Μια Επίσκεψη Από Ψηλά ...
~ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ ~ ΒΑΡΚΙΖΑ ~
~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~
Ο Ιάσονας ανοίγει την πόρτα του γαλάζιου Volkswagen Golf και κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Ο Στέφανος, πίσω απ' το τιμόνι, τον κοιτάζει.
«Άργησες. Τι έκανες τόση ώρα;»
«Προσπαθούσα να ξεφύγω απ' την Εύα και τις επίμονες ερωτήσεις της»
«Απ' ότι φαίνεται, δεν έκανες και πολύ καλή δουλειά»
«Γιατί;»
Ο Στέφανος δείχνει προς την πύλη του σχολείου, απ' την οποία περνάει η Εύα αυτή τη στιγμή με ολοφάνερο προορισμό το αυτοκίνητο. Ο Ιάσονας ξεφυσάει.
«Γαμώτο!»
«Τι κάνουμε τώρα;»
«Προσπαθούμε να την αποπροσανατολίσουμε»
«Εύκολο να το λες. Για την Εύα μιλάμε»
«Το ξέρω. Απλώς ... Πρόσεχε!»
Όταν το κορίτσι σκύβει στο παράθυρο, τα δύο αγόρια της χαμογελούν όσο πιο αθώα μπορούν. Αυτή ανταποδίδει το χαμόγελο και ο Στέφανος την χαιρετάει.
«Γεια σου, Καραμελίτσα!»
«Τι γίνεται, αδερφέ; Τι κάνεις εδώ;»
«Είχα ένα απροσδόκητο κενό στο πρόγραμμά μου και ...»
Ο Στέφανος δυσκολεύεται να βρει μια εύλογη δικαιολογία, και ο Ιάσονας σπεύδει να βοηθήσει.
«Και ήρθε να με πάρει για να φάμε μαζί»
Η Εύα δεν το χάβει, αλλά συνεχίζει το παιχνίδι.
«Μάλιστα. Και τι τρέχει με το αυτοκίνητο;»
Ο Στέφανος ξεφουρνίζει το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό.
«Το πήρα για test drive. Σκέφτομαι ν' αλλάξω αυτοκίνητο»
«Και τι; Θα πάρεις Golf;»
«Ναι. Γιατί όχι; Ωραίο αμαξάκι είναι»
Η Εύα σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.
«Εντάξει. Πες μου τώρα και την αλήθεια»
Ο Ιάσονας προσπαθεί να μαζέψει τ' ασυμμάζευτα.
«Γιατί το λες αυτό, Εύακι; Αυτή είναι η αλήθεια»
«Ναι! Σίγουρα! Ο Στέφανος, που αρνείται πεισματικά έστω και να κοιτάξει ένα αμάξι αν δεν κοστίζει μια περιουσία, αποφάσισε ξαφνικά ν' αγοράσει ένα μικροσκοπικό Volkswagen. Πόσο ηλίθια νομίζετε ότι είμαι; Πέστε μου τι συμβαίνει εδώ!»
Ο Στέφανος χαμογελάει.
«Τίποτα δεν συμβαίνει, Εύακι. Είναι απλώς ένα μεσημεριανό με τον κολλητό μου. Τίποτα άλλο»
«Αν είναι όντως έτσι, δεν πειράζει αν έρθω μαζί σας, ε;»
«Ναι, αλλά τι θα πεις στο σπίτι;»
«Ότι θα πάω για φαγητό με τα αδέρφια μου. Δεν είναι η πρώτη φορά»
«Άκου, Εύα ...»
«Όχι, Στέφανε. Εσύ άκου! Δεν είμαι πια μωρό. Μεγάλωσα αρκετά και ήρθε η ώρα να μάθω τα μυστικά της οικογένειας. Λοιπόν, είτε θα με πάρετε μαζί σας, είτε παίρνω τώρα τον Λύκο και ζητάω συνάντηση της αγέλης»
Ο Στέφανος κοιτάζει τον Ιάσονα.
«Εσύ αποφασίζεις, κολλητέ»
Ο Ιάσονας κοιτάζει το κορίτσι παραιτημένος.
«Μπες στο αμάξι, Εύα»
Το κορίτσι ανοίγει την πόρτα και κάθεται στο πίσω κάθισμα.
«Συγγνώμη για τον εκβιασμό, αλλά βαρέθηκα να μ' αφήνετε έξω απ' όλα τα σοβαρά»
«Έχεις δίκιο, Καραμελίτσα, αλλά μην πεις σε κανέναν γι' αυτό που πρόκειται να κάνουμε. Τουλάχιστον όχι μέχρι να μάθω πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση»
«Μην ανησυχείς, Νακούλη μου. Ξέρω πώς να κρατάω το στόμα μου κλειστό αν χρειαστεί»
Ο Στέφανος ανασκουμπώνεται.
«Λοιπόν, κολλητέ; Πάμε;»
«Ο Μάξιμος;»
«Θα τον συναντήσουμε στην πλατεία κάτω απ' το σπίτι μας. Μου είπε ότι πρέπει να πάρει τις προμήθειες που θα χρειαστούμε στην επιχείρηση μας»
«Τι προμήθειες;»
«Δεν έχω ιδέα»
Ο Στέφανος βάζει μπρος το αυτοκίνητο και η Εύα σκύβει μπροστά ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα.
«Να ρωτήσω τι πάμε να κάνουμε;»
Αυτό που της λέει ο Ιάσονας την ενθουσιάζει.
«Μια παρακολούθηση, Καραμελίτσα»
«Ναι! Ναι! Επιτέλους, λίγη πραγματική δράση!»
Αυτός κοιτάζει τον Στέφανο, ο οποίος χαμογελά περήφανα για την μικρή του αδερφή.
«Μη με κοιτάς καθόλου, φίλε. Αυτή είναι μια Ηλιοπούλου. Η δράση τρέχει στις φλέβες μας»
Η Εύα συμφωνεί και ο Ιάσονας γυρίζει τα μάτια του.
«Μην ξεχάσεις να ενημερώσεις τον Μικρούλη ότι θα περάσεις τη μέρα μαζί μας»
«Το έκανα ήδη»
«Δεν είχαμε καμία ελπίδα να σου ξεφύγουμε, ε;»
«Απολύτως καμία, Νακούλη μου!»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ Στο ΚΛΑΜΠ 'ΛΗΜΕΡΙ' ~ ΜΙΚΡΟΛΙΜΑΝΟ ~ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ~
~ ΓΡΑΦΕΙΟ του ΑΡΗ ~
Ο Άρης κάθεται πίσω απ' το γραφείο του, βυθισμένος στην χαρτούρα. Αυτός έδωσε αυστηρές οδηγίες να μην τον ενοχλήσουν, και γι' αυτό γρυλίζει όταν ακούει την πόρτα ν' ανοίγει. Όμως ο θυμός του δεν κρατάει πολύ. Λιώνει αμέσως όταν το άρωμα του εισβολέα χτυπά τη μύτη του. Σηκώνει το κεφάλι του απ' τα χαρτιά και χαμογελάει.
«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα, Γατούλα; Δεν έπρεπε να είσαι στη φωλιά μας και να ταΐζεις τα κουτάβια μας;»
Η Σελήνη κλείνει την πόρτα πίσω της και προχωρά προς το γραφείο.
«Ο Μικρούλης τους πήγε για μπέργκερ, οπότε σκέφτηκα να περάσω να δω τι κάνει ο αφέντης μου»
«Μάλιστα»
Αυτός γέρνει πίσω στην καρέκλα του κι εκείνη κάθεται στην αγκαλιά του αγκαλιάζοντας τον λαιμό του.
«Λοιπόν; Τι κάνεις;»
«Τίποτα σημαντικό. Απλά βαρετή χαρτούρα»
«Άρα δεν σε πείραξε που ήρθα;»
Αυτή τινάζει τα μαλλιά της πάνω απ' τον ώμο της κι εκείνος βυθίζει το πρόσωπό του στο ντεκολτέ της, τρίβοντας τη μύτη του στο απαλό της δέρμα.
«Εννοείται ότι δεν με πείραξε, Γατούλα. Η άφιξη σου ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Μια καλή δικαιολογία για να σταματήσω να δουλεύω»
«Τι βλέπω εδώ, κύριε Λυκουρόπουλε; Τεμπελιά;»
«Όχι, κυρία Λυκουροπούλου. Αυτό δεν είναι τεμπελιά»
«Τι είναι τότε;»
«Κούραση»
Αυτή τον πιάνει απ' το πιγούνι και τον αναγκάζει να την κοιτάξει στα μάτια.
«Τι συμβαίνει, Λύκε;»
«Τίποτα, Γατούλα. Είμαι απλά κουρασμένος με όλα αυτά»
«Μου λες ότι σκέφτεσαι ν' αποσυρθείς;»
«Θα ήταν λάθος αν το έκανα;»
«Όχι, αλλά ποιος θ' αναλάβει μέχρι να μεγαλώσει ο Ερμής;»
«Περίμενε! Νομίζεις ότι ο Ερμής θέλει ν' αναλάβει;»
«Δεν το νομίζω απλά, Άρη μου. Το ξέρω. Αυτό θέλει. Θέλει να συνεχίσει την κληρονομιά σου»
«Γι' αυτό με ρώτησε»
«Τι σε ρώτησε;»
«Αν θα είμαι περήφανος γι' αυτόν αν πάρει την θέση μου»
«Και τι του είπες;»
«Ότι θα είμαι περήφανος γι' αυτόν ό,τι κι αν διαλέξει να κάνει»
«Καλή απάντηση»
«Ναι, αλλά πιστεύεις ότι είναι σωστό; Να μην τον πιέσουμε να κάνει κάτι άλλο; Κάτι πιο νόμιμο;»
«Σαν τι;»
«Δεν ξέρω. Θα μπορούσε να γίνει γιατρός όπως ο Νικόλας»
«Και να θάψει τον εαυτό του και τις απίστευτες ικανότητές του μέσα σ' ένα φρικτό νοσοκομείο; Όχι, ευχαριστώ!»
«Έλα, Σελήνη μου. Αυτός μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ικανότητές του για να σώζει ζωές»
«Και αυτό ακριβώς θα κάνει. Απλά από διαφορετικό μέρος, όπως εσύ»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι»
«Είναι ακριβώς έτσι. Σκέψου το, Άρη μου. Σκέψου αυτό που σου είπε ο Τιτάνας. Σκέψου πόσες ζωές σώθηκαν επειδή εσύ έβγαλες μερικούς κακούς ανθρώπους απ' τη μέση»
«Συμφωνείς μ' αυτό;»
«Με όλη μου την καρδιά»
«Αν είναι έτσι, τότε δεν υπάρχει άλλη λύση για μένα. Πρέπει να περιμένω μέχρι ο Ερμής να μπορεί να με αντικαταστήσει, κι αυτό σημαίνει τουλάχιστον άλλα οκτώ χρόνια»
Αυτή σηκώνεται και ξαπλώνει ανάσκελα στο γραφείο.
«Αυτό δεν είναι απαραίτητο»
Αυτός σπρώχνει την καρέκλα μπροστά και ακουμπάει το κεφάλι του στο στομάχι της.
«Έχεις να προτείνεις κάτι;»
«Ναι, έχω. Μια εξαιρετικά ικανή προσωρινή αντικαταστάτρια»
«Ποια;»
«Την Δώρα»
«Την Δώρα, ε; Χμμμ ... Δεν ακούγεται και τόσο άσχημο»
«Βασικά, είναι τέλειο. Σκέψου το λίγο. Είναι έξυπνη, συμπονετική, αλλά και αδίστακτη όταν χρειάζεται. Είναι τέλεια για τη δουλειά και μην ξεχνάς ότι εσύ το σκέφτηκες πρώτος»
«Ναι. Ναι. Άσε με να το σκεφτώ»
«Σίγουρα. Πάρε το χρόνο σου, αλλά στο μεταξύ ... Μπορούμε να πηδηχτούμε λίγο;»
Αυτός σηκώνει το κεφάλι, το γέρνει πίσω και ξεσπάει σε γέλια.
«Η ικανότητά σου να ζητάς σεξ κάθε φορά με τρελαίνει, Γατούλα»
«Ο καθένας με το ταλέντο του, Λύκε»
Αυτός σηκώνεται και πάει να σκαρφαλώσει στο γραφείο, αλλά το χτύπημα του εσωτερικού τηλεφώνου τους κάνει και τους δύο να κοιταχτούν έκπληκτοι. Η Σελήνη μορφάζει.
«Νόμιζα ότι έδωσες εντολή να μην σ' ενοχλήσουν»
«Αυτό ακριβώς έκανα»
«Και ποιος τολμάει να σε αψηφήσει;»
«Όποιος κι αν είναι θα το μετανιώσει! Πάτα το κουμπί!»
Αυτή τεντώνει το χέρι της πάνω απ' το κεφάλι της και πατάει το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης. Αυτός γρυλίζει.
«Ποιος τολμάει να μ' ενοχλήσει;»
Η φωνή του Νέγρου ακούγεται περίεργη μέσα απ' το ηχείο.
«Λυπάμαι πραγματικά, αφεντικό, αλλά μόλις τηλεφώνησε ο Διονύσης. Αυτός κατάφερε ν' αναγνωρίσει τον άνδρα με την καραμπίνα»
Ο Άρης κοιτάζει την Σελήνη, κι εκείνη του παίρνει το χέρι, το τοποθετεί στο σημείο της καρδιάς της και του κάνει ένα ενθαρρυντικό νεύμα. Αυτός επιστρέφει στο τηλέφωνο.
«Ακούω»
«Το όνομα του είναι Αλφρέδος ΜακΝτάουελ. Κατάγεται από μια παλιά οικογένεια ευγενών απ' την Σκοτία, οι οποίοι, τον 12ο αιώνα, ίδρυσαν την οργάνωση "Φύλακες της Φυσικής Ισορροπίας"»
«Αυτό δεν ακούγεται καθόλου καλό»
«Έχεις απόλυτο δίκιο. Ο σκοπός αυτής της οργάνωσης είναι να καθαρίσει τον κόσμο απ' όλα τα αφύσικα πλάσματα»
«Όπως ο Τιτάνας»
«Ή ο Ερμής κι εσύ. Εδώ και αιώνες, ταξιδεύουν στον κόσμο εξαφανίζοντας ό,τι θεωρούν αφύσικο. Ζώα και ανθρώπους. Ακόμα και μωρά που έτυχε να γεννηθούν τη λάθος μέρα και τη λάθος ώρα. Ο Διονύσης βρήκε φρικτά πράγματα. Το κυνήγι των μαγισσών και το κάψιμο τους στην πυρά είναι απλά μία επίπληξη μπροστά τους»
Ο Άρης βυθίζεται στην καρέκλα του και τσιμπάει την κορυφή της μύτης του. Η Σελήνη παίρνει μια πρωτοβουλία.
«Δώσε μας λίγο χρόνο, Νέγρο»
«Φυσικά, Κυρά μου»
Αυτή τερματίζει την κλήση και πηδάει απ' το γραφείο. Χωρίς να χάσει χρόνο, τον καβαλάει και πλαισιώνει το πρόσωπο του με τα χέρια της για να τον αναγκάσει να την κοιτάξει.
«Όχι! Όχι! Όχι! Μην τολμήσεις να πέσεις σε απόγνωση τώρα!»
«Πώς, Σελήνη; Καταλαβαίνεις με τι έχουμε να κάνουμε; Για πρώτη φορά πρέπει να παλέψουμε με κάτι πιο δυνατό από μας»
«Όχι! Τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από μας!»
«Αχ, ρε Σελήνη!»
«Άκου με! Άκου με! Είσαι ο Άρης Λυκουρόπουλος. Ο Λύκος. Έχεις μια αγέλη που είναι πρόθυμη να πεθάνει για σένα. Έχεις άλλη μια αγέλη παντοδύναμων, έξυπνων, πραγματικών λύκων. Έχεις έναν γιο που ελέγχει τα στοιχεία της φύσης. Έχεις έναν ανιψιό που έχει το άγγιγμα του αρχάγγελου και ... Έχεις εμένα, τη λύκαινα σου, που θα παλέψω μαζί σου και θα σε βοηθήσω να κερδίσεις κι αυτή τη φορά, όσο δυνατός κι αν είναι ο αντίπαλος»
«Πιστεύεις πραγματικά ότι μπορούμε να κερδίσουμε κι αυτή τη φορά;»
«Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Οι μάχες δεν χάνονται μέχρι να καταθέσεις τα όπλα. Όσο συνεχίζεις να παλεύεις, έχεις πάντα την ευκαιρία να νικήσεις. Εσύ μου το έμαθες. Σε όλους μας το έμαθες»
«Ευτυχώς που είσαι εδώ, Γατούλα. Αν ήμουν μόνος ...»
«Δεν είσαι ποτέ μόνος, Λύκε. Ακόμα κι όταν δεν είμαι μαζί σου»
«Σ' αγαπάω τόσο πολύ»
«Κι εγώ σ' αγαπάω πάρα πολύ»
«Πάρε τον Νέγρο. Θέλω να μάθω τα πάντα γι' αυτούς τους καταραμένους Φύλακες της φυσικής ισορροπίας»
«Ναι, αλλά χρειάζομαι δεκαπέντε λεπτά πριν απ' αυτό»
«Για να κάνεις τι;»
«Αυτό για το οποίο ήρθα εδώ εξαρχής»
«Α!»
«Ναι ... Α! Γδύσου!»
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΚΤΗΜΑ της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΑΡΚΙΖΑ ~
Η Μαίρη μπαίνει στην πέτρινη εκκλησία που εκείνη και ο Τζάκος έχτισαν σχεδόν με τα χέρια τους στην πίσω μεριά του κτήματος, ανάμεσα στα δέντρα, όταν αγόρασαν τη γη τους.
Αυτός ο τόπος λατρείας δεν είναι τόσο επιβλητικός όσο θα έπρεπε να είναι μια εκκλησία. Είναι μικρό και περιέχει μόνο μια εικόνα, την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, ζωγραφισμένη απ' την ίδια την Μαίρη. Αυτή τον ζωγράφισε από μνήμης και όχι όπως τον απεικονίζουν οι αγιογραφίες. Τον ζωγράφισε όπως της εμφανίστηκε όταν ήταν σε κώμα. Με μακριά σγουρά μαλλιά στο χρώμα της αβύσσου και μάτια που έκλειναν μέσα τους όλες τις θάλασσες του κόσμου, γυμνός απ' την μέση και πάνω και ξυπόλητος, ντυμένος μόνο με ένα μαύρο παντελόνι, και με τα μαύρα, γυαλιστερά, τεράστια φτερά του ανοιχτά πίσω απ' την πλάτη του.
Αυτή πηγαίνει συχνά εκεί για να προσευχηθεί σ' Αυτόν και να Τον ευχαριστήσει για τη βοήθειά του, αλλά χωρίς ποτέ να Του ζητήσει κάτι. Μέχρι σήμερα ...
Στον δρόμο της επιστροφής από το μπιστρό, η αμφιβολία γι' αυτό που πρόκειται να κάνει άρχισε να την τρώει και ο φόβος της αποτυχίας την κατέκλισε, αλλά μετά σκέφτηκε ότι, μιας και δεν έχει τίποτα να χάσει, πρέπει να προσπαθήσει. Στο κάτω-κάτω, όταν ο άνθρωπος έχει ανάγκη, στον Θεό δεν στρέφεται;
Έτσι, αφού ανάψει ένα κερί και κάνει τον σταυρό της, αυτή γονατίζει μπροστά στην εικόνα, ενώνει τα χέρια της και κλείνει τα μάτια της.
«Μιχαήλ, μ' ακούς; Εγώ είμαι, η Μαίρη, και προσεύχομαι σε σένα. Έλα σε μένα, Μιχαήλ! Σε χρειάζομαι! Σε παρακαλώ!»
Ούτε και ξέρει πόση ώρα πέρασε χωρίς να γίνει κάτι, αλλά ξαφνικά, λίγο πριν παραιτηθεί απ' την προσπάθεια, το αίσθημα γαλήνης και ασφάλειας, που θυμάται πολύ καλά, πλημμυρίζει το σώμα της. Χωρίς να πιστεύει ότι τα κατάφερε, αυτή σηκώνεται όρθια και γυρίζει.
«Μιχαήλ ...»
Ο Αρχάγγελος στέκεται ακριβώς μπροστά της, επιβλητικός και όμορφος, όπως ακριβώς τον θυμάται. Η αύρα του, το ουράνιο φως που περιβάλλει το σώμα του, ζεσταίνει τον μικρό χώρο της εκκλησίας, ενώ τα φτερά του, μαζεμένα πίσω απ' την πλάτη του, δονούνται με τη θεϊκή του δύναμη.
«Γεια σου, Μαίρη»
Δάκρυα χαράς αρχίζουν να κυλούν στα μάγουλα της, όταν αυτή γονατίζει ξανά μπροστά του.
«Σ' ευχαριστώ που άκουσες την προσευχή μου και ήρθες»
«Καταρχήν, σήκω πάνω. Απεχθάνομαι όλες αυτές τις τυπικότητες»
Αυτή σηκώνεται κι εκείνος αρχίζει να περπατάει κοιτάζοντας τριγύρω.
«Εξάλλου, μ' αρέσει πολύ εδώ μέσα. Τρελαίνομαι να βλέπω αυτή την εικόνα μου. Το πως με βλέπεις, αυτή η μορφή είναι απ' τις αγαπημένες μου»
«Περίμενε λίγο! Τι εννοείς; Δεν είναι αυτή η πραγματική σου μορφή;»
«Όχι βέβαια. Η αληθινή μου μορφή είναι αφόρητη στο ανθρώπινο μάτι. Μόνο ο Πατέρας και τ' αδέρφια μου το αντέχουν. Αυτό είναι δικό σου δημιούργημα. Έτσι θέλεις εσύ να με βλέπεις»
«Δηλαδή μου λες ότι θέλω να σε βλέπω ως ημίγυμνο και σούπερ σέξι μοντέλο;»
«Ναι»
Αυτή μουτρώνει.
«Ντρέπομαι λίγο τώρα!»
Ο Αρχάγγελος αρχίζει να γελάει σκορπίζοντας τριγύρω μικρά μυρωδάτα λουλούδια.
«Δεν πειράζει, Μαίρη μου. Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι. Σου είπα ότι μ' αρέσει αυτό. Οι άνθρωποι με βλέπουν πάντα ως πολεμιστή ή μοχθηρό εκδικητή. Αλλά εσύ όχι. Εσύ με βλέπεις σαν άντρα κι αυτό μου αρέσει πολύ»
«Αφού το λες εσύ»
«Λοιπόν! Αν και μ' αρέσει πολύ να σου μιλάω, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Πρέπει να γυρίσω επάνω»
«Η δουλειά δεν σταματά ποτέ, ε;»
«Αχ! Ούτε που φαντάζεσαι! Οι άγγελοι είναι ... Τέλος πάντων! Πες μου γιατί με κάλεσες. Πρόκειται για το μωρό του Στέφανου και της Άρτεμις, έτσι;»
«Πώς το ξέρεις;»
Αυτός σηκώνει το χέρι και κουνάει τα δάχτυλα του.
«Γιου Χου! Αρχάγγελος εδώ!»
«Ναι. Σωστά. Ξέρεις τι θέλω γιατί είσαι αρχάγγελος και ξέρεις ήδη το σχέδιο του Θεού»
«Μπίνγκο!»
«Εντάξει. Πες μου τι πρέπει να κάνουμε»
«Τίποτα. Δεν πρέπει να κάνετε απολύτως τίποτα»
«Συγγνώμη, αλλά μου λες να αφεθούμε στη μοίρα και ν' αφήσουμε την Άρτεμις να πεθάνει; Όχι, Μιχαήλ! Όχι! Δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό. Ο γιος μου ... ο Στέφανος δεν θα το αφήσει να συμβεί. Όχι! Όχι! Κάτι άλλο πρέπει να γίνει»
«Σαν τι δηλαδή;»
«Μια ανταλλαγή»
«Τι έχεις στο μυαλό σου, Μαίρη;»
«Αυτό που μαντεύεις. Ζωή αντί ζωής. Μιας και είναι η δουλειά σου, όταν έρθει η ώρα, θ' αφήσεις την Άρτεμις να ζήσει και θα πάρεις κάποιον άλλον στη θέση της»
«Ποιον;»
«Εμένα»
Ο Αρχάγγελος μαζεύει λίγο τα φτερά του και κάθεται σε μία απ' τις καρέκλες.
«Φοβόμουν ότι θα το έλεγες αυτό»
Η Μαίρη σηκώνει τους ώμους της.
«Επειδή με ξέρεις»
«Καλά όλα αυτά, αλλά τι θα γίνει με τον Τζάκο; Αυτόν τον σκέφτηκες;»
«Μιλάμε για τον γιο μας, Μιχαήλ. Ο Τζάκος ξέρει αυτού του είδους τον πόνο. Θα καταλάβει και θα με συγχωρήσει»
«Αν είναι έτσι, σας θέλω και τους δύο»
«Τι; Ποιους δύο; Εμένα και τον Τζάκο;»
«Ναι. Εσύ κι αυτός είστε ένα, Μαίρη μου, και γι' αυτό, για να εξισορροπήσουμε ... Εσύ και ο Τζάκος αντί για την Άρτεμις. Εκείνη ζει κι εσείς πεθαίνετε μαζί, όπως το έχετε ονειρευτεί»
«Όχι! Όχι! Όχι! Όχι αυτός! Όχι ο Τζάκος μου! Ξέχασε τον! Μόνο εμένα!»
«Σκέψου το, Μαίρη. Αυτό θα ήθελε ο Τζάκος»
Αυτή τον αγριοκοιτάζει.
«Δεν έχω τίποτα να σκεφτώ. Είπα όχι!»
Ο Αρχάγγελος γελάει.
«Ω, Μαίρη! Γλυκιά μου Μαίρη! Πάντα η ίδια»
«Πάντα και για πάντα! Χώνεψε το!»
Αυτός γελάει λίγο ακόμα κι αυτή τη φορά τα λουλουδάκια γίνονται ανθισμένα μπουμπούκια και ραίνουν την Μαίρη με αποτέλεσμα να μπλεχτούν μέσα στα μαλλιά της. Αυτή τα τινάζει εκνευρισμένη.
«Σταμάτα τα εντυπωσιακά εφέ με τα λουλούδια. Δεν θα με ρίξεις μ' αυτά τα κόλπα του παραδείσου. Δεν αλλάζω γνώμη! Ο Τζάκος μου είναι εκτός ορίων για σένα μέχρι να πάει τουλάχιστον ενενήντα εννιά χρονών»
Αυτός, γελώντας ακόμα, απλώνει το φτερό του και χαϊδεύει το μάγουλο της.
«Όχι, Μαίρη μου. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να στερήσω τον κόσμο από σένα. Είσαι πολύ πολύτιμη»
«Ίσως, αλλά για τον Στέφανο η Άρτεμις είναι πολύ πιο πολύτιμη»
«Χαλάρωσε, Μαίρη. Η Άρτεμις έχει πολλά ακόμα να δώσει. Θα είναι εδώ για πολύ καιρό»
«Δεν καταλαβαίνω. Η πρόβλεψη το είπε καθαρά. Όταν το μωρό πάρει την πρώτη του ανάσα, αυτή θα χάσει την δική της»
«Άκου με, Μαίρη. Δεν μπορώ να σου πω κάτι άλλο. Έχω ήδη αποκαλύψει πολλά. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι κάθε πρόβλεψη έχει πολλές ερμηνείες. Το ότι η Άρτεμις θα χάσει την ανάσα της, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα είναι νεκρή»
«Τι σημαίνει αυτό τώρα; Μιχαήλ, σε παρακαλώ!»
«Εμπιστεύσου με, Μαίρη! Όλα θα πάνε καλά!»
«Μιχαήλ ...»
«Γεια σου, Μαίρη!»
«Όχι! Μην φεύγεις!»
Αυτή προσπαθεί να τον αγγίξει, αλλά ο Αρχάγγελος έχει ήδη εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω του το υπέροχο άρωμα του Παραδείσου. Αυτή κοιτάζει τα χέρια της που είναι γεμάτα λουλούδια και η καρδιά της γεμίζει με αισιοδοξία για το μέλλον.
«Σ' ευχαριστώ, Μιχαήλ!»
~ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ~ Στην ΦΩΛΙΑ Της ΑΓΑΠΗΣ ~ ΑΛΙΜΟΣ ~
Η Άρτεμις μπαίνει στο σπίτι, αλλά το βρίσκει άδειο. Τ' αγόρια δεν έχουν επιστρέψει ακόμα απ' τη δουλειά και τα κορίτσια έχουν πάει για ψώνια. Βασικά, καλύτερα, γιατί αυτή δεν έχει καλή διάθεση, κι έτσι, αυτή τη στιγμή, η μοναξιά είναι ευλογία.
Αυτή πετάει τα πράγματά της και σωριάζεται στον καναπέ. Παρόλο που ξέρει ότι δεν πρέπει ν' ανησυχεί αφού η Μαίρη πήρε την κατάσταση στα χέρια της, αυτή ανησυχεί για τον Στέφανο, και συγκεκριμένα για την αντίδρασή του. Θα δεχθεί άραγε να εμπιστευτεί κι εκείνος τη μητέρα του;
Λίγα λεπτά αργότερα, αφήνει τον καναπέ και πηγαίνει στο μπάνιο, παίρνοντας κάτι απ' την τσάντα της. Όταν επιστρέφει, κρατάει την πρώτη απτή απόδειξη της εγκυμοσύνης της. Ένα τεστ εγκυμοσύνης με δύο φωτεινές ροζ γραμμές στο ειδικό παραθυράκι.
Αυτή δεν είναι σίγουρη γιατί το έκανε αυτό. Ίσως επειδή ήθελε για λίγο να νιώσει φυσιολογική, αλλά ποιον κοροϊδεύει; Δεν ήταν ποτέ της φυσιολογική. Πώς θα μπορούσε να είναι τώρα; Τέλος πάντων! Ο ήχος του τηλεφώνου διακόπτει τις σκέψεις της. Αυτή απαντά στην κλήση και η χαρούμενη φωνή της Μαίρης την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό, κόρη μου;»
«Τα μακαρόνια με κιμά»
«Αλήθεια; Κι εσύ; Έλεος πια!»
«Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί πρέπει να ξέρω τι να μαγειρέψω για τη γιορτή απόψε»
«Γιορτή; Γιατί ακριβώς; Τι ακριβώς γιορτάζουμε;»
«Μα τι άλλο; Το καινούργιο μωρό. Το πρώτο μου εγγόνι»
«Περίμενε! Περίμενε! Εννοείς ...;»
«Ω, ναι! Αυτό ακριβώς εννοώ. Το σχέδιο μου ήταν αρκετά παράτολμο, σχεδόν απίθανο, αλλά τελικά τα κατάφερα»
Η Μαίρη της εξηγεί τι ακριβώς έγινε και η Άρτεμις κοιτάζει κάτω και χαϊδεύει την κοιλιά της.
«Μου είναι λίγο δύσκολο να πιστέψω αυτό το θαύμα»
«Το ξέρω, κόρη μου. Το ίδιο νιώθω κι εγώ»
«Δεν ξέρω τι να πω. Σ' ευχαριστώ, Μαμά Μαίρη»
«Έη! Μη με λες μαμά πια. Είμαι η Γιαγιά Μαίρη τώρα»
«Ναι. Η πιο σέξι γιαγιά του κόσμου»
Ξεσπούν και οι δύο σε γέλια.
«Λοιπόν! Έχω ήδη ενημερώσει τους άλλους ότι ο εορτασμός θα ξεκινήσει στις οχτώ. Κλείνω τώρα γιατί έχω πολλή δουλειά να κάνω. Τα λέμε αργότερα, κόρη μου»
«Τα λέμε αργότερα ... Γιαγιά Μαίρη»
Πολύ αργότερα, όταν η Αναΐς και η Πανδώρα γυρίζουν σπίτι, βρίσκουν την Άρτεμις να χορεύει και να κλαίει με δάκρυα χαράς, αλλά εκείνη αρνείται να τους πει οτιδήποτε, εκτός απ' το ότι αυτές θα τα μάθουν όλα απόψε στο δείπνο.
~ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ~ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ Του ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΑΓΡΙΝΙΩΤΗ ~
~ ΟΔΟΣ ΜΥΣΤΡΑ 38 ~ ΑΝΩ ΓΛΥΦΑΔΑ ~ ΜΕΣΑ Στο ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ~
Ο Στέφανος, για να μην κινήσουν υποψίες, έχει παρκάρει στον απέναντι δρόμο απ' το σπίτι που μένει ο άνθρωπος που παραλίγο να καταστρέψει τη ζωή του Ιάσονα. Ο πατέρας του. Ο Χριστόφορος Ζαχαριάδης, ή όπως λέγεται τώρα, Χριστόφορος Αγρινιώτης. Ίσως διάλεξε αυτό το επώνυμο για να τιμήσει την καταγωγή του που είναι απ' το Αγρίνιο.
Το σπίτι είναι διώροφο και αρκετά πολυτελές, με μεγάλα παράθυρα και πολλά φώτα. Ο κήπος γύρω του είναι περιποιημένος, με κομμένους θάμνους και πολλά λουλούδια. Και σε μια περίοπτη γωνιά βρίσκεται το παλιό αυτοκίνητο ... Το αυτοκίνητο που ο Χριστόφορος αγάπησε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Ακόμη περισσότερο κι απ' τον ίδιο του το γιο.
Αυτή τη στιγμή, το σπίτι φαίνεται άδειο, αλλά ο Ιάσονας είναι αποφασισμένος να μείνει εκεί μέχρι να έρθει κάποιος. Δεν είναι σίγουρος γιατί το κάνει αυτό. Δεν ξέρει γιατί βάζει τον εαυτό του σε μια τέτοια δοκιμασία, αλλά κάτι μέσα του ουρλιάζει ότι πρέπει να το κάνει.
Η Εύα, που μόλις έμαθε τι ακριβώς συνέβη μεταξύ του Ιάσονα και του πατέρα του τότε, τον κοιτάζει από το πίσω κάθισμα όπου κάθεται δίπλα στον Μάξιμο, με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα θαυμασμού και υπερηφάνειας, κάτι που φυσικά δεν του αρέσει καθόλου.
«Εύα, σε παρακαλώ, μη με κοιτάς έτσι!»
«Πώς σε κοιτάζω;»
«Σαν να είμαι κάτι ξεχωριστό»
«Πάντα σε κοιτούσα έτσι, Νάκο. Απλώς δεν το είχες καταλάβει μέχρι τώρα»
«Τέλος πάντων!»
Ο Στέφανος κοιτάζει τριγύρω μορφάζοντας.
«Μπορώ να ρωτήσω τι ακριβώς κάνουμε εδώ;»
«Περιμένουμε να δούμε την καινούργια οικογένεια του πατέρα μου»
Ο Μάξιμος τον κοιτάζει με απορία.
«Γιατί, ρε φίλε; Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Κάτι μέσα μου με ωθεί να το κάνω»
Η Εύα σκέφτεται κάτι.
«Μήπως είναι κάποιο είδος φόβου;»
«Φόβος; Όχι. Τον φοβόμουν όταν ήμουν παιδί. Όχι πια»
«Δεν εννοώ αυτό»
«Τι ακριβώς εννοείς τότε;»
«Φοβάσαι γι' αυτούς. Για τη γυναίκα και τον γιο του. Φοβάσαι ότι θα τους κάνει το ίδιο που έκανε σε σένα και την μητέρα σου»
Ο Ιάσονας καρφώνει το βλέμμα του στην εξώπορτα του σπιτιού.
«Αν ισχύει κάτι τέτοιο, θα τον σκοτώσω τον μπάσταρδο!»
Οι άλλοι τρεις κοιτάζονται με ανήσυχα μάτια. Αμέσως μετά, ο Μάξιμος προσπαθεί να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Ας φάμε ένα ντόνατ. Τι λέτε;»
Αυτός ανοίγει το κουτί που έφερε. Ο Στέφανος και η Εύα παίρνουν από ένα, ενώ ο Ιάσονας αρνείται μ' ένα νεύμα. Το κορίτσι δαγκώνει με λαιμαργία το γλυκό.
«Τρώμε ντόνατς κατά τη διάρκεια μιας παρακολούθησης. Είναι σαν αστυνομική ταινία»
Ο Μάξιμος χαμογελάει.
«Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου έμαθε ο μπαμπάς μου όταν του είπα ότι ήθελα να γίνω πράκτορας σαν αυτόν»
Ο Στέφανος τον κοιτάζει δαγκώνοντας το δικό του.
«Αλήθεια; Δεν ήθελες από πάντα να γίνεις κτηνίατρος;»
«Όχι. Ήθελα να γίνω σαν τον μπαμπά μου, αλλά όταν πέθανε, η μάνα μου με έβαλε να υποσχεθώ ότι δεν θα ακολουθούσα τα βήματά του»
Η Εύα σκουπίζει τα χείλη της.
«Λογικό»
Ο Στέφανος συνεχίζει την κουβέντα.
«Και πώς ασχολήθηκες με την κτηνιατρική;»
«Ο καταλύτης ήταν ένας γέρος βοσκός. Έμενε σε μια καλύβα κοντά στο σπίτι μας στον Όλυμπο και τον βοηθούσα με το κοπάδι του. Κάποια στιγμή έχασε σχεδόν τα μισά ζώα του από ασθένεια επειδή δεν υπήρχε κτηνίατρος τριγύρω. Όταν τον είδα να κλαίει πάνω από τα νεκρά ζώα, ήξερα τι ήθελα να κάνω»
Η Εύα λέει κάτι που ανοίγει μια εντελώς διαφορετική συζήτηση.
«Όπως έκανα εγώ με τον Τηλέμαχο μου»
Ο Στέφανος πίνει μια γουλιά νερό απ' το μπουκάλι του.
«Τώρα που ανέφερες τον σκύλο, το ξέρεις ότι ο Σάκης αποφάσισε να γίνει εκπαιδευτής σκύλων εξαιτίας σου;»
«Ναι, μου το είπε. Είναι τόσο χαριτωμένος!»
Το βλέμμα της Εύας τρεμοπαίζει σε μια ανάμνηση και ένα χαμόγελο ανθίζει στα χείλη της.
Τ' αγόρια την κοιτούν με περιέργεια με τον Ιάσονα να ζητάει λεπτομέρειες.
«Τι έχουμε εδώ, Καραμελίτσα; Είσαι ερωτευμένη;»
«Δεν ξέρω αν αυτό που νιώθω είναι έρωτας, αλλά σίγουρα είδα αστεράκια όταν με φίλησε»
Τη στιγμή που αυτή λέει αυτές τις τελευταίες λέξεις, ο Στέφανος, που μασάει ανέμελα το ντόνατ του, πνίγεται κι αρχίζει να βήχει. Οι άλλοι ξεσπούν σε γέλια ενώ το κορίτσι γυρίζει τα μάτια του.
«Ο νονός, αδερφούλη! Ο νονός!»
Ο Στέφανος σκουπίζει τα δάκρυα που του έφερε ο βήχας.
«Τι εννοείς σε φίλησε, Εύα;»
«Ξέρεις, έβαλε το στόμα του στο δικό μου και με τη γλώσσα του ...»
«Έη! Για όνομα του παραδείσου! Δεν σε ρώτησα αυτό!»
«Τι με ρώτησες τότε;»
«Εγώ ... Εννοώ ... Αυτό που σε ρωτάω είναι ... Φτου! Δεν ξέρω καν πώς να σε ρωτήσω κάτι τέτοιο!»
«Τότε θα σε διευκολύνω. Θέλεις να μάθεις αν ο Σάκης κι εγώ κάνουμε σεξ»
Ο Στέφανος καλύπτει τα μάτια του με το χέρι του και κουνάει το κεφάλι του με απόγνωση, ενώ οι άλλοι συνεχίζουν να γελούν καθώς η Εύα συνεχίζει ακάθεκτη.
«Μπορείς να ηρεμήσεις, αδερφέ. Η απάντηση στην ερώτησή σου είναι όχι. Ο Σάκης είναι κύριος. Δεν προσπάθησε καν. Εγώ το ανέφερα πρώτη και του είπα ότι δεν είμαι έτοιμη, κι εκείνος μου είπε ότι θα περιμένει όσο χρειαστεί»
Οι άλλοι δύο σχεδόν πνίγονται με το γέλιο τους καθώς η Εύα γυρίζει ξανά τα μάτια της όταν ο Στέφανος εκπνέει ανακουφισμένος.
«Ο μπαμπάς το ξέρει;»
«Τρελάθηκες; Αν το ήξερε, θα ήμουν σε μοναστήρι τώρα»
«Σωστά»
«Μόνο οι Σταγόνες ξέρουν»
«Κάνε μου τη χάρη, Εύακι, και μίλα στη μαμά, εντάξει;»
«Θα το έκανα έτσι κι αλλιώς, αλλά εσείς μην το πείτε σε κανέναν ακόμα»
Οι τρεις τους την διαβεβαιώνουν ότι το μυστικό της είναι ασφαλές μαζί τους, αλλά πριν συνεχίσουν την κουβέντα, τα κινητά τους διακόπτουν όταν χτυπούν ταυτόχρονα για να τους πουν ότι μόλις έλαβαν ένα μήνυμα. Αυτοί κοιτάζονται έκπληκτοι κι αμέσως μετά, κοιτούν τις συσκευές. Η Εύα μιλάει πρώτη.
«Εορταστικό δείπνο στο Παλάτι, με όλη την αγέλη παρούσα; Τι στο καλό συνέβη;»
Ο Στέφανος πάει να μιλήσει, αλλά μία κινητικότητα στο απέναντι πεζοδρόμιο του τραβάει την προσοχή.
«Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει το δείπνο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο στόχος μας μόλις έφτασε»
Ο Ιάσονας πανικοβάλλεται.
«Τι;»
«Κοίτα εκεί!»
Όλοι κοιτούν εκεί που δείχνει ο Στέφανος και βλέπουν μια MERCEDES να σταματάει μπροστά απ' το σπίτι και ένας άνδρας, μαζί με μια γυναίκα και έναν έφηβο, να βγαίνουν έξω. Ο άντρας είναι ψηλός και αρκετά γοητευτικός. Η γυναίκα είναι όμορφη, αλλά χωρίς κάτι ιδιαίτερο πάνω της ενώ το αγόρι μοιάζει πάρα πολύ στον Ιάσονα όταν ήταν στην ίδια ηλικία.
Είναι και οι τρεις καλοντυμένοι και δείχνουν πολύ χαρούμενοι κι αγαπημένοι. Μια ευτυχισμένη οικογένεια. Η γυναίκα μπαίνει στο σπίτι, ενώ ο άνδρας και το αγόρι πλησιάζουν το παλιό αυτοκίνητο στο βάθρο. Το αγόρι στέκεται δίπλα στον άντρα και αγκαλιάζει τη μέση του και ο άντρας χαϊδεύει με αγάπη τα μαλλιά του αγοριού.
Ο Ιάσονας δεν έχει πει λέξη όλη αυτή την ώρα. Απλώς κοιτάζει μπροστά και τρίβει με το χέρι του το δεξί του πόδι, αυτό με την ουλή στον μηρό, την ουλή απ' το μαχαίρι που κάρφωσε εκεί ο πατέρας του, ο άντρας που αυτή τη στιγμή χαϊδεύει με αγάπη ένα άλλο αγόρι. Ο Στέφανος βάζει το χέρι του στο χέρι του φίλου του.
«Είσαι καλά, κολλητέ;»
«Όχι, δεν είμαι»
«Τι χρειάζεσαι;»
«Να μάθω γιατί αυτός και όχι εγώ!»
«Νάκο, όχι!»
Αλλά ο Στέφανος δεν μπορεί να τον εμποδίσει ν' ανοίξει την πόρτα, να βγει έξω και ν' αρχίσει να τρέξει προς το σπίτι.
«Γαμώτο, ρε Νάκο! Εύα, μείνε εδώ!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Έρχομαι μαζί σου!»
«Φυσικά έρχεσαι μαζί μου! Σιγά μην καθόσουν εδώ! Πάμε, Μάξιμε!»
Αυτοί βγαίνουν έξω και τρέχουν πίσω απ' τον Ιάσονα, ο οποίος πηδάει πάνω απ' τον χαμηλό φράχτη και πλησιάζει τον άντρα και το αγόρι. Αυτοί γυρίζουν και τον κοιτούν έκπληκτοι, με τον άντρα να του απευθύνεται φιλικά.
«Γεια σου, νεαρέ! Μπορώ να σε βοηθήσω με κάτι;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro