Μία Αρκετά Στενή Επαφή ...
~ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~ ΠΕΜΠΤΗ, 28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019 ~
~ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ~ ΓΛΥΦΑΔΑ ~
Για άλλη μια μέρα, ο Στέφανος είναι έτοιμος να πάει στο γραφείο όταν ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι.
«Ποιος είναι τόσο νωρίς;»
Αυτός πηγαίνει κι ανοίγει την πόρτα, πίσω απ' την οποία βρίσκεται ο ... Άρης.
«Γεια σου, ανιψιέ»
Αυτός κρατάει δύο πλαστικά ποτήρια με ζεστό καφέ κι ένα κουτί με κρουασάν βουτύρου και σοκολάτας. Ο Στέφανος εκπλήσσεται απ' αυτή την ξαφνική και παράξενη επίσκεψη. Αυτό δεν είναι καθόλου το στυλ του Άρη.
«Τι έγινε; Γιατί είσαι εδώ;»
«Άσε με να μπω και ν' αφήσω κάτω τους καφέδες και θα σου πω. Αυτά τα μικρά καθάρματα καίνε σαν την κόλαση κι αν συνεχίσω να τα κρατάω, θα χάσω την αίσθηση της αφής σε περίπου τρία δευτερόλεπτα»
Ο Στέφανος παραμερίζει κι ο Άρης τρέχει και βάζει τους καφέδες και το κουτί με τα κρουασάν στο τραπέζι. Μετά κουνάει και φυσάει τα δάχτυλα του.
«Καίει! Καίει! Καίει! Σκατά!»
Ο Στέφανος κλείνει την πόρτα και προχωρά προς αυτόν.
«Μπορώ να ρωτήσω γιατί δεν ζήτησες μία απ' αυτές τις χάρτινες βάσεις;»
«Γιατί προφανώς είμαι μαλάκας»
«Συ είπας!»
«Πολύ αστείο, εξυπνάκια!»
Ο Στέφανος γελάει κι ο Άρης τον παρατηρεί και συνειδητοποιεί πόσο δίκιο έχει ο Ιάσονας. Αυτός δεν είναι καθόλου καλά κι ο Άρης το ξέρει, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά απλώς επειδή ήταν στην θέση του πριν από μερικά χρόνια. Αυτός θυμάται πολύ καλά πώς είναι να γελάς, να μιλάς, να δουλεύεις καθαρά από συνήθεια και τίποτα άλλο. Θυμάται ακόμη και πώς είναι ν' αναπνέεις από συνήθεια.
«Είσαι έτοιμος να φύγεις, έτσι δεν είναι;»
«Όπως βλέπεις, ναι. Και μάλιστα έχω αργήσει»
«Αν είναι έτσι, δεν πειράζει ν' αργήσεις λίγο ακόμα. Κάτσε κάτω»
«Αυτό είναι εντολή του Άλφα μου;»
«Όχι, Τίγρη. Είναι παράκληση του θείου σου. Γιατί αν ήταν όντως εντολή, θα το καταλάβαινες αμέσως και θα είχες ήδη καθίσει»
«Σωστά»
Ο Στέφανος κάθεται στην αγαπημένη μου πολυθρόνα κι ο Άρης κάθεται στον καναπέ απέναντι του.
«Λοιπόν, θείε;»
«Λοιπόν, ανιψιέ ... Όπως ξέρεις, δεν μ' αρέσει να παίζω με τις λέξεις, οπότε θα μιλήσουμε σαν άντρες χωρίς να μασάμε τα λόγια μας ή να ντρεπόμαστε»
«Ποτέ δεν ντρέπομαι να μιλάω μαζί σου»
«Πολύ καλά. Πες μου, λοιπόν, πόσο χρονών είσαι;»
«Είκοσι τεσσάρων»
«Και πόσες γυναίκες έχεις γαμήσει μέχρι τώρα;»
Ο Στέφανος σηκώνει τους ώμους.
«Δεν τις έχω μετρήσει»
«Πάνω- κάτω»
«Δεν ξέρω. Τριακόσιες πενήντα περίπου. Εκεί γύρω»
«Τριακόσιες πενήντα, ε; Τριακόσιες πενήντα είναι πάρα πολλές, Τίγρη»
Ο Στέφανος γελάει.
«Έλα τώρα, Λύκε. Εσύ το λες αυτό; Ο άντρας με τις χίλιες γυναίκες κάτω απ' τη ζώνη του; Κάνε μου τη χάρη!»
«Ναι, ρε ηλίθιε! Χίλιες γυναίκες απ' τα δεκαέξι μου μέχρι τα τριάντα πέντε. Έχεις ιδέα για πόσα χρόνια μιλάμε;»
«Δεκαεννιά»
«Ακριβώς. Δεκαεννιά. Όχι τέσσερα, όπως εσύ. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο, δεν νομίζεις;»
«Εντάξει, ναι, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λες όλα αυτά. Που προσπαθείς να φτάσεις;»
«Θα δεις. Πες μου κάτι άλλο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες σεξ;»
«Εεεε ... Δεν θυμάμαι»
«Θυμάμαι εγώ. Ήταν την περασμένη Παρασκευή»
«Πώς είναι δυνατόν να το ξέρεις αυτό;»
Ο Άρης στενεύει τα μάτια κι αρχίζει να γρυλίζει υπόκωφα.
«Επειδή γάμησες μια απ' τις σερβιτόρες μου, ρε κάθαρμα! Ένα απ' τα κορίτσια μου. Στο γαμημένο το κλαμπ μου. Μέσα στο γαμημένο το γραφείο μου. Πάνω στον γαμημένο δερμάτινο καναπέ μου»
«Α!»
«Θυμήθηκες τώρα;»
Ο Στέφανος σηκώνει τα χέρια απολογητικά.
«Καταρχήν, ηρέμησε! Δεν της έκανα τίποτα που δεν το ήθελε»
«Νομίζεις ότι αυτό είναι που μ' ενδιαφέρει;»
«Το λέω γιατί ξέρω πόσο νοιάζεσαι για τα κορίτσια σου»
«Ναι, νοιάζομαι, αλλά εσύ είσαι πιο σημαντικός»
«Τι σχέση έχει αυτό μ' εμένα τώρα; Πέρασα πολύ καλά μαζί της. Ήταν πρόθυμη, υπάκουη και αρκετά ευέλικτη»
Ο Άρης κοπανάει το χέρι του στο τραπεζάκι.
«Γαμώτο, ρε Στέφανε!»
«Τι;»
«Δεν βλέπεις το λάθος σ' όλο αυτό;»
«Όχι, Λύκε. Πραγματικά δεν βλέπω κανένα λάθος σ' όλο αυτό»
«Άνοιξε τα μάτια σου, ρε ηλίθιε! Έχεις μεταπηδήσει απ' την full time δραστηριότητα στην πλήρη αδράνεια εν ριπή οφθαλμού. Αν συνεχίσεις έτσι, οδεύεις στην κατάθλιψη με μαθηματική ακρίβεια»
«Μαλακίες! Ποιος το λέει αυτό; Ο Νάκος, ε; Αυτός σ' έστειλε εδώ, έτσι δεν είναι;»
«Κανείς δεν μ' έστειλε εδώ. Ήρθα γιατί είδα τα σημάδια, Στέφανε»
«Προφανώς η όραση σου δεν είναι τόσο καλή όσο η όσφρηση σου. Καλύτερα να πας να την κοιτάξεις πριν να είναι πολύ αργά»
Η άκρη του στόματος του Άρη συσπάτε, κι αυτό σημαίνει ότι αρχίζει να εκνευρίζεται.
«Με κοροϊδεύεις, ρε;»
«Όχι! Όχι! Συγγνώμη αν ακούστηκε έτσι. Θέλω απλώς να σου πω ότι κάνεις λάθος. Είμαι καλά»
«Κόψε τις μαλακίες! Ξέρω πολύ καλά για τι πράγμα μιλάω γιατί αναγνωρίζω τα σημάδια. Έχω βρεθεί στην θέση σου, Στέφανε. Ήμουν ακριβώς εκεί που είσαι τώρα, αλλά απέφυγα τη σφαίρα γιατί ο Θεός με λυπήθηκε και μου έστειλε τη θεία σου. Αν δεν είχα ... Αν δεν είχε έρθει στη ζωή μου, δεν ξέρω πού θα ήμουν αυτή τη στιγμή. Επομένως, όσο υπάρχω εγώ, δεν θα σ' αφήσω να βουλιάξεις στην άβυσσο. Έχω ζήσει στο σκοτάδι και δεν πρόκειται ν' αφήσω τον ανιψιό μου να περάσει τα ίδια χάλια εξαιτίας μιας γαμημένης σκύλας»
Ο Στέφανος αναστενάζει.
«Πραγματικά σ' ευχαριστώ γι' αυτό, αλλά φοβάμαι ότι άργησες πολύ. Είμαι ήδη στο σκοτάδι, Άρη. Έχω ήδη βουτήξει σ' αυτή την άβυσσο που λες, και κολυμπάω σε θολά νερά»
Ο Άρης αφήνει τον καφέ του στο τραπεζάκι.
«Αν είναι έτσι, τότε δεν έχω άλλη επιλογή απ' το να βουτήξω πίσω σου και να σε βγάλω έξω πριν να είναι πολύ αργά»
«Δεν τα παρατάς, ε; Πολύ καλά. Πώς σκοπεύεις να το κάνεις αυτό;»
«Έτσι!»
Χωρίς να δώσει χρόνο στον Στέφανο ν' αντιδράσει, ο Άρης σηκώνεται όρθιος, πηγαίνει προς το μέρος του, τον αρπάζει απ' τα πέτα του σακακιού του και τον ρίχνει στο πάτωμα, προσέχοντας να μην τον πληγώσει. Μια κραυγή έκπληξης ξεφεύγει απ' το στόμα του Στέφανου, αλλά ο Άρης δεν του αφήνει χώρο ν' αντισταθεί. Αυτός αρχίζει να ουρλιάζει στα μούτρα του ...
«Τέρμα τα παιχνίδια, Στέφανε! Τώρα θ' ανοίξεις τα μάτια σου και θα δεις την πραγματικότητα. Θα δεις τι πραγματικά σου αξίζει και θα βγεις εκεί έξω να ζήσεις τη ζωή σου. Θα γκρεμίσεις αυτόν τον καταραμένο τοίχο που έχεις χτίσει γύρω απ' την καρδιά σου και θα ξεφορτωθείς κάθε κομμάτι αυτής της σκύλας από μέσα σου. Θ' ανοίξεις την καρδιά σου και θα βγεις έξω και θα βρεις αυτή τη γυναίκα, τη γυναίκα της ζωής σου. Και ναι, ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΕΝΤΟΛΗ! Μ' ακούς, ηλίθιε; Θα τα κάνεις όλα αυτά ΤΩΡΑ γιατί αυτή είναι εκεί έξω και σε περιμένει. Η δική σου Σελήνη, η δική σου Μαίρη, η γυναίκα των ονείρων σου, η τέλεια σύντροφος σου»
Ο Στέφανος τον κοιτάζει με γουρλωμένα, τρομαγμένα μάτια που σχεδόν δακρύζουν, κι αυτός τον τραβάει και τον τυλίγει σφιχτά στην αγκαλιά του.
«Κλάψε, αγόρι μου. Ξέρω ότι πονάει, αλλά είναι ο μόνος τρόπος. Κλάψε κι άσε τα δάκρυα σου να πνίξουν το σκουλήκι που σε τρώει. Είμαι εδώ για σένα. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι πια. Κλάψε και θα δεις πόσο όμορφα θα είναι όλα μετά»
Και έτσι, για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια, ο Στέφανος αφήνει τον εαυτό του να θρηνήσει. Αυτός ξεσπάει σε κλάματα κι αγκαλιάζει τον Άρη, ο οποίος του χαϊδεύει την πλάτη. Ποτάμια δακρύων κυλούν απ' τα βιολετί του μάτια και μουσκεύουν το πουλόβερ του Άρη. Αυτός κλαίει και κλαίει και κλαίει προσπαθώντας να ξεπλύνει τα τελευταία ίχνη της Αφροδίτης.
Τα λόγια του Άρη καταφέρνουν να κάνουν αυτό που κανείς δεν κατάφερε ποτέ πριν. Ο τοίχος που ο ίδιος ο Στέφανος έχτισε, γκρεμίζεται κι αφήνει το φως να μπει στην καρδιά του, να τη ζεστάνει και ν' ανοίξει ξανά την πόρτα στην αγάπη.
Αρκετή ώρα αργότερα, τα δάκρυα έχουν στεγνώσει κι ο Στέφανος τραβιέται απ' την αγκαλιά του Άρη, σκουπίζοντας τα μάτια του με το πίσω μέρος του χεριού του.
«Πώς νιώθεις, Τίγρη;»
«Στραγγισμένος, ντροπιασμένος, αλλά ανακουφισμένος»
«Δεν υπάρχει τίποτα για να ντρέπεσαι»
«Αφού το λες εσύ»
«Σε τρόμαξα, ε;»
«Τι νομίζεις;»
«Ναι. Συγγνώμη που σου φώναξα, αλλά αυτό ήταν το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ. Αν σου μιλούσα μόνο, δεν θα μ' άκουγες»
«Έχεις δίκιο. Προφανώς, αυτό ακριβώς χρειαζόμουν»
«Άξιζε τον κόπο και είμαι χαρούμενος που τα κατάφερα»
«Πώς το ξέρεις;»
«Το βλέπω στα μάτια σου, Τίγρη»
«Τι έχουν τα μάτια μου;»
«Άλλαξαν. Δεν υπάρχει πια πάγος μέσα τους. Έλιωσε»
«Τι λες;»
«Ρίξε μια ματιά και θα δεις»
Ο Στέφανος πλησιάζει τον μεγάλο καθρέφτη δίπλα στην πόρτα και το στόμα του ανοίγει διάπλατα όταν βλέπει τον εαυτό του. Πλησιάζει πιο κοντά και ρίχνει μια πιο προσεκτική ματιά στα μάτια του, που όντως έχουν αλλάξει. Το παγωμένο βλέμμα που υπήρχε εκεί μέσα τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν υπάρχει πια. Αυτά είναι πλέον υγρά. Έχουν αποκτήσει κίνηση και το βιολετί χρώμα τους λάμπει ξανά.
«Κύριε των δυνάμεων! Είναι σαν ... Σαν ...»
«Σαν της μητέρας σου, ίσως;»
«Ακριβώς σαν της μητέρας μου. Απίστευτο!»
Ο Άρης παίρνει το μπουφάν του και πηγαίνει προς την πόρτα.
«Η δουλειά μου εδώ τελείωσε. Ήρθε η ώρα να φύγω»
«Όχι! Περίμενε!»
Ο Άρης σταματάει κι ο Στέφανος τρέχει κοντά του και τον αγκαλιάζει.
«Ευχαριστώ, θείε»
«Παρακαλώ, ανιψιέ»
«Αλήθεια πιστεύεις ότι η Σελήνη μου είναι κάπου εκεί έξω;»
«Δεν το πιστεύω απλώς. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Θα έρθει, Τίγρη. Αργά ή γρήγορα»
«Τότε θα πρέπει να περιμένω»
«Ναι. Αυτό πρέπει να κάνεις»
Ο Άρης φεύγει κι ο Στέφανος, αφού κάνει ένα γρήγορο ντους κι αλλάζει ρούχα, παίρνει κι αυτός τον δρόμο για το γραφείο, όπως κάθε μέρα, αλλά με μια άλλη διάθεση, πιο χαρούμενη και κυρίως πιο αισιόδοξη για το μέλλον.
~ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ ~
Η οικογένεια είναι μαζεμένη γύρω απ' το αυτοκίνητο του Στέφανου. Αυτός και ο Ιάσονας είναι εκεί για να πάρουν την Αναΐς και την Πανδώρα και να φύγουν για το βουνό. Όλοι ανυπομονούν και είναι ενθουσιασμένοι γι' αυτή την εκδρομή. Όλοι; Μχμμμ ... Όχι ακριβώς! Ο Τζάκος έχει κάποιες αντιρρήσεις.
«Και πού είπαμε ότι θα μείνετε;»
Η Αναΐς κατσουφιάζει.
«Έλα, βρε Μπαμπάκα! Μ' έχεις ρωτήσει εκατό φορές»
«Ναι, γιατί δεν ήξερα ότι θα ερχόταν κι αυτός μαζί σας. Νόμιζα ότι θα ήσασταν μονάχα οι τρεις σας»
«Μπαμπά! Μου υποσχέθηκες!»
«Μχμμμ...
Η Πανδώρα παίρνει τον λόγο.
«Γλυκούλη θείε Τζάκο, θα είναι όπως σου είπε ο μπαμπάς Οδυσσέας. Άλλωστε, αυτός μας τα κανόνισε όλα. Θα μείνουμε σ' ένα πανέμορφο σαλέ στην άκρη του γκρεμού»
Ο Τζάκος αγριοκοιτάζει τον Οδυσσέα.
«Ο μπαμπάς Οδυσσέας κι εγώ θα μιλήσουμε αργότερα για τις πρωτοβουλίες που παίρνει»
Ο Οδυσσέας παριστάνει τον τρομαγμένο.
«Τώρα φοβήθηκα! Κοίτα με! Τρέμω σαν το φύλλο!»
Ο Αλέκος ξεροβήχει.
«Οδυσσέα μου, μην τον ερεθίζεις άλλο»
Η Εύα πλησιάζει τον πατέρα της με μία παιχνιδιάρικη διάθεση.
«Ήθελα να 'ξέρα τι θα κάνεις όταν πάω εγώ την πρώτη μου εκδρομή»
Ο Τζάκος καγχάζει.
«Μην ελπίζεις, Πριγκίπισσα. Η μόνη εκδρομή που θα κάνεις εσύ θα είναι μέχρι το μοναστήρι. Πουθενά αλλού»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Γιατί συνεχίζουμε να τον ακούμε και δεν τον κλειδώνουμε στο υπόγειο για να ησυχάσουμε μια και καλή;»
Οι άλλοι γελούν, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να σταματήσει τον Τζάκο.
«Μπορώ τουλάχιστον να ρωτήσω πόσες κρεβατοκάμαρες υπάρχουν σ' αυτό το πανέμορφο σαλέ;»
Η Μαίρη γυρίζει τα μάτια της.
«Για όνομα του παραδείσου, βρε Τζάκο!»
«Τι; Πρέπει να ξέρω»
Ο Στέφανος επεμβαίνει μπας και κατευνάσει τα πνεύματα.
«Μην ανησυχείς, Μπαμπά. Υπάρχουν μόνο δύο κρεβατοκάμαρες, και η Αναΐς θα κοιμηθεί με τη Πανδώρα, ενώ ο Ιάσονας θα κοιμηθεί μαζί μου»
Ο Τζάκος κουνάει το κεφάλι του.
«Δεν μου αρκεί αυτό, Τίγρη»
«Κι αν τον έδενα στο κρεβάτι;»
«Τώρα κάτι γίνετε!»
Ο Ιάσονας καγχάζει.
«Αυτό το ταξίδι γίνεται όλο και καλύτερο. Ναι!»
Η Αναΐς πλησιάζει τον Ιάσονα και του πιάνει το χέρι.
«Μην ανησυχείς, Νάκο μου. Ο μπαμπάς αστειεύεται. Έτσι δεν είναι, Μπαμπά;»
«Όχι. Μιλάω πολύ σοβαρά και άσε το χέρι του! Σταμάτα να τον αγγίζεις!»
Κι αυτή είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της Μαίρης.
«Αυτό ήταν! Το σόου τελείωσε! Εσείς, παιδιά, καλύτερα να ξεκινήσετε»
«Όχι ακόμα, Αγγελούδι! Έχω μερικές ερωτήσεις ...»
«Σιωπή, Ηλιόπουλε! Ούτε λέξη!»
Ο Τζάκος κοιτάζει γύρω του με μια απολαυστικά μπερδεμένη έκφραση στο όμορφο πρόσωπο του.
«Τι στο διάολο έγινε μόλις τώρα;»
Ο Στέφανος τον χτυπάει στην πλάτη.
«Ο αρχηγός της οικογένειας μίλησε, Μπαμπά. Αυτό έγινε»
«Ναι, καλά! Μόλις φύγετε, θα της δείξω εγώ ποιος είναι ο αρχηγός»
Η Μαίρη τον αγριοκοιτάζει.
«Τι είπες;»
Αυτός κομπιάζει.
«Εεεε ... Τίποτα, Αγγελούδι!»
Ο Στέφανος ξεσπάει σε γέλια.
«Συνέχισε να προσπαθείς, Μπαμπά και ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα ...»
«Άντε χάσου, Τίγρη!»
«Ναι, κύριε!»
Μετά απ' αυτό, οι τέσσερις μπαίνουν στο αυτοκίνητο και φεύγουν. Κι ενώ οι άλλοι αρχίζουν να επιστρέφουν στις ασχολίες τους, ο Οδυσσέας πλησιάζει τον Τζάκο και βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Ελπίζω να μην πίστεψες αυτό το ηλίθιο ψέμα»
«Τι εννοείς; Ποιο ψέμα;»
«Ότι ο Νάκος θα κοιμηθεί με τον Στέφο και η Αναΐς με την Δώρα»
«Ουάου! Ουάου! Ήταν ψέμα;»
«Ω, ναι!»
«Και ποια είναι η αλήθεια;»
«Είσαι σίγουρος ότι μπορείς να το χειριστείς;»
«Μην παίζεις μαζί μου, Οδυσσέα»
Ο Οδυσσέας σηκώνει τους ώμους.
«Όπως θες! Απόψε, αγαπητέ μου Διεστραμμένε, η Πολύτιμη σου θα δώσει στον Νάκο ό,τι πιο πολύτιμο έχει»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Θέλεις να τ' ακούσεις, ε; Πολύ καλά! Την παρθενιά της, Τζάκο. Απόψε, η κόρη σου θα περπατήσει στον υπέροχο και ιδρωμένο δρόμο της σαρκικής απόλαυσης»
«Τι;»
Το πρόσωπο του Τζάκου χάνει ξαφνικά όλο το χρώμα, κάτι που φυσικά δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' τη Μαίρη.
«Τι του έκανες, Οδυσσέα;»
«Τίποτα. Απλώς του είπα τι πρόκειται να συμβεί απόψε μεταξύ του Νάκου και της Αναΐς»
Η Σελήνη τον κοιτάζει.
«Γιατί, ρε Οδυσσέα; Γιατί το έκανες αυτό;»
Η Μαίρη τον σπρώχνει.
«Προσπαθείς να σκοτώσεις τον άντρα μου, ρε ηλίθιε;»
Αυτός πέφτει στο έδαφος ξεκαρδισμένος στα γέλια, ενώ οι δύο γυναίκες τρέχουν στον Τζάκο.
«Έλα, Τζάκο μου, ηρέμησε. Πλάκα σου κάνει ο Οδυσσέας»
«Ναι, Πρίγκιπα μου. Έτσι ακριβώς είναι. Αν ήταν αλήθεια, θα το ήξερα. Θα μου το είχε πει η Αναΐς»
Αυτός σηκώνει το χέρι.
«Σταματήστε να μιλάτε και οι δύο και φέρτε μου ένα τηλέφωνο»
«Τι να το κάνεις;»
«Να τηλεφωνήσω στην Κλαίρη»
«Γιατί;»
«Για να μου στείλει το ελικόπτερο. Θα πάω εκεί και θα τους περιμένω. Έκπληξη!»
Ο Άρης ξεφυσάει.
«Να τα πάλι! Γίνεσαι παρανοϊκός, ρε φίλε»
Ο Αλέκος απευθύνεται στον Οδυσσέα.
«Είσαι χαρούμενος τώρα που τον έκανες έξαλλο;»
Αυτός όμως δεν μπορεί ούτε να μιλήσει απ' τα γέλια. Ο Βίκος γυρίζει τα μάτια.
«Γελάς, ρε ηλίθιε; Πολύ καλά! Τζάκο, άσε τα παιδιά ήσυχα. Αν θέλεις να ξεσπάσεις το θυμό σου σε κάποιον, ο Οδυσσέας είναι αυτός που τα κανόνισε όλα»
Ο Ορέστης σιγοντάρει.
«Ναι! Ναι! Ήταν δική του ιδέα. Το άκουσα κι εγώ»
Τα γέλια του Οδυσσέα κόβονται μαχαίρι.
«Έη! Τι λέτε, ρε ηλίθιοι; Αλέκο, κάνε κάτι!»
Ο Αλέκος σηκώνει τους ώμους.
«Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου δώσω μια συμβουλή, μωρό μου ... Τρέξε, Φόρεστ. ΤΡΕΞΕ!»
«Τι ...;»
Η οργισμένη φωνή του Τζάκου σπάει την σιωπή του χειμωνιάτικου πρωινού.
«ΟΔΥΣΣΕΑ ... ??!!»
Ο Οδυσσέας σηκώνει τα χέρια ψηλά.
«Όχι! Τζάκο ... ΟΧΙ!»
Αλλά είναι πολύ αργά πια. Το πλοίο της οργής έχει σαλπάρει για τον Τζάκο και κάπως έτσι, αυτός αρπάζει τον Οδυσσέα απ' την μπλούζα κι αρχίζει να τον τραβάει.
«Έλα μαζί μου, Αγαπούλη. Ήρθε η ώρα για μπάνιο!»
«Όχι, Τζάκο! Σε παρακαλώ, μην το κάνεις! Όχι στην πισίνα! Όχι πάλι!»
Οι άλλοι γυρίζουν και πάνε προς το σπίτι. Ο Αλέκος κουνάει το κεφάλι του.
«Ετοιμαστείτε για πολλά φταρνίσματα»
Η Μαίρη σηκώνει τους ώμους.
«Πήγε γυρεύοντας. Δεν μπορείς να παίζεις μ' έναν Θεό χωρίς συνέπειες»
Μιλώντας για συνέπειες ... Το μόνο που μπορώ να πω είναι ... ΜΠΛΟΥΜ !!!
~ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ~ ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ~
Όταν αυτοί έφυγαν απ' το σπίτι, τα κορίτσια κάθισαν στο πίσω κάθισμα για ευνόητους λόγους, ενώ ο Ιάσονας πήρε τη θέση του συνοδηγού. Αλλά μόλις αυτοί απομακρύνθηκαν, η Πανδώρα άλλαξε θέση με τον Ιάσονα. Ο Στέφανος κρατάει τα μάτια του στο δρόμο, κουβεντιάζοντας ανέμελα με τη Πανδώρα, όταν ξαφνικά οι δυο τους ακούνε περίεργους θορύβους απ' το πίσω κάθισμα. Αυτή γυρίζει κι αρχίζει να γελάει. Ο Στέφανος αναστατώνεται.
«Τι; Τι στο διάολο συμβαίνει εκεί πίσω;»
«Ρίξε μια ματιά μόνος σου»
Αυτός ρίχνει μια ματιά στον καθρέφτη και βλέπει τον κολλητό του κυριολεκτικά κολλημένο στην αδερφή του.
«Έη! Έη! Φύγε πάνω απ' την αδερφή μου, ρε μαλάκα! Δεν σ' άφησα να καθίσεις πίσω για να την διακορεύσεις, και σίγουρα όχι με μένα στ' αυτοκίνητο»
Ο Ιάσονας μιλάει χωρίς ν' απομακρυνθεί καθόλου απ' το κορίτσι του.
«Μάτια στον δρόμο, κολλητέ, κι άσε με ήσυχο. Ξέρω τι κάνω»
Η Αναΐς συμφωνεί.
«Ναι! Αυτός σίγουρα ξέρει τι κάνει»
Ο Στέφανος χτυπάει το τιμόνι.
«Αυτό ήταν! Αλλάξτε πάλι θέσεις τώρα!»
Ο Ιάσονας καγχάζει.
«Τράβα γαμήσου, Ηλιόπουλε!»
Ο Στέφανος γρυλίζει κι η Πανδώρα τον σκουντάει.
«Έλα, Ομορφόπαιδο. Άστους να το απολαύσουν»
Αυτός ξεφυσάει.
«Τουλάχιστον καλυφθείτε με κάτι. Μη με κάνετε να φοβάμαι να κοιτάξω στον καθρέφτη»
Ο Ιάσονας παίρνει το μπουφάν του και το ρίχνει επάνω τους, δείχνοντας ταυτόχρονα το μεσαίο του δάχτυλο. Η Πανδώρα αναστενάζει.
«Έτσι είναι η αγάπη, Ομορφόπαιδο. Κάποια στιγμή θα ηρεμήσουν. Νομίζω τουλάχιστον»
«Αυτό δεν ακούγεται και πολύ ευοίωνο, Πραγματάκι»
«Βάλε λίγη μουσική για να μην τους ακούμε»
«Θα κάνω μια εξαίρεση και θ' αφήσω εσένα να διαλέξεις»
Αυτή πατάει μερικά κουμπιά στη μικρή οθόνη και ο ήχος του σαξοφώνου μαζί με την φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου γεμίζουν τον χώρο του αυτοκινήτου.
* Ήταν ένας γάτος μαύρος πονηρός ... Κάθε που εβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός ... Τα μαλλιά του έκανε λίγο κατσαρά ... Κι ένα κόκκινο παπιόν φορούσε στην ουρά.
Σε κάθε σπίτι πήγαινε όπου έβλεπε καπνό ... Ζητούσε τα κορίτσια δήθεν για σκοπό ... Κι αυτές άλλο δε θέλανε φορούσαν νυφικά ... Κάλιο μ' ένα γάτο παρά με κοιλαρά *
Ο Στέφανος χαμογελάει.
«Τέλεια επιλογή, Πραγματάκι. Το λατρεύω αυτό το τραγούδι. Ήταν το νανούρισμα μου, ξέρεις.
Αυτός δυναμώνει την ένταση κι αρχίζει να τραγουδάει μαζί με τον τραγουδιστή.
* Μα όπως είπα στην αρχή ο γάτος πονηρός ... Βόλευε τα κορίτσια και γίνονταν καπνός ... Με τόση καρπερότητα, αχ, να 'χα μια σταλιά ... Γέμισαν τα ιδρύματα με μπάσταρδα γατιά.
Οι άρχοντες φοβήθηκαν μην πάθουνε ζημιά ... Και την κουτάλα χάσουνε μαζί με τα ζουμιά ... Ρε θες να κάνουν κίνημα του γάτου οι καρποί; ... Κι ό, τι γλυκά ροκάνιζαν σαν φούσκα να χαθεί.
Έτσι αφού σκεφτήκανε βρήκαν το πιο σωστό ... Το γάτο να τσακώσουνε σαν μούτρο αναρχικό ... Βγήκε λοιπόν σεργιάνι το χαφιεδότσουρμο ... Αυτοί που αποτελούνε τον εθνικό κορμό ...
Αχ, καημένε γάτο μου την έχεις πια βαμμένη ... Του έθνους τα λαγωνικά στην έχουνε στημένη ... Κι όπως το λέω έγινε, το πιάσανε το αλάνι ... Τους είδε μαύρους νόμισε με φίλους πως θα κάνει.
Τώρα κλαίει κι οδύρεται μαζεύεται κουβάρι ... Μήπως τους κρύους δικαστές μπορέσει να τουμπάρει ... Αχ, μη καλοί μου άνθρωποι εγώ δεν είμαι γάτος ... Εγώ είμαι ένας άνθρωπος με αισθήματα γεμάτος.
Κοιτάζω το συμφέρον μου διαβάζω εφημερίδα ... Και στο στρατό υπηρέτησα για τη μαμά πατρίδα ... Μα εκείνοι που να ακούσουνε τον στήσανε στον τοίχο ... Τα μάτια κάπως παίξανε στης τουφεκιάς τον ήχο.
Αν μία κόρη έχετε κρατήστε την αθώα ... Μπορεί ο γάτος να μη 'ρθει μα θα 'ρθουν άλλα ζώα ... Κι αν είστε κάποιος άρχοντας και παρεξηγηθείτε ... Στα όργανα μου μια χαρά χωράει να γραφτείτε *
Μόλις τελειώνει το τραγούδι, ο Στέφανος βλέπει ότι ο Ιάσονας και η Αναΐς έχουν σταματήσει να φιλιούνται και μαζί με την Πανδώρα τον κοιτάζουν έκπληκτοι.
«Τι; Γιατί με κοιτάτε έτσι;»
Ο Ιάσονας βάζει το χέρι του στον ώμο του Στέφανου.
«Ποιος είσαι και τι έκανες στον γκρινιάρη κολλητό μου;»
Ο Στέφανος χαμογελάει, μ' ένα χαμόγελο που φωτίζει τ' αυτοκίνητο. Χαμογελάει μ' αυτό το γνώριμο και ακαταμάχητο χαμόγελο των Ηλιόπουλων.
«Εγώ είμαι, κολλητέ»
Η Αναΐς κουνάει το κεφάλι της.
«Όχι. Δεν είσαι εσύ. Εννοώ, δεν είσαι ... Πώς να το πω;»
Η Πανδώρα χαϊδεύει τα ξανθά μαλλιά του αδερφού της.
«Δεν είσαι ο Στέφανος που ήσουν τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Είσαι ο παλιός Στέφανος. Ο υπέροχος Στέφανος. Το πρόσεξα πριν, το γέλιο σου, αλλά φοβόμουν να το πιστέψω»
Ο Ιάσονας ξέρει, αλλά παίζει τον ανήξερο.
«Τι έγινε, Στέφο; Πώς έγινε αυτό το θαύμα;»
«Δεν ξέρω αν είναι θαύμα, αλλά χθες το πρωί είχα μια αρκετά στενή επαφή μ' έναν λύκο και μ' ανάγκασε να ξανασκεφτώ μερικά πράγματα»
Η Αναΐς χαμογελάει, αλλά η Πανδώρα, που δεν ξέρει, ρωτάει για να μάθει.
«Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, Στέφανε;»
«Αυτό σημαίνει ότι είμαι ξανά ανοιχτός σε ό,τι μου επιφυλάσσει το μέλλον, Πραγματάκι»
«Ακόμα κι αν είναι μια καινούργια αγάπη;»
«Ειδικά αυτό»
Ο Ιάσονας νιώθει μια τεράστια ανακούφιση, που το σχέδιο του πέτυχε.
«Επιτέλους, ρε φίλε! Να ξέρεις ότι χαιρόμαστε όλοι για σένα»
Η Πανδώρα χτυπάει παλαμάκια.
«Ο Στέφανος μας επέστρεψε. Αυτό είναι λόγος για πάρτι. Έτσι, παιδιά;»
Ο Ιάσονας ξεροβήχει.
«Ναι, αλλά όχι απόψε»
«Γιατί όχι απόψε;»
«Συγκεντρώσου, Δώρα!»
«Α! Το ξέχασα. Ο σκοπός αυτής της εκδρομής, ε;»
«Ακριβώς»
Ο Στέφανος συνοφρυώνεται.
«Θα προσποιηθώ ότι δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάτε και θα σας πω απλά ευχαριστώ»
Η Αναΐς απορεί.
«Γιατί μας ευχαριστείς;»
«Γιατί μείνατε δίπλα μου όλο αυτόν τον καιρό, παρόλο που ήμουν ένας τυφλός, πεισματάρης μαλάκας που δεν μπορούσε να δεχτεί τα λάθη του κι αρνιόταν να συνεχίσει τη ζωή του»
Η Πανδώρα χαμογελάει.
«Μην το ξαναπείς αυτό. Θα είμαστε πάντα εκεί ο ένας για τον άλλον»
Η Αναΐς πιάνει το χέρι του Ιάσονα.
«Όπως ήταν και θα συνεχίσουν να είναι οι γονείς μας»
Ο Ιάσονας πιάνει το χέρι της Πανδώρας.
«Ένας για όλους και όλοι για έναν»
Ο Στέφανος τους κοιτάζει μέσα απ' τον καθρέφτη.
«Για μια ζωή;»
Οι άλλοι τρεις μιλούν μαζί, με μια φωνή.
«Για μια ζωή!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro