
Μία Νύχτα Κάπως Διαφορετική Από Τις Άλλες ...
~ ΣΑΒΒΑΤΟ, 9 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 ~ ΠΡΩΙ ~
Η οικογένεια έφαγε πρωινό μαζί και λίγο μετά ο Στέφανος και ο Ιάσονας πήγαν στη συνάντηση με τον Αντώνη Χαριτόπουλο ενώ ο Τζάκος, μετά από παρότρυνση του Άρη, πήρε τον Μικρούλη μαζί του προληπτικά και έφυγαν για το σπίτι της Αφροδίτης για να μιλήσουν με τον πατέρα της. Για να δούμε ... Ποιον ν' ακολουθήσουμε;
Χμμμ ... προτείνω να διαλέξουμε τον Τζάκο. Δεν είστε περίεργοι τι έχει να πει ο Βλάσσης Μαρκουλάκης; Φυσικά, θα επιστρέψουμε στον Στέφανο μας. Πώς θα μπορούσαμε να τον αφήσουμε μόνο μετά τα καινούργια κατορθώματα της Αφροδίτης που πρόκειται να μάθει. Τέλος πάντων! Για να δούμε ...
~ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗ ~
~ ΣΥΝΟΡΑ ΒΟΥΛΑΣ-ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ ~
Ο Τζάκος, αξιολάτρευτος μέσα στο πανάκριβο μπλε κοστούμι Armani, περπατά με τον Μικρούλη, τρομακτικό με το γκρι κοστούμι του, τρία βήματα πίσω του μέχρι την εξώπορτα.
Αυτός χτυπάει το κουδούνι και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίζεται στο κατώφλι η Λουΐζα Μαρκουλάκη, η μητέρα της Αφροδίτης, που είναι μια συνηθισμένη γυναίκα γύρω στα πενήντα, με τρομαγμένα μαύρα μάτια και θαμπά κόκκινα μαλλιά. Η ταλαιπωρία και η κακή ποιότητα ζωής της φαίνονται ξεκάθαρα στο σπασμένο πρόσωπο της. Αυτή είναι σχεδόν στην ίδια ηλικία με τη Μαίρη, αλλά φαίνεται τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη. Μόλις βλέπει τον Τζάκο, πανικοβάλλεται λίγο, αλλά πολύ γρήγορα ανακτά την ψυχραιμία της ... κάπως!
«Κύριε Ηλιόπουλε; Τι ... Τι κάνετε εδώ; Η Αφροδίτη δεν είναι σπίτι»
«Δεν ήρθα για την κόρη σου. Τον άντρα σου θέλω. Είναι εδώ;»
«Εεεε ... Ναι. Περάστε μέσα»
Ο Τζάκος διασχίζει το κατώφλι και ο Μικρούλης τον ακολουθεί. Η Λουΐζα κοιτάζει τον θεόρατο άντρα.
«Ο κύριος;»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Ο σωματοφύλακας μου. Υπάρχει πρόβλημα;»
«Δεν θα ήταν καλύτερα να περιμένει έξω; Εννοώ, δεν κινδυνεύετε στο σπίτι μας»
«Δεν είναι εδώ για να προστατεύσει εμένα»
«Τι ... Τι εννοείται μ' αυτό;»
«Άκου, κυρά μου. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Πήγαινε με στον άντρα σου και προσευχήσου στον Θεό να μην αναγκαστεί να παρέμβει»
«Εεεε ... Μάλιστα. Αμέσως»
Οι τρεις τους πάνε στο σαλόνι όπου ο πατέρας της Αφροδίτης, Βλάσσης Μαρκουλάκης, κάθεται στον καναπέ και διαβάζει εφημερίδα. Είναι ένας μάλλον γοητευτικός άντρας πενήντα ετών. Τα μαύρα μαλλιά του είναι αρκετά γκριζαρισμένα και τα μπλε μάτια του, που είναι ίδια με της κόρης του, λάμπουν στο φως που μπαίνει απ' τα παράθυρα.
Αλλά κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Όπως και με την Αφροδίτη, η παρουσία του εκπέμπει κάτι κακό ... Κάτι σατανικό που σε απωθεί και σε κάνει να τον αντιπαθείς με την πρώτη ματιά. Αυτός μόλις βλέπει τους επισκέπτες, αφήνει κάτω την εφημερίδα και σηκώνεται.
«Τι συμβαίνει εδώ, Λουΐζα;»
Αυτή ξεροκαταπίνει.
«Ο κύριος Ηλιόπουλος ήρθε να σε δει»
«Λοιπόν ... Καιρός ήταν!»
Ο Τζάκος βρυχάται θυμωμένος καθώς τα μάτια του αποκτούν ένα βαθύ χρυσαφί χρώμα.
«Δεν αρχίζουμε καλά!»
Ο Μικρούλης τρίζει τα δόντια του, οπότε ο Βλάσσης αλλάζει αμέσως τον τόνο και τη στάση του και χαμογελάει αμήχανα.
«Αστειεύομαι, φυσικά. Παρακαλώ, κύριοι, καθίστε. Λουΐζα, φέρε μας κάτι να πιούμε»
Αυτή ανασκουμπώνεται.
«Φυσικά! Τι θέλετε να σας φέρω; Καφέ, χυμό, τσάι ή κάτι πιο δυνατό;»
Ο Τζάκος κουνάει το χέρι του.
«Τίποτα. Δεν έχω καθόλου χρόνο»
Ο Βλάσσης γελάει.
«Λογικό. Ένας επιχειρηματίας σαν εσένα είναι πάντα απασχολημένος. Ακόμα και τα Σαββατοκύριακα»
«Μοιάζει περισσότερο με καμία ανάπαυση για τους κακούς, αλλά τέλος πάντων!»
«Ας μπούμε στο ψητό, λοιπόν. Καθίστε!»
Ο Τζάκος κάθεται στην πολυθρόνα και ο Μικρούλης στέκεται πίσω του και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. Οι άλλοι δύο κάθονται στον καναπέ απέναντι τους με τον Βλάσση να παίρνει τον λόγο.
«Λοιπόν, κύριε Ηλιόπουλε; Είμαι όλος αυτιά. Σε τι οφείλουμε την τιμή της επίσκεψης σας;»
Αλλά πριν προλάβει ο Τζάκος ν' ανοίξει το στόμα του, ένα μικρό αγόρι μπαίνει στο δωμάτιο φωνάζοντας. Είναι περίπου τριών ετών, με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια. Είναι πολύ όμορφος, παρά τα παλιά και λίγο βρώμικα ρούχα που φοράει, αλλά δεν λάμπει. Όχι όπως λάμπουν όλοι οι Ηλιόπουλοι.
«Παππού! Παππού!»
Το αγόρι τρέχει στον Βλάσση, αλλά όταν βλέπει τους δύο άγνωστους άντρες, σταματάει απότομα.
«Ποιοι είναι αυτοί;»
Ο Βλάσσης το αγριοκοιτάζει.
«Καλεσμένοι. Πήγαινε στο δωμάτιο σου»
«Όχι. Θέλω να μείνω εδώ»
Ο Τζάκος κοιτάζει το αγόρι. Παρόλο που ξέρει ότι δεν είναι εγγονός του, αυτός ψάχνει για κάτι απ' τον Στέφανο, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Όχι! Ακόμα κι αν δεν ήξερε την αλήθεια, δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει ότι αυτό το αγόρι είναι ο γιος του Στέφανου. Τίποτα πάνω στο παιδί δεν του θυμίζει τον Στέφανο. Εκτός ίσως απ' το χρώμα των μαλλιών του, αλλά αυτό είναι κάτι τόσο συνηθισμένο. Χωρίς να ξέρει γιατί, αυτός νιώθει την ανάγκη να μιλήσει στο παιδί. Κάτι τον οδηγεί να το κάνει. Κάτι σαν μια σιωπηλή κραυγή για βοήθεια απ' το ίδιο το παιδί. Έτσι λοιπόν ...
«Άσε το παιδί να μείνει. Δεν πειράζει. Έλα εδώ, ανθρωπάκι!»
Το αγόρι τον πλησιάζει κάπως διστακτικά ρίχνοντας κρυφές τρομαγμένες ματιές στον Μικρούλη. Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Φοβάσαι τον Μικρούλη;»
Το παιδί γουρλώνει τα μάτια του.
«Γιατί τον λες Μικρούλη; Είναι τεράστιος!»
Οι δύο άντρες, ο Τζάκος και ο Μικρούλης, γελούν με την απίστευτη γλυκύτητα και την παιδική αθωότητα αυτού του αγοριού.
«Μικρούλης είναι απλώς το παρατσούκλι του. Και ναι, μπορεί να είναι τεράστιος και τρομακτικός, αλλά είναι πολύ καλός και αγαπάει πολύ τα μικρά παιδιά»
Ο μικρός ενθουσιάζεται.
«Είναι ο καλός γίγαντας;»
«Ναι, και θέλεις να μάθεις και κάτι άλλο; Μπορεί να σε σηκώσει μόνο με το ένα του χέρι»
«Αλήθεια;»
«Ναι. Θέλεις να το κάνεις;»
«Ναι! Ναι! Ναι!»
«Πήγαινε κοντά του»
Το αγόρι πλησιάζει τον Μικρούλη, ο οποίος χαμογελώντας απλώνει το τεράστιο χέρι του και τον σηκώνει ψηλά. Το αγόρι γελάει δυνατά κι ανοίγει τα χέρια και τα πόδια του σαν να πετάει.
«Κοίτα, Γιαγιά! Πετάω!»
Η Λουΐζα του χαμογελάει, αλλά ο Βλάσσης γυρίζει τα μάτια του, κάνοντας τον Τζάκο να πιστέψει ότι κάτι κακό συμβαίνει. Όταν ο Μικρούλης τον αφήνει κάτω, αυτός τρέχει στον Τζάκο.
«Σ' ευχαριστώ, κύριε!»
«Σου άρεσε;»
«Πολύ! Δεν έχω πετάξει ποτέ πριν»
«Χαίρομαι που σ' άρεσε, αλλά τώρα θέλω να μου πεις τ' όνομα σου»
«Τώρα με λένε Τζανέτο»
«Τώρα; Τι εννοείς; Είχες άλλο όνομα πριν;»
«Ναι»
Ο Βλάσσης χτυπάει το χέρι του με δύναμη στο τραπεζάκι.
«Σκάσε, ρε κωλόπαιδο! Μην πεις άλλη λέξη!»
Το αγόρι κλείνει το στόμα του τρομαγμένο κι ο Τζάκος, εξοργισμένος με τον τρόπο που μίλησε ο Βλάσσης, τον κοιτάζει άγρια.
«Πώς τολμάς και του μιλάς έτσι; Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Είναι μωρό!»
«Είναι εγγονός μου και μπορώ να του μιλάω όπως θέλω. Εσύ δεν φωνάζεις ποτέ στα παιδιά σου;»
«Όχι έτσι. Έχω τέσσερα και έχω μεγαλώσει άλλα δέκα μέχρι στιγμής και δεν έχω εκφοβίσει ποτέ κανένα με τέτοιο τρόπο»
«Φυσικά! Εσύ είσαι ανώτερος. Ο σπουδαίος Τζάκος Ηλιόπουλος»
«Είσαι πολύ τυχερός που είναι το παιδί εδώ»
Ο Βλάσσης είναι έτοιμος να πει κάτι, αλλά ο βρυχηθμός που βγαίνει απ' τον λαιμό του Μικρούλη τον σταματάει. Ο Τζάκος γυρίζει πίσω στο αγόρι.
«Μη φοβάσαι, μικρέ μου φίλε. Κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει»
Ο μικρός ξεθαρρεύει λίγο.
«Σε λένε Τζάκο; Μοιάζει με το δικό μου»
«Τζάκος είναι το παρατσούκλι μου, ανθρωπάκι. Το πραγματικό μου όνομα είναι Τζανέτος, σαν το δικό σου»
«Αλήθεια;»
«Ναι, αλλά για πες μου, τι όνομα είχες πριν;»
«Με φώναζαν Βλάσση, όπως ο παππούς μου, αλλά πριν από λίγο καιρό η μαμά μου είπε ότι πρέπει ν' αλλάξω τ' όνομα μου και να με λένε Τζανέτο»
Ο Βλάσσης αγριοκοιτάζει την γυναίκα του.
«Λουΐζα, πήγαινε το παιδί στο δωμάτιο του αμέσως τώρα!»
Αυτή σηκώνεται.
«Έλα, Τζανέτο»
«Ναι, Γιαγιά»
Το αγόρι περπατά προς τη Λουΐζα, αλλά γυρίζει και τρέχει πίσω στον Τζάκο. Ρίχνεται στην αγκαλιά του κι αυτός τον αγκαλιάζει πίσω.
«Γεια σου, Τζάκο»
«Να προσέχεις, ανθρωπάκι»
Ο μικρός του ψιθυρίζει στ' αυτί.
«Μου αρέσει το Τζανέτος. Το Βλάσσης είναι Μπλιαχ. Σε παρακαλώ να ξανάρθεις!»
Η Λουΐζα αρπάζει το παιδί και το πηγαίνει μέσα. Ο Τζάκος ξεφυσάει και αγριοκοιτάζει τον Βλάσση.
«Το ξέρεις ότι το βασανίζεις το παιδί, έτσι;»
Ο Βλάσσης σηκώνει τους ώμους.
«Αν θέλεις να τον σώσεις, πες στον γιο σου να τον αναγνωρίσει και πάρτον μαζί σου. Θα κάνεις τεράστια χάρη και σε μένα και στην κόρη μου»
«Ήρθα εδώ για να μιλήσω ήρεμα και πολιτισμένα, αλλά δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή»
Αυτός σηκώνεται όρθιος κι αρχίζει να φωνάζει.
«Άκου με, ρε μαλάκα! Ξέρω την αλήθεια και μπορώ να την αποδείξω. Δεν ξέρω με ποιον γκαστρώθηκε η τσούλα η κόρη σου, αλλά δεν είναι ο γιος μου! Γι' αυτό, πες της να κάνει πίσω και να τον αφήσει ήσυχο, αλλιώς θα σας καταστρέψω όλους. Και όσο για το παιδί, θα κάνω ό,τι μπορώ για να το σώσω από σένα. Συνεννοηθήκαμε, ρε;»
Ο Βλάσσης τον αγριοκοιτάζει πίσω.
«Φύγε απ' το σπίτι μου, αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία!»
Ο Τζάκος τον πλησιάζει, τον αρπάζει απ' το πουκάμισο και φέρνει το πρόσωπο του μια ανάσα απ' το δικό του. Τα μάτια του έχουν γίνει εντελώς χρυσά ...
«Κάντο! Κάντο για να δούμε ποιος θα βγει χαμένος! Εσύ και η τσούλα η κόρη σου τα βάλατε με τον λάθος άνθρωπο! Είμαι ο Τζανέτος Ηλιόπουλος, ρε αρχίδι και έχω τη δύναμη να σε συντρίψω μ' ένα χτύπημα των δακτύλων μου, και θα το κάνω αν συνεχίσεις να ενοχλείς την οικογένεια μου!»
Αυτός τον σπρώχνει και τον πετάει ξανά στον καναπέ.
«Θα πληρώσετε όλοι γι' αυτό!»
«Αυτό θα το δούμε! Έλα, Μικρούλη. Πάμε να φύγουμε απ' τη φωλιά αυτού του φιδιού. Χρειάζομαι καθαρό αέρα!»
«Μάλιστα, κύριε»
Οι δύο άντρες φεύγουν απ' το σπίτι, χτυπώντας την πόρτα πίσω τους και η Λουΐζα μπαίνει στο δωμάτιο τρομοκρατημένη.
«Τι θα κάνουμε τώρα, Βλάσση; Αυτός ο άνθρωπος εννοεί αυτό που λέει»
«Δεν ξέρω»
«Εσύ και η κόρη σου με τις φαεινές της ιδέες. Στο είπα τόσες φορές. Δεν θ' αναγνωρίσουν ποτέ το παιδί»
«Θα το κάνουν. Η Αφροδίτη είπε ...»
«Δεν άκουσες τι είπε; Ξέρουν την αλήθεια! Ξέρουν ότι το παιδί δεν είναι του Στέφανου. Βάλε ένα τέλος σ' αυτό, Βλάσση. Πες στην Αφροδίτη να κάνει πίσω. Αυτός ο άνθρωπος θα μας καταστρέψει»
«Τηλεφώνησε της και πες της να έρθει εδώ αμέσως»
«Θα το κάνεις δηλαδή; Μπράβο, Βλάσση μου! Σ' ευχαριστώ!»
«Μη βιάζεσαι να μ' ευχαριστήσεις. Δεν έχω σκοπό να της πω να σταματήσει»
«Αλλά; Τι σκοπεύεις να κάνεις; Τι θα της πεις, Βλάσση;»
«Να το φτάσει στα άκρα. Μας φόρτωσε ένα άχρηστο παιδί με την προϋπόθεση ότι θα μας φέρει λεφτά»
«Αυτό το παιδί είναι ο εγγονός σου, Βλάσση. Το παιδί της κόρης σου»
«Αυτό το παιδί είναι βάρος, Λουΐζα. Οικονομικό και ψυχικό»
«Σταμάτα να το λες αυτό! Το ίδιο είπες και στην άλλη μας κόρη και πήρε το παιδί της κι έφυγε. Έχω ήδη χάσει ένα εγγόνι, Βλάσση. Δεν πρόκειται να χάσω κι άλλο»
«Αλήθεια; Και πως ακριβώς θα το κάνεις αυτό;»
«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά κάτι θα βρω. Να είστε σίγουροι γι' αυτό. Κι εσύ και η κόρη σου»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ CHARITEX PHARMACEUTICAL ~
~ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ ~
~ ΓΡΑΦΕΙΟ του CEO ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΥ ~
Ο Αντώνης Χαριτόπουλος είναι ένας νεαρός επιχειρηματίας, και όπως ο Στέφανος, έχει αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα του. Έχει την ίδια ηλικία με τον Στέφανο και μάλιστα οι δυο τους, μαζί με τον Ιάσονα φυσικά, ήταν συμμαθητές στο γυμνάσιο και στο λύκειο.
Τα τρία αγόρια έκαναν συχνά παρέα μέχρι που ξαφνικά, περίπου δύο μήνες πριν χωρίσουν ο Στέφανος με την Αφροδίτη, ο Αντώνης εξαφανίστηκε χωρίς λόγο και, φυσικά, χωρίς εξήγηση. Ο Στέφανος και ο Ιάσονας προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μετά το πάρτι που αυτός εξαφανίστηκε απ' την πίσω πόρτα όταν τους είδε, αυτοί δεν προσπάθησαν ξανά.
Αλλά όπως φαίνεται, τώρα είναι η ώρα για εξηγήσεις. Όσο κι αν ο Αντώνης ήθελε ν' αποφύγει αυτή τη συνάντηση, ο πατέρας του δεν του άφησε άλλη επιλογή μετά το τηλεφώνημα του Αλέκου. Αυτός φοβάται κάτι. Ας δούμε τι ...
Η γραμματέας του μόλις τον ενημέρωσε ότι ήρθαν οι επισκέπτες του κι εκείνος της είπε να τους φέρει μέσα. Κάθεται πίσω απ' το γραφείο του και κοιτάζει μια φωτογραφία πάνω του.
«Για να δούμε τι μας περιμένει, μωρό μου!»
Η πόρτα ανοίγει κι ο Στέφανος με τον Ιάσονα μπαίνουν στο γραφείο. Ο Αντώνης σηκώνεται όρθιος και σφίγγει τα χέρια τους.
«Στέφανε ... Ιάσονα ... Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια»
Ο Στέφανος χαμογελάει.
«Όχι ακριβώς τέσσερα»
«Τι εννοείς;»
Ο Ιάσονας σπεύδει να εξηγήσει.
«Εννοεί εκείνο το πάρτι στο Λημέρι, Αντωνάκη. Θυμάσαι; Πριν δύο χρόνια περίπου. Εσύ το έσκασες απ' την πίσω πόρτα σαν κλέφτης όταν μας είδες»
Η αμηχανία είναι εμφανής στο πρόσωπο του Αντώνη.
«Ναι. Λοιπόν ... Καθίστε και θα τα ξεκαθαρίσουμε όλα. Θέλετε κάτι να πιείτε;»
Αυτοί αρνούνται ευγενικά και κάθονται στις καρέκλες μπροστά στο γραφείο.
Ο Αντώνης κάθεται ξανά στην θέση του και παίρνει τον λόγο.
«Στέφανε, φίλε μου ...»
Ο Στέφανος καγχάζει.
«Κόψε τις μαλακίες, Αντωνάκη. Δεν είσαι φίλος μου. Ένας φίλος δεν πηδάει την γκόμενα του φίλου του. Και αν το κάνει, έχει τ' αρχίδια να το παραδεχτεί τουλάχιστον»
Ο Αντώνης ξεφυσάει.
«Έχεις δίκιο ό,τι και να πεις, αλλά αν μ' αφήσεις να σου εξηγήσω ...»
«Όχι. Δεν θέλω ν' ακούσω φτηνές δικαιολογίες. Δεν με νοιάζει πια»
«Γιατί ήρθες τότε;»
«Έμαθα τι σου έκανε με το παιδί»
«Πώς το έμαθες;»
«Δεν έχει σημασία. Ξέρω επίσης ότι της έδωσες μισό εκατομμύριο ευρώ για να κρατήσει το στόμα της κλειστό»
«Ο πατέρας μου, όχι εγώ»
«Πες μου τι ακριβώς συνέβη»
Ο Αντώνης γέρνει πίσω στην καρέκλα του.
«Πριν σου πω, θέλω να ξέρεις ότι ήθελα να σου μιλήσω ... Να σε προειδοποιήσω γι' αυτήν, αλλά ... Δεν το έκανα»
«Γιατί;»
«Επειδή φοβόμουν ότι δεν θα με πιστέψεις. Ήσουν τόσο ερωτευμένος μαζί της. Αν σου έλεγα τι συνέβη, θα κατηγορούσες εμένα»
«Έχεις δίκιο σ' αυτό. Δεν θα σε πίστευα τότε, αλλά θα σε πιστέψω τώρα. Πες μου»
«Καταρχήν, σου ορκίζομαι ότι δεν έφταιγα εγώ. Τουλάχιστον όχι εντελώς, αλλά ας τα πάρουμε απ' την αρχή. Όταν αρχίσατε να βγαίνετε, αυτή έπαιζε επίσης με κάποιον Χάρη. Δεν ξέρω αν τον ξέρεις»
«Τον συνάντησα μια φορά όταν τον έπιασα να τη γαμάει στο κρεβάτι μου»
«Μάλιστα. Γι' αυτό χωρίσατε. Τέλος πάντων! Σταμάτησε να τον βλέπει για λίγο καιρό, αλλά ξανάρχισε δύο χρόνια πριν χωρίσετε»
Ο Ιάσονας εκπλήσσεται.
«Δύο χρόνια; Πώς κατάφερε να το κρατήσει μυστικό για τόσο πολύ;»
Ο Αντώνης χαμογελάει.
«Μ' αρέσει που ρωτάς, ρε Ιάσονα! Η γυναίκα είναι διαβολική. Εκτός απ' τον Χάρη, αυτή πηδιόταν και μ' άλλους δύο τύπους, φίλους του»
Ο Στέφανος θυμάται τα λόγια του μικρού Ερμή.
«Τρεις διαφορετικές μυρωδιές ...»
«Τι;»
«Τίποτα. Συνέχισε»
Ο Ιάσονας επεμβαίνει.
«Για περίμενε ένα λεπτό, ρε Αντώνη. Εσύ πώς τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Όταν με πλησίασε για το παιδί, προσέλαβα έναν ιδιωτικό ερευνητή για να ψάξει τη ζωή της»
Ο Στέφανος παίρνει πάλι τον λόγο.
«Πότε τα έμπλεξε μαζί σου;»
«Όπα! Δεν τα έμπλεξα ποτέ μαζί της. Αυτό που συνέβη ήταν μόνο μια φορά»
«Και σε έχρισε πατέρα του παιδιού μετά από μονάχα ένα πήδημα;»
«Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση»
«Πότε έγινε;»
«Περίπου δύο μήνες πριν χωρίσετε. Την εποχή που όντως έγινε η σύλληψη του παιδιού. Εσύ ήσουν σε επαγγελματικό ταξίδι. Μου τηλεφώνησε εκ μέρους σου και μου ζήτησε να έρθω σπίτι σας γιατί ήθελες να με ρωτήσεις για κάποια καινούργια φάρμακα για τον πατέρα σου»
«Για τον πατέρα μου;»
«Ναι. Μου είπε ότι ο πατέρας σου είναι πολύ άρρωστος και οι γιατροί δεν του δίνουν καμία ελπίδα. Έκλαιγε με λυγμούς στο τηλέφωνο και με παρακαλούσε να τον βοηθήσω»
Ο Ιάσονας αδυνατεί να το πιστέψει, όπως και ο Στέφανος.
«Και εσύ την πίστεψες έτσι απλά; Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο;»
«Με παρακάλεσε να μην το κάνω. Δεν ήθελε να ξέρεις τίποτα μέχρι να βρεθεί μια λύση για να μην έχεις μάταιες ελπίδες. Θα σου το λέγαμε μόνο αν βρισκόταν θεραπεία για τον πατέρα σου. Τώρα που το σκέφτομαι, βλέπω πόσο ανόητος ήμουν, αλλά ήσουν φίλος μου και ήθελα να σε βοηθήσω. Γι' αυτό πήγα σπίτι σου εκείνο το βράδυ»
«Και τι έγινε εκεί; Πώς καταλήξατε στο κρεβάτι;»
«Δεν ξέρω. Το μόνο που θυμάμαι είναι να κάθομαι στον καναπέ κι εκείνη να μου προσφέρει ένα ποτό. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω γυμνός δίπλα της στο κρεβάτι το πρωί»
Ο Ιάσονας τον κοιτάζει με απορία.
«Σε νάρκωσε; Και πώς κατάφερες να την πηδήξεις;»
«Ποιος σου είπε ότι την πήδηξα;»
Ο Στέφανος εξανίσταται.
«Τι στο διάολο λες, ρε Αντώνη;»
«Αυτό που άκουσες, Στέφανε. Δεν έγινε τίποτα ανάμεσα σε μένα και την Αφροδίτη. Δεν την άγγιξα ποτέ. Αυτή ήξερε ότι δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο σε σένα, και το έστησε όλο, προφανώς για να έχει μια δικλίδα ασφαλείας»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι σε νάρκωσε;»
«Τα φάρμακα είναι η δουλειά μου, Στέφανε. Έκανα εξετάσεις την επόμενη μέρα και βρήκα ότι με νάρκωσε με Rohypnol, το λεγόμενο χάπι βιασμού, το οποίο φυσικά είναι τέρμα παράνομο, αλλά πανεύκολο να το προμηθευτείς απ' το σκοτεινό διαδίκτυο. Η δραστική ουσία φλουνιτραζεπάμη είναι αφάνταστα ισχυρή και προκαλεί σωρεία συμπτωμάτων όπως εφίδρωση, αφυδάτωση, απώλεια συνείδησης και μνήμης, ναυτία και εμετό, παραισθήσεις, πονοκέφαλο, εξάντληση, σύγχυση και μειωμένο κινητικό έλεγχο. Δηλαδή, ακόμα και να το ήθελα, δεν θα μπορούσα ν' ανταποκριθώ»
Ο Ιάσονας δεν μπορεί να καταλάβει.
«Αφού τα βρήκες όλα αυτά, γιατί δεν την ξεμπρόστιασες; Γιατί δεν της έκανες μήνυση ή κάτι τέτοιο;»
«Εξαιτίας τους ...»
Ο Αντώνης πιάνει την κορνίζα με την φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας που κρατάει ένα γλυκύτατο αγοράκι περίπου τεσσάρων χρονών και την στρέφει στους άλλους.
«Η γυναίκα μου κι ο γιος μου»
Ο Στέφανος χαμογελάει.
«Παντρεύτηκες; Συγχαρητήρια!»
Ο Ιάσονας επίσης.
«Πολύ χαριτωμένο μωρό»
Ο Αντώνης φουσκώνει από περηφάνια.
«Ο μικρός μου χούλιγκαν»
Ο Στέφανος γυρίζει ξανά στην προηγούμενη συζήτηση.
«Όμως δεν καταλαβαίνω. Τι σχέση έχουν οι γυναίκα σου κι ο γιος σου με όλα αυτά;»
«Άκου, φίλε ... Όταν συνέβη αυτό, η γυναίκα μου ήταν έγκυος. Αν μάθαινε ότι πέρασα μια νύχτα με άλλη γυναίκα, δεν θα πίστευε ποτέ ότι δεν συνέβη τίποτα. Κι ακόμα κι αν με πίστευε, πάντα θα είχε αμφιβολίες. Ίσως φταίω εγώ. Ίσως έπρεπε να της τα είχα πει όλα τότε, αλλά φοβόμουν, Στέφανε. Φοβόμουν μην χάσω τη γυναίκα μου και το παιδί μου»
Ο Ιάσονας καταλαβαίνει.
«Γι' αυτό δώσατε τα χρήματα στην Αφροδίτη όταν σας είπε για το παιδί;»
«Ναι. Απείλησε να με εκθέσει κι ο πατέρας μου αποφάσισε να της κλείσει το στόμα»
Ο Στέφανος ξεφυσάει.
«Το ξέρεις ότι έβαλε στο μάτι εμένα τώρα;»
«Ναι. Είδα την εκπομπή εκείνου του γελοίου. Ο πατέρας σου το έπαιξε πολύ έξυπνα»
«Ναι»
«Υπάρχει περίπτωση το παιδί να είναι δικό σου;»
«Όχι, δεν υπάρχει καμία περίπτωση»
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Δεν ξέρω ακόμα»
«Άκου, Στέφανε ... Είπες νωρίτερα ότι δεν είμαι φίλος σου, αλλά θέλω να σου αποδείξω ότι κάνεις λάθος»
Αυτός ανοίγει το πρώτο του συρτάρι και βγάζει έναν μεγάλο φάκελο, τον οποίο δίνει στον Στέφανο.
«Εδώ είναι όλα τα στοιχεία για το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ. Υπάρχουν και μαγνητοσκοπημένες συνομιλίες για τον εκβιασμό της και τα χρήματα. Είναι αρκετά για να τη βάλεις στη φυλακή για πολύ καιρό. Πάρτα και χρησιμοποίησε τα όπως νομίζεις. Αν χρειαστεί, είμαι πρόθυμος να καταθέσω για σένα στο δικαστήριο. Το μόνο που σου ζητάω είναι να με ειδοποιήσεις λίγες μέρες πριν, ώστε να έχω χρόνο να εξηγήσω τα πάντα στη γυναίκα μου»
«Σ' ευχαριστώ πολύ, Αντώνη. Αυτό σημαίνει πολλά για μένα. Υπόσχομαι ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσω»
«Λυπάμαι πολύ που καταστρέψαμε τη φιλία μας για μια ...»
Ο Ιάσονας πετάγεται και λέει αυτό που όλοι σκέφτονται.
«Για μια τσούλα. Πες το. Μην ντρέπεσαι»
Ο Στέφανος χαμογελάει.
«Δεν μας εμποδίζει τίποτα να προσπαθήσουμε να την αποκαταστήσουμε»
Ο Αντώνης ανταποδίδει το χαμόγελο.
«Αν το εννοείς πραγματικά, είμαι μέσα με τα χίλια!»
Οι δύο κοιτάζουν τον Ιάσονα που δεν αργεί να χαμογελάσει.
«Κι εγώ! Ελάτε να δώσουμε τα χέρια όπως παλιά»
Οι τρεις άνδρες σφίγγουν τις γροθιές τους και τις ενώνουν όπως έκαναν τότε στο σχολείο. Ο Αντώνης ισιώνει την φωτογραφία της οικογένειας του.
«Θα ήθελα πολύ να έρθετε σπίτι μου για φαγητό και να γνωρίσετε τη γυναίκα μου και τον μικρό μου χούλιγκαν»
Ο Στέφανος είναι πολύ ανοιχτός στην πρόσκληση.
«Θα το κάνουμε, Αντώνη. Μόλις απαλλαγούμε από το πρόβλημα, θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε. Αλλά τώρα ήρθε η ώρα να φύγουμε»
Οι τρεις άντρες σηκώνονται όρθιοι κι ο Αντώνης τους συνοδεύει στην πόρτα.
«Γεια σου, Στέφανε, και λυπάμαι πραγματικά για ότι έγινε»
«Περασμένα-ξεχασμένα»
«Εύχομαι ειλικρινά να βρεις την κατάλληλη γυναίκα»
«Ξέρεις κάτι; Νομίζω ότι τη βρήκα»
«Τότε σου εύχομαι τα καλύτερα»
«Σ' ευχαριστώ»
«Όσο για σένα, Ιάσονα ...»
«Άσε με εμένα. Είμαι εκεί ακριβώς που ανήκω. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο»
«Μα φυσικά! Η Αναΐς. Κάπου διάβασα για σας τους δύο»
«Συγκλονιστικό!»
Αυτοί γελούν.
«Εις το επανιδείν, παιδιά»
Ο Στέφανος κι ο Ιάσονας φεύγουν κι ο Αντώνης επιστρέφει στο γραφείο του και σηκώνει το τηλέφωνο. Παίρνει έναν αριθμό και η γλυκιά φωνή της γυναίκας του απαντάει αμέσως.
«Γεια σου, γλυκιά μου! ... Ναι. Τελείωσα νωρίς. ... Εννοείται! Ετοίμασε το παιδί. Έρχομαι να σας πάρω. Σήμερα θα περάσουμε τη μέρα μόνο οι τρεις μας, όπως σας υποσχέθηκα»
~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΣΠΙΤΙ του ΤΖΑΚΟΥ & της ΜΑΙΡΗΣ ~
Αφού πρώτα έστειλε τον Μικρούλη πίσω στη δουλειά του, ο Τζάκος μπαίνει στο σπίτι και, προς έκπληξη του, το βρίσκει σχεδόν άδειο. Αυτό δεν συμβαίνει πολύ συχνά. Συνήθως το σαλόνι του είναι γεμάτο κόσμο, κάτι που του αρέσει πολύ. Αυτός μισεί τη μοναξιά.
Είπα σχεδόν άδειο γιατί το μόνο άτομο εκεί είναι η Εύα, που όταν τον βλέπει χαμογελάει και τα μάτια της φωτίζονται.
«Τι έγινε, Μπαμπά μου; Φαίνεσαι λυπημένος»
Ο Τζάκος, επηρεασμένος απ' αυτό που συνέβη πριν, ο τρόπος που εκείνο το κάθαρμα, ο Βλάσσης, συμπεριφέρθηκε στο μικρό αγόρι, πλησιάζει την κόρη του, την παίρνει στην αγκαλιά του και την σφίγγει.
«Τι έπαθες, Μπαμπά μου;»
«Πριγκίπισσα μου ... Συγγνώμη! Λυπάμαι πραγματικά αν ήμουν ποτέ κακός και σου φώναξα. Σ' αγαπάω τόσο πολύ και γι' αυτό συμπεριφέρομαι έτσι»
«Τι λες, Μπαμπά; Δεν είσαι ποτέ κακός»
«Μα σε απειλώ συνέχεια με τις καλόγριες. Σε εκφοβίζω»
«Αχ, βρε Μπαμπά! Ποιος στο είπε αυτό; Είσαι ο καλύτερος πατέρας στον κόσμο»
«Μιλάς σοβαρά;»
«Φυσικά. Δεν υπάρχει καλύτερος από σένα»
«Σ' αγαπάω, Πριγκίπισσα μου»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Μπαμπά μου»
Αυτοί αγκαλιάζονται για λίγο ακόμα. Τότε, η Εύα αποφασίζει να πειράξει λίγο τον πατέρα της.
«Εεεε ... Μπαμπά;»
«Ναι;»
«Μπορώ να πάω σινεμά απόψε μ' ένα αγόρι απ' την τάξη μου;»
«Τι; Ξέχνα το! Πάνω απ' το πτώμα μου, Πριγκίπισσα! Παίρνω το μοναστήρι τώρα!»
Το κορίτσι ξεσπάει σε γέλια.
«Το ήξερα!»
Ο Τζάκος χαμογελάει αμήχανα.
«Εεεε ... Εννοώ ... Μπορούμε να το συζητήσουμε. Γαμώτο! Το έκανα πάλι, ε;»
«Ναι, αλλά δεν πειράζει, Μπαμπά μου. Πλάκα σου έκανα έτσι κι αλλιώς!»
«Πολύ αστείο, Πριγκίπισσα»
«Κάνε μου μια χάρη, Μπαμπά»
«Τι;»
«Μην αλλάξεις ποτέ!»
«Θα προσπαθήσω»
«Ευχαριστώ!»
Η Μαίρη μπαίνει στο σαλόνι.
«Επ! Σας έπιασα! Τι κάνετε εσείς οι δύο εδώ;»
Η Εύα χαχανίζει.
«Τίποτα, Μαμά. Ο μπαμπάς και εγώ χαζολογούμε λίγο»
«Χμμμ ... Ας το πιστέψω!»
Ο Τζάκος σοβαρεύει καθώς κοιτάζει την γυναίκα του.
«Μαίρη, πρέπει να μιλήσουμε!»
«Πάμε πάνω»
Η Εύα σηκώνεται απ' τον καναπέ.
«Όχι. Καθίστε εδώ. Εγώ πάω δίπλα. Οι Σταγόνες με περιμένουν να τους μάθω πώς να παίζουν Mortal Kombat»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Επάνω τους, Πριγκίπισσα!»
Η Εύα φεύγει και η Μαίρη κάθεται δίπλα στον Τζάκο κι αυτός την κοιτάζει με το χαμόγελο να σβήνει ξανά απ' το πρόσωπο του. Αυτή του πιάνει το χέρι.
«Τόσο άσχημα, ε;»
«Δεν μπορείς καν να φανταστείς! Πού είναι η Αναΐς και ο Νικόλας;»
«Η Αναΐς είναι για ψώνια με την Δώρα και ο Νικόλας είναι στην πίσω αυλή και προπονείται στην τοξοβολία με τον Άρη και τον Ερμή. Μίλα ελεύθερα»
«Αυτός ο τύπος, ο Βλάσσης, είναι ένας γαμημένος μπάσταρδος! Ένας Θεός ξέρει πώς κρατήθηκα και δεν τον στραγγάλισα με τα ίδια μου τα χέρια!»
«Πες μου τι έγινε»
«Γνώρισα το παιδί»
«Ω! Και;»
«Είναι ένα πολύ γλυκό και έξυπνο αγόρι, αλλά δεν έχει τίποτα απ' τον Στέφανο μας. Δεν του μοιάζει καθόλου»
«Λογικό μιας και δεν είναι δικός του»
«Ναι»
«Τότε γιατί είσαι έτσι;»
Αυτός τρίβει το πρόσωπο του και την κοιτάζει με λυπημένα μάτια.
«Δεν το είδες, Μαίρη. Δεν ήσουν εκεί. Αυτό το παιδί κακοποιείται»
«Θεέ μου! Το χτυπάνε; Είδες μώλωπες ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι, αλλά αν δεις τα ρούχα του. Το καημένο! Για να μην σου πω για την ψυχολογική κακοποίηση»
«Αχ, όχι!»
«Μαίρη, το παιδί είναι τρομοκρατημένο. Ρίχτηκε στην αγκαλιά μου και με παρακάλεσε να επιστρέψω. Είμαι σίγουρος ότι ήταν μια κραυγή για βοήθεια. Αν άκουγες εκείνο το κάθαρμα πως του μιλάει. Και το ακόμα χειρότερο, του μπερδεύουν το μυαλό»
«Τι εννοείς;»
«Τον ονόμασαν Βλάσση»
«Βλάσση; Μα πως; Η Αριάδνη είπε ότι το αγόρι συστήνεται ως Τζανέτος και επίσης εκείνη η σκύλα είπε ...»
«Αυτό σου λέω. Μου είπε ότι η μάνα του είπε ν' αλλάξει το όνομα του λίγο καιρό πριν»
«Η γαμημένη πόρνη! Βασανίζει το ίδιο της το παιδί για να βγάλει λεφτά! Αυτό είναι έγκλημα! Τζάκο, κάτι πρέπει να κάνουμε! Δεν πειράζει που το παιδί δεν είναι εγγονός μας. Είναι απλά ένα μικρό παιδί. Πρέπει να τον σώσουμε!»
«Κι εγώ έτσι νομίζω, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν μπορούμε απλά να τον πάρουμε. Τουλάχιστον όχι χωρίς να τον αναγνωρίσει επίσημα ο Στέφανος»
«Όχι! Αυτό δεν είναι καν επιλογή! Δεν πρόκειται να σύρουμε τον Στέφανο σ' αυτό»
«Και τότε τι θα κάνουμε;»
«Καταγγελία στην Πρόνοια. Και θα το κάνουμε τώρα! Πάρε την Κλαίρη»
« Την Κλαίρη; Τι σχέση έχει η Κλαίρη μ' αυτό;»
«Η Κλαίρη τίποτα, αλλά η αδερφή της έχει»
«Ναι! Η αδερφή της είναι κοινωνική λειτουργός! Αυτό είναι! Μπράβο, Αγγελούδι!»
«Τι περιμένεις; Κάλεσε την!»
Αυτός βγάζει το κινητό του απ' την τσέπη του και τηλεφωνεί στη γραμματέα του, η οποία το σηκώνει αμέσως.
«Κύριε Ηλιόπουλε; Τι συμβαίνει;»
«Κλαίρη, συγγνώμη που σ' ενοχλώ Σαββατιάτικα, αλλά χρειάζομαι κάτι από σένα»
«Δεν μ' ενοχλείτε ποτέ, κύριε. Είμαι πάντα εδώ για σας. Πέστε μου τι χρειάζεστε»
«Την αδερφή σου»
«Την αδερφή μου; Τι χρειάζεστε την αδερφή μου;»
«Άκουσε με πολύ προσεκτικά, Κλαίρη ...»
Αυτός της εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει με το παιδί της Αφροδίτης.
«Θεούλη μου! Τι μητέρες υπάρχουν;»
«Δυστυχώς, υπάρχουν και τέτοιες μητέρες. Τέλος πάντων! Κατάλαβες τι θέλω από σένα;»
«Ναι, κύριε. Μην ανησυχείτε. Θα μιλήσω στην αδερφή μου αμέσως τώρα και θα της εξηγήσω το επείγον της υπόθεσης. Αυτή θα ξέρει τι να κάνει»
«Ευχαριστώ, Κλαίρη»
«Όχι, κύριε. Εγώ σας ευχαριστώ που μου εμπιστευτήκατε κάτι τόσο σοβαρό»
«Έχεις κερδίσει επάξια την εμπιστοσύνη μου, με όλα αυτά που έχεις κάνει όλα αυτά τα χρόνια»
«Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ»
«Δώσε στον γιο σου ένα φιλί από μένα»
«Θα το κάνω»
«Πάρε με για να μου πεις τι έγινε»
«Φυσικά»
Αυτός τερματίζει την κλήση.
«Εντάξει. Τακτοποιήθηκε κι αυτό. Τώρα περιμένουμε»
Αυτός γέρνει πίσω στον καναπέ και τσιμπάει τη γέφυρα της μύτης του ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του. Η Μαίρη χώνεται στην αγκαλιά του.
«Εσύ, Τζανέτο-Κοσμά Ηλιόπουλε, σήμερα μου έδωσες έναν ακόμη λόγο να σε λατρεύω σαν θεό!»
«Κι εσύ, Μαρία Αυγέρη, μου απέδειξες γι' άλλη μια φορά πόσο τυχερός είμαι που σ' έχω δίπλα μου!»
Αυτός σκύβει και τη φιλάει απαλά, αλλά με πάθος στα χείλη, ενώ το χέρι του χαϊδεύει τρυφερά το πίσω μέρος του λαιμού της.
Μετά το φιλί, ανοίγει τα μάτια του και την κοιτάζει με κουρασμένο βλέμμα.
«Είσαι κουρασμένος;»
«Είμαι εξαντλημένος»
«Τι θα έλεγες για ένα σπέσιαλ μπάνιο;»
«Θα έλεγα ... Ναι!»
Αυτή σηκώνεται απ' τον καναπέ και του δίνει το χέρι της.
«Έλα μαζί μου, Πρίγκιπα»
«Δείξε μου τον δρόμο, Αγγελούδι!»
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ MEGA GYM ~ ΓΛΥΦΑΔΑ ~
Αφού άφησαν το γραφείο του Αντώνη, οι δύο άντρες καταλήγουν στο αγαπημένο τους γυμναστήριο για να ξεδώσουν λίγο. Αυτοί γυμνάζονται σκληρά για αρκετή ώρα χωρίς να μιλάνε.
Ώσπου κάποια στιγμή το κινητό του Ιάσονα αρχίζει να χτυπάει μ' αυτόν τον ιδιαίτερο ήχο κλήσης που εκνευρίζει τον Στέφανο. Βλέπετε, το αγόρι μας δεν αντέχει καθόλου τη Σελίν Ντιόν.
«Αμάν, ρε μαλάκα! Γιατί δεν άφησες το γαμημένο το κινητό σου στο ντουλάπι σου;»
«Γιατί είμαι ένας ερωτευμένος άντρας. Τράβα γαμήσου!»
Ο Στέφανος γυρίζει τα μάτια του καθώς ο Ιάσονας τρέχει στον πάγκο και, αφού βρίσκει το κινητό του ανάμεσα στις πετσέτες, απαντάει στην κλήση. Ακούγοντας την Αναΐς, αυτός πηγαίνει παράμερα για να μιλήσει κι ο Στέφανος συνεχίζει την προπόνηση. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτός τελειώνει το τηλεφώνημα και επιστρέφει με αλλαγμένη προς το κακό διάθεση. Ο Στέφανος τον κοιτάζει κοροϊδευτικά.
«Γιατί σκοτείνιασες, ρε; Μήπως η αδερφή μου άλλαξε επιτέλους γνώμη και αποφάσισε να σε χωρίσει;»
«Πολύ αστείο, παλιομαλάκα! Αυτό δεν θα γίνει ποτέ!»
«Τότε τι στο διάολο έγινε;»
«Ο μπαμπάς σου έκανε καταγγελία στην Πρόνοια για να πάρουν το παιδί μακριά απ' τη σκύλα»
Το στόμα του Στέφανου ανοίγει διάπλατα.
«Για όνομα του Θεού! Γιατί το έκανε αυτό;»
«Επειδή αυτή κι ο πατέρας της το κακοποιούν»
«Κακοποιεί το ίδιο της το παιδί;»
Ο Στέφανος πάει και κάθεται στον πάγκο. Σκύβει μπροστά, περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του και αναστενάζει. Ο Ιάσονας κάθεται δίπλα του και τον σκουντάει στον ώμο.
«Έλα, ρε φίλε! Μην κάνεις έτσι!»
«Πώς είναι δυνατόν, ρε Νάκο; Τι άλλο θα έρθει στο φως μετά; Τι άλλο να περιμένω να μάθω γι' αυτήν; Πώς δεν κατάλαβα τι άνθρωπος είναι; Ζούσα μαζί της, διάολε, και δεν κατάλαβα πόσο σάπια είναι. Είμαι πραγματικά τόσο ανόητος;»
«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου, ρε Στέφο. Μας κορόιδεψε όλους. Προφανώς, είναι πολύ καλύτερη ηθοποιός από ό,τι νομίζαμε»
«Όχι όλους, φίλε. Η Δώρα δεν τσίμπησε. Κατάλαβε απ' την αρχή τι σκατά ήταν και μας φώναζε την αλήθεια, αλλά κανείς μας δεν την πήρε στα σοβαρά. Ούτε καν εγώ. Νόμιζα ότι αντιδρούσε έτσι γιατί ζήλευε και μάλωνα μαζί της. Μισώ τον εαυτό μου γι' αυτό. Γιατί δεν την άκουσα, ρε γαμώτο! Γιατί;»
«Δεν υπάρχει απάντηση σ' αυτό, φίλε. Τουλάχιστον όχι μία που να δικαιολογεί τη βλακεία μας»
«Θέλω να πάω σπίτι. Πήγαινε με σπίτι, Νάκο. Σε παρακαλώ!»
«Ναι, αλλά πριν απ' αυτό ... Πού είναι το κινητό σου;»
«Στο ντουλάπι μου. Τι το θες;»
«Θα δεις. Δώσε μου ένα λεπτό»
Ο Ιάσονας τρέχει στ' αποδυτήρια και επιστρέφει κρατώντας το κινητό του Στέφανου, το οποίο αρχίζει να ψάχνει.
«Τι κάνεις εκεί; Τι ψάχνεις;»
«Μερικές σταγόνες απ' το φάρμακο που χρειάζεσαι»
«Ε;»
«Σκάσε και περίμενε!»
Όταν αυτός βρίσκει αυτό που ψάχνει, πατάει το κουμπί κλήσης και δίνει στον Στέφανο τη συσκευή.
«Μίλα της!»
«Σε ποια; Τι έκανες, ρε;»
«Κάνε αυτό που σου λέω, διάολε!»
Ο Στέφανος βάζει το τηλέφωνο στ' αυτί του και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται μια γλυκιά φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Στέφανε;»
«Γεια σου, Άρτεμις»
Ο ήχος της φωνής της, ακόμα και μέσω τηλεφώνου, ηρεμεί την αναταραχή στο μυαλό και την ψυχή του Στέφανου που κοιτάζει τον Ιάσονα με ευγνωμοσύνη.
«Να χαρώ που σ' ακούω ή τηλεφώνησες για ν' ακυρώσουμε το αυριανό μας ραντεβού;»
«Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Ό,τι και να γίνει ... Ο κόσμος να χαλάσει ... Αύριο θα είμαι εκεί»
«Αν είναι έτσι, χαίρομαι που σ' ακούω. Πες μου όμως γιατί με πήρες τηλέφωνο; Όχι ότι παραπονιέμαι, φυσικά»
«Εγώ ... Ήθελα απλώς να ...»
«Τι σου συμβαίνει, Στέφανε;»
«Έμαθα κάποια πράγματα και ... Εννοώ ... Ήθελα απλώς ν' ακούσω τη φωνή σου. Δεν έκανα καλά;»
«Φυσικά και έκανες καλά»
«Μίλα μου»
«Τι θέλεις να σου πω;»
«Δεν με νοιάζει. Ό, τι θέλεις εσύ. Μου αρκεί ν' ακούω τη φωνή σου»
Και ενώ η Άρτεμις αρχίζει να μιλάει στον Στέφανο, ο Ιάσονας παίρνει τα πράγματα τους και τον οδηγεί στο αυτοκίνητο. Παίρνει εκείνος το τιμόνι και οδηγεί μέχρι το σπίτι. Ο Στέφανος δεν σταματάει να μιλάει με την Άρτεμις μέχρι που οι δύο άντρες μπαίνουν στο σπίτι. Έπειτα, αφού την αποχαιρετάει και κλείνουν το τηλέφωνο, γυρίζει στον Ιάσονα.
«Ευχαριστώ γι' αυτό, ρε φίλε»
«Νιώθεις λίγο καλύτερα τώρα;»
«Πολύ καλύτερα»
«Ωραία. Ας το ολοκληρώσουμε τότε. Κάτσε να φέρω το μπουκάλι»
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ~
~ ΣΥΝΟΡΑ ΒΟΥΛΑ-ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
Η Αφροδίτη επέστρεψε σπίτι πριν λίγο και τώρα μιλάει με τον πατέρα της, ο οποίος την ενημερώνει για την πρωινή επίσκεψη του Τζάκου.
«Τι; Τόλμησε να έρθει εδώ; Πόση αναίδεια, Θεέ μου!»
«Μου είπε ότι ξέρουν την αλήθεια»
«Πώς; Πώς το έμαθαν;»
«Δεν έχω ιδέα»
«Μαλακίες! Δεν ξέρουν τίποτα. Το είπε για να σε φοβίσει»
«Ακούς τι σου λέω; Με απείλησε»
«Και λοιπόν; Τον φοβάσαι;»
Η Λουΐζα, που τόση ώρα τους παρακολουθεί αμίλητη, αποφασίζει να επέμβει.
«Φυσικά και τον φοβάται. Το ίδιο κι εγώ. Κι εσύ θα έπρεπε»
Η Αφροδίτη παίρνει το γνωστό υπεροπτικό της ύφος.
«Εγώ δεν φοβάμαι κανέναν. Και ειδικά τον σπουδαίο Τζάκο Ηλιόπουλο»
Η Λουΐζα αγανακτεί.
«Θεούλη μου! Η κόρη μου είναι παντελώς ηλίθια!»
Ο Βλάσσης σπεύδει να συμπαρασταθεί στην κόρη του.
«Λουΐζα, σταμάτα! Είμαι σίγουρος ότι η Αφροδίτη ξέρει τι κάνει»
Η Αφροδίτη του χαμογελάει.
«Ευχαριστώ, Μπαμπά. Φυσικά, ξέρω τι κάνω. Ο Στέφανος είναι η κότα με τα χρυσά αυγά. Δεν έχασα τόσα χρόνια απ' τη ζωή μου δίπλα του για πλάκα. Θα πληρώσει ένα τρομερό τίμημα γι' αυτό που μου έκανε»
«Μπράβο το κορίτσι μου!»
«Ναι, αλλά τώρα το κορίτσι σου πρέπει να ετοιμαστεί, γιατί πρέπει να φύγει»
Η Λουΐζα κοιτάζει την κόρη της.
«Και που θα πας, για να έχουμε καλό ρώτημα;»
«Έχω ραντεβού»
«Μάλιστα. Κι ο γιος σου;»
«Ο γιος μου τι;»
«Πρέπει να φάει»
«Ε, τάισε τον τότε»
«Εγώ;»
«Ναι»
«Δικός σου γιος είναι, Αφροδίτη»
«Κι εσύ είσαι αυτή που επέμενε να τον κρατήσω γιατί η έκτρωση είναι αμαρτία. Εγώ ποτέ δεν τον ήθελα!»
«Μαμά; Δεν με θέλεις;»
Ο μικρός Τζανέτος, που εμφανίζεται στην πόρτα την πιο ακατάλληλη στιγμή, αρχίζει να κλαίει και οι τρεις τους γυρίζουν προς το μέρος του. Ο Βλάσσης τον κοιτάζει άγρια.
«Πόσο ενοχλητικό είναι αυτό το παιδί!»
Η Αφροδίτη ξεφυσάει νευριασμένη.
«Γαμώτο, ρε Μαμά! Σου είπα να τον κλειδώσεις στο δωμάτιο του!»
Η Λουΐζα αγανακτεί.
«Έλεος πια! Τι άνθρωποι είστε εσείς;»
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι κάνοντας τον Βλάσση ν' απορήσει.
«Ποιος στο διάολο είναι τώρα;»
Ο μικρός ενθουσιάζεται.
«Ίσως είναι ο φίλος μου ο Τζάκος με τον καλό γίγαντα»
Το αγοράκι τρέχει προς την πόρτα, σκουπίζοντας δάκρυα απ' τα μάτια του. Η Λουίζα προσπαθεί να τον πιάσει, αλλά δεν τα καταφέρνει και το παιδί ανοίγει την πόρτα, πίσω απ' την οποία βρίσκεται μια όμορφη νεαρή γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, πράσινα μάτια, αυστηρά ρούχα και έναν χαρτοφύλακα στο χέρι.
«Γεια σου, μικρέ μου»
«Γεια σου»
«Εσύ πρέπει να είσαι ο Τζανέτος»
«Ναι. Εσύ ποια είσαι;»
«Με λένε Καλλιόπη»
«Μήπως είσαι φίλη του Τζάκου;»
Η Καλλιόπη, που είναι η αδερφή της Κλαίρη, όπως μάλλον καταλάβατε, και έχει ενημερωθεί για την κατάσταση, παίζει σωστά τον ρόλο της για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού.
«Ναι. Αυτός με έστειλε να σε γνωρίσω»
Η Λουΐζα εμφανίζεται στην πόρτα.
«Ποια είστε εσείς;»
Η Καλλιόπη βάζει το επαγγελματικό της πρόσωπο.
«Καλησπέρα, κυρία Μαρκουλάκη. Το όνομα μου είναι Καλλιόπη Γκρουζάκη και είμαι κοινωνική λειτουργός»
«Και τι θέλεις από μας;»
«Έγινε μια καταγγελία για παραμέληση και κακοποίηση ανηλίκου και ο προϊστάμενος μου με έστειλε για αυτοψία. Μπορώ να περάσω;»
«Μπορώ να αρνηθώ;»
«Φοβάμαι πως όχι. Έχω εντολή εισαγγελέα, κυρία μου. Αν δεν συμμορφωθείτε, θα επιστρέψω με την αστυνομία»
«Όχι, δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Παρακαλώ, περάστε»
«Σοφή απόφαση, κυρία μου»
Η Λουΐζα, μαζί με τον μικρό Τζανέτο, οδηγεί στο σαλόνι την Καλλιόπη, η οποία χαιρετάει τους άλλους δύο. Η Αφροδίτη την κοιτάζει υπεροπτικά.
«Ποια είσαι εσύ και τι θέλεις στο σπίτι μου;»
Η Λουΐζα προσπαθεί να σώσει ότι μπορεί.
«Αφροδίτη, σταμάτα! Η δεσποινίς Γκρουζάκη είναι κοινωνική λειτουργός και ήρθε να μας ελέγξει»
«Να μας ελέγξει; Για ποιο λόγο;»
Ο Βλάσσης επεμβαίνει με ύφος ανωτέρου.
«Και το πιο σημαντικό, με ποιο δικαίωμα;»
Η Καλλιόπη χαμογελάει.
«Με το δικαίωμα που μου δίνει αυτό το έγγραφο, κύριε»
Αυτή του δίνει την εντολή απ' την Εισαγγελέα Ανηλίκων Αθηνών, κι αυτός την διαβάζει γρήγορα.
«Μάλιστα! Το περίμενα, αλλά όχι τόσο γρήγορα. Προφανώς, ο κύριος Ηλιόπουλος έχει υψηλές διασυνδέσεις»
Η Αφροδίτη αναστατώνεται κάπως.
«Τι συμβαίνει, Μπαμπά;»
«Κάτσε και απάντησε στις ερωτήσεις αυτής της γυναίκας. Αυτό συμβαίνει»
«Κι αν δεν το κάνω;»
«Δεν θες να ξέρεις»
Η Καλλιόπη τους διακόπτει.
«Στην πραγματικότητα, δεσποινίς, δεν σας χρειάζομαι. Τουλάχιστον για την ώρα. Είμαι εδώ για τον Τζανέτο. Σ' εκείνον θέλω να μιλήσω»
Ο μικρός την κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια.
«Σε μένα;»
«Ναι, μικρέ μου. Θέλεις να μου μιλήσεις;»
«Είσαι φίλη του Τζάκου και μ' αρέσουν πολύ τα μαλλιά σου. Ναι, θέλω να σου μιλήσω»
«Πάμε τότε στο δωμάτιο σου»
Η Λουΐζα ξεροκαταπίνει.
«Είναι ανάγκη να πάτε εκεί; Εννοώ ... Μπορείτε να του μιλήσετε εδώ»
«Όχι. Πρέπει να δω πού κοιμάται το παιδί»
«Αυτό ακριβώς θέλω ν' αποφύγω»
«Ναι. Το φαντάζομαι. Τέλος πάντων! Έλα, Τζανέτο μου, δείξε μου το δωμάτιο σου»
Ο μικρός την παίρνει απ' το χέρι και την οδηγεί μέσα. Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα όταν βλέπει ότι το παιδικό δωμάτιο, που θα έπρεπε να είναι ένας μικρός παράδεισος, αποτελείται μονάχα από ένα στρώμα στο πάτωμα, ένα μικρό στρογγυλό, παλιό και κουρελιασμένο χαλί και ένα μονό παιχνίδι, ένα καφέ, ξεχαρβαλωμένο και βρώμικο αρκουδάκι.
«Εδώ κοιμάσαι, μικρέ μου;»
«Ναι»
«Δεν έχεις κρεβάτι;»
«Όχι. Η μαμά λέει ότι δεν χρειάζομαι γιατί είμαι άντρας»
«Και τα παιχνίδια σου;»
«Έχω μόνο αυτό το αρκουδάκι. Μου το έδωσε η γιαγιά για τα γενέθλια μου. Τον λένε Φίφη»
«Και τα ρούχα σου πού είναι;»
Το παιδί κοιτάζει τα παλιά και τσαλακωμένα ρούχα που φοράει.
«Δεν έχω πολλά. Είναι κάτω απ' το στρώμα»
«Μάλιστα. Έλα να καθίσουμε»
Αυτή κάθεται στο στρώμα κι αφήνει το αγόρι να καθίσει δίπλα της.
«Ο Τζάκος θα έρθει;»
«Θέλεις να έρθει;»
«Ναι. Είναι φίλος μου. Είναι πολύ καλός και μ' αγκαλιάζει. Και έχει μαζί του τον καλό γίγαντα που παίζει μαζί μου. Με σηκώνει ψηλά με ένα χέρι»
«Α! Τι ωραία! Θέλεις να παίξεις ξανά με τον καλό γίγαντα;»
«Ναι! Ναι!»
«Δεν παίζεις με τη μαμά ή τον παππού και τη γιαγιά σου;»
«Μόνο με τη γιαγιά. Αυτή μ' αγαπάει και παίζει μαζί μου. Ο παππούς όλο μου φωνάζει και η μαμά μου δεν είναι ποτέ εδώ»
«Και τι κάνεις όλη μέρα; Πως περνάς τον χρόνο σου;»
«Περιμένω τη μαμά να γυρίσει»
«Λοιπόν, Τζανέτο μου ... Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου πεις την αλήθεια. Εντάξει;»
«Δεν λέω ποτέ ψέματα. Η γιαγιά λέει ότι είναι λάθος»
«Μπράβο σου! Τώρα πες μου ... Σε έχει χτυπήσει ποτέ κανείς;»
Το αγόρι δείχνει το μάγουλο του.
«Μια φορά. Η μαμά μου ... Εδώ. Αλλά έφταιγα εγώ»
«Τι έκανες;»
«Γύρισε σπίτι και έτρεξα και έπεσα πάνω της»
«Αυτό δεν είναι κακό. Όλα τα παιδιά κάνουν το ίδιο πράγμα στη μαμά τους»
«Ναι, αλλά ήταν άρρωστη. Κάτι στο κεφάλι. Πονούσε και ... Μύριζε αστεία»
«Κατάλαβα»
«Καλλιόπη, μπορείς να με πας στον Τζάκο;»
«Δεν μπορώ να σε πάω σ' εκείνον, αλλά μπορώ να σε πάω σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά μικρά παιδάκια σαν εσένα»
«Έχει κρεβάτι αυτό το σπίτι;»
«Ναι»
«Και παιχνίδια;»
«Πολλά παιχνίδια. Θέλεις να πας εκεί;»
«Ναι! Ναι! Πάμε τώρα!»
«Περίμενε ένα λεπτό. Αν σε πάω εκεί, δεν θα ξαναδείς τη μαμά σου»
«Την γιαγιά;»
«Αυτό θα το δούμε, αλλά ίσως ναι»
Το αγοράκι σηκώνει τους ώμους του.
«Τότε δεν με νοιάζει. Η μαμά δεν μ' αγαπάει»
«Γιατί το λες αυτό, μικρέ μου;»
«Το είπε. Την άκουσα»
«Ίσως εννοούσε κάτι άλλο»
«Τότε γιατί δεν μ' αγκαλιάζει ποτέ; Μόνο η γιαγιά και ο Τζάκος το κάνουν αυτό. Μπορείς να με πάρεις μια μικρή αγκαλιά;»
«Φυσικά, γλυκέ μου. Έλα εδώ»
Το αγόρι τρυπώνει στην αγκαλιά της κι εκείνη τον αγκαλιάζει σφιχτά, σκουπίζοντας τα δάκρυα της, τα οποία τρέχουν ξανά όταν το παιδί ζητάει την βοήθεια της.
«Πάρε με από δω, Καλλιόπη. Σε παρακαλώ!»
«Θα το κάνω, Τζανέτο μου. Στο υπόσχομαι, αλλά τώρα πρέπει να μιλήσω με τους άλλους και θέλω εσύ να καθίσεις εδώ. Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«Ναι»
«Σ' ευχαριστώ»
Αυτή σηκώνεται απ' το στρώμα, αλλά πριν φύγει, ο μικρός έχει κάτι ακόμα να της πει.
«Μην αργήσεις! Θα σε περιμένω!»
Αυτή χαμογελάει στο παιδί και επιστρέφει στο σαλόνι, αφού πρώτα κάνει μία στάση στο διάδρομο και παίρνει μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Όταν μπαίνει στο σαλόνι, η Αφροδίτη της μιλάει με σαρκασμό.
«Λοιπόν, δεσποινίς κοινωνική λειτουργέ; Τι συμπέρασμα έβγαλες;»
«Η θέση μου δεν μου επιτρέπει να σας πω αυτό που πραγματικά σκέφτομαι, οπότε, θα αρκεστώ σ' αυτό. Αυτό το παιδί εκεί μέσα είναι ένα από τα πιο παραμελημένα παιδιά που έχω δει ποτέ»
«Γιατί; Μήπως πεινάει; Είναι βρώμικος; Αν σου είπε τέτοια πράγματα, λέει ψέματα»
«Ένα παιδί, δεσποινίς, δεν χρειάζεται μόνο φαγητό και μπάνιο. Ένα παιδί χρειάζεται αγάπη, στοργή, μια αγκαλιά, κάποιον να παίζει μαζί του. Και πάνω απ' όλα, ένα παιδί χρειάζεται τη μητέρα του»
«Ήρθες για να μου κάνεις διάλεξη;»
«Όχι, δεσποινίς. Ήρθα για να σώσω αυτό το παιδί»
Ο Βλάσσης μπαίνει στην κουβέντα.
«Και πώς ακριβώς σκοπεύετε να το κάνετε αυτό;»
«Με την αναφορά μου, κύριε»
Η Λουΐζα πανικοβάλλεται.
«Δεν καταλαβαίνω. Τι σημαίνει αυτό; Θα πάρεις το αγόρι μας; Σε παρακαλώ, όχι!»
«Με συγχωρείτε, κυρία, αλλά το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι θα με ξαναδείτε πολύ σύντομα. Καλή σας νύχτα!»
Η Καλλιόπη φεύγει αφήνοντας την Αφροδίτη και τους γονείς της να κοιτάζονται. Η Λουΐζα είναι συντετριμμένη.
«Τι εννοούσε αυτή, Βλάσση;»
Ο Βλάσσης κουνάει το κεφάλι του.
«Εννοούσε ότι την γαμήσαμε»
«Θα μας πάρουν το παιδί;»
«Ενδεχομένως»
«Ω, Θεέ μου!»
«Γαμώτο! Όχι τώρα! Θα μπορούσαμε ... Λεφτά! Πρέπει να πάρουμε λεφτά απ' αυτούς πριν χάσουμε το αγόρι»
Η Αφροδίτη σουφρώνει τα χείλη της.
«Κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε, Μπαμπά. Τι μέρα είναι σήμερα;»
«Σάββατο»
«Άρα αύριο είναι Κυριακή. Φανταστικά!»
Η Λουΐζα δεν καταλαβαίνει.
«Τι λες, Αφροδίτη; Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
Ο Βλάσσης καγχάζει.
«Ελπίζω όχι κάτι ανόητο»
Η Αφροδίτη γελάει.
«Μην ανησυχείς, Μπαμπά μου. Εμπιστέψου με!»
Η Λουΐζα έχει αρχίσει να εκνευρίζεται.
«Αλήθεια τώρα, δεν σε νοιάζει καθόλου για τον γιο σου; Θα τον χάσεις, Αφροδίτη. Το συνειδητοποιείς αυτό;»
Η Αφροδίτη σηκώνεται όρθια.
«Σου το έχω ήδη πει τόσες φορές. Είναι ένα βάρος και θα χαρώ πολύ να τον ξεφορτωθώ, αλλά πριν συμβεί αυτό, θα τον χρησιμοποιήσω όσο περισσότερο μπορώ. Θα τον πουλήσω πολύ ακριβά!»
Ο Βλάσσης σηκώνεται και αγκαλιάζει την κόρη του.
«Ομολογώ ότι αμφέβαλα για λίγο, αλλά το παίρνω πίσω. Είμαι περήφανος για σένα!»
«Ευχαριστώ, Μπαμπά»
Η Λουΐζα τους κοιτάζει με αηδία.
«Είσαι άρρωστη! Με αηδιάζεις! Με αηδιάζετε και οι δύο!»
Ο Βλάσσης την αγριοκοιτάζει.
«Σκάσε, Λουΐζα!»
Κι επειδή ακόμα και ο πιο ήπιος και υπομονετικός άνθρωπος κάποια στιγμή ξεσπάει, έτσι και η Λουΐζα σηκώνεται όρθια κι αρχίζει να ουρλιάζει.
«Να πας στο διάολο, Βλάσση! Μ' ακούς, ρε αλήτη; Να πας στο διάολο κι εσύ και η βρωμιάρα η κόρη σου!!! Σας μισώ και τους δύο!!!»
Αυτή γυρίζει και κάνει να τρέξει μέσα, αλλά ο Βλάσσης, που δεν παίρνει στα σοβαρά το ξέσπασμα της, της μιλάει σαν να μην τρέχει τίποτα.
«Πού πας τώρα;»
«Μέσα πάω, ρε! Στο μοναδικό άτομο που δεν ευθύνεται για τίποτα. Πάω ν' αγκαλιάσω τον εγγονό μου. Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά για μένα!»
~ * ~ * ~ * ~
Η νύχτα που ακολουθεί είναι ... μια νύχτα κάπως διαφορετική απ' τις άλλες για κάποιους απ' τους ήρωες της ιστορίας μας.
Ο Τζάκος παίρνει μαζί του την Αναΐς, την Εύα και τον Νικόλα και κοιμούνται όλοι μαζί. Η Μαίρη δεν φέρνει καμία αντίρρηση.
Ο Στέφανος και ο Ιάσονας κοιμούνται στον καναπέ αφού αδειάζουν δύο μπουκάλια τεκίλα.
Η Άρτεμις περνάει τη νύχτα σκεπτόμενη τον Στέφανο και το περίεργο τηλεφώνημα του.
Ο Αντώνης, κάπως ανακουφισμένος απ' τις ενοχές του για τον φίλο του, κοιμάται με τη γυναίκα του και τον μικρό του χούλιγκαν στην αγκαλιά του.
Η Αφροδίτη, που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας σ' ένα κλαμπ, καταλήγει στο σπίτι και στο κρεβάτι ενός τυχαίου άντρα που γνώρισε εκεί.
Η Καλλιόπη μένει ξύπνια μέχρι αργά και ετοιμάζει την αναφορά της, ώστε να μπορέσει να σώσει το παιδί το συντομότερο δυνατό.
Ο Βλάσσης κοιμάται μόνος του για πρώτη φορά, χωρίς τη γυναίκα του δίπλα του. Η Λουΐζα, τσακισμένη από ενοχές, κοιμάται στο στρώμα, κρατώντας όλη νύχτα τον εγγονό της στην αγκαλιά της.
Και ο μικρός Τζανέτος, το μόνο αθώο θύμα, περνάει το πρώτο του ευχάριστο βράδυ στην αγκαλιά της γιαγιάς του, βλέποντας όνειρα πολύχρωμα και γεμάτα ουράνια τόξα και μονόκερους για πρώτη φορά στη ζωή του. Αυτός βλέπει όμορφα όνειρα, όπως πρέπει να είναι τα όνειρα όλων των παιδιών του κόσμου!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro