία αμφιβολία. Είναι το σωστό και το πιο σημαντικό, είναι αυτό που θέλει. Ο Μάξιμος, απ' την άλλη, όχι και τόσο. Ο καημένος είναι πολύ φοβισμένος. Σ' όλη του τη ζωή ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Είχε αυτοπεποίθηση και ήξερε την αξία του. Αλλά με την Πανδώρα είναι διαφορετικά. Και μόνο η σκέψη ότι σε λίγα λεπτά θα την κρατήσει γυμνή στην αγκαλιά του, και μάλιστα με δική της πρωτοβουλία, κάνει τα χέρια του να ιδρώνουν και την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Κι αν δεν της αρέσει; Κι αν κάνει κάτι λάθος; Κι αν ...; Κι αν ...;
Αυτοί περπατούν αγκαλιασμένοι, αλλά οι σκέψεις του είναι χιλιόμετρα μακριά και επομένως, όταν αυτή του λέει κάτι, αυτός δεν την ακούει καν.
«Μάξιμε! Μ' ακούς, καλέ; Σου μιλάω!»
Αυτός γυρίζει και την κοιτάζει άναυδος.
«Τι; Είπες τίποτα;»
«Είπα, αλλά ... Τι έχεις, Μάξιμε; Τι σου συμβαίνει;»
«Τίποτα δεν μου συμβαίνει, mon bébé»
«Ούτε τον εαυτό σου δεν μπορείς να πείσεις μ' αυτό»
«Ναι, γιατί προφανώς λέω ψέματα. Σίγουρα μου συμβαίνει κάτι!»
«Υποθέτω ότι σε πίεσα πάρα πολύ, ε; Λυπάμαι, Μάξιμε. Δεν φαντάστηκα ... Αν για κάποιο λόγο δεν θέλεις να ...»
Αυτός σταματάει απότομα να περπατάει.
«Όπα! Όπα! Καλύτερα να σταματήσεις εδώ! Το έχεις καταλάβει εντελώς λάθος. Το να σου κάνω έρωτα είναι κάτι που θέλω απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα. Βγάλε αυτή τη σκέψη απ' το μυαλό σου. Ce n'est pas le problem»
«Αν κατάλαβα καλά, είπες ότι δεν είναι αυτό το πρόβλημα»
«Ναι»
«Τότε ποιο είναι το πρόβλημα; Μίλα, βρε μωρό μου!»
«Εγώ είμαι το πρόβλημα, Πανδώρα. Εγώ και η απόδοση μου»
«Τώρα με έχασες εντελώς. Τι σημαίνει πάλι αυτό;»
Αυτός κοιτάζει τριγύρω και βλέπει ένα παγκάκι λίγο πιο πέρα.
«Πάμε να καθίσουμε λίγο»
Αυτοί πηγαίνουν και κάθονται δίπλα-δίπλα. Αυτός τυλίγει το χέρι του γύρω της κι εκείνη τον κοιτάζει στα μάτια, έτοιμη ν' ακούσει αυτά που έχει να της πει.
«Άκου, Πανδώρα. Δεν είμαι ... Πώς να στο πω; Άπειρος. Είχα πολλές γυναίκες στη ζωή μου»
«Πόσες;»
«Δεν έχει σημασία. Υπήρξαν πολλές και καμία απ' αυτές δεν έφυγε απ' το κρεβάτι μου ανικανοποίητη»
«Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Χωριό που φαίνεται ... Και ούτω καθεξής!»
«Ναι ... Λοιπόν ... Αυτό είναι το πρόβλημα. Με βλέπεις ως κάποιο είδος μάγου του σεξ, ενώ εγώ αμφιβάλλω για τον εαυτό μου για πρώτη φορά στη ζωή μου. Φοβάμαι, Πανδώρα»
«Τι φοβάσαι;»
«Ότι δεν είμαι αρκετά καλός για σένα. Ότι δεν θα μπορέσω να σε ικανοποιήσω»
«Τι; Αποκλείεται! Μπορεί να μην μοιάζω, αλλά ικανοποιούμαι πολύ εύκολα»
Αυτός αναστενάζει.
«Αχ, Πανδώρα! Tu ne comprends rien! Δεν καταλαβαίνεις τίποτα!»
«Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ανησυχείς χωρίς λόγο. Δεν έχω μεγάλη εμπειρία σ' αυτόν τον τομέα, αλλά αυτό που ξέρω καλά είναι ότι ένα μόνο άγγιγμα, ένα μόνο φιλί, όταν δύο άνθρωποι αγαπιούνται, μπορεί να τους πάει και τους δύο στον παράδεισο. Αν υπάρχει αγάπη, η εμπειρία είναι άχρηστη. Κι αν αυτό δεν σου αρκεί, προσποιήσου ότι είμαστε και οι δύο παρθένοι έφηβοι που μαθαίνουν το σεξ για πρώτη φορά. Έχουμε την αγάπη μας, Μάξιμε. Δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο»
Αυτός την κοιτάζει, χαμογελάει και της βγάζει τα μαλλιά απ' τα μάτια.
«Αυτό ήταν το πιο όμορφο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ. Ευχαριστώ, Πανδώρα»
«Σταμάτα να μ' ευχαριστείς και πήγαινε με σ' αυτό το καταραμένο δωμάτιο. Εκτός αν προτιμάς να το κάνουμε εδώ και τώρα, σ' αυτό το παγκάκι»
«Εεεε ... Θα προτιμούσα όχι, αν και πραγματικά δεν ξέρω αν προλαβαίνω να φτάσω σ' αυτό το δωμάτιο μετά απ' αυτό που μόλις είπες»
Αυτή σηκώνει τους ώμους.
«Γι' αυτό υπάρχουν τα ασανσέρ»
Αυτός χτυπάει το μέτωπο του με το χέρι του, ασθμαίνοντας.
«Oh, mon Dieu! Καλύτερα ν' αρχίσεις να τρέχεις!»
Αυτοί σηκώνονται, πιάνονται χέρι-χέρι κι αρχίζουν να τρέχουν γελώντας υστερικά. Λίγα λεπτά αργότερα, φτάνουν στο ξενοδοχείο. Η Πανδώρα αρπάζει την κάρτα-κλειδί απ' τη ρεσεψιόν και κατευθύνονται προς τα ασανσέρ. Αυτή πατάει ανυπόμονα το κουμπί κλήσης πολλές φορές. Ενώ περιμένουν, αυτή στέκεται και μετατοπίζει το βάρος της απ' το ένα πόδι στο άλλο μουρμουρίζοντας. Ο Μάξιμος σκύβει στ' αυτί της.
«Νόμιζα ότι εγώ ήμουν ο ανυπόμονος εδώ»
«Σε παρακαλώ! Απλώς μισώ τα αργά ασανσέρ»
«Ο, τι πεις!»
Αυτή τον αγκωνιάζει στα πλευρά.
«Άουτς!»
«Κόπανε!»
Αυτοί γελούν. Δύο δευτερόλεπτα πριν ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων πλησιάζει και στέκεται δίπλα τους κάνοντας την να βρίσει.
«Γαμώτο!»
«Τι;»
«Θα έχουμε παρέα»
«Και λοιπόν;
«Ξέχνα το! Ουφ!»
Ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν στο κουτί. Η Πανδώρα πατάει το κουμπί για τον όροφο της σουίτας κι αμέσως μετά ο ηλικιωμένος πατάει το κουμπί για το Roof Garden, κάτι που την κάνει να συνοφρυωθεί.
«Δεν το πιστεύω!»
«Τι συμβαίνει, mon bébé;»
«Θα βγουν μετά από μας»
«Μπορεί να γίνομαι κουραστικός, αλλά ... Και λοιπόν;»
«Αλήθεια δεν το καταλαβαίνεις, ε;»
Αυτός σκέφτεται για μια στιγμή.
«Ω! Πραγματικά το εννοούσες αυτό για το ασανσέρ»
«Φυσικά. Έχω δει τις Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι»
«Ξέρεις κάτι; Κι εγώ!»
«Ε;»
Το επόμενο δευτερόλεπτο αυτή βρίσκεται κολλημένη στον τοίχο του ασανσέρ, με τα χέρια της πάνω απ' το κεφάλι της και το σώμα του Μάξιμου να πιέζεται πάνω στο δικό της. Τα χείλη του βρίσκονται μόλις μια ανάσα απ' τα δικά της.
«Είσαι τρελός!»
«Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα, mon bébé!»
«Ανυπομονώ να μου δείξεις!»
Αυτός πιέζει τα χείλη του στα δικά της ενώ το ελεύθερο χέρι του χαϊδεύει τους μηρούς και τον κώλο της. Τα μουγκρητά της κάνουν την ηλικιωμένη να γυρίσει το κεφάλι της και να τους κοιτάξει σκουντώντας τον άντρα της, ο οποίος γυρίζει τα μάτια του καθώς αρχίζουν να μιλάνε στα γαλλικά. Λίγο μετά, όταν ακούγεται ο ήχος για τον όροφο τους, η Πανδώρα τυλίγει τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του όταν ο Μάξιμος την σηκώνει ενώ μιλάει πολύ ευγενικά στο ηλικιωμένο ζευγάρι.
«Excusez-nous ... C'est notre étage»
Η πόρτα ανοίγει και το ζευγάρι παραμερίζει για να τους αφήσει να βγουν απ' το κουτί. Η κομψότατη ηλικιωμένη κυρία βγάζει το κεφάλι της έξω και τους χαιρετάει γελώντας.
«Amuses-toi bien, femme chanceuse!»
Ο άντρας της την τραβάει πίσω στο ασανσέρ όταν ο Μάξιμος την ευχαριστεί ξεσπώντας σε γέλια. Η Πανδώρα, που δεν κατάλαβε τι είπε η ηλικιωμένη, τον κοιτάζει με απορία.
«Γιατί γελάς; Τι είπε η κυρία;»
«Σου ευχήθηκε καλή διασκέδαση ... τυχερή γυναίκα»
«Αλήθεια; Ω, Θεέ μου!»
Αυτή γελάει επίσης.
«Ναι. Μας παρακολουθούσε απ' τον καθρέφτη όλη την ώρα. Δεν το πρόσεξες;»
«Όχι. Κάποιος μου αποσπούσε την προσοχή»
«Εγώ, ε; Το ήξερα!»
«Όχι. Όχι εσύ»
«Ποιος τότε;»
«Ο κυριούλης που είχε καρφωμένα τα μάτια του στα χέρια σου που ήταν στον κώλο μου»
«Και να σκεφτείς ότι τσακωνόταν με τη γυναίκα του επειδή αυτή μας κοιτούσε»
«Σοβαρά;»
«Ναι. Τους άκουσα»
Αυτή τη φορά, γελάνε και οι δύο δυνατά.
«Εντάξει, Ρωμαίο! Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μ' αφήσεις κάτω»
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Ποιο είναι το δωμάτιο;»
«Αυτό εκεί»
«Génial!»
Αυτός πηγαίνει στην πόρτα κι εκείνη την ξεκλειδώνει με την κάρτα-κλειδί. Μπαίνουν στο δωμάτιο, αλλά παγώνουν στην θέση τους. Η Πανδώρα δείχνει κάτι με το δάχτυλο της.
«Τι είναι αυτό;»
«Δεν έχω ιδέα!»
Αυτό το κάτι είναι μια ανθοδέσμη με κατακόκκινα τριαντάφυλλα, μια σαμπάνια, δύο κρυστάλλινα ποτήρια, ένα μπολ με φράουλες και μία τούρτα σοκολάτας πάνω στο τραπεζάκι.
Ο Μάξιμος την βάζει κάτω στα πόδια της κι εκείνη πλησιάζει το τραπεζάκι.
«Έλα, πες μου την αλήθεια! Πότε το κανόνισες αυτό; Όταν πήγα για το κλειδί;»
«Πανδώρα, στ' ορκίζομαι! Μακάρι να το είχα κανονίσει εγώ, αλλά δεν το έκανα. Δεν ήμουν εγώ»
«Τότε ποιος;»
«Κοίτα κάτω απ' την τούρτα. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι εκεί»
Αυτή σηκώνει προσεκτικά την τούρτα.
«Έχεις δίκιο. Υπάρχει ένα σημείωμα»
«Για διάβασε το»
Αυτή ξεδιπλώνει το επιστολόχαρτο με το λογότυπο του ξενοδοχείου και τα όμορφα καλλιγραφικά γράμματα του αδερφού της εμφανίζονται μπροστά στα μάτια της ...
"Πραγματάκι μου, συγγνώμη που σου φέρθηκα σαν μαλάκας σήμερα το πρωί. Σου εύχομαι Καλή διασκέδαση με τον Παριζιάνο σου!
Με αγάπη ...
Το Ομορφόπαιδο σου.
Υ. Γ. Πες στον φίλο μου τον Μάξιμο ότι του έχω αφήσει κάτι κάτω απ' την σαμπάνια ... Για παν ενδεχόμενο!"
Αυτή χαμογελάει και πιέζει το σημείωμα πιο σφιχτά στο στήθος της. Ο Μάξιμος την πλησιάζει.
«Λοιπόν; Τι λέει; Ποιος βρίσκεται τελικά πίσω απ' αυτή την υπέροχη χειρονομία;»
«Ο Στέφανος. Μου ζητάει συγγνώμη που μου φώναξε σήμερα το πρωί επειδή άργησα»
«Τι γλυκό! Είναι καταπληκτικός αδερφός»
«Ναι, είναι, αλλά κοίτα κάτω απ' την σαμπάνια. Άφησε κάτι εκεί για σένα»
«Για μένα; Τι;»
Αυτή σηκώνει τους ώμους καθώς εκείνος μετακινεί το μπουκάλι κι αμέσως μετά αρχίζει να γελάει.
«Τι είναι τόσο αστείο;»
Αυτός απλώνει το χέρι του και της δείχνει τι ήταν κρυμμένο κάτω απ' την σαμπάνια, κάνοντας την να ξεσπάσει επίσης σε γέλια. Το δώρο του Στέφανου δεν ήταν παρά τέσσερα προφυλακτικά με διαφορετικές υφές και γεύσεις.
«Ο αδερφός σου ξέρει πώς να κάνει μια δήλωση»
Αυτή τον πλησιάζει και χαϊδεύει με το δάχτυλο της το δέρμα που φαίνεται μέσα απ' τον γιακά του πουκαμίσου του.
«Ναι, αλλά αυτό που δεν ξέρει είναι ότι παίρνω το χάπι και άρα, αυτά δεν τα χρειαζόμαστε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, μωρό μου. Δεν τα χρειαζόμαστε»
Αυτός πετάει τα προφυλακτικά πάνω απ' τον ώμο του και κάνει να την αγκαλιάσει, αλλά εκείνη τραβιέται πίσω και κουνάει το δάχτυλο της μπροστά στα μάτια του.
«Α! Α! Α! Όχι ακόμα! Πρώτα πρέπει να πάω στο μπάνιο. Εσύ κάτσε εδώ, πιες λίγη σαμπάνια και κάνε ένα τσιγάρο. Μέχρι να το καπνίσεις θα είμαι πίσω»
«Με σκοτώνεις τώρα»
«Τα καλά πράγματα μερικές φορές χρειάζονται χρόνο, μωρό μου!»
«Πόσο μάλλον τα τέλεια πράγματα!»
Αυτή αρπάζει μια φράουλα απ' το μπολ και την δαγκώνει κοιτάζοντας τον κατευθείαν στα μάτια.
Αυτός περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του, ξεφυσώντας δυνατά, κι εκείνη τρέχει στο μπάνιο, γελώντας. Αυτός, κουνώντας το κεφάλι του, ανοίγει το μπουκάλι της σαμπάνιας, γεμίζει ένα ποτήρι και το πίνει μονορούφι.
«Αυτή η γυναίκα θα με τρελάνει. Τελεία και παύλα!»
Ξαναγεμίζει το ποτήρι, κάθεται στον καναπέ κι ανάβει ένα τσιγάρο. Γέρνει πίσω, κλείνει τα μάτια του κι απολαμβάνει τον δυνατό καπνό.
Λίγο πριν τελειώσει το τσιγάρο, αισθάνεται μια παρουσία δίπλα του. Θέλει ν' ανοίξει τα μάτια του, αλλά ένα απαλό χέρι τον σταματά.
«Όχι! Όχι! Μην ανοίξεις τα μάτια σου. Όχι ακόμα»
«Μα θέλω να σε δω»
Αυτή του παίρνει το μισοκαπνισμένο τσιγάρο και το σβήνει στο τασάκι.
«Θα το κάνεις με τα χέρια σου, αλλά πρώτα πρέπει να τα σηκώσεις ψηλά»
Αυτός κάνει ό,τι του λέει κι εκείνη του βγάζει το πουκάμισο. Αμέσως μετά, γονατίζει μπροστά του, του βγάζει τα παπούτσια και μετά ξεφορτώνεται και το παντελόνι του. Όλη αυτή την ώρα, αυτός της κάνει τη χάρη και κρατάει τα μάτια του κλειστά.
«Πανδώρα ...;»
«Δώσε μου ένα λεπτό. Θέλω να σε θαυμάσω λίγο»
«Αυτό δεν είναι δίκαιο»
«Το ξέρω»
Αυτή κάνει ένα βήμα πίσω, γέρνει το κεφάλι της στο πλάι, όπως κάνουμε όταν θαυμάζουμε ένα άγαλμα σ' ένα μουσείο, κι αφήνει το βλέμμα της να ταξιδέψει στο σώμα του, ξεκινώντας απ' τον μακρύ λαιμό με το μήλο του Αδάμ, το φαρδύ στήθος με τους σκληρούς θωρακικούς, τα δυνατά του μπράτσα με τους ατσάλινους δικέφαλους, την επίπεδη κοιλιά με τους καλοσχηματισμένους κοιλιακούς και τέλος την απίστευτα σέξι γραμμή από κοντές σκούρες τριχούλες, που ξεκινάει κάτω απ' τον αφαλό του και χάνεται μέσα στο μποξεράκι του.
Αυτή δαγκώνει το κάτω χείλος της καθώς τα μάτια της σταματούν στο εξόγκωμα ανάμεσα στα πόδια του, που κουνιέται καθώς γίνεται σιγά-σιγά μεγαλύτερο. Αυτή πίνει μια γουλιά απ' το ποτήρι της σαμπάνιας για να πάρει λίγο κουράγιο, πηγαίνει κοντά του και τον καβαλάει. Τη στιγμή που η λεκάνη της αγγίζει τη βουβωνική χώρα του, ένα μουγκρητό ξεφεύγει απ' τα χείλη του. Αυτή χαμογελάει καθώς παίρνει τα χέρια του και τα βάζει στους μηρούς της. Αυτός αρχίζει να τη χαϊδεύει και γρήγορα συνειδητοποιεί ότι είναι εντελώς γυμνή.
«Tu es toute nue? ... Είσαι ... γυμνή;»
Αυτή σκύβει και του ψιθυρίζει στ' αυτί πριν πιάσει το στόμα του για ένα παθιασμένο φιλί.
«Άγγιξε με περισσότερο και μάθε μόνος σου!»
Καθώς της ανταποδίδει το φιλί, τα χέρια του αρχίζουν να κινούνται πάνω στο γυμνό της σώμα, αγγίζοντας κάθε σημείο, κάθε εκατοστό του δέρματος της. Όταν φτάνει στο στήθος της, οι παλάμες του, που εφαρμόζουν τέλεια, τυλίγονται γύρω τους και σφίγγουν απαλά, πειράζοντας τις ήδη σκληρές θηλές της.
Αυτή, για πρώτη φορά, αισθάνεται μια φωτιά να κυλάει απ' το στήθος της μέχρι τα απόκρυφα της. Αυτό είναι λοιπόν! Αυτή η φωτιά, για την οποία η Πανδώρα άκουγε τις άλλες γυναίκες να μιλούν, αλλά δεν την είχε νιώσει ποτέ μέχρι τώρα. Μέχρι τώρα που την αγγίζει αυτός ... Ο ένας ... Ο μοναδικός. Ο άνθρωπος της. Ο Τζάκος της Μαίρης της!
Αυτός κρατά ακόμα τα μάτια του κλειστά, γιατί, μερικές φορές, είναι καλύτερα να βλέπεις με τα χέρια σου και όχι με τα μάτια σου. Το ένα του χέρι αφήνει το στήθος της και γλιστράει ανάμεσα στα πόδια της, κάνοντας τη να γκρινιάξει όταν τα δάχτυλα του αγγίζουν το πιο ευαίσθητο σημείο της.
Αυτή λυγίζει την πλάτη της, στηρίζεται στα γόνατα του και ρίχνει το κεφάλι της πίσω, καθώς εκείνος κουνάει τα δάχτυλα του και τρίβει την ήδη πρησμένη κλειτορίδα της. Παρόλο που αυτός ήθελε να της κάνει τη χάρη και να συνεχίσει να έχει τα μάτια του κλειστά, η υγρασία της στα δάχτυλα του, τα βογκητά που βγαίνουν απ' το στόμα της και η φλεγόμενη στύση του μέσα στο μποξεράκι του δεν τον αφήνουν.
Ανοίγει τα μάτια του λοιπόν και το θέαμα της του κόβει κυριολεκτικά την ανάσα, κάνοντας τον να λαχανιάσει. Όταν κοιτάζει τα μάτια της και βλέπει την επιθυμία να τα πλημμυρίζει, δεν χάνει καθόλου χρόνο και, κρατώντας την στην αγκαλιά του, σηκώνεται απ' τον καναπέ και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, παίρνοντας μαζί και το κινητό του που είχε αφήσει στο τραπεζάκι.
Όταν φτάνουν στο κρεβάτι, την ξαπλώνει, αλλά εκείνος δεν την ακολουθεί. Αντίθετα, σηκώνεται και κοιτάζει το κινητό του. Εκείνη τον κοιτάζει έκπληκτη.
«Τι κάνεις εκεί τώρα;»
«Θα δεις, ή μάλλον ... Θ' ακούσεις»
«Μη μου πεις ότι έψαξες και βρήκες το τραγούδι;»
«Πώς θα μπορούσα να μην το κάνω, μωρό μου;»
Όταν βρίσκει αυτό που ψάχνει, βάζει τη συσκευή στο κομοδίνο, βγάζει το μποξεράκι του και ανεβαίνει στο κρεβάτι. Η μουσική αρχίζει να παίζει καθώς ξαπλώνει πάνω της.
«Αυτό θα είναι το τραγούδι της αγάπης μας. Το τραγούδι μας»
«Το τραγούδι μας»
Αρχίζει να τη φιλάει ενώ οι στίχοι του τραγουδιού γεμίζουν το δωμάτιο ...
* Τι πιο όμορφο σ' αυτή τη ζωή απ' την λάμψη των δικών σου ματιών ... Τι πιο όμορφο και πιο λαμπερό σ' έναν κόσμο που φοβάται το φως.
Τι πιο όμορφο και πιο μαγικό απ' το πάθος των γλυκών σου φιλιών ... Την ανάσα σου όταν νιώθω καυτή, στην φωτιά της μαθαίνω να ζω.
Φίλα με πάλι, φίλα με, αγκάλιασε με ... Μες στο κορμί σου να κρυφτώ ... Φίλα με πάλι, φίλα με, ξημέρωσε με ... Σ' ένα ταξίδι ερωτικό *
Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα όταν η σκληρή απόδειξη της επιθυμίας του γι' αυτήν πιέζεται ανάμεσα στα πόδια της. Η πείνα και ο πόθος καίνε στα μάτια του, που κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή της. Τα δικά της μάτια είναι θολά και τ' αυτιά της βουίζουν. Η φωνή της τραγουδίστριας ακούγεται από μακριά, αλλά το μόνο που αυτή ακούει ξεκάθαρα είναι η φωνή του.
«Écarte les jambes pour moi, mon bébé»
Χωρίς να πολυκαταλαβαίνει πως, αυτή ξέρει τι της λέει και υπακούει. Η καρδιά της χοροπηδάει στο στήθος της καθώς η απόλαυση απλώνεται στο δέρμα και τις φλέβες της όταν η άκρη του πιέζει το άνοιγμα της. Είναι έτοιμη να τον δεχτεί μέσα της, αλλά αυτός χρειάζεται κάτι ακόμα.
«Θα με περιμένεις;»
«Μέχρι το τέλος του κόσμου!»
Και τότε, με μια ώθηση, βυθίζεται μέσα της κι εκείνη βογκάει δυνατά. Της κάνει έρωτα για ώρες. Τη μία αργά κι αισθησιακά ... Την άλλη γρήγορα και σκληρά ... Αλλάζει στάσεις και ευθυγραμμίζεται για να της δώσει τη μέγιστη ευχαρίστηση. Δεν νοιάζεται καθόλου για τον εαυτό του. Η δική του απόλαυση είναι τα μουγκρητά της, οι αναστεναγμοί της και το όνομα του στα χείλη της. Αυτός εκστασιάζεται όταν νιώθει το σώμα της να δονείται με κάθε της οργασμό και τρελαίνεται όταν τον εκλιπαρεί για περισσότερα.
Όσο για εκείνη ... Δεν έχει νιώσει ποτέ ξανά έτσι. Ο έρωτας του είναι σαν μία γομολάστιχα που σβήνει μονομιάς όλη την προηγούμενη ζωή της. Νιώθει σαν να ξαναγεννιέται, εδώ και τώρα, πάνω σ' αυτό το κρεβάτι, μέσα στην δική του αγκαλιά. Και δεν είναι τόσο η σαρκική ηδονή. Δεν είναι το γεγονός ότι αυτός μπορεί να διαβάσει το μυαλό της και κάνει ακριβώς αυτό που θέλει αυτή. Είναι αυτός ο δεσμός που δημιουργείται μεταξύ τους. Η ένωση σωμάτων και ψυχών. Ο δεσμός της απόλυτης και ατελείωτης αγάπης!
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΕΝ ΠΛΩ στον ΣΗΚΟΥΑΝΑ ~
Ο Στέφανος και η Αριάδνη ακουμπούν στην κουπαστή του μικρού πλεούμενου με το χαριτωμένο όνομα Petit Prince, το οποίο αυτή τη στιγμή περνάει μπροστά απ' το εντυπωσιακό μουσείου του Λούβρου.
«Λοιπόν, Αστροφεγγιά; Πώς σου φαίνεται το Παρίσι;»
«Είναι μαγικό. Όλα εδώ είναι τόσο διαφορετικά. Τόσο ντεμοντέ και μοντέρνα ταυτόχρονα. Πραγματικά δεν θέλω να επιστρέψω»
«Ναι. Ξέρω. Κι εγώ το ίδιο, αλλά δυστυχώς, πρέπει να φύγουμε απόψε»
«Τι πιστεύεις ότι κάνουν τα πιτσουνάκια μας αυτή τη στιγμή;»
Αυτός γελάει.
«Καημένο μου ομοφυλόφιλο κορίτσι! Δεν ξέρεις τι κάνουν ένας άντρας και μια γυναίκα όταν είναι μόνοι σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου;»
Αυτή συνοφρυώνεται.
«Ηλίθιε! Δεν το εννοούσα έτσι, εντάξει; Φυσικά και ξέρω»
«Σοβαρά τώρα. Έχεις κάνει ποτέ σεξ με άντρα;»
«Είσαι μεγάλος κουτσομπόλης»
«Έλα, πες μου! Σε παρακαλώ!»
«Εντάξει. Ναι. Μια φορά»
«Σου άρεσε;»
«Να σου πω την αλήθεια, όχι ιδιαίτερα. Εξάλλου, δεν προσπάθησα και πολύ. Απλώς το έκανα για ν' απαλλαγώ απ' την παρθενιά μου. Ήμουν νέα και άπειρη και φοβόμουν να το κάνω μόνη μου με έναν δονητή»
«Γίνεται κι έτσι; Δεν το ήξερα. Χμμμ ...»
«Καημένο μου ετεροφυλόφιλο αγόρι! Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρεις, αλλά μην ανησυχείς. Θα σε διδάξω εγώ με τον όρο να μου πεις για σένα»
«Τι να σου πω για μένα;»
«Έχεις βρεθεί ποτέ στο ίδιο κρεβάτι μ' άλλον άντρα;»
«Φυσικά. Για ποιον με πέρασες;»
Τα μάτια της γουρλώνουν.
«Περίμενε! Αλήθεια;»
Αυτός γελάει.
«Ω, Θεέ μου! Έπρεπε να δεις τη μούρη σου! Τέλος πάντων! Μην αρχίσεις να φαντάζεσαι σκληρό γκέι σεξ κι άλλα τέτοια. Έχω βρεθεί πολλές φορές στο ίδιο κρεβάτι μ' έναν άντρα, με τον Νάκο συγκεκριμένα, αλλά είχαμε και μία γυναίκα ανάμεσα μας»
«Μια πολύ τυχερή γυναίκα»
«Δεν ξέρω γι' αυτήν, αλλά εμείς το απολαύσαμε δεόντως. Εσένα σ' αρέσουν τα τρίο;»
«Δεν έχω κάνει ποτέ, αλλά θα ήθελα να δοκιμάσω»
«Αλήθεια; Μπορώ να σε βοηθήσω μ' αυτό. Πάμε να βρούμε μια γυναίκα. Ή έναν άντρα. Ότι προτιμάς εσύ. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα»
Αυτή γυρίζει τα μάτια της.
«Κράτα το κτήνος στο παντελόνι σου, αφεντικό, και πες μου για την πρώτη σου φορά»
«Α, όχι! Ούτε καν! Σε παρακαλώ! Δεν θέλω να το θυμάμαι»
«Γιατί; Ήταν τόσο κακό;»
«Δεν ήταν κακό. Ήταν απογοητευτικό. Εκείνο το βράδυ βίωσα την πρώτη μου μεγάλη απογοήτευση»
«Το ξέρω ότι ήταν με την τσούλα. Ήταν η πρώτη φορά και για τους δυο σας, σωστά;»
«Για μένα, ναι. Για εκείνη, όχι και τόσο»
«Τι; Πώς είναι δυνατόν;»
«Είναι πολύ απλό, Αστροφεγγιά. Αυτή έλεγε ότι ήταν παρθένα»
«Ενώ δεν ήταν;»
«Όχι, δεν ήταν»
«Και τι; Το κατάλαβες;»
«Φυσικά. Άπειρος ήμουνα, Αριάδνη, όχι ηλίθιος. Άλλωστε, ο πατέρας μου τα είχε εξηγήσει όλα. Ήξερα τι να περιμένω, αλλά δεν έγινε ποτέ»
«Της το είπες;»
«Όχι. Ποτέ. Σ' όλη τη διάρκεια της σχέσης μας, αυτή νόμιζε ότι με είχε εξαπατήσει. Ίσως ακόμα να το νομίζει. Ποιος ξέρει;»
«Γιατί το έκανες αυτό, ρε Στέφανε; Γιατί δεν την ξεμπρόστιασες όταν χωρίσατε;»
«Γιατί ήθελα να την προστατέψω. Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Και πριν το πεις ... Ναι, ήμουν τόσο μεγάλος μαλάκας!»
«Αχ, ρε Στέφανε!»
Αυτή τον αγκαλιάζει κι εκείνος αρπάζει την ευκαιρία.
«Μπορώ να χουφτώσω τον κώλο σου;»
«Θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα;»
«Πολύ»
«Κάντο τότε, αλλά αν προχωρήσεις, θα σε πετάξω στο ποτάμι»
«Τότε άστο καλύτερα. Δεν έχω καμία όρεξη να κολυμπήσω και σίγουρα όχι σ' ένα βρωμερό ποτάμι»
Αυτή τον χαστουκίζει στο μπράτσο.
«Το ήξερα ότι θα προσπαθούσες να μ' εκμεταλλευτείς, παλιοδιεστραμμένε!»
Το γέλιο τους διακόπτεται απ' τον ήχο του εταιρικού τηλεφώνου της Αριάδνης, το οποίο εκνευρίζει τον Στέφανο.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα;»
Αυτή κοιτάζει την οθόνη.
«Η Λαμπρινή. Σήμερα βγαίνουν τα πρώτα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος του αδερφού της μετά την επέμβαση»
«Τι περιμένεις τότε; Σήκωσε το!»
Αυτή σέρνει το δάχτυλο της στην οθόνη και κρατάει το τηλέφωνο στ' αυτί της.
«Γεια σου, Λαμπρινή»
«Έφυγε, Αριάδνη! Η λευχαιμία δεν υπάρχει πια! Οι εξετάσεις του Νικολάκη είναι καθαρές!»
«Μπράβο, κορίτσι μου! Χαίρομαι τόσο πολύ!»
«Το φαντάζεσαι; Πριν λίγες μέρες πέθαινε και τώρα το χρώμα έχει επιστρέψει στα μάγουλα του. Δεν είναι πια χλωμός, Αριάδνη. Είναι υγιής! Μ' ακούς; Ο μικρός μου αδερφός είναι υγιής!»
«Σ' ακούω, Λαμπρινή, και χαίρομαι πολύ που τελείωσε αυτός ο εφιάλτης»
«Ναι. Χάρη στον Στέφανο. Αν δεν ήταν αυτός ...»
«Είναι εδώ δίπλα μου. Θέλεις να του μιλήσεις;»
«Μπορώ;»
«Γιατί όχι;»
«Ευχαριστώ, Αριάδνη. Σ' ευχαριστώ για όλα»
«Δεν χρειάζεται. Ήταν χαρά μου που βοήθησα»
«Αντίο, Αριάδνη»
«Αντίο, Λαμπρινή»
Αυτή δίνει τη συσκευή στον Στέφανο.
«Γεια σου, Λαμπρινή»
«Κύριε Ηλιοπ ... Ουφ! Εννοώ Στέφανε. Τελείωσε, Στέφανε! Η λευχαιμία έφυγε!»
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που τ' ακούω»
«Ο Νικολάκης είναι καλά τώρα χάρη σε σένα. Τον έσωσες»
«Εγώ δεν έκανα τίποτα. Εσύ έκανες τα πάντα. Εσύ τον έσωσες»
«Ναι, αλλά αν δεν ήσουν τόσο καλός και τόσο γενναιόδωρος, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Σου χρωστάω, Στέφανε, και δεν μιλάω για χρήματα. Σου χρωστάω τη ζωή του αδερφού μου και δεν ξέρω πώς να σου ανταποδώσω το καλό που έκανες στην οικογένεια μου»
«Ξέρω εγώ»
«Πώς; Πες μου. Ό,τι κι αν είναι, θα το κάνω»
«Να μου κάνεις το τραπέζι σπίτι σου αύριο το μεσημέρι»
«Περίμενε! Εσύ, ο Στέφανος Ηλιόπουλος, θέλεις να έρθεις σπίτι μου για φαγητό;»
«Αν δεν έχεις πρόβλημα, θα το ήθελα πολύ»
«Εεεε ... Ναι. Φυσικά! Ω, Θεέ μου. Ο Στέφανος Ηλιόπουλος στο σπίτι μου! Ωχ! ... Εννοώ ... Σκατά! Τι θέλεις να σου μαγειρέψω;»
«Θα το αφήσω πάνω σου»
«Εεεε ... Εντάξει. Θα ... Θα σε περιμένω γύρω στη μία τότε. Καλά είναι;»
«Τέλεια και μην ανησυχείς για το κρασί. Θα φέρω εγώ ένα καλό γαλλικό»
«Ναι ... Σίγουρα ... Ό,τι θέλεις! Ω, Θεέ μου!»
«Τα λέμε αύριο στη μια, Λαμπρινή»
«Αύριο στη μία, Στέφανε»
Αυτός τερματίζει την κλήση μ' ένα παράξενο χαμόγελο και δίνει το τηλέφωνο πίσω στην Αριάδνη, η οποία τον κοιτάζει άγρια με τα χέρια στους γοφούς της.
«Τι; Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Τι στο διάολο έχεις στο βρόμικο μυαλό σου;»
«Όχι! Όχι! Δεν είναι αυτό που νομίζεις»
«Α, ναι; Και τι είναι τότε;»
«Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Ήταν αυθόρμητο. Κάτι με ώθησε να το κάνω. Κάτι μέσα μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ξέρω ότι πρέπει οπωσδήποτε να είμαι εκεί αύριο το μεσημέρι»
«Σταμάτα τις βλακείες. Απλώς θέλεις να πάρεις μια γεύση απ' τη γλυκούλα Λαμπρινή. Θέλεις να την πηδήξεις. Παραδέξου το για να πάμε παρακάτω»
«Όχι. Στ' ορκίζομαι ότι δεν είναι αυτό. Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτή δεν είναι καθόλου ο τύπος μου»
«Τι συμβαίνει τότε;»
«Δεν έχω ιδέα»
«Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω, ρε Στέφανε. Ελπίζω μόνο να ξέρεις τι κάνεις, γιατί είναι κρίμα το κορίτσι»
«Κι εγώ το ελπίζω, Αστροφεγγιά»
~ ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΟΥΙΤΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ~
Το ζευγάρι, έχοντας χορτάσει ο ένας τον άλλον και επίσης την όρεξη του για γλυκό, ο Θεός να ευλογεί τον Στέφανο και την τούρτα του, είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Ο Μάξιμος είναι ξαπλωμένος στο πλάι και θαυμάζει την Πανδώρα, που είναι ξαπλωμένη δίπλα του με τα μάτια της κλειστά.
«Νιώθω τα μάτια σου πάνω μου. Γιατί με κοιτάζεις;»
«Δεν σε κοιτάζω. Σε θαυμάζω. Tu es très jolie. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου»
«Δεν θα κουραστώ ποτέ να σ' ακούω να μου λες ότι είμαι όμορφη»
«Δεν θα κουραστώ ποτέ να στο λέω»
«Αχ, Μάξιμε! Πώς θα μπορέσω να μπω σ' αυτό το αεροπλάνο;»
Αυτός σέρνει το σώμα του, την πλησιάζει και ξαπλώνει ανάμεσα στα πόδια της. Στηρίζεται στους αγκώνες του, χαϊδεύει τις καμπύλες του στήθους της και τρίβει τη μύτη του στην επίπεδη κοιλιά της.
«Θα το κάνεις. Θα μπεις στο αεροπλάνο και θα με σκέφτεσαι. Θα επιστρέψεις στο σπίτι σου και θα με σκέφτεσαι. Θ' αρχίσεις να ζεις τη ζωή σου και θα με σκέφτεσαι. Το βράδυ θα ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου και θα με σκέφτεσαι. Θα περιμένεις να έρθω κοντά σου και θα με σκέφτεσαι»
«Κι εσύ τι θα κάνεις;»
«Ό,τι μπορώ για να έρθω κοντά σου το συντομότερο δυνατό»
«Θα με σκέφτεσαι;»
«Συνέχεια. Κάθε στιγμή. Κάθε λεπτό»
Αυτή περνάει τα χέρια της μέσα απ' τα μαλλιά του και τον τραβάει προς τα πάνω για να τον φιλήσει, αλλά πριν προλάβει αυτός να επιστρέψει το φιλί, ο ήχος της εισερχόμενης βιντεοκλήσης στο κινητό της διακόπτει τη συνεύρεση τους.
«Ποιος είναι;»
Αυτή απλώνει το χέρι κι αρπάζει το κινητό της.
«Η Αναΐς. Έλα να της μιλήσουμε μαζί»
«Δεν θα ήταν καλύτερα να μην με δει; Σ' αυτή την κατάσταση, εννοώ. Θα καταλάβει αμέσως τι κάναμε πριν»
«Πλάκα κάνεις; Αυτό είναι το θέμα. Άλλωστε, θα της τα περιγράψω όλα αναλυτικά όταν τη δω»
«Αναλυτικά, ε; Χμμμ ... Τι ωραία!»
«Καλώς ήρθες στην αγέλη όπου όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους. Άντε, έλα. Ανυπομονώ να δω το πρόσωπο της όταν σε δει»
Αυτός ξαπλώνει δίπλα της, αφού πρώτα καλύπτει τα απαραίτητα σημεία με το σεντόνι. Αυτή απαντά την κλήση και το γλυκό πρόσωπο της Αναΐς εμφανίζεται στην οθόνη με τον Νάκο ξαπλωμένο δίπλα της στην ίδια ακριβώς θέση. Η πρώτη αντίδραση όταν το ένα ζευγάρι βλέπει το άλλο είναι ότι τα κορίτσια ν' ανοίξουν το στόμα τους σαν δύο αξιολάτρευτα ψάρια και τ' αγόρια να ξεσπάσουν σε γέλια.
«Τι στο διάολο, Αναΐς;»
«Σ' εμένα το λες; Ποιος είναι αυτός;»
«Σε ποιο παράλληλο σύμπαν ζεις, αδερφή; Είναι ο Μάξιμος»
«Ποιος Μάξιμος;»
«Ο δικός μου ο Μάξιμος! Δεν έχεις μιλήσει με τη μαμά Μαίρη; Πού στο καλό είσαι;»
«Είμαι ακόμα στου Στέφανου. Έχω να μιλήσω με τη μαμά από την εκπομπή με την τσούλα»
«Όπα! Όπα! Ποια εκπομπή;»
«Προφανώς, έχουμε πολλά να πούμε!»
Ο Ιάσονας ξεροβήχει.
«Εεεε... Πριγκιπέσσα μου; Επειδή αν αρχίσετε να μιλάτε οι δυο σας, θα πάρει ώρες, άσε με να συστηθώ πρώτα στον νέο μου συμπολεμιστή»
Ο Μάξιμος καγχάζει.
«Συμπολεμιστής, ε; Πρέπει να φοβάμαι ή κάτι τέτοιο;»
«Δεν έχεις ιδέα μου έμπλεξες, φίλε μου. Τέλος πάντων! Είμαι ο Ιάσονας. Ιάσονας Ζαχαριάδης, αλλά όλοι με φωνάζουν Νάκο. Είμαι ο σύντροφος της Αναΐς, όπως μπορείς να δεις, και ο κολλητός του Στέφανου. Είμαι πολύ χαρούμενος που σε γνωρίζω»
«Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω, φίλε. Είμαι ο Μάξιμος Μομφεράτος. Ο σύντροφος της Πανδώρας όπως μπορείς να δεις, και ο γιος της Ζαφειρίας»
Τα μάτια της Αναΐς γουρλώνουν.
«Περίμενε! Ζαφειρία; Ζαφειρία, όπως λέμε, του Οδυσσέα;»
Η Πανδώρα κουνάει το κεφάλι με ενθουσιασμό.
«Ακριβώς! Δεν είναι τρελή και υπέροχη σύμπτωση;»
«Εννοείται. Γεια σου, Μάξιμε. Είμαι η Αναΐς»
«Salut, chérie»
«Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου! Μιλάει γαλλικά. Κάποιος να με σκοτώσει τώρα!»
Ο Ιάσονας συνοφρυώνεται.
«Μαζέψου, Πριγκιπέσσα»
«Πλάκα μου κάνεις; Αυτός μιλάει γαλλικά. Μίλα μου, Μάξιμε! Πες μου κι άλλα!»
Ο Μάξιμος και η Πανδώρα γελούν με την γλυκύτητα της Αναΐς ενώ ο Ιάσονας την κουκουλώνει με το σεντόνι.
«Εντάξει! Φτάνει τώρα! Άσε με να μιλήσω κι εγώ λίγο»
«Έη!»
«Δώρα, αν κρίνω απ' αυτό που βλέπω, ο κολλητός μου δεν είναι εκεί, ε;»
«Προφανώς»
«Και πού είναι;»
«Έξω με την Αριάδνη. Είμαι σίγουρη ότι προσπαθεί να την πείσει να του κάτσει»
«Τα ίδια και τα ίδια. Τέλος πάντων! Πάω να τον πάρω τηλέφωνο. Τα λέμε σύντομα, Δώρα και όσο για σένα, Μάξιμε ... Ελπίζω να σε γνωρίσω από κοντά σύντομα»
«Θα γίνει, φίλε μου. Πολύ σύντομα»
Η Πανδώρα του στέλνει ένα φιλί κι ο Ιάσονας αφήνει το χαρούμενο πάρτι. Τότε, είναι σειρά του Μάξιμου.
«Καλύτερα εγώ να πάω να κάνω ένα ντους για να σας αφήσω να μιλήσετε με την ησυχία σας. Au revoir, chérie»
«Σ' αγαπάω, Μάξιμε!»
«Je t'aime aussi, délicieux Anais»
«Ω ... ΓΛΥΚΙΕ ΜΟΥ ... ΘΕΕ!!!»
Γελώντας, ο Μάξιμος αφήνει ένα φιλί στον ώμο της Πανδώρας και φεύγει κι αυτός απ' τη συζήτηση. Μόλις αυτές μένουν μόνες, η Αναΐς παίρνει φωτιά.
«Και τώρα, σκύλα, ξέρασε τα όλα! Πού τον βρήκες αυτόν τον θησαυρό;»
«Αχ! Δεν ξέρω καν από πού ν' αρχίσω. Είναι υπέροχος. Μ' αγγίζει και νιώθω να φλέγομαι. Με κοιτάζει και λιώνω. Αυτός ...»
«Περίμενε! Περίμενε! Ο τρόπος που μιλάς ... Δεν το πιστεύω! Είσαι ερωτευμένη!»
«Ναι, είμαι. Αυτός είναι, Αναΐς»
«Μη μου πεις ... Είναι ο Τζάκος της Μαίρης σου;»
«Ναι. Ο ένας και μοναδικός»
«Αχ, Δώρα μου! Είμαι τόσο χαρούμενη για σένα»
«Έχω τόσα πολλά να σου πω. Θα είσαι σπίτι το πρωί που θα έρθω;»
«Ναι, φυσικά. Δεν θα το έχανα με τίποτα»
«Τότε θα τα πούμε εκεί. Πες μου τώρα για την εκπομπή και την τσούλα»
«Τι να σου πρωτοπώ! Η τσούλα εμφανίστηκε στην εκπομπή αυτού του ηλίθιου δημοσιογράφου που ασχολείται με τα κουτσομπολιά των πλουσίων, του Ερρίκου Κάραλη, και είπε ένα σωρό ψέματα για τον Στέφανο και το παιδί»
«Θα τη σκοτώσω! Αυτό ήταν! Όταν πατήσω το πόδι μου στην Ελλάδα αυτή θα πεθάνει και δεν πρόκειται ν' ακούσω κανέναν σας! Τελεία και παύλα!»
«Κι εγώ θα ήθελα να το κάνω αυτό, αλλά ο πατέρας μου την έκανε ρεζίλι. Θα σου πω τις λεπτομέρειες από κοντά. Ο Άρης είπε ότι τώρα πρέπει να περιμένουμε την επόμενη κίνηση της»
«Τι αποφάσισε για τον Στέφανο; Θα του το πούμε;»
«Ναι. Αύριο κιόλας. Θα το κάνει ο Νάκος μου»
«Γιατί αυτός;»
«Γιατί είναι ο μόνος που μπορεί ν' αντιμετωπίσει τον Στέφανο όταν βρίσκεται σε κρίση»
«Ο Θεός να μας βοηθήσει!»
«Αυτό ξαναπές το! Τι ώρα πετάτε απόψε;»
«Γύρω στις τρεις τα μεσάνυχτα. Τοπική ώρα»
«Και τι θα γίνει με τον Μάξιμο;»
«Καλύτερα να κρατηθείς από κάτι. Θα μετακομίσει Ελλάδα. Θα τ' αφήσει όλα εδώ για να είναι μαζί μου. Το φαντάζεσαι; Για μένα»
«Ω, Θεέ μου!»
«Ακριβώς»
«Λοιπόν ... Συνήθως εσύ ρωτάς αυτά τα πράγματα, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ. Πώς είναι το σεξ; Πώς είναι στο κρεβάτι;»
«Παραδεισένια τελειότητα!»
«Και γιατί μου μιλάς ακόμα; Τρέξε στο ντους τώρα! Για τα υπόλοιπα θα μιλήσουμε από κοντά»
«Αυτή είναι πραγματικά μια εξαιρετική ιδέα»
«Τα λέμε σύντομα, σκύλα»
Η Πανδώρα τερματίζει την κλήση, πετάει το κινητό και το σεντόνι, τρέχει στο μπάνιο και μπαίνει κρυφά στο ντους, εκπλήσσοντας τον Μάξιμο.
«Γεια σου! Τι κάνεις εδώ;»
«Ήρθα να σου κάνω παρέα. Θες να φύγω;»
Αυτός την τραβάει κοντά του και την κρατάει κάτω απ' το καυτό νερό.
«Δεν έχεις να πας πουθενά! Ήσουν άτακτη και τώρα θα υποστείς τις συνέπειες»
Αυτή τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του.
«Μμμμ ... Με μεγάλη μου χαρά»
Μετά από αρκετή ώρα, αυτός καταφέρνει με τεράστια δυσκολία να πάρει τα χέρια του από πάνω της. Τώρα, λίγο μετά την μία τα μεσάνυχτα, αυτοί στέκονται μπροστά στην πόρτα της σουίτας. Αυτός, φορώντας τα γυαλιά του, παρόλο που είναι νύχτα, για να κρύψει τα δικά του δάκρυα, της κρατάει σφιχτά τα χέρια γιατί αυτή έχει ήδη αρχίσει να κλαίει.
«S'il te plaît, mon bébé! Μη μου το κάνεις αυτό τώρα. Ne pleure pas! Μην κλαις!»
«Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα»
Αυτός στεγνώνει τα υγρά της μάτια με τα δάχτυλα του.
«Λοιπόν ... Θα μου τηλεφωνήσεις τη στιγμή που θα πατήσεις στο έδαφος, εντάξει;»
«Εντάξει»
«Ότι ώρα κι αν είναι. Εντάξει;»
«Εντάξει»
«Κι όταν φτάσεις σπίτι και είσαι μόνη στο δωμάτιο σου, θα μου κάνεις βιντεοκλήση. Εντάξει;»
«Εντάξει»
«Και δεν θα κλαις άλλο. Εντάξει;»
«Θα προσπαθήσω»
«Θα το κάνεις. Για μένα»
«Εντάξει. Για σένα. Εσύ τι θα κάνεις;»
«Απόψε, θα μείνω σπίτι και θα περιμένω την κλήση σου. Και αύριο το πρωί, θα ξεκινήσω τις προετοιμασίες. Θα τρέξω σαν τρελός για να τελειώσω το συντομότερο δυνατό και να βρεθώ ξανά στην αγκαλιά σου»
«Και τι θα γίνει τότε; Όταν θα είσαι πάλι στην αγκαλιά μου, εννοώ»
«Δεν θα φύγω ποτέ ξανά από κοντά σου»
«Θα μου λείψεις τόσο πολύ!»
«Non, mon bébé και ξέρεις γιατί;»
«Γιατί;»
«Γιατί ακόμα κι αν το σώμα μου είναι μακριά σου, η σκέψη μου θα είναι πάντα μαζί σου και θα σε τυλίγει με την αγάπη μου»
«Σε παρακαλώ! Δεν αντέχω άλλο. Απλά φίλα με και φύγε»
Αυτός την παίρνει στην αγκαλιά του και της δίνει ένα φιλί για το προσωρινό αντίο.
«Au revoir, mon amour»
«Au revoir»
Αυτός ανοίγει την πόρτα και φεύγει απ' το δωμάτιο, σκουπίζοντας διακριτικά τα δάκρυα του. Αυτή τρεκλίζει μέχρι το κρεβάτι, σωριάζεται πάνω του και ξεσπάει σε κλάματα. Εκεί την βρίσκουν ο Στέφανος και η Αριάδνη λίγο αργότερα όταν επιστρέφουν στο δωμάτιο. Η Αριάδνη αναλαμβάνει να φτιάξει τις βαλίτσες για ν' αφήσει μόνα τους τα δύο αδέρφια. Ο Στέφανος κάθεται δίπλα της και την παίρνει στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Αυτή κρύβει το πρόσωπο της στο λαιμό του κι εκείνος τη σφίγγει επάνω του για να την παρηγορήσει, όπως έκανε όταν ήταν μικρή.
«Μου λείπει ήδη, Στέφανε»
«Το ξέρω, Πραγματάκι. Πονάει πολύ, αλλά κάνε υπομονή. Οι μέρες θα περάσουν γρήγορα κι οι δυο σας θα είστε ξανά μαζί»
«Πάρε με απ' αυτό το δωμάτιο. Δεν μπορώ να είμαι εδώ χωρίς αυτόν»
«Έλα, ψυχή μου. Πάμε σπίτι μας»
Αυτός, αφού την βοηθάει να ντυθεί, την κουβαλάει κάτω στο αυτοκίνητο ενώ η Αριάδνη φροντίζει για τις αποσκευές τους και τον λογαριασμό. Ο σοφέρ τους πηγαίνει στ' αεροδρόμιο και επιβιβάζονται στο αεροπλάνο. Με τη βοήθεια ενός υπνωτικού χαπιού, η Πανδώρα κοιμάται σ' όλη την πτήση και όταν προσγειώνονται, κρατάει την υπόσχεση της και καλεί τον Μάξιμο μόλις πατάει στο έδαφος.
Ο Στέφανος, αφού αφήνει την Αριάδνη στο σπίτι της, πηγαίνει την Πανδώρα στο δικό της και μετά πηγαίνει δίπλα, στο Παλάτι για να κάνει ένα ντους και ν' αλλάξει, γιατί αν πάει σπίτι, θ' αργήσει και θα χάσει το ραντεβού με την Λαμπρινή κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Αυτός πρέπει οπωσδήποτε να παρευρεθεί σ' αυτό το τραπέζι!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro